Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Βλαχολογικοί ίαμβοι και ανάπαιστοι…13 / “Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ της Βαλάκ κεκλημένης”

————

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ … 13

«Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ της Βαλάκ κεκλημένης»

«Βλαχά: βληχή, Βλαχάν: ο βάτραχος, Βληχή, Βλήχημα: το βέλασμα, “Οιών τε βληχήν”, βλαχάς, βληχάς· “Βλαχαί σμικρών τεκέων”, “βλαχαί οιών”»

«—Și eu sboresc arămănește, dar sunt grecos… […] —Parintsili a mei sboresc mași arămănește și mi pare ghine că tini [hi di] la miletea a noastră; him simpatriotsi.» (Ι. Κωλέττης)

[ΠΗΓΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ]

  • «…Οι εν Ελλάδι, εν Θεσσαλία, εν Ηπείρω και εν Μακεδονία οικούντες σήμερον Βλάχοι συμποσούνται, ως λέγεται, εις 600.000 ψυχών». Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν το 1854: 1.041.472!» (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Πανδώρα, 1852).

Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΜΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ

ΚΑΙ Η ΨΕΥΔΩΣ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΟΜΕΝΗ «ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΙΑ» ΤΟΥΣ

Είχαμε περατώσει το προηγούμενο κείμενο της σειράς με την εξής φράση-ερώτημα:

«Τότε, θα πρέπει να δούμε αν η λέξη «Βλάχος» εμπίπτει σε αυτό το φαινόμενο της ομωνυμίας. Αν απαντηθεί ορθά αυτό το θέμα, τότε όλα μπορούν να πάρουν τον δρόμο τους, και έτσι το «ιστορικό πρόβλημα Βλάχοι», μπορεί να βρει τη λύση του…

     Τι σημαίνει Βλάχος;»

Για να απαντηθεί το ερώτημα επιστημονικά ορθά, θα πρέπει να πάρουε εκ νέου τα πράγματα, και να τα διατάξουμε με τη χρονολογική τους εξέληξη, επισημαίνοντας τις μαρτυρίες που αναφέρονται «πεντακάθαρα» στους Βλάχους ή Αρμάνους των Ελληνικών χωρών, τους και Ελληνόβλαχους.

  • Τον 13ο π.Χ. αιώνα υπήρχε βασιλιας των Μωαβιτών στο Ισραήλ, ονόματι Βαλάκ. Στα εβραϊκά σημαίνει «αυτός που ενεργεί λεηλασίες» αλλά και ο «λιγόμυαλος»! Με εξέλιξη θα μπορούσε ο όρος αυτός να μετατραπεί: Βαλάκ à Βαλάχ à Βαλάκος à Βαλάχος à Βλάχος. Στην «Παλαιά Διαθήκη» αναφέρονται δυο Βαλάκ και ένας Μπαράκ, όνομα το οποίο θα μορούσε να εξελιχθεί: Μπαράκ à Βαράκ à Βαλάκ à Βαλάχ à Βαλάχος à Βλάχος. Με δεδομένο ότι η «Π.Δ.» μεταφράστηκε στην Ελληνική γλώσσα από τους Εδομηνταδύο (ΟΒ’), γνωστούς ως Εβδομήκοντα (Ο’), το 280 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, σημαίνει ότι από τότε η λ. Βλάχος είναι γνωστή στον ελληνικό κόσμο, και πιστοποιείται από πολλές από τις κομισθείσες Μαρτυρίες. Επίσης, «Βαράκ· αστραπήν δε τούτο σημαίνει κατά την Εβραίων διάλεκτον», όπως πιστοποιούν άλλες Μαρτυρίες. Με την ευκαιρία αυτή να πω λίγα λόγια ακόμα για την Δεββώρρα και τον Βαράκ: Δεββώρα σημαίνει Προφήτισσα και Κριτής του λαού Ισραήλ, σύζυγος του Λαφιδώθ (Κριταί 4,4), και κατοικούσε στα όρια του όρους Εφραίμ, μεταξύ Ραμά και Βαιθήλ. Εκεί κάτω από έναν φοίνικα έκρινε και δίκαζε τις διαφορές που είχε ο λαός μεταξύ του (Κριταί 4,5). Σε μια εποχή σύγχυσης και απόγνωσης του λαού υπήρξε «μητέρα για το Ισραήλ» (Κριταί 5,7). Με βάση τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης η Δεββώρα και ο Βαράκ θα πρέπει να κυβέρνησαν τους Ισραηλίτες περίπου το 1261-1222 π.Χ. για 40 χρόνια (Κριταί 5,31). Όταν οι Εβραίοι, με αρχηγό τον στρατηγό Βαράκ, πολέμησαν εναντίον του στρατού των Χαναναίων, που είχαν αρχηγό τον Σισάρα, η Δεββώρα έγραψε τον «Επινίκιο ύμνο της Δεββώρας», για να εξυμνήσει τη νίκη των συμπατριωτών της. Ο ύμνος γραμμένος στην εβραϊκή γλώσσα, πιστεύεται ότι είναι έργο μέχρι και του 12ου αι. π.Χ., και θεωρείται ως το πιο αρχαίο μνημείο λόγου των Εβραίων. – Ε, λοιπόν, ο Βαράκ γράφεται σε παλαιές εκδόσεις Βαλάχ, όπως και άλλοι βασιλείς στην Παλαιά Διαθήκη έχουν το όνομα Βλαχ: «…Βάρσας βασιλεύς Γομόρρας, Σενναάρ βασι-λεύς Αδάμας, Υμόρ βασιλεύς Σεβωείμ, Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ, της Κεφαλάκ κεκλημμένης. Ούτοι εδούλευσαν τω Χοδολλαγομόρ βασιλέα των Ασσυρίων έως ετών δύο και δέκα.…». Να και μια άλλη διατύπωση απ’ τη Βίβλο, Γένεσις, κεφ. ΙΔ’ 2: «Εποίησαν πόλεμον μετά Βαλλά βασιλέως Σοδόμων, και μετά Βαρσά βασιλέως Γομόρρας, και μετά Σενναάρ βασιλέως Αδαμά, και μετά Συμοβόρ βασιλέως Σεβωείμ, και βασιλέως Βαλάκ· αύτη εστί Σηγώρ.» (Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα, 1819). Και οι Σχολιαστές διευκρινίζουν: «Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ της Βαλάκ κεκλημένης». Ο Θεόφιλος ο Αντιοχεύς, ή Θεόφιλος Αντιοχείας, διατελέσας επίσκοπος Αντιοχείας, θεωρείται από τους πρώτους Χριστιανούς απολογητές, έζησε στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα και εκτιμάται ότι πέθανε μεταξύ 183 και 185. Αυτός λοιπόν γράφει: «Άλλαι δε πόλεις εγένοντο πέντε εν τη μερίδι του Χαμ υιού του Νώε· πρώτη η καλουμένη Σόδομα, έπειτα Γόμορρα, Αδαμά και Σεβωείν και Βαλάκ, η και Σηγώρ επικληθείσα. Και τα ονόματα των βασιλέων αυτών εστιν ταύτα· Βαλλάς βασιλεύς Σοδόμων, Βαρσάς βασιλεύς Γομόρρας, Σενναάρ βασιλεύς Αδάμας, Υμοόρ βασιλεύς Σεβωείν, Βαλάχ βασηλεύς Σηγώρ, της και Βαλάκ κεκλημένης.» (Corpus apologetarum christianorum saeculi secundi: Theophilus Antiochenus (επιμέλεια Johann Karl Theodor von Otto), 1861, σ. 150). Άρα, από το 1261-1222 π.Χ. ο όρος Βλάχος υφίσταται, υπάρχει, και αναμφίβολα οι Έλληνες τον γνωρίζουν από το 280 π.Χ. με τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα, οπότε εύλογα αναρωτιέται κάποιος: Τότε γιατί γράφεται και λεγέται ποικιλοτρόπως ότι η λέξη Βλάχος πρωτοεμφανίζεται το 976 μ.Χ.; Έτσι, συνεχίζεται η αναπαργωγή ενός αναπόδεικτου στερεοτύπου και λανθασμένου ισχυρισμού. Άραγε, γιατί συνεχίζει αυτός ο ισχυρισμός και επί των ημερών μας;…

Οπότε, δικαιολογημένα, αναρωτιέται ο σκεπτόμενος: «Τι σημαίνει ο όρος Βλάχος;»

———————— 

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ                                                                                                                                                                                         

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

———————-

     Πότε, λοιπόν, εμφανίστηκε και τι σημαίνει ο όρος «Βλάχος»;

     Θα επαναλάβω, λακωνικά, τι ακριβώς προκύπτει χρονολογικά από τις έως τώρα κομισθείσες Μαρτυρίες:

  • Στην «Π.Δ.» γίνεται αναφορά σε «θυσίες παιδιών πρός τον Νεφελίμ Βάαλ εκ του γένους Βαλάχ»! Ένας ακόμα Εβραίος Βαλάχος à Βλάχος!

  • Τον 13ο π.Χ. αιώνα, σύγχρονος του γενάρχη των Πελασγών της Πελοποννήσου Φορωνέα, ήταν ο βασιλιάς της Συρίας ονόματι Balachus, που θα μπορούσε να εξελιχθεί: Balachus à Blachus, ήτοι Βάλαχους à Βάλαχος à Βλάχος. Εικάζω πως η λέξη έχει το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο με την εβραϊκή λ. Βαλάκ ή τη λ. Βαράκ: «Αυτός που ενεργεί λεηλασίες».

  • Τον 13ο με 12ο π.Χ. αιώνα, ήταν βασιλιάς της Πελοποννησιακής Σικυώνος ο Φάλκης, «υιός Τημένου», όνομα που θα μπορούσε να εξελιχθεί: Φάλκης à Φλάκης à Φλάκος à Βλάχος à Βλάχος. Κατά το Γιάννης à Γιάννος, χωρίς να γνωρίζουμε την έννοια της λέξης. Βλαχιστί: φάρκι και φάλκι = σύγκριση.

  • Τον 13ο π.Χ. αιώνα, η πόλη Πλακία στη Μικρασία, αποικία των Πελασγών, με πληθυσμό ποιμενικό, από την οποία καταγόταν και η Ανδρομάχη, σύζυγος του Τρωαδίτη Έκτορα, θα μπορούσε να εξελιχθεί ως εξής: Πλακία à Βλακία à Βλαχία, άρα οι κάτοικοί της ήταν Βλάκοι / Βλάχοι.

  • Η πόλη Βλακεία, στην Μικρασιατική Κύμη, εξελεκτικά θα μπορούσε να γίνει: Βλακεία à Βλαχεία à Βλαχία και οι κάτοικοί της να ονομάζονται Βλάχοι.

  • Το 318-272 π.Χ., το αντρικό όνομα Όπλακος θα μπορούσε να εξελιχθεί: Όπλακος à Πλάκος à Βλάκος à Βλάχος.

Ίσως εδώ θα πρέπει να καταθέσουμε μια επισήμανση ενός σπουδαίου Γερμανού φιλέλληνα και αγωνστή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, του Wilhelm Bellier de Launoy (; – 10.4.1826, στην Έξοδο των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου) ο οποίος σε ολιγοσέλιδο βιβλίο του (Einige Worte über Griechenland zum Besten verarmter und verwaister Familien, 1823), αναφέται και στους Βλάχους των Ελληνικών χωρών, και σε αυτούς της Πελοποννήσου, για τους οποίους λέει, κατά πώς γράφει και ο Κάρλ Ίτεν, στην Λευκοθέα, το 1827:

«Οι Νεοέλληνες διακρίνουν στην κοινή τους καθημερινή ζωή τους κατοίκους της πραγματικής Βλαχίας με το όνομα Μαυρό-Βλαχοι (SchwarzeWallachier), τους Βλάχους της Ελλάδος επί λέξει με  το όνομα Κουτσό-βλαχοι (Kutsovlahoi), αλλά η πιο ευγενική ονομασία αυτών των τελευταίων αποικιών και κάποιων άλλων του ιδίου λαού, οι οποίοι  έχουν διασπαρθεί  σε χώρες που βρίσκονται μεταξύ της Βόρειας Ελλάδας και του Δούναβη, είναι Moesodakier (Μοισιόδακες), έκφραση η οποία φαίνεται συγχρόνως να επιβεβαιώνει ότι αυτοί είναι απόγονοι των ρωμαϊκών αποικιών που σχηματίστηκαν αρχικά στη Δακία και Μοισία από τον αυτοκράτορα Τραϊανό, όταν μερικοί από τους ακόλουθούς του εγκαταστάθηκαν εκεί.

Πρόκειται για μια εικασία, η οποία σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνεται από τον μεγάλο αριθμό λατινικών λέξεων που περιέχει η διάλεκτός τους. Είναι όπως οι Αλβανοί, κυρίως ποιμένες, οι οποίοι με τα ποίμνιά τους κατεβαίνουν προς τις πεδιάδες και στα απάνεμα μέρη, επειδή στα βουνά δεν υπάρχει χορτάρι, και έτσι η λέξη Βλάχοι από τους  Έλληνες και συχνά και από τους δύο λαούς [Βλάχους και Γραικούς], αναφέρεται σε αυτούς που ζουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, και άκουσα μάλιστα να χρησιμοποιείται, για να διακρίνουν έτσι τους Γραικούς ορεσίβιους (mountaineers) στον Μοριά και τους βοσκούς της Αρκαδίας. Μόνιμες εγκαταστάσεις εντός των συνόρων της Ελλάδος, όπου η βλαχική γλώσσα ομιλείται, μπορεί κανείς να βρει στις μεγάλες οροσειρές των ορέων της Πίνδου και του Ολύμπου, καθώς επίσης στις πλαγιές των οροσειρών της Άνω Μακεδονίας και Θεσσαλίας, εκεί όπου ενώνονται (Ληκ, Leake «Περιηγήσεις στην Ελλάδα», σ. 364).

Προς το παρόν, είναι ίσως εύκολο να διορθώσουμε την ανωτέρω εικασία και να δεχτούμε την υπόθεση του άξιου κυρίου Bellier de Launaey, και να δεχτούμε ότι ο όρος, για τους  Βλάχους στον Μοριά, προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλαχοί, Toelpel (οκνοί, αδρανείς), (δες τις εξηγήσεις του Bellier de Launay, για την Ελλάδα, στην έκδοση του 1823)· εν τούτοις, αυτή την (πιθανή) υπόθεση δεν πρέπει να την απορρίψουμε,  και πάντα είναι δυνατό ή να γίνει παραδεκτό, ότι το πραγματικό Έθνος των Βλάχων, από τους Έλληνες κατονομάζονταν ως βλακοί, οκνοί, αδρανείς, αγροίκοι, ιδιαίτερα όταν εξετάσει κανείς ακόμα και την ακόλουθη παρατήρηση:

Η λέξη Βλάχος γενικά θεωρήθηκε (σλαβικής προέλευσης / supposed), και είτε χρησιμοποιείτο από τους Βαλλάχους και συγχρόνως και από όλα τα άλλα έθνη λατινικής καταγωγής,, ή εφ’ όσον  είχε σχέση με την νομαδική ζωή των βλάχων ποιμένων. Είναι ωστόσο μια λέξη που δεν χρησιμοποιείται μεταξύ των ιδίων Βλάχων, τόσο στην Ελλάδα, αλλά και ούτε από  τους πραγματικούς της Βαλλαχίας, οι οποίοι,  όπως ακριβώς οι Νεοέλληνες αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρομάνους (Romanier: ”Romans”, Roemer)., στον ενικό Ρεμάνου (Remanu), στον πληθυντικό, Ρεμένοι (Remeni).» (Ίκεν, 1827, σ. 251-253).

Ας μη διαλάθει της προσοχής των «ειδικών» και τούτη η μαρτυρία!…

  • Το 43 π.Χ – 18 μ.Χ., το όνομα Flaccus, τότε ηγεμόνα της Δακίας, υποστηρίζεται από πολλούς ότι εξελίχθηκε: Flaccus à Vlaccus à Vlachus à Vlachos à Βλάχος.

  • Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, αναφέρονται οι Βλαχέρνες, στην πόλη Βυζαντίς, προς τιμήν του Βλαχέρνου. Αλλά Βλαχέρνος = Βλάχου έρνος, Βλάχου βλαστός, ήτοι Βλάχου υιός. Αυτός ο Βλάχος αναφέρεται ότι ήταν Σκύθης.

  • Το 325 μ.Χ., στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της Βιθυνίας, ανάμεσα στους συμμετέχοντες ιεράρχες, υπήρξαν και κάποιοι με το όνομα Βλάχος, με διάφορες γραφές: Φλάκκος, Βάλλαχος, Flaccus, Φλάκος, Ballachus, Phlakos, Phalacus, Philakos, Plkws, Phlakkos, Plks, Placcos. Και ο πληθυντικός του Βλάχος, Βλάχοι!, και στο 325 μ.Χ.!

  • Τέλος του 5ου με αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα, η πόλη Βάλκεια, στην Προποντίδα, θα μπορούσε να εξελιχθεί με αναγραμματισμό και εξέλιξη σε Βλαχία, και οι κάτοικοί της θα ήταν, ασφαλώς, Βλάχοι.

  • Ο Ιωάννης Λυδός (490-565/578) γράφει ότι Φλάκκος ονομαζόταν ο «ώτα μείζονα έχων», που σημαίνει «Αυτιάς», οπότε αν το Βλάχος παράγεται από το Φλάκκος = «Αυτιάς» (Μεγαλοαυτιάς), τότε Βλάχοι = «Αυτιάδες» (Μεγαλοαυτιάδες)!

  • Ο Ιωάννης Μαλάλας (~491-578) γράφει ότι στα χρόνια του Ιουστινιανού υπήρξε βασιλιάς των Σαβείρων Ούννων ονόματι Βλαχ [Blach] και ότι, σαν πέθανε, η γυναίκα του Βοαρήξ, εκχριστιάνισε 100.000 των στρατιωτών του, στους οποίους αυτή ηγείτο, και εγκαταστάθηκαν –άγνωστο πού– εντός των ορίων της αυτοκρατορίας.

  • Το 589 μ.Χ., κατά τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη (6ος-7ος αι., ακμή στα έτη 610-640), σε σύγκρουση «Βυζαντινών» στρατευμάτων, υπό τον Κομεντίολο, με στρατό Αβάρων και Σκλαβήνων, στον Αίμο, ακούστηκε η λέξη ή η φράση «ρετόρνα» ή «τόρνα τόρνα», «επιχωρίω τε γλώττη εις τουπίσω τραπέσθαι άλλος άλλω προσέταττε», που την θεωρούν ως την πρώτη καταγραφή βλάχικου λόγου. Αναφορά σε Βλάχους δεν κάνει, μα τις κατανοούν τις λέξεις οι «Βυζαντινοί», και οι Άβαροι και οι Σκλαβήνοι!

  • Το 726-780 μ.Χ., είναι εγκαταστημένοι Βλαχορηχίνοι στη Θεσσαλονίκη, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (726-780 μ.Χ.).

  • Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818), γράφει ότι επί Ιουστινιανού υπήρξε βασιλιάς των Σαβήρ Ούννων ονόματι Βαλάχ [Balach]. Ανναφέρει και σύγκρουση «Βυζαντινών» του Κομεντίολου με Άβαρους και Σκλαβήνους στον Αίμο, το 589 μ.Χ., όπου ακούστηκε το «τόρνα, τόρνα, φράτερ». Αναφορά, όμως, σε Βλάχους δεν κάνει.

  • Το 890 μ.Χ., σλαβική πηγή για τους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, αναφέρει τους Βλάχους, και με τον όρο αυτόν εννοεί τους Ιταλούς! «Iz Vlaxъ i iz Grъkъ i iz Nёmъcъ, oucasce ny razlicъ» – «Βλάχοι, Γραικοί, Νέμτσοι»! Λατινιστί το έχουν μεταφράσει: «ex Italia, e Graecia et e Germania»!

  • Την περίοδο 888-898 μ.Χ., υπάρχει πλήθος αναφορών σε Βλάχους της Ουγγαρίας, με γραφές: Wolochen, Walachen, Blachi, Wlach,Wal, Walah), από εξελίξεις: Walh, Walah και Walch, Walhes και Walsch, Wals, οι οποίοι ήταν χρήστες ρωμανικής γλώσσας. Και με γραφές: Walach, Olah, Blach (ομιλούντες Blachen), ή Walachen Blasii ή Blachi, όροι από τους οποίους προέκυψαν οι περιοχές Grosswalachei (Μεγαλοβλαχία), Altwalachien (Stari-Wlah), Morlachen (Meer-Wlachen), Blacianen, Grossblachia, Slaven Wlachen.

  • Το 893-901 μ.Χ., ο πατριάρχης ΚΠολης ονομαζόταν Αντώνιος Β’ ο Βλαχέας. Ίσως είναι ο πρώτος Βλάχος πατριάρχης. Οι πιο πολλοί συγγραφείς τον προτιμούν: Καυλέας!

  • Το 976 μ.Χ., κατά Ιωάννη Σκυλίτζη (τέλη 11ου αι.), συνέβη γεγονός εις «τας λεγομένας Καλάς δρυς παρά τινων Βλάχων οδιτών». Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί (βλαχολόγοι και μη) θεωρούν ότι κατά αυτό το έτος (976), γίνεται πρώτη φορά μνεία στους Βλάχους! Από τα προηγούμενα αποδεικνύεται ότι αυτό δεν είναι ακριβές!

  • Το 1020, ιστορικό ντοκουμέντο Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (958-1025), σε Σιγίλλιον, είναι το πρώτο κρατικό έγγραφο της Ρωμανίας που αναφέρει τους Βλάχους!

  • Τον 10ο αιώνα, ο Ιωσήφ Γενέσιος γράφει ότι οι Βλαχέρνες, ονομάζονται έτσι «Από τινος αρχηγού Σκύθου Βλαχέρνου αναιρεθέντος εκείσε πεφήμισται».

  • Τον 10ο αιώνα, ο «Θησαυρός Γραμματικής…» της Ελληνικής Γλώσσας (τέλη 10ου αι.), δίνει τις τροπές συμφώνων και φωνηέντων στις διάφορες αρχαιοελληνικές διαλέκτους και περιέχει ενδιαφέρουσες λέξεις και όρους, ότι: α) «οι Αιολείς προστιθέασιν το β τω ρ,… οίον ράκος βράκος», β) οι Αιολείς τρέπουν το δ σε β, όπως π.χ. «Δελφοί» à «Βελφοί», «δράκος» à «βράκος»· και πληθ. Δράκοι à Βράκοι à Βλάκοι à Βλάχοι· γ) «Βλαχά: βληχή», «Βλαχάν: ο βάτραχος», «Βληχά, –άδος: βέλασμα, “Αυτάρ εϋκραίρω όϊας περί βληχάδας αμνών”», «Βληχή, Βλήχημα: το βέλασμα, “Οιών τε βληχήν”», «βλαχάς, βληχάς· “Βλαχαί σμικρών τεκέων”, “βλαχαί οιών”, “Ούτε κλαγγή χην ούτε βληχή καταπλήσσεται πρόβατον”», «Βληχά: φωνή προβάτων», «Βληχήματα: βοαί προβατώδεις».

  • Το 1020, σε Εκκλησιαστικά Έγγραφα, γίνεται λόγος για «Επισκοπή Βλάχων», για Επίσκοπο Βλάχων – «ο Βρεανότης ήτοι Βλάχων», και για Βλάχο ιερέα «ονόματι Ιωάννης», που αποτελεί την πρώτη αναφορά σε Βλάχο ιερέα.

  • Το 1027, «Βλάχοι και Μακεδόνες», υπό τον Κωνσταντίνο Η’ (960-1028, βασ. 1025-1028), συμμετείχαν σε πολυεθνικό στρατό που εκστράτευσε εναντίον της Σικελίας.

  • Τον 10ο με 11ο αιώνα, ο Κεκαυμένος (β’ μισό 10ου με α’ μισό 11ου αι.), γράφει για τους Βλάχους της Θεσσαλίας και της Βουλγαρίας, κι αναφέρει επώνυμους Βλάχους: ο Νικουλιτζάς ο Δελφινάς, κατέχων την αρχήν των Βλάχων Ελλάδος (ήταν παππούς του Κεκαυμένου εκ μητρός ο Νικουλιτζάς), ο «Βεριβόης», και ο Βλάχος άρχοντας με το όνομα «Σθλαβωτάς Καρμαλάκης». Χαρακτηρίζει τους Βλάχους «γένος άπιστον τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις Θεόν έχον πίστιν ορθήν μήτε εις βασιλέα μήτε εις συγγενή ή εις φίλον, αλλά αγωνιζόμενον πάντας καταπραγματεύεσθαι, ψεύδεται δε πολλά και κλέπτει πάνυ, ομνύμενον καθ’ εκάστην όρκους φρικωδεστάτους προς τους εαυτού φίλους και αθετούν ραδίως ποιούν τε αδελφοποιήσεις και συντεκνίας και σοφιζόμενον διά τούτων απατάν τους απλουστέρους, ουδέποτε δε εφύλαξεν πίστιν προς τινα, ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων». Ισχυρίζεται ότι οι Βλάχοι «εισι οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι. Ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού και του Σάου, ου νυν ποταμόν Σάβαν καλούμεν, ένθα Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων. Όθεν αγανακτήσαντες κατ’ αυτών, ως είχηται, διέφθειραν αυτούς. Οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα». Επειδή έχουν γραφτεί πολλά για τον λίβελο του Κεκαυμένου κατά των Βλάχων, πρέπει να πω ότι: Ο Κεκαυμένος (Βλάχος εκ μητρός ων ο ίδιος!), αναπαράγει λίβελους αρχαίων συγγραφέων κατά των Θεσσαλών! «Διαβάλλονται δε οι Θετταλοί ως ανδραποδισταί και αισχροκερδείς άπιστοι· αεί γαρ τα των Θεσσαλών άπιστα, η παροιμία φησίν. Και Ευριπίδης εν Ινοί “πολλοί παρήσαν, αλλ’ άπιστοι Θετταλοί”.» (Αριστοφάνης – Aristophanis Comediae, Accedunt, Perditarum Fabularum Fragmenta Ex Recensione G. Dindorfii, Tomus IV, Scholia Graeca Ex Codicibus Aucta et Emendata, Oxonii MDCCCXXXVIII, σ. 175)». «Εισί τα των Θετταλών άπιστα δήπου φύσει ταύτα, και αεί πασιν ανθρώποις» (Demosth. Olynth. r.). «Διεβάλλοντο γουν οι Θετταλοί ως ου μόνον τούτοις χαίροντες, αλλά και ληστείαις. αφ’ ων οι έμποροι ανδράποδα ωνούμενοι εις τας ετέρας επώλουν ηπείρους.» (Scholia Graeca in Aristophanem, Cum Prolegomenis Grammaticorum, Varietate Lectionis Optimorum Codicum Integra, Ceterorum Selecta, Annotatione Criticorum Item Selecta, Cui Sua Qua-edam Inseruit Fr. Dubner… Parisiis, Editore Ambrosio Firmin Didot, Institui Regii Franciae Typographo, MDCCCXLII, σ. 352). «Σόφισμα λέγει την απάτην, παρόσον οι Θετταλοί παραδίδονται ποικίλοι τα ήθη. […] Θεσσαλόν σόφισμα: ”Λέγεται όταν ποιή τις εαυτόν είναι ασθενή, όντα ισχυρόν, ή όντα πλούσιον, και ποιή εαυτόν πτωχόν.”» (Euripidis Tragoedia Phoenissae Cum Scholiis Graecis, In Usum Lectionum Iterum Edidit Adhibitis Valckenaerii, Brunckii et Porsoni Recensionibus, Hugonis Grotii Versi-onem Latinam Indicemque Verborum Adiecit Christian. Godofr. Schutz., Halae MDCCCXXI, σ. 232-233). Τέτοια και τόσο παλαιά αναπαράγει ο Κεκαυμένος! Όσο για τον ισχυρισμό του ότι οι Βλάχοι της Θεσσαλίας «εισι οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι. Ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού…», παραμένει έως και σήμερα αναπόδεικτος ισχυρισμός, υπό την έννοια που το γράφει.

  • Το 1066, έγινε η Εξέγερση των Βλάχων του Νικολίτσα, σε Λάρισα, Άθω, Μέτσοβο και πέριξ περιοχές.

  • Το 1082, ενδεχομένως, έγινε μια άλλη Εξέγερση των Θεσσαλών Βλάχων, κατά της κεντρικής εξουσίας της ΚΠολης.

  • Το 1091 ο Νικηφόρος Μελισσηνός, στενός συγγενής των Κομνηνών, με στρατό Βλάχων και Βουλγάρων, καταπολέμησε τους Πετσενέγκους, στον ποταμό Μαρίτσα (νυν Έβρος).

  • Το 1094, ο Βλάχος ονόματι Πουδίλος, που υπηρετούσε στον στρατό των Κουμάνων, αυτομόλυσε και ενημέρωσε τους «Βυζαντινούς» ότι οι Κουμάνοι διάβηκαν τον Δούναβη για να επιτεθούν κατά της Ρωμανίας.

  • Το 1094, σε Πρόσταξη, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός (βασ. 1081-1118) κάνει αναφορά σε Βλάχους της Μονής Αγίου Αθανασίου, του Άθω, οι οποίοι ήταν Μογλενίτες.

  • Τον 11ο-12ο αιώνα, ο Θεφύλακτος Ευβοεύς – Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, αναφέρει ότι οι οι Βλαχέρνες ήταν ο τόπος του Βλαχερνίτου.

  • Στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Ιωάννης Σκυλίτζης, αναφέρει γεγονός του 976 μ.Χ., εις «τας λεγομένας Καλάς δρυς παρά τινων Βλάχων οδιτών».

  • Τον 12ο αιώνα, η Άννα Κομνηνή (1083 – μετά το 1148/49 ή μετά το 1153/54), γράφει ότι Βούλγαροι και Βλάχοι είναι ένα και το αυτό: «ὁπόσοι τε ἐκ Βουλγάρων καὶ ὁπόσοι τὸν νομάδα βίον εἵλοντο (Βλάχους τούτους ἡ κοινὴ καλεῖν οἶδε διάλεκτος) καὶ τοὺς ἄλλοθεν ἐξ ἁπασῶν τῶν χωρῶν ἐρχομένους ἱππέας τε καὶ πεζούς», ήτοι ότι οι Βλάχοι ήταν νομάδες προρχόμενοι από Βουλγάρους· γράφει όμως ελάχιστα για τους Βουλγάρους (αυτούς που ήταν και είναι απόγονοι των Βουλγάρων του Ασπαρούχ). Στην έκδοση της «Αλεξιάδος» του 1610 υπάρχει μόνο μία αναφορά σε βούργαρους και βράχους! Τίποτα άλλο: «εκ τε βουργάρων και βραχών»! Με τον όρο βράχοι εννοεί τους Βλάχους.

  • Τον 11ο και 13ο αιώνα, ο Γεώργιος Κεδρηνός (11ος-12ος αι.) γράφει για τον αρχηγό των Σαβήρων Ούννων Μαλάχ, που ο Μαλάλας τον αναφέρει Βλαχ κι ο Θεοφάνης Βαλάχ.

  • Το 1010-1104, στις Μονές του Αγίου Όρους-Άθωνος κατοικούσαν 300 οικογένειες Βλάχων δουλοπαροίκων και «εστόλιζον τας γυναίκας και τας θυγατέρας και ενεδύοντο σχήμα ανδρείον, ίνα καταστρέψη τους ευσεβώς θέλοντας ζην και είχον αυτάς ώσπερ βοσκούς μεθ’ εαυτών, αλλά και εις τας δουλείας των μοναστηρίων, πάσας αυτάς είχον οι μοναχοί εξυπηρετούσας!»

  • Το 1111/1113, το Χρονικόν του Νέστορος γράφει ότι πριν τον Βόλγα υπήρχε ποταμός ονόματι Volchow (Βλάχος) και αναφέρει τους Βλάχους με τα ονόματα: Voloche, Voloques, Volaques, Vlokhs, Volochi.

  • Το 1160-1170, η Anonymi Historia Hungarica αναφέρει τα ονόματα Βλάχος, Βλαχία, με τη λατινική γραφή: Blacus, Blacorum, Valachia (Flaccis, Flacci, Flaccia), Balacheium, Walachiae, Walachiam, Walchos (Germani Welschas dicunt, quo nomine Italos aliquando), Wallos/Gallos (Galli, Walli, Walachi, Blachi, Walones). Σε Index αναφέρεται: «Welsch: Germanis Italicum significant, inde Walach nomen.» «Οι Γερμανοί ονομάζουν Βλάχους τους Ιταλούς».

  • Τον 12ο αιώνα ζει ο Ιωάννης Τζέτζης (1110-1180 ή 1185), και ο Σχολιαστής του έργου του λέει ότι οι Βλάχοι ονομάζονταν Ελλαδικοί ή Σικυώνιοι! Και ότι «Σικυών εστίν η χώρα των Ελλαδικών Βλάχων. Nota res est Malala Hron. 4, init Sicyonios scrioribus temporibus dictos fuisse Ελλαδικούς· των Σικυωνίων, των νυνί λεγομένων Ελλαδικών. Sed in nomine Βλάχων haereo».

  • Το 1124, υπάρχει Βλάχος Τούρκος πρίγκιπας Αντιόχειας (Balachus Turcicus princeps), βασιλιάς των Σελτζούκων Τούρκων.

  • Το 1142, Έγγραφα του Αγίου Όρους, αναφέρουν ότι στη Χαλκιδική (Ερισσό) υπάρχουν κάτοικοι σχετιζόμενοι με τη Μονή Ζωγράφου, με ονόματα: Γαργαλάς, Στέφανος ο Μαυρόβλαχος. [Το επώνυμο Γαργάλας στο Ντένισκο, άραγε να κρατάει από τότε; Τι λένε οι Ντενισκιώτες;…]

  • Το 1315, Έγγραφα της Μονής Ζωγράφου, αναφέρουν ονόματα: χήρα Ευδοκία η Βλαχιαννώ, Ιωάννης ο Βλαχοϊωάννης.

  • Το 1333, Έγγραφα του Αγίου Όρους, αναφέρουν ότι στον Χάντακα του Στρυμόνα υπάρχει όνομα Ιωάννης ο Βλάχος.

  • Τον 12ο αιώνα, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (1115-1195/6), γράφει για «Βουλγαρικήν και άμα Βλαχικήν έφοδον», κατά της Θεσσαλονίκης.

  • Τον 12ο αιώνα, ο Θεόδωρος Πρόδρομος (~1110-1165/70), γράφει για τα φημισμένα βλάχικα τυριά και τις κάππες των Βλάχων, και πρόκειται –βέβαια– για Ελλαδικούς Βλάχους.

  • Τον 12ο αιώνα, ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.), γράφει ότι «Εύλαχα: το άροτρον παρά Θουκυδίδη. Δώρειος δε η λέξις», λέξη που με εξέλιξη μπορεί να δώσει τον όρο Βλάχος, ίσως με την έννοια «γεωργός».

  • Το 1151/1152, ο Ισαάκιος Αλεξίου Κομνηνός (1093-1152), σε κάποιο Τυπικόν αναφέρει τον οικισμό «ο Σωτήρ των Βλάχων», που φαίνεται να είναι στην ίδια περιοχή με τον νυν οικισμό Φέρραι Έβρου (ήτοι της Βήρας του 1152), με κατοίκους Βλάχους.

  • Ο Ιωάννης Κίνναμος (12ος αι.), αναφερόμενος σε γεγονός του 1166, γράφει ότι οι Βλάχοι είναι εξ Ιταλίας άποικοι· «Λέοντα δε τινα Βατάτζην επίκλησιν ετέρωθεν στράτευμα επαγόμενον άλλο τε συχνόν και δη και Βλάχων πολύν όμιλον [Valachorum igenti multitudine], οι των εξ Ιταλίας άποικοι [Italorum coloni] πάλαι είναι λέγονται, εκ των προς τω Ευξείνω καλουμένω πόντω χωρίων, εμβαλείν εκέλευεν εις την Ουννικήν [in Hungariam], όθεν ουδείς ουδέποτε του παντός αιώνος επέδραμε τούτοις». Υποσημειώνεται το πώς προέκυψε η λ. Βλάχος: «Blachos seu Vlachos a Romanis gens», εκ Flacco, και Valachis εκ μετατροπής Flacco à Flaccia à Valachia, Flacciis à Valacchi, από όπου το Valachorum à Vlachorum και Vlachis à Vlahis.

  • Τον 12ο με 13ο αιώνα, ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-~1216) γράφει ότι οι Βλάχοι είναι κυνηγοί, «θηρευτές»· «θηρευτών εμπίπτει ταις άρκυσι· συλληφθείς γαρ παρά Βλάχων». Γράφει δε ότι αυτοί που παλιά ονομάζονταν Μυσοί στον καιρό του λέγονταν Βλάχοι· «τους κατά τον Αίμον το όρος βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται». Οι αναφορές του στους Βλάχους είναι πάμπολλες και δίνει ονόματα επώνυμων Βλάχων: οι Ασανίδες (Ασάν, Πέτρος, Ιωάννης), που «Βλάχων φωνής» διαλέγοντο (σήμερα τους θεωρούν Βούλγαρους, και είναι οι ιδρυτές του Βουλγαρικού κράτους!)· ο «Χρύσος ούτος Βλάχος το γένος» (στράφηκε κατά των Ασανιδών)· ο «την πόλιν [Θεσσαλονίκη] εισιόντα κατέχειν Βλάχον τινά, Ετζυϊσμένον την κλήσιν». Ακόμα, γράφει ότι τα ορεινά της Θεσσαλίας τα ονόμαζαν Μεγάλη Βλαχία· «τα Θετταλίας κατέχων μετέωρα, α νυν μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται». Ο Νικήτας Χωνιάτης φαίνεται να χρησιμοποιεί τους όρους Μυσοί, Βούλγαροι και Βλάχοι για τον λαό, το Μυσία για τη χώρα, το Βλάχος για την περιγραφή των ανθρώπων και της γλώσσας· συνάγεται ότι γεωγραφικά η εν λόγω Βλαχία είναι διαφορετική από τη Μεγάλη Βλαχία της Θεσσαλίας και από τη μετέπειτα Βλαχία της περιοχής βορείως του Δούναβη, και ότι συμπίπτει με την πάλαι Ρωμαϊκή επαρχία Moesia Inferior (Μοισία/Μυσία), διαχωρίζεται δε από το Θέμα Βουλγαρίας των Βυζαντινών.

  • Έτος 1199, ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος ή Αλέξιος Γ’ Κομνηνός (1153-1211), σε διαίρεση των Επαρχιών της Αυτοκρατορίας, κάνει την πρώτη επίσημη κρατική αναφορά σε «Επαρχία Βλαχίας», και πρόκειται για τμήμα της Θεσσαλίας.

  • Το 1200 (ή ίσως το 1061/1063), στο Anonymous Gesta Hungarorum (Τα ανδραγαθήματα των Ούγγρων), γίνεται αναφορά στην εμφάνιση των Ούγγρων –κατά τον 9ο αιώνα, το 898– στη ΝΑ Ευρώπη, όπου ερχόμενοι βρήκαν Βλάχους, Βούλγαρους και Σλάβους, και Γραικούς, χώρο που ανήκε στους Ρωμαίους, και είχαν εκεί ως ποιμένες, στα κοπάδια των ζώων, ΒλάχουςSclavi, Bulgarij et Blachii ac pastores Romanorum»). Οι Βλάχοι του Gesta Hungarorum ζούσαν και κατοικούσαν σε χώρες βόρεια της Σλοβενίας (Λουμπλιάνας), περιοχές που ανήκουν στη νυν Αυστρία, και αυτοί δεν φαίνεται να είχαν σχέση με τους μετέπειτα «Βλάχους» της Muntenia (Βλαχία άνω του Ίστρου), όπως φαίνεται και σε χάρτες των εκδόσεων του Χρονικού. Μαθαίνουμε και για τα τέκνα της κόρης του Ονώριου που ηγούντο των Ουννικών εποικισμών, και για τους Βλάχους που ήταν ποιμένες στην Παννονία, αλλά με ρίζα από την Απουλία, και οι οποίοι παρέμειναν στην Παννονία (πεδιάδες σε ευρύτερο χώρο από τη νυν Ουγγαρία), με τη θέλησή τους, όταν κατέλαβε την χώρα ο Αττίλας (βασ. 434-453). (Μ 167, 109, 201 – Βλέπε στο προηγούμενο δημοσίευμα τα του Θεόδωρου Μόμσεν, για την Απουλία και την από εκεί «έξοδο» πληθυσμού.

  • Το 1204, ο Αλέξιος Δ’ Άγγελος (1182-1204), ως Βλαχία γνωρίζει μόνο τη Θεσσαλία, η οποία στα επίσημα έγγραφα, με λατινική γραφή είναι: Blachia, Vlachia και Walachia. Τα όριά της στον βορρά είναι ο Όλυμπος και στον νότο η Οίτη.

  • Για τα έτη 1222, 1225, 1228, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννης Απόκαυκος (~1153/1160-1232/1235), κάνει αναφορές σε Βλαχία με Βλάχους κατοίκους, και σε Βαγενιτία και Βελεχατουία. Κατά τον Δ. Ζακυθηνό στη Βελεχατουία ίσως λανθάνει η Βλαχοκατούνα παρά το Ευπάλιο Δωρίδος. Τη Βαγενιτία ή Βαγενετία ορισμένοι την ταυτίζουν με τη Θεσπρωτία, και τη Βελαχατουία με τη Δημητριάδα στη Θεσσαλική Μαγνησία.

  • Τον 12ο αιώνα, ο Μιχαήλ ο Γλυκάς (12ος αι.) γράφει για Βλάχους (Ulachos) που συγκρούονται στη Μικρασία με τον στρατό του αποστάτη Θεόδωρου Μαγκαφά.

  • Τον 12ο αιώνα, ο Δημήτριος Χωματιανός (12ος αι.), σε έγγραφά του αναφέρεται σε Βλάχους της περιοχής Αχρίδας (Χρύσος, Τζόλα), στον εκκλησιασμό τους κ.λπ., και στους οικισμούς Χοτεάχοβο και Τζερμενίκο κ.ά.

  • Το 1168, ο Βενιαμίν εκ Τουδέλας γράφει για Βλάχους (Wallachians) στη Θεσσαλία, που την έλεγαν τότε Βλαχία (Wallachia), και με λατινική γραφή Balakhia, Valakhia, και Valachie, Valakhie. Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξίδεψε σε περιοχή που –στα έτη εκείνα– «βλαχοκρατείτο». Αναφέραμε ότι εβραϊστί «Βαλάκ» = αυτός που ενεργεί λεηλασίες”, «Βαλάκ (Balac): «Balac: “un deversatore».

  • Τον 13ο αιώνα, το Γερμανικό έπος Das Nibelungenlied, αναφέρει ότι Βλάχοι ζούσαν στην Τρανσυλβανία την εποχή της καθόδου των Ούγ-γρων [898 μ.Χ.], και ότι μεταξύ των λαών που πήγαν στον γάμο του Αττίλα με την Κριμίλντα ήταν και οι Βλάχοι. «Ο δούκας Ramunch της χώρας των Vlâchen»! Η αναφορά σε Ρâμούν (Ramunch) και Βλαχία (Vlâchen), πρέπει να εκληφθεί με προφορά στο «φαρσαριώτικο ιδίωμα». Οι γερμανικοί πληθυσμοί πρέπει να γνώρισαν τους Βλάχους στην περίοδο των Σταυροφοριών, το 1096 (1η) ή το 1146 (2η), ή το 1188-1190 (3η) με τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, κατά την οποία περίοδο το συγκεκριμένο έπος έλαβε την οριστική του μορφή.

  • Τον 12ο με 13ο αιώνα, ο Kreuzzug Kaiser Friedrichs I (1122-~1190), με τον όρο «Flacos» εννοεί τους «εν Ελλάδι Βλάχους», και με τους όρους «terram Blacorum» και «Blachos» εννοεί άνωθεν του Δουνάβεως Βλαχία και τους κατοίκους της. Ενδιαφέροντες και οι όροι του «Bachos» και «Bachorum» για τους Βλάχους.

  • Τον 12ο με 13ο αιώνα, ο Ansbertus, γράφει για την Εκστρατεία του Φρειδερίκου Α’ (De Expeditione Frederici), στην περίοδο 1189-1190, και λέει πως στα τέλη του 12ου αιώνα υπήρχαν «ημιβάρβαροι Βλάχοι» («Flacos semibarbaros»), που ζούσαν στην «Βλαχία/ Φλακία», περιοχή της Θεσσαλονίκηςregionem opulentam, Flachiam dictam, non multum a Thessalonica duastantem»), ονομαζόταν δε και «Βάκοι ή Βάκχοι» («bachos»), και ηγείτο αυτών ο «Καλοπέτρος» («Kalopetrus Flachus», «Kalopetrus Blacorum», «Kalopetrus bachorum dominus»), τότε που τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο Κομνηνό διαδεχόταν ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος Κομνηνός. Είναι η περίοδος της Τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192), στην οποία ηγείτο ο Φρειδερίκος Α΄ Μπαρμπαρόσσα (Friedrich I. Barbarossa: 1122-1190) της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1155-1190).

  • Το 1201-1206, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος (1160-1213), στη γαλλική γλώσσα και με λατινική μετάφραση για την Δ’ Σταυροφορία (1201-1204) (στην οποία μετάφραση παρατηρούνται ουσιώδεις αλλαγές που προκαλούν δικαιολογημένες παρερμηνείες και απορίες, με διατυπώσεις του είδους: «Roj de Blaquie», «Roj de Blaques», «Iohanissa le Roj de Blakie et de Boungrie», «Iohanis li Rois de Blakie», «Comains/Commains /Cumains»), οι οποίες δίνονται μεταφρασμένες ως ακολούθως: «Roy de Bulgarie», «Roy des Bulgares» και «Tartares»), αλλοιώνεται στο νόημα των όσων γράφει, παντελώς, κατά τη λατινόγλωσση εκδοχή της γαλλικής αυτόγραφης διήγησής του!

  • Τον 13ο αιώνα, ο Robert de Clery (1170 – μετά το 1216), γράφοντας για την άλωση της ΚΠολης του 1204, μας πληροφορεί για τους Βλάχους (Blaks/Blakis) και τη Βλαχία (Blakie), τον Jehans li Blakis (Joanisa, roi de Boulgarie 1196-1207), τη Θεσσαλονίκη (Salenike) κ.λπ.

  • Το 1190, γράφει ο Codex Strahoviensis (1187-1190), ότι υπήρχε μια Βλαχία (Flachiam) στη Θεσσαλονίκη, προφανώς αυτή του Αξιού, και ότι την ίδια περίοδο οι Βλάχοι εμφανίζονταν με το όνομα Βάκχος ή Βάχος (Bachos), και πιστοποιείται έτσι η εκτεταμένη παρουσία τους στη Μακεδονία, καθότι «Flachiam dictum, non multum a Thessalonica distantem» και «Blachorum oder Wlachorum, Flacorum sol les heissen: so auch weiter unter Blachos».

  • Το 1202, το Ανώνυμο Χρονικό («Devastio Constantinopolitana»), που μιλά για την άλωση και καταστροφή της ΚΠολης από τους Σταυροφόρους, αναφέρει ότι οι Βλάχοι (Brachii) και οι Βενετοί λεηλατούν τη Ρωμανία. Να προσεχτεί ότι λατινιστοί οι Βλάχοι αναφέρονται ως Βράχοι (Brachii)!

  • Την περίοδο 1161-1216, ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1161-1216), σε αποκαλυπτική αλληλογραφία με τον Καλογιάννη, τον «ego Calojoannes, imperator Bulgarorum et Blacorum», ή «rex Bulgarorum», ή «regis Bulgarici», ότι τον θεωρεί Ρωμαίο/Ρωμάνο, διότι «populous terrae tuae, qui de sanguine Romanorum», και του εξηγεί ότι είναι απόγονος της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Ο «Caloioahannes Imperator Bulgarorum et Blachorum» είχε υπό την εξουσία του και «Bulgarorum et Blachorum Ecclesia» και «Archiepiscopo de Zagora»! Αυτό το «Βλαχοβουλγαρικό βασίλειο» απαιτεί σοβαρή μελέτη, για συναγωγή ορθών συμπερασμάτων.

  • Για την περίοδο 1197-1207, ο Γεώργιο Κωδινός ή Ψευδοκωδινός (λόγιος του 15ου αι.), γράφει για Βλάχους και Βούλγαρους της Ζαγοράς (Walachorum et Bulgarorum), επί Ισαακίου Αγγέλου (1203-1204), και για Βλάχους και Κομάνους (Walachorum et Comanorum) του Ιωαννίτζη ή Καλογιάννη (1197-1207). Δεν παρέλειψε και τις «Βλαχέρνες», στις οποίες ίδρυσε ναό της Θεοτόκου η βασίλισσα Πουλχερία (399-453), λόγω κάποιου Βλάχου (Vlachi).

  • Το 1222, από τον Βασιλιά Ανδρέα Β’ της Ουγγαρίας (1176/1177-1235), γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε Βλαχία (terram Blacorum) και Βλάχους (Blacis) άνωθεν του Ίστρου, σε περιοχή της Τρανσυλβανίας.

  • Το 1234, γίνεται αναφορά σε Βλάχους (populi, qui Walati vocantur) Ορθόδοξους (episcopis Grecorum ritum) της Τρανσυλβανίας, και η Ορθοδοξία τους οφείλεται στο ότι βρέθηκαν εκεί μετεγκατασταθέντες από ελληνικές χώρες ή ελλαδικούς τόπους, και αναφέρονται ως «Walati, Walathis, Walathi, Walathos»

  • Από το 1222 έως το 1763, αναγραφή των ονομάτων «Βλαχία» και «Βλάχος», άνωθεν του Ίστρου, με το λατινικό αλφάβητο, έχει ως ακολούθως: 1222-1484: terram Blacorum, terra Vlachorum, Blacis, Valachiae, Blacos, Blacis, Blachis, Blachorum, Blachos, Olahi, Olahum natione Blacum, Blaccis, Olahorum, Olachoque, Olacorum, Olachalis, Olahfalu· 1222: terram Blacorum, terram Blachorum· 1223: Blaccis· 1224: Blacorum, Blacis· 1228: Olachoque· 1231: terram Blachorum, terram Blacorum· 1233: Bachiensi, Bacchiensis· 1234: Walati, Walathis, Walathi, Walathos· 1247: Olatis, Olatorum· 1250: Olahis. 1252: terram Olahorum· 1256: Olacorum· 1260: Valachorum· 1263: Olachis· 1270: Olacorum· 1283: Olahteluk· 1288: Volachis· 1272-1290: Olacorum· 1291: Olachis· 1292: Olacos· 1293: Olacos, Olacorum, Olaci· 1301: Olachalis· 1317: Valachor· 1322: Olaceis· 1333: Olakali, Olacos· 1387: Iwan Olachi· 1390: Johannem Olahum, Olahis· 1406: Olahfalu· 1426: Valachorum,Wolahos· 1484: Olachorum, Olachi, Olachos. – Στην περίοδο 1222-1484, για πάνω από δυόμισι αιώνες, στην Τρανσυλβανία ονομάζονταν κάποιοι κάτοικοι με τα ονόματα: Blaccis, Olatis, Olacis, Olachis, Volachis, Valachi, Olacos, Olaci, Olahis, Olahfalu, Olachos, Wolahosκάποιοι δε πήγαν στην Τρανσυλβανία από τις ελληνικές χώρες, ιδρύοντας την terra Walathis, και ονομάζονταν: Walati, Walathi, Walathos–, και κατοικούσαν σε: terra Blacorum, Olachoque, terra Blachorum, terra Bacchiensis, terra Walathis, Olatorum, Olahorum. Olacorum, Walachorum, Olahteluk, ville Olachalis, Valachor, villis Olaceis, societate Olakali, Olachorum, Valachorum. Οι περιοχές οι οποίες τότε υπήρχαν ήταν οι εξής: η Τρανσυλβανία, η Μολδαβία, η Κουμανία, η άνωθεν του Δουνάβεως Βουλγαρία, αλλά Βλαχία (με τα όρια της μετέπειτα «Muntenia» ή «Ţara Românească») δεν υφίστατο, δεν υπήρχε με βάση τα λατινικά κείμενα, εκείνη την περίοδο. Αυτή η διαπίστωση επιτρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένη τη μεταφορά των όρων «Βλάχος/Βλάχοι» και «Βλαχία» από Ελλαδικούς Βλάχους στον ανωδουναβικό χώρο, και μετακίνηση Ελλαδικών Βλάχων από ελληνικές χώρες στις άνωθεν του Δουνάβεως περιοχές, μετακίνηση που πρέπει να είχε αρχίσει την πρώτη περίοδο του εκχριστιανισμού των άνωθεν του Δυονάβεως πληθυσμών Δακών, Γετών κ.ά., και που κράτησε έως τα χρόνια του 19ου αιώνα. – 1342: Olachorum de Maramoriosio, Olachis, Olachos· 1360: Olachi, Olachos, Olachales· 1381: Olah Janos, Olahus· 1390: Johanni Olacho· 1424: Zakaz Valahalem, Olahorum, Blasii Fekethew, Blasius Hamos, Valachalis Reztelek, Walachales Ohabbyko, Walahwth· 1471: Valachicalium· 1472: Valachos· 1481: Valachorum· 1504: Valachorum, Valachi. – Το 1763: terra Valachorum sive terra Rumuj vel Remej, Valachis, Valachica. (Μ 186). – Ο Carl Friedrich Hermann Roesler (1834-1894), ανέπτυξε το 1871 τη θεωρία περί της ανόδου των Βλάχων από νοτιουδαναβικές περιοχές προς βορειοδουναβικές, σύμφωνα με την οποία ο «ρουμανικός λαός» σχηματίσθηκε νοτίως του Ίστρου και μετά μετανάστευσε στα βόρεια αυτού.

  • Το 1222, ο Πάπας Ονώριος Γ’ (1150-1227), σε επιστολή του κάνει αναφορά στην περιοχή Blacorum της τότε Ουγγαρίας.

  • Το 1231, υπήρχε «terra Blacorum & terra Bulgarorum» στην Τρανσυλβανία, ήτοι υπήρχε «χώρα Βλάχων» και «χώρα Βουλγάρων».

  • Επιστολή ημερομηνίας 14.11.1234, του Πάπα Γρηγορίου Θ’ (1145-1241), προς τον βασιλιά της Ουγγαρίας Bela IV (1206-1270, βασ. 1234-1270), ότι στην Επισκοπή των Κουμάνων υπάρχουν διάφοροι λαοί με το όνομα Βλάχοι (Walati, Walathis), «που ακολουθούν το τυπικό των Γραικών», είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και προσηλυτίζουν και άλλους, και έτσι «θα συγκροτήσουν έναν και μόνον λαό με Βλάχικη συνείδηση»! – Η ύπαρξη στο Μπρασόβ και στο Σιμπίου χωριών που οι κάτοικοί τους μιλούν γλώσσα όμοια με αυτή των Βλάχων των ελληνικών χωρών, ιδίως οι «mocani» των χωριών του «Săcele» (Baciu, Turcheş, Cernatu, Satulung), που η τοπική παράδοσή τους λέει ότι προέρχονται από ελληνικές χώρες, πιστοποιεί περίτρανα ότι Βλάχοι «εξ Ελλάδος» έδωσαν το «εθνωνύμιό» τους σε Δουναβίτες Δάκες, Γέτες και Κουμάνους.

  • Το 1256, Έγγραφο, στη λατινική, γράφει για Βλαχία άνωθεν του Δουνάβεως, αποκαλώντας την «Olacorum».

  • Το 1262, Έγγραφο, στη λατινική, γράφει για άνωθεν του Δουνάβεως Βλάχους, αποκαλώντας τους «Olachis».

  • Τον 13ο αιώνα, ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), όταν γράφει για Σκύθες εννοεί αυτούς που είναι Βλάχοι κατά τον Νικήτα Χωνιάτη! Τους Βλάχους Ασανίδες (Ασάν, Πέτρο, Ιωάννη) τους αναφέρει μόνον ως… Βούλγαρους! Δύο φορές γράφει για «μεγάλη Βλαχία», ήτοι γεωγραφική περιφέρεια σε έκταση κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή της νυν Θεσσαλίας: Ο Ιωάννης (Καλογιάννης ή Σκυλογιάννης) «Κατέδραμε δε και της μεγάλης Βλαχίας, αλλά και του Ελβάνου κατακυριεύει, και μέχρι του Ιλλυρικού τας λείας ποιεί» – Στη «μεγάλη Βλαχία» ανήκαν «Δημητριάδος χώρον […] Φαρσάλων και Λαρίσσης και Πλαταμώνος».

  • Το 1285, Ουγγρικό Έγγραφο αναφέρει ότι υπάρχει «populous nostros de Olazy», ήτοι «δικός μας λαός Βλάχων», που πιστοποιείται και από παλαιότερα έγγραφα: «το 1239 μετανάστευσαν στην Ουγγαρία Βλάχοι από τα Βαλκάνια, και εγκαταστάθηκαν εκεί νομαδικές φυλές, που τα μέλη της ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία», σε περίοδο που οι γείτονες των Ούγγρων λέγονταν και ήταν Κουμάνοι, κατά πως πιστοποιείται από έγγραφα που δεικνύουν μετοίκηση (αποικισμό – εποικισμό) Βλάχων των ελληνικών χωρών σε Τρανσιλβανία – Καρπάθια, πλάι στις νυν πόλεις Μπρασόβ και Σιμπίου, και πρόκειτα για την πρώτη μνεία με το όνομα Βλάχοι (Blati/Blathi), για πληθυσμό άνω του Ίστρου.

  • Το 1285, το Ουγγρικό Χρονικό αναφέρει ότι όταν πήγαν οι Ούννοι του Αττίλα στην Παννονία (τις γνωστές ως «Ουγγρικές πεδιάδες»), οι Βλάχοι (Blackis) που κατοικούσαν εκεί ήταν ποιμένες, άποικοι από την Απουλία, δεν έφυγαν και παρέμειναν οικειοθελώς στην Παννονία. («Blackis, qui ipsorum fuere Pastores et coloni, remanentibus sponte in Pannonia»). Αυτοί οι Βλάχοι, «Blackis, qui ipsorum fuere Pastores et coloni, remanentibus sponte in Pannonia», ή κατ’ άλλες πηγές «Blackis, qui Romanorum fuere Pastores et coloni, remanentibus sponte in Pannonia».

  • Το 1293, Έγγραφο μαρτυρεί ότι στη «Βουλγαρική Κουμανία», άνωθεν του Δουνάβεως, υπήρχαν Walachen, Olacos, Olacorum, και πρόκειται για νοτιοδουναβίτες Βλάχους μέτοικους στην Τρανσυλβανία, που κινούνταν σε διάφορες περιοχές της τότε Ουγγαρίας.

  • Τον 13ο αιώνα, ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ (1230-1323), στους άθεους συμπεριλαμβάνει «Αμαληκίταις και Ιταλοίς· τοις τε περί τον Ίστρον οικούσιν», που σημαίνει πως τους «λατινόφωνους» του Ίστρου –επί των ημερών του– τους θεωρεί Ιταλούς! Δεν τους ονομάζει Βλάχους, αλλά Ιταλούς!

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Θεόδωρος Σκουταριώτης (~1230-1305): γράφει για του Βλάχους τα εξής: α) ότι «τους κατά τον Αίμον βαρβάρους, οι Μυσοί μεν ωνομάζοντο πρότερον, Βλάχοι δε νυν και Βούλγαροι»· β) ότι «τις των δορυαλώτων Ρωμαίων ιερεύς εδείτο του Ασάν ανεθήναι, ως ίδρις της των Βλάχων φωνής»· γ) ότι «Σκύθαι μετά Βλάχων τοις εν Θράκη επιόντες πολίσμασιν, εξ εφόδου αυτά έβλαπτον»· δ) ότι «εκ των Βουλγάρων, επειδή και κτηνοτρόφοι ούτοι πλέον των άλλων μάλλον εισιν»· ε) ότι ο Ασάν «Κατέδραμε και της Μεγάλης Βλαχίας, αλλά και του Αλβάνου δεσπόζει, και τα μέχρι του Ιλλυρικού ληΐζεται, και λείαν αποκερδαίνει πολλήν». – Ο Θεόδωρος Σκουταριώτης με τον όρο Βλάχοι εννοεί πέραν του Αίμου λαό, ταυτιζόμενους με τους Βουλγάρους, που παλαιότερα ονομάζονταν Μυσοί, και με τον όρο Μεγάλη Βλαχία εννοεί ελληνική χώρα στη Θεσσαλία, και με τον όρο Βλαχία αναφέρεται σε παρίστρια περιοχή, στη νυν νότια Ρουμανία. Να ιδωθούν παράλληλα και τα του Νικήτα Χωνιάτη και του Γεώργιου Ακροπολίτη, οι οποίοι αναφέρονται στην περίοδο των Ασανιδών και του Βουλγαρο-Βλαχικού Βασιλείου.

  • Το 1308, το Χρονικό Ανώνυμου συγγραφέα, που γράφει για την Ανατολική Ευρώπη και αναφέρεται στους Βλάχους, με λατινική γραφή «Blazi» και «Blachi», ότι είναι ένας πολύ μεγάλος λαός και ιδιαίτερα εξαπλωμένος σε ευρύτατο χώρο («valde magnus et spaciosus»), ότι είναι ποιμένες, ενώ παλαιότερα ήταν ποιμένες των Ρωμαίων και κάποτε ζούσαν στην Ουγγαρία, από όπου αργότερα εκδιώχτηκαν από τους Ούγγρους και διέφυγαν σε περιοχές πέραν του Δουνάβεως. Παράγουν πλούτο από εξαιρετικά προϊόντα: τυρί, γάλα και κρέας και η χώρα των Βλάχωνterram Blachorum»), που ήταν μεγάλη και πλούσια, καταλήφθηκε συνολικά από τον Carol de Valois (1270-1325), ο οποίος στάθμευε στην Ελλάδα και κατείχε σε ξηρά και θάλασσα τη Θεσσαλονίκη, και τις γύρω περιοχές. – Όλα σχεδόν τα Χρονικά των Ούγγρων αναφέρουν την Παννονία (χώρα που μετά το έτος 898 την κατοίκησαν οι Ούγγροι), ως «pascua Romanorum» («βοσκότοπο των Ρωμαίων»), και χώρα στην οποία ζούσαν «Blackis, qui Romanorum fuere pastores et coloni» («Βλάχοι, που ήταν των Ρωμαίων ποιμένες και άποικοι»).

  • Το 1309, ο δόγης της Βενετίας Pietro Gradenigo κάνει λόγο για τη Βλαχία, ήτοι τη Θεσσαλία, ως «gran Blàquia» (μεγάλη Βλαχία) και ως «Vlaquia» (Βλαχία), και για τους Καταλανούς στη Θεσσαλία.

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-~1310), γράφει ότι οι ξανθοί είναι «αρειμάνιον γένος»· ότι εκείνοι που επί Αχιλλέα ονομάζονταν Έλληνες, τώρα καλούνταν «Μεγαλοβλαχίτες»· «τους γαρ το παλαιόν Έλληνας, ους Αχιλλεύς ήγε, Μεγαλοβλαχίτας καλών επεφέρετο»· ότι «Το δε γε Βλαχικόν, ο δη σχεδόν από των εξωτέρω της πόλεως ες Βιζύην και πόρρω εις πλήθος αριθμού κρείττον ποσούμενον παρατέτατο, έθνος δυσχωρίαις χαίρον και βοσκήμασι προσανέχον, ου μην δε αλλά και μάχαις ειθισμένον ανδρών, υποπτευθέν εις αυτομολίαν ως τοις εξεληλακόσι και αυτό προσπεσούμενον, μετοικίζειν επ’ ανατολής έγνω κατά την της Βυζαντίδος αντιπεραίαν, πλην και ταπεινούν ζημίαις, μη πως άρα και υπερηφανοίεν πλήθει τε και δυνάμει θαρρούντες. Και ένθεν μεν εζημιούντο τα μέγιστα, ένθεν δε μετωκίζοντο ανοικτί, ουχ ήττον ζημίας αλλά και μάλλον την μετοίκησιν λογιζόμενοι. Ζώα γαρ εκείνα και κτήσις πάσα τα μεν εύωνα προύκειντο τοις πολλοίς, τα δε και τον τόπον αλλάξαντα καιρώ χειμώνος και τότε παντελώς διεφθείροντο. Κτήσις δε τούτων η μεν διηρπάζετο, η δε γε περιούσα κακώς παραπώλλυτο, ώστε μη οίους τ’ είναι εγχρονίζειν εκεί, αλλά του κακού παραδραμόντος αυτούς και αύθις την ιδίαν απολαμ-βάνειν, συχνών χρυσίων καταβολαίς εξωνησαμένους την κατοικίαν»· ότι «το Βλαχικόν δε και όσον άλλο εκ θεληματαρίων συγκροτούμενον ην, και αυτό κατά τρόπον περί τον μέγαν εταιρειάρχην συνταξάμενος ουραγούν, αυτός συνάμα και Κωνσταντίνω τω αυταδέλφω τε και δεσπότη, και τω πιγκέρνη Σεναχηρείμ τω Αγγέλω». – Ο Γεώργιος Παχυμέρης δεν σχετίζει τους Βλάχους με Βούλγαρους ή Δάκες αλλά μόνο με Έλληνες, και δη με εκείνους που υπό τον Αχιλλέα πήγαν στην Τροία και που στην εποχή του ονομάζονταν Μεγαλοβλαχίτες! Πλέκει το εγκώμιό τους, αλλά οι «ιστορικοί» δίνουν πιο μεγάλη βάση στα του Κεκαυμένου! Γιατί άραγε; Μήπως για τον λόγο ότι ο εκ μητρός Βλάχος Κεκαυμένος έγραψε λίβελλο κατά της προγονικής του φύτρα, κάτι που πράττουν σήμερα και πολλοί εν Ελλάδι γραικύλοι, Βλάχοι και μη;…

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Μανουήλ του Ολοβόλου (1240/1245-1300/ 1310 ή 1314), γράφει για Μυσούς, Τριβαλλούς, Αλανούς, Αλβανούς και Δάκες, και για τις σχέσεις τους με την Ρωμανία. Σε υποσημείωση γράφεται: «Daci = Rumeni di Macedonia o Valacchi»!

  • Περίοδος 1272-1321, σε Μεσαιωνικά Έγγραφα γίνεται λόγος σε νομάδες Βλάχους της Δημητριάδος (της νυν Μαγνησίας), σε μεγάλη Βλαχία, ήτοι χώρο ευρύτερο της νυν Θεσσαλίας, σε οικισμούς, όπως: η Λυκουσάδα, το Φανάρι, το Τριστενίκο, η Βλαχοκατούνα, η Γοριάνη, ο Εζερός, η Βουναίνη, ο Αλμυρός, η Μαγούλα, το Παροίκιον, η Ρεψίστα, η Βελτζίστα, τα Λουκά, το Λοζέστι, η Λαψίστα, οι Μουτζάδες, οι Μελισσουργοί, το Κουβελίτζιο, ήτοι οικισμοί όλης σχεδόν της νυν Θεσσαλίας και μέχρι περιοχές του νυν νομού Ιωαννίνων, και βορειότερα έως τη νυν νότια Αλβανία, ορισμένα εκ των οποίων είχαν «ιερωμένους Βλάχους τε και Βουλγάρους και Αλβανίτας».

  • Περίοδος 1275-1312, σε Έγγραφα της Μονής Ξηροποτάμου, που ιδρύθηκε στον Άθω τον 10ο αιώνα, γίνεται λόγος για Βλάχους εγκαταστημένους εκεί πλησίον, και που υπήρξαν αγοραστές γης.

  • Το 1334, σε Έγγραφο της Μονής Εσφιγμένου, γίνεται λόγος για τον Μανουήλ Βλαχύντη, και σε Χρυσόβουλλα του Σέρβου Στέφανου Δουσάν (βασ. 1331-1335), για τον οικισμό των Βλάχων Κρόσοβον (Κρούσοβο;), και διατάξεις Νόμων για τους Βλάχους, με προνόμια ή και υποχρεώσεις!

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Μανουήλ Φιλής (1275-1345), σε ποίημά του αναφέρει ότι «οι προβατείς» (ποιμένες) είναι Θράκες, ότι τα πρόβατα τα ονομάζουν «όις», ότι οι κουρείς ποιμένες λέγονται «βράχοι», όρο που χρησιμοποιούν και άλλοι «βυζαντινοί» συγγραφείς αντί της λ. βλάχοι· ότι τη γη των Ιταλών και Μυσών τη ληΐζονται οι Σκύθες. Και ονομάζει Ιταλούς τους Βλάχους της Μυσίας, δίπλα στον Ίστρο, και αυτούς δε τους Ιταλούς τους χαρακτηρίζει «θρασείς πάλαι Βλάχους». Αναφέρει ακόμα ότι ο Λαχανάς ήταν Βλάχος της οικογένειας των Ασανιδών του Βλαχο-Βουλγαρικού Βασιλείου, και συμμάχησε με τους Ρωμαίους της Ρωμανίας και στράφηκε εναντίον των Ασανιδών συγγενών του. [Σε αυτόν τον Λαχανά οφείλει την ονομασία του ο ιστορικός τόπος Λαχανάς, στον ν. Θεσσαλονίκης, αλλά οι σύγχρονοι ιστοριογάφοι θέλουν να … ετυμολογούν το τοπωνύμιο από… τις πιπεριές και τα λάχανα!…]

  • Το 1299, κατά τον Μάξιμο Πλανούδη (~1255-135/1310), Βλάχοι επιτίθενται κατά των απεσταλμένων του κράτους, Πανάρετου και Βαρδαλή, οι οποίοι είχαν πάει να κάνουν απογραφή των περιουσιακών στοιχείων τους για να τους φορολογήσουν, και σκότωσαν τον πρώτο που ήταν φίλος του Πλανούδη και άμεσα υπεύθυνος των φορολογικών ελέγχων στο «θέμα» των περιοχών Βολερόν, Μοσυνόπολις, Σέρρες, Στρυμών, μέχρι και τη Θεσσαλονίκη!

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (1256-1317), γράφει για το ότι οι Άβαροι και οι Σκλαβήνοι αποτελούσαν ένα έθνος, στο οποίο υπάγονταν και οι Γήπεδες, και για το ότι κάποιος Ράδος «εκ Βλάχων», θεραπεύθηκε από την Οσία Ευφροσύνη (~410 μ.Χ.).

  • Το 1297-1303, Έγγραφο της Μονής Ζωγράφου, στον Άθω, γράφει για Βλάχους στη Μακεδονία, και για Ουγγροβλαχία και Ουγγροβλάχους.

  • Τον 14ο αιώνα, στον Πουλολόγο (1300-1350), ποιητικό έργο 650 στίχων, αναφέρονται σκωπτικά οι Βλάχοι και Βούργαροι της Ζαγοράς (στη νυν Βουλγαρία).

  • Στην περιόδο 1294-1304, σε Έγγραφο, υπάρχει αναφορά στην επαρχία της Βλαχίας (= μέρους της Θεσσαλίας), ως τμήμα της Ρωμανίας.

  • Το 1308, Ανώνυμος Γεωγράφος, γράφει για τη μεγάλη Βλαχία και τους Βλάχους, δίπλα στην Θεσσαλονίκη, μεταξύ Μακεδονίας – Θεσσαλίας – Αχαΐας, με λατινόγλωσση γραφή: Blaquia, Blachi (Blazi, Blaci, Blati, Vlati), terram Blachorum ή Blacis, και λέει ότι προέρχονται από «omnes pastores Romanorum», «ποιμένες Ρωμαίους» της Παννονίας. Υποψιάζομαι ότι η «Μονή Βλατάδων» στη Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι ίδρυμα αυτών των Blati, Vlati, Βλάχων! Τα άλλα που έχω διαβάσει για ετυμολογία του ονόματος αυτού, δεν μου φαίνονται καθόλου πειστικά, καθότι υποθέσεις.

  • Το 1309, σε Έγγραφο της Μονής Βατοπεδίου, η Θεσσαλία ονομάζεται Βλαχία ή μεγάλη Βλαχία. Το ίδιο γράφει και ο Φρανθίσκο ντε Mονκάδα, ότι κατά την Καταλανική κατοχή της Θεσσαλίας «Η ορεινή γη της Θεσσαλίας λέγεται Βλαχία, που ταιριάζει με τον δρόμο που έκαναν οι Καταλανοί και με το όνομα που την αναφέρει ο Μοντατέρ. Οι κάτοικοι λέγονται Βλάχοι, άνθρωποι πολεμόχαροι κι’ ακόμα σήμερα ανάμεσα στους Τούρκους αυτοί διαφέρουν τ’ όνομα και το θάρρος τους, αφού συγκρατούν τέτοιους βάρβαρους και ισχυρούς αντιπάλους».

  • Το 1317, Έγγραφο των Βενετικών Αρχείων, αναφέρει ότι στη Ρωμανία υπαγόταν και ο δούκας της «Μεγάλης Βλαχίας και της Καστοριάς»Gran Blachia dela Castoria»), και ότι οι Βλάχοι της Ελλάδας στα χρόνια εκείνα, αρχές 14ου μ.Χ. αιώνα, είχαν μεγάλη ανάπτυξη και συναλλάσσονταν εμπορικά με αναπτυγμένες πόλεις της Ιταλίας και των Δαλματικών ακτών.

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, το Chroniques GrecoRomanes, (1296-1318), γράφει για «Dynastae Graeciae De Romania, Princeps Blachie», και είναι ο ο Θωμάς Α’ Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1285-1318, βασ. 1296-1318) Δεσπότης της Ρωμανίας (στην Πελοπόννησο) και Πρίγκιπας της Βλαχίας, Δούκας της Βιγενιτίας, Αχαΐας και Ναυπάκτου και Βασιλιάς του Κάστρου των Ιωαννίνων.

  • Το 1330, ο Ramon Muntaner (1265-1336), γράφει πως στον αυτοκράτορα της ΚΠολης υπάγονταν η Επαρχία του Μοριά και τα Βασίλεια της Λάρ[ι]σας [ή Άρτας;] και Βλαχίας, της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας κ.ά. Αυτή η Βλαχία [Blachia/Blaquia] είχε όρια από τον Όλυμπο έως τον Παρνασσό, με πρωτεύουσα τη Νέα Πάτρα (Υπάτη), και κύριο λιμάνι τη Δημητριάδα, και με πιο σημαντική πόλη τον Αρμυρό /Αλμυρό. Η Βλαχία του Ramon Muntaner απλωνόταν από την Κασσάνδρεια μέχρι τον Μοριά, σε έκταση που το Ανώνυμο Χρονικό την ονομάζει «terra Blachorum», «μεταξύ Μακεδονίας, Αχαΐας και Θεσσαλονίκης»!

  • Το 1332, σε Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου του Νεωτέρου, γίνεται λόγος σε Βλάχους ιερωμένους, «ιερωμένους, Βλάχους τε, και Βουλγάρους, και Αλβανίτας», και υπάρχει και δίνεται ένα πανόραμα τόπων (χωριών, οικισμών κ.λπ.), μεταξύ των οποίων και πολλά Βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου.

  • Το 1332, σε Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου του Νεωτέρου, γίνεται λόγος σε τόπους, μεταξύ των οποίων και Βλαχοχώρια των Τρικάλων, σε χωριό ονόματι Αραμηνόν, που φρονώ ότι σχετίζεται με τον όρο Αρâμν’/Αρâμίν’ (ήτοι Αρμάνος Βλάχος) ή σε Ράμνα (και Αράμνα ή Ράμνια ή Αράμνια), μάλλον εκγραικισμένο, που ίσως σημαίνει Βλαχικόν ή Βλαχοχώρι.

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Marino Sanudo Torsello (~1270-1343), στο «Chroniques GrecoRomanes» γράφει ότι κατά τα έτη του Βασιλείου της Ρωμανίας (Regno di Romania) με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania), στην Πελοπόννησο υπήρχε χώρα με όνομα Blachia ή Blaquia, δηλ. Βλαχία, στην οποία ανήκε και το Δεσποτάτο της Νεοπάτρας (στην Οίτη – δίπλα στη νυν Λαμία), και σε αυτό ανήκε το Λιδορίκι και η Θεσσαλία ή Μεγάλη Βλαχία, όπως ονομαζόταν τότε το γεωγραφικό διαμέρισμα.

  • Τον 14ο αιώνα, ο Συναξαριστής Οσίου Αθανασίου Μετεώρων (1303/1305-1383/1373), αναφέρεται σε Μεγαλοβλαχία, εν Ελλάδι Βλαχία, και Βλαχία, που είναι χώρες της Θεσσαλίας. Την ίδια περίοδο υπάρχουν άνωθεν του Δουνάβεως οι «χώρες» Μολδοβλαχία, Ουγγροβλαχία, Μολδαυΐα και Βλαχία!, γεγονός που προκαλεί εύλογες συγχύσεις και απορίες.

  • Το 1340, ο Νάσαρ Μαχούμετ (1292-1340), σε επιστολή του, αναφέρεται και σε «βασιλέα της Βουλγαρίας και της Βλαχίας και της Αλανίας», ενώ σε άλλη επιστολή του κάνει αναφορά σε Βλάχους, της άνωθεν του Δουνάβεως Βλαχίας.

  • Στην περίοδο 1359-1401, σε Πατριαρχικά Έγγραφα, χρονολογικά εμφανίζονται γεωγραφικοί όροι άνωθεν του Δουνάβεως: 1359 Ουγγροβλαχία, 1370 Βλαχία, 1393 Μαυροβλαχία, 1395 Ρωσοβλαχία, 1401 Μολδοβλαχία, Κουμανία. Ο όρος Βλαχία άνωθεν του Δουνάβεως υπάρχει για πρώτη φορά σε γραπτό ντοκουμέντο το 1370 και κατ’ αυτό το έτος Βλαχία είναι η Λεχία και η Μικρά Ρωσία, ήτοι ενιαία χώρα που την απάρτιζαν Πολωνία και Ουκρανία μαζί, υπό τον βασιλέα της Πολωνίας Κασιμίρ Γ’ τον Μέγα (Kazimierz ΙΙΙ: 30-4-1310 έως 5-11-1370, βασ. 1333-1370), που υπέγραφε ως «κράλης της Βλαχίας Καζήμηρος». Προσοχή στις χρονολογίες και στη χώρα Βλαχία. [Ας το προσέξουν καλά αυτό το θέμα, όσοι «προβληματίζονται» για τα τωρινά γεγονότα μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών. Έχει παλαιές ρίζες…]

  • Στην περίοδο 1380-1388, σε Σιγίλλιο του Πατριάρχητης ΚΠολης Νείλου (1380-1388), Περί της Μονής Λευκουσιάδος, η εν Ελλάδι Βλαχία, ήτοι η Θεσσαλία, έχει γεωγραφικά όρια στον βορρά τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, τις Πρέσπες, και στον νότο φτάνει μέχρι την Θήβα.

  • Το 1382, σε Συνοδική Πράξη, δίνονται για την εν Ελλάδι Βλαχία, πολλά τοπωνύμια, μεταξύ των οποίων και το «Αραμενόν». Το «της Βλαχίας σκάφος» είναι η Θεσσαλία, και ας αρνιούνται ποικίλοι κύκλοι ότι ιστορικά δεν υπήρξε! Η «τοποθεσία του Αραμενού [Aramenos]», αποτελεί γραπτή μαρτυρία του όρου αυτοπροσδιορισμού των Βλάχων της «εν Ελλάδι Βλαχίας»: Αρâμνου ή Αρâμένου.

  • Το 1393, σε Σιγίλλιο του Πατριάρχη ΚΠολης Αντωνίου Δ’ (1389-1390, και 1391-1397), γίνεται λόγος σε όρους: «χώρα Βλαχία» και «Παλαιόβλαχοι», και δίνεται πανόραμα τοπωνυμίων (οικισμοί, χωριά κ.λπ.), μεταξύ των οποίων πολλά Βλαχοχώρια του Ασπροπόταμου.

  • Το 1396, σε Έγγραφα της Μονής Κουτλουμουσίου, αφορώντα τους άνωθεν του Δουνάβεως Βλάχους· γράφεται ότι το 1372 ο Ίμβριος Χαρίτων, μοναχός στην Μονή Κουτλουμουσίου, έγινε μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, η δε μονή από την εποχή του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Μπασαράμπ (1352-1364) εθεωρείτο ένα «Βλάχικο Μοναστήρι»!

  • Τον 14ο αιώνα, ο Δημήτριος Κυδώνης (1324/25-1397/98), σε επιστολή του αναφέρεται σε Βλάχους των ελληνικών χωρών, και φαίνεται ότι τους ήξερε καλά, καθότι –λόγω της θέσεώς του– γνώριζε άριστα όλες τις καταστάσεις της Ρωμανίας.

  • Τον 14ο αιώνα, στη Διήγηση περί Βελισαρίου (500-565), ποιητικό έργο, στο οποίο γίνεται αναφορά σε Αγαρηνούς, Ρωμαίους, Σέρβους, Φράγκους, Βλάχους, Λατίνους· οι Βλάχοι είναι των ελληνικών χωρών, όχι άνωθεν του Ίστρου.

  • Τον 14ο αιώνα, σε ποίημα του 14ου αι., με τίτλο “Αίνιγμα Λέξεων Λέοντος του Σοφωτάτου” (886-912), γίνεται λόγος για Ούγγρους, Ζήχους, Αλανούς, Βλάχους, Κουμάνους, Τούρκους, Σέρβους, Ρωμαίους (της Ρωμανίας), Έλληνες, Εβραίους, Ισμαηλίτες· τούτοι οι Βλάχοι είναι –μάλλον – άνωθεν του Ίστρου· προκαλεί απορίες η τοποθεσία «Καρντανίχλα» του στίχου «Καρντανίχλαν την Θεσσάλων». Ενδιαφέρον είναι και το ότι ο Βατάτζης [Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1193 – Νυμφαίο Μικράς Ασίας 3.11.1254), δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας (1222-1254), γαμπρός του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη (1174-1222) αναφέρεται ως Θεσσαλός! «Βάτος εστίν ο Βατάτζης, / ο εκ Θεσσαλών, και γήμας / Λάσκαρι την θυγατέραν». [Αν υπάρχει αναγνώστης ή μελετητής που γνωρίζει κάτι για την «Καρντανίχλαν», θα ήταν σημαντικό να γράγει κάτι στη «Φαρέτρα».]

  • Το 1367, ο Ιωάννης Κατακαλών του Διακόνου, σε ποίημα εγκώμιο στον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο (1341-1391), μιλάει για «Ιστρογείτονες» Σκύθες, Μυσούς, Τριβαλούς, Ρως, Παίονες, Λατίνους, «Ουδέ γε πάλιν κραταιόν άλλο των Βλάχων γένος».

  • Τον 14ο αιώνα, το Χρονικόν του Μορέως, αναφέρεται κατ’ επανάληψιν σε Βλάχους και Βλαχία, και η Βλαχία ήταν χώρα που περιείχε την Θεσσαλία, την μέση Ελλάδα, την Άρτα, τα Γιάννινα, ενώ δίνει και πλήθος βλάχικων τοπωνυμίων του Μοριά, που οι σύγχρονοι ιστορικοί και γλωσσολόγοι τα εκλαμβάνουν σαν σλάβικα ή αλβανικά!…

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1290/95-1360), γράφει για τους Ασανίδες (Βούλγαρους και Σκύθες) ότι επιτίθενται κατά διαφόρων ελληνικών χωρών της Ρωμανίας, για τον Βούλγαρο Λαχανά ότι ήταν «βοσκηματώδης μεν το γένος ανήρ» (δηλ. ήταν Βλάχος, της οικογένειας των Ασανιδών), ότι υπάρχει χώρα Βλαχία (όρο που χρησιμοποιεί μόνο μια φορά στο έργο του) και αυτή είναι η Θεσσαλία. Σε σημείωση επισημαίνεται: «Quam Valachiam hodie vocant, Turci Iflakiam», δηλ. οι Τούρκοι την Βλαχία την ονόμαζαν Iflakiam και όχι «Κιουτσούκ Βαλάχια», όπως γράφουν οι γασμούλοι και γραικύλοι βλαχολόγοι της Γραικίας!

  • Το 1294, Έγγραφα της Μονής Καρακαλού του Άθω, (αλλά και Έγγραφα των ετών 1342, 1569-1570), αναφέρονται σε Βλάχους των Σερρών, της Ζίχνας, της Θεσσαλονίκης, της Καλαμαριάς και άλλων περιοχών της Μακεδονίας, και σε ονόματα όπως λ.χ. Μωμυτζίλας, Βαγενάς, Τζάκων κ.ά., που είναι βλάχικα.

  • Τον 13ο με 14ο αιώνα, ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383) γράφει για την Θεσσαλία που τη νέμονταν Αλβανοί, «Διατρίβοντα δε εν Θετταλία βασιλέα οι τα ορεινά της Θετταλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι και Μπούϊοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους [12.000] όντες, προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχοντο δουλεύσειν. Εδεδοίκεσαν γαρ μη, χειμώνος απελθόντος, διαφθαρώσιν υπό των Ρωμαίων, άτε πόλιν οικούντες ουδεμίαν, αλλ’ όρεσιν ενδιατρίβοντες και χωρίοις δυσπροσώδοις, ων αναχωρούντες του χειμώνος διά το κρύος και την χιόνα, άπιστόν τινα εν τοις όρεσιν εκείνοις νιφομένην, ευεπιχείρητοι έσεσθαι εδόκουν» (πρόκειται για Αρβανιτόβλαχους και Βλάχους, καταφανώς, όπως το επισήμαναν ο Φρ. Πουκεβίλ και ο Π. Αραβαντινός), για τους Κατελάνους ή Καταλανούς της Βλαχίας «κάστρων και χωρών Βλαχίας», «χώρα της Βλαχίας», «Βλαχίας κάστρα, έχη και ταύτα εις το κεφαλαττίκιον αυτού ως και την λοιπήν Βλαχίαν, καθά δεδήλωται. Εις δε τα άλλα κάστρα τα μετά την Πάτραν διακείμενα, ει μεν έχει αγάπην η βασιλεία μου μετά των Κατελάνων» (τούτη η Βλαχία είναι ευρύτερη της νυν Θεσσαλίας), για «της σπάθης των Μακεδόνων, του Σαμψών, του βασιλέως των Ελλήνων, του βασιλέως των Βουλγάρων, των Ασανίων, των Βλάχων, των Ρώσων και των Αλανών, της τιμής του δόγματος των Ιβήρων και των Σύρων, του κληρονόμου της βασιλείας της γης αυτού, του αυθέντου των θαλασσών και των ποταμών των μεγάλων και των νήσων, Αγγέλου Κομνηνού Παλαι-ολόγου του Καντακουζηνού», και για τους άνωθεν του Ίστρου «Ουγκροβλάχους».

  • Τον 14ο αιώνα, το Ιστορικό των Κομνηνού και Πρόκλου (1356-1384) ή Χρονικό των Ιωαννίνων (1356-1384), αναφέρεται σε «Βλαχία», «εν Ελλάδι Βλαχία», «της Ελλάδος Βλαχίας», χώρα με όρια ευρύτερα της σημερινής Θεσσαλίας, και στο πολυσυζητημένο όνομα «Βογκόης ο Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχος» ή «Μπογκόης, ο Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχος», λέξη που οφείλεται σε ποιητική μόδα της εποχής να «συνθέτουν» λέξεις «μακρυνάρια» από τρεις-τέεσερις και πέντε άλλες λέξεις, και όχι ότι κρύβει κάποια «ιστορική σημασία», όπως χρόνια διατείνονται οι ειδήμονες, στους οποίους μπορει να τους πει κάποιος: Ελληνοθρησκοχριστοβλασφημοτρόπε· /
    και παντοτολμοψευδομηχανορράφε· / και τρωκτοφερνοπροικοχρηματφθόρε· / αρρητοποιονυκτεροσκοτεργάτα· / και νεκρ
    οτυμβοκλεπτολωποεκδύτα· / … πάρτε το πια χαμπάρι, αλλιώς έχουν τα πράγματα!…

  • Τον 14ο αιώνα, ο Χρονογράφος Εφραίμ (14ος αι.), σε ποιητική γραφή δίνει γεγονότα των ετών 328-1254, με πανόραμα ονομάτων των λαών που επέδραμαν κατά της Ρωμανίας. Ο Εφραίμιος φαίνεται να ταυτίζει τους Βούλγαρους με τους Μυσούς και τους Βλάχους, ειδικά τους Ασανίδες. Την Βλαχία, ως γεωγραφική, περιοχή, την έχει στις «ελληνικές χώρες», με έκταση μεγαλύτερη της Θεσσαλίας, και κάνει λόγο και σε «Αχαΐα Βλαχίας», που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Μοριάς στον καιρό του ανήκε στη Βλαχία!

  • Τον 14ο αιώνα, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Γλαβάς (1342-1396, επίσκοπος 1379-1393), σε επιστολές αναφέρεται στην Ουγγροβλαχία, χώρα άνωθεν του Ίστρου.

  • Τον 14ο αιώνα, ο σκωπτικός ποιητής Ιωάννης Κατραρής (14ος αι.), γράφει για τον Νεόφυτο ή Μωμοτζίλα, από πατέρα Βλαχιώτη και μάνα Στάνα, «γένος Αλβανίτου» (δηλ. Αρβανιτόβλαχα), «Φρατζίλαν όντας» (από σκηνίτες Βλάχους) και «την μεν γέννην έστι Βλάχος, / Αλβανίτης δε την όψιν, / του δε σώματος την θέσιν / Βουλγαραλβανιτοβλάχος». Όπως το «Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχος» του Χρονικού των Ιωαννίνων, ποιητική αδεία, χωρίς άλλη ιστορική σημασία.

  • Τον 14ο αιώνα, ο ποιητής Κωνσταντίνος Ερμονιακός (άκμασε στα έτη 1323-1355), στο έργο «Ιλιάδος Ραψωδίαι ΚΔ’» αναφέρει Βούλγαρους και Ούγγρους και Μυρμιδόνες, από τη «Φερσαλίαν και Βλαχίαν», που πήγαν μαζί με τον Αχιλλέα στην Τροία! «Ο δ’ Αχίλλιος ακούσας, / ο υιός ο του Πηλέως, / φέρνει στράτευμα Βουλγάρων, / Ούγγρων γαρ και Μυρμιδόνων / αριθμόν πεντακοσίους / μετ’ αυτών και δισχιλίων, / και πενήντα νήων στόλον / εκ την Φθίαν γαρ υπήρχεν» – «τη μεγαλοβώλω γη μου / Φερσαλίαν και Βλαχίαν / την πολύκαρπον γαρ αύτην, / την πολλά ωραιωμένην, / την τρεφούσαν πλείστους άνδρας, / εκατέλυσαν καρπόν της. / Τόσον γαρ μήκος απέχει / η Τροιά της Θετταλίας / όσον πρέπει να νοήσης / ότι δεν τους πρέπει μάχη / ίνα μάχονται οι Τρώες / με την χώραν της Βλαχίας»!

  • Τον 15ο αιώνα, ο Μητροπολίτης Αγκύρας Μακάρος (15ος αι.), αναφέρεται σε μητροπολίτες περιοχών του Δούναβη, των οποίων τα ακριβή όρια σήμερα δεν γνωρίζουμε: Μαυροβλαχία, Ουγκροβλαχία, Ουγγρία, Σεβερήνο, Γοτθία (νυν Κριμαία).

  • Τον 14ο με 15ο αιώνα, ο Mircea cel Bătrân (1355-1418), υπήρξε βοεβόδας, την περίοδο 1386-1394, σε χώρα άνωθεν του Ίστρου, με όνομα Βλαχία ή πότε Ουνγγροβλαχία, πότε Τρανσυλβανία ή Βεσαραβία, ή και «Ρουμανική χώρα», γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια αυτών των «χωρών», ενώ στη «χώρα» Μολδαβία, δεν άσκησε εξουσία ο Μίρτσια ο Γέρος.

  • Το 1365, το Chronicon Budense, αναφέρεται σε Βλάχους της περιόδου του Αττίλα (406-453), που δεν μπορούν να συσχετισθούν με κατοίκους της μετέπειτα –άνωθεν του Ίστρου– Βλαχίας. Οι όροι του Χρονικού είναι: Valachia, Valachorum, Valachicum, Vlachos, Valachis. Αναφέρεται και ο Ιωάννης Ουνυάδης (János Hunyadi: 1387-1456), ο και Λευκός Ιππότης, ιδρυτής του οίκου Hunyadi, ότι είναι βλαχικής καταγωγής.

  • Το 1373, το Chronicon Pictum Vindobonense, γράφει για Γραικούς και Βλάχους στα εδάφη της Παννονίας (νυν Ουγγαρίας) στα χρόνια του Αττίλα, για το ότι οι Βλάχοι ήταν ποιμένες των Ρωμαίων στην Παννονία, και αναφέρει ονόματα λαών της Ελληνικής Χερσονήσου: Σλάβοι, Γραικοί, Βλάχοι, Τεύτονες, Μεσσιανοί, Βούλγαροι, Πετσενέγκοι, Σάξονες, Κουμάνοι, Γότθοι, Ζέκουλοι (ή Σίκουλοι), που συνυπάρχουν με τους Βλάχους, πολλοί από τους οποίους κατήλθαν στην Ελλάδα και χάθηκαν.

  • Το 1400, κατά τα Documents Inedits, επικεφαλής των Αθηναίων είναι ο Ιωάννης Βλάχος! (Iohannes Valacho, Capitaneo Athenarum)!

  • Τον 15ο αιώνα, το Χρονικό των Τόκκων (1412-1415), αναφέρει ότι η Θεσσαλία τότε ήταν το κέντρο της Βλαχίας, και ότι πάνω από τον Ίστρο υπήρχε η Ουγγροβλαχία, η οποία υποστήριζε έναν από τους διεκδικητές του Οθωμανικού θρόνου.

  • Το 1416, ο ποιητής Μάζαρις (15ος αι.), στο έργο του «Επιδημία Μάζαρι εν Άδου», ετυμολογεί το όνομα Μοριάς (μόρος et Μώρα: «in mortem e Mora»), και γράφει για τις επτά πληθυσμιακές και γλωσσικές ομάδες της Πελοποννήσου, «Λακεδαίμονες, Ιταλοί, Πελοποννήσιοι, Σθλαβίνοι, Ιλλυριοί, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι», αναφέρει τους Τσάκωνες, και κάνει μνεία της εν Ελλάδι Βλαχίας, «αοιδόν Πώλον ιδών εκ Βλαχίας». Βέβαια, ως και σήμερα, μόρα αποκαλούν τον θάντο οι Βλάχοι, και από αυτή τη λέξη προκύπτει ο Μοριάς, και όχι από τα σλάβικα όπως διατείνονται οι σύγχρονοι, θέμα που το έχει ήδη διαλευκάνει ο Φιλής σπό το 1416!…

  • Το 1420, ο Ιωάννης Ευγενικού (15ος αι.), νομοφύλακας στη Θεσσαλονίκη, γράφει για την κατάληψη της μεγάλης Βλαχίας (Θεσσαλίας) από τους Οθωμανούς.

  • Το 1423, κατά τα Documents Inedits, η Εύβοια κατοικούνταν και από Βλάχους (Vlachi).

  • Το 1423, κατά τα Documents Inedits, στο Ζητούνι (νυν Λαμία) και στο Νιγκροπόντε (νυν Εύβοια) κατοικούσαν Βλάχοι (Valachos, Vlachi).

  • Το 1430, ο Ιωάννης Καναβούτζης (1355-1456), αναφέρει τους βαρβάρους του καιρού του «βαρβάρους έχομεν και λέγομεν τους Βουλγάρους, τους Βλάχους, τους Αλβανίτας, τους Ρούσους και καθεξής τα άλλα έθνη». Με τον όρο Βλάχοι αναφέρεται σε λαό άνωθεν του Δουνάβεως.

  • Το 1444, κατά τον Ζωτικό Παρασπόνδυλο (15ος αι.), που έγραψε σε 465 ομοιοκατάληκτους στίχους για τη μάχη της Βάρνας του 1444, ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ νίκησε τον ενωμένο στρατό Ούγγρων – Πολωνών και Βλάχων. Ο βασιλιάς Ιάγγος (1407-1456) ή Ioan de Hunedoara, πρωταγωνιστεί, γόνος οικογένειας ευγενών Κουμάνων (Voicu/Voik/Vajk). Το έργο γράφτηκε το 1456. Πολέμησαν οι Βλάχοι της Τρανσυλβανίας.

  • Το 1449, σε Εγγράφου της Μονής της Θεοτόκου της Ελεούσης, στο χωριό Βελιούσα [Veljusa], ΒΑ της Στρώμνιτσας [Strumica], γίνεται λόγος σε Βλάχους που εξαρτιόνταν από τη μονή και τελούσαν υπό την εξουσία των μοναχών.

  • Το 1451, ο Gian Francesco Poggio Bracciolin (1380-1459), στο Historiae Convivales Disceptativae, γράφει ότι εγκαταστάθηκαν λατινικοί πληθυσμοί στις περιοχές των Σαρματών, πριν τον Τραϊανό (βασιλεία 98-117), έτσι ώστε έως το 1451 αυτοί είχαν ιταλική λαλιάretinet latina vocabula ab Italis»). Άξια προσοχής πληροφορία. Δεν κάνει αναφορά σε Βλάχους.

  • Το 1451 (και έτη πριν), ποικίλες πηγές αναφέρουν ότι «οι δε Ούγγροι το παλαιόν ελέγοντο Γήπαιδες», ότι «Δακεία, η Βλαχία της Ουγκρίας· οι δε Βλάχοι λέγονται Σκύθαι νομάδες. Οι Τατάροι λέγονται Κομάνοι και Ταυροσκύθαι». Οι πληροφορίες είναι μέχρι του έτους 1360.

  • Περίοδος 1261-1453, Περίοδος των Παλαιολόγων, στα Βραχέα Χρονικά αναδεικνύεται με την καταγραφή γεγονότων, όπως «Ιάγγος μετά των Βλάχων», «κάτω καλουμένην Βλαχίαν» (= Θεσσαλία), ή «την Βάρναν, ας εξεπόρθησαν οι Βλάχοι» (άνωθεν του Ίστρου), ή για «Αλβανίταις του Μορέως», ή για «την Βλαχίαν, εις τον Ράντουλα βοϊβόδα» (άνωθεν Ίστρου), ή για «Ούγκρους/Ούγγρους» και «Μπογδανία/Πουγδανία», για τον «Νεόφυτο Βλάχο», και για το ότι «έγινεν σεισμός μέγας εν τω μέρει έως και το Ζητούνι αφανίστηκεν το πλείστον μέρος· αλλά και φόνοι εγένοντο πολλοί και πάσα η Ελλάς και η Βλαχία και εκράτησεν ημέρας πολλάς».

  • Περίοδος 1391-1453, η Ανωνύμου Έκθεσις Χρονική (1391-1453), κάνει αναφορές σε ονόματα: Ούγκροι, Βουλγαρία, Σκύθες, Βλαχία, Μολδοβλαχία, Μπόγδανον, Δρογόβιστον Βλαχίας. Δίνει τα ελληνοτουρκικά γεγονότα της περιόδου 1391-1453, με βασικές πηγές τα έργα των Δούκα και Σφραντζή, και συνεχίζει με γεγονότα του 1517 και 1543.

  • Τον 14ο με 15ο αιώνα, ο Μητροπολίτης Μαυροβλαχίας Ιερεμίας (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.), διορισμένος από τον Πατριάρχη Ματθαίο (1397-1410), σε χώρα «Μαυροβλαχία», χωρίς να γνωρίζουμε αν πρόκειται για τη «Μολδοβλαχία» ή τη «Βλαχία».

  • Τον 14ο με 15ο αιώνα, ο Λέων Μαχαιράς (1380-1450), στο Χρονικό του, αναφέρει τον Αρμανό βαχλιώτη, και άλλους βαχλιώτες! Η λ. βαχλιώτης στο Λεξιλόγιο ερμηνεύεται: «Βαχλιώτης (βασιλειώτης), serviteur du roi». Όμως η λ. «βαχλιώτης» σημαίνει αναμφίβολα Βλάχος, και έχει την έννοια του «δούλου», όπως η λ. «βλάχος» σήμαινε «δούλος» για τους μοναχούς του Αγίου Όρους, όταν κατοικούσαν εκεί Βλάχοι. Έχω την εντύπωση ότι η αναφορά στον «Αρμανό Τουκέτ ο βαχλιώτης» είναι σαφής αναφορά σε Αρμάνο Βλάχο.

  • Τον 15ο αιώνα, ο Σιλβέστρος Σπυρόπουλος (1400-~1461), στην Ιστορία του, αναφέρει χώρες «Μολδοβλαχία» και «Βλαχία», και λαούς: Γραίκοι, Τραπεζούντιοι, Ίβηρες, Τζαρκάσιοι, Μιγκρέλιοι, Γότθοι, Βλάχοι, Σέρβοι. Οι Βλάχοι και η Βλαχία ανήκουν στους άνωθεν του Ίστρου.

  • Το 1464, κατά τα Documents Inedits, υπάρχει ένας Johannes Blachus (Ιωάννης Βλάχος), από κάποια εν Ελλάδι Βλαχία.

  • Περίοδος 1205-1497, το Βενετσιάνικο Χρονικό GrecoRomanes, του Stefano Magno (~1499-1572 ή 1490-1557), που το εξέδωσε ο Χοπφ το 1873, αναφέρει τη Λάρισα ότι ανήκε στη Βλαχία και είχε αξιόλογο φρούριο, το «Castel della Rissa in Vlachia».

  • Τον 15ο με 16ο αιώνα, ο Εμμανουήλ Γεωργιλάς (15ος-16ος αι.), στο ποιητικό έργο του «Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως», γράφει για Βλάχους και Βλαχία άνωθεν του Δουνάβεως, και για Βλαχία (χαμηλή Βλαχία και Βλαχιά) των ελληνικών χωρών.

  • Τον 15ο αιώνα, ο Μιχαήλ Δούκας ο Εγγονός (1400-1470), γράφει για λαούς που κινούνταν στα όρια και πέριξ της Ρωμανίας: Τριβαλλοί, Μυσοί, Αλβανίτες, Ρωμαίοι, Τούρκοι, Σέρβοι, Βλάχοι, Ούγγροι, Σάξονες, Βούλγαροι, Λατίνοι, Πέρσες, Σκύθες, Ούννοι, για την «εν Ελλάδι Βλαχία», και για την πόλη Λυκοστόμιο των Τεμπών, όπου οι «οι οικούντες εν τε τω Λυκοστομίω Βλάχοι». [Πολλοί από τους Βλάχους της μεγάλης πόλης του κατεστραμμένου Λυκοστομίου, που ήταν και έδρα αρχιεπισκοπής, διεσώθησαν επί του όρους Όσσα και στις πλαγιές του Κάτω Ολύμπου, και εκεί ίδρυσαν νέους οικισμούς «βλαχοχωρίων».]

  • Τον 15ο αιώνα, ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1477), στο Χρονικό του, γράφει για Αλαμανούς, Μυσούς, Ρωμαίους, Σέρβους, Βούλγαρους, Αλβανούς, Σκύθες, Βλάχους, Μολδοβλάχους, Ουγγάρους, Τούρκους, Αγαρηνούς, Μυρμιδόνες Πελοποννήσου, Αλβανίτες, Πελοποννήσιους, Ίβηρες, Τραπεζούντιους, και (χώρες) μεγάλη Βλαχία, Μολδοβλαχία, Μπογδανία, Βλαχία, Μυσία άνω, Κελλία Ίστρου, Σερβία, Γαλατάς, Ιταλία, Κρήτη, Πελοπόννησος, Σκλαβοχώρι Πελοποννήσου, Μορέας, Μυζηθράς, Μονεμβασία, Ναύπακτος, Αιτωλία, Μικρή Βλαχία ή Φλάμουλο ή Φλάμπουρο Αιτωλοακαρνανίας, Κόρινθος, Πάτρα (κ.ά. τοπωνύμια).

  • Τον 15ο αιώνα, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (~1423–~1490), γράφει για την οικουμενική εξάπλωση των Ελλήνων επί Ηρακλή και Διόνυσου και για το ότι Έλληνες και Ρωμαίοι στο «Βυζάντιον», «επιμιγνύντας, γλώτταν μεν και ήθη». Αναφέρει ότι πληθυσμός τον «Ίστρον διαβάντες επί την εις τον Ιόνιον χώραν αφίκοντο», και «Ως μέντοι διέσπαρται ανά την Ευρώπην, πολλαχή ώκησαν, άλλη τε δη και εν τινι της Πελοποννήσου χώρας τε της Λακωνικής ες το Ταΰγετον όρος και ες το Ταίναρον ωκημένον. Ω δη και από Δακίας επί Πίνδον το ες Θετταλίαν καθήκον ενοικήσαν έθνος. Βράχοι δε αμφότεροι ονομάζονται [utrisque nomen fuit Bacchi]· και ουκ αν δη έχω διεξιέναι οποτέρους αν τούτων λέγοιμι επί τους ετέρους αφικέσθαι»· «Δάκες δε χρώνται φωνή παραπλησία των Ιταλών, διεφθαρμένη δε ες τοσούτον και διενεγκούση ώστε χαλεπώς επαΐειν τους Ιταλούς οτιούν, ότι μη τας λέξεις διασημειουμένων επιγινώσκειν ό τι αν λέγοιτο. Όθεν μεν ουν τη τοιαύτη φωνή διαχρώμενοι ήθεσι Ρωμαίων επί ταύτην αφίκοντο την χώραν και αυτού τήδε ώκησαν, ούτε άλλου ακή-κοα περί τούτου διασημαίνοντος σαφώς οτιούν, ούτε αυτός έχω συμβαλέ-σθαι ως αυτού ταύτη ωκίσθη. Λέγεται μεν πολλαχή ελθόν το γένος τούτο ενοικήσαι αυτού, ου μην ότι και άξιον ες ιστορίαν οτιούν παρεχόμενον τεκ-μήριον. Συμφέρεται δε Ιταλοίς τα τε άλλα και τη ες δίαιταν καταστάσει, και όπλοις τοις αυτοίς και σκευή έτι και νυν τη αυτή Ρωμαίων διαχρώ-μενοι, ες δύο μέντοι διηρημένοι αρχάς, έστε την Βογδανίαν και αυτήν παρ’ Ίστρον χώραν». Ακόμα, γράφει ότι οι Κέλτες ή Κελτοί ζουν όπως οι Ιταλοί, «φωνήν δε προΐενται διενεγκούσαν μεν της Ιταλών φωνής, ου μέντοι τοσούτον ώστε δόξαι ετέραν είναι της Ιταλών φωνής την γλώτταν εκείνων», και ότι «Και τω τε Πίνδον όρος [quem hodie Mezzono appellant] – Βλάκοι [Blaci] δ’ ενοικούσιν αυτό, των Δακών ομόγλωττοι· τοις παρά τον Ίστρον Δαξίν ομοίωντο. Αφικόμενοι παρά τούτον τον ηγεμόνα, παραδιδόντες σφίσιν, επολέμουν τοις την Θετταλίαν οικούσι Τούρκοις, λαμβάνοντες άρχοντα παρά του Πελοποννησίων ηγεμόνος. Λεωδορίκιόν τε το κατά την Λοκρών χώραν ωκημένον πολίχνιον, Πίνδου μέντοι το κατά την Φανδρίου πόλιν ωκημένον, άρχοντα λαμβάνει από βασιλέως. Το δε αύ κατά την Αχαΐαν καθήκον Αραβαίοι ώκουν άνδρες Αλβανοί, υπό βασιλέως συγχωρηθέντες άρχει της πατρώς αυτών χώ-ρας· και ούτοι αφίκοντο ες τους Έλληνας». [Να, λοιπόν, και οι Βλάχοι της Πελοποννήσου, τους οποίους οι σύγχρονοι ιστορικοί τους θέλουν… Σλάβους. Από Γασμούλους, όλα να τα περιμένει κανείς…]

  • Το 1465, κατά τα Documents Inedits, υπάρχουν Βλάχοι (Vilachi) στη «Napoli de Romania», δηλ. πέριξ του Άργους και του Ναυπλίου, και ότι υπάρχουν Βλάχοι (Ulachi) παντού – σε όλον τον Μοριά.

  • Το 1466, κατά τα Documents Inedits, καραβοκύρης σε Κρητικό καράβι ήταν κάποιος Βλάχος (Ulachos).

  • Το 1470, κατά τα Documents Inedits, ο δούκας της Μεσσήνης της ΒΑ Σικελίας ήταν ένας Βλάχος (Ulacho).

  • Τον 15ο αιώνα, ο Πάπας Πίος Β’ (1405-1464), γράφει ότι τη Μοισία τη λένε Βλαχία (Wlacchia), όνομα που το πήρε από κάποιον Φλάκκο (Flacco), όταν τελούσε υπό ρωμαϊκή διοίκηση, ότι η Μοισία δεν είναι η Βλαχία (Vallacchia) και ότι η άνω Μοισία είναι η Σερβία. Ακόμα γράφει ότι την έκταση από τον Όλυμπο μέχρι και τη Βοσνία τη διατρέχουν οι λεγόμενοι Βλάχοι (Wlachos), και πρόκειται για πρώην Γέτες και Ρω-μαίους/Ρωμάνους άποικους, πλέον Μακεδόνες, που παλαιά ήταν γείτονες των Ούννων. Αναφέρει δε ότι ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης ήταν Ηπειρώτης πρίγκιπας, κι ότι οι Βλάχοι με τους Σίκουλους [ή Ζάκουλους] κατοικούν στην Τρανσυλβανία, και ότι οι Βλάχοι της Τρανσυλβανίας είναι στο γένος Ιταλοί, πολλοί από τους οποίους μιλούν πια την Ουγγρική γλώσσα.

  • Το 1481, κατά τα Documents Inedits, η Κορώνη, στον Μοριά, κατοικούνταν από Βλάχους (Vlachi).

  • Το 1502, ο Στέφανος Βοεβόδας της Μολδαβίας (1439-1504), γράφει για τις άνωθεν του Ίστρου χώρες Μολδαβία και Βλαχία, χωρίς κάποια μνεία σε Βλάχους και Βλαχία στις ελληνικές χώρες, αν και είχε στενές σχέσεις με όλες τις Μονές του Αγίου Όρους, στις οποίες υπήρξε μέγας ευεργέτης.

  • Το 1508, στο Χρονικό Ίδρυσης της Μολδαβίας, δεν υπάρχει αναφορά σε Βλάχους και Βλαχία, άνωθεν ή κάτωθεν του Ίστρου.

  • Το 1508, ο Μανουήλ Σκλάβος (16ος αι.), στο Η Συμφορά της Κρήτης, ποίημα 284 στίχων, γράφει: «Μη νάλθε Ούγγρος με σπαθί, κι ο Βλάχος με κοντάρι, / και τα τειχιά σου εχάλασεν, κι έχασες το καμάρι;» Αυτός ο Βλάχος είναι γείτονας του Ούγγρου, άρα πέραν του Ίστρου.

  • Το 1527, κατά τα Documents Inedits, πέριξ της Μονεμβασιάς, Βλάχοι βοσκούσαν τα κοπάδια, ζώντας εκεί με τις οικογένειές τους.

  • Το 1527, στα Documents Inedits, γίνεται λόγος για Σέρβους, Βλάχους, Βουλγάρους, Γότθους, κι αυτοί οι Βλάχοι [Valacchi] δεν σχετίζονται με τους Ελλαδικούς.

  • Το 1542, στο Χρονικό του Μακαρίου, γραμμένο επί ηγεμόνα Μολδαβίας Petru Rareș (1483-1546, ηγεμονία 1527-1538, 1541-1546), γιου του Μεγάλου Στεφάνου (Ștefan cel Mare, ή Răreșoaia), δεν υπάρχει καμιά μνεία σε Βλαχία και Βλάχους άνωθεν ή κάτωθεν του Ίστρου.

  • Το 1550, ο Catharin Zen, σε ταξιδιωτικό βιβλίο του γράφει για τους Βλάχους (Vallacchi) κιρατζήδες που έκαναν δρομολόγια Ραγκούζα – Κωνσταντινούπολη, σε διάρκεια 15 ημερών, όταν την ίδια απόσταση οι άλλοι αγωγιάτες την διένυαν σε 25 μέρες!

  • Το 1553, κατά τα Documents Inedits, στα Σάλωνα (νυν Άμφισσα), στα Άγραφα και στην Θεσσαλία κατοικούσαν Βλάχοι οι οποίοι «ήταν και καλοί χριστιανοί και καλοί άνθρωποι».

