Γιώργης Έξαρχος: “Το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1955”
Μία καταρρακτώδης βροχή την άνοιξη του 1946 φούσκωσε τόσο πολύ τα νερά του χείμαρρου του χωριού μου, έσπασε τα αναχώματα στον Μεριά του Σαρλικιού και ξεχύθηκε προς τρεις κατευθύνσεις, πέρα από την κύρια κοίτη του: τη μια προς το Σουφλάρι, και μέσω του αγροτικού δρόμου Μαγούλα – Πουντίκα χυνόταν στη Μπάρα ανατολικά· την άλλη προς το Τόιβασι, από τον μαχαλά του Ριζίκου – μεσοχώρι – σπίτι του Νάκα κι από τα Ραφταίικα χωράφια, χυνόταν στην Μπάρα, στο κεντρικό τμήμα της· την τρίτη κατεύθυνση προς το Τζαμί, μέσω αγροτικού δρόμου πάλι, μπροστά από το σπίτι του Μαργαρίτη στα βόρεια ανατολικά μέχρι τα Παναγαίικα σπί-τια στα νότια και δυτικά, και χυνόταν στο δυτικό τμήμα της Μπάρας.
Η παλιά κοίτη του χείμαρρου, αυτή που συνεχίζει να υπάρχει έως και σήμερα, δημιουργήθηκε μετά από καταρρακτώδη βροχή μέσα στο έτος 1913, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι. Έως τότε, τα νερά του Κίσσαβου –που κατέρχονταν από τη ρεματιά – κοιλάδα της Σπηλιάς προς το Μεγάλο Κισερλί– έκαναν τη διαδρομή από τους Μύλους στο Κισερλί, μέσω του σημερινού μαχαλά των Καλαρρυτινών και στο Πουρναριώτικο ρέμα, με κατεύθυνση προς την Καλάμτσια –ή Καλαμίτσα!– και από εκεί προς το Μακρυχώρι και τραβούσε για τον Πηνειό ποταμό. Με άλλα λόγια, ο Τοϊβασίτικος χείμαρρος –τώρα τον λένε και Συκουριώτικο και Μπαρτσιά– άρχισε να υφίσταται από το έτος 1913 και δώθε, οπότε λογικά από τότε πρέπει να υφίσταται και το φημισμένο έλος Τόιβασι.
Αν και σε παλαιούς χάρτες, όπως αυτός του Νέου Ανάχαρσι, φαίνεται ότι στην ίδια θέση όπου το έλος Τόιβασι, κατά την αρχαιότητα υπήρχε η λίμνη Νεσσωνίς, κάτι που μάλλον δεν πρέπει να είναι ορθό, διότι η λίμνη Νεσσωνίς βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα το Καρατσαΐρι ή τα Μαυρόγια. Κατά τους αρχαίους γεωγράφους η Νεσσωνίς και η λίμνη Βοιβηίς επικοινωνούσαν, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί και δεν συμβαίνει με το έλος Τόιβασι, μιας και το αποκόβει από αυτή την επικοινωνία το θρυλικό όρος των Λαπιθών, το Μόψιον. Είναι όμως σίγουρο ότι τα νερά του έλους Τόιβασι τροφοδοτούσαν τις δεξαμενές νερού πλήθους πηγών –άνω των 85!– που βρίσκονταν στη νότια πλευρά το Μοψίου, από την ανατολική έως τη νοτιοδυτική του γραμμή και κυρίως τον Ίζβουρο της Κασάμπαλης (νυν Χασάμπαλης).
Η καταρρακτώδης βροχή του 1946 ουσιαστικά μετέτρεψε τον κεντρικό δρόμο στο Τόιβασι σε βαθύ ρέμα, με δυο παρακλάδια· το ένα με κατεύθυνση από τους Παραφουραίους και το άλλο από τους Ριζικαίους, να σμίγουν τα δυο στο μεσοχώρι και να κατευθύνονται νότια μπροστά από το σπίτι του Νάκα, στα Ραφταίικα χωράφια, και μέχρι την κεντρική Μπάρα.
