Και όμως από την παρουσία Ζελένσκι στην ελληνική Βουλή, με την απαράδεκτη ενέργεια του προέδρου της Ουκρανίας να “εμπλουτίσει” την παρουσία του με ναζιστές, μέλη του Τάγματος Αζόφ, σημειώθηκε και κάτι ακόμα που θα έπρεπε να μας προβληματίσει: Η πλήρης απουσία οποιασδήποτε αναφοράς εκ μέρους του Ζελένσκι στην τουρκική εισβολή και κατοχή του 36,2% της Κύπρου.
Η ομιλία του Ζελένσκι στην ελληνική Βουλή θα μείνει στην ιστορία σαν η στιγμή εκείνη που ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας χειροκρότησε όρθιο, όχι μόνον εκείνον που έχει περιβάλλει του Ουκρανούς ναζί με έναν μανδύα νομιμότητας στη χώρα του, αλλά και τους ίδιους του ναζί του Τάγματος Αζόφ που εμφανίστηκαν στις οθόνες του κοινοβουλίου. Από μόνη της είναι μία ενέργεια που οδηγεί σε πολλά συμπεράσματα τόσο για τον ίδιο όσο και για εκείνους που τον υποδέχτηκαν. Όμως την ίδια μέρα, λίγες ώρες μετά την Ελλάδα, ο Ζελένσκι έκανε την εμφάνισή του και στο Κοινοβούλιο της Κύπρου.
Μετά την αναγγελία της εμφάνισής του στα δύο κοινοβούλια, ήταν εκείνη στην Κυπριακή Βουλή που αναμενόταν να έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς η ιδιαιτερότητα της Κύπρου, με ανοιχτή την πληγή του Κυπριακού, καθιστούσε όσα είχε να πει ο Ουκρανός πρόεδρος περισσότερο κρίσιμα και ενδιαφέροντα, με δεδομένο ότι βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με την Τουρκία.
Θεωρώντας ότι κάθε δημόσια παρέμβαση ενός ηγέτη κράτους σε ανάλογο ακροατήριο δεν είναι αυθαίρετη αλλά προετοιμάζεται μετά από επαφές και συνεννοήσεις ανάμεσα στις διπλωματικές υπηρεσίες των δύο χωρών, τόσο από την ελληνική όσο και την κυπριακή διπλωματία θα περίμενε κανείς να ασκηθούν πιέσεις ώστε να γίνει ο παραλληλισμός της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία με εκείνη της Τουρκίας στην Κύπρο. Άλλωστε η ομοιότητα των δύο γεγονότων δίνει την ευκαιρία να αναδειχθεί ξανά διεθνώς η τουρκική εισβολή, τη στιγμή που καταδικάζεται η ρωσική επιθετικότητα και επιβάλλονται κυρώσεις στη Ρωσία.
Αν και στην ομιλία του στην Ελλάδα ο Ζελένσκι προσπάθησε να μας χαϊδέψει τα αυτιά μιλώντας για τη Φιλική Εταιρεία και με ιστορικά συνθήματα, φυσικά αυθαιρετώντας ως προς τους παραλληλισμούς με την ιστορική εποχή τους, η προκλητική του ενέργεια να εμφανίσει τους ναζιστές συνεργάτες του τράβηξε δικαίως τα φώτα. Λίγη ώρα μετά στην Κύπρο, συμπεριφέρθηκε σαν να μιλούσε σε άλλη μία κανονική χώρα. Καμία αναφορά στην Τουρκική εισβολή, καμία αναφορά στην κατοχή. Τίποτα δεν συνέβη ποτέ εκεί. Επέλεξε αντιθέτως να υποδείξει στην Κυπριακή Δημοκρατία πως πρέπει να κινηθεί έναντι της Ρωσίας και τελικά διέκοψε την σύνδεση όταν η Πρόεδρος της Βουλής τοποθετήθηκε για την τουρκική εισβολή, αφήνοντάς τη να μιλάει μόνη της.
Κάθε Έλληνας ή Κύπριος πολίτης θα πρέπει να διαλέξει τί να πιστέψει σχετικά με την προετοιμασία των ομιλιών αυτών και την συμβολή των κυβερνήσεων τους. Και τί θα ήταν προτιμότερο; Να μην υπήρχε καμία εμπλοκή ή προετοιμασία και να αφέθηκε ο Ζελένσκι να πει και να κάνει ότι ήθελε ή να είχε προηγηθεί συντονισμός και προετοιμασία ανάμεσα στις διπλωματικές υπηρεσίες Ελλάδας και Κύπρου με τις ουκρανικές; Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα.
Σε κάθε περίπτωση έγινε πλέον απόλυτα ξεκάθαρο πως οι κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Κύπρου διαχειρίζονται το Κυπριακό τα τελευταία χρόνια απευθυνόμενες κυρίως στο εσωτερικό ακροατήριο και λιγότερο στη διεθνή κοινότητα. Από την πρώτη μέρα του πολέμου στην Ουκρανία, στις επίσημες δηλώσεις των κυβερνώντων σε Ελλάδα και Κύπρο ακολουθήθηκε παρόμοιο μοτίβο, καθώς εκφραζόταν ο αποτροπιασμός τους για την πρώτη εισβολή σε ευρωπαϊκή χώρα μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, αγνοώντας συντονισμένα οποιαδήποτε αναφορά στην εισβολή του ’74 και τη συνεχιζόμενη κατοχή από την Τουρκία.