  • Το 1555, ο Martinus Kromer (1512-1589), ο συγγραφέας – επίσκοπος στην Ermland της Πολωνίας, αναφερόμενος στην καταγωγή των Πολωνών, γράφει για τους Βλάχους, ότι «Βλάχοι είναι οι Ιταλοί» («omnes Italici generis Vulassi et Vulossi» και «Valachi»), άποψη που έκφρασαν πριν και «Βυζαντινοί» συγγραφείς, και ότι το όνομα προέκυψε από το Flacco à Flacci à Vulassi et Valachi à Valachi, χωρίς ωστόσο να κάνει κάποια αναφορά ή μνεία σε Βλάχους και Βλαχία των ελληνικών χωρών.

  • Το 1557, το Χρονικό της Μονής Νεάμτς (νυν Ρουμανίας), γράφει για Μολδαβία και Μαραμούρες, χωρίς κάποια νύξη σε χώρα Βλαχία και σε Βλάχους.

  • Το 1557, ο Dominici Marii Nigri Veneti, στη Γεωγραφία του γράφει για Βλάχους (Flaccos) ποιμένες της πόλης Αντιγόνη Ψαφαρά, δίπλα στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι μετοίκησαν και εγκαταστάθηκαν στον Μοριά· «Antigona Psaphara cognomina quarum nunc ager a pastoribus uicatim habitatur: quos Morias siue Flaccos appellant.» Η πόλη Αντιγόνη ή Αντιγόνεια Ψαφαρά (Antigonea ή Antigona Psaphara), ήταν στην περιοχή Παραξίας, στη Μακεδονία, στην κοιλάδα του ποταμού Αξιού, σημαντικό κέντρο για τους Παίονες, και μετά την κατάληψη της χώρας τους από τον Φίλιππο Β΄ μετονομάστηκε σε Φιλιππούπολη και αργότερα σε Αντιγόνεια, προς τιμήν του Αντίγονου Γονατά, όταν αυτός έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας.

  • Το 1562, ο Jeronimo Zuritu y Castro (1512-1580), Ισπανός ιστορικός, γράφει για Καταλανούς κατακτητές ελληνικών χωρών της Ρωμανίας, για Βλαχία της κάτω Μυσίας [Valaquia en la Mysia inferior] και για «déspotos de Romania y de Larta. Orientales, cristianos de nombre y griegos en costumbres. Todas aquellas naciones de los búlgaros, esclavones y válacos», ως ενιαία χώρα με Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο!

  • Τον 16ο αιώνα, ο Matai Flacii Illyrici (1520-1575), σε ποιητικό έργο στην ελληνική γλώσσα, αναφέρει ότι οι Ιλλυριοί ήταν γεωργοί και ονομάζονταν Σκλαβούνοι. Ως Ιλλυριοί δεν νοούνταν οι νυν Αλβανοί αλλά οι τότε σλαβόγλωσσοι Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι. Πατέρας του ήταν ο Vlachih, και αυτό πιστοποιεί το ότι ο Flacii ήταν Βλάχος της Δαλματίας.

  • Το 1570, ο Κώδικας Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, κάνει αναφορά σε Βλαχία, άνωθεν του Ίστρου χώρα.

  • Το 1573, ο Blaise de Vigenère (1523-1596), αναφέρει ότι οι Βλάχοι άνωθεν του Δουνάβεως πήραν την ονομασία τους από κάποιον Flaccus, που μετά έγινε Falachi ή Walachi (F à V/W), οπότε η χώρα ονομάστηκε Βλαχία (Walachie). Αλλά και οι Πολωνοί και όσοι μιλούν σλαβωνικά ονομάζουν τους Ιταλούς με τις λέξεις Wlassiens ή Wlossiens, που πλησιάζουν τη λ. Valaque. Η άνωθεν του Ίστρου Βλαχία ονομάστηκε έτσι το 1330, ενώ πολλάκις την ονόμαζαν και Moldauie (Μολδαβία) εκτός από Walachie, και οι κάτοικοί της ονομάζονταν Wa, οι δε Μολδαβοί ονομάζονταν και Τρανσυλβανοί (Transalpins). Εκεί ήταν παλαιά το βασίλειο των Δακών. Ο Ουνιάδης ήταν Βλάχος και από μητέρα Γκρέκα, και όχι Κουμάνος, όπως γράφουν οι πιο πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς.

  • Το 1573, ο Pavli Rhamnvsii Veneti (~1532-1600), στο Βενετικό Χρονικό του, εκδομένο το 1609, γράφει για τις επαρχίες της Βλαχίας και της Βουλγαρίας ως χώρες που συνθέτουν την Μοισία. Και αναφέρει: «Valachiae et Bulgariae», «Valachis et Bulgaris», «Altera vero huic proxy-ma, Valachia, a Flacco Praeside Romano, qui illustri virtutis argumento nomen suum provinciae reliquit, Flaccia appellari coepta est et corrupta paulatim voce in Valachiam abiisse perspicimus», «Flacciam et Bulgariam», «Bulgarorum in Valachia».

  • Το 1573, ο Philippe du FresneCanaye (1551-1610), γράφει για τους Μαυρόβλαχους ή Μορλάκους της Δαλματίας, και ότι το καραβάνι των ένοπλων Βλάχων κιρατζήδων με 300 μουλάρια, από την Ραγκούσα έως την Κωνσταντινούπολη έκανε την διαδρομή σε 15 μέρες!

  • Το 1580, ο Henrich Pantaleon (1522-1595), στην Ιστορία του γράφει για τον Τούρκο Βλάχο της Αντιόχειας (Balacus Turcicis Antiochenos), βασιλιά των Σελτζούκων Τούρκων στην περίοδο του Βαλδουΐνου Β’ των Ιεροσολύμων (1060-1131), και για τη σύγκρουσή τους το 1124, για τον Ιωάννη ΟυννιάδηIoannes Huniades cum Vualachis») στην Valachia το 1444, για τον «Μακεδόνα» Ιωάννη Καστριώτη γιο του Σκεντέρμπεη, για την Transalpinam Valachiam και τους Valachis έως το έτος 1574. Ο Balacus Turcicis Antiochenos γράφεται και ως: Τούρκος Βλάχος (Balachus Turcicus).

  • Τον 16ο αιώνα, ο Μιχαήλ Γενναίος (Mihai Viteazul: 1558-1601), ηγεμόνας της Ουγγροβλαχίας, υμνούμενος σε ποίημα (1.312 πολιτικών στίχων στην ελληνική γλώσσα) του Ηπειρώτη ποιητή Σταυρινού Βηστιαρίου (1560/70-1631/32), περιγράφει την κατάσταση στην τότε Ουγγροβλαχία. Ο Μιχαήλ Γενναίος ήταν Βλάχος (Αρμάνος) με καταγωγή από τους Νεγάδες του Ζαγορίου, και υπήρξε, ίσως, η πιο σημαντική προσωπικότητα της πάλαι ποτέ ανωδουναβικής Βλαχίας. Έλληνες ποιητές και η ελληνική δημώδης μούσα τον τραγούδησαν, δικαιολογημένα, ως σημαντική μορφή του ελληνισμού έξω από τα ελλαδικά όρια. [Ο Βλάχος επαναστάτης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος του είχε γράψει επιστολή, για προετοιμασία επανάστασης κατά των Οσμανλήδων.]

  • Κατά την περίοδο 1550-1600, γράφει ο Bogdan Petriceicu Hasdeu (Tadeu Hîjdeu: 1838-1907) ότι οι άνωθεν του Δουνάβεως πληθυσμοί (της νυν Ρουμανίας) ονόμαζαν τους Ούγγρους με τη λέξη Mocan, = «αγροίκος, αγενής, άγριος», και ότι οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν με τη λέξη – όρο rumăn = clăcașκολλήγος, δουλοπάροικος»), όρο στον οποίο μετά την ίδρυση του κράτους της Ρουμανίας, το 1859-1861, οι σύγχρονοι κάτοικοι της χώρας προσέδωσαν εθνοτικό περιεχόμενο και ερμήνευσαν τον όρο ότι προέρχεται από τη λατινική λ. Roman, που στα ελληνικά σημαίνοι Ρωμαίος.

  • Τον 16ο αιώνα, ο Γερμανός ιστορικός Johannes Leunclavius (1541-1594) δίνει –λέει– την «αυθεντική ετυμολογία» των όρων Βλάχος και Βλαχία, και χρησιμοποιεί τους τύπους: Valachorum, Blachia, Blachi, Ulachorum, Ulachiam, Ulachos, Blachorum, Blachiam, Blachos, Iblach, Iflach, Vvalchos et Vvalischos, Vvalchorum, Vvalachos, Valachia, Flaccis, Valachiae Principatu, majori Valachia, «ejus nomine Valachiam significari, cadem cum Gallis et Italis lingua utentem», «Blachi, ac Nomades et Vagi», «Phallach, idest, Rusticus et Arator: qua nomenclatione eosdem Scythas et Valachos», «όσα ες νομάδας και αροτήρας εμερίζοντο, in Pastores et Aratores divisae: quae autem Maeotidis confinia et Ponti oram accolebant, Ζηκχοί τ’ Αβασγοί τε είσαν, Γότθοι τε, και Αμαξόβιοι, Ταυροσκύθαι τε και Βορυσθενείται», «Nimirum, commune omnibus nomen Scytharum: iis vero, qui trans Istrum et cis Borysthenem mediterranea accolebant, Valachi seilicet Daciae habitatores, Νομάδες και Αροτήρες, Nomades et Aratores dicebantur: id quod manifeste ad vocem Arabicam Phallach refentur, quae justa Slavos ipsos, Βλάχος, Blachus se Ulachus, redditur. Primum enim haec Ulachiae et Ulachorum, seu Blachiae et Blachorum nuncupatio, circa medium saeculi duodecimi apud Scriptores occurit, uti sputa ex Cinnamo observatum est».

  • Τον 16ο με 17ο αιώνα, ο Μαρτίνος Κρούσιος (1526-1607), γράφει για τις χώρες Βλαχία και Πουγδανία, άνωθεν του Ίστρου.

  • Τον 16ο με 17ο αιώνα, ο Βιτζέντζος Κορνάρος (1553-1613/14), στον Ερωτόκριτο υμνεί τους Βλάχους, γείτονες των Αθηναίων, που κατά τον Διονύσιο Φωτεινό (1777-1821), στον Νέο Ερωτόκριτο (το 1818) είναι Μοισιόδακες, λεγόμενοι «καταχρηστικώς» Κουτζόβλαχοι!

  • Τον 16ο με 17ο αιώνα, ο Grigore Ureche (~1590-1647) γράφει ότι τη Μολδαβία την ονόμαζαν Σκυθία και περιλάμβανε το Αρντεάλ και τη Μουντένια και όλη την πεδιάδα μέχρι τον Ίστρο και ένα μεγάλο τμήμα της Λεχίας – δηλ. της νυν Πολωνίας. Μετά ονομάστηκε Flachia από τον ηγεμόνα της Flacus που πολέμησε τους Σκύθες, οπότε η χώρα ονομάστηκε Flachia, «λέξη από την οποία προέκυψε ο όρος Βλαχία (Vlahie), όνομα που δεν μπορούμε να το δώσουμε στη χώρας μας – τη Μολδαβία (Moldova)», και ότι οι Μολδαβοί έλκουν την καταγωγή από τους Răm (Ρωμαίους) και έχουν μικτή γλώσσα, με δικές τους λέξεις, των Rămleanis, και των γειτόνων, και ό,τι είναι παρμένο από τους Rămleani το ονομάζουμε λατινικό. Δεν κάνει αναφορά σε Ελλαδικούς Βλάχους ή σε νοτίως του Δουνάβεως «Βλαχία» και «Βλάχους».

  • Τον 17ο αιώνα, ο Ioannis Lucii (1604-1679), ο πρώτος ίσως μελετητής που κατέθεσε ολοκληρωμένη επιστημονική άποψη για τους Βλάχους, διατύπωσε την άποψη: α) «De Vlahis: Vlahorum nomen ante annum 1300, in Dalmaticis monumentis non reperitur, talique nomine cenfebantur pastores Montana Bosnae incolentes, qui cum Mladino Dalmatiae, Croatiae, et Bosnae Bano militaria servitia praestitisfent, ad plana descendere, et Croatis immixti agros colere permissi fuerunt»· β) «Vlahos quoque dixere Graeci eos, qui peculiari lingua ab eisdem Vlahica dicta per Daciam, et Thessaliam utuntur, ut Laonicus tradit»· γ) «Vlahos autem Thessalia a Dacicis originem ducere iidem referent Graeci, quos Patzinacitas ut Prophir»· δ) «sicut originem ducunt ab illis, qui in praelio capti fuere, quorum plurimi membris debilitati esse solent, ita Graeci eosdem Guzzo Vlahos dixere, quod vulgari Graeco Claudos Vlahos significant».

  • Το 1630, το «Σύνταγμα των Βλάχων»Statuta Valachorum»), ημερομηνίας 5 Οκτωβρίου 1630 (ακολουθούν και άλλα το 1642, το 1659, το 1667, το 1717), με προνόμια που έδωσαν οι αρχές της «τουρκικής κατοχής» με βάση παλαιούς κανόνες δικαίου της Αυστρίας, και που ήταν σε ισχύ και στον τομέα των στρατιωτικών ορίων της Κράινας, επιτρέποντας στους Βλάχους, μέσα στην επικράτειά τους, ένα είδος αυτονομίας.

  • Το 1658, ο Θρύλος του Ρομάν και του Βλαχάτα, σε Ρωσικό Χρονικό, για τη σύσταση της Μολδαβίας το 1359, όταν τα δύο αδέλφια έφτασαν σε αυτή τη χώρα, φεύγοντας από τη Βενετία, έχοντας δε καταγωγή από τη Ρώμη, και φτάνοντας στην Ουγγαρία βοήθησαν τον βασιλιά της χώρας στους πολέμους κατά των Ταρτάρων, οπότε και τους δόθηκε η άδεια να εγκατασταθούν στο Μαραμούρες, όντας οι ίδιοι ελληνικού θρησκεύματος (χριστιανοί ορθόδοξοι). Ο θρύλος επιβεβαιώνει αντίστοιχο θρύλο των Βλαχοχωριών του Ασπροπόταμου ότι στο παρελθόν πολλοί κάτοικοι της περιοχής εξαναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρώα γη και να βρεθούν σε περιοχές άνωθεν του Δουνάβεως, στα Καρπάθια και στους κάμπους της Ουγγαρίας.

  • Το 1665, ο Μοσχοπολίτης Μάρκος Μανικάτης είχε ρόλο πληροφοριοδότη στην Αυστρία για τα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας. Ακόμα και ο γνωστος βεζίρης Αχμέτ Κιουπρουλής (1635-1676) ήταν Βλάχος, κατά τον Ν. Ιόργκα, όπως ήταν και ο Grigore Ι-Vodă Ghica (ηγεμονία 1660-1664, 1672-1673), με καταγωγή από τη Μοσχόπολη.

  • Τον 17ο αιώνα, ο Georg Kraus (1607-~1679), στο Χρονικό του, κάνει αναφορες στη Βλαχία και στη Μολδαβία, με αναγραφές: «Blache», «Walachey», «Bakos/Bachus», «Walachischen et Walachey» κ.ά.

  • Τον 17ο αιώνα, ο Giuseppe Cav. de Hammer (1656-1699), στην Ιστορία του γράφει για τις χώρες: Valacchia, Transilvania, Ungheria, Grecia, Armenia, Macedonia, Bulgaria, Albania. Αναμφίβολα ο όρος Αρμενία αναφέρεται στη Θεσσαλία – Βλαχία, θυμίζοντάς μας την Αρμανία του Αλ-Μασούντι (896-956), δηλ. ότι οι Έλληνες τη χώρα τους (Ελλάδα) την ονόμαζαν Αρμανία. Κάνει αναφορές και στους Μορλάκους και στους Μανιάτες.

  • Το 1675, ο Miron Costin (1633-1691), στο Χρονικό του, υποστηρίζει ότι Μολδαβοί και Μουντένιοι ζουν στη χώρα της Δακίας και είναι απόγονοι Ρωμαίων, μιλούν μια λατινική γλώσσα και ότι παλαιά και οι Μολδαβοί ονομάζονταν Βλάχοι και Ρουμάνοι, ως απόγονοι των Ρωμαίων.

  • Το 1678, ο Jacob Spon (1647-1685) και ο George Wheler (1650-1723), σε ταξιδιωτικό έργο τους γράφουν για τους Βλάχους της Δαλματίας, που είναι γνωστοί ως Μορλάκοι ή Τσίτσι, και για τους ποιμένες της Πελοποννήσου που τους ονομάζουν Αλβανούς, ενώ είναι βέβαιο ότι πρόκειται για Αρβανιτόβλαχους, όπως ήταν και αυτοί της Βοιωτίας, «village appelle Vlaghi, parce quil est peuple dAlbanois, oy de Vlaques».

  • Το 1681/1682, ο Michaelis Antonii Baudrand Parisini, στη Γεωγραφία του, γράφει για τους Βλάχους και τις πολλές Βλαχίες (άνωθεν και κάτωθεν του Δουνάβεως), για τη Μολδαβία κ.λπ., και το πώς γράφονται αυτοί οι όροι σε διάφορες γλώσσες. Αναφέρει ακόμα τη «Μακεδονική Βλαχία», τη «Μεγάλη Βλαχία» (μέση Ελλάδα), και την «Αφρικανική Βλαχία» («VALACHIA Africae»), ήτοι την Καρχηδόνα, η οποία τελούσε υπό ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο ΚΠολης Αρχιεπισκοπή, από τα έτη του Ιουστινιανού (483-565, βασ. 527-565), όταν ο αυτοκράτορας εξέδωσε τη ΝΕΑΡΑ XXXIVDe Africana Ecclesia, το έτος 535. Πληροφορίες για την «Αφρικανική Βλαχία» δίνει και ο Lvys Del Marmol Caravaial (1520-1600).

  • Το 1682, ο George Wheler (1650-1723), σε ταξιδιωτικό έργο του, γράφει ότι οι Αλβανοί ποιμένες δηλώνουν, σε Αττική, Βοιωτία, Εύβοια και νοτιότερη Ελλάδα, στη γλώσσα τους, ότι είναι «Ulachi», ήτοι Βλάχοι! Σήμερα, οι απόγονοι αυτών των Αρβανιτόβλαχων παριστάνουν τους Σαρακατσιάνους, ή τους Αρβανίτες! Ο Ελικών, λεγόταν Βουνό Ζαγάρα, δηλ. λέξη όμοια με τη Ζαγορά.

  • Το 1698, η Historia Antica, γράφει για την ίδρυση της Ραβέννας από Θεσσαλούς αποίκους, για τους Τσίτσι (Chichi) στην Ίστρια (δηλ. Τσίτσι ή Μορλάκοι) ότι ήταν ελληνορθόδοξοι στο θρήσκευμα, και ότι είναι Βλάχοι που μιλούν ένα «Idioma Sclavo».

  • Την περίοδο 1701-1760, κατά τον Emile Legrand (1841-1903), σε έκδοση του 1918, τα ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν σε χώρες άνωθεν του Ίστρου είχαν ονόματα: Ουγγροβλαχία (πρωτεύουσα το Βουκουρέστι), Βλαχία, Μολδαβία, Δακία, και με την οικονομική συνδρομή αναφερόμενων ηγεμόνων αυτών των χωρών –εκείνης της περιόδου– το κάθε έργο. Οι άνωθεν του Ίστρου χώρες, με γηγενείς και Έλληνες κατοίκους, έγιναν «Ρωμανία μετά την Ρωμανία» το έτος 1860 και όχι όπως, ευφυώς μεν αδοκίμως δε, ο ιστορικός Νικολάε Γιόργκα έγραψε «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»!

  • Το 1699, ο Martin Szentivany (1633-1705), σε έργο του, δίνει σχεδόν όλες τις θεωρίες και απόψεις για τη γένεση των Βλάχων και των Βλαχιών, στα βόρεια και στα νότια του Δούναβη, και γράφει ακόμα για τους Μορλάκους της Δαλματίας, τους Βλάχους των ελληνικών χωρών, και τους Βλάχους της Βοσνίας, της Βουλγαρίας κ.λπ.

  • Το 1699, ο Giovanni Francesco Gemelli Careli (1651-1725), σε ταξιδιωτικό έργο του, γράφει για Βλαχία και Βλάχους (έκταση και πληθυσμό) εντός των ελληνικών χωρών.

  • Το 1703, το Χρονικό του Γαλαξειδίου, γράφει ότι το 981 ή το 996 οι Μπολγάροι πέρασαν από τα Σάλονα και το Γαλαξείδι και μπήκαν στην Ελλάδα και έφτασαν μέχρι τον Μωρέα, ότι το 1059 οι Μπολγάροι «εσκλαβώσασι ούλη την Ελλάδα που την ελέγασι Ρουμανία», ότι το 1204 οι Φράγκοι πήραν την ΚΠολη και τα Σάλονα, ενώ το 1571-1574 υπήρξε ξεσηκωμός στο Γαλαξείδι κατά των Οθωμανών, και προσέτρεξαν και οι Μωραΐτες.

  • Το 1710, το Topographia Magni Hungariae, μιλάει για Βούλγαρους, Ονογούνδουρους, Κουμάνους, Γέτες, Δάκες, Σαρμάτες, Σαυρομάτες, Γότθους, Οστρογότθους, Βησιγότθους, Μολδαβούς ή Μαυρόβλαχους, Μορλάκους ή Μοροβλάχους, Πατζινάκες, Βαστάρνες, Πευκίνους, Βλάχους, με εκτενή ανάλυση για την προέλευση του ονόματος Βλάχοι, και κάνει αναφορές σε Μολδαβία ή Μολδοβλαχία, στο Βλαχο-Βουλγαρικό Βασίλειο κ.λπ.

  • Την περίοδο 1601-1711, γράφει ο Nicolae Costin (1660-1712), στο Χρονικό του για Μολδαβία, Μολδαβούς, Μουντένιους και λοιπούς κατοίκους των «Ρουμανικών Χωρών» ότι έχουν καταγωγή από την Ιταλία, και ζουν σε χώρες που παλαιά ζούσαν Δάκες, Γέτες, Σάχοι, Μασσαγέτες, κι επειδή οι ξένοι ονόμαζαν την Ιταλία με το όνομα Βλαχίαvlah, vloh, valios, ulah»), δόθηκε αυτό το όνομα «Valahiia» σ’ αυτές τις χώρες.

  • Την περίοδο 1684-1715, ηγήτορες των Επαναστάσεων αυτής της περιόδου ήταν οι: Αγγελής Σουμίλας ή Βλάχος, Πάνος Μεϊντάνης, Μικρό Χορμόπουλο και άλλοι, οι οποίοι ήταν όλοι τους Αρμάνοι-Βλάχοι.

  • Το 1710-1717, ο Dimitrie Cantemir (1673/74-1723), στα Χρονικά του, ετών 1710 και 1717, γράφει ότι οι κάτοικοι των «Ρουμανικών Χωρών» (Μολδαβίας, Μουντένιας [Βλαχίας], Αρντεάλ) είναι απόγονοι των Ρωμαίων και δισεγγονοί των Ελλήνων και των Τρώων.

  • Το 1718, ο AntonMaria del Chiaro (1660/1680 – ;), στην Ιστορία του για την άνωθεν του Δουνάβεως Βλαχία, γράφει: «Chiamansi adunque in lingua loro Romuni, e la patria loro, cioe la Valachia, la chiamano Tzara Rumaneasca, la loro lingua; limba rumaneasca, ed infatti, se mai vi fosse chi dubitasse che la nazione valaca moderna traga la sua origine da Romani che vi si stabilirono per colonia, consideri attentamente il loro linguaggio e conoscera non esser altro la valaca favella senon una pura e mera corruttela del latino idioma». Δεν κάνει αναφορά σε Βλάχους έξω από τα όρια της συγκεκριμένης χώρας, της οποίας δίνει και τα γεωγραφικά όρια. Καταχωρίζει και ένα ενδιαφέρον λεξιλόγιο (σ. 219-221) με “βλαχικές” λέξεις.

  • Τον 17ο με 18ο αιώνα, ο Constantin Cantacuzino (1639-1716), υιοθετώντας τις απόψεις του Ιταλού ιστορικού Antonio Bonfini (1434-1503), διετύπωσε τις εξής απόψεις: α) ότι οι Βλάχοι (Valahii) προέκυψαν από τις λεγεώνες του Τραϊανού στη Δακία, και τις απάρτιζαν Ρωμαίοι/Ρωμάνοι και άλλοι· β) ότι από τη γερμανική λέξη Flac προήλθε η λ. βλάχος (vlahos)· γ) ή ότι η λ. βλάχος προήλθε μάλλον από την ελληνική λ. βάλλω, ήτοι τοξεύω και ρίχνω το βέλος, επειδή οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν τοξότες· δ) ή ότι η λ. βλάχοι (Vlahi) μπορεί να οφείλεται στο όνομα της κόρης του Διοκλητιανού που την ονόμαζαν Βλάχα (Vlaha), και την είχε νυμφευτεί κάποιος Ιωάννης, τότε ηγεμόνας της Δακίας· τα ανωτέρω κατά τον Antonio Bonfini· ε) ότι το όνομα Vlah, που γραικιστί ονομάζονται βλάχοι (vlahi) και μπλάχοι (blahi), θαρρεί πως κατοικούσαν ανέκαθεν στη Δακία, χώρα την οποία κατόπιν κατέλαβαν οι γότθοι· αυτό κατά τον Carion, που υποστήριζε ακόμα: στ) ότι το όνομα βλάχοι (valahi) το πρωτοπήραν οι Ρωμαίοι/Ρωμάνοι γαιοκτήμονες στα εδάφη της Δακίας, και που η γλώσσα τους ήταν η λατινική· ηγεμόνας όλων αυτών ήταν ο Flac, και ονομάστηκαν από τους Κωνσταντινοπολίτες Βλάχοι την περίοδο κατά την οποία έσμιξαν με τους γείτονές τους Σαρμάτες· από αυτούς προέκυψαν δυο κλάδοι και ο ένας μετανάστευσε ανατολικά και ο άλλος βόρεια, κι έτσι προέκυψε η Μολδαβία, και προς τη μεριά της Τρανσυλβανίας (ήτοι το Αρντεάλ) προέκυψε η Βλαχία· ο Martin Cromer (1512-1589), όμως, υποστήριξε: ζ) ότι στον καιρό του ονόμαζαν Ρωσία και Πολωνία τον χώρο όπου ζούσαν οι Σαρμάτες, την κάτω Μυσία την έλεγαν Βουλγαρία, την άνω Μυσία την έλεγαν Βοσνία και Σερβία· η) ή ότι από τη μίξη Ρωμαίων/Ρωμάνων και βαρβάρων –με γάμους– προέκυψαν οι βλάχοι (valahii) με νέα ανάμικτη γλώσσα ρωμανο-βαρβαρική ή λατινο-βαρβαρική, με πολλές λατινικές λέξεις και με ρωσικές σλοβενικές, και από τη γλώσσα αυτή πήραν λέξεις οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Βόσνιοι, οι Ρώσοι, οι Βοημοί, οι Κροάτες και άλλοι Σλάβοι, γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένα τα εκκλησιαστικά βιβλία των Μολδαβών και Βλάχων και των ομόγλωσσων γειτόνων τους· θ) ή ότι στη δυτική Δακία κατοικούσαν Ούγγροι, Σάξονες, Γερμανοί, Βλάχοι και άλλοι λαοί –στο λεγόμενο Αρντεάλ–, και γράφει ο Κρόμερ: «Από πότε οι Βλάχοι άρχισαν να ονομάζονται έτσι, εγώ ούτε το γνωρίζω ούτε το έχω ανακαλύψει.» Κι αναρωτιέται: «Πώς από τον ηγεμόνα Flac μπορεί να προέκυψε το όνομα Flachi και μετά οι βάρβαροι γείτονες να το μετέτρεψαν σε Vulasi και μετά σε Valahi;» Ο Laurentius Toppeltinus de Medias (1641-1670) γράφει: ι) ότι οι Βλάχοι ήταν μεταξύ των κατοίκων του Αρντεάλ, και λένε κάποιοι ανάμεσά τους ότι ονομάστηκαν έτσι από τον ηγεμόνα τους Flac, άποψη ειπωμένη από τον ποιητή Οβίδιο και από τον Enia Sulveu, με την ονομασία Flachi και με αντικατάσταση του F με V και του Κ (ch) με Η, οπότε έγινε Vlahi, όπως τους ονομάζουν τώρα. Άλλοι, όμως, ισχυρίζονται ότι το Vlahi προέκυψε από το Blahi, όπως τους έλεγαν στα χρόνια του Αλέξιου Κομνηνού. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι λεγόμενοι σήμερα «Ρουμάνοι» ήταν Γραικοί και Λατίνοι, ονομαζόμενοι Βλάχοι (Vlahi) και Βολάχοι (Volahi). Ορισμένοι ισχυρίζονται: ια) ότι οι νυν λεγόμενοι «Ρουμάνοι» είναι μόνο απόγονοι των Δακών, ουδεμία σχέση έχοντες με τους Ρωμαίους/Ρωμάνους που ο Τραϊανός άφησε στη Δακία, οι οποίοι κατήλθαν στη Μυσία και στη Θράκη και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, της Μακεδονίας, του Πόντου και σε άλλες περιοχές. Ο Τοπελτίν αφηγείται ότι κάποιος Ioann Zamoski (1542-1605) ισχυρίζεται: ιβ) ότι οι Βλάχοι (οι νυν λεγόμενοι Ρουμάνοι) δεν μπορούν να θεωρηθούν απομεινάρια των Ρωμαίων/Ρωμάνων του Τραϊανού στη Δακία, και ότι οι Δάκες πήραν πρώτα τη λατινική γλώσσα των Ρωμαίων/Ρωμάνων και κατόπιν άρχισαν να ισχυρίζονται ότι ήταν δική τους προγονική γλώσσα, που την κληρονόμησαν! Και όπως δεν ήταν Ρωμαίο/Ρωμάνοι οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και άλλοι, το ίδιο δεν είναι Ρωμαίοι/Ρωμάνοι και οι Βλάχοι της Δακίας. Λέει ακόμα ο Τολπίν: ιγ) ότι αν ρωτήσεις έναν Βλάχο (Valah): Τι είσαι; Αυτός απαντάει: Rumân, δηλ. Roman (Ρωμαίος/Ρωμάνος), ώστε μόνο λίγο παραλλαγμένο: αντί Roman λέει Rumân, αλλά πρόκειται για την ίδια λέξη. Ο Laurentius λέει πως το ίδιο συμβαίνει και με τον Γραικό· τον ρωτάς: Τι είσαι; Αυτός απαντάει: Ρωμαίος (Ρωμιός), δηλ. Ρωμάνος· και υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ του Γραικός και του Ρωμαίος, δηλ. του Ρωμάνος· Όμως τούτοι οι Γραικοί του Βυζαντίου δεν είναι Ρωμαίοι αλλά Έλληνες, ιδίως αυτοί της Ελληνικής Χώρας, και από αυτούς έλκουν την καταγωγή τους. – Ο Κωνσταντί-νος Καντακουζηνός πλέκει εγκώμιο στους Έλληνες και στην ελληνική γλώσσα, επανέρχεται στους Βλάχους και λέει ότι είναι απομεινάρια των αποίκων του Τραϊανού στη Δακία, ότι χρωστούν το όνομά τους Valahi στον ηγεμόνα Flac ή στην κόρη του Διοκλητιανού Vlaha, ή ενδεχομένως στην γαλλική λ. Valahos, όπως ονομάζουν οι Γάλλοι τους Ιταλούς, και μέρος αυτών επί Γαλιηνού (271 μ.Χ.) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, όταν θέλησε να πολεμήσει και να εκδιώξει τους Γότθους από τη Δακία. Σήμερα όλοι αυτοί ονομάζονται στην Ελλάδα Κουτσόβλαχοι (Cotsovlahi) από τους γείτονές τους, με γλώσσα όμοια με αυτή των Βλάχων της Δακίας, αλλά με περισσότερες γραικικές και τουρκικές λέξεις, και κατοικούν σε χώρο εκτεινόμενο από τα Γιάννινα έως το Ελμπασάν, στα χωριά. Όταν ρωτήσεις κάποιον: Τι είσαι; Αυτός απαντάει: Βλάχος, δηλ. Ρουμάνος [!;], οι δε τόποι στους οποίους κατοικούν ονομάζονται Βλαχία (Vlahia).

  • Τον 17ο με 18ο αιώνα, ο Eduardo Brown (1644-1708), που ταξίδεψε στις ελληνικές χώρες, επισκέφθηκε και τη Θεσσαλία, την οποία αναφέρει ως Wallachia.

  • Τον 17ο με 18ο αιώνα, ο Gheorghe Brancovici (1645-1711), στο Χρονικό του γράφει για τους Κύριλλο και Μεθόδιο και το αλφάβητό τους, για τους Βούλγαρους και την ορθοδοξία τους, την ελληνίδα μάνα του Ουνιάδη και την ελληνίδα μάνα του Vasilie Ivanovici – τη Σοφία-Ζωή (1455-1503), κόρη του Θωμά Παλαιολόγου, αδελφού του Κωνστανίνου Παλαιολόγου, και μητέρα του Ιβάν του Τρομερού. Οι όροι «Βλαχία» και «Βλάχος/Βλάχοι» δεν υπάρχου στο Χρονικό του.

  • Το 1728, ο Επίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μήτρου (1661-1714), στην περίφημη Γεωγραφία του, έκδοσης 1728, γράφει: α) ότι τη Δακία την απάρτιζαν η Μολδαυΐα, η Βλαχία, η Τρανσυλβανία και μέρος της Ουγγαρίας· β) ότι οι Δάκες ονομάζονταν Δάκοι, Δάοι, Δαύλοι, λέξη από την οποία προέκυψε για τους αρχαίους Αθηναίους το όνομα Δούλος· γ) ότι οι βασιλείς των Δακών ονομάζονταν Πατζινάκες/Πατζινάκοι· δ) ότι οι Δάκες κατοικούσαν δυτικά και οι Γέτες ανατολικά· ε) ότι ο Αυρηλιανός μετατόπισε Γέτες στη Μοισία· στ) ότι οι Σαρμάτες ονομάζονταν Σαυρομάτες· ζ) ότι η Δακία χωρίστηκε σε Δακία Ριπενσία, Δακία Αλπεστρία και Δακία Μεσόγειο· η) ότι η Ριπενσία Δακία ονομάστηκε μετά Παννοδακία (και είναι το Ερδέλ/Αρντεάλ συν μέρος της Ουγγαρίας συν μέρος της Βλαχίας)· θ) ότι η Αλπεστρία Δακία περιείχε τη Βλαχία (του 1700) συν μέρος της Μολδαυΐας· ι) ότι η Μεσόγειος Δακία ονομαζόταν και Γεπιδία και περιείχε την Ουγγρική Τρανσυλβανία και τμήματα της Μολδαυΐας και της Βλαχίας· ια) ότι πολλάκις η Μολδαυΐα και η Βλαχία ονομάζονταν Ανωτέρα Βλαχία και Κατωτέρα Βλαχία ή Μείζων Βλαχία και Ελάσσων Βλαχία· ιβ) ότι η Μολδαυΐα ονομαζόταν και Μαυροβλαχία, και Καραμπογδανία, και η λ. μπογδάν = σίτος· ιγ) ότι η Κατωτέρα Βλαχία ονομαζόταν και Ουγγροβλαχία, αλλά τελικά επικράτησε το Βλαχία, το πάλαι Ουαλαχία και Βαλαχία, κι ότι Βλαχία υπήρχε και κάποια πόλη της Αφρικής· ιδ) ότι τη Βλαχία οι Εντόπιοι την ονόμαζαν Βολόσκα Ζέμλε (= Βλαχία Γη), το δε έθνος εκαλείτο Βολόχυ· ιε) ότι ο ηγεμών ονομαζόταν από τους Ρωμαίους (ήτοι τους «Βυζαντινούς») δούκας, από τους Σαρμάτες βοεβόδας, και από τους Σλαυόνους γοσποδάρ· ιστ) ότι την Ουγγαρία την ονόμαζαν οι Εντόπιοι Μαγιάρ (Μαντζιάρ)· ιζ) ότι οι Παννόνιοι ήταν έθνος Κελτικόν αλλά δεν ήταν Παίονες, «διότι Παίονες είναι οι Βούλγαροι»· ιη) ότι οι Ούγγροι είναι Ούννοι και ονομάζονταν Αυάροι (Άβαροι), κι έγιναν χριστιανοί περί το έτος 1000 μ.Χ.· ιθ) ότι η Ιταλία ονομαζόταν από τους Πολωνούς Βόλσκα Ζέμλα (= Βλαχία Γη) = Βλαχία· κ) ότι την Ιταλία την αποίκισαν Έλληνες, και δη Περραιβοί, οι οποίοι μετέβαλαν των Ιταλών «και την Διάλεκτον και την Δίαιταν, και τα ήθη», θέτοντας σε αυτούς Νόμους και διδάσκοντάς τους «να γεωργούσι την Γην, και να πολιτεύονται»· κα) ότι από τους Κιτίους κατάγονται Ρωμαίοι και Λατίνοι – και ότι (ο Σουΐδας γράφει πως) ο γιος του Ηρακλή Τήλεφος που ονομάστηκε Λατίνος «μετωνόμασε τους πάλαι Κιτίους, λεγομένους νυν Λατίνους»· κβ) ότι τα Ιταλικά άρχισαν να μιλιούνται από τους Ιταλούς κατά την εποχή που βασιλιάς των Γότθων ήταν ο Θοδωρίκος (454-526 μ.Χ.), μιμούμενοι τους Ρωμαίους/Ρωμάνους στη γλώσσα, στην ενδυμασία, στον τρόπο ζωής, δηλαδή «ανεφύη η μιξοβάρβαρος Ιταλική διάλεκτος εν έτει από Χριστού 493· επί Ζήνωνος (425-491) Αυτοκράτορος των Ρωμαίων, διότι πρότερον εκαλείτο εις την Ιταλίαν καθαρώς η Λατινική Φωνή, και η Ελληνική μάλιστα εις τα παλάτια των Αυτοκρατόρων της Ρώμης»· κγ) ότι οι Αλβανοί ή Αρβανίτες δεν είναι του γένους των Ιλλυριών ούτε των εν Ασία Αλβανών, αλλά Κελτικού γένους, ερχόμενοι από την Ιαπυγία της Ιταλίας στο Δυρράχιο, «κακείθεν διεσπάρησαν»· κδ) ότι «Ανόβλαχα» [Ανωβλαχία] είναι η περιοχή της Δολοπίας σε Ήπειρο και Θεσσαλία· κε) ότ η Θεσσαλική πόλη Δημητριάδα ονομαζόταν και Σικυών· κστ) ότι οι Βλάχοι κατήλθαν από τη Δακία –την και μεγάλη Βλαχία λεγόμενη– και κατοίκησαν στην Πίνδο και στον Ταΰγετο της Πελοποννήσου· κζ) ότι στην Ήπειρο, μετά από ερήμωσή της, κατοίκησαν Γότθοι και Γαλλογραικοί· κη) ότι η Σικυών ονομαζόταν και Τελχινία, και ότι Τελχίν λέγεται ο κακός άνθρωπος, και ότι οι Σικυώνιοι συνέτρεξαν με τους Ρωμαίους στον Αχαϊκό πόλεμο, και ότι κάποιος από τους Τελχίνες είχε το όνομα Έρμενος· [αυτό το Έρμενος εύκολα θα μπορούσε να γίνει Αρμάνος!]· κθ) ότι οι Παίονες ήταν έθνος Μακεδονίας· λ) ότι οι Δασσαρήτες ήταν έθνος της Μακεδονίας· λα) ότι τα Σαρματικά έθνη ήταν οι Αλανοί Σκύθες, οι Ιαξάρται, οι Οργασοί και οι Σάκαι – ήτοι οι Σκύθες τους οποίους «οι παλαιοί Αριμενίους εκάλουν». [Πληροφορίες οι οποίες είναι άξιες μεγάλης προσοχής.]

  • Τον 17ο με 18ο αιώνα, ο Αναστάσιος Γόρδιος (1645-1729), που ήταν «ποιμένος τινός εκ των καλουμένων Βλάχων υιός», γράφει ότι υπήρχε στα Άγραφα «πηγή τις ενταύθα εκδίδωσι καθαρού και ηδίστου νάματος, Φοντάνα υπό των εγχωρίων καλουμένη, και πολλήν κεκτημένη την φήμην», με επίγραμμα στο στόμιό της «Φοντάνα κικλήσκουσί με νυν εγχώριοι άνδρες / φωνή τη λατίνων, ουκ Αχαΐδι, φίλε». Δηλαδή, κατά τον 17ο και 18ο αι., στα Άγραφα και στην Ευρυτανία υπάρχουν Βλάχοι ποιμένες και οι εγχώριοι – οι ντόπιοι μιλούν «φωνή τη λατίνων» και ονομάζουν την πηγή με υγιεινό νερό «Φοντάνα», όπως έως σήμερα ονομάζουν οι Βλάχοι την πηγή! Για πάνω από τον Δούναβη γίνεται αναφορά στις χώρες Ουγγροβλαχία και Μολδοβλαχία, ενώ στα Άγραφα ζούσαν Βλάχοι που μιλούσαν βλάχικα! [Τώρα που δεν μιλάνε βλάχικα, δηλώνουν ό,τι θέλουν!…]

  • Το 1737, Έγγραφο σλαβόγλωσσο, τονίζει ότι οι «Βλάχοι οπλαρχηγοί της Stari Vlah πρωταγωνιστούν σε εξέγερση κατά των Οθωμανών». Stari Vlah σημαίνει «Παλαιά Βλαχία»!

  • Το 1740, σε Ευχολόγιον Μικρόν της Μονής Βατοπαιδίου, γίνεται αναφορά στους Παλαιολόγους και στον Νεάγκου βόδα της Βλαχίας, όπως και για Βλαχία κατά το 1526.

  • Για την περίοδο 1700-1744, υπάρχουν Πατριαρχικές Επιστολές, με παραλήπτες ιεράρχες της Ουγγροβλαχίας, Μολδαβίας κ.λπ., από τις οποίες συνάγεται ότι έως τις αρχές του 19ου αιώνα, οι άνωθεν του Ίστρου χώρες ήταν η Ουγγροβλαχία, η Μολδοβία, που λεγόταν και Μολδαβία, και η Βλαχία, και δειλά δειλά έκανε την εμφάνιση και ο ιστορικός όρος Δακία!

  • Το 1767, ο Ιωάννης Στάνου ο εξ Ιωαννίνων, γράφει ότι «Προσέτι οι Σκύθαι εισέβησαν εις Ιταλίαν, και ήτον ένα πλήθος σχεδόν άπειρον, και κατέτρεξαν Μακεδονίαν, την Θεσσαλίαν, και την Ελλάδα», ότι «των Αιρούλων, οπού είναι Σκυθικόν και Γοτθικόν γένος», ότι επί αυτοκράτορος Ρώμης Γαλληϊνού [218-268 μ.Χ.] «Αυρήολας δε τις οπού ήτον από την χώραν Γέττης, ήτις επωνομάσθη έπειτα Δακία, από γένος άσημον και ευτελές (διότι πρότερον ήτον βοσκός) θέλωντας η τύχη να τον υψώση μεγάλως […]», ότι «Ο Μαξιμίνος [270 Δακία – 313 μ.Χ.] έλαβε διά συγκοινωνόν της Βασιλείας του τον Λυκίνιον [250 Felix Romuliana, νυν Γκάμζιγκραντ Σερβίας – 325 μ.Χ], ο οποίος εκατάγετο από την Βλαχίαν, και ήτον Γαμβρός εις την αδελφήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και κάμνωντάς τον κοινωνόν της Βασιλείας τον άφηκεν εις το Ιλλυρικόν διά να βοηθήση τους Θράκας». Δηλαδή λέει ότι υπήρχε Βλαχία και στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου!

  • Το 1770, ο Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης (1713-1784), με την έκδοση του έργου του «Πρωτοπειρία…», φημισμένο έργο, ουσιαστικά γράφει ένα τρίγλωσσο Λεξικό (Ρωμαϊκά, Βλαχικά, Αλβανικά), και πιστοποιεί ότι η βλάχικη γλώσσα υπάρχει και μπορεί να γραφτεί και με το ελληνικό αλφάβητο.

  • Το 1776, ο Richard Chandler (1731-1810) γράφει για την Wallachia την άνωθεν του Ίστρου και για τους ποιμένες στην Αττικοβοιωτία, που τους θεωρεί Αλβανούς, «to Vlachi a village of Albanians», ενώ πρόκειται για Αρβανιτόβλαχους. Η αναφορά σε «Αρβανιτόβλαχους» της Αττικοβοιωτίας είναι σαφής. Η αναγραφή Walachia, για την χώρα άνωθεν του Ίστρου και Vlachi, για τους Ελλαδίτες Βλάχους έχει τη σημασία της.

  • Το 1779, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725/1730-1800), εκ του επωνύμου του Αρμάνος – Βλάχος ή Ελλαδικός Βλάχος, και δη Μοσχοπολίτης. Ας μελετήσει ο αναγνώστης το λαμπρό έργο του «Περί Παίδων Αγωγής» (1779).

  • Τον 18ο αιώνα, ο Μοσχοπολίτης Δημήτριος Προκοπίου (18ος αι.), έγραψε στην των «Γραικών» διάλεκτον» και για τις άνω του Ίστρου χώρες Μολδαβία και Ουγγροβλαχία, και αναφέρει στους «Γραικούς λογίους» και πέντε σπουδαίους Βλάχους: Γεράσιμος ο Βλάχος, Κρης· Ιωάννης Κωττούνιος εκ Βερροίας· Διονύσιος Μάντουκας ο Μοσχοπολίτης· Ιωάννης Χαλκεύς ο Μοσχοπολίτης· Μητροφάνης Γρηγοράς «ο Δωδωναίος» (τέκνο του Βλαχολίβαδου Ολύμπου). Πληροφορεί δε ότι οι Δάκες πριν το 347 ήταν εκχριστιανισμένοι και μητρόπολή τους ήταν η Σάρδη (Σαρδική, νυν Σόφια Βουλγαρίας), όπου έγινε η σύγκληση Συνόδου το 347, στην οποία συμμετείχαν και επίσκοποι με το όνομα «Βαλάχος/ Βλάχος».

  • Τον 18ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Καισάριος Δαπόντες (1713-1784), στην ποιητική Γεωγραφία του αναφέρει τις άνωθεν του Δουνάβεως χώρες: Βλαχία, Μολδαβία, Μπογδανία, Ουγγροβλαχία, Βλαχομπογδανία, Μολδοβία, Μπογδανοβλαχία, και τους Μολδοβολάκους κ.λπ. Χρήσιμες είναι οι εθνολογικού περιεχομένου παρατηρήσεις του και οι αναφορές του περί «αλβανίτης Μιχάλμπεης», για τον Μιχαήλ Γενναίο.

  • Το 1791, οι Πηλιορείτες Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, στη Γεωγραφία Νεωτερική, εγκωμιάζουν τη Μοσχόπολη και τους Ελλαδικούς Βλάχους, και παρατηρούν: α) ότι «Η Ελλάδα το παλαιόν ωνομάζονταν Πελασγία και οι Έλληνες, Πελασγοί. Η Πελασγία εκτείνουνταν από ταις όχθαις του Δουνάβεως έως εις την Πελοπόννησο. Οι Πελασγοί ήλθαν εδώ καθώς συμπεραίνουν οι αρχαιολόγοι από την Κελτικήν, ή από το βόρειο μέρος»· β) ότι «Γλώσσαις [εις την Ελλάδα] κοντά εις την εντόπια [τη Ρωμέϊκη] είναι η Τούρκικη. Εις την Μακεδονία οι Αρβανίται έχουν μια ξεχωριστή γλώσσα· ακόμι και εις μερικά της μέρη είναι και η Βλάχικη. Εις τα βόρεια της Μακεδονίας και Θράκης είναι και πολλοί Βούλγαροι»· γ) ότι [η Μακρινίτζα] «…έχει και πολύν τόπο αγεώργητο διά ζώα, εις τον οποίον έρχονται από την άνω Θετταλία και Μακεδονία και ξεχειμάζουν τα ζώα τους».

  • Το 1794, ο John Sibthorp (1758-1790) γράφει για «tribe of Nomads drive their flocks from the mountains of Thessaly into the plains of Attica and Boeotia», τους οποίους οι ξένοι περιηγητές εκλαμβάνουν για Αλβανούς, αλλά όπως ρητά λέγεται από τον George Wheler, ήδη το 1682: «Ulachi; which is the Name the Albaneses call themselves by, in their own Language». Γράφει και για την καλλιέργεια των χωραφιών με «Vlaccostari», ήτοι «Βλαχοστάρι», ενώ τώρα στη Γραικία αρκούνται στο γνωστό «γάλα Βλάχας»!

  • Το 1797, ο Κωνσταντίνος Ουκούτα Μοσχοπολίτης εξέδωσε το έργο: «Νέα Παιδαγωγία ήτοι Αλφαβητάριον εύκολον του μαθείν τα νέα παιδία τα ρωμανο-βλάχικα γράμματα εις κοινήν χρήσιν των Ρωμανο-Βλάχων…», γραμμένο με το ελληνικό αλφάβητο εξ ολοκλήρου στην αρμάνικη – βλάχικη γλώσσα.

  • Το 1798, ο Αλέξανδρος Καλφόγλου (1725-1797), γράφει για τη ζωή στις άνωθεν του Ίστρου χώρες «Βλαχιά» και «Μόλντοβα», και κάνει για τους εκεί Γραικούς καυστικές αναφορές για τις συμπεριφορές τους και μάλλον δείχνει ότι δεν τους υπολείπτεται.

  • Το 1798, ο Σχολιαστής του Θουκυδίδη αποσαφηνίζει ότι «Δολοπία, η νυν καλουμένη Ανόβλαχα. εξ ανατολών γαρ αυτής ο Πηνειός ποταμός, εκ δε νότου ο Αχελώος ούτος ποταμός ρει».

  • Τον 18ο αιώνα, ο Ρήγας Βελεστινλής (1762-1798), εντάσσει την άνωθεν του Ίστρου χώρα «Βλαχομπογδανία» στις ελληνικές χώρες, γι’ αυτό και την περιέχει η «ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ», της Ελληνικής Δημοκρατίας, που οραματίζεται ο βάρδος της ελευθερίας και της βαλκανικής ιδέας, ως οικουμενικός επαναστάτης και πολίτης.

  • Το 1800, ο Josepho Carolo Eder (1760-1780) γράφει: α) ότι από το όνομα Flacco προέκυψε η Flaccia, που κατόπιν έγινε Valachia, και μετά το Valachos, για χώρα και πληθυσμό άνωθεν του Δουνάβεως, που έκανε χρήση της λατινικής γλώσσας· β) ότι οι Βλάχοι κατοικούσαν δίπλα στον ποταμό Volga (Βόλγα), από τον οποίο προέκυψε ο όρος Valachus, που με τροπές εξελίχτηκε σε Volgae à Valachis και Wolojaskie à Woloschskie· γ) ότι οι Σλάβοι έκαναν το Valachus, όνομα που συναντιέται και ως Valassi, Valachi, Vlachowitz, Blacis, και είναι πληθυσμός SclavinoRumunnensem. Θυμίζουμε και τη σχέση Σκλαβήνων/Σκλαβηνών/Σκλαβίνων και Βλάχων!

  • Το 1801, ο Edward Daniel Clarke (1769-1821), σε πολύτομο ταξιδιωτικό έργο, κάνει αναφορά σε «Αλβανούς ποιμένες» των ελληνικών χωρών, ήτοι σε «Αρβανιτόβλαχους» ποιμένες τους οποίους οι περιηγητές εκλάμβαναν γι’ Αλβανούς, όπως ρητά το επισήμανε ο George Wheler, το 1682: «Ulachi; which is the Name the Albaneses call themselves by, in their own Language»!

  • Το 1801, ο Joseph Dacre Carlyle (1759-1804), σε ταξιδιωτικό έργο του, γράφει για «Wallachian Greeks», ήτοι «Βλαχο-Γραικούς», η πιο απλά για Γραικοβλάχους της εν Ελλάδι Βλάχίας!

  • Το 1802, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης (1754-1825), επάνέκδωσε το γνωστό Τετράγλωσσο Λεξικό (απλής Ρωμαϊκής, εν Μοισία Βλαχικής, Βουλγαρικής και Αλβανιτικής), με τίτλο «Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής…». Διευκρινίζει ότι «το παρόν τετράγλωσσον Λεξικόν συνετέθη μόνον και μόνον διά να συνηθίσουν οι των Μοισιοδάκων παίδες την Ρωμαίων γλώσσαν, αφ’ ου γυμνασθούν δι’ αυτού διακεκριμένως την κάθε λέξιν». [Η α’ έκδοση είναι του 1772.]

  • Το 1803 (και το 1815, και το 1860), ο Χριστόφορος Περραιβός (1773-1863), γράφει ότι οι Σουλιώτες ήταν Βλάχοι, ότι στα Ζαγόρια οι κάτοικοι εγκατέλειψαν και έπαυσαν να μιλούν την αρμάνικη – βλάχικη γλώσσα, (λόγω Κοσμά Αιτωλού), ότι οι Καραγκούνηδες κατοικούσαν στα χωριά το Κάτω Ολύμπου και στα στη ΝΔ Όσσα (Κίσσαβο). «Μανθάνω δε παρά του φίλου μου Κ. Ασωπίου ότι και άλλον καλόν χρεωστείται εις τον άγιον τούτον άνδρα [Κοσμά τον Αιτωλόν]· ουκ ολίγα δηλ. του Ζαγορίου χωρία, τούτου προτροπή και διδασκαλία, αφήσαντα την μέχρι τότε λαλουμένην βλαχικήν γλώσσαν, έλαβον κατά μικρόν την ελληνικήν, την οποίαν μέχρι της σήμερον έχουσι. Τούτο είναι γενική εν Ηπείρω παράδοσις».

  • Το 1806, ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (1723-;!) στο έργο του «Ιστορία της Βλαχίας, Πολιτική και Γεωγραφική, από της αρχαιοτάτης αυτής κατάστάσεως έως του 1774 έτους…», γράφει μεταξύ άλλων: α) ότι «οι Γότθοι μόνοι κατέλαβον τον τόπον παρά Τραϊανού· ήσαν δε οι Γότθοι έν και ταυτό μετά των Δακών και Γέτθων, σκύθαι άπαντες· έχουσι δε το γε νυν κατά το Κρίμι χριστιανεύοντες και Γότθον μητροπολίτην. Όσον δε διά την διάλεκτον αυτών εκ των Ρωμαϊκών αποικιών φαίνεται, ότι είναι σύγκραμα μετά των Δακών, και εκ της αμοιβαίας αυτών συγγενείας, και κατάχρησις της Ρωμαϊκής διεφθαρμένης, σμίγουσα και φωνάς Ρωσσικάς τε και Σλαβονικάς»· β) ότι «οι Ρωμάνοι προσέμιξαν την γλώτταν αυτών με την δεσπόζουσαν την Σλαβωνικήν, εξ ης παρέλαβον και των γραμμάτων τα στοιχεία· αμέλειται τα εκκλησιαστικά πάντα ήσαν Σλαβωνικά»· γ) ότι «το Βλαχ εξέρχεται ίσως παρά του Φλακ, του χρηματίσαντος ηγεμόνος αυτών. Και πρώτον μεν ήσαν λεγόμενοι Φλάκοι, έπειτα δε εναλλαγή Βλάκοι, ή Βαλάκοι. […] τους Ρωμάνους Βλαχ καλείσθαι παρά Φλακ του βοεβόδα αυτών. Άλλοι των ιστορούντων το όνομα τούτο είναι παρά Μπλαχ βεβαιούσι. Και επί βασιλείας Αλεξίου Κομνηνού εκλήθησαν Βλάχοι, και έμειναν ούτω λεγόμενοι. Οι Γραικοί και Λατίνοι Βλάχους και Βαλάχους προσαγορεύουσιν. […] εάν τις των Βλαχών ερωτήση, συ τις ει, αποκριθείη αν Ρουμούνος, ήτοι Ρωμάνος. Αποκριθείς τις Βαλάχος λεγόμενος Ρωμάνος, δήλον γίνεται ότι Ρωμαίος εστί. […] οι Βλάχοι ή Ρουμάνοι εκπηγάζουσι παρά των Ρωμαϊκών εκείνων αποικιών, καταγόμενοι εκ του περιλελειμμένου των εν ταύτη τη τζάρα συνεισαχθέντων υπό Ουλβίου Τραϊανού αυτοκράτορος· παρηλλάχθη δε η φωνή Βαλάχ, ήτοι παρά του βοεβόδα Φλαχ, ή κατά την Γαλλικήν διάλεκτον, καθ’ ην προσαγορεύονται οι Ιταλοί Βαλάχοι»· δ) ότι «εν έτει 1738 ο Μαρτίνος Μαϊντζούλος λέγει ότι υπ’ ονόματι των Βουλγάρων συμπεριλαμβάνονται οί τε Βλάχοι, και οι Μολδοβάνοι. Ομολογείται παρά πάντων ότι το τε όνομα και ο λαός είναι εκ του ποταμού Βόλγα, ως εκείθεν καταγόμενοι, και παρά Βουλγάρων παρελέχθησαν Σλάβοι, ήτοι Σέρβοι (όπερ κατά το δοκούν τω Ιστορικώ λέγεται). Το δε αληθέστερον λέγεται είναι, καθ’ ο καλούνται παρά των άλλων γλωσσών Μπλαχ, Μπλοχ, Βλαχ, Βλοχ, γερμανιστί Βέλσεν, όπερ μεθερμηνεύεται Ιταλός. Εκ τούτου του ονόματος λέγεται προέρχεσθαι και το των Βουλγάρων, ήτοι από Βλαχ, ή Μπλοχ, Βούλγαρις. Και διά την ταυτότητα του γένους των εγκατοίκων Ρουμάνων εκαλέσθησαν και οι Ρωμάνοι Βλάχοι. Οι συγγραφείς της Βυζαντίδος ονομάζουσι τα τρία αυτά γένη, τους Ρουμάνους, Βουλγάρους, και Μολδοβάνους Βλάχους. Συμφωνούντες άπαντες εις την ονομασίαν Βλαχ, Βλοχ, Μπλαχ, Μπλοχ, και Βέλσεν, την σημαίνουσαν Ιταλόν, ήτοι Ρωμάνον, καθώς ονομάζονται παρά πάσι τοις άλλοις. Διαμαρτυρείται δε και παρά της Ρουμάνας φωνής, καθ’ ην λέγονται Ρουμούνοι, ή Ρωμάνοι· ή τε γλώσσα αυτών φέρει φανεράν απόδειξιν διά την χρήσιν της Λατινίδος φωνής, και τοι διεφθαρμένης, και βεβαρβαρωμένης. Ει και εν αρχή του από Χριστού 600 αιώνος επέρασαν τον Δούναβιν τινές εξ αυτών υπ’ ονόματι Βουλγάρων, όμως αεί Βλάχους, ήτοι Ιταλούς, οι Γραικοί καλούσιν αυτούς, και τους περιλειπομένους κατοίκους μεταξύ Αρδελίου, Λεχίας, και Μαύρης θαλάσσης, οι οποίοι καθιστάντες εν πάση τη της Βλαχίας χώρα, και Μολδαυίας, ωνομάσθησαν διά του Βλαχ, Βλοχ, Μπλαχ, Μπλοχ, τουτέστι δι’ Ιταλοί. Μετά δε χρόνον ου μικρόν οι κατοικούντες επί τον ποταμόν Μολδόβας εις την γειτονίαν των Λέχων, εκλήθησαν Μολδοβάνοι, και η χώρα αυτών Μολδαυία»· ε) ότι κατά τον Γερμανό Μπύσσιγγ, «Υπό του ονόματος της Βλαχίας γενικώς εκλαμβανομένης περιλαμβάνεται το μέρος της παλαιάς Δακίας και Κουμανίας, ήτοι το μέρος της γης, το οποίον περιέχεται από την Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Ουγγαρίαν, Τρανσιλβανίαν (Αρδέλι), μικράν Ρωσσίαν, και από την Ταταρίαν, εν ω συλλαμβάνεται και η Μολδαυία· παρωνομάσθη δε Βλαχία παρά των εγκατοίκων Βλάχων, οίτινες Ρουμούνους εαυτούς προσαγορεύουσιν, Εφλάκ ή Ιφλάκ παρά των Τούρκων καλούμενοι. Οι Βλάχοι είναι αδελφοί των πέραν του Δουνάβεως κατοικούντων, ήτοι απόγονοι των παλαιών Θρακών, οι οποίοι υπό το όνομα Γέται και Δάκες, και υπό τους ηγεμόνας αυτών Δρομιχαίτην, Βαιρεβίσταν, Κοτισώντα, και Δεκέβαλον έκαμον μεγάλα και ένδοξα κατορθώματα. Ότε δε υπετάχθησαν τοις Ρωμαίοις, έλαβον την γλώσσαν, και τα ήθη αυτών, και πολιτογραφέντες υπό του Καρακάλλα, ωνομάσθησαν Ρωμαίοι, νυν δε Ρουμούνοι. Βεβαίωσις δε της προτέρας αυτών ενώσεως μετά των Ρωμαίων, και απόδειξις εστί τα καθ’ ομοίωσιν των Ρωμαίων συνειθισμένα αυτοίς έθη εν τω τρώγειν, και ενδύεσθαι, και μεγάλη κλίσις προς τε την διάλεκτον, και προς τα εργόχειρα τα παρά των Ιταλών. Ασυμφωνούντες εισίν οι Ιστορικοί περί της των Βλάχων, και Μολδοβάνων γλώττης. Οι λέγοντες μεν παρά της Λατινικής αυτήν προαχθήναι, φέρουσι προς μαρτυρίαν τας εν Δακία κατοικούσας αποικίας των Ρωμαίων, και το καλείσθαι τους Βλάχους και Μολδοβάνους αεί Ρωμάνους, ουδέποτε δε Ιταλούς, και τας Λατινικάς πολυλεξίας παρομοιαζούσας ταις Βλαχικαίς, και διαφερούσας ταις Ιταλικαίς.»· στ) ότι «Περί την λέξιν Βαλάχ ή Βλαχ ουδ’ όλως συμφωνούσιν οι Ιστορικοί, πόθεν πηγάζει. Οι πλείστοι τούτων αυτήν Σλαβωνικήν θέλουσι φωνήν· ωνόμαζον γαρ τα Σλαβωνικά έθνη, ήτοι οι Βούλγαροι, Σέρβοι, Κροάται, κτ. τους Ρωμαίους, Λατίνους, και Ιταλούς Βλάχους. Εντεύθεν προήλθε μετά ταύτα valachos λατινιστί, και Wallach Βαλάχ γερμανιστί καλείσθαι, ον τρόπον και οι γειτνιάζοντες Ούγγροι και έως της σήμερον Φλαχ καλούσι ταύτας τας τρεις γενεάς»· ζ) ότι «Οι Ιστοριογράφοι της Βυζαντίδος διαφωνούσι περί των Βλάχων, ους Μπλάχους ονομάζουσιν, ων ο μεν Ιωάννης ο Κίνναμος Ρωμαϊκήν αυτούς αποικίαν θέλει, ο δε Νικηφόρος ο Γρηγοράς διακρίνει αυτούς των Βουλγάρων, ο δε Νικήτας ο Χωνιάτης θέλει αυτούς απογόνους των Βουλγάρων, ο δε Άννας ο Κομνηνάς θέλει τους Βουλγάρους κοινώς Μπλάχους ονομάζεσθαι. Ταύτα δε τα ονόματα Βούλγαροι και Μπλάχοι εδίδοντο απλώς πάσι τοις εγκατοίκοις της Μυσίας, ήτοι τοις μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως, άνευ της των γενών διακρίσεως. Πάντα ταύτα δεν εξηγούσι μεν το όνομα Μπλαχ ή Βλαχ, αποδεικνύουσι δε ότι οι Βλάχοι και Βούλγαροι ήσαν οι αυτοί. Επί των ημερών της βασιλείας Αλεξίου του Κομνηνού, αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως, και επί της καθόδου των Βουλγάρων, και εις καιρόν των δυνάμεων των Χούννων, ιστορούσιν οι Βυζαντιστοριογράφοι, ότι εξήλθεν ούτος ο λαός υπό τω ονόματι Βλάχοι, ο λεχθείς ποτέ μεν Μπλάχοι, ποτέ δε Βούλγαροι. Μετέπειτα ωνομάσθησαν Μοίσιοι ή Μύσιοι. Τέλος πάντων διωχθέντες παρά των Τουρκών εκ του νοτίου μέρους του Δουνάβεως, φαίνονται προς το βόρειον υπό το όνομα Μπλάχοι, και Δάκες. Έτι γίνεται ανάμνησις και άλλου έθνους μεμιγμένου εκ Βλάχων και Ούγγρων, το οποίον προσαγορεύεται Παννόδακες, και Ουγγροβλάχοι»· η) ότι «Εις δύο αρχάς διαιρεί ο Χαλκοκόνδυλος την χώραν των Μπλάχων προς το βόρειον μέρος του Δουνάβεως, δηλαδή εις την Μαυροβλαχίαν, ήγουν Μολδαυίαν, και Ιστρίαν γην, ήτοι Βλαχίαν, αποκαλών τούτους τους Μπλάχους, και τους προς το νότιον μέρος του Δουνάβεως κατοικούντας Βουλγάρους έν και το αυτό έθνος. Και πάλιν αλλαχού λέγειν, ότι η διάλεκτος τούτων και η πολιτεία παρομοιάζει τη Ιταλική, όπερ δυνατόν αυτό προελθείν εκ της προσμίξεως των Ρωμαϊκών αποικιών μετά των Μπλάχων. Ο τε οι Βούλγαροι πιστεύσαντες περί τον έννατον αιώνα εβαπτίσθησαν, τότε εδέχθησαν και οι Βλάχοι το ανατολικόν βάπτισμα. Περί την αρχήν του δωδεκάτου αιώνος μεταναστάσα μία δυνατή αποικία Βλάχων υπό την διοίκησιν του Νέγρου, ή Νεγροβόδα εκ της Βουρτζίας, και άλλων εν Τρανσυλβανία τόπων υπέρ πίστεως αγώνος, και εκτάσεως γης, και διαπεράσασα τα όρη, οπού περιέχουσι την Βουρτζίαν κατά μεσημβρίαν, κατώκησεν εν τη τωρινή Βλαχία, και έκτισε τας πόλεις Τιργόβιστον, Βουκουρέστιον, Κήμπου λούγγου Πιτέστι, και άγιον Γεώργιον, και εξελέξατο εαυτή ηγεμόνα, ονομαζόμενον Βοεβόδαν. Παραθέτει περί της πέρα του Ώλτου Βλαχίας κληθήναι Μπανάτον, ή Κομητάτον Σεβερήνου, όπου ανήκουσιν η από του Σευήρου ονομασθείσα Σεβερίνι ή Στζερένι· Τζερνιγράδ ήτοι μαυρόκαστρον […]· το πλησίον ευρισκόμενον Τζερνέτζι, και το Τζιλέϊ ή Σελέγιουλ, όπου ορώνται ερείπια μιας γεφύρας, τα οποία νομίζονται παρά τινων η του Τραϊανού γέφυρα, παρά τη οποία άρχεται δρόμος τις πέτρινος, όστις εκτείνεται διά του χείλους του Ώλτου έως εις Ρίμνικον· η Όρσοβα, νυν δε Ρουσάβα, χαντάκι τι των Ρωμαίων, το οποίον ο πρίγγιψ Ευγένιος ασφαλώς ωχυρώσατο»· θ) ότι «Κλαύδιος καίσαρ μετά την των Γότθων νίκην, ήτοι Δακών, εις συμπλήρωσιν των εν ταύτη τη γη αποικισμών συνεισήγαγε και άλλους Ρωμαίους. Αυρηλιανός ο αυτοκράτωρ Ρώμης εάσας την Δακίαν, μετεκίνησε την αποικίαν εις Μυσίαν. Οι δε εν Αρδελίω Βλάχοι κατάγονται εκ του περιλελειμμένου της αποικίας. Ούννοι, ήτοι Ούγγροι, ήλθον εκ της Ασίας εις την Ευρώπην· εν έτει 376 κατέφυγον εκ Δακίας εις Θράκην, νικηθέντες υπό Τουρκών»· ι) ότι «η ονομασία Βλαχ μεθερμηνεύεται Ιταλός ή Ρωμαίος».

  • Το 1805, ο F. C. H. L. Pouqueville (1770-1838), σχεδόν σε όλα τα έργα του από το 1805 και μετά, έχει αναφορές στους Βλάχους, στις ορεινές κοιτίδες τους και στις χειμερινές πεδινές εγκαταστάσεις τους κ.λπ. Κάποια από αυτά τα εδάφια, χωρία, αποσπάσματα και μερικά κεφάλαια περιέχονται σε μετάφραση στο έργο μου: Ξένοι Περιηγητές για τους Βλάχους. 1. Γαλλόφωνοι (1550-1980), Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2004. Κάποια ενδιαφέροντα δείγματα γραφής του: α) ότι «la Valachie grecque, dont Tricala et Larisse font partie, et se rendit enfin maitre de Janina et de la Grece ou Hellada»· β) ότι «Valaques, qui habitant dans les meteors du Pinde»· γ) ότι «SanMarina, Loubisco, colonie valaque, originaire de Moschopolis»· δ) ότι «Les Morlaques s’appellent dans leur langue Ulak ou Vlack (qui signific Valaque ou pasteur) et de More qu’on y a ajoute s’est forme celui de MoreUlak, don’t on a fait le mot Morlaque»· ε) ότι «1. La Valachie grecque est le pays que Nicetas appelle Megalovlachie ou Anovlachie, qui ne n’est jamais etendue, a ce que je presume, jusqu’a Larisse. – 2. Les Grecs du Bas-Empire et ceux de nos jours appellant specialement Hellada, la partie de la Grece comprise entre le Penee, L’Achelous et les Thermopyles»· στ) ότι «les Megalovlachites ou grands Valaques»· ζ) ότι «[En 1699] Ces marchands, qui avaient des maisons de commerce dans les colonies valaques du Pinde, a Scutari, Elbassan, Voscopolis, Chatista, Janina et Salonique, chargeaient annuellement pour Venise»· η) ότι «dans la Thessalie, pour les remplacer par une tribu de valaques Caragoulis, tires des bords du golfe Pagasetique», και πολλά άλλα. Υπολογίζει τους οικισμούς των Βλάχων (χωριά, κωμοπόλεις, πόλεις) στις ελληνικές χώρες σε περισσότερους από 900.

  • Το 1808, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Ρόζια (1786-1847), τύπωσε το «Εξετάσεις περί των Ρωμαίων ή των ονομαζομένων Βλάχων, όσοι κατοικούν αντιπέραν του Δουνάβεως…», στο οποίο υποστηρίζει, μετάξύ άλλων: α) ότι «οι Νομάδες εις την κοινήν διάλεκτον ονομάζονται Βλάχοι»· β) ότι «Βλάχος, ή Βαλλάχος σημαίνει ποιμένας κατά την Σλαβωνικήν διάλεκτον»· γ) ότι «το όνομα των Πακινακίτων, Σλαβωνικώς Πετζενέγγαι, σημαίνει μόνον πως, αυτοί το εψητόν κρέας έτρωγον με μεγάλην συνήθειαν»· δ) ότι «Δύω θαυμάσιαι δόξαι είναι, αι οποίαι το θεμέλιον του ονόματος Βλάχοι σαφηνίζουσιν· διϊσχυρίζεται τινάς πρώτον πως, αυτή η ονομασία πιθανώς εδόθη εις αυτό το Γένος από τους Γερμανούς, οι οποίοι και αυτό το Γένος, καθώς έτι και άλλα, όσα έχουσι την προαγωγήν τους από τους Λατίνους ωνόμαζον Βέλχους (Ιταλούς) και εντεύθεν ημπόρουν να ωνομάσθησαν πρώτον Βαλλάχοι, και έπειτα Βλάχοι»· ε) ότι «οι Ποιμένες κατά την Δαλματικοσλαβικήν διάλεκτον ονομάζονται Βλάχ. Διά τούτο αυτό το όνομα έδωκαν οι Σλάβοι ομοίως και εις όλους τους κατοίκους των Χορβατικών βουνών, οι οποίοι δεν έχουσι καμμίαν ομοιότητα με το εδικόν μου Γένος. Από τους Σλάβους μετέβη αυτό το όνομα εις τους Γραίκους, και εντεύθεν έπειτα εις όλα τα λοιπά της Ευρώπης Γένη»· στ) ότι «Οι της Βυζαντίδος Ιστοριογράφοι ονομάζουσιν έτι ημάς Μοισούς, ή Μυσινίους»· ζ) ότι «Τινές των σημερινών απλών Γραικών τολμώσιν να κάμωσι μίαν διαφοράν μεταξύ του εδικού μου Γένους, και των εντεύθεν του Δουνάβεως κατοίκων ως από της αρχικής προαγωγής αυτού του Γένους, και διά τούτο ονομάζουσιν ημάς περιχαρώς Κουτζοβλάχους, και το άλλο Γένος ή Τουρκιστί Καρά Βλάχους, ή Γραικιστί Μαυροβλάχους. Το όνομα Καράβλαχοι φαίνεται πως επιστηρίζεται εις το μαύρον Σιτάρι, το οποίον η Γη της Βλαχίας πολυπληθές αυξάνει. Όμως μ’ όλον τούτο το να καταβάψη τι με το μέλαν χρώμα όλον το Γένος, αποβλέπει να κάμη εκείνο αγνώριστον. Και μάλιστα δίδοται ομοίως με αυτήν την ονομασίαν αιτία εννοίας συνακολουθούσης, ωσάν να είναι όλον το γένος αληθώς μαύρον. Ηδη λοιπόν ερωτώ, διά ποίαν αιτίαν ημείς ονομαζόμεθα Κουτζο-Βλάχοι;»· η) ότι «Μερικοί διδόασιν εις το Γένος μου το όνομα Τζιντζάροι. Παράγουσιν από το λατινικόν επίθετον Σιντζέρους, ο εστίν ειλικρινής. Άλλοι λέγουσι πως, οι εδικοί μας προπάτορες πρότερον επλήρωνον εις τους ηγεμόνας των Κίνσους. Επειδή τούτοι ωνομάσθησαν Βελχιστί Σενζάροι, Δασμοφόροι, ούτω συμπεραίνουσι πως, το όνομα Τζιντζάροι από του Σενζάρω. Είναι και άλλοι, οι οποίοι το όνομα Τζιντζάροι νομίζουσι λέξιν τινά Σλαβωνικήν, δήλ: Σιντζάρεβ, ο εστιν όνομα υιός βασιλέως. Τελευταίον τινές αποδεικνύουσι περί τούτου ούτως: Αυτό το Γένος ήτον πρότερον εις μίαν ανθηράν κατάστασιν, και εβασίλευσαν πέντε βασιλείς εις αυτό. Όμως αυτό το αριθμητικόν όνομα, πέντε, προφέρει αυτό το Γένος Τζίντζι από του λατινικού, κβίνκβε, και τον βασιλέα ονομάζει Τζάρ, και ούτω συντίθεται η λέξις Τζιντζάροι, και έμεινεν αυτή η ονομασία εις αυτό το Γένος Τζιντζάροι»· θ) ότι «Το Γένος μου κατά την μητρικήν του διάλεκτον μεταχειρίζεται εις ιδίαν του ονομασίαν την λέξιν, ρaμấνοι, ρομάνοι, δηλ. ρωμαίοι διαφέρουσαν τι κατά τας Συλλαβάς, και φυλάττει μέχρι της σήμερον»· ι) ότι «ο Καίσαρ Καρακάλλας κατά το 212 έδωκε δικαίωμα πολιτικόν των Ρωμάνων εις κάθε υπήκοον ελεύθερον εις όλον το βασίλειον των Ρωμάνων, ωνομάσθησαν και οι Θράκες Ρωμάνοι ή Ρωμαίοι. Άλλοι άλλως δοξάζουσι, δήλ: λέγουσι πως ηνώθημεν κατά συγγένειαν με τους Ρωμάνους, και διά τούτο ωνομάσθημεν Ρωμαίοι»· ια) ότι «Το όνομα Ρωμαίοι είναι την σήμερον ίδιον του εδικού μου Γένους, και των εις την Τρανσιλβανίαν, Βλαχίαν, και Μπανάτι ευρισκομένων συναδελφών μας, και διακρίνει αυτό τελείως από άλλους, κατά τι μεν, επειδή αυτοί ούτως ωνομάζοντο, κατά τι δε, επειδή βεβαιούται διά της εδικής μας αρχής της προαγωγής ομοίως από τους Ρωμάνους, και διά της πολλά συμφώνου διαλέκτου των Λατίνων»· ιβ) ότι «Αφ’ ου ο Καρακάλλας έδωκεν εις όλην την επικράτειαν της ρωμαϊκής εξουσίας το πολιτικόν δικαίωμα εις κάθε υπήκοον, άρχισαν και οι Θράκες να ονομάζονται ρωμάνοι. Φαίνεται σαφώς από αυτήν την μαρτυρίαν, εις κάθε υπήκοον, εις όλην την επικράτειαν, ομοίως ότι τότε δεν επλήρου έν μόνον Γένος όλην την ρωμαϊκήν επικράτειαν, αμή και πολλά άλλα Γένη έτι, τα οποία αφ’ ου παρέλαβον το πολιτικόν δικαίωμα των ρωμάνων, ωνομάσθησαν ομοίως Ρωμάνοι. Μάλιστα και αυτοί οι την σήμερον κοινοί Γραικοί έκτοτε παρέλαβον το όνομα Ρωμαίοι»· ιγ) ότι «το όνομα ρωμαίοι χαρακτηρίζει ημάς όλως».