Το ρέμα αυτό περνούσε και μπρος από το πατρικό μου σπίτι, και μέρος της νηπιακής και παιδικής ζωής μου το έχω περάσει παίζοντας με τους συνομήλικούς μου, γείτονες και φίλους, Νάιντο και Ματάκια, μες στην κοίτη αυτού του ρέματος. Τριάς ομοούσιος και αδιαίρετος, με αυτά τα δυο φιλαράκια. Σε όποιου το σπίτι βρισκόμασταν για παιχνίδι, εκεί και ταϊζόμασταν, σαν σε αδερφομοίρια! Στο σπίτι μας τη φροντίδα την είχε η μάνα μου, στου Νάιντου το σπίτι την έγνοια την είχε η γιαγιά Μαρούσια, και στου Ματάκια το σπίτι την περιποίηση την έκανε η μεγάλη αδελφή του, η Χρυσούλα.
Τούτο το ρέμα –ο νυν κεντρικός δρόμος στο μεσοχώρι του Καλοχωρίου– σταμάτησε να υφίσταται από το 1961, όταν στην κοίτη του έγιναν αποχετευτικά έργα για περισυλλογή των όμβριων υδάτων. Τοποθετήθηκαν κιούγκια, που θηλύκωναν με-ταξύ τους, θηλυκό – αρσενικό, από τον πάνω μαχαλά μέχρι τον κάτω μαχαλά, με κάποιες καγκελοσιδεριές ή στόμια απορ-ροής των όμβριων υδάτων. Από αυτόν τον χρόνο, το ρέμα μέσα στο χωριό… πάπαλα! Δεν υπάρχει!
Αυτά τα κιούγκια, από το παλιό κοινοτικό γραφείο μέχρι το σπίτι του μπαρμπα-Νάκη, απόσταση 450-500 μέτρα, τα έχουμε… διανύσει μπουσουλώντας, σαν μυρμήγκια και ποντίκια, όλη η πιτσιρικαρία της γενιάς μου. Τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πώς τότε δεν έγινε κάποιο ατύχημα! Να… χαθεί, δηλ. να πεθάνει, κάποιος από εμάς από ασφυξία ή από φόβο, διανύοντας αγωγούς – οχετούς σκοτεινούς για 500 μέτρα μπουσουλώντας, με διάμετρο κοντά στα 80 εκατοστά! Κι ούτε κανείς μεγάλος βρέθηκε τότε, να μας απαγορεύσει αυτό το επικίνδυνο… παιχνίδι! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, για πολλές μέρες θα χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα στην εκκλησιά μας. Μιλάμε για καμπάνα της οποίας ο νηχός της έφτανε μέχρι το Μπαλτζί, το Μεγάλο Κισερλί, την Μαρμάριανη, το Καραλάρι, τον Πλατύκαμπο και τη Νέχαλη, και καμιά φορά έφτανε έως την Τζιούξιανη και την Αγυιά!
Την καμπάνα την χτυπούσαν θρησκευτικά με πέντε χτύπους, τους δύο πρώτους με μικρή χρονική απόσταση και τους άλλους τρεις χτύπους συνεχόμενους, νταν – νταν, νταν-νταν-νταν, κατά τις Κυριακές και τις θρησκευτικές γιορτές το πρωί για τη θεία λειτουργία, και καθημερινά το πρωί για τον όρθρο και το βράδυ για τον εσπερινό, πάντα στον γνωστό και σταθερό ρυθμό, επί πέντε φορές το ίδιο σχήμα χτυπημάτων.
Τη χτυπούσαν όμως την καμπάνα και για άλλους λόγους: Στην περίοδο της σχολικής χρονιάς, από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο, καθημερινά, το πρωί στις 8 η ώρα και το απόγευμα στις 4 η ώρα, με χτύπους συνεχόμενους κι ισχυρούς, νταν-νταν-νταν-νταν-νταν…, πάνω από 30 φορές, ως ειδοποιητήριο για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να πάνε στο σχολείο, δηλ. στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Την ευθύνη για το χτύπημα της καμπάνας για θρησκευτικούς λόγους την είχε ο ιερέας του χωριού και οι επίτροποι της εκκλησίας, ενώ για το χτύπημα για εκπαιδευτικούς λόγους την είχαν οι δάσκαλοι του σχολείου και οι επιμελητές των δύο μεγάλων τάξεων του Δημοτικού, της πέμπτης και της έκτης τάξης.
Την καμπάνα τη χτυπούσαν και για άλλους σημαντικούς κοινωνικούς λόγους και για σπουδαία γεγονότα: Όταν εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε σπίτι, αποθήκη ή άλλον ιδιωτικό χώρο συγχωριανών, όπως λ.χ. σιτοχώραφα την περίοδο του θερισμού· όταν εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε κοινό και δημόσιο χώρο, όπως στις γύρω χορτολιβαδικές εκτάσεις, στις δασώδεις και δασικές εκτάσεις στα γειτονικά βουνά, και καμιά φορά και σε αντίστοιχες εκτάσεις στα γειτονικά χωριά.
Τότε, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, συνέτρεχαν να σβήσουν τη φωτιά, με νερό που κουβαλούσαν από τα πηγάδια με κουβάδες, γκιούμια, τενεκέδες, μπακράτσια και άλλα σκεύη μεταφοράς νερού, ώστε να γίνει κατάσβεση της φωτιάς. Ολόκληρη η κοινωνία γινόταν μια μηρμυγκιά αλληλέγγυων ανθρώπων, που θύμιζε τα μυρμήγκια σε περίοδο καλοκαιριού και τροφοσυλλογής τους, με τα συνεχή πηγαινέλα τους μέχρι που να σταματήσουν το κακό.
Την καμπάνα τη χτυπούσαν πένθιμα τη Μεγάλη Παρασκευή, από το πρωί έως το βράδυ κατά την περιφορά του επιταφίου, και τότε που πέθαινε κάποιος συγχωριανός, μικρός ή μεγάλος, άντρας ή γυναίκα. Τούτο το έργο ήταν σπουδαίο και το διεκδικούσαν όλα τα αγόρια της πιτσιρικαρίας. Τον ρόλο καμπανοκρούστη στο καμπαναριό –τώρα το λένε κωδωνοστάσιο!– τον ανέθετε τη Μεγάλη Παρασκευή ο ιερέας του χωριού και κατά τους θανάτους συγχωριανών, ιδίως τις ώρες της εξόδιας ακολουθίας, τον ανέθεταν οι δάσκαλοι, συνήθως στους πολύ κακούς ή στους πολύ καλούς μαθητές! Στους πρώτους για τον λόγο ότι είναι δεν είναι στην αίθουσα την ώρα του μαθήματος αυτοί… «αγρόν αγοράζουν» (όπως έλεγε ένας δάσκαλός μας), και στους δεύτερους για τον λόγο ότι και να χάσουν κάποιο μάθημα, εύκολα το αναπληρώνουν από μόνοι τους με το διάβασμα στο σπίτι. Όταν η καμπάνα… χτυπούσε την πρώτη φορά πένθιμα, σήμαινε ότι κάποιος ή κάποια από τη μικρή μας κοινωνία πήρε τον δρόμο για το μεγάλο ταξίδι –το ταξίδι δίχως γυρισμό– και στο δεύτερο ή τρίτο νταν, είχε μαθευτεί σε όλο το χωριό, στόμα το στόμα η πληροφορία, ποιος… μας άφησε μέρες και έφυγε! Η φράση που ακολουθούσε ήταν σαφής:
–Χριστόλου ή Ντουμνιτζấλου σ’-λου ή σ’-ου λjιάρτâ!
Την καμπάνα τη χτυπούσαν και για άλλα σημαντικά γεγονότα, όπως ήταν οι σεισμοί στο χωριό, οι επιστρατεύσεις σε πολέμους, κι άλλα σημαντικά γεγονότα της μικρής κοινωνίας, σαν αυτό που θα αφηγηθώ: Κάποια μέρα, καλοκαιρινή, ακούστηκε η καμπάνα να χτυπά σαν κάτι σημαντικό να συνέβηκε, και συγκεντρώθηκαν στο μεσοχώρι, στην πλατεία, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, όπου ένας συγχωριανός πάνω σε ξύλινο κάρο που το έσερναν δυο μούλες, ανακοίνωνε με πολύ βροντερή φωνή: «Κâλâργιάνjιλjι βα νâ λjια άπα ντι λα Κιούγκι!» – «Οι Καραλαριώτες θα μας πάρουν το νερό από το Κιούγκι!»