Τόσο οι δηλώσεις της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Έλληνα Πρωθυπουργού όσο και η ανακοίνωση που εξέδωσε το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, την επομένη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, περιείχαν αυτή ακριβώς τη διατύπωση. Και αν δεχτεί κανείς ότι στα πλαίσια των συμμαχιών που έχουν συνάψει, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία αποφεύγεται ως αναφορά καθώς η απόφαση για επίθεση λήφθηκε μέσα σε αυτές τις συμμαχίες, το Κυπριακό θα έπρεπε να είναι μια άλλη περίπτωση.
Όλα αυτά συντείνουν σε δύο βασικά συμπεράσματα. Αρχικά φαίνεται μια διαχρονική ανικανότητα από τις ελληνικές και ελληνοκυπριακές κυβερνήσεις να διατηρούν το Κυπριακό διεθνοποιημένο επιζητώντας μία λύση που να δικαιώνει συνολικά τον κυπριακό λαό. Επιπλέον όμως, εκείνο που κατά μία έννοια δίνει και ένα ελαφρυντικό στις κυβερνήσεις αυτές, είναι η υποκριτική στάση της διεθνούς κοινότητας, από την οποία θα αναμέναμε να αναλάβει πρωτοβουλίες και να πιέσει ώστε να εφαρμοστεί το διεθνές δίκαιο. Μια διεθνής κοινότητα που αυτή τη στιγμή χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την Ουκρανία και που παίρνει το μέρος του αδικημένου και του αδύναμου μόνο όταν αυτό συμβαδίζει με τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντά των χωρών που αποτελούν τον πυρήνα του ΝΑΤΟ, ενώ δε διστάζει όχι μόνο να κλείνει τα μάτια σε εγκλήματα που προκαλούνται από συμμαχικές χώρες αλλά να βρίσκεται αρωγός τους σε αυτά.
Έχει δημιουργηθεί ένα τετελεσμένο όπου καμία χώρα που θα δεχόταν εισβολή από μία μεγαλύτερη γειτονική της χώρα δεν θα την ταύτιζε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 επιθυμώντας έτσι να κινητοποιήσει τη διεθνή κοινότητα – εν προκειμένω το ΝΑΤΟ και τον ΟΗΕ – απέναντι στον εισβολέα. Από τη δική του σκοπιά ο Ζελένσκι έπραξε το σωστό. Ποιος πρόεδρος χώρας που δέχεται εισβολή από μία μεγαλύτερη δύναμη θα επιθυμούσε να ταυτιστεί με μία παρόμοια κατάσταση που σημειώθηκε πριν μερικά χρόνια αλλού, όταν η έκβαση ήταν καταστροφική για τον αδύναμο.
Αν κάποιοι θα έπρεπε να μιλούν για την τραγικότητα της εισβολής και κατοχής στην Κύπρο θα έπρεπε σήμερα να είναι οι Ρώσοι. Για αυτούς, η στάση της διεθνούς κοινότητας στο ζήτημα της Κύπρου θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ως νομικό και ηθικό προηγούμενο για την επόμενη μέρα της εισβολής τους στην Ουκρανία. Καμία τιμωρία στη χώρα εκείνη που εισέβαλλε σε κάποια μικρότερη. Καμία κύρωση στη χώρα εκείνη που σκότωσε ή εξαφάνισε χιλιάδες ανθρώπους. Καμία τιμωρία στη χώρα εκείνη που ξερίζωσε από τον τόπο τους χιλιάδες ανθρώπους. Και φυσικά, μετά από πολλά χρόνια κατοχής, να θεωρείται φορέας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, με ρόλο προνομιακού συνομιλητή και αγοραστή όπλων.
Προφανώς τα παραμύθια περί πολιτικής απομόνωσης της Τουρκίας, κάποια στιγμή καταρρέουν. Αυτές οι “συμμαχίες” που συνάπτει η Δύση είναι βασισμένες σε σχέσεις Αγοροπωλησιών. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας εμπορικής πράξης. Όταν πέσουν οι υπογραφές και ολοκληρωθεί η συμφωνία, ο πωλητής πάει στον επόμενο πελάτη. Και κάθε καλός πωλητής, πρέπει να κάνει τον πελάτη που έχει μπροστά του να νιώσει ιδιαίτερος, ξεχωριστός, μοναδικός, υπέρτερος του προηγούμενου και του επόμενου.
Οι κυβερνήσεις δρώντας ως μεσάζοντες στην αγορά όπλων, παρέχουν ακριβώς αυτή την υπηρεσία στα αφεντικά τους, προσεγγίζοντας τον αγοραστή και λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο που θα λειτουργούσε η ιδανική “εξυπηρέτηση πελατών” για να προχωρήσει τελικά η πώληση, με τους καλύτερους όρους για τη συμφωνία. Σε αυτού του τύπου τη συναλλαγή, πιο πρόσφατα με τη Γαλλία, βάσιζε η ελληνική κυβέρνηση την εσωτερική προπαγάνδα για τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας και αδυνατεί πλέον να τη στηρίξει όταν πια η Τουρκία εμφανίζεται ως ο επόμενος αγοραστής. Άλλωστε, σημαντικός παράγοντας της ψυχρότητας των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ ήταν η κίνηση της πρώτης να αγοράσει ρωσικά οπλικά συστήματα και όχι αμερικάνικα. Τα σημαντικά όμως και εκείνα που αποτελούν καταπάτηση του διεθνούς δικαίου μόνο ως προφάσεις εμφανίζονται.