  • Το 1808, ο Λάμπρος Αντωνιάδης γράφει για το σκλαβωνικό έθνος των Βενέδων, ότι την περίοδο 926-936 κατοικούσε στο Βρανδεβούργο, και για τον Αριμάνη που εκπροσωπούσε το πνεύμα του σκότους, και για τα σκυθικά έθνη των Αβάρων και Βουλγάρων του 10ου αιώνα.

  • Το 1809, ο Μιχαήλ Γεωργίου, Αμπελακιώτης εκ Τρικάλων, στο έργο του «Αποθήκη των Παίδων…», ονομάζει και θεωρεί τους Βλάχους των ελληνικών χωρών (Συράκω, Καλλαρρύτη, Βλαχολείβαδο, Μέτζοβο, Ζαγόρια, και αλλού) Γραικούς, ήτοι Βλάχους και Γραικούς της Ελλάδας τους ταυτίζει «εθνοτικά». Πλέκει το εγκώμιο των Βλάχων.

  • Το 1810, ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), εναντιώνεται στο να μιλιέται η «βλάχικη γλώσσα», ταυτίζει Γραικούς και Βλάχους, και βλέπει διασπορά των Βλάχων από τον Δούναβη μέχρι την Πελοπόννησο, ενώ επαινεί την φιλομάθεια και την εξυπνάδα των Βλάχων.

  • Το 1813, ο Μιχαήλ Γ. Μποϊατζή, στο έργο του «Γραμματική Ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική…», και πρόκειται για έκδοση της πρώτης Γραμματικής στην αρμάνικη – βλάχικη γλώσσα, κατά τον ίδιο Ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική, στα γερμανικά και στα ελληνικά, απευθύνεται όχι στους Βλάχους των ελληνικών χωρών, αλλά στους Βλάχους που ζούσαν στο εξωτερικό και σε εκείνους που ζούσαν σε άλλες χώρες των Βαλκανίων. Χρησιμοποίησε το λατινικό αλφάβητο, ως πιο δόκιμο και ακριβές για την απόδοση των φωνημάτων, σε αντίθεση με τους Καβαλλιώτη, Ουκούτα και Δανιήλ, και η γραμματική του αποτελεί την πρώτη απόπειρα εκπόνησης «βλαχικής γραμματικής», με σοβαρές επιστημονικές αξιώσεις, θέτοντας ζητήματα φωνολογίας, ετυμολογίας, συντακτικού. Το λεξιλόγιο των κειμένων του έχει πάμπολλα δάνεια και νεολογισμούς από την τότε «δακοβλαχική» και λατινικές λέξεις να αντικαθιστούν συστηματικά τις ελληνικές του αρμάνικου – βλάχικου λεξιλογίου.

  • Το 1813, ο Charles Robert Cockerell (1788-1863) γράφει για Βλάχους [Vlaki or Wallachian] στον κάμπο της Κωπαΐδας, στο Μέτσοβο και στο Μαλακάσι, και μιλάει ακόμα και για την εργατικότητά τους.

  • Το 1813, ο John Cam Hobhouse (1786-1869),γράφει: α) ότι οι Βλάχοι αναγράφονται με λατινική γραφή ως: Vlachi, Wallachians, Valachi, Vlaki, Vlakes· β) ότι οι Βλάχοι των ελληνικών χωρώνWallachian Greeks»] είναι Αλβανοί που μιλούν λατινογενή γλώσσα {«The language of these peasants is a dialect of that spoken by the Albanians of Epirus; and as I was not aware, during my stay in Attica, of the fact mentioned by Wheler, that they call themselves Vlachi»}· γ) ότι οι Βλάχοι είναι σε διασπορά σε Αττική, Ρούμελη, Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία· δ) ότι οι Μορλάκοι [Morlachi] ή Μαυρόβλαχοι [MauroVlachi], της Δαλματίας ειναι διαφορετικοί από τους άνωθεν του Δουνάβεως Βλάχους· δ) ότι οι Βλάχοι ονομάζονται από τους Γραικούς Κουτζόβλαχοι [the Greeks named Cuzzo Vlachi]· ε) ότι οι Βλάχοι στα Μογλενά [Mogloena] είναι Πατζινακίτες [Patzinaces or Patzinacites], ή Πευκίνοι [Peucini]· στ) ότι οι Μεγαλόβλαχοι [MegaloVlachi] ζούνε στη Βλαχία που εκτείνεται σε Μακεδονία – Θεσσαλία – Ήπειρο και στις πόλεις Έδεσσα, Καστοριά, Λάρισα, Φάρσαλα, Δημητριάδα και άλλες και σε ολόκληρη την Πίνδο {«The country inhabited by the southern Valachi, properly so called, is composed of the contines of Macedonia, Thessaly, and Epirus; comprehending Edessa, Castoria, as well as Larissa, Pharsalia, Demetrias, in the low grounds of Thessaly, and the eastern declivities of Pindus, where the people are by the Greeks named Cuzzo Vlachi, or Lame Vlachi»}· ζ) ότι το αίμα των Βλά-χων είναι ρωμαϊκό {«in the language of Vlakia, “noi sentem de sangue Rumena”»}· η) ότι «There is a country, to the north of the Caspian Sea in Tartary, called by the Tartars Ilak, which is the same as Blac (for that people cannot pronounce the letter B), and is named by Roger Bacon, Great Blacia. Both Wallachia and Moldavia, as well as part of Transylvania, are inhabited by the same people. Moldavia is know to the Turks by the appellation of Kara Iflak, and to the Greeks as Mavra-Vlachia; signifying in both tongues Black Vlachia. Mr D’Anville has thonght that he can discover something like the name of the Scythian Patzinaces, or Pyec-zinigi, as they are called by Lieutprand, in Έξαρχος Πλαγηνών, the present title of the Metropolitan of Wallachia». Γράφει και άλλα ενδιαφέροντα και για την Μοσχόπολη, τον Ρήγα Βελεστινλή κ.λπ.

  • Το 1814, ο Πατριάρχης Κύριλλου ΣΤ’ (1813-1818) σε Ωδή του Μιχαήλ Γεωργίου Σχινά (προς τον οικουμενικόν Πατριάρχην), αναφέρεται ότι «Από τα πέρατα της Δακίας / Με επροσκάλεσεν η Ελλάς, / Πήγα ’ς τα μέρη της Θεσσαλίας, / Με κάμνει έξαρχον μιας πρεσβείας / Για του Ευξείνου τας εκβολάς»· Η Δακία, «Από τα πέρατα της Δακίας», και όχι «Από τα πέρατα της Βλαχίας», στις αρχές του 19ου αιώνα, χρόνια αργότερα, το 1860, θα γίνει… Ρουμανία!

  • Το 1814 (και πιο μετά), ο William Martin Leake (17771-1860) σχεδόν σε όλα τα έργα του κάνει αναφορές που αφορούν στους Βλάχους, τις ορεινές κοιτίδες τους και τις χειμερινές πεδινές εγκαταστάσεις τους κ.λπ., που τις ανεβάζει σε περισσότερες από 500!

  • Το 1815, ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας (1765-1828), διαφοροποιεί τους άνωθεν του Δουνάβεως Βλάχους και Μολδαβούς από τους Βλάχους των ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, μέσης Ελλάδας, που τους θεωρεί μετοίκους από τις άνωθεν του Ίστρου χώρες, πλέκει όμως το εγκώμιό τους, αναφερόμενος στη Βοσκόπολη/Μοσχόπολη. «Οι Βλάχοι της Ηπείρου είναι μέτοικοι εκ Βλάχίας. Το μερος, όπου κατ’ αρχάς εκατοίκισαν της Θεσσαλίας ωνομάσθη παρομοίως Βλαχία, ως φαίνεται εις τους Βυζαντινούς ιστορικούς. Μετά την πτώσιν του Ρωμαϊκού Βασιλείου διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη. Είναι λαός ποιμενικός, και το ήμισυ του χρόνου, τον χειμώνα δηλαδή και την άνοιξιν, διατρίβει εις τας πεδιάδας με τα ζώα του, το δε θέρος και το φθινόπωρον εις τα βουνά, όπου έχει και τας καθ’ αυτό κατοικίας του. Εις τας κωμοπόλεις των Βλάχων τούτων ευρίσκονται και πολλοί έμποροι εξ αυτών· η οικιακή των γλώσσα είναι η βλαχική διεφθαρμένη, ομιλούσιν όμως όλοι και την γραικικήν· αλλ’ η λειτουργία και τα εκκλησιαστικά βιβλία είναι όλα εις το ελληνικόν. Εις κάποιας κώμας των έχου-σι και σχολεία ελληνικά. Η πρωτεύουσα πόλις του λαού τούτου ήτον η Βοσκόπολις…»

  • Το 1815, ο Henry Holland (1788-1873) γράφει για τους ΒλάχουςWallachians, or Vlaki») στα Ζαγόρια, για τον Ρήγα Βελεστινλή και τον σύντροφό του Κορωνιό, πριν θανατωθεί στο Βελιγράδι, και για τους βλάχικους οικισμούς Μέτζοβο (Metzovo), Σαμαρίνα (Samarina) κ.ά.

  • Το 1816, ο General Guillaume de Vaudoncourt (1772-1845) κάνει πολλές αναφορές σε τόπους και ελληνικές χώρες που κατοικούνταν από Βλάχους, στα χρόνια του Αλή πασά, χρήσιμες για την κατανόηση της διασποράς και της δράσης τους: Metzovo, Zagoria, Δασσαρήτες, Πρώτη Ιουστινιανή, Οχρίδα, Μοσχόπολη, Πελαγονία, Παιονία, Roumeli Valachi, Bitolia, Magarovo, Lychnidus, Edessa, Moschopoli, «The mountains situated by mixed colonies of Servians and Valachians», «Grevna to Monastir to prefer the route by Siatista and Kailar», «Samarina; Nicea, at present Gramosta», «Velstin, or Velestin», Malakassi, «Eleusina were Thria, Oenoe, and the castles of Panactum and Phyloe; at present the three first places are called Kocha, Vlachochori, and Yegna, and the ruins of Phyloe exist to the N. of Kocha. Above Athens, on the Cyphisus, at the foot of Mount Penteli, or Pentelicus, is the small town of Kephisia, or Kephsa, the capital or a jurisdiction», «Anaboli, or Napoli di Romania», «στην Κεφαλληνία είναι το χωριό Vlakato, νυν Βλαχάτα», και άλλα ενδιαφέ-ροντα.

  • Το 1816, ο Δημήτριος ή Δανιήλ Φιλιππίδης (1750/55-1832), ο οποίος είναι ο… νονός του ονόματος της νυν Ρουμανίας, κάνει μάλλον ορθή προσέγγιση της καταγωγής των νυν Ρουμάνων, και έχει την άποψη ότι οι Βλάχοι των ελληνικών χωρών είναι με ανωδουναβική καταγωγή και βρέθηκαν σε Μακεδονία, Θεσσαλία, ‘Ηπειρο και νοτιότερη Ελλάδα, μετά τις διώξεις που υπέστησαν από τις ορδές του Αττίλα. Πλέκει το εγκώμιο των εν Ελλάδι Βλάχων, και αναφέρει πάμπολλα Βλαχοχώρια και Βλαχοκωμοπόλεις, μεταξύ αυτών και το Λιτόχωρο. (Βλ. και Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς). Το έργο πρέπει να μελετηθεί από τους Έλληνες και Ρουμάνους του καιρού μας.

  • Το 1817, ο Δημήτριος Ν. Δάρβαρις (1757-1823) γράφει για την καταγωγή των Ιταλών από τους Έλληνες, για την καταγωγή των Βλάχων των ελληνικών χωρών από κατερχόμενους Δάκες, αλλά και από Ρωμαίους που «άφησαν την Ιταλίαν και ήλθον εις την Ελλάδα» στα χρόνια της Δημοκρατίας (πριν το 85 π.Χ.) και στα χρόνια των Εμφυλίων πολέμων στη Ρώμη (85-30 π.Χ.). Άποψη ενδιαφέρουσα και αποσιωπημένη.

  • Το 1818, ο Διονύσιος Φωτεινός (1777-1821) στην Ιστορία της πάλαι Δακίας γράφει: α) ότι το 1228 με την κάθοδο των βαρβάρων Σκυθών έφυγαν κάτοικοι από τις άνωθεν του Ίστρου χώρες και κατήλθαν «εις τε Μακεδονίαν και Βουλγαρίαν»· β) ότι οι Δακορωμάνοι κάτοικοι (της κυρίως Δακίας) ονομάστηκαν από τους Ρωμαίους πρώτα –γενικά– Σκύθες, και πιο ειδικά Δάκες, Πατζινάκοι και Βλάχοι· γ) ότι οι Δακορωμάνοι των Μοισιών ονομάστηκαν Μεγαλοβλάχοι, Μογλενίτες, Μαυροβλάχοι και Κουτζοβλάχοι· δ) ότι από το έτος 683 μ.Χ. η Τρανσυλβανία, η Βλαχία και η Μολδαβία είχαν ίδιον ηγεμόνα και δεν τελούσαν υπό τον ζυγό κανενός· ε) ότι τη Δακία απάρτιζαν οι ονομαζόμενες το 1818 Μολδαβία, Βλαχία και Τρανσυλβανία και μέρος της Ουγγαρίας· στ) ότι οι Δάκες ήταν Σαρμάτες, δηλαδή Σλάβοι, που ονομάζονταν Ενέται ή Ουνέδαι του έθνους των Παφλαγόνων· ζ) ότι ο Τραϊανός έφερε στη Δακία αποικίες «εξ Ιταλίας και μεγάλης Ελλάδος, εις κατοίκισιν αυτών, κτίσας πολλάς πόλεις και φρούρια εν τη Δακία»· η) ότι η Δακική ήταν Σλοβανική διάλεκτος· θ) ότι το 253 μ.Χ. οι Αλανοί, που ήταν Λιθουανοί, εξόρμησαν κατά της Ιταλίας, οι δε Γότθοι που επόρθησαν την Ελλάδα, την Μακεδονία και τον Πόντο, ως Δακορωμάνοι αποκατέστησαν ισχυρή εξουσία η οποία επεκτάθηκε μέχρι την Μακεδονία και την Ήπειρο· ι) ότι ένα μέρος των κατοίκων της Ηπείρου είναι μέτοικοι εκ Βλαχίας· ια) ότι μετά την πτώση του Ρωμαϊκού βασιλείου οι Βλάχοι των ελληνικών χωρών έγιναν ποιμενικός λαός και διεσκορπίσθηκαν σε διάφορα μέρη· «τα νυν είναι λαός ποιμενικός, και το ήμισυ του χρόνου, τον χειμώνα δηλαδή και την άνοιξιν, διατρίβει εις τας πεδιάδας με τα ζώα του, το δε θέρος και το φθινόπωρον εις τα βουνά, όπου έχει και τας καθ’ αυτό κατοικίας του· εις τας κωμοπόλεις των Βλάχων τούτων ευρίσκονται και πολλοί έμποροι εξ αυτών· η οικιακή των γλώσσα είναι η Βλαχική διεφθαρμένη, ομιλούσιν όμως όλοι και όλαι εις το Ελληνικόν· εις κάποιας κώμας των έχουσι και σχολεία Ελληνικά· η πρωτεύουσα πόλις του λαού τούτου ήτον η Βοσκόπολις, πόλις πλουσία και πολυάνθρωπος· ο φθόνος την κατέστρεψε, και έκτοτε πολλοί εξ αυτών κατέφυγον εις την επικράτειαν του αυτοκράτορος της Αουστρίας, όπου φιλοφρόνως τους υπεδέχθησαν· προ ολίγου εις την Πέσταν εισήγαγον εις την εκκλησίαν και την γλώσσαν των, πλην επροξένησε μεταξύ των άλλων Γραικών σκάνδαλον η τοιαύτη καινοτομία· εις δε την Γραικίαν ονομάζουσι τούτους Μοισιδακας, και κοινώς Μυσοβλάχους, και Κουτζοβλάχους»· ιβ) ότι οι Βλάχοι των ελληνικών χωρών ονομάζουν τους «αουράριους» (χρυσοθήρες) Μπαγιάσηδες ή Μπαγιάτηδες [έτσι όπως ονομάζουν ως τα σήμερα οι Θεσσαλονικείς τους παλαιότερους των κατοίκων της!]· ιγ) ότι το έτος 375 μ.Χ. οι Γότθοι κατέλαβαν τις περιοχές: Μοισία, Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Αχαΐα, «πάσαν την Ελλάδα», και «ωσαύτως και οι αναχωρήσαντες διά τον φόβον των Ούννων Δακορωμάνοι, διεσπάρησαν εις τας ρηθείσας επαρχίας, και άλλοι μεν ηκολούθησαν αυτούς, άλλοι δε επλανώντο ένθεν κακείθεν, ζητούντες καταφύγιον, διά τας του καιρού περιστάσεις, πάντοτε όμως, κατεγένοντο εις την ποιμαντικήν ζωήν, ως αρμοδιωτέραν εις ένα περιπλανώμενον βίον»· ιδ) ότι υπήρξε ηγεμόνας των Βρούσκων ονόματι «Αρμίνιος»· ιε) ότι το 626 μ.Χ. Σλαβίνοι Σέρβοι σμίγουν με Δακορωμάνους της Μοισίας και η χώρα τους ονομάστηκε «Σλαβ-ρουμουνένσις», και τότε τούτοι οι Δακο-ρωμάνοι ή Δακο-λατίνοι ονομάστηκαν Βλάχοι από τους Σλάβους, «θέλοντες εντ’ αυτώ να δείξουν, τούτο μεν την αρχήν τους, ότι ήταν Ρωμάνοι, Λατίνοι ή Ιταλοί· τούτο δε την κατάστασίν των, ότι εισί ποιμένες, επειδή κατά μεν την Πολωνικήν διάλεκτον ο ποιμήν και μη στάσιν έχων, λέγεται Βλακάτζ, τους ωνόμασαν, άλλοι μεν Ολάχ, άλλοι δε Βαλχ, και άλλοι Βαλόχ, ομοίως και οι Γραικοί εννοούσαν ταύτην την λέξιν διά ποιμένα· επειδή Αννα η Κομνηνή λέγει ουτωσί· “Αλλά κατά μέρος νεολέκτους κατάλέγων, οπόσοι εκ Βουλγάρων τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους καλείν οίδεν η κοινή διάλεκτος”, εξ ου συνάγεται, ότι κοινώς ωνομάζοντο Βλάχοι· εκαλούντο δε και Δάκες, καθώς ο Χαλκοκονδύλης τους ονομάζει, και άλλοι ιστορικοί, αλλ’ η πιθανωτέρα δόξα της κλήσεως κατωτέρω μαθήσεται»· ιστ) ότι «περί τας αρχάς του ζ΄ αιώνος έγινεν η επάνοδος των Δακο-ρωμαϊκών αποικιών εκ του νοτείου μέρους προς το βόρειον, όστις ιστορεί λέγων, ότι μετά τον έκτον αιώνα διέβη πλήθος λαού τον Δούναβιν υπ’ ονόματι των Βουλγάρων, ως περιεκάλουν οι Γραικοί τους Βλάχους»· ιστ) ότι η λ. σλαβ σημαίνει δόξα, και τα της Ασιατικής Σαρματίας έθνη ονομάστηκαν Σκλάβοι ή Σκλαβίνοι ή Σλοβάνοι· ιζ) ότι κατά τον Μπύσσιγγ «όλα τα Σλαβονικά έθνη, ήτοι Βούλγαροι, Σέρβοι, Κροάται, Δαλμάται, Ρώσσοι, και λοιποί, ωνόμαζαν τους Ρωμαίους, Λατίνους και Ιταλούς, Βλάχους, λατινιστί Βαλάκ, και γερμανιστί Βαλάχ· καθώς και έως την σήμερον, οι μεν Ούγγροι καλούσιν αυτούς Φλαχ, οι δε Οθωμανοί Εφλάκ»· ιη) ότι «το πάλαι Δάκες εκλήθησαν μετά ταύτα Φλάκοι ή Βλάχοι, παρά του Φλάκ ηγεμόνος αυτών, όστις φαίνεται να ήτον σύγχρονος του Ουϊδίου, διότι ομιλεί κατ’ ενεστώτα χρόνον “Και είναι ο ανώτερος τούτων των τόπων Φλακ”. Την κλήσιν λοιπόν ταύτην έπεται να την έλαβον οι Δάκες αμέσως μετά Χριστόν κατά τον α΄ αιώνα»· ιθ) ότι την περίοδο 812-1014 μ.Χ. Βούλγαροι και Βλάχοι (Δακο-ρωμάνοι) έχουν έναν ηγεμόνα και συγκρούονται με την ΚΠολη· κ) ότι επί Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959, βασιλ. 913-959) και έως το 1027 μ.Χ., γύρω από τον Δούναβη κατοικούσαν Βούλγαροι, Σέρβοι και «Βλαχο-Ρωμάνοι»· κα) ότι οι Πατζινακίται ονομάζονταν οι αρχηγοί των Δακών αλλά και ότι «οι Πατζινάκαι ή Πατζινακίται ύστερον εκλήθησαν Βλάχοι»· κβ) ότι επί Αλέξιου Κομνηνού (1056-1118, βασιλ. 1081-1118) οι Γραικοί ονόμαζαν Σκύθες τους «Δακο-ρωμάνους»· κγ) ότι «οι πέραν του Δουνάβεως Βλάχοι πολλαχώς εκλήθησαν παρά των Ρωμαίων, και γενικώς μεν ωνομάζοντο Σκύθαι, ειδικώς δε Δάκες, ή Πατζινάκοι και Πατζινακίται, οπόταν ήσαν ενωμένοι με τους Βλάχους της κυρίως Δακίας, ύστερον δε εκλήθησαν Μαυροβλαχίται εκ της επαρχίας αυτών, ήτις εκλήθη μεγάλη Βλαχία, διότι περιείχε την Θετταλίαν, και Μακεδονίαν, όπου Δημητριάς, Φέρσαλα και Λάρισα μέχρι Πίνδου όρους»· κδ) ότι επί Αλεξίου Κομνηνού νικημένοι Βλάχοι «μετοικίσθησαν εις Μογλέναν, της οποίας το ορεινόν μέρος είχεν ερημωθή παρά Ροβέρτου Γουϊσκάρου (επαρχίαν κειμένην παρά την Καστορίαν της Μακεδονίας), ωνομάσθησαν Μογλενίται Πατζινακίται· ύστερον όμως από τους Γραικούς, Μαυροβλάχοι, ως πολλά δεινά παθόντες· και τελευταίον Κουτζοβλάχοι, τουτέστι χωλοί Βλάχοι, ως καταγόμενοι από εκείνους, όπου νικηθέντες εις τους πολέμους, αδυνάτησαν κατά τα μέλη, η οποία ονομασία μετέπειτα διεδόθη και εις τους λοιπούς Βλάχους, κατοικούντας εις Μακεδονίαν, Θετταλίαν, Θράκην και Ήπειρον (όρ. και μέρ. Β΄ κεφ. Ιζ΄ υποσημ. εις την Ήπειρον), ωσαύτως και εις τους διεσπαρμένους εις τα παράλια της Μαύρης θαλάσσης, από Βιζύης έως υποκάτω της Κωνσταντινουπόλεως, τους οποίους οι βασιλείς των Ρωμαίων εμεταχειρίσθησαν εις πολλάς περιστάσεις εις εκστρατείας κατά των Κουμάνων, και Ούγγρων, κατά των Ιταλών και άλλων εχθρών, επειδή και ήσαν πολλοί και πολεμικοί, ανδρείοι και φερέπονοι, των οποίων ο πληθυσμός ήυξησεν, εξ ων εμετοικίσθησαν υπό Αυρηλιανού, και εξ ων απέρασαν μετά ταύτα πολλάκις από της κυρίως Δακίας εις την Θράκην, ενωμένοι με τους Σκύθας, ως ανωτέρω ερρέθη· ούτοι δε πάντες είχον την αυτήν διάλεκτον με τους παρά τον Δούναβιν οικούντας Δάκας»· κε) ότι «κατ’ αυτούς τους χρόνους [1201 και έπειτα] οι Βλάχοι της κυρίως Δακίας ωνομάζοντο έτι Σκύθαι, προς διαφοράν των Βλάχων της Θετταλίας, και Μακεδονίας, επειδή ήσαν μεμιγμένοι με Κουμάνους και Δακο-Ρωμάνους»· κστ) ότι «φαίνεται η νυν Βλαχομολδαυϊκή διάλεκτος να είναι περισσότερο θυγάτηρ Ιταλικής παρά Λατινικής, μ’ όλον οπού εις τούτο διαφωνούσιν οι ιστορικοί, και οι μεν παρά Λατινικής αυτήν παραχθήναι λέγοντες φέρουσι προς μαρτυρίαν τας εν Δακία κατοικούσας Ρωμαϊκάς αποικίας, και το καλείσθαι τους Βλάχους και Μολδαυούς αεί Ρωμάνους, ουδέποτε δε Ιταλούς, και τας λατινικάς πολυλεξίας παρομοιαζούσας ταις Βλαχικαίς, και διαφερούσας ταις Ιταλικαίς»· κστ) ότι Μάλου: στη Σλαβονική φωνή σημαίνει μέρος ανωφερές και Δαύοι σημαίνει κατά Στράβωνα το κατοικούν έθνος· «όθεν από του Μάλου και Δαύοι, ελέγετο Μολδαύϊα, και κατά παραφθοράν έγινε Μολδόβα και Μολδαυΐα. […] Ωσαύτως και το βάλια, σλαβονιστί σημαίνει κατωφερές μέρος, το δε ύδωρ λέγεται άπα, και λατινιστί άκουα, όθεν από του Βάλια άπι, ή Βάλια άκουα, εκλήθη Βαλάπια, ή Βαλάκουα, και κατά παραφθοράν Βαλάκια και Βαλάσια, ή Βαλάχια και Βλαχία· και η μεν Μολδαυΐα είναι μέρος ανωφερές, η δε Βλαχία κατωφερές…».

  • Το 1818, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός (1773/74/77-1853), είναι ο πρώτος Έλληνας που θέτει το «εθνικόν ζήτημα» των Ελλήνων (αυτός ο… Βλάχος!), το γιατί είμαστε και το γιατί πρέπει να ονομαζόμαστε Έλληνες. Στους Έλληνες εντάσσει πρώτα τους Βλάχους και μετά τους Γραικούς, που δεν τους θεωρεί γνήσιους Έλληνες, καθότι φιλόκακοι και ανειλικρινείς, «αλλ’ είναι νόθοι Γραικοί, δηλαδή μίγματα πολλών και διαφόρων γενών». Πρώτος αυτός αναφέρεται σε «Νεοελληνική γλώσσα», και ονομάζει την αρμάνικη – βλάχικη «Γραικολατινική». Γράφει πως κάποιοι Βλάχοι διατείνονται ότι κατάγονται από το Αβρούτιον της Ιταλίας, ενώ ο ίδιος ταυτίζει τους Βλάχους με τους Πελασγούς. Δίνει σημαντικές πληροφορίες για τον Ρήγα Βελεστινλή, τους Βλάχους του Κολοκοτρώνη, το Βλαχοχώρι/Βραχώρι που έγινε Αγρίνιο, και καταχωρίζει σπουδαίες στατιστικές και στοιχεία για τους πληθυσμούς πολλών οικισμών, πόλεων κ.λπ. «οι τοιούτοι φιλόκακοι δεν είναι ειλικρινείς και καθαροί Έλληνες, αλλ’ είναι νόθοι (Μπάσταρδοι) Γραικοί, όμοιοι με τα μουλάρια, δηλαδή μίγματα πολλών και διαφόρων.» – «Ποτέ να μη θελήσητε να ονομάζεσθε Ρωμαίοι, αλλά Έλληνες, διότι οι Ρωμαίοι, ήγουν οι Ρωμάνοι, εβαρβάρωσαν και ηφάνισαν την Ελλάδα την γλυκητάτην μας πατρίδα· και αν τινάς νέος έχη όνομα ή Ρωμαϊκόν, ή Εβραϊκόν, ή Ρωσσικόν, ή Αραβικόν, πρέπει ευθύς να το αλλάξη, και να ονομάζηται με όνομα Ελληνικόν, τουτέστιν ή Μιλτιάδης, ή Θεμιστοκλής, ή Αχιλλεύς, ή Θησεύς, ή Αλέξανδρος, ή Πλάτων, ή Δημοσθένης, κ.τ.λ. και τότε ένας νέος αλλάζων το όνομά του, θέλει εντρέπεται να μην έχη και τα έργα των προγόνων του.» [Μάλλον τούτα είναι άγνωστα στους νεογραικύλους.]

  • Το 1819, ο Αθανάσιος Σταγειρίτης (1780-1840) γράφει: α) ότι το έτος 1250 μ.Χ. υπήρχε «έν Έθνος ανεξάρτητον, Βλάχοι ονομαζόμενοι, προς τα όρη της Μακεδονίας και Θεσσαλίας»· β) ότι οι Βλάχοι κατάγονται από τη Δακία, «Δακία δε ωνομάζετο το μέρος εκείνο, όπερ περιέχει την Μολδαβίαν, Βλαχίαν, Τρανσιλβανίαν και μέρος της Ουγγαρίας. Οι Αρχαίοι εγκάτοικοι του τόπου τούτου ήσαν Γέται ή Γότθοι, έθνος σκυθικόν»· γ) ότι κατά τον 12ον αιώνα δεν ονομάζονταν Δάκες, αλλά Βλάχοι, ήτοι το γένος που βρισκόταν στη μετέπειτα Βλαχία, Μολδαβία, Βουκοβίνα, Τρανσυλβανία και σε μέρος της κάτω Ουγγαρίας· δ) ότι το όνομα Βλάχοι προήλθε από το λατινικό flaccis, ενώ κάποιοι λένε πως είναι Γοτθικό, και άλλοι άλλως· ε) ότι το 1284 οι Βλάχοι ζήτησαν να κατοική-σουν πλησίον της ΚΠολης· στ) ότι ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος (1259-1332, βασ. 1282-1328) μετοίκισε πολλούς Βλάχους με τη βία στη Μικρασία, στο Οψίκιον (στη Βιθυνία)· ζ) ότι το 1284 «εφάνησαν και οι άλλοι [Βλάχοι] εις τον Πίνδον μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας, ως είρηται. Πλην είναι άδηλον πόθεν και πότε ήλθον εκεί. Όθεν απορεί και Λαόνικος ο Χαλκοκονδύλης [~1430-1490], λέγων ότι ωνομάζονται Βλάχοι και ούτοι της Πίνδου, και εκείνοι της Δακίας, ώστε αγνοώ, λέγει, αν ούτοι ήλθον εκ της Δακίας, ή εκείνοι εκ του Πίνδου ανέβησαν εις την Δακίαν. Αλλ’ οι πρότεροι Ιστορικοί δεν αναφέρουσι τοιούτον έθνος εις τον Πίνδον. Δακίαν δε εννοεί την εν τη Μοισία, ως νομίζουσι και άλλοι, ότι εκ των Τριβαλλών κατάγονται ούτοι οι Βλάχοι. Τους δε άλλους της μεγάλης Δακίας ονομάζει Δάκας ο Λαόνικος και ουχί Βλάχους. Τοιαύτη άρα αναφέρεται η αρχή των εθνών τούτων»· η) ότι οι Ηπειρώτες διακρίνονται σε Βλαχοχωρίτες, Ζαγορίτες, Κατζανοχωρίτες, Μεσσοβίτες, Σουλιώτες κ.λπ.· θ) ότι οι Βλαχοχωρίτες και οι Μεσσοβίτες κατοικούσαν στη χώρα των Παραυαίων· ι) ότι μεγάλες κωμοπόλεις στα Βλαχοχώρια ήταν η Καλαρίτη και η Σαράκω· ια) ότι οι Βλάχοι διοικούνταν δημοκρατικά· ιβ) ότι Βλάχοι υπήρχαν και στη Φθία της Θεσσαλίας, η οποία ονομαζόταν μεγάλη Βλαχία, και όπως έχει γράψει ο Παχυμέρης ονόμαζαν Μεγαλοβλαχίτας «τους Έλληνας, τους οποίους εξουσίαζε το πάλαι ο Αχιλλεύς»· ιγ) ότι και στο Μέσσοβον οι κάτοικοι ήταν Βλάχοι «Χριστιανούς οίτινες ομιλούσι την Ελληνικήν και Βλάχικην γλώσσαν, και καταγίνονται επιμελώς εις το εμπόριον, ώστε είναι πεπολιτισμένοι και χρηστοήθεις, ως δεικνύουσιν οι πανταχού εις τας εμπορικάς πόλεις της Ευρώπης διατρίβοντες. Διοικούνται δε και ούτοι δημοκρατικώς»· ιδ) ότι δίπλα στο Μέτσοβο βρίσκεται το Μαλακάσι κατοικούμενο από Βλάχους· ιε) ότι το Σούλι το ίδρυσαν Ποιμένες «εκ της εκεί πλησίον Κώμης Γαρδίκιον καλουμένη», η οποία είναι άλλη από εκείνη των Τούρκων, δίπλα στο Τεπελένι. [Μάλλον και τούτα είναι άγνωστα στους νεογραικύλους.]

  • Το 1819, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (1746-1821), που σε πατριαρχικό έγγραφό του αναφέρεται στις άνωθεν του Ίστρου χώρες, Μολδαβία και Μολδοβλαχία· καταγόταν από τη Βλαχοράφτη Αρκαδίας, με πατρικό επώνυμο Αγγελόπουλος.

  • Το 1820, ο Thomas Smart Huges (1786-1847) γράφει για τους Βλάχους (Vlakhi or Valachian) Ηπείρου (The Vlakhi of Epirus are called Κούτζο-Βλάχοι), Μακεδονίας, Θεσσαλίας, που έλκουν καταγωγή από τους άνωθεν του Ίστρου Μαυρόβλαχους (Danube named Μαύρο-Βλάχοι), για τους Βλάχους βοσκούς (Vlakiote shepherds), για τις Βλαχίες (Grecian Vlakia/Vlachia of Aetolia and Acarnania/Valachia of Thesprotia) στις ελληνικές χώρες και για τα Δεσποτάτα Άρτας και Ιωαννίνων («Ιωαννίνων γαρ ήρχε και Άρτης και μέχρι Ναυπάκτου» και «Ήτον αυθέντης της Βλαχίας και όλης της Ελλάδος, / Της Άρτης και των Ιωαννίνων και όλου του Δεσποτάτου.»), και άλλα ενδιαφέροντα.

  • Το 1821, ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), στο Πολεμιστήριον Σάλπισμα, γράφει: «Αυτοί [οι Ρωμαίοι] μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων, όνομα το οποίον ούτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Ρωμαίων ύψωναν πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Βουλγάρους, Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Αρμενίους, και άλλους τοιούτους, τρισβαρβάρους δεσπότας· των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραιών ονομασθέντες Ρωμαίοι».

  • Από τον 16ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, στις Επαναστάσεις των Ελλήνων πρωταγωνιστούν Βλάχοι, με βάση τα υφιστάμενα τεκμήρια: Θεόδωρος Μπούας Γρίβας (1583-1585), Μαλάμος (1585), Πούλιος Δράκος (1585), Μόσχος και Χρήστος Βαλαώρας (1687), Γεώργιος Παπάζογλου ή Παπάζωλης (1725-1775), Γεώργιος και Οδυσσέας Ανδρούτσος (1788/90-1825), Νάκος Πανουργιάς (1759 ή 1767-1834), Γιάννης Γκούρας (1791-1826), Γεώργιος Καραϊσκάκης (1780-1827), και πλήθος άλλων επώνυμων αγωνιστών.

  • Τα έτη 1821 και 1822, σε «Ρουμανικά» Έγγραφα, στην ελληνική και σε «ρουμανική γλώσσα», γίνεται αναφορά σε Δάκες και «χώρες» με τα ονόματα Βλαχία, Ουγγροβλαχία, Μολδαβία, όχι όμως Ρουμανία, αφού ονομάστηκε έτσι η χώρα μετά την ένωση των πριγκιπάτων και την ίδρυση του κράτους, το 1860.

  • Το 1821, ο Grigore Brâncoveanu (1767-1832) και ο Alexandru Filipescu (1775-1856), ιστορικές προσωπικότητες στα Πριγκιπάτα, αλληλογραφούσαν στα ελληνικά, στην περίοδο που ξεκίνησε η Επανάσταση των Ελλήνων το 1821, και στην οποία πρωταγωνίστησαν οι Αρμάνοι Βλάχοι Γιωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) από το Βλαχολείβαδο του Ολύμπου και Γιάννης Φαρμάκης (1772-1821) από το Μπλάτσι της Μακεδονίας (με προγονική ρίζα από τη Σαμαρίνα), για να ξεσηκώσουν τους «τσαράνους» (χωρικούς) σε Μολδαβία και Βλαχία, κατά των Οθωμανών, με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

  • Το 1821, ο Αθανάσιος Διάκος (1788-1821), που καταγόταν από το βλαχοχώρι Αρτoτίνα Παρνασσίδος, κατά τον Ιταλό ιστορικό Ermanno Giuseppe Schmitt ή Hermanno Joseph Schmitt (1796-1869), πολέμησε και πέθανε στην Αλαμάνα το 1821, «στο όνομα του σταυρού και του Λεωνίδα», όχι για τη διαδεδομένη σαχλαμάρα «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω», που είναι εκ των υστέρων επινόηση!

  • Το 1831, ο Esprit Marie Cousinery (1747-1833) γράφει για τους Βλάχους της Πελοποννήσου και της Μακεδονίας –ιδίως των Σερρών– που πρωταγωνιστούν στο εμπόριο. «Valaques, anciens colons romains sortis de la Macedoine, et qui, refoules dans les montagnes les plus voisines, y rentrent en assez grant nombre, lorsque les vexations d’un cote et le commerce de l’autre les y attierent; des Juifs». «Les Valaques sont en tres-grand nombre dans la Macedoine; […] ils respondent avec fierte Rouman. […] Les Valaques de la Macedoine different beaucoup de ceux qui habitant les bords du Danube, quoiqu’ils parlent les uns et les autres un latin tres-corrompu. Ceux de Macedoine ont conserve non-seulement leur caractere national, ainsi que le nom dres Romains, mais encore la fierte et le courage de leurs ancetres. On les place toujours a la tete des caravans qui se transportent dans les foires de la Romelie, lorsqu’il s’agit de quelque passage suspect. Ils portent tous dans ces marches le meme costume, les memes armes, et un bonnet couvert de laine noire fort eleve, qui leur donne ane attitudine tres-martiale. On voit des Valaques non-seulement dans la Valachie, la Moldavie et la Macedoine, mais jousqu’aux environs d’Argos, ou ils exercent generalement la profession de marchands et de bergers. Je puis parler de ces derniers avec une pleine connaissance. Un jour que je me trouvais au marche d’Argos, on me fit remarquer un grand nombre d’hommes et de femmes don’t l’habillement etais different de celui des Grecs; on m’assura qu’ils habitaient sur des montagnes voisines, qu’ils etaient presque tous pasteurs, qu’ils parlaient a-peu-pres le langage des Valaques de la Macedoine et en meme temps la langue grecque. Je jugaie facilement que c’etaient d’anciens Ro-mains, tells que ceux de la Macedoine et des descendans des anciens colons qu’Auguste avait etablis a Corinthe et a Patras.» [Οι απόγονοι αυτών ας αυτοπροσδιορίζονται σήμερα όπως αυτοί θέλουν ή νομίζουν…]

  • Το 1832-1833, ο Christopher Wordsworth (1807-1885), σε ταξιδιωτικό κείμενό του, γράφει για το Μέτσοβο και τον φημισμένο Ρήγα (Βελεστινλή).

  • Το 1834, το Iταλικό Nuovo Dizionario, γράφει για τους άνωθεν του Δουνάβεως Βλάχους, και για τους Βλάχους στη Μακεδονία και στην (ελληνική) Μεγάλη Βλαχία, με κατάθεση απόψεων για την καταγωγή των Βλάχων, για τη Βοσχόπολη και την καταστροφή της, για τη διασπορά των Βοσκοπολιτών, για τη Μικρή και Μεγάλη Βλαχία, για τη βλάχικη γλώσσα, τη Βλαχία του Μοράβα, τους Βλαχο-Ιλλυριούς, την Βλαχοκλεισούρα στη Μακεδονία και άλλα ενδιαφέροντα.

  • Το 1834, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843), ο «βασιλέας των Βλάχων ή Βλαχοβασιλιάς», αρχηγέτης της Επανάστασης του 1821, από τους μάρτυρες κατηγορίας στη… δίκη του, αναφέρεται περιφρονητικά ως «Βλαχοκούταβο». Το ότι ήταν Βλάχος (όχι Αρβανίτης ή Γκρέκος), το αποδεικνύουν πλήθος από γραπτά ντοκουμέντα.

  • Το 1833/1834, ο Νικόλαος Κ. Κασομούλης (1795-1872), αρχίζει να γράφει τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα, στα οποία δίνει πλήθος λεπτομερειών για τους κλεφταρματωλούς (πριν, κατά, και μετά την Επανάστα-ση) του 1821, και πρόκειται για πανόραμα ηρωικών μορφών της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Οι πυγοσείστες γασμούλοι της Γραικίας, και οι πάσης μορφής γραικύλοι, αγνοούν ή αποσιωπού ή αποκρύβουν ή στρεβλώνου τις αλήθειες του «καλού και τίμιου αγωνιστή» (όπως όλοι οι ιστορικοί τον χαρακτηρίζουν), και δεν αναφέρουν τα όσα γράφει ο Ν. Κ. Κ. στον α’ τόμο, στην Ιστορία του Κλεφταρματωλισμού, ότι όλοι οι κλεφταρματωλοί προέρχονται εκ «της τάξεως των Βλαχοποιμένων, ήτις συντελούσα τα μέγιστα εις το φιλελεύθερον πνεύμα των Αρματωλών και ληστών, εξήγαγεν από τους κόλπους της και τους άνωθεν και τόσους άλλους περιφανείς άνδρας». Τους Βλαχοποιμένες τους διακρίνει σε Γραικοβλάχους και Αλβανιτοβλάχους: «Ποιμένες ή Βλαχοποιμένες. Μεταξύ των κατοίκων Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσα-λίας η κυριωτέρα από τας τάξεις των πολιτών […] διά να εννοήσωμεν διακεκριμένως αυτούς, εστοχάσθημεν να διαστείλωμεν αυτούς μεταξύ των με την περιγραφήν, εν μέρει, των εθίμων των, της γλώσσης των, τας σχέσεις των και [από] τον τρόπον του ζην και του μετέρχεσθαι το επάγγελμα και το σύστημα των ποιμένων– το οποίον ακολουθούντες εκ διαδοχής ανέκαθεν και μέχρι την σήμερον, φαίνεται ότι εσχημάτιζον μίαν χωριστήν κοινωνίαν. Ούτως εχόντων, και διαιρούντες αυτούς εις χωρικούς ποιμένας και <εις> σκηνίτας, παρουσιάζονται ότι δύο φυλαί ομάδων Σκηνιτών ήσαν εκείναι εις τους οποίους δυνάμεθα να δώσωμεν κυρίως το όνομα, <ως> ποιμένες εκ συστήματος και επαγγέλματος· οι Αλβανιτοβλάχοι και Γραικοβλάχοι. Διαιρούντες αυτούς [πάλιν διακεκριμένως] εις δύο φυλάς, και κατά τα ήθη και κατά τα έθιμα και κατά την γλώσσαν και κατά το ζην κανονικώς, φαίνεται ότι η καθεμία εξ αυτών είχεν ιδιαίτερον χαρακτήρα σύμφωνον με [εκείνων] τας έξεις των γειτνιαζόντων μερών και ανδρών, παρά των οποίων επεριστοιχίζοντο. Παραδείγματος χάριν· οι Αλβανιτοβλάχοι, διότι κατάγοντο από τα πέριξ της Μοσχοπόλεως χωρία Γράμοσταν, Νικολίτζαν κ.τλ., γειτνιάζοντες με τους Αλβανούς (Κολωνιάτας) και αναθρεφόμενοι μεταξύ τούτων και ομιλούντες μόνον την Βλαχικήν διάλεκτον και την Αλβανικήν, χωρίς να μανθάνουν την Ελληνικήν παρ’ εν παρόδω, αγράμματοι οι περισσότεροι, αποκτήσαντες ιδιαίτερα τινά έθιμα και έξεις· αν και χριστιανοί ορθόδοξοι και έχοντες και ιερείς μεταξύ των, χωρίς όμως να συνέρχωνται ούτε εις γάμον με Γραικούς, φαίνονται ότι ήσαν επιρρεπέστεροι εις την δουλείαν. Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον καταγόμενοι από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, επειδή όμως εγειτνιάζοντο και περιστοιχούντο από Ελληνικάς χώρας και Αρματωλούς Έλληνας, ως π.χ. το Βασταβέτσι, το Συράκον, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, αν και απλοί και αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως, ως προς τας έξεις, με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησίαν <των>, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι εάν και είχον και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους κατοίκους, διαφέροντες <όμως> καθόλου από τους Αλβανιτοβλάχους, ωθούντο όμως από έν αίσθημα φιλελεύθερον, το οποίον κεντούσεν και τους Έλληνας κατοίκους. Δεν εύρισκες ούτε ληστρικήν συμμορίαν, εντός της οποίας να μην υπάρχουν και εξ αυτών άνδρες, ούτε περίστασιν καταδρομής των Αρματωλών ή ληστών, <κατά την οποίαν> ως έχοντες γνώσιν των κινημάτων των να μη έπαθον· και ακόμη ούτε παράδειγμα προδοσίας ηκούσθη από την μερίδα των ποτέ διά κανέναν από τους ληστάς, μ’ όλους τους απηνείς και σκληρούς θανάτους και βασανιστήρια, τα οποία υπόφερον κατά καιρούς από τους δερβεναγάδες Τουρκαλβανούς. Υποχρεωμέναι αι ομάδαι αύται, ως εκ της διανομής και χωρητικότητος των λιβαδιών και των ποιμνίων, να σχηματίζωνται εις τόσα κόμματα και τόσας κοινότητας σκηνιτών, και έχουσαι η κάθε μία εξ αυτών ανά ένα αρχιποιμένα (τζέλνικα), όστις διευθύνων τα πάντα και αντιπροσωπεύων το κοινόν των, επροστάτευεν τα συμφέροντά των· υπό την διεύθυνσιν τούτου, οπλοφορούντες αείποτε, εις τα ορεινά μέρη και πεδιάδας, η φυλή των Γραικοβλάχων, όταν εν καιρώ ανοίξεως ή χινοπώρου συναθροίζετο να αλλάξη θέσεις –εσχημάτιζεν κάθε μία τόσους οπλοφόρους, όσους επρο-ξενούσαν εις την διάβασίν των πολλάκις φόβον. Γνωστός ο χαρακτήρ των δύο φυλών τούτων και αι διαθέσεις <των> προς τους Οθωμανούς, εάν και εξ αυτών πολλοί αρχιποιμένες, διά να λάβουν προστασίαν τινά, εσκέπαζον τα ποίμνιά των με τα ονόματα των τυράννων των <διά> να προφυλαχθούν, μη υποφέροντες όμως μέχρι τέλους οι περισσότεροι να τους ακούγουν και βλέπουν ούτε ως προστάτας των ότι δεν απέβλεπεν παρά <εις> την αέναον δυστυχίαν των– πολλάκις πολλοί ανεξάρτητοι άνδρες αφήσαντες και τα ποίμνια και τους συγγενείς των και τα συμφέροντά των εις την διάκρισιν των καταδρομητών, και λαβόντες τα όπλα έκαμαν τους εχθρούς να τους τρομάξουν εις τας φωλεάς των. Ούτως εχόντων, γενικώς και ιδιαιτέρως, τα περί της φυλής των σκηνιτών Βλαχοποιμένων και ποιμένων χωρικών, αφού είδομεν ότι εις καμμίαν περίστασιν εκ της φυλής των Αλβανιτοβλάχων ληστής ή Αρματωλός δεν εφάνη εξ επαγγέλματος, και παρατηρήσαμεν ότι από τας ομάδας των Γραικοβλάχων ανεφάνησαν και αρχιλησταί και Αρματωλοί». [Να μη μηρυκάζουν οι αδαείς ότι με τη λ. «Γραικόβλαχοι» ο Ν. Κ. Κ. εννοεί… «Σαρκατσιάνοι», και άλλες ανοησίες. Να σταματήσουν να τον στρεβλώνουν…]

  • Το 1835, ο Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος (1797/98-1878), στο Λεξικό του, ονομάζει τα ελληνικά της καθημερινής χρήσης των (νέων) Ελλήνων με τη λ. Βλάχικα.

  • Το 1837, ο Κωνσταντίνος Σακελλαρόπουλος (1789-1856), στο πολύ σπουδαίο Εγχειρίδιον Ελληνικής Παλαιογραφίας, σημειώνει ότι: «Η Πελασγική γλώσσα (η παλαιά αρχέτυπος Ελληνική), τραχεία και ανεπεξέργαστος, είναι έν των στοιχείων εκ των οποίων διεμορφώθη η Λατινική· κατά δε την Ελλάδα διεφυλάχθη επί πολύ μετά τινων μεταβολών εις την ύστερον ονομασθείσαν Αιολικήν διάλεκτον.» Ακόμα ότι «τα παλαιά Ελληνικά γράμματα ήσαν εν χρήσει όχι μόνον προ του Κάδμου, αλλά και προ του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, μετά τον οποίον μόνοι των Ελλήνων οι Πελασγοί τα εφύλαξαν, και διά τούτω ωνομάσθησαν διά πολλού χρόνου Πελασγικά». Τονίζει ότι «Η μέθοδος του βουστροφηδόν γράφειν ήρχισε να αμελήται περί τα 437 π.Χ. έτη».

  • Το 1839, ο David Urquhart (1805-1877), γράφει: α) για την βλαχογλωσσία των Γιώργου Τσιόγκα και Κατσιαντώνη, ότι δηλ. ήταν Βλάχοι. «Zongas, the chief of the Vlachi, –a population which has contributed to the revolution, at various times, as many as ten thousand men: Zongas has mustered as many as two thousand at once. The Vlachi, though not Armatoles, more readily become soldies than the Greek Rayah. […] Their celebrated chief, Cach Antoni, who was one of the Klephti heroes of Ali Pasha’s reign, had been a wealyhy proprietor of sheep and goats, of horses and mules. A party of Albanians once alighted at his encampment: sheep were killed, and skins of wine untied. When they had feasted themselves, they proceeded to the most shamelul outrages; and fell victims, during their sleep, to the violated chastity of the Vlachi establishment. Cach Antoni, exasperated by the dishonor of his family, and now irrevocably excluded from all hope of pardon, set fire, on the spot, to his tents and weightier movables, mingled the blood of two thousand slaughtered sheep with that of the Albanians, and, as they emphatically express it, “took to the mountain” (επήρε το βουνό). A man of daring, not to say of a lofty mind, and of an iron frame, he now became the hero of the Vlachi name, recruiting his band from these handy mountaineer, no where fixed, but always to be found where the wolves have dens and the eagles nests. […]»· β) για τους Βλάχους αρματολούς· γ) για βλάχικους οικισμούς, όπως λ.χ. το Μέτσοβο· δ) για τους Βλάχους των ελληνικών χωρών «Vlachi are originally from Wallachia;», και άλλα ενδιαφέροντα.

  • Το 1840, ο Ami Bue (1794-1881), στο τετράτομο έργο του «La Tourquie dEurope», δίνει πληροφορίες για τους Βλάχους και Τσιντσάρους των ελληνικών χωρών, και γενικότερα της Βαλκανικής, με υιοθέτηση των απόψεων του Φρ. Πουκεβίλ σχετικά με την προέλευση και την καταγωγή των Βλάχων των ελληνικών χωρών, με αναφορές στο ότι ήταν Τσίντσαροι-Βλάχοι οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Κατσιαντώνης, Γιώργος Τσιόγκας, και κάνει εκτενείς αναφορές στους Βλάχους πολεοδόμους και αρχιτέκτονες στη ΝΑ και στην Κεντρική Ερώπη, ως τους κατεξοχήν κατασκευαστές όλων των σπουδαίων αρχιτεκτονημάτων και κτηρίων κ.λπ., και λέει ότι είναι οι μοναδικοί κατασκευαστές τοξοτών γεφυριών. Αναφέρει και τα τόξα σε κάθε γεφύρι!

  • Το 1843, ο Jean Alexandre Buchon (1791-1849), σε ταξιδιωτικό έργο του κάνει εκτενείς αναφορές στους Βλάχους των ελληνικών χωρών και δίνει χρήσιμα πληθυσμιακά στοιχεία για πολλούς οικισμούς της Ελλάδας.

  • Το 1843, ο Αναστάσιος Γεωργιάδης Λευκίας (1773-1853), προσπαθώντας να αντικρούση τα «ψεύδη» του Φαλμεράυερ, χρησιμοποιεί άλλα… ψεύδη, χωρίς να μπορέσει να αποκρύψει την αλήθεια για τους Βλάχους των ελληνικών χωρών, και όταν ακόμα γράφει: «ουδείς των νυν την ελευθέραν Ελλάδα οικούντων ούτε την βουλγαρικήν, ούτε την βλάχικήν, ή άλλην τινά φωνήν των προτέρων εις την Ελλάδα ελθόντων φθέγγεται λαών, των Βλάχων ποιμένων εξαιρουμένων. Αλλ’ ούτοι ουδεμίαν κώμην ή χωρίον εν τη Ελλάδι έχουσιν, αλλ’ εκ της Θεσσαλίας και Μακεδονίας ερχόμενοι, πεπλανημένως συν τοις σφων των προβάτων και αιγών ζώσι ποιμνίοις, τη Βλαχική διαλέκτω χρώμενοι».

  • Το 1844, ο Ιωάννης Κωλέττης (1773-1847), με την ομιλία του στη Βουλή, στις 15.01.1844, Περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, αναπτύσσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας του Ελληνικού Έθνους, και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά κείμενα του Ελληνισμού. Το 1835, στο Παρίσι, στο σπίτι της αδελφής του φιλέλληνα Φαβιέρου, παραβρέθηκε ως πρέσβης της Ελλάδας και συνάντησε εκεί τον εκ Βλαχίας προερχόμενο, για σπουδές στο Παρίσι Ίον Γκίκα, με τον οποίο συζήτησε βλαχιστί για τους άνωθεν και τους κάτωθεν του Δουνάβεως Βλάχους, και του δήλωσε: «Și eu sboresc arămănește, dar sunt grecos […] Parintsili a mei sboresc mași arămănește și mi pare ghine că tini [hi di] la miletea a noastră; him simpatrioti.» – «Και εγώ μιλάω αρμάνικα, αλλά είμαι γκρέκος… […] Οι γονείς μου μιλάνε μόνο αρμάνικα, και χαίρομαι που κι εσύ ανήκεις στο δικό μας μιλέτι· είμαστε συμπατριώτες.». Περιέχει ο διάλογος και άλλα ενδιαφέροντα.

  • Το 1848, ο Ιωάννης-Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνη (1806-1868), γράφει για τους Βλάχους της Πελοποννήσου, που τους αναφέρει ως Βλαχαΐτες, αλλά και για τα Βλαχοχώρια της Πελοποννήσου και τον σημαντικό ρόλο των Βλάχων στα χρόνια του Αγώνα, ιδίως όταν εισήλθε στον Μοριά ο στρατός του Δράμαλη. «Κατ’ εξοχήν οι Βλαχαΐτες να κάμουν ενέδρας διά ζώα [της στρατιάς του Δράμαλη], πιάνοντες και ιπποκόμους λεγόμενους Βουλ­γάρους». Τα ονόματα από τα Βλαχοχώρια της Πελοποννήσου τα έχει καταγράψει ο Πελοποννήσιος συγγραφέας Νίκος Πασαγιώτης, σε μελέτη του, το 1987.

  • Το 1849, ο Robert Curzon (1810-1873), γράφει για επισκέψεις του, το 1834, σε Ήπειρο, Μακεδονία και Θεσσαλία, και για το πού συνάντησε σε αυτές Αλβανούς οι οποίοι μιλούσαν τη βλάχικη γλώσσα! «Albanians: they speak the Wallachian language»! Πρόκειται για «Αρβανιτόβλαχους»!

  • Το 1851, ο Σταύρος Σταθόπουλος, στην πολύτιμη Γεωγραφία του, γράφει για τους Μικροβλάχους της Ελλάδας, που ανέρχονταν στον καιρό του σε 600.000! «Ομιλούν δε οι Μικρόβλαχοι ιδιαιτέραν γλώσσαν την Βλαχικήν, γνωρίζουν όμως όλοι σχεδόν την Ελληνικήν» – «η δε Ελληνική το τέταρτον, και συμπεριλαμβάνουσα τους εξελληνισθέντας εκ των Αλβανών και Μικροβλάχων» – «Εκ δε των κατοίκων της Δαλματίας περί τας 65.000 είναι Ιταλοί και Μικρό­βλαχοι» – «Προς δε τούτοις ευρίσκεται εις την Ελλάδα και μία άλλη φυλή ολιγάριθμος, οι Βλάχοι, οίτινες κατοικούν εις τα βόρεια μέρη της Στερεάς Ελλάδος περί τον Τυμφρηστόν κτλ. και έχουν ιδίαν γλώσσαν».

  • Το 1851, ο Edward Lear (1812-1888), σε ταξιδιωτικό έργο του, για ταξίδια του 1849 σε Αλβανία και ελληνικές χώρες, γράφει ότι συνάντησε τους Βλάχους. «Metzovo is inhabited by Vlakhi or Vlakhiotes – a people of Wallachian descent, already spoken of in these journals as occupying portons of Albania».

  • Το 1851, ο Edmond Spencer, του 1851, σε ταξιδιωτικό έργο του, δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τους Βλάχους ή Τσιντσάρους, «tribe of Wallachians, or Zinzars,», που συνάντησε στις ελληνικές χώρες.

  • Το 1852, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), στο περιοδικό Πανδώρα, γράφει για τους Βλάχους της Αττικής, και γενικά για τους Βλάχους των ελληνικών χωρών, ότι ανέρχονται σε 600.000! «Οι εν Ελλάδι, εν Θεσσαλία, εν Ηπείρω και εν Μακεδονία οικούντες σήμερον Βλάχοι συμποσούνται, ως λέγεται, εις 600.000 ψυχών». Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν το 1854: 1.041.472!

  • Το 1852, ο George Ferguson (1821-1899), για ταξίδι του το 1849 στις ελληνικές χώρες, γράφει πού συνάντησε Βλάχους, και εκφράζει την άποψή του για την καταγωγή τους: «The Wallachians settled in Greece and Turkey are descended from migrations which left the banks of the Danube during the middle ages. Like their countrymen in Wallachia, they belong to the Greek Curch; and have preserved their own language, a debased Latin strongly resembling Italian, but mixed with many Slavonic words. Wallachia is a part of ancient Dacia, which was covered with Ro-man colonies. Its inhabitants, as well as the Moldavians and the numerous other Daco-Romans who are now Austrian subjects in Hungary and Transylvania, or have migrated to the southward, are called Romouni, Romans (in German Romaner), in their own language. In the Slavonian langue Vlak, or Wallach, signifies a Roman or Italian; being akin to the epithet of Velsh or Welsh, given by the Anglo-Saxons to the Italianized provincials of Britain. The national dress still worn in Wallachia and Moldavia by the peasants, is precisely that of the Dacian warriors, as represented on Trajan’s pillara at Rome».

  • Το 1853, ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής (1779-1855), σε τρίτομο έργο του καταχωρίζει σημαντικές πληροφορίες για τους Βλάχους της μέσης Ελλάδας, φερέοικους νομάδες και εδραίους, και μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη.

  • Το 1854, ο Παναγιώτης Αραβαντινός (1811-1870), σε ποικίλα έργα του, αναφέρεται εκτενώς στους Βλάχους. Θεωρείται σπουδαία πηγή, με όλα τα έργα του.

  • Το 1855, ο Edmond About (1828-1885), σε έργο του για την Ελλάδα, εκείνης της περιόδου, γράφει ότι σε αυτήν ζουν και οι Βλάχοι. «Les Valaques parlent une sorte de latin corrompu et meconnaissable».

  • Το 1855, ο Νικόλαος Γεωργίου Νικοκλής, σε διδακτορική διατριβή του, απομυθοποιεί την συγγένεια της αλβανικής γλώσσας με την πελασγική, ενώ αποδείχνει ότι υπάρχει συγγένεια μεταξύ της βλάχικης γλώσσας και της πελασγικής. Είναι έρευνα που μάαλλον έχει διαλάθει της προσοχής των «ειδικών»!

  • Το 1856, ο Marinus P. Vreto (1828-1871), σε έργο του αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο «Les Valaques ou Vlaques du Pinde et les Albanais», δηλ. στους Βλάχους και Αλβανούς της Ελλάδας. Ίσως, είναι η πρώτη απόπειρα Έλληνα συγγραφέα να δώσει επιστημονική εξήγηση στο θέμα «Βλάχοι». Αναφέρει τις κυριαρχούσες απόψεις ότι οι Βλάχοι της Πίνδου ή είναι απόγονοι κατελθόντων από την άνωθεν του Δουνάβεως Βλαχία ή είναι απόγονοι των Ρωμαϊκών φρουρών της «Βασιλικής Στράτας», το δε όνομά τους το οφείλουν στην σλάβικη λ. Volock, που σημαίνει ποιμένας, βοσκός, και που εξελίχθηκε στη νεοελληνική σε Βλάχος.

  • Το 1858, ο Leon Alexandre Heuzey (1831-1922), σε ταξιδιωτικό έργο για τη Θεσσαλία, και το 1860, σε έργο για τον Όλυμπο και την Ακαρνανία, δίνει πλήθος πληροφοριών για τους Βλάχους, τα Βλαχοχώρια, τα έθιμά τους, τον τρόπο ζωής τους κ.λπ.

  • Το 1858, ο Πέτρος Βακάλογλου, διώκτης των ληστών, σε υπηρεσιακή Έκθεσή του, αναφέρει τη «βλάχικη καταγωγή» των Σαρακατσιάνων, ως καταγομένων από το βλάχικο χωριό της Ηπείρου Συρράκο: «Η νομαδική αύτη φυλή των Σαρακατζάνων καλούμενη, καθ’ ο καταγόμενη εκ του χωρίου Συρράκου (υπήρχε και ετέρα βλαχοποιμένων νομαδική φυλή εν τη Στερεά των Αλβανιτοβλάχων κα­λούμενη, καθ’ ο καταγόμενη εξ Αλβανίας, ουδένα συνάπτουσα συγγενικόν δεσμόν μετά της φυλής των Σαρακατσάνων και διατελούσα εις έχθραν αέναον μετ’ αυτής) μεστή ούσα ληστρικών έξεων δεν είναι δυνατόν ν’ απομάθη ταύτας καθότι με όσας και αν υπέστη καταθλίψεις κατά το παρελθόν δεν έπαυσε του να υποστηρίζη διά παντός μέσου την ληστείαν… ο ενδοξότερος δε ομόφυλός των είναι δι’ αυτούς ο τρομερώτερος αρχιληστής». Καταχωρίζει και έγγραφο υπογεγραμμένο από τσελιγκάδες «Εν Κοβέλη Οξιάς τη 18 Ιουνίου 1874», στο οποίο αναφέρεται «[…] εάν φανεί νέος λιστής εκ των πεντακοσίων και είκοσι οικογενειών οπού κατοικούμεν εις την Θεσσαλίαν Σαρακατσιάνων το Έθνος, τον τοιούτον υποσχόμεθα ημείς να τον παραδίδομεν εις χείρας της Α. Οθωμανικής Κυβερνήσεως […]»! Αυτά, προς άρσιν των παρανοήσεων!

  • Το 1859, ο JeanHenriAdbolonyme Ubicini (1818-1884), και σε κατοπινά έργα του, γράφει για τους άνωθεν και κάτωθεν του Δουνάβεως Βλάχους, για τους Βλάχους των ελληνκών χωρών (Κουτζοβλάχους κ.λπ.), δίνει στατιστικά πληθυσμιακά στοιχεία για τους Βλάχικους οικισμούς της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Αλβανίας και της Βοσνίας, και σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Τσίντσαρου Ρήγα Βελεστινλή, με τεράστιο πλήθος βλαχολογικών πληροφοριών.

  • Το 1859, ο Eugene Poujarde (1813-1885) σε έργο του αναφέρεται στους Βλάχους των ελληνικών χωρών και της Αλβανίας, σημειώνει δε ότι ανέρχονται στις 800.000 σε Μακεεδόνία – Ήπειρο – Βουλγαρία.

  • Το 1859, ο Γ. Γ. Παπαδόπουλος, στο περιοδικό Πανδώρα γράφει: α) ότι «Έλληνες και Ρωμαίοι, θέλομεν ευκόλως εννοήσει, ότι τα γετικά έθνη, κατά τον λόγον τούτον, σύμφυλα όντα του Ελληνικού, δεν διαφέρουσιν αυτού πλέον των εις το μακεδονικόν έθνος»· β) ότι «Εκ ταύτης δε οι Αυρηλιανοί Δακορρωμαίοι το μεν δι’ εποικίσεων, τι δε διά βιαίων μετακινήσεων, διεσπάρησαν προς μεσημβρίαν και κατώκησαν εν μέρει την Μακεδονίαν, την Ήπειρον και την Θεσσαλίαν.*»· γ) ότι «*Τούτους οι χυδαίοι ονομάζουσι Κουτσοβλάχους· είναι δε και εκ καταγωγής, ως ελέχθη, Έλληνες και μάλιστα διά την προς αυτούς έτι μείζονα επιμιξίαν των Ελλήνων, ων ούτε διακρίνονται, ούτε διακριθήσονται αυτών»· δ) ότι «οι την ελληνικήν χερσόνησον οικούντες Βλάχοι είναι οι εν τω λαώ τούτω ακραιφνέστεροι Έλληνες»· ε) ότι «Οι δύο λοιπόν λαοί Έλληνες και Βλάχοι απετέλουν εν Βλαχία έν μόνον έθνος, των Βλάχων θεωρούντων την Ελλάδα ως ιδίαν εαυτών πατρίδα».

  • Το 1861, ο Τριαντάφυλλος Μπάρτας, γράφει για τους Βλάχους αγωνιστές: Ρήγα Φεραίο, Γεωργάκη Ολύμπιο, Βασίλειο Ηπειρώτη, Καρατάση, Οδυσσέα Ανδρίτζου, Καραϊσκάκη, Κατζαντώνη, και τον Καποδίστρια, και κάνει ειδική αναφορά στους εκ Μετζόβου ευεργέτες και κλεφτοκαπεταναίους.

  • Το 1861, ο Guillaume Lejan (1828-1871), σε άρθρο του δίνει πολύτιμα στοιχεία για τους Βλάχους των ελληνικών χωρών, και τις «κατηγοριοποιήσεις» τους (Zinzares: Vlakhes, MacedoValaques, Rumuni, KoutzoVlakhes, MaurovlakhiΜαυρόβλαχοι, Morlaques, Valaquies de Dacie, MoldoValaques, Vlakhi, Bovi ou Valaques de la Grece), και γράφει για τους νομάδες (Kambisi, Karagounis, Tchobans), και για τα Βλαχοχώρια (Dans l’empire ottoman ils ne forment un massif compact que le long de lAspropotamo, sur le deux versants du Pinde, au midi et a l’est du lac de Janina. Voici leurs divisions principales: Brutzi: Cantons de KlinovoKoli (Chaliki, Dogliani, Dragovitza, Kastania, Klinovo, Kotori, Krania, Lepe-nitza, Novoous, Skliniassa, Sklinioro) et de PortaKoli (Desi, Gardiki, Klamyge, Motschinora, Pertouli, Pyrra, Tifloseli, Vetour-niko). Massaraki: Canton de Grivano-Koli [S. Marina, Perivoli, Avdelia, Krania], environs de Castoria et du Devol, villages de Musache. […] Ce depart a lieu avec le plus de solennite dans les villages d’Avdelia, San-Marina, Perivoli, don’t les habitants descedent sur Kastoria, le Penee et la Thessalie).

  • Το 1862, ο Δ. Ν. Κουκούλης, στην Πανδώρα, γράφει για τους ποιμένες της Μολδοβλαχίας, γνωστούς ως Μοκάνους, και κάνει περιγραφή κάποιων εθίμων του γάμου τους, και για το ότι στις αρχές του 19ου αιώνα στη Μολδοβλαχία μόνο κάποιες χιλιάδες επαριωτών – χωρικών μιλούσαν τα «μολδοβλάχικα»!

  • Το 1870, ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891), σε ποικίλα έργα του, αναφέρεται διθυραμβικά στους Βλάχους, στα Βλαχοχώρια του Ζαγοριού, του Μετσόβου, και γενικά σε όλους του Βλάχους και τα Βλαχοχώρια της Ηπείρου.

  • Το 1877, ο Hermann Jgnatz Bidermann (1831-1892) γράφει ότι οι Βλάχοι είναι εκρωμαϊσμένοι ή εκλατινισμένοι γλωσσικά Κέλτες και Λιγούριοι.

  • Το 1877, ο Julius Jung (1851-1910) σε έργο του καταπιάνεται με την «εθνογένεση των Βλάχων» της ΝΑ Ευρώπης, κι επεκτείνεται και στους Κεντροευρωπαίους και Αλπικούς Βλάχους, γνωστούς με το όνομα «Λαντίνι», οι οποίοι μιλούν παραπλήσια γλώσσα με την αρμάνικη των Ελληνόβλαχων, και οι οποίοι εκτείνονται με μεγάλη διασπορά στη βόρεια Ιταλία, στην Αυστρία, στην Ελβετία, στην Σλοβενία, στην Κροατία και αλλού. Ένα θέμα μάλλον άγνωστο για τους Έλληνες αναγνώστες. Το έργο του, στο κεφ. 8, αναπτύσσει το σχετικό θέμα: «VIII. “Ladiner” oder “Walchen”, “Rumunen” oder “Walachen” und deren Schicjsale im Mit-telalter».

  • Το 1877, ο Δωρόθεος Σχολάριος (1812-1888), καταδεικνύει πώς, ως Βλάχος Ασπροποταμίτης ιεράρχης, υπήρξε μέγας πολέμιος της βλάχικης γλώσσας.

  • Το 1877, ο Γ. Γώγος, γράφει ότι «Μελέτη της ενταύθα Ελληνικής κοινότητος εγένετο κατά καιρούς και αδελφοί Μακεδόνες, λαλούντες και το ιδίωμα της βλαχικής γλώσσης το λεγόμενον κουτσοβλαχικόν· όθεν χάριν αυτών και της εκ βλάχων ορθοδόξων στρατιωτικής φρουράς της πόλεως, προ πεντήκοντα ήδη ενιαυτών αυτοκρατορικώ διατάγματι, εφημερεύει εν τη Εκκλησία πάντοτε και Βλάχος ιερεύς, ιερουργών βλαχιστί καθ’ ωρισμένας ημέρας του ενιαυτού. Η δε κοινότης λέγεται έκτοτε “Κοινότης Ορθόδοξος Γραικών τε και Μακεδονοβλάχων”. Η ενταύθα Ελληνική κοινότης και Εκκλησία έσχε κατά διαφόρους εποχάς μεγάλους και αοιδίμους ευεργέτας, εν οις Αλέξανδρος Λέπωρας εκληροδότησεν υπέρ αυτής 400.000 φρ.· Σοφία Λύκα 50.000 δραχμ.· αμφότεροι εκ Βοσκοπόλεως της Μακεδονίας ορμώμενοι· Κωνσταντίνος Τακετσής 15.000 φρ., Θεόδωρος Στούρζας 20.000 φρ., Βασιλική Τριανταφύλλου εκ Σερρών 5.000 δραχμ. […]».

  • Το 1878, ο Αντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905), σε Οδοιπορικό του, γράφει για βλάχικους οικισμούς των ελληνικών χωρών και τον πληθυσμό τους.

  • Το 1879, έγινε Αφορισμός Περιβολιωτών από τον Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών, επειδή στο σχολείο τους «παράλληλα με την ελληνική διδάσκονταν και η βλάχικη αλλά και η γαλλική γλώσσα», αλλά ο εκ Κρουσόβου καταγόμενος Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ (1834-1912) αντέδρασε άμεσα «υπέρ των κατοίκων του Περιβολιού»!

  • Το 1878-1879, ο Μιλτιάδης Δ. Σεϊζάνης, γράφει για το Βλαχολείβαδο, για τους βλαχοποιμένες της Βέροιας, για τον Νεβεσκιώτη πρωταγωνιστή στην Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, Β. Ζούρκο, για τον ηρωισμό γυναικών βλαχοποιμένων, που «ερρίφθησαν από των βράχων» για να μη πέσουν στα χέρια των εχθρών, και για το ότι τότε η Ελλάδα είχει πληθυσμό 1.480.000!