Το Κιούγκι ήταν μια από τις 85 πηγές με δροσερό τρεχούμενο νερό, που υπήρχαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, στην νοτιοανατολική πλευρά και στα νοτιοδυτικά του βουνού μας Κιτσιντάου ή Μόψιον κατά τους αρχαίους, βουνό των Λαπιθών, ξεκινώντας από τα Σουφλαριώτικα χωράφια προς τη Μαρμάριανη και φτάνοντας μέχρι τα Τζαμιώτικα χωράφια προς το Γκιούλμπερι. Τούτες οι πηγές και οι βρύσες και ο Ίζβουρος της Χασάμπαλης ήταν με πλούσια νερά αλλά έπαψαν να υπάρχουν όλες αυτές οι νερομάνες μετά τις βαθιές γεωτρήσεις για αρτεσιανά φρέατα και ιδίως για τις πομόνες που φτάνουν σήμερα ως τα έγκατα της γης – έως 400 και 500 μέτρα βάθος.
Ακούγοντας οι συγχωριανοί για το τι πάνε να κάνουν οι Καραλαριώτες, πήγαν στα σπίτια τους και πήραν τσάπες, φτυ-άρια, αξίνες, γκασμάδες, κλίτσες και άλλα γεωργικά εργαλεία και κίνησαν πεζοπορώντας για το Κιούγκι. Απόσταση 4-4,5 χιλιομέτρων τη διένυσαν τρέχοντας σε ελάχιστο χρόνο, σχεδόν σύσσωμη η μικρή κοινωνία, και βρέθηκαν στην πηγή, για να μην πάρουν το νερό της οι… άλλοι, και για να την προστατέψουν. Εκείνη την περίοδο, οι συγχωριανοί, πιστοί στο πνεύμα του κοινοτισμού, με προσωπική εργασία, έσκαβαν το αυλάκι για τους αμιαντοσωλήνες και τις ενδιάμεσες δεξαμενές νερού από τσιμέντο, για να φέρουν στις αυλές των σπιτιών, σε Σουφλάρι και Τόιβασι, το νερό από τη μεγάλη βρύση από τον Αγιαντώνη, που ανάβλυζε το πλούσιο νερό της εκεί δίπλα στα Πλατάνια – στο Ντιντίντι από το Σουφλάρι.
Ω, μου έρχεται τώρα στη μνήμη και μια άλλη μέρα, μέρα που η καμπάνα του χωριού χτυπούσε πένθιμα!… Αλλά γιατί;…
Ήμασταν στο ρέμα που περνούσε μπρος από το σπίτι μας, ο Ματάκιας, ο Νάιντος κι εγώ, και παίζαμε μπρος στο σπίτι του Ματάκια, 5 Οκτωβρίου 1955 το απόγευμα, όταν ακούστηκε η καμπάνα του χωριού μας να ηχεί πένθιμα!
Η γιαγιά Μαρούσια ακούγοντας την καμπάνα βγήκε από το σπίτι της, μας πλησίασε εκεί που παίζαμε, ενώ η καμπάνα συνέχιζε να χτυπάει πένθιμα, κι εμείς οι… σπόροι κάναμε τον σταυρό μας για τον συγχωρεμένο, και μας ρώτησε με φωνή σιγανή και λίγο φοβισμένη:
–Αλάι, κάρι μουρί;
Απαντήσαμε ότι δεν ξέρουμε, και αυτή τράβηξε γραμμή στην εκκλησία, να ενημερωθεί από τον κωδωνοκρούστη! Σε λίγα λεπτά γύρισε πίσω, ήρθε σε εμάς λες και έπρεπε να μας δώσει λογαριασμό, και μας είπε λυπημένα:
–Μουρί Παπάγλου!… Ακσhί νjι τζấσι πρέφτουλου!…
Και πριν προφτάσει η γιαγιά Μαρούσια να πάει στο σπίτι της, οι δάσκαλοι έδιωξαν τους μαθητές από το απογευματινό μάθημά τους, κι αυτά φεύγοντας πήγαιναν χαρούμενα για το σπίτι τους, χαρούμενα γιατί δεν θα έκαναν μάθημα, και φώναζαν δυνατά μες στην τρελή χαρά τους:
–Μουρί Παπάγλου!… –Μουρί Παπάγλου!…
Ο Παπάγος είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα, 4 Οκτωβρίου 1955, ώρα 11.30’ νυκτερινή, και η εντολή για κλείσιμο των σχολείων φαίνεται να δόθηκε στις 5 του μηνός, να έφτασε δε το απόγευμα και στα χωριά.
