Απόψεις Λογοτεχνία

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου: “Ανιχνεύοντας το λόγο των γυναικών / από τη Σαπφώ και την Άννα Κομνηνή στην Κική Δημουλά”

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

[1] Η θέση των γυναικών δε δείχνει μόνο σε ποια κατάσταση βρίσκεται η μισή ανθρωπότητα. Στερεί εκείνο το τμήμα της που είναι το «άλας της γης» από τους φυσικούς του συμμάχους στον αγώνα, για να οικοδομήσει έναν καλύτερο κόσμο. Η απέραντη εφεδρεία ικανοτήτων, αυταπάρνησης και ενεργητικότητας του γυναικείου πληθυσμού μένει ανεκμετάλλευτη και πηγαίνει χαμένη, γενιά τη γενιά. Στο μέτρο που οι γυναίκες γίνονται αντικείμενο ειδικής εκμετάλλευσης, που παραμερίζονται, που υποτάσσονται, ενισχύουν όλες τις τάσεις προς την ακινησία και τραβούν την κοινωνία προς τα πίσω. Η οικογένεια, η μητρότητα, το σχολείο χρησιμεύουν ως εργαλεία διαιώνισης αυτής της κατάστασης.

Μαρία Ηλιού, Εκπαιδευτική και κοινωνική δυναμική

Μια παλαιότερη εργασία, ιδωμένη τώρα με διαφορετική, πιο φρέσκια ματιά. Μετασχηματισμένη ως προς τη διάταξη, όχι την εσωτερική άρθρωση ή το περιεχόμενο. Γιατί; Ή μάλλον γιατί (και) σήμερα; Ακριβώς, επειδή πιστεύω ότι τα διαχρονικά θέματα δε δεύγουν ποτέ από την επικαιρότητα. Επανέρχονται συν τω χρόνω. Ανακαλούνται, υπομνηματίζουν, ακεραιώνονται. Τότε λοιπόν, στο κοντινά μακρινό 2007, σημείωνα…

Εισαγωγικές επισημάνσεις

Η ανάπτυξη παρεμβατικών προγραμμάτων και η εφαρμογή καινοτόμων δράσεων για την ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών και την προώθηση της ισότητας των φύλων προάγει αποφασιστικά και διευρύνει τη σχολική πράξη στις προοπτικές της. Λειτουργεί διαδραστικά ως μηχανισμός γνωστικής εμβάθυνσης και ενεργητικής αυτοσυνειδησίας. Προωθείται η αποκλίνουσα σκέψη, η οποία, καθώς είναι αλματώδης και ενορατική, ενισχύει την αναλογικότητα στην αντίληψη και τις συνθετικές δεξιότητες.

Ειδικότερα στην εκπαίδευση των ενηλίκων η διδακτική πράξη βασίζεται στη βιωματική μάθηση, που υφίσταται και ως απόρροια εκμαθημένης εμπειρίας. Τα Σ.Δ.Ε διαφοροποιούνται δραματικά στις μαθησιακές προϋποθέσεις και τα μεταγνωστικά προσδοκώμενα από τα συμβατικά σχολεία. Η φιλοσοφία τους προδιαγράφει ένα ευέλικτο πρόγραμμα. Η γνωσιοερευνητική διδασκαλία, η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση και ο «καταιγισμός ιδεών» (brainstorming) ενεργοποιούνται ως οι πλέον πρόσφορες διδακτικές διαδικασίες. Η δυναμική αυτών των προγραμμάτων διδακτικής παρέμβασης εγγράφεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενηλίκων και καθιστά δημιουργική την εμπλοκή τους στη μαθησιακή λειτουργία.

Στο παρόν σχέδιο δράσης επιχειρήθηκε να σκιαγραφηθεί η θέση της γυναίκας διαχρονικά μέσα από λογοτεχνικές καταγραφές και ιστορικές μαρτυρίες. Η απόπειρα προσέγγισης  εστιάστηκε κατεξοχήν στη γυναικεία οπτική. Κλήθηκαν οι ίδιες οι γυναίκες – υπαρκτά πρόσωπα της ιστορίας, μυθικές ηρωίδες ή και πρωταγωνίστριες της λογοτεχνικής δημιουργίας και της λαϊκής φαντασίας – να μιλήσουν για τον εαυτό τους αλλά και τις άλλες γυναίκες, να αποκαλύψουν τις υπαρξιακές τους αγωνίες, να απογυμνωθούν συναισθηματικά, να καταθέσουν την αλήθεια τους.  Αναζητήθηκε η προβολή της πραγματικότητας στη μυθοπλασία. Η διερεύνηση επικεντρώθηκε στις συναισθηματικές συγκρούσεις, τις ψυχικές μεταπτώσεις και τα ηθικά διλήμματα ως απότοκα στερεοτυπικών αντιλήψεων, παγιωμένης νοοτροπίας και αποκρυσταλλωμένης ιδεολογικής σήμανσης.

Τα κείμενα – ιδωμένα ως φορείς νοημάτων και ιδεολογικής αναφοράς – εξετάζονται και αυτόνομα αλλά και στο μεταξύ τους διάλογο – διακειμενική θεώρηση. Το υλικό διερεύνησης αντλήθηκε από λογοτεχνικά έργα με ομόλογη θεματική, ενώ ως μεθοδολογικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν η δομημένη συνέντευξη και το ερωτηματολόγιο. Συνειδητά επιλέχθηκε η παρέκκλιση από την αυστηρά φιλολογική προβληματική και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην κοινωνική οπτική. Παράλληλα, η προσέγγιση ενισχύθηκε με την προβολή κινηματογραφικών ταινιών και τη συζήτηση. Η ομάδα εργασίας συγκροτήθηκε από εκπαιδευόμενους του Α΄ Κύκλου Σπουδών και συνολικά διατέθηκε επαρκής αριθμός διδακτικών ωρών για την επεξεργασία του θέματος.

Τα κείμενα, που αξιοποιήθηκαν αποσπασματικά (βλ. και τις σχετικές υποσημειώσεις), είναι τα ακόλουθα:

  • Τα τρία ποιήματα της Σαπφώς «Έρος δ’ ετίναξε μοι φρένας…», «Οι μεν ιππήων στρότον…» και «Κατθάνοισα δε κείσηι…»

  • Η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη (ιδίως η ρήση της Κλυταιμνήστρας, στίχοι 1146-1208)

  • Η «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής (κυρίως οι εισαγωγικές παρατηρήσεις της ιστορικού)

  • Η δημοτική παραλογή «Η μάνα η φόνισσα»

  • «Η φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

  • «Η τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη

  • «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου

  • «Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν» του Μιχάλη Καραγάτση

  • Τα ποιήματα «Γιαλό-γιαλό» και «Ο πληθυντικός αριθμός» της Κικής Δημουλά

John William Godward – Τον καιρό της Σαπφώς

 Εκτιμήσεις

        Το συναισθηματικό στοιχείο, θετικά ή αρνητικά φορτισμένο, είναι κυρίαρχο στο λόγο των γυναικών. Οι θυμοειδείς εκδηλώσεις διαχέονται. Κλιμακώνονται από την ήπια στοχαστική αναδίφηση (Κική Δημουλά, «Γιαλό-γιαλό») έως την εκρηκτική υπερχείλιση (αντίδραση της Άννας Κομνηνής εναντίον του αδελφού της, αυτοκράτορα Ιωάννη, μετά την έσχατη απόπειρά της για κατάκτηση της εξουσίας και την αποτυχημένη έκβαση του πραξικοπήματος). Οι γυναίκες αγαπούν με πάθος και δραματική ένταση (Ρήνη, Στέλλα Βιολάντη, Βούλα Παπαδέλη), αντιδρούν οργισμένα και επιθετικά (Κλυταιμνήστρα), μηχανορραφούν (Άννα Κομνηνή), ανατρέπουν κατεστημένες νόρμες (Σαπφώ), φτάνοντας κάποτε στον παροξυσμό και την ανομία (Φραγκογιαννού, Μάνα η φόνισσα). Η Σαπφώ με εξαιρετική ευκρίνεια διατείνεται ότι ο πόθος συνταράζει την ψυχή της («Έρος δ’ ετίναξε μοι φρένας…») και το ερωτικό δικαίωμα είναι συναρπαστικό σε όλες του τις εκδοχές. Κατανικά οποιαδήποτε άλλη προτεραιότητα ή επιλογή στη ζωή («Οι μεν ιππήων στρότον…»)[2]. Κατ’ αντιστοιχία και η Κική Δημουλά βιώνει την απουσία του ερωτικής πληρότητας που συνεπάγεται η απώλεια του αγαπημένου προσώπου ως κορύφωση της συναισθηματικής ανασφάλειας («Ο πληθυντικός αριθμός»)[3]. Οι αμυντικοί μηχανισμοί των γυναικών προβάλλονται ισχυροποιημένοι. Λειτουργούν ως οι κύριοι μοχλοί της επιβίωσής τους. Τα αισθήματα είναι διάχυτα και οι συμπεριφορές, ελεγχόμενες ή ανεξέλεγκτες, αντικατοπτρίζουν ψυχικές μεταπτώσεις. Η υπαρξιακή τους αγωνία εγγράφεται, κατά περίπτωση, σε διαφορετική ηθική σήμανση.

Η Μπέτυ Αρβανίτη στη δραματοποιημένη «Φόνισσα» του Στάθη Λιβαθηνού,
«Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», Θεατρική περίοδος 2011 -12

√         Ο λόγος των γυναικών φέρει ακέραια ιδεολογικά γνωρίσματα. Ενίοτε εμμένει και σε ιδεοληπτικές σχηματοποιήσεις (πρβ την άκαμπτη στάση της σιόρας Επιστήμης ή της Στέλλας Βιολάντη και την ηθικολογική τους «μετάφραση» ως προς την έννοια της κοινωνικής αξιοπρέπειας). Το ταξικό κριτήριο είναι καθοριστικός παράγοντας οριοθέτησης. Η πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή ή η αριστοκράτισσα Σαπφώ μιλούν με παρρησία από θέση κοινωνικής ισχύος. Και οι δύο έχουν βαθιά πεποίθηση στην αξία του μορφωτικού αγαθού. Εκτιμούν τη διαχρονικότητα της υστεροφημίας. Μάλιστα, η Σαπφώ οικτίρει την άμουση και απαίδευτη γυναίκα, που θα φύγει άδοξα, έχοντας διαγράψει μία ανούσια πορεία ζωής («Κατθάνοισα δε κείσηι…»). Η εγκύκλια παιδεία τους ήταν αξιόλογη. Διακρίθηκαν για τις πνευματικές τους αναζητήσεις σε εποχές που οι δυνατότητες για εκπαίδευση των γυναικών ήταν σχεδόν απαγορευτικές. Υπό αυτήν την οπτική εντοπίζονται αναλογίες με τις ποιήτριες Κόριννα, Ανύτη και Εικασία (Κασιανή) αλλά και με τη φιλόσοφο – μαθηματικό Υπατία. Αντίθετα, οι άλλες γυναίκες υποτάσσονται στις συντεταγμένες ενός ταξικού καταναγκασμού. Οι ηθικές επιταγές μορφοποιούνται σύμφωνα και με το κοινωνικό τους απείκασμα.

Στο «Γιούγκερμαν» πχ η Βούλα Παπαδέλη ασφυκτιά μέσα στη μεμψιμοιρία του μικροαστισμού. Η οικογένειά της την πιέζει αφόρητα να συναινέσει σε έναν ανεπιθύμητο γάμο, με στόχο την οικονομική σωτηρία και την κοινωνική αναρρίχηση. Κακοποιείται. Ηθικά και ψυχικά κατ’ εξακολούθηση. Σωματικά κατά περίπτωση[4].

Γιάννης Στάνκογλου και Θάλεια Σταματέλλου στον «Γιούγκερμαν» του Δημήτρη Τάρλοου, Θέατρο «Πορεία», Σεζόν 2020 – 21

Η Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη είναι εξαρχής το εξιλαστήριο θύμα του κοινωνικού της περιβάλλοντος. Εξαγριώνεται με τη θεσμοθετημένη αδικία της προίκας που κατατρύχει τις οικογένειες με τα «αδύναμα μέρη», τα κορίτσια. Αναθυμάται το δικό της άθλιο παρελθόν[5], γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ελπίδα απαγκίστρωσης και στο σημείο αυτό «ψηλώνει ο νους της» και οδηγείται στη νοσηρή διαστροφή της βρεφοκτονίας.

Πιο συνειδητοποιημένη παρουσιάζεται η Ρήνη στην «Τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Καταπιεσμένη από μια δυστυχή όσο και αυταρχική μητέρα – θεματοφύλακα της κοινωνικής δεοντολογίας – και προδομένη από μία σχέση αδιέξοδη οδηγείται αποφασιστικά σε ρήξη με το κατεστημένο. Επιλέγει να διαφυλάξει την τιμή της ανόθευτη από τον όποιο συμβιβασμό. Το τίμημα όμως είναι ακριβό. Μόνη και ανύπαντρη μητέρα αλλά ελεύθερη πλέον, μια πραγματική αγωνίστρια της ζωής, θα αναζητήσει ένα νέο όσο και αβέβαιο μέλλον. Και όλα αυτά στην Κέρκυρα (και την Αθήνα) στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ο αιώνα! Ο πεζογράφος ασπάζεται τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και εμφορείται από τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού[6]. Πάντως, συνολικά οι γυναίκες δεν έχουν σαφή συνείδηση της ταξικής τους ταυτότητας.

«Η τιμή της αγάπης» σε σκηνοθεσία της Τόνιας Μαρκετάκη, 1984

         Στα περισσότερα από τα κείμενα που εξετάστηκαν η καταπίεση των γυναικών εξεικονίζεται ανάγλυφα. Η αντρική εξουσία παρουσιάζεται αδυσώπητη, ενώ η στερεότυπη αντίληψη για τον κυριαρχικό ρόλο του αρσενικού αναπαράγεται. Οι ίδιες καθηλώνονται άβουλες και ανεύθυνες, υποταγμένες μοιρολατρικά στο πεπρωμένο τους. Ίσως η πιο τραγικά οδυνηρή περίπτωση είναι αυτή της Κλυταιμνήστρας στην τραγωδία του Ευριπίδη. Ο γάμος της με τον Αγαμέμνονα υπήρξε βάναυσος και θεμελιώθηκε πάνω στη βία και τον καταναγκασμό. Η ρήση της είναι αποκαλυπτική: ο Ατρείδης την παντρεύτηκε με ικεσία προς τον πατέρα της, αφού προηγουμένως σκότωσε τον πρώτο σύζυγό της, τον Τάνταλο, και το παιδί της. Συμβιβάστηκε με τη μοίρα της, σύρθηκε στο γάμο με έναν άνθρωπο μισητό και αποτρόπαιο, υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και μητέρα[7]. Τώρα συνειδητοποιεί ότι είναιθύμα μίας φριχτής συμπαιγνίας, καθώς ο σύζυγός της έχει μεθοδεύσει τη θυσία της κόρης τους, Ιφιγένειας. Η πλεκτάνη αποκαλύπτεται και η Κλυταιμνήστρα ξεσπά σε έναν καταιγισμό δίκαιων αιτιάσεων. Ο τραγικός ποιητής απογυμνώνει ηθικά τον Αγαμέμνονα και τον γελοιοποιεί. Αποδεικνύεται η ανερμάτιστη φύση του, ο κίβδηλος συναισθηματισμός, ο αριβισμός και η αρχομανία του[8]. Η ηρωίδα μεταβαίνει από την τυφλή υποταγή στην εξέγερση[9]. Οι περισσότερες από τις γυναίκες στο λόγο τους είναι ειλικρινείς. Δε μετέρχονται νόθα τεχνάσματα, για να επιβεβαιωθούν.

Αθηνά Μαξίμου – Κλυταιμνήστρα, Λένα Παπαληγούρα – Ιφιγένεια και Αιμίλιος Χειλάκης – Αγαμέμνων στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», Ηρώδειο, Σεπτέμβριος 2017

         Η Άννα Κομνηνή συνιστά αυτοτελώς μία άκρως ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική περίπτωση. Η πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, γεννήθηκε εμποτισμένη με την ιδέα του αυτοκρατορικού ιδεώδους. Εγκολπώθηκε την ύψιστη αξία της κληρονομικής διαδοχής. Η απογοήτευσή της ήταν τεράστια, όταν το τρίτο παιδί του Αλέξιου και της Ειρήνης γεννήθηκε αγόρι (ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός) και αυτοδίκαια εξασφάλισε το δικαίωμα της ανάρρησης στο θρόνο. Η Άννα επιχείρησε δύο φορές, με συνωμοτικές διεργασίες, να εκπαραθυρώσει τον αδελφό της. Στην τελευταία αποτυχημένη απόπειρα προσπάθησε να υφαρπάξει το θρόνο για το σύζυγό της, τον αφοσιωμένο πλην νωθρό Νικηφόρο Βρυέννιο. Έλπιζε ότι μετατρέποντας το Βρυέννιο σε υποχείριό της θα εξασφάλιζε, ουσιαστικά για την ίδια, την πολυπόθητη εξουσία του κράτους. Η δολοπλοκία όμως αποκαλύφθηκε και τα σχέδια της ματαιώθηκαν οριστικά. Η Άννα Κομνηνή – «η φίλαρχη γυναίκα, η αγέρωχη αυτή Γραικιά», όπως τη χαρακτηρίζει ο Καβάφης στο ομώνυμο ποίημά του – υπήρξε αθεράπευτα φιλόδοξη.

Ο Ιωάννης δεν την θανάτωσε, ούτε καν την τιμώρησε. Της φέρθηκε με υποδειγματική μεγαλοψυχία. Ίσως πίσω από την επιείκειά του να ελάνθανε βαθιά περιφρόνηση. Πάντως η Άννα – σύμφωνα με μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη Ακομινάτου – όταν συνελήφθη, αντέδρασε απέναντι στο δειλό σύζυγό της κατά τρόπο πρωτοφανή. Το υβρεολόγιό της ήταν αιχμηρό. Ανάμεσα στα άλλα κατηγόρησε εξοργισμένη τη φύση που αδίστακτα της στέρησε την εξουσία, επειδή σε αυτήν έδωσε ως γεννητικό όργανο μία τρύπα, ενώ το Βρυέννιο τον προίκισε με ένα μακρύ μόριο![10] Η παρατήρηση αυτή της Άννας είναι ένα έξοχο επιχείρημα της φροϋδικής ερμηνείας σχετικά με το «φθόνο του πέους» και το «σύμπλεγμα ευνουχισμού», που αισθάνεται μία γυναίκα εξαιτίας της σεξουαλικής υστέρησης, δηλαδή της «φυσικής» υπεροχής του ανδρικού οργάνου[11]. Αιώνες φαλλοκρατίας με εύλογα τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα διαμορφώνουν τον κυρίαρχο κώδικα ηθικής.

Ιωάννης Β΄Κομνηνός και Αυτοκράτειρα Ειρήνη εκατέρωθεν της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, Ψηφιδωτό από την Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη περί το 1118

Αποτραβηγμένη πλέον από τη δημόσια ζωή η Άννα Κομνηνή θα αφοσιωθεί στο σπουδαίο έργο της ζωής της, τη συγγραφή της «Αλεξιάδας». Με ευθυκρισία και πολιτικό αισθητήριο καταγράφει τη δράση και τους αγώνες του πατέρα της Αλέξιου για την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το 12ο αιώνα. Είναι η μοναδική γυναίκα – ιστορικός στο μεσαιωνικό κόσμο. Το έργο της διέπεται από αναμφισβήτητα ιστορικά χαρίσματα και φιλολογικές αρετές.[12] Αξιοσημείωτη είναι επίσης η στάση της ιστορικού απέναντι στους «βάρβαρους» Νορμανδούς και τους δυτικούς Σταυροφόρους. Ως πορφυρογέννητη βυζαντινή αντιμετωπίζει υπεροπτικά τους ξένους – παρόλο που είναι εμφανής η ερωτική της προδιάθεση απέναντι στον ηγεμόνα των Νορμανδών Μποεμόν Ζισκάρ – και είναι αρκετά σκληρή στην όποια αποτίμηση της ετερότητας. Η γοητευτική αυτή γυναίκα με τον παράφορο ψυχισμό και τα ασίγαστα πάθη αποτελεί ενδιαφέρον πεδίο έρευνας για το σεξισμό και την κοινωνική ταυτότητα του φύλου.

Δυτική Θράκη – Παναγία η Κοσμοσώτειρα, Φέρες Έβρου. Κατά την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ υπήρξε μάλλον το οικογενειακό μαυσωλείο των Κομνηνών.

√         Τα κείμενα ασφαλώς διαλέγονται μεταξύ τους. Η μάνα η φόνισσα της δημοτικής παραλογής[13] είναι μία Μήδεια[14] σε διαφορετικό πεδίο αναφοράς αλλά με ομόλογη παθολογία. Η «ακρασία» – με όρους φιλοσοφικής θεώρησης και ψυχαναλυτικής ερμηνείας – αποτυπώνεται ως θεμελιώδες συστατικό του διασαλευμένου ψυχισμού τους.

Μαρία Ναυπλιώτου και Χάρης Φραγκούλης στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, 2017

Η Φραγκογιαννού και η σιόρα Επιστήμη[15] είναι γυναίκες βαθιά δυστυχείς, επικεφαλής διαλυμένων οικογενειών, ρεαλίστριες και δυναμικές. Η Ρήνη, η Στέλλα Βιολάντη και η Βούλα Παπαδέλη ερωτεύονται αγνά και υπέροχα, με το πάθος της νεανικής ορμής[16].

«Στέλλα Βιολάντη – Έρως Εσταυρωμένος» σε σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα, Θέατρο «Δημήτρης Χορν» 2016

Οι συγγραφείς φωτίζουν τα κίνητρα των προσώπων δίνοντας έμφαση στο ηθικό υπόβαθρο και την κοινωνική διάσταση των ρόλων. Η ζωή είναι πρωτευόντως βίωμα, ακριβό και ανεπανάληπτο. Οι ποικίλες εκφάνσεις της αποκτούν ξεχωριστή βαρύτητα και εγείρουν εναλλακτικές εκδοχές ερμηνείας. Εντούτοις αποκαλύπτουν αλήθειες πανανθρώπινες και οικουμενικές. Μάλλον μέσα από το λόγο των γυναικών διατρανώνεται η καθολικότητα. Τελικά κανείς δε φεύγει (δεν μπορεί; δε θέλει; δεν ξέρει πώς;) από τις επιταγές του είναι του. Οι στίχοι της Κικής Δημουλά είναι καταλύτες : «Δαπανηρή ιδέα ο βίος! Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας…»[17]

Κική Δημουλά

   Συνοψίζοντας επισημαίνονται σχηματικά τα καίρια γνωρίσματα της γυναικείας οπτικής :

Σαπφώ – λυρικός λόγος υψηλής ποιότητας, αριστοκρατική αντίληψη, πνευματική ανεξαρτησία, κριτική διάθεση και παρρησία, εκλεπτυσμένος αισθησιασμός

  • Η Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» – τραγική απελπισία, μετάβαση από την υποταγή στην εξέγερση, ηθική απογύμνωση του ανδρικού εξουσιαστικού προτύπου

  • Άννα η Κομνηνή – ατέρμονη φιλοδοξία, παράφορος ψυχισμός, πολιτικό ένστικτο και ιστορική ευθυκρισία, αξιόλογη μόρφωση, στερεοτυπική θεώρηση της ετερότητας, σεξισμός

  • Η μάνα η φόνισσα – ηθικός εκφυλισμός, φαυλότητα

  • Η «Φόνισσα» Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη – σωρευμένη οργή, νοσηρή εμμονή, φαταλισμός, ψυχική παθογένεια με κοινωνικά συμφραζόμενα

  • Η σιόρα Επιστήμη (1) και η κόρη Ρήνη (2) στην «Τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη – (1) συμβιβασμένος ρεαλισμός, δυναμισμός, ετεροβαρής οικογενειακή σχέση & (2) αξιοπρέπεια, υπευθυνότητα, συνείδηση ταξικής ταυτότητας και κοινωνικού φύλου

  • «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου – ηθικές αξίες, νεανικό πάθος, αστική νοοτροπία, αντίσταση στην πατρική εξουσία

  • Βούλα Παπαδέλη στο «Γιούγκερμαν» του Μιχάλη Καραγάτση – καταρράκωση της γυναικείας οντότητας απέναντι στον αντρικό σοβινισμό (πατέρας, αδελφός, μνηστήρας), η γυναίκα υποκείμενο του μικροαστισμού και αντικείμενο συναλλαγής

  • Κική Δημουλά – το γυναικείο κοσμοείδωλο μέσα στην (ή πάνω και πέρα από την) έγερση των καθημερινών πραγμάτων, η αναγνωσιμότητα του κόσμου με βηματισμό ανάπηρο, η λεκτική ανακολουθία και η στοχαστική ακεραιότητα

Η Τούλα Σταθοπούλου ως «Σιόρα Επιστήμη» στην «Τιμή και το χρήμα» της Τόνιας Μαρκετάκη, 1984

Βιβλιογραφικές αναφορές

Εκτός από τις ιδιαίτερα κατατοπιστικές σημειώσεις που εμπεριέχονταν στο Φάκελο του Προγράμματος Ισότητας, ως βιβλιογραφικός οδηγός χρησίμευσαν και τα ακόλουθα έργα και οι μελέτες:

  • Foley P. Helen, (2003) Female acts in greek tragedy – Tragic wives: Medea’s divided self, Princeton University Press, Princeton

  • Ηλιού Μαρία, (1984) Εκπαιδευτική και κοινωνική δυναμική – Κατανομή εκπαιδευτικών ευκαιριών, Εκπαιδευτικές πραγματικότητες, Κοινωνική δυναμική και ισότητα των φύλων, Εκδ. Πορεία, Αθήνα

  • Λεοντσίνη Ελένη, (2005), Η σπαρτιάτισσα «Ελένη της Τροίας»: Μύθος και πραγματικότητα, Στο συλλογικό τόμο «Λακωνία: Γλώσσα – Ιστορία – Πολιτισμός», Σπάρτη

  • Μαρκόπουλος Θανάσης, (2002) Κική Δημουλά – Η έγερση των καθημερινών πραγμάτων, «Φιλολογική», Τεύχος 83, Αθήνα

  • Μίντσης Γεώργιος, (1996) Το «ερωτικό» στοιχείο στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, «Βυζαντιακά», Τόμος 16, Θεσσαλονίκη

  • Παγανός Γιώργος, (1983) Η νεοελληνική πεζογραφία, Εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη

  • Σκιαδάς Αριστόξενος, (2000) Αρχαϊκός λυρισμός, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα

  • Συνοδινού Κατερίνα, (1985) Η Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια στην Αυλίδα» του Ευριπίδη: από την υποταγή στην εξέγερση, «Δωδώνη», Τόμος ΙΔ, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

  • Χούγκερ Χέρμπερτ, (1994) Βυζαντινή Λογοτεχνία, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα

Vanessa Redgrave και Christopher Reeve στους «Bostonians» σε σκηνοθεσία James Ivory

[1]               Η εργασία αυτή υλοποιήθηκε με τη σύμπραξη των εκπαιδευόμενων του Α΄ κύκλου σπουδών στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας της Νάουσας κατά το σχολικό έτος 2006 – 07. Εντάσσεται στα πλαίσια του σχεδίου δράσης για την ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών και την εφαρμογή παρεμβατικών προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση της ισότητας των φύλων. Δημοσιεύτηκε επίσης στο περιοδικό «Το επιστημονικό βήμα του δασκάλου», Τεύχος 10, Ι.Π.Ε.Μ, Αθήνα 2009. Πρβλ. και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Τμήμα ερευνών, τεκμηρίωσης και εκπαιδευτικής τεχνολογίας, Δελτίο Εκπαιδευτικής Αρθρογραφίας (Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2009), Τ. 34–35, Αθήνα 2010. Τώρα (2018 κε), με αναγκαίες και συμπληρωματικές μετατροπές, οριστικοποιείται

[2]               Σαπφώ

Δέδυκε μὲν ἁ Σελάνα καὶ Πληιάδες,
μέσαι δὲ νύκτες,

παρὰ δ’ ἔρχεται ὥρα,
ἐγὼ δὲ μόνα κατεύδω…

ἀλγεσίδωρος…

μυθοπλόκος…

Ἔρος δ’ ἐτίναξέ μοι φρένας,

ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων…

 

Γρήγορα η ώρα πέρασε·

μεσάνυχτα κοντεύουν·

πάει το φεγγάρι, πάει κι η Πούλια βασιλέψανε·

και μόνο εγώ εδώ κείτομαι μονάχη κι έρημη

Ο έρωτα που βάσανα μοιράζει…

ο έρωτας που μύθους πλέκει…

μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε

ίδια καθώς αγέρας μέσα από τα βουνά χυμάει μέσα στις βελανιδιές φυσομανώντας.

 

ὀ μέν γάρ κάλος , εἴς κάλος , ὄσσον ἴδην πέλει ,

ὀ δέ κἄγαθος αὔτικα και κάλος ἔσσεται

ο ωραίος όταν τον κοιτάς τότε φαντάζει ωραίος,

μον’ ο καλός, ξανά αν τον δεις, ωραίος θα’ναι πάντα

 

οἱ μὲν ἰππήων στρότον οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ΄ ἐπὶ γᾶν μέλαιναν
ἔμμεναι κάλλιστον͵ ἔγω δὲ κῆν΄ ὄτ-
τω τις ἔραται·

πάγχυ δ΄ εὔμαρες σύνετον πόησαι
πάντι τοῦτ΄͵ ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος ἀνθρώπων Ἐλένα τὸν ἄνδρα
τὸν πανάριστον

καλλίποισ΄ ἔβα ΄ς Τροΐαν πλέοισα
κωὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων
πάμπαν ἐμνάσθη͵ ἀλλὰ παράγαγ΄ αὔταν
[-]σαν

[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]… κούφως τ[ ]οη .[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀνέμναι-
σ’ οὐ ] παρεοίσας,

τᾶς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
πεσδομάχεντας.

O ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό·
εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο αυτό που καθένας αγαπά.
Kι αυτό είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει
ο καθένας· γιατί αυτή που ξεπερνούσε όλους
σε ομορφιά, η Eλένη, εγκατέλειψε τον καλύτερο σύζυγο.
Mε το καράβι πήγε στην Tροία
και δε σκέφτηκε ούτε την κόρη της ούτε τους αγαπημένους της γονείς,
αλλά χωρίς τη θέλησή της ακολούθησε την Aφροδίτη.
Aλήθεια, δεν είναι δύσκολο να κατευθύνεις μια γυναίκα·
η αγάπη μπορεί να θολώσει τόσο εύκολα το μυαλό της!
Kαι τώρα η Kύπρις μου θύμισε ξαφνικά την Aνακτορία.
Θα προτιμούσα να δω το εράσμιο βάδισμά της
και το φωτεινό, λαμπερό πρόσωπό της,
παρά τα άρματα των Λυδών και το βαριά οπλισμένο πεζικό.

κατθάνοισα δὲ κείσηι οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ΄ οὐδὲ ποκ΄ὔστερον· οὐ γὰρ πεδέχηις βρόδων
τὼν ἐκ Πιερίας· ἀλλ΄ ἀφάνης κἀν Ἀίδα δόμωι
φοιτάσηις πεδ΄ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα.

Όταν πεθάνεις πια, θα κείτεσαι εκεί κάτω και μήτε θα σε θυμάται
κανείς μήτε θα σε ποθεί· γιατί δεν έχεις μερίδιο στα ρόδα της Πιερίας.
Aλλά και στο παλάτι του θανάτου θενά τριγυρνάς αφανής,
ανάμεσα στους άψυχους νεκρούς, σαν πετάξεις από δω.

[3]               Κική Δημουλά, «Ο πληθυντικός αριθμός»

Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

[4]               Μ. Καραγάτσης «Γιούγκερμαν»

[Απόσπασμα]

                «Είχε όμως, μέσα σ’ αυτό το μαρτύριο, και τις ελάχιστες ώρες της χαράς της. Ελάχιστες, βέβαια· μα τόσο εντατικές, που γέμιζαν απόλυτα τη ζωή της και την έκαναν να παραβλέπει τ’ άλλα της βάσανα. Ή, καλύτερα, δεν νοιαζόταν για όλ’ αυτά· περνούσαν πάνω της σαν κονταριές σε άτρωτο κορμί. Συγκεντρώθηκε στον εαυτό της κι υπόφερε τα πάντα με θαυμαστό στωικισμό, περιμένοντας τη στιγμή – τρεις φορές τη βδομάδα – που θα ‘σμιγε με το Βάσια, στο καφενεδάκι του Τουρκολίμανου. Τότε, όλα σβήναν. Δινόταν στην ερωτική της ευτυχία με χαρούμενη καρδιά κι ανάλαφρο πνεύμα. Χανόταν στο μαγνητικό ρευστό του αγαπημένου άντρα, που την τύλιγε με βαλσαμικά κύματα. Η γαλήνη της ήταν απόλυτη· τόσο απόλυτη, που γέμιζε όλες τις ώρες της, κι αυτές ακόμα τις μαύρες ώρες του πνιχτικού σπιτιού.

Δεν του είπε ποτέ τίποτα γι’ αυτά. Όχι από υπολογισμό ή υστεροβουλία· δε σκέφτηκε πως θα ‘πρεπε να κρατήσει κρυφή οποιαδήποτε πτυχή της ζωής της. Μα πρώτα πρώτα, ποτέ η κουβέντα τους δεν ήρθε στην περασμένη ερωτική ζωή τους κι ύστερα, όλ’ αυτά τα ‘βρισκε μικρά κι ανάξια μπροστά στη μεγάλη περιπέτεια της καρδιάς της. Όταν ερχόταν η στιγμή, θα του μιλούσε’ δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Γιατί, όπως είπαμε, στο βάθος είχε αποφασίσει να πάρει το γιατρό. Μα δεν το ’λεγε στους δικούς της να ησυχάσουν, και να πάψουν κι αυτηνής τα μαρτύρια. Προτιμούσε να κυλούσε το εξάμηνο μέσα στη θλίψη και τις καταπιέσεις, παρά να γινόνταν αμέσως οι επίσημοι αρραβώνες, που θα της στερούσαν τη μεγάλη ευτυχία της: την επαφή με το Βάσια.

Όσο οι μέρες κυλούσαν κι έβλεπε να κοντεύει ο χρόνος του μισητού γάμου – κι η στιγμή του οδυνηρού χωρισμού – σφιγγόταν η καρδιά της. Μια μονάχα ελπίδα είχε: πως ο Βάσιας θα καταλάβαινε την αναπότρεπτη ανάγκη αυτού του γάμου και δεν θα την έβγαζε απ’ την καρδιά του […]

Μια άλλη δυσάρεστη πλευρά ήσαν οι καθημερινές σχεδόν επισκέψεις του Γιώργου. Η Βούλα έλπισε πως μετά τη συμφωνία της εξάμηνης προθεσμίας – και την καθαρά αντιπαθητική στάση της – ο γιατρός θα είχε την εξυπνάδα ν’ αραίωνε τις εμφανίσεις του. Αυτός όμως, κινημένος από πληγωμένο εγωισμό, το ‘βαλε πείσμα να την ξανακαταχτήσει. Έξω απ’ την πραγματικότητα, όπως πάντα, νόμισε πως οι συχνές επισκέψεις του στο Παπαδελέικο και το παρουσίασμα της στραπατσαρισμένης αξιοπρέπειάς του, θα είχαν καταθλιπτικό αποτέλεσμα στην απόφαση της αρραβωνιαστικιάς του. Η Βούλα σήκωνε τους ώμους κάθε φορά που τον έβλεπε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα ωραίος, κομψός, σπουδαίος κι ανόητος, με ύφος προσβλημένου τιμητή […]

Η απογοήτεψη κι ο θυμός του ξέσπασαν στην Παπαδέλαινα, με πικρά παράπονα κι ιερεμιάδες ατέλειωτες. Κι εκείνη για να ξεσπάσει, χύθηκε με καινούρια κρίση μανίας πάνω σ’ «αυτή την ασυνείδητη» και την ξερόψησε με σιγανή και σίγουρη φωτιά.

Το μεγάλο πανηγύρι έγιν’ ένα Σάββατο. Το βραδάκι, σεις εφτά, η Βούλα είχε το συνηθισμένο ραντεβού της με το Βάσια. Όταν, κατά τις εξήμιση, κατέφθασε ο κύριος οιονεί αρραβωνιαστικός. Δε γινόταν για πρώτη φορά αυτό. Τότε η Βούλα έκλεινε το μισό παραθυρόφυλλo της κάμαράς της, σε τρόπο που να το ιδεί ο Βάσιας απ’ το Περίπτερο. Κι αυτό είχε την εξής συμβατική σημασία: «Σήμερα δεν μπορώ να έρθω. Αύριο την ίδια ώρα».

Οπωσδήποτε, η Βούλα περίμενε την επίσκεψη του γιατρού για την Κυριακή. Από το πρωί βρισκόταν σε πυρετική προσμονή του βραδινού περίπατου. Τόσο πολύ πεθυμούσε να ιδεί το φίλο της εκείνο το βράδυ, που τίποτα δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει. Στο σαλόνι, όπου πήγε με το Γιώργο, ήρθε κι η Νίτσα. Ευτυχώς γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει μια συνομιλία, με την αγωνία που τη σύνεχε. Είπε μόνο δυο-τρεις λέξεις· διαρκώς στριφογύριζε στην καρέκλα της, φανερά νευριασμένη κι ανυπόμονη. Όταν το ρολόι χτύπησε εφτά, χωρίς να δικαιολογηθεί, βγήκε απ’ την κάμαρα, σα να πήγαινε για δυο λεπτά κάπου. Και ξαναγύρισε σεις εννιά.

Χτυπώντας την πόρτα του σπιτιού της, ήξερε τι την περίμενε· μα ήταν έτοιμη να δεχθεί τα πάντα με απόλυτη ψυχραιμία. Μήπως δυο ολόκληρες ώρες δε γνώρισε την πιο τέλεια ευτυχισμένη γαλήνη κοντά στον αγαπημένο άντρα; Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;

Φαίνεται πως η φασαρία που ακολούθησε το ξεπόρτισμά της ήταν γενναία. Ο Γιώργος γίνηκε κατακίτρινος κι έφυγε απειλώντας γη και ουρανό. Η Παπαδέλαινα μάταια προσπάθησε να τον γαληνέψει γεμίζοντάς τον εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις. Σαν έμεινε μόνη έπεσε σε νευρική κρίση, που είχε αντίχτυπο στις δυο μικρές της κόρες. Πάνω στη συναυλία των γοερών κλαμάτων κατέφθασε ο Χρίστος στο τσακίρ κέφι· τα είχε κοπανήσει στο Πασαλιμάνι, με την παρέα του. Όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα άρχισε να βλαστημάει Χριστούς και Παναγίες, απειλώντας πως θα κόψει τα ποδάρια της παλιοβρώμας της αδερφής του και του «τοιούτου» αγαπητικού της. Από αντανάκλαση ο Κωστάκης ούρλιαζε, χωρίς να ξέρει γιατί. Η υπηρέτρια κλείστηκε στην κουζίνα, με τρομαγμένα σταυροκοπήματα· κι οι γειτόνοι βγήκαν στα παράθυρα.

Απάνω στην ώρα έφτασε η Βούλα. Μόλις την αντίκρισε, ο Χρίστος εξαγριώθηκε. Τη στρίμωξε σε μια γωνιά, και με μούτρο αναμμένο άρχισε να τη βρίζει καπηλικά. Από το στόμα του βγήκε ένας περαιώτικος οχετός βρωμερός, ασφυχτικός και τόσο αναπάντεχος, που η Βούλα σάστισε. Μα γρήγορα ξανάβρε την ψυχραιμία της, τη θωρακισμένη με τη γενικότερη αδιαφορία για ό,τι δεν αφορούσε την αγάπη της. Σήκωσε τους ώμους και ψιθύρισε ήρεμα, δίχως κακία, ίσως με κάποια θλίψη:

– Είσαι πιωμένος, Χρίστο, και δε σε συνερίζομαι…

Ο αδερφός φούντωσε από τη λύσσα του.

– Α! Ώστε έχεις μούτρα και με βρίζεις, παλιοβρώμα! Είμαι μεθυσμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται! Δε φτάνει που κατάντησες έτσι, μα βγάζεις και γλώσσα στον αδερφό σου! Θα σου δείξω εγώ!

Είχε τέτοια συναίσθηση πως ήταν άτρωτη από κάθε κακό, έξω από την αγάπη της, που ξανασήκωσε τους ώμους.

– Τι θα μου δείξεις; μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της.

Μα ο Χρίστος το πήρε αλλιώς. Χάνοντας ολότελα τον έλεγχο του εαυτού του, της τράβηξε δυο γερά χαστούκια.

– Να, σκύλα ξαναμμένη! Να σε μάθω να μου βγάζεις γλώσσα!

Αυτό δεν το περίμενε. Το τράνταγμα ήταν τόσο δυνατό, που έμεινε σαστισμένη, ζαλισμένη, με μια βοή στ’ αυτιά. Γρήγορα όμως συνήρθε. Ορθώθηκε, όσο της επέτρεπε το μικρό κορμί της μα ο θυμός της ήταν τέτοιος, που φάνηκε πελώρια. Το πρόσωπό της γίνηκε φλουρί· τα καστανά μάτια της πετούσαν μαύρες φωτιές.

– Άκου να σου πω, είπε με φωνή δυνατή και ξεκάθαρη. Αν νομίζεις πως θα πουλήσω την τύχη και το κορμί μου, μικρέ παλιάνθρωπε, για να γίνουν τα κέφια σου, είσαι γελασμένος. Σ’ το λέω εσένα, και να το ακούσουν όλοι! Πόρνη δεν είμαι, ούτε θα γίνω ποτέ, και μάλιστα για σας, πεινασμένοι λύκοι! Αν πάρω το Γιώργο – που δε θα τον πάρω ποτέ – να το ξέρετε: το καθήκον μου, σαν τίμια σύζυγος, με προστάζει ένα πράμα: να υπερασπιστώ την περιουσία του άντρα μου από τα νύχια σας! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σας δώσει ούτε μια πεντάρα! Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!

Προχώρησε κατά πάνω του απειλητική, με σαγόνια και γροθιές σφιγμένες.

– Όσο για σένα, μικρέ εκβιαστή, που τόλμησες να σηκώσεις άδικο χέρι πάνω στη μεγάλη αδερφή σου, σε σιχαίνομαι! Είσαι πολύ χαμηλός ανθρωπάκος! Φύγε από μπροστά μου!

Το πρόσωπο, η φωνή, τα λόγια της ήσαν τόσο τρομαχτικά, που ο νεαρός μεθυσμένος τα ’χασε. Χωρίς να μιλήσει, με κεφάλι κατεβασμένο οπισθοχώρησε, πήρε το καπέλο του, ροβόλησε τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο χτυπώντας την πόρτα με μανία. Κατάλαβε πως νικήθηκε χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, αφού είχε το δίκιο με το μέρος του…»

 

[5]           Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η φόνισσα»

[Απόσπασμα]

«Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων. Αφού την υπάνδρευσαν, και την «εκουκούλωσαν», και την επροίκισαν με το σπίτι το ετοιμόρροπον εις το παλαιόν ακατοίκητον Κάστρον, και με το μποστάνι το χέρσον εις την αγρίαν βορεινήν εσχατιάν, και με το αγριοχώραφον το διαφιλονικούμενον από τον γείτονα και από το Μοναστήρι, η νεόνυμφος μετά του συζύγου της εκατοίκησεν εις το σπίτι της ανδραδέλφης της της χήρας, και άνοιξε νοικοκυριό με μικρά πράγματα. Το προικοσύμφωνόν της, ως τόσον, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα υποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα, ένα τηγάνι, μίαν πυροστιάν, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπίρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνον.

                Η ανδραδέλφη, αμέσως την Δευτέραν, την επιούσαν του γάμου, τα εξήλεγξεν όλα, και εύρεν ότι έλειπον εκ των εν των καταλόγω δύο σινδόνια, δύο μαξιλάρια, εν χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Αυθημερόν δε παρήγγειλε της πενθεράς να φέρη τα ελλείποντα. Η ιδιοτελής γραία απήντησεν ότι «τα όσα έδωσε, είναι καλώς δοσμένα, και είναι αρκετά». Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφόν της· ούτος παρεπονέθη εις την νεόνυμφον, εκείνη δε του απήντησεν: «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δεν θα εδέχετο να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα στοιχειά κατοικούν· και τι τον ωφελούν τα σινδόνια και τα ποκάμισα, αφού δεν ήτον ικανός να πάρη σπίτι κι αμπέλι κ’ ελιώνα;»

                Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ’ αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ’ εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γίνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της. Αλλ’ η μάννα της, μυρισθείσα το πράγμα, και φοβουμένη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ωνόμαζε συνήθως την κόρην της, του σηκώση τα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησε τυραννικήν επιτήρησιν επί της κόρης και του αρραβωνιαστικού, μη επιτρέπουσα την ελαχίστην ιδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξύ των δύο. Τούτο έκαμνε, προσχήματι μεν διά την σεμνότητα:

                – Δεν έχω…. να μου σκαρώση κανένα πρωιμάδι… αυτή η Στριγλίτσα! είχεν ειπεί. Βλέπετε, την μεταφοράν του ρήματος την ελάμβανεν από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμεί με το «ναυπηγώ ναυν»)· αλλά πράγματι το έκαμνε, διά να μη αναγκασθή να δώση μεγαλυτέραν προίκα.

                Μίαν εσπέραν, την παραμονήν του αρραβώνος, ότε ο γαμβρός μετά της αδελφής του είχον έλθει εις την οικίαν να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέρων ναυπηγός υπηγόρευε το προικοσύμφωνον εις τον Αναγνώστην τον Συβίαν, ψάλτην της εκκλησίας, όστις είχε βγάλει το ορειχάλκινον καλαμάρι του από την ζώνην, την εκ πτερού χηνός πένναν από την μακράν θήκην του καλαμαριού, του ομοιάζοντος πολύ με πιστόλαν, και θέσας επί των γονάτων το βιβλίον του Αποστόλου, κ’ επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτίου, είχε γράψει καθ’ υπαγόρευσιν του γέροντος «Εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος… υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον, και της δίνω πρώτον την ευχήν μου…», η Χαδούλα ίστατο αντικρύ της εστίας, δίπλα εις την τέμπλαν –την στήλην τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκεφαλαίων την σκεπαστήν με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστρεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδας– ακίνητος και καμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον, όπως η τέμπλα… αλλ’ όμως ένευε κρυφά, ανυπομόνως, καίτοι με μεγάλην προφύλαξιν, ένευεν εις τον αρραβωνιαστικόν, ένευεν εις την ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ως προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά ν’ απαιτήσωσι σπίτι εις την νέαν πόλιν, και αμπέλι κ’ ελαιώνα εις την περιοχήν της νέας πόλεως.

                Εις μάτην. Ούτε ο γαμβρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τ’ απηλπισμένα νεύματα. Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέφη τα νώτα προς την κόρην, διά ν’ αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαν – αίφνης, ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ’ απηγορευμένα «καμώματά» της.

                Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν.

                – Ε! μωρή Στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!…κ’ εγώ σε σώζω.

                Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγον δι’ αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως. Ο γέρων πιθανώς θα εκάμπτετο εις τας ικεσίας και τα κλαύματα τής μοναχοκόρης, και θα έδιδε περισσοτέραν προίκα. Όθεν εσιώπησεν.

                Η Χαδούλα εθαύμασε πώς, ενώ η μήτηρ της ολοφάνερα την είχεν ιδεί να κάμνη τα ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνήθιζε. Σημειωτέον ότι η προικοδοσία της οικίας εις το παλαιόν ακατοίκητον χωρίον είχε τούτο το ευλογοφανές, ότι πολλαί οικίαι εσώζοντο ακόμα εις το Κάστρον, ότι οικογένειαί τίνες συνήθιζον να διατρίβωσι το θέρος εκεί, και ότι εις την φαντασίαν των ανθρώπων υπήρχε προκατάληψις υπέρ του «Παλαιού Χωριού», το οποίον επονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνηθίσει ακόμα ούτε εις την νέαν τάξιν των πραγμάτων, ούτε εις βίον ειρηνικόν, χωρίς επιδρομάς κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής αρμάδας, και η εγκατάστασις εις την νέαν πόλιν δεν ενομίζετο οριστική, αλλ’ υπήρχε προσδοκία ότι οι άνθρωποι θα εβιάζοντο και πάλιν να επανέλθουν εις τα παλαιά, τα «μαθημένα» των. Κ’ ενώ όλο το Κάστρον ανεπόλουν, και το Κάστρον ελυπούντο και το ερρέμβαζον, και το είχον εις το στόμα, δεν έπαυον όμως να κτίζωσιν οικοδομάς εις τον νέον συνοικισμόν – όπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα σκέπτονται και άλλα κάμνουν, και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικώς.

                Ούτω λοιπόν, μετά δύο εβδομάδας από του αρραβώνος ετελέσθη ο γάμος. Ούτως ηθέλησεν η πενθερά. Δεν της ήρεσκεν, ως έλεγε, να έχη γαμβρόν αστεφάνωτον να συχνάζη στο σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγυιός του ανδρός της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παίδα έφηβον, εργαζόμενον επίσης εις το ναυπηγείον, και εν άλλο παιδίον κ’ εν κοράσιον ανήλικα, εδέχθη κατ’ οίκον το νέον ανδρόγυνον. Είτα, μετά εν έτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, και δευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετ’ αυτήν ο Μητράκης, και η τελευταία η Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους εφαίνετο να βασιλεύη ειρήνη εντός της οικίας. Είτα, όταν ήρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύμφης, είχον δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, ήρχισε πόλεμος εντός του οίκου. Τότε η Φραγκογιαννού, ήτις με την ηλικίαν και την πείραν του κόσμου εγένετο πολύ σοφωτέρα, είχεν αξιωθή, ως έλεγε μετριοφρόνως, ν’ αποκτήση κι αυτή ένα σπιτάκι δικό της, χάρις εις την επιδεξιότητα της και την οικονομίαν της. Την μίαν χρονιάν ημπόρεσε μόνον να κτίση τέσσαρας τοίχους λασποκτίστους, μικρούς και χαμηλούς και να τους στεγάση· την δευτέραν χρονιάν κατώρθωσε να πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διάφορα σανίδια, ανόμοια παλαιά και νέα, και, χωρίς να χάση καιρόν, ανυπομονούσα, πότε να «ξελευθερωθή» από την τυραννίαν της ανδραδέλφης, η οποία εγήραζε κ’ εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ’ επήγε να εγκατασταθή, μαζί με τον σύζυγον και τα τέκνα, εις την «γωνίαν» της, εις την «φωλιάν» της, εις την «άκρην» της. Την ημέραν εκείνην, όπως έλεγεν η ιδία, ησθάνθη την μεγαλυτέραν χαράν εις την «ζήσιν» της. Όλ’   αυτά   τα   ενθυμείτο,   και  οιονεί  τα   ανέζη   η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου, ενώ ο βορράς ηκούετο εκ διαλειμμάτων να συρίζη έξω, πλήττων τας κεράμους, και κάμνων να ηχώσι τα παράθυρα, οπότε ηγρύπνει παρά το λίκνον της μικράς εγγονής της. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα –επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο– πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της».

 

[6]               Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Η τιμή και το χρήμα»

[Απόσπασμα]

«Και το ‘καμε. Αρματώθηκε με υπομονή, με καρτερία, με ελπίδα, και το ίδιο το πρωί εζήτησε δουλειά στο εργοστάσιο που εγνώριζε, όπου εδούλευε πάντα η μάνα της. Κι αυτό το τόλμημά της που εκαταφρονούσε τους πατροπαράδοτους και παράλογους θεσμούς, της εφάνηκε πολύ ευκολότερο απ’ ό,τι το φανταζότουν, κι ούτε ένα χείλι δε βρέθηκε να την κατακρίνει για τούτο. Είταν φτωχιά κ’ έπρεπε να δουλέψει. Και τώρα επερνούσαν οι μέρες της ήσυχα· μα ο Αντρέας δεν ερχότουν.                                                                                                 Μόνο από το μπάρμπα που τον έβλεπε κάπου κάπου, γιατί τώρα κι αυτός έλειπε όλη μέρα, εμάθαινε πως ο άντρας της εδούλευε γιορτή καματερή στη θάλασσα και πως μόνο ερχότουν στη χώρα κάθε αυγή με τη βάρκα για να φέρνει στην αγορά τα ψάρια. Μα ο Σπύρος πονηρά εφυλαότουν να της πει κ’ ένα λόγο για τους σκοπούς τους.                                                 Είχαν λέω περνάσει μέρες κι αυτή ολομόναχη εργαζότουν· μα η δοκιμασία την είχε σκληρύνει και η καρδιά της είχε μεγαλώσει. Τώρα εγνώριζε καλύτερα τον κόσμο. Και τώρα ήξερε όλο το προάστιο πως οι Ξήδες είχαν φτωχύνει πλια, πως άντρες και γυναίκες σπίτι τους έπρεπε να ξενοδουλεύουν για να ζήσουν, κ’ ήξερε κιόλας πως την Κυριακή θα τους έβαζαν το πατρικό τους παλατάκι στη δημοπρασία. Κι αυτό τό ‘χε ακούσει κ’ η Ρήνη, μα τώρα δεν απελπιζότουν. Έπρεπε να υποταχτεί στη μοίρα κ’ είταν παρέτοιμη να νοικιάσει ένα χαμώγι και να περιμένει αμόλευτη και τίμια τον άντρα της, αν αλλούθε δεν ερχότουν βοήθεια καμία. Η καρδιά της της τό ‘λεγε πως η μάνα δε θα την άφηνε στο ύστερο να χαθεί.                                    Κι αληθινά την Παρασκευή το βράδι, όταν είχε σχολάσει από το εργοστάσιο η κυρά Επιστήμη ήρθε και τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρά της, όπου εσυνήθιζε να κάθεται όλο το βράδι. Είχε κατεβασμένο χαμηλά το μαντήλι της και τα μάτια της δεν εφαινότουν καθόλου, γιατί δεν τα φώτιζε η τρεμάμενη φλόγα του λυχναριού που έπαιζε απάνου στ’ άλλα της τα πιθέματα.                                                                                                                                                                    Η Ρήνη είχε σηκωθεί ακούοντας το βήμα της και μια στιγμή οι δύο γυναίκες είχαν σταθεί σιωπηλές, σα να εφοβούνταν η μία την άλλη, σα να εφοβούνταν τα πικρά τα λόγια που είχαν να πουν η μία της άλλης, κι απέκει ολομεμιάς η αγάπη ενίκησε. Η κόρη ερίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι από τα μάτια τους και τες ησύχασαν και τότες εφιληθήκαν.                                                                                                                                               «Δυστυχισμένη» της είπε η μάνα κλαίοντας. Της απάντησε μ’ ένα αναφιλητό που της ετίναξε το στήθι κ’ έπειτα της είπε: «Τι να κάμω, μάνα;» «Ό,τι έκαμες, έκαμες» της αποκρίθηκε αφήνοντάς την και ξεσκεπάζοντας το κεφάλι της, «άλλο απ’ ό,τι έκαμες δεν έχεις να κάμεις, αλλά ας ιδούμε α μπορεί να βρεθεί δόρθωση.»                                                                                              Την άκουε με προσοχή κ’ εσφούγγισε τα μάτια της. Θα ετελειώναν τάχα τώρα τα δεινά και θα ερχότουν τέλος η δίκαιη ανταμοιβή της αρετής της; «Το ξέρεις» ξανάπε η μάνα καθίζοντας μπρος στο τραπέζι και ησυχασμένη τώρα· «το ξέρεις πως την Κυριακή σας πουλούνε το σπίτι;» «Το ξέρω· μα ας πάει το έρημο· τι τα θέλω τα χρειωμένα παλάτια; Αυτό τους εκατάστρεψε.» «Μη βιάζεσαι» της είπε η μάνα που ολοένα το βλέμμα της εζωντάνευε. «Αυτό που λες δεν είνε το σωστό. Τ’ αγαπάει και κείνος το πατρικό του το σπίτι.» Και σε μια στιγμή επρόστεσε πικρά: «Σ’ απαράτησε, ε;» «Δουλεύει στα ψάρια» αποκρίθηκε ντροπιασμένη, λέγοντας ναι, με το κεφάλι μονάχα. «Και δε θα ‘ρθει;» «Δεν ξέρω, δε μού ‘πε.» «Άκουσε» της είπε σκεφτική· «θα πάω αύριο να τον έβρω στη χώρα, την ώρα που φέρνει τα ψάρια, και θα του μιλήσω. Δε θέλω να το χάσετε το σπίτι· ας τα πάει τα εξακόσια που εγύρεψε· μα ας σε στεφανώσει.» «Ω μάνα» είπε ξαναδακρύζοντας από ευγνωμοσύνη· «είσαι καλή! Μα κ’ εγώ δεν έφταιξα. Τα πράματα δεν ήρθαν έτσι από χεριού μου.» «Ό,τι έκαμες, έκαμες» της απάντησε κλειώντας αγάλι αγάλι τα μάτια, σα νά ‘θελε να ξεφύγει μίαν άσκημη εικόνα που εκείνην τη στιγμή τής περνούσε μπροστά της. Μα τώρα πάλι η κόρη τής έλεγε: «Μόνο, ποιος ξέρει α φχαριστηθεί μ’ αυτά. Εδώ το ύστερο βράδι εμιλούσανε για χίλια, για χιλιάδες, ξέρω και γω για πόσα· και πού να βρεθούν αυτά που θέλει, καημένη μάνα· του δοκήθηκε να σας γδάρει.» «Τέτοιος δεν είναι» της είπε με σοβαρό ύφος· «όλα τα κάνει για να μου ανοίξει το πουγκί μου και να πάρει όσα εγύρεψε. Θά ‘ρθει πάλι στην αγκαλιά σου, καλός όπως ήτανε και πρώτα. Μην απολπίζεσαι. Θα κερδίσει το σπίτι του. Για τ’ άλλα τα παιδιά τα καημένα θα δουλέψω όσο κι αν ημπορώ· κι ας τους αφήσω καθενού λιγότερα, θα τους γλυτώσω τουλάχιστο την τιμή του σπιτιού τους.» «Ω μάνα» της εφώναξε φχαριστώντας με σιγαλή φωνή. «Πόσο σ’ επίκρανα, και τον καλό μου τον πατέρα!» «Ο καημένος ο μεθύστακας! Δεν πίνει τώρα σταξιά· η λύπη του είναι μεγάλη· τόνε παρηγοράω όπως μπορώ και κείνονε· θα σού ‘δινε και την ψυχή του.» «Αχ» είπε πάλι η Ρήνη «να μην είμουνα τουλάχιστον έγκυα!» «Ως κι αυτό!» είπε η μάνα· «είναι καβαλάρης αυτός κι εμείς πεζοί· από την αρχή αυτό είτανε το σκέδιο του· φοβερά μας την έπαιξε!» Και σα μετανοιωμένη ξακολούθησε έπειτα από μια στιγμή: «Μα κάνω πολύ κακά που σου τονέ κακολογάω. Η τύχη τά ‘φερε έτσι. Όπως κι αν είναι, αυτός είναι ο δικός σου· μαζί του θα ζήσεις· έχε τόνε με τα καλά και φχαρίστα τον, όσο μπορείς. – Έχε την ευκή μου.»                                                                  Και οι δύο γυναίκες εσηκωθήκαν και αγκαλιαστήκαν πάλι. Η κυρά Επιστήμη εκουκούλωσε έπειτα το πρόσωπό της και μ’ αλαφρωμένη καρδιά εκατέβηκε από το σπίτι του Αντρέα με την απόφαση να διορθώσει τα πάντα.            Η πληγή του Αντρέα είτανε τιποτένια. Αφού του την έπλυναν και του την έδεσαν σ’ ένα φαρμακείο, εξεκίνησε τώρα για το προάστιο. Επήγαινε να ξαναβρεί τη Ρήνη, να πάρει τα χρήματα, να πλερώσει τα χρέη του, κ’ είχε σκοπό να ετοιμάσει τη χαρά του για την άλλη Κυριακή. Ελευτερωμένος από τη φτώχια, ξανάβρισκε τώρα τον εαυτό του, εγενότουν πάλι άνθρωπος καλός, κ’ εξυπνούσε ξανά η αγάπη στην καρδιά του.                                                                                                                                                                  Στο δρόμο τον εσυχαιρόνταν όλοι για το γλύτωμα, και στο προάστιο, όπου αμέσως είχαν κοινολογηθεί τα πάντα, τον επεριτρογύριζε ο κόσμος κ’ ήθελε ν’ ακούσει από το στόμα του ό,τι είχε συνέβει. Ευχαριστιόνταν όλοι για την έβγαση, και του ευκιόνταν ευτυχία.                            Επήγε στο σπίτι του· και μη βρίσκοντας εκεί τη Ρήνη, επήγε, χωρίς να χάσει στιγμή, στο σπίτι της πεθεράς του.                                                                                                                  Εκεί εκλαίγαν όλοι, η Ρήνη, οι δύο αδερφάδες της και το αγόρι. Την εσίμωσε για να τη φιλήσει. Εκείνη τον εκοίταξε με παράπονο, σαν να τον ονείδιζε για όλο το φέρσιμό του, μα δεν αντιστάθηκε στο αγκάλιασμα. Θά ‘βρισκε στο τέλος κάποια γενναιότητα στην καρδιά του; Της είπε χαρούμενος, σα νά ‘χε λησμονήσει στη στιγμή ό,τι είχε κάμει τόσες μέρες: «Την Κυριακή στεφανωνόμαστε!» Αυτή του χαμογέλασε. «Και πάει η φτώχεια» εξακολούθησε· «της αφήκαμε γεια! Η μάνα σου εθύμωσε, μ’ εβάρεσε, μα δεν πειράζει. Τα δίνει όλα όσα έχει· δε θα πάρω παρά τα χίλια που χρειάζονται.»                                                                                                     Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. «Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.                                                                                                             Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. ‘Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα’ χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. ‘Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα. Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.                                                                                                                                   Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ’ εδυστύχεψε!« Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλι». «Και ξαναγοράζεις» του ‘πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.                                                   «Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας. «και δεν την έχω;» «Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!» «Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα’ ναι παράδεισος!» «Όχι!» του ‘πε· «έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι α σ’ αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;» «Σ’ εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»                                                                                                                                   «Πάμε!» είπε ο Αντρέας. «’Οχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας· θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. ‘Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»                                                                                                                                          Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.

«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!» Κι εβγήκε στο δρόμο»

[7]               Σε κείμενα της κλασικής περιόδου περιγράφονται οι παθογένειες της αθηναϊκής οικογένειας και ο συνεπόμενος εξαρτητικός ρόλο της συζύγου. Επί παραδείγματι ο Δημοσθένης στο λόγο του «Κατά Νεαίρας» (§ 122) του 342 πΧ, με κυνική ευκρίνεια υπογραμμίζει: «Τς μν γρ ταίρας δονς νεκ χομεν, τς δ παλλακς τς καθ μέραν θεραπείας το σώματος, τς δ γυνακας το παιδοποιεσθαι γνησίως κα τν νδον φύλακα πιστν χειν».

[8]              Εριπίδης «φιγένεια ν Αλίδι», Στίχοι 1146 – 1208

Κλυταιμνήστρα

ἄκουε δή νυν: ἀνακαλύψω γὰρ λόγους, 
κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσθ᾽ αἰνίγμασιν. 
πρῶτον μέν, ἵνα σοι πρῶτα τοῦτ᾽ ὀνειδίσω, 
ἔγημας ἄκουσάν με κἄλαβες βίᾳ, 
τὸν πρόσθεν ἄνδρα Τάνταλον κατακτανών: 
βρέφος τε τοὐμὸν σῷ προσούδισας πάλῳ, 
μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν ἀποσπάσας.
καὶ τὼ Διός σε παῖδ᾽ἐμὼ δὲ συγγόνω,
ἵπποισι μαρμαίροντ᾽ ἐπεστρατευσάτην:
πατὴρ δὲ πρέσβυς Τυνδάρεώς σ᾽ ἐρρύσατο 
ἱκέτην γενόμενοντἀμὰ δ᾽ ἔσχες αὖ λέχη.
οὗ σοι καταλλαχθεῖσα περὶ σὲ καὶ δόμους 
συμμαρτυρήσεις ὡς ἄμεμπτος  γυνή,
ἔς τ᾽ Ἀφροδίτην σωφρονοῦσα καὶ τὸ σὸν 
μέλαθρον αὔξουσ᾽ὥστε σ᾽ εἰσιόντα τε 
χαίρειν θύραζέ τ᾽ ἐξιόντ᾽ εὐδαιμονεῖν.
σπάνιον δὲ θήρευμ᾽ ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν 
δάμαρταφλαύραν δ᾽ οὐ σπάνις γυναῖκ᾽ ἔχειν.
τίκτω δ᾽ ἐπὶ τρισὶ παρθένοισι παῖδά σοι 
τόνδ᾽ὧν μιᾶς σὺ τλημόνως μ᾽ ἀποστερεῖς.
κἄν τίς σ᾽ ἔρηται τίνος ἕκατί νιν κτενεῖς,
λέξοντί φήσεις μὲ χρὴ λέγειν τὰ σά;
Ἑλένην Μενέλεως ἵνα λάβῃκαλὸν † γένος †,
κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτεῖσαι τέκνα.
τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα.
ἄγ᾽εἰ στρατεύσῃ καταλιπών μ᾽ ἐν δώμασιν,
κἀκεῖ γενήσῃ διὰ μακρᾶς ἀπουσίας,
τίν᾽ ἐν δόμοις με καρδίαν ἕξειν δοκεῖς;
ὅταν θρόνους τῆσδ᾽ εἰσίδω πάντας κενούς,
κενοὺς δὲ παρθενῶναςἐπὶ δὲ δακρύοις 
μόνη κάθωμαιτήνδε θρηνῳδοῦσ᾽ ἀεί:
Ἀπώλεσέν σ᾽ τέκνον φυτεύσας πατήρ,
αὐτὸς κτανώνοὐκ ἄλλος οὐδ᾽ ἄλλῃ χερί,
τοιόνδε νόστον καταλιπὼν πρὸς τοὺς δόμους.
ἐπεὶ βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον,
ἐφ᾽  σ᾽ ἐγὼ καὶ παῖδες αἱ λελειμμέναι

δεξόμεθα δέξιν ἥν σε δέξασθαι χρεών.
μὴ δῆτα πρὸς θεῶν μήτ᾽ ἀναγκάσῃς ἐμὲ 
κακὴν γενέσθαι περὶ σέμήτ᾽ αὐτὸς γένῃ

εἶἑν: 
θύσεις  δὲ παῖδ᾽, ἔνθα  τίνας εὐχὰς ἐρεῖς; 
τί σοι κατεύξῃ τἀγαθόν, σφάζων τέκνον; 
νόστον πονηρόν, οἴκοθέν γ᾽ αἰσχρῶς ἰών; 
ἀλλ᾽ ἐμὲ δίκαιον ἀγαθὸν εὔχεσθαί τί σοι; 
οὔ τἄρ᾽ ἀσυνέτους τοὺς θεοὺς ἡγοίμεθ᾽ ἄν, 
εἰ τοῖσιν αὐθένταισιν εὖ φρονήσομεν; 
ἥκων δ᾽ ἂν Ἄργος προσπέσοις τέκνοισι σοῖς; 
ἀλλ᾽ οὐ θέμις σοι. τίς δὲ καὶ προσβλέψεται 
παίδων σ᾽ἵν᾽ αὐτῶν προσέμενος κτάνῃς τινά;
ταῦτ᾽ ἦλθες ἤδη διὰ λόγων σκῆπτρά σοι 
μόνον διαφέρειν καὶ στρατηλατεῖν μέλει;
ὃν χρῆν δίκαιον λόγον ἐν Ἀργείοις λέγειν:
Βούλεσθ᾽Ἀχαιοίπλεῖν Φρυγῶν ἐπὶ χθόνα;
κλῆρον τίθεσθε παῖδ᾽ ὅτου θανεῖν χρεών.
ἐν ἴσῳ γὰρ ἦν τόδ᾽ἀλλὰ μὴ σὲ ἐξαίρετον 
σφάγιον παρασχεῖν Δαναΐδαισι παῖδα σήν,
 Μενέλεων πρὸ μητρὸς Ἑρμιόνην κτανεῖν,
οὗπερ τὸ πρᾶγμ᾽ ἦννῦν δ᾽ ἐγὼ μὲν  τὸ σὸν 
σῴζουσα λέκτρον παιδὸς ἐστερήσομαι,
 δ᾽ ἐξαμαρτοῦσ᾽ὑπότροφον νεάνιδα 
Σπάρτῃ κομίζουσ᾽εὐτυχὴς γενήσεται.
τούτων ἄμειψαί μ᾽ εἴ τι μὴ καλῶς λέγω:
εἰ δ᾽ εὖ λέλεκται, † νῶι μὴ δή γε κτάνῃς 
τὴν σήν τε κἀμὴν παῖδακαὶ σώφρων ἔσῃ. 

 

Κλυταιμνήστρα

Άκου με τώρα· ανοιχτά θα μιλήσω·

ούτε παραβολές θα πω ούτε και αινίγματα.

Πρώτα – για να πω την πρώτη βρωμιά σου –

με τη βία με πήρες και στανικά με παντρεύτηκες

σκοτώνοντας τον Τάνταλο, τον πρώτο μου άντρα –

στα λάφυρά σου πέταξες το μωράκι μου,

αφού μου τ’ άρπαξες απ’ το μαστό μου·

οι γιοι του Δία, τα δυο μου αδέλφια,

πάνω στ’ αστραφτερά τους άτια σε κυνήγησαν.

Ο γονιός μου ο γέρο Τυνδάρεος σ’ έσωσε,

σε λυπήθηκε και μπήκες πάλι στο κρεβάτι μου.

Φιλιώθηκα μαζί σου· μάρτυρας είσαι· στάθηκα

γυναίκα πεντακάθαρη στο σπιτικό σου

και στο κρεβάτι φρόνιμη· αυγάτισα το βιος σου·

να μπαίνεις στο σπίτι και να χαίρεσαι

να βγαίνεις στην αυλή να καμαρώνεις.

Σπάνια τέτοια γυναίκα θα πέσει στα δίχτυα

αντρός· οι πρόστυχες χιλιάδες.

Τ’ αγόρι τούτο σου γέννησα και κόρες τρεις

και τώρα εσύ τη μια μου την αρπάζεις άκαρδα.

Αν κάποιος ρωτήσεις γιατί τη σκοτώνεις,

για πες μου τι θα του πεις; Να μιλήσω για λόγου σου;

Για να πάρει ο Μενέλαος την Ελένη· λαμπρά!

Το παιδί μου ξαγορά κακιάς γυναίκας

και με το σπλάχνο μου θα ξαγοράσουμε τη σιχαμένη.

Λέγε: αν πας στον πόλεμο και μ’ αφήσεις στο σπίτι

κι αν γίνει να λείψεις χρόνο πολύ,

τι θαρρείς, με τι καρδιά θα μένω στο σπίτι;

Όταν θα βλέπω τη θέση της πάντα κενή

κι ορφανό το κρεβάτι της, πνιγμένη στο δάκρυ

μονάχη θα κάθομαι και νύχτα μέρα θα τη θρηνώ!

Ο πατέρας σου σε σκότωσε, παιδί μου,

μονάχος του· άλλος κανείς· κανένα ξένο χέρι.

Άλλη μια τέτοια πρόφαση να βρεις

και θα σε υποδεχτώ, όπως σου ταιριάζει,

κι εγώ και τα κορίτσια που μ’ απόμειναν.

Για το θεό μη μ’ αναγκάζεις να γίνω μαζί σου

κακιά μήτε και συ κακός μαζί μου να γίνεις.

Αλλά έστω·

θα σφάξεις την κόρη σου· και ποιες ευχές θα πεις;

Τι καλό θα ζητήσεις αντίχαρη, σφάζοντας τέκνο;

Γυρισμό του χαμού για φευγιό της ντροπής;

Και ποιο μπορώ να ευχηθώ καλό κι εγώ για σένα;

Θαρρούμε τάχα τους θεούς ανόητους,

αν τους ζητάμε χάρη για τους φονιάδες.

Κι αν θα γυρίσεις στ’ Άργος θ’ αγκαλιάσεις τα τέκνα σου;

Άβολο θα ’ναι· ποιο θα γυρίσει να σε κοιτάξει ,

όταν μπορεί ν’ αρπάξεις ένα τους και να το σφάξεις;

Στοχάστηκες καλά ή γνοιάζεσαι μονάχα

τη στρατηγία και τα σκήπτρα σου;

Ένα μονάχα λόγο μπορούσες να πεις στους Αργείους·

Αχαιοί, ποθείτε να πάτε στη γη των Φρυγών;

Βάλτε στον κλήρο τίνος παιδί θα πεθάνει·

αυτό θα πει ισότητα κι όχι να δώσεις σφαχτό

στους Δαναούς την κόρη σου, ξεχωριστός και μόνος·

ή ο Μενέλαος να σκότωνε την Ερμιόνη,

παιδί για τη μάνα· αυτός έχει τ’ αγκάθι.

Εγώ που τίμησε το γάμο σου χάνω παιδί

κι η άτιμη θα χαίρεται σαν έρθει

την κόρη της μοσχοθρεμμένη μες στη Σπάρτη;

Βρες λόγια ν’ απαντήσεις, αν δε μιλώ καλά·

αν όμως σωστά μιλώ, το δικό μου παιδί, το παιδί σου,

να μη σκοτώσεις και θα κάνεις σοφά.

[9]              Αντιθέτως, η Ελένη – στην ευριπίδεια δραματουργία συνολικά – παρουσιάζεται ως το μόνο γυναικείο πρόσωπο που τολμά να σπάσει τα δεσμά της ανδροκρατίας. Η ηρωίδα αναγνωρίζει ως βασικό της δικαίωμα τη δυνατότητα να εγκαταλείψει ένα σύζυγο που ποτέ δεν αγάπησε και απλώς τον δέχτηκε υπό το κράτος της πατρικής εξουσίας (Μενέλαος), για να ακολουθήσει τον άντρα που ερωτεύτηκε (Πάρις). Δραπέτευσε από ένα γάμο συμβατικό και αδιάφορο, επειδή ακριβώς υπέκυψε στην ακατανίκητη δύναμη του έρωτα. Διεκδικεί αυτοβούλως την ελευθερία της επιλογής ή/και της απόρριψης. Η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός δεν (πρέπει να) εξοβελίζονται από το όποιο συμφέρον. Η ενοχή της – αν δεχτούμε ότι υφίσταται – έγκειται, κατά τον ποιητή,  στο αχαλίνωτο πάθος και όχι στα δεινά που προξένησε στους Έλληνες και τους Τρώες. Ομοίως και ο Γοργίας, χρησιμοποιώντας την περίπτωση της Ελένης ως «εργαλείο» σοφιστικής εφαρμογής, προσπαθεί να αποδείξει την ηθικά άμεμπτη στάση της ηρωίδας. Στο έργο του «Ελένης εγκώμιον» επικαλείται τέσσερις λόγους, που δικαιολογούν την πράξη της: (1) επενέργησε η μοίρα αλλά και η θεία βούληση (2) την άρπαξαν με τη βία και τη μετέφεραν ακούσια στην Τροία (3) πείστηκε με το λόγο (4) κατακυριεύτηκε από τον έρωτα. Πάντως ο ρήτορας, στο τέλος του λόγου (§12 κε) μεταβαίνει από την έγκυρη πειθώ στην πειθαναγκαστική θεώρηση. Τέλος, ο Γκαίτε στην ομώνυμη τραγωδία του προσεγγίζει το πρόσωπο της Ελένης εντελώς συμβολικά. Η Ελένη, σημείο αναφοράς του κλασικισμού, παντρεύεται στον «Φάουστ», την κατεξοχήν ρομαντική τραγωδία. Η στέρεη απλότητα και η ψυχρή ομορφιά του κλασικισμού στην ένωσή της με το ρομαντικό πνεύμα συνδιαμορφώνουν το αναγεννησιακό πρότυπο.

[10]          Νικήτας Χωνιάτης κομινάτος (1155 – 1216)

 

Χρονική διήγησις του Χωνιάτου κυρ Νικήτα ἀρχομένη ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ λήγουσα μέχρι τῆς ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως

 

Βασιλεία κυρ Ιωάννου τοῦ Κομνηνοῦ , 2, 2

 

                Ἀλλ´ οὔπω ἐνιαυτὸς ἀκριβῶς τῷ βασιλεῖ διεγένετο, καὶ καττύεται τούτῳ παρὰ τῶν ἐκ γένους ἐπιβουλή, καθ´ ὃν οὐκ ἔχει τις τρόπον εἰπεῖν, κατ´ αὐτοῦ βαρυμηνιώντων καὶ ὄμμα οἱ ἐπιρριπτούντων βάσκανον. Ἀμέλει τοι καὶ σύστρεμμα τεκτήναντες πονηρὸν καὶ πίστεις δόντες ἀλλήλοις τῷ Βρυεννίῳ πάντες προστίθενται καὶ παραχωροῦσι τούτῳ τῆς βασιλείας ὡς λογικῶν ἐν μεθέξει ὄντι παιδεύσεων καὶ εἶδος τυραννικὸν προφαίνοντι καὶ κατὰ κῆδος προφερεστέρῳ βασιλικόν· ὡς γὰρ φθάσαντες εἴπομεν, τῇ τοῦ βασιλέως ἀδελφῇ τῇ καισαρίσσῃ Ἄννῃ συνέζευκτο, ἥτις δὴ τῆς τῶν ἐπιστημῶν πασῶν ἐπόχου φιλοσοφίας ἐδείκνυτο μέλημα καὶ πρὸς πᾶσαν ἐρρύθμιστο μάθησιν. Τάχα δ´ ἂν καὶ νυκτὸς ἐπέθεντο μεθ´ ὅπλων τῶν φονουργῶν αὐλιζομένῳ τῷ βασιλεῖ κατὰ τὸ μικρὸν ἄποθεν τῶν χερσαίων πυλῶν ἱππήλατον Φιλοπάτιον, δώροις προδιαφθείραντες ἁδροῖς τὸν ἐπὶ τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως, εἰ μὴ τὸ εἰωθὸς ὑπόνωθρον καὶ χαλαρὸν πρὸς βασιλείας ἐπίθεσιν τῆς ἐγχειρήσεως ἔπαυσε τὸν Βρυέννιον, αὐτόν τε μένειν κατὰ χώραν παραβιάσαν τῶν ξυνθηκῶν λαθόμενον, καὶ κατασβέσαν τὸ θερμὸν τῶν συνελθόντων φρόνημα· ὅτε καὶ λέγεται τὴν καισάρισσαν Ἄνναν πρὸς τὸ χαῦνον τοῦ ταύτης ἀνδρὸς δυσχεραίνουσαν ὡς πάσχουσαν δεινὰ διαπρίεσθαι καὶ τῇ φύσει τὰ πολλὰ ἐπιμέμφεσθαι, ὑπ´ αἰτίαν τιθεῖσαν οὐχὶ μικρὰν ὡς αὐτῇ μὲν διασχοῦσαν τὸ ἄρθρον καὶ ἐγκοιλάνασαν, τῷ δὲ Βρυεννίῳ τὸ μόριον ἀποτείνασαν καὶ σφαιρώσασαν.

 

                Δεν είχε περάσει ακόμη ούτε ένας χρόνος από τότε που (ο Ιωάννης Κομνηνός) ανέβηκε στο θρόνο, όταν η ζηλοφθονία και η βασκανία των συγγενών του προκάλεσε μια συνομωσία εναντίον του, πράγμα το οποίο δεν μπορεί κανείς με βεβαιότητα να εξηγήσει (γιατί και πώς συνέβη δηλαδή). Το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι οι συνωμότες είχαν δώσει όρκο μεταξύ τους να παραμείνουν αφοσιωμένοι στις εντολές του Βρυέννιου, επειδή εκτιμούσαν τη σπάνια ευρυμάθειά (μόρφωσή) του αλλά και γιατί θεωρούσαν ότι είναι καλό που είχε συγγένεια με τη βασιλική οικογένεια, καθώς είχε νυμφευτεί την καισάρισσα Άννα, την αδελφή του αυτοκράτορα, που είχε έφεση στη μελέτη της φιλοσοφίας και των άλλων επιστημών και γενικά ήταν πολύ μορφωμένη. Οι συνωμότες λοιπόν, έχοντας προηγουμένως δωροδοκήσει τους φρουρούς, θα είχαν δολοφονήσει τον αυτοκράτορα στον ύπνο του, καθώς αυτός κοιμόταν σε μία αίθουσα του Ιπποδρόμου, που λεγόταν Φιλοπάτιον, και που ήταν πολύ κοντά στις χερσαίες πύλες των τειχών της Κωνσταντινούπολης, εάν η εκ φύσεως νωθρότητα και δειλία του Βρυέννιου δεν έκαμπτε το φλογερό τους φρόνημα. Τότε λοιπόν λένε ότι η καισάρισσα Άννα, αγανακτισμένη από τη μαλθακότητα του άντρα της, εξοργίστηκε και κατηγόρησε τη φύση, επειδή σ’ αυτήν  έδωσε ως γεννητικό όργανο μια τρύπα, ενώ το Βρυέννιο τον προίκισε μ’ ένα μακρύ μόριο κολλημένο πάνω σε σφαιρικούς όρχεις.

[11]              Στο «Μάκβεθ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (πρώτη παράσταση του έργου το 1611) προβάλλεται εξίσου αναπάντεχη η αντίδραση της Λαίδης Μάκβεθ, όταν ζητά από τους δαίμονες που την κυριεύουν να την εξουδετερώσουν σεξουαλικά, μετατρέποντάς την σε ένα άφυλο ον. Αυτοί οι «Άγγελοι του Σκότους» είναι δραματουργικά ομόλογοι προς τις αρχαϊκές Ερινύες. Η περιβόητη φράση «unsex me here» (5η σκηνή της  1ης πράξης) παραμένει σκοτεινή και δυσερμήνευτη. Ενδεχομένως βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της παράκρουσης. Η ηρωίδα επιχειρεί να υποδαυλίσει τη μωροδοξία του συζύγου της ποδηγετώντας τον προς τη δολοφονία του αντιπάλου του Ντάνκαν. Δεν επιθυμεί ωστόσο να χρησιμοποιήσει τα γυναικεία της θέλγητρα, για να τον παρασύρει. Προτιμά η πράξη του να είναι – και όχι μόνο να φαίνεται