  • Το 1880, ο Ι. Κοκίδης (1833-1922), σε Οδοιπορικό του, δίνει πληθυσμιακά στοιχεία για τα Βλαχοχώρια της Θεσσαλίας και άλλων περιοχών.

  • Το 1881 (και το 1897), ο Σπυρίδων Π. Λάμπρος (1851-1919), γράφει: α) ότι «Οι κάτοικοι των δύο χωρίων, [Καλαρρυτών και Συρράκου] ως και της περιχώρου, ήσαν μεν βλαχικής καταγωγής, αλλ’ εξελληνίσθησαν επί τοσούτον, ώστε ουδείς βεβαίως σκέπτεται να μη θεωρήση Έλληνας εκ των γνησιωτέρων τον Κωλέττην και τόσους άλλους πολιτικούς, λογίους, ευεργέτας της κοινής πατρίδος». β) ότι «…τους επί της οροσειράς της Πίνδου κατά την Μακεδονίαν Θεσσαλικής Ηπείρου κατοικούντας Βλαχικούς ή Κουτσοβλαχικούς πληθυσμούς. Ως γνωστόν μέχρι σήμερον επικρατεί παρά τοις ημετέροις και παρά τοις Ευρωπαίοις εθνολόγοις ιδία η γνώμη, ότι οι Βλαχικοί αυτοί λαοί είναι αποσπάσματα και συγγενείς των πέριξ του Δουνάβεως εκτεταμένων Σλαυορρουμουνικών φυλών, αποικήσαντες κατά διαφόρους αμνημονεύτους εποχάς εκείθεν επί της ημετέρας ποιητικής Πίνδου».

  • Το 1884, ο Σ. Κρητικός, δίνει ιστορικά στοιχεία που αφορούν στους λαούς της Μολδαβίας, της Βλαχίας κ.λπ., κατά την αρχαιότητα, που ήταν Γότθοι και Βαστάρναι (= Πεύκαι του Ζώσιμου), για τους Βλάχους της Ελλάδας, που τους θεωρεί απογόνους των Δακορωμάνων, ενώ τους Δακορωμάνους τους θεωρεί μίγμα πολλών λαών. «Αλλ’ οι πέραν του Δουνάβεως Δακορουμούνοι ή Βλάχοι, ους οι Βυζαντινοί συγγραφείς καλούσι Δάκας και Πατζινάκας και Μαυροβλαχίτας κατά τον Πορφυρογέννητον, νικηθέντες υπό Αλεξίου του Κομνηνού, ως Ζωναράς αναφέρει, κατά το 1118, μετωκίσθησαν εις Μογλέναν παρά την Καστορίαν της Μακεδονίας και ωνομάσθησαν Μογλενίται Πατζινακίται, και παρά των Ελλήνων μετά ταύτα επεκλήθησαν Μαυροβλάχοι, δι’ άπερ κακά και λεηλασίας αυτοίς επράξαντο και τελευταίον Κουτζοβλάχοι ήτοι χωλοί Βλάχοι, ως καταγόμενοι εκ των νικηθέντων και ων τα μέλη θεωρούνται ελλιπή. Το δ’ όνομα τούτο διεδόθη και επεκράτησε περί όλων των διεσπαρμένων εν τε Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία Δακορωμούνων συγχωνευθέντων εν τω ιθαγενεί ελληνικώ στοιχείω, όπερ συνέβη και τοις παρά τας ακτάς του Ευξείνου οικούσιν, ους πολλάκις οι Βυζαντινοί μετεχειρίσθησαν εις εκστρατείας κατά των Κουμάνων, Ούγγρων και Ιταλών και άλλων εθνών. […] εν τω Δακορωμουνικώ στοιχείω συνεχωνεύθησαν Δάκες, Γέται, Σκύθαι, Λατίνοι, Έλληνες, Κιμμέριοι, Γότθοι, Βαστάρναι, Γήπεδες Σλάβοι, Ούννοι, Βανδήλοι, Βούλγαροι, Χάζαροι, Άβαρες, Μπόγδανοι, Κουμάνοι και Νογάϊδες. Το κράμα νυν ετελέσθη και ιδού λαός νέος παρουσιάζεται εις την σκηνήν από του 14ου αιώνος. Σ. Κρητικός, εν Ιασίω, μηνί Μαΐω 1884».

  • Το 1885, ο Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (1842-1914), γράφει για το πώς πρέπει να τεκμηριωθεί η αλήθεια για τους Βλάχους, και καταρρίπτει τους κυρίαρχους ανιστόρητους ισχυρισμούς σχετικά με αυτό το θέμα, και λέει ότι η ονομασία των παλαιών Αθηναίων ήτοι «Γκάγκαροι» (και «Γγάγγαροι» ή «Γάγγαροι») σχετίζεται με τους σκηνίτες Βλάχους, που ονομάζονται Γκόγγα (= Βλάχος) από τους Αλβανούς και Ηπειρώτες.

  • Το 1886, ο Ιωάννης Καλοστύτης (1851-1918), γράφει για τις προπαγάνδες που ασκούνται στους αλλόγλωσσους της Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων και οι Ελληνόβλαχοι, στις βλάχικες κοινότητες της Μακεδονίας (Μεγάροβον, Κρούσοβον, Μέτσοβον, Κλεισούρα, Σαμαρίνα, Βλάτσιον, Βιτώλια, κ.ά.), και σε λαό («βλαχόφωνοι») που έδωσε αγωνιστες («ο Σταθάς, ο Νίκο-Τσάρας, ο Βλαχάβας, ο Μπουκουβάλας, ο Δίπλας, ο Ολύμπιος, ο Καρατάσσος») στην Ελλάδα.

  • Το 1887, ο Παύλος Καρολίδης (1849-1930), γράφει ότι ο Μανιάτης «περιφρονεί εν μέρει τους λοιπούς Λάκωνας και καταφρονεί άκρως τους Βλάχους, ως καλεί τους Πελοποννησίους».

  • Το 1889, ο «Un Hellene», στο «Revue de Geographie», χωρίς να γνωρίζουμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το ψευδώνυμο, καταθέτει απόψεις και θέσεις για τους «Γραικο-Βλάχους», ήτοι τους Αρμάνους Βλάχους των ελληνικών χωρών: «Ces pauvres GrecoValaques, qui sont de 65 a 70.000 en Macedoine (dans la Chalcidique, sur lHaliacmon et le long du littoral) et a peu pres autant en Albanie et dans les valles meridionales de la “noire Epire” ou domine l’element grec, plus ou moins mele dAlbanais et de KoutzoVlaques en voie dhellenisation». «Ce mot de Vlaque doit etre sans doute d’origine latine et signifie campagnard, paysan; encore aujourd’hui dans le Peloponese, on donne le nom de Vlaques aux paysans et aux bergers, et celui de Triobeli (civils) aux bourgeois des villes, par antithese et pour differencier leur position sociale. Ils furent nommes Vlaques ou Blatri dans les siecles passes; probablement du meme mot latin don’t sont derives villano, villaggio et village; pendant la domination romaine on trouvait partout des Vlaques, en Valachie, en Moldavie, dans les vallees du mont Rhodope, ou, selon Hammer, les Tourcs trouverent et detruisirent deux principautes valaques; il y avait des Vlaques au Peloponese et dans la Grece continentale, en Epire, en Thessalie, et cette dernier forma pour quelque temps l’Etat de la grande ou haute Valachie, dans le pays de Galles (Iles-Britanniques) et dans l’Istrie, ou ils se sont encore conserves. Le nom de Fellah, usite en Egypte et significant paysan, est synonyme de Vlaque, et nous pensons qu’il est d’origine roumaine et non arabe. Il est done probable que ce nom de Vlague a ete appliqué par les Romains a une classe de paysans esclaves, de basse origine et dedaignes, et pour cette raison il acquit avec le temps un sens d’abaissement et de mepris qu’il a garde jousqu’a la fin. En consequence, le mot vlaque, comme denomination nationale, n’etablit nullement la prevue d’une parente d’origine et encore moins le droit des Roumains actuels de se dire du meme sang que les populations Greco-valaques de la Macedoine et du Pinde et ne les autorise point a avoir des pretentions politiques sur elles.» «Dans le courant du VIIIe siècle, des Valaques, et non des Slaves s’etablirent au Peloponese depeuple par la peste, venant de l’Epire et de la Thessalie, ce qui est suffisamment demontre par les noms donnes dans les vallees et les montagnes du Peloponese a des bourgades, des villages, des sites et des monts, lesquels provenant de la langue Koutzo-Vlaque, se retrouvent exactement appliqués a des vallees et a des montagnes de l’Epire et de la Thessalie. . .»

  • Το 1897, ο Λεόντιος Κ. Λεόντιου, φαίνεται να… θεωρεί τους Ελληνόβλαχους Αρμάνους… Αλβανούς!

  • Το 1897, ο Αντώνιος Τούμα Φον Βαλδκάμπφ (1842-1912), στο έργο του «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία», γράφει για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους των ελληνικών χωρών («Ρουμάνοι ή Κουτσόβλαχοι»), ότι τους θεωρεί… Ρουμάνους, αν και τονίζει ότι η γλώσσα τους δεν έχει μεγάλη σχέση με τη ρουμάνικη («Η εν χρήσει μεταξύ αυτών γλώσσα διαφέρει εν πολλοίς του Βασιλείου της Ρουμανίας»), και ότι οι ίδιοι οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι («Βλάχοι, καλούμενοι Κουτσόβλαχοι ή Ζινζάροι») θεωρούν ότι είναι απόγονοι Ρωμαίων αποίκων εξ Ιταλίας («Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι οι πρόγονοι αυτών μετηνάστευσαν εξ Ιταλίας»). Περιγράφοντας τους Θεσσαλούς λέει ότι είναι ίδιοι με αυτούς της αρχαιότητας. [Αυστριακός αξιωματικός, με καταγωγή από την Μοσχόπολη!]

  • Το 1905, ο Παναγιώτης Κ. Κουγιτέας, γράφει για την Άνω Αλβανία και την Ήπειρο, και καταχωρίζει χρήσιμα ιστορικά και στατιστικά στοιχεία για τους Βλάχους και τα Βλαχοχώρια, με… διακρίσεις σε Κουτσόβλαχους, Μεγαλοβλαχίτες, Καραγκούνηδες κ.λπ.

  • Το 1905, ο Αντώνιος Θ. Σπηλιωτόπουλος, στη μελέτη του «Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες και η Ρωμουνική Προπαγάνδα», γράφει: α) ότι «Οι Κουτσόβλαχοι ή Ελληνόβλαχοι, ως χαρακτηριστικώτερον καλούνται οι Βλαχόφωνοι ούτοι Έλληνες παρ’ ημίν, εισί λαός εγκατεσπαρμένος από των νοτίων υπωρειών του Σκάρδου μέχρι των κλιτύων της Πίνδου των κατερχομένων προς την Θεσσαλίαν και Ήπειρον. Κατοικούσι δε κυρίως τα μεσημβρινά διαμερίσματα της Μακεδονίας και τα μεσημβρινοδυτικά εν ορεινοίς συνήθως και αποκέντροις τόποις ως εν Νεβέσκη, Μεγαρόβω, Κλεισούρα, Κρουσόβω, ή εν ταις υψηλαίς πεδιάσι, ταις σχηματιζομέναις υπό των διαφόρων κλυτίων της Πίνδου, πέριξ του Μετσόβου, του Συρράκου, των Καλαρρυτών. Η Κορυτζά, η Σίσανη, η Κοζάνη, τα Βιτώλια, η Μοσχόπολις, το Κρούσοβον, το Μεγάροβον, η Κλεισούρα, ο Μακεδονικός Τύρναβος, η Σαμαρίνα, το Βλάτσιον, τα Γρεβενά, η Νάουσα, το Περιβόλιον, η Πρίλαπος, η Βέρροια, η Χρούπιστα, το Γκόπεσι, η Μιλοβίστα, η Νεβέσκη, το Μουρίχωβον, αποτελούσι τους κυριωτέρους βλαχικούς συνοικισμούς εν Μακεδονία. Εν Ηπείρω δε οι Βλάχοι κατοικούσι περί τα δέκα περίπου χωρία και οι κυριώτεροι αυτών συνοικισμοί εισί το παραμεθόριον Μέτσοβον, η πατρίς του μεγάλου εθνικού ευεργέτου Αβέρωφ, οι Καλαρρύται, το Συρράκον, και τα Ιωάννινα, ένθα εισίν εγκατεστημένοι πλείστοι σημαίνοντες Βλάχοι, έμποροι, επιστήμονες και τραπεζίται. Οι εν Βουκουρεστίω θερμοκέφαλοι πατριώται, οι διεκδικούντες τους Βλάχους ως ομοεθνείς και διαφλεγόμενοι υπό του πόθου της δημιουργίας ιδίας εθνικότητος εν Μακεδονία και Ηπείρω, δι’ ους σκοπούς θέλομεν είπη προϊούσης της μελέτης ταύτης, αναβιβάζουσι τον βλαχικόν πληθυσμόν εις οκτακοσίας περίπου χιλιάδας. […]»· β) ότι «Κατά την γνώμην πάντων των ασχοληθέντων επί του Μακεδονικού προβλήματος και παρεχόντων σοβαρούς αριθμούς περί της διασποράς των φύλων εν τη Χερσονήσω του Αίμου, οι Βλάχοι εν τω συνόλω αυτών δεν υπερβαίνουσι τας 200.000. Εκ τούτων οι ολιγαριθμότεροι κατοικούσι την Μακεδονίαν και Ήπειρον. Εν Ηπείρω, εν τη μεταξύ του Αράχθου και Αώου χώρα, Βλάχοι και Αρβανιτόβλαχοι, ήτοι νομάδες Βλάχοι, εξ ων πολλοί το έαρ κατέρχονται εις την νοτιοδυτικήν Μακεδονίαν υπολογίζονται εις 12.000. Εν δε τη Μακεδονία η στατιστική των Βουλγάρων αναβιβάζει τους Κουτσοβλάχους εις 90.000. Άλλοι υπολογίζουσιν αυτούς εις 50.000 (εις τόσους προ τινων ετών υπελόγιζεν αυτούς και ο Φίνλεϋ), ο δε υπό του δόκτορος Καρόλου Peuker τελευταίως εκδοθείς εν Βιέννη εθνογραφικός, ιστορικός και στατιστικός χάρτης αναβιβάζει αυτούς εις 93.000. Ήτοι εν τω βιλαετίω Θεσσαλονίκης 27.000, εν τη υποδιοικήσει των Σερβίων 20.000, εν τω βιλαετίω Μοναστηρίου 45.000 και εν τω βιλαετίω Κοσσόβου 1.000. Προς τον αριθμόν τούτον συμφωνεί και η επίσημος αγγλική στατιστική, ούτως ώστε δέον να θεωρήσωμεν τους εν Μακεδονία Βλάχους ουχί κατωτέρους των 90.000 μετά δε των εν Ηπείρω ανερχομένων εις 102-103.000. Αι λοιπαί χιλιάδες των Κουτσοβλάχων εισίν εγκατεσπαρμένοι καθ’ όλην την χερσόνησον του Αίμου, ιδία όμως εν Ελλάδι από της Πίνδου μέχρι της Πελοποννήσου. Οι Βλάχοι της Θεσσαλίας κατά την επίσημον στατιστικήν του Βασιλείου υπολογίζονται εις 27.000. Βλάχοι όμως υπάρχουσιν εν Αιτωλία και Ακαρνανία, καθ’ όλην την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα, την Αττικήν και άλλα μέρη του ελληνικού Βασιλείου, πλανώμενοι και σήμερον, ως επί Πουκεβίλ, από Αχρίδος μέχρι Πελοποννήσου, ως έν εκ των πολλών στοιχείων της ελληνικής εθνότητος, εις την αδιάσπαστον ενότητα της οποίας ουδέν ισχύει η διαφορά του γλωσσικού ιδιώματος. Οι Βλάχοι ή μάλλον οι Ελληνόβλαχοι, ως αυτοί ούτοι αποκαλούσιν εαυτούς, διαδηλούντες ούτω την αδιάσπαστον ενότητα αυτών μετά του ελληνικού έθνους, διαιρούνται εις τρεις κυρίως κλάδους ή τάξεις. Τον πρώτον εξ αυτών αποτελούσιν οι κυρίως Ελληνόβλαχοι ή Μικρόβλαχοι καλούμενοι. Ούτοι κυρίως κατοικούσι τας πόλεις και τας κωμοπόλεις, ως τα Βιτώλια, το Κρούσοβον, το Μεγάροβον, την Κλεισούραν, τας Σέρρας, τα Ιωάννινα, το Μέτσοβον, το Συρράκον· εισί εμπεποτισμένοι ελληνικής παιδείας και αγωγής, αποτελούσι την αριστοκρατίαν, ούτως ειπείν, των Βλάχων, μετέρχονται το εμπόριον, αποβαίνουσι πολλάκις επιστήμονες, διακρίνονται επί πνευματική αναπτύξει και ευγενεία και ουκ ολίγοι εξ αυτών, έχοντες εν εαυτοίς το δαιμόνιον του επιχειρηματικού πνεύματος, ως οι λοιποί Έλληνες, αποδημούσιν εν τη ξένη, ως εις Βιέννην, Πέστην, Βουκουρέστιον, Αλεξάνδρειαν, Κάϊρον και αλλαχού και κατορθούσιν εκεί, εντίμως εργαζόμενοι, να σχηματίσωσι κολοσσιαίας περιουσίας, δι’ ων αποβαίνουσιν ευεργέται της τε ιδιαιτέρας πατρίδος και του έθνους αυτών.»· γ) ότι «Τας άλλας δύο τάξεις των Βλάχων αποτελούσι την μεν οι Κατσαουναίοι ή Κατσαούνιδες, την δε οι Σαρακατσαναίοι ή Σαρακατσάνιδες. Αμφότεραι αι τάξεις αύται διάγουσιν εν τοις όρεσι, ζώσι βίον ποιμενικόν, εισί κατά το πλείστον νομάδες και σκηνίται και διακρίνονται απ’ αλλήλων εκ της ιδιαιτέρας ενδυμασίας. Οι νομάδες ούτοι εν Ηπείρω, καλούνται και Αρβανιτόβλαχοι, καθό λαλούντες συν τη ελληνική και βλαχική και την αλβανικήν. Ούτοι παραχειμάζουσι μετά των οικογενειών αυτών εις τα πέριξ της Πρεβέζης, της Παραμυθίας, της Πάργας, του Δελβίνου και του Αυλώνος, έαρος δ’ επιγενομένου μεταβαίνουσιν εις τα ορεινά μέρη του Ζαγορίου και της μεσημβρινοδυτικής Μακεδονίας. Ως εκ του βίου δε, τον οποίον διάγουσιν εν γένει, αι δύο τελευταίαι τάξεις των Βλάχων εισίν άγευστοι παιδείας και ελάχιστα ανεπτυγμέναι πνευματικώς μεταξύ δε αυτών ως επί το πλείστον αριθμούνται τα θύματα της Ρωμουνικής προπαγάνδας, και εξ αυτών στρατολογούνται οι τρόφιμοι των εν Μακεδονία και Ηπείρω Ρωμουνικών σχολείων εν είδει παιδομαζώματος, εξ οικογενειών δηλονότι πενομένων και δελεαζομένων υπό του Ρωμουνικού χρυσίου και παιδίων ορφανών ή εν γένει αποκλήρων.»· δ) ότι «Οι Σλαύοι ονομάζουσι τους Βλάχους, Ζιγγάρους ή Τσιντσάρους, ήτοι Αθιγγάνους, ίσως ένεκεν του νομαδικού αυτών βίου, τινές δε και την λέξιν Βλάχος (Wallach ή Vlak) θεωρούσιν έχουσαν σλαβονικήν την αρχήν και αναλογούσαν προς τας λέξεις Welch ή Velch, δι’ ων οι Αγγλοσάξωνες καλούσι τους εκρωμαϊσθέντας κατοίκους της Βρετανίας. Πότε όμως και πώς προέκυψε το παρεφθαρμένον Βλαχικόν γλωσσικόν ιδίωμα, το παρασχόν αφορμήν εις πλείστας όσας διαμφισβητήσεις και εικασίας περί της καταγωγής των ελληνικωτάτων Βλάχων, βάσιν δε στηρίξεως των Ρωμουνικών επ’ αυτών βλέψεων και αξιώσεων, η ιστορία αγνοεί.»· ε) ότι «Οι Βλάχοι ως οικογενειακήν αυτών γλώσσαν μεταχειρίζονται ιδίωμα εκ πρώτης όψεως ελληνολατινικόν, αποτελούμενον εκ λέξεων δηλονότι εκ της λατινικής και της ελληνικής.»· στ) ότι «[…] δίγλωσσοι δε κατά το πλείστον εισί και αι γυναίκες αυτών των ορεσιβίων Κατσαούνηδων και Σαρακατσαναίων.»· ζ) ότι «ο Άγγλος ιστορικός Φίνελεϋ (Ιστορία της Ελλάδος) υπεστήριξαν την γνώμην ότι οι Κουτσόβλαχοι εισίν ανάμιξις Αλβανών και Ελλήνων, οίτινες φεύγοντες τον ζυγόν των κατακτητών απεσύρθησαν εις τα όρη […] από της Αχρίδος μέχρι Πελοποννήσου πλανωμένων»· η) ότι «οι σημερινοί Κουτσόβλαχοι ήσαν λαός ανέκαθεν ποιμενικός γνωστός και κατά την αρχαιότητα»· θ) ότι «πολλούς αιώνας π.Χ. από των χρόνων της αρχαίας Ελλάδος ίσως, εγκατεστάθη εξ Απουλίας και λοιπής Ιταλίας εις τας Ελληνικάς χώρας και ανεμίγη μετά του Ελληνικού στοιχείου»· ι) ότι «Οι δε ελληνικώτατοι Σαρακατσαναίοι είνε τόσον ελληνόγλωσσοι, ώστε πολλοί δεν θεωρούσιν αυτούς Βλάχους, διότι πράγματι εντελώς εξελληνίσθησαν, σχεδόν αποβαλόντες και απομαθόντες το βλαχόφωνον ιδίωμα». [Είναι και άλλα τα σημαντικά που γράφει για την πνευματική και οικονομική συμβολή των Ελληνοβλάχων στη δημιουργία του νέου Ελληνισμού.]

  • Το 1934, ο Ευλόγιος Κουρίλας – Λαυριώτης (1880-1961), σε μελέτη για την Μοσχόπολη και την Καταγωγή των Κουτσόβλαχων, καταθέτει σημαντικά στοιχεία για τους Βλάχους (Κουτζόβλαχους, Σαρακατσαναίους, Αρβανιτόβλαχους, Καραγκούνιδες), και επισημαίνει ότι το 1804, το χωριό Πλανιά της Χαλκιδικής κατοικούνταν από Αρβανιτόβλαχους.

  • Το 1939, ο Στίλπων Π. Κυριακίδης (1887-1964), και το 1946, σε εκδοθέντα έργα του (αυτά τα έτη), γράφει και για τους Βλάχους των ελληνικών χωρών: «…δεν είναι δυνατόν να υποτεθή ότι η ρωμαϊκή στρατολογία δεν εξετείνετο και εις την Μακεδονίαν και την Θράκην και την Θεσσαλίαν ακόμη, και ιδία εις τους πτωχοτέρους ορεινούς αυτούς πληθυσμούς, οίτινες ανέκαθεν εστρατεύοντο επί μισθώ, ως επίσης δεν είναι δυνατόν να υποτεθή ότι οι Έλληνες δεν εκινούντο ελεύθεροι ως έμποροι και επαγγελματίαι καθ’ άπασαν την χώραν και ιδία εις τας πόλεις, είναι φυσικόν να ευρίσκοντο σποράδην και βορειότερον της χαραχθείσης διαχωριστικής γραμμής Έλληνες, ως επίσης και νοτιώτερον αυτής εκρωμαισμένοι Θράκες και Μακεδόνες και Θεσσαλοί εις τας ορεινάς ιδία περιοχάς. Συνέχεια τούτων πιστεύω ότι είναι οι σημερινοί Ελληνόβλαχοι, τους οποίους διεκδικούν οι Ρουμάνοι ως ιδικάς των αποσπάδας, χωρίς να δύνανται να δείξουν τους χρόνους και τας περιστάσεις, κατά τας οποίας ούτοι κατήλθον εκ Δακίας εις την χώραν μας». «Οι εκρωμανισμένοι ούτοι θρακοϊλλυρικοί ήτο φυσικόν λόγω της κοινότητος της γλώσσης να ταυτησθώσι προς τον εκρωμανισμένους ήδη ορεινούς Μακεδόνας και Θεσσαλούς, ούτω δ’ απετελέσθη η φυλή των Βλάχων ή Κουτσοβλάχων, η οποία κατά τον μεσαίωνα, αλλά και σήμερον, ευρίσκεται εγκατεσπαρμένη εις όλην την Μακεδονίαν και την Θεσσαλίαν κυρίως, αλλά και πέραν αυτών. Ούτως ευρίσκομεν σήμερον Βλάχους όχι μόνον εις τας οροσειράς της Πίνδου και του Βερμίου, αλλά και εις την αρχαίαν Πελαγονίαν, δηλ. την περιοχήν του Μοναστηρίου, και εις τας όχθας του Στρυμόνος, εντεύθεν και εκείθεν των συνόρων, κατά δε τον μέσον αιώνα και εις την περιοχήν του Αίμου. Αι εγκαταστάσεις αύται, πλην ίσως ελαχίστων εξαιρέσων, δεν φαίνεται να είναι νεώτεραι, προελθούσαι εκ της ειρηνικής των πληθυσμών μετακινήσεως κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, αλλά παλαιαί, πιθανώτατα του ΣΤ΄ και Ζ΄ αιώνος». Λέει και άλλα ενδιαφέροντα και επισημαίνει ότι «τα εν Πελοποννήσω και περί την Θεσσαλονίκην και τον Στρυμόνα εγκατασταθέντα φύλα, τα οποία και πράγματι εγραικώθησαν»!

  • Το 1940, ο Κ. Θ. Δημαράς (1904-1992), σε κριτικό σημείωμά του εις «Το Βήμα, 4-3-1940», για το βιβλίο «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι;», του Αντωνίου Κεραμοπούλλου, αποφαίνεται ότι «Οι Κουτσόβλαχοι, λοιπόν, δεν είναι επήλυδες, αλλά αυτόχθονες».

  • Το 1941, η Αγγελική Χατζημιχάλη (1895-1965), σε άρθρο της στη «Νέα Εστία» γράφει για τους Βλάχους (Σαρακατσάνοι, Κουτσόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι), και πλέκει το εγκώμιό τους.

  • Το 1945, ο Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος (1870-1960), μετά την έκδοση του φημισμένου «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι;» (1939), εξέδωσε το 1945 μελέτη για τους Έλληνες και τους βόρειους γείτονες, στην οποία περιέχονται νέα στοιχεία, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «δεν πρέπει να λέγωμεν ότι το όνομα των Βλάχων απαντά το πρώτον τω 976, ως ακολουθών άλλους λέγω εν τω βιβλίω μου ε.α. [Τι είναι οι Κουτσό-βλαχοι;], αλλά τω 325…»

  • Το 1945, ο Σέργιος Α. Γυαλιστράς (1888-1964), γράφει για τους Βλάχους ή Ελληνόβλαχους, για τους «ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους», και άλλα συναφή, που είναι καλό να το… φυλλομετρήσουν όσοι ασχολούνται με το λεγόμενο «Κουτσοβλαχικόν ζήτημα».

  • Το 1945, ο Διονύσιος Α. Ζακυθηνός (1905-1993) σε ποικίλα έργα του από το 1945 και εντεύθεν, έχει γράψει για τους Βλάχους και τη Βλαχία (και για τους Σλάβους). «Εγραικώθησαν οι έποικοι των Σκλαβηνιών και ούτω ο ελληνισμός απέδειξε διά μίαν εισέτι φοράν την μεγάλην εκπολιτιστικήν του δραστηριότητα». «Ως ορθώς παρετήρησεν ο Gaster, πολλαί σλαβικαί λέξεις μετεδόθησαν εις την νέαν ελληνικήν εμμέσως, διά τρίτων δηλαδή, μη σλαβικών, φορέων, ως οι Αλβανοί και οι Βλάχοι». «Provincia Valachiae. Διά των ονομάτων Βλαχία, Μεγάλη Βλαχία, εδηλούτο κατά τους μέσους αιώνας η Θεσσαλία». «Εν τοις πράγμασι το Βυζαντινόν Κράτος εγραικώθη, αλλ’ αφηλληνίσθη».

  • Το 1947, ο Γ. Παπαγεωργίου Εράλδυ[ς], γράφει για τους Κουτσόβλαχους και τα Τρίκαλα: α) ότι «οι Βλάχοι της Ελλάδος ήλθον εκ της Ιταλικής Χερσονήσου και εκ των άλλων γειτονικών της Ιταλίας χωρών και ουχί εκ της Ρουμανίας»· β) ότι «ουδεμία πλέον διάκρισις είναι δυνατή μεταξύ Ελλήνων και Κουτσοβλάχων. Ο Ελληνόφωνος Έλλην δεν δύναται να αποδείξη αν δεν είναι Κουτσόβλαχος και ο Βλαχόφωνος Κουτσόβλαχος δεν δύναται να αποδείξει αν δεν είναι Έλλην»· γ) ότι «πατρίς όλων των Βλάχων είναι η Ίστρια ή ειδικώτερον η ΒΔ χώρα της Βαλκανικής, δηλαδή η Βοσνία, η Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιον και τα μεταξύ προς την Β Μακεδονίαν μέρη, ήτοι η STARI VLAH (Παλαιά Βλαχία) των Σέρβων»· δ) ότι «Κατά τον Gustav Meyer η σημερινή Αλβανική γλώσσα μεταξύ των 5.110 ευχρήστων λέξεών της έχει 1.420 βλαχικάς λέξεις, δηλ. σχεδόν το έν τρίτον»· ε) ότι «η Κουτσοβλαχική γλώσσα δεν είναι λατινογενής, δεν έχει δηλαδή μητέρα την Λατινικήν γλώσσαν, αλλ’ ότι είναι αυτοτελής γλώσσα, αδελφή της Λατινικής και Ελληνικής, ένας άλλος κλάδος των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών»· στ) ότι «αποκλείεται η Λατινική να είναι η μήτηρ της Κουτσοβλαχικής. Μήτηρ της Κουτσοβλαχικής καθώς και της Ρουμανικής πρέπει να είναι μία κοινή μορφή και των δύο, την οποίαν ας αποκαλέσωμεν Παλαιοβλαχικήν. Η Παλαιοβλαχική πρέπει να ωμιλείτο επί της εποχής των Ρωμαίων εις την Ιταλικήν Χερσόνησον και τότε θα είχε κάποιο άλλο όνομα, το οποίον δεν γνωρίζομεν. Εκ της Παλαιοβλαχικής διεμορφώθη εις μεν τας Ελληνικάς χώρας η σημερινή Κουτσοβλαχική, εις δε την Δακίαν η Ρουμανική»· ζ) ότι «Η αρχαιοτέρα μαρτυρία του ονόματος [Βλάχος] ευρίσκεται εις το όνομα του επισκόπου Πέλλης της Συρίας, ο οποίος ελέγετο Βαλλάχος και έλαβε μέρος το 325 μ.Χ. εις την εν Νικαία Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον “Βαλλάχος Πέλλης”»·  η) ότι στη Σικελία υπήρχε πόλις Τρίκαλα, η οποία «κατεστράφη υπό βαρβάρων τον 6ον μ.Χ. αιώνα, ήτο πόλις ενός λαού, ο οποίος δεν ήτο ούτε ελληνικός ούτε ρωμαϊκός κατά την Εγκυκλοπαιδείαν των Επιστημών της Αρχαιότητος (άρθρον Τρίκαλα)».

  • Το 1948 ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1145), στη βιογραφία του Γ. Καραϊσκάκη, επισημαίνει ότι η ελληνική ποιμενική γλώσσα «έχασε την καθαρή ελληνική ποιμενική του γλώσσα κι απόχτησε λεξιλόγιο τεχνικό ή επαγγελματικό ένα κράμα Βλάχικο, Αρβανίτικο, και Σλάβικο». Δεν εξηγεί, ωστόσο, πώς προέκυψε αυτό.

  • Το 1953, ο Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος (1870-1961), σε άρθρο του για το αν ο Στράβων γνώριζε ή όχι τους Βλάχους της Πίνδου, και για το αν οι Βλάχοι είναι… οι Περραιβοί του Στράβωνα, γράφει: «Η λατινογενής γλώσσα, ην έχουν σήμερον οι Βλάχοι, επεδήμησεν εις την Μακεδονικήν ή Ηπειρωτικήν ή Θεσσαλικήν κοινήν ορεινήν ή την πεδινήν χώραν επί της Ρωμαιοκρατίας, ήτοι μετά το 168, και δη και το 146 π.Χ. Τότε υπετάχθησαν πλήρως οι Μακεδόνες. Η ελληνική γλώσσα δε ήτο, ως πιστεύομεν, γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων, ων οι βασιλείς, αι εορταί, οι μήνες έχουσιν από παναρχαίων χρόνων ελληνικά ονόματα. Ούτε θα ήτο η Θεσσαλική διάλεκτος τόσον καθαρώς ελληνική, αν η Μακεδονική ήτο βάρβαρος. Ελληνικήν λοιπόν γλώσσαν έδει να ομιλούν και οι Περραιβοί προ της Ρωμαιοκρατίας. Προσέλαβον έπειτα την λατινικήν ή λατινογενή γλώσσαν και ονομασίαν επί της Ρωμαιοκρατίας, ως περιέγραψα ανωτέρω και αλλαχού».

  • Το 1997 (αν και ήταν έτοιμο από τις αρχές του 20ού αιώνα) σε εκδοθέν έργο του, ο Γεώργιος Ι. Καρβελάς (1881-1955), γράφει για τους Βλάχους της Πελοποννήσου, και επιβεβαιώνει την επί αιώνες εκεί παρουσία τους. «Οι της Στερεάς Ελλάδος Βλάχοι και μάλιστα οι Σαρακατσαναίοι της Φθιώτιδος και της Λοκρίδος και Δωρίδος εν παλαιοτέροις χρόνοις φαίνεται ότι ελάλουν την βλαχικήν, υπάρχουσι δε και μέχρι σήμερον ενιαχού τινες ομιλούντες ταύτην. Οι της Πελοποννήσου όμως Βλάχοι, φαίνεται, ότι εν λίαν περιωρισμένω μέτρω κατά τε έκτασιν και αριθμόν ωμίλησάν ποτε Βλαχικήν γλώσσαν». «Ώστε [εις Πελοπόννησον] το όνομα Βλάχοι φέρουσι και δεν δυσαρεστούνται ούτω καλούμενοι κυρίως Σλαύοι και Αρουμούνοι και ολίγοι από των Αβάρων καταγόμενοι και μετά των Σλαύων όντες ανάμεικτοι. Πάντες οι λοιποί της Πελοποννήσου κάτοικοι είνε διάφοροι των Βλάχων· ούτε οι Τσάκωνες (οι Δωριστί λαλούντες), ούτε οι Μανιάται (της νοτίου μόνον Μάνης, ουχί της παρά τας Καλάμας) καταδέχονται να ονομάση τις αυτούς Βλάχους, ούτε εν τη λοιπή Πελοποννήσω οι κάτοικοι των μη Βλαχικών καλουμένων χωρίων (τσοπελοχωρίων) θέλουσι να θεωρώνται ως ανήκοντες εις την αυτήν προς τους Βλάχους φυλήν». «Αι Πάτραι λ.χ., το Ναύπλιον, αι Καλάμαι είνε πόλεις κατά το μάλλον ή ήττον στερούμεναι Βλάχων· η Τρίπολις όμως και το Άργος δύνανται να θεωρηθώσιν ως πόλεις, εν αις το Βλαχικόν στοιχείον επικρατεί…» «…της Μεγαλουπόλεως οι κάτοικοι […] είνε κατά το πλείστον Βλάχοι…» «Αυτός ο Κολοκοτρώνης ωμολόγει τούτο τε και ότι αυτός ην Βλάχος» «εκ Βλάχων, ως πρέπει πάλιν να ομολογηθή, ότι εν τοις προ της επαναστάσεως χρόνοις οι εν Πελοποννήσω κλέφται και αρματολοί ήσαν κατά κανόνα Βλάχοι (ή και Αλβανοί) και ότι κατ’ αυτήν την επανάστασιν τα υπό των Βλάχων οικούμενα διαμερίσματα ευκολώτερον και ταχύτερον εστρατολογούντο ή τα μη Βλαχικά».

  • Περίοδος 1850-1905, ο Πληθυσμός των Βλάχων, με βάση: α) ελληνικές εκτιμήσεις, β) σλαβικές εκτιμήσεις, γ) δυτικοευρωπαϊκές εκτιμήσεις, δ) ρουμανικές εκτιμήσεις, ε) παλαιά ελληνική στατιστική, στ) εκτιμήσεις για νομαδικές εγκαταστάσεις, ζ) στατιστικές του 1905 σε 1. Βιλαέτι Ιωαννίνων (Ήπειρο και Αλβανία), 2. Βιλαέτι Σκούταρι Αλβανίας, 3. Βιλαέτι Μοναστηρίου, 4) Βιλαέτι Θεσσαλονίκης, 5) Βιλαέτι Κοσσόβου, 6) Ελληνική Θεσσαλία (Νομοί: Τρικάλων, Βόλου, Λάρισας, Αιτωλοακαρνανίας), ανέρχεται σε: – ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΒΛΑΧΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ: 1.180.970 ψυχές (το 1905).

Δηλαδή, ποιο είναι το οριστικό συμπέρασμα που βγαίνει από όλα τούτα;

     —Θα το ιδούμε στο επόμενο δημοσίευμα…

banner-article

Ροη ειδήσεων