Μετά δύο μέρες οι δάσκαλοι μοίρασαν στους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου «βιβλιαράκι» του ενός τυπογραφικού των 16 σελίδων, μικρού σχήματος, και τέτοιο έφερε στο σπίτι ο αδελφός μου και η αδελφή μου, που ήταν τότε και οι δυο τους μαθητές στο δημοτικό. Το βιβλιαράκι είχε στο εξώφυλλο και φωτογραφία του θανόντος πρωθυπουργού, με στρατιωτικά ρούχα και πηλήκιο, ενώ είχε πάνω – πάνω ως τίτλο, με ωραία κεφαλαία γράμματα: Ο ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΠΑΓΟΣ.
Το «βιβλιαράκι» αυτό το φύλαγα σαν κόρη οφθαλμού μέχρι και το 1970 που τέλειωσα το εξατάξιο Γυμνάσιο Συκουρίου, κι από τότε κάπου… χάθηκε! Αν δεν το έκαψε η μάνα μου σαν προσάναμα κάποιον χειμώνα, ανάβοντας φωτιά στη σόμπα, σίγουρα θα υπάρχει σε κάποια κούτα από αυτές που φύλαγα τα σχολικά μου βιβλία και τετράδια, κι άλλα «είδη» από εκείνα που θεωρούσα τότε ότι πρέπει να διαφυλάξω και για το μέλλον, όπως π.χ. φωτογραφίες αρχηγών κρατών ή ποδοσφαιριστών κ.λπ., που υπήρχαν στις συσκευασίες από τα μπισκότα Ρούλια κ.ά.ό.
Στο ίδιο σημείο του ρέματος, που μάθαμε για τον θάνατο του Παπάγου, μετά τρία χρόνια, καλοκαίρι του 1958, ο δάσκαλος του χωριού Ορέστης Δαόπουλος, μας βρήκε τους τρεις φίλους να παίζουμε, και αφού μας πλησίασε φιλικά, μας ρώτησε να του πούμε το όνομά μας και ποιανού παιδί είμαστε ο καθένας μας, υποσχόμενος ότι εάν μετά την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση του πούμε και την αλφαβήτα, θα μας χαρίσει από ένα χρωματιστό μολυβάκι.
Πρώτος ο Νάιντος είπε γρήγορα και καθαρά την αλφαβήτα, και εισέπραξε ένα «Μπράβο Παναγιωτάκη, πάρε και το χρωματιστό μολυβάκι σου»! Ακολούθησε ο Ματάκιας, που κάπου εκεί στο θήτα και στο ιώτα κόλλησε και σταμάτησε, αλλά και αυτός εισέπραξε ένα «Δημητράκη, να τη μάθουμε καλά την αλφαβήτα για όλα τα γράμματα· για την προσπάθειά σου πάρε τούτο το μοβ μολυβάκι»! Τρίτος στη σειρά εγώ, είπα γρήγορα την αλφαβήτα, νεράκι, και ο δάσκαλος με την δεξιά παλάμη του μου έριξε μια σβερκιά ως επιβράβευση, μαζί με ένα «Μπράβο Γιωργάκη, πάρε το μολυβάκι σου», πράσινου χρώματος! Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μέχρι τότε ζωής μου! Η χαρά μου δεν είχε όρια, άρχισα να ρίχνω χώμα και σκόνη πάνω στο κεφάλι μου, να κατρακυλάω μες στη σκόνη σα γουρουνάκι, γι’ αυτήν την επιβράβευση, και σκάρωσα ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι:
Τσιγκαρίκα το κεφέκι
ταγκαρίτσο φεντοκάρι
το κεφέκι, το κορέκι
και το τσαγκορικοφί!…
Λέξεις μιας ακατάληπτης αυτοσχέδιας παιδικής γλώσσας, που η παιδική φαντασία και η έκτακτη χαρά δημιούργησαν, χωρίς ωστόσο να έχουν κάποιο νοηματικό περιεχόμενο πέρα από εκείνη την πρόσκαιρη χαρά.
Το φθινόπωρο εκείνου του χρόνου, του 1958, πήγα στην Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με θετική διάθεση να… μάθω γράμματα, γράμματα σπουδάγματα, του θεού τα πράματα…
————————
*Γιώργης Σ. Έξαρχος / Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ
Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ
———————-