«Το κοντσέρτο της Νάουσας», γέννημα αγάπης, γνώσης και τιμής / γράφει η Πόπη Φιρτινίδου
«Το κοντσέρτο της Νάουσας», γέννημα αγάπης, γνώσης και τιμής
Μια παγκόσμια πρώτη είναι πάντα μια πρόκληση, τόσο για τους καλλιτέχνες που την παρουσιάζουν, όσο και για το κοινό. Καμιά προϋπάρχουσα γνώση δε μπορεί να βοηθήσει να συνεργαστούν οι αισθήσεις, το ένστικτο, η πείρα και οι πληροφορίες ώστε να φτάσουν, καλλιτέχνες και κοινό, στο ξέφωτο της απόλαυσης.
Από αυτήν την άποψη η χθεσινή βραδιά θα μπορούσε να είναι απλώς μια μουσικά ενδιαφέρουσα μεν, πλην δύσκολη βραδιά, δεδομένης, μάλιστα, της δραματικά μικρής εξοικείωσης του ελληνικού κοινού με τη μουσική που ξεπερνάει την αυγή του 20ου αιώνα. Η πραγματικότητα με διέψευσε ευχάριστα. Το έργο του Sergio Assad είναι ένα υποδειγματικό παράδειγμα προγραμματικής μουσικής («προγραμματικό» ονομάζουμε ένα έργο που προσπαθεί να εκφράσει με μουσικό τρόπο ένα μη μουσικό θέμα, πχ ένα παραμύθι, έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα ποίημα κλπ. Παρά το γεγονός πως μουσικολογικά ο όρος αποδίδεται στη ρομαντική μουσική –τον 19ο αιώνα-, είναι κοινή γνώση πως πολλά έργα σε όλες τις εποχές της μουσικής έχουν προγραμματική υπόσταση).
Το «κοντσέρτο της Νάουσας» του Sergio Assad ζωγραφίζει την Ιστορία της πόλης με σεβασμό και γνώση. Ο συνθέτης χειρίζεται πολλαπλά μουσικά λεξιλόγια ανάλογα με την ιστορική εποχή που περιγράφει: οι ρυθμοί, η ενορχήστρωση, οι δυναμικές και η επιδιωκόμενη τελική αίσθηση αλλάζουν καθώς περνάμε από την πρώτη κίνηση (η αρχαιότητα/το πνεύμα) στη δεύτερη (η θυσία/η λεβεντιά/ η τιμή), από αυτήν στην τρίτη (το αέναο που σαρκώνεται στη σχέση της πόλης με τη γη του αμπελιού/το πείσμα για την συνέχεια). Λυρισμός, χορευτικότητα, αισθαντικότητα, ηρωισμός, νίκες, ήττες, μέχρι και ο καταληκτήριος διονυσιασμός, φανερώθηκαν μπροστά μας γυμνά, πιασμένα από το χέρι σε έναν κυκλωτικό χορό που μας καλούσε να συμμετάσχουμε συγκινημένοι. Αυτό το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται σεμιναριακά στο μάθημα της Ιστορίας της Μουσικής αλλά και της Σύνθεσης για την τέλεια ισορροπημένη συνύπαρξη μουσικών παραδειγμάτων.
Η όλη διοργάνωση του Δήμου της Νάουσας ήταν υποδειγματική και σε ό,τι αφορά στην χθεσινοβραδινή συναυλία εξαιρετικά βοηθητική στην κατανόηση και την απόλαυση του έργου: κατ’ αρχάς την παραμονή της συναυλίας, Παρασκευή 29 Απριλίου στον πολυχώρο «Λαναράς» προσφέρθηκε με ελεύθερη είσοδο η παρουσίαση του έργου από τον Δρα. Γεώργιο Ιούλιο Παπαδόπουλο, πιανίστα, μουσικολόγο και καλλιτεχνικό διευθυντή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, ενώ την ημέρα της συναυλίας το πρόγραμμα που δόθηκε σε όλους ανεξαιρέτως τους παρευρισκόμενους δεν ανέφερε απλώς τα μέρη του έργου όπως συνηθίζεται, μα προϊδέαζε στο μέγιστο δυνατό βαθμό για το ακρόαμα τους ακροατές που δεν είχαν παρευρεθεί την παραμονή στην παρουσίαση του έργου. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο.
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τον Βλαδίμηρο Συμεωνίδη έφερε σε πέρας ένα δύσκολο έργο, χυμώδες από κάθε άποψη, με ιδιαίτερη ενορχήστρωση, πολύ βαρύ μελωδικά, ρυθμικά, αρμονικά και μορφολογικά, προσαρμόστηκε στη σκηνή και την αίθουσα του δημοτικού θεάτρου υποδειγματικά, ήταν απτή η καλή σχέση της με τον σολίστα, ήμασταν παρόντες σε μια συνεύρεση φίλων.
Για τον Θάνο Μήτσαλα δεν έχω κάτι καινούριο να πω, ποιος θα μπορούσε; Έχω ξαναγράψει για το ταλέντο του, την μουσικότητά του, την ευκολία του να περνάει από ύφος σε ύφος, από πέρασμα σε πέρασμα, από την γλυκύτητα στην αυστηρότητα και ξανά πίσω στο μουσικό χάδι, για τη γνώση και το ήθος που τον διακρίνουν, για την αγάπη του για την γενέθλια πόλη που τον χαρακτηρίζει. Αυτό που σκεφτόμουν χθες καθώς τον έβλεπα να φέρνει το χέρι στο στήθος για να υποκλιθεί για πολλοστή φορά στους συμπολίτες και τους συναδέλφους του που τον καλούσαν ξανά και ξανά στη σκηνή, είναι πως το χαμόγελό του, σεμνό, σχεδόν ντροπαλό, είναι ίδιο με αυτό που είχε την πρώτη φορά που τον άκουσα, εκείνος ήταν έφηβος τότε. Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι τόσο πετυχημένοι, τόσο τιμημένοι, τόσο ικανοί, μπορούν να ισχυρισθούν πως ακόμα χαμογελούν με το ίδιο χαμόγελο που είχαν όταν ήταν παιδιά. Είναι ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος.