O Φώτης Καραβασίλης, ο ανήσυχος, ο δοτικός, ο ζωντανός, ο αγαπητός στην πόλη του, δεν είναι πια κοντά μας
Δεν είναι πια κοντά μας.
Ο Φώτης Καραβασίλης έφυγε από τη ζωή στα 62 του χρόνια, χάνοντας τη μάχη όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων ή στις κάλπες των εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά στο κρεβάτι του νοσοκομείου, πολεμώντας για μέρες με τον κορωνοϊό.
Συνηθίζεται να λέγονται καλά λόγια για όσους φεύγουν. Ο Φώτης τα αξίζει. Και μόνο που ο κόσμος τον αποκαλούσε έτσι, απλά “Φώτη”, δείχνει πως τον ένιωθε κοντά του, έναν δικό του άνθρωπο. Κι αυτό συμβαίνει, όταν οι αποστάσεις εκμηδενίζονται για κάποιους λόγους. Και οι λόγοι για κείνον ήταν πολλοί.
Ανήσυχος από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε σε δράσεις, πάντα με ενθουσιασμό και δημοκρατικό προσανατολισμό.
Στην πόλη του ως δικηγόρος δε μένει στις επαγγελματικές του επιτυχίες, αλλά κατεβαίνει στον δημοτικό και νομαρχιακό στίβο και εκλέγεται δημοτικός και νομαρχιακός σύμβουλος και στη συνέχεια κατακτά τις θέσεις του Αντιδημάρχου και του Αντινομάρχη. Εκλέγεται Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου από το 2018 μέχρι σήμερα, που εγκατέλειψε τη ζωή.
‘Ολα αυτά θα ήταν αρκετά για την καταξίωση κάποιου στην πόλη του και στον χώρο του. Ο Φώτης όμως είχε κάτι πολύ πιο δυνατό, την αγάπη του κόσμου!
Ο τρόπος που χαιρετούσε, που μιλούσε, το χαμόγελό του αλλά και η καλοσύνη, που αυτό καθρέφτιζε, πολύ μακριά από πολιτικές που ακολουθούνται προς άγραν ψήφων ή άλλων τινών, τον έκαναν να τον νιώθουμε, χωρίς να είναι φίλος μας, δικό μας άνθρωπο. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη καταξίωση για κάποιον που φεύγει.
Ίσως θα έπρεπε να ξαναδιαβάσουμε αυτά που έγραψε, όταν, ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή του στην Προεδρία του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, του προτάθηκε να κατέβει στον βουλευτικό στίβο. Έγραφε:
[…] Θέλω να δίνω το χέρι μου και να χαιρετάω τον συμπολίτη μου, όπως κάνω πάντα και αυτός να μην αισθάνεται ότι το κάνω επειδή είμαι υποψήφιος για κάπου ή ενεργώ ως ‘πονηρός πολιτευτής’. Θέλω να πηγαίνω σε μια εκδήλωση που κάνει ένας Σύλλογος, γιατί θέλω να τιμήσω τους ανθρώπους και την προσπάθεια τους και όχι γιατί ‘πρέπει να πάω’ επειδή είμαι υποψήφιος.
Θέλω να μην κοροϊδεύω την κοινωνία. Θέλω να μπορώ να περπατάω ελεύθερα στο δρόμο και να μην χρειάζεται να με ‘φυλάνε’ αστυνομικοί, που η αποστολή τους είναι ‘άλλη’, αλλά να ‘με φιλάει και να με φυλάει’ ο κόσμος. Θεωρώ ότι η ‘δουλειά’ του βουλευτή είναι διαφορετική απ’ αυτήν που είναι σήμερα και νομίζω πώς, παρά την προσπάθεια που κάνουν κάποιοι που ασχολούνται με την πολιτική, για να αλλάξει αυτή η εικόνα, αυτό δεν αλλάζει εύκολα.
Θα μου πείτε, Φώτη, πάρα πολλά θέλεις και αυτά δεν γίνονται…
Όμως εγώ πιστεύω στ’ αλήθεια ότι γίνονται. Για εμένα δεν είναι όλοι ίδιοι. Πιστεύω ότι όλοι είμαστε ίσοι, αλλά δεν είμαστε ίδιοι. Πιστεύω πως υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες στον κόσμο. Υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό, νέοι άνθρωποι αλλά και παλαιότεροι, που μπορούν να προσφέρουν πολλά για την αναγέννηση του τόπου μας. Πιστεύω στις αρχές και στις αξίες που έχουν ως κορωνίδα τους τον άνθρωπο.
Και μ’ αυτές τις σκέψεις μου και ‘τα πιστεύω’ μου πριν ενάμιση χρόνο είχα αποφασίσει να θέσω υποψηφιότητα για το αξίωμα του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, προσδοκώντας να βάλω ένα λιθαράκι και να αγωνιστώ για τον κλάδο μου, για τους συναδέλφους μου, αλλά και για τους συντοπίτες μου.
Και όταν εκλέχτηκα, έδωσα το λόγο μου και δεσμεύτηκα προς όλους τους συναδέλφους μου Δικηγόρους να τους εκπροσωπώ για 4 χρόνια, και ότι θα παραμείνω να τους υπηρετήσω μέσα απ’ αυτήν την –πράγματι- αξιωματική θέση. Οι υποχρεώσεις που ανέλαβα μετά την εκλογή μου είναι πολλές, οι οποίες συνδυαζόμενες με τις δυσκολίες της άσκησης της δικηγορίας δεν μου επιτρέπουν να αναλάβω άλλες δεσμεύσεις, γιατί δεν θα μπορέσω να ‘τα βγάλω πέρα’ και να δικαιώσω όσους πιστεύουν σ’ εμένα και στη δυνατότητα της προσφοράς μου στα κοινά, που δυστυχώς ολοένα και περισσότερο από ‘κοινά’ τείνουν να γίνουν ‘ιδιωτικά’.
Γι αυτό το λόγο δεν θα μπορέσω να αποδεχθώ την τιμητική θέση του υποψήφιου βουλευτή. […]
Αυτός ήταν ο Φώτης Καραβασίλης. Ο ανήσυχος, ο δοτικός, ο ζωντανός, ο αγαπητός στην πόλη του… Δεν είναι πια κοντά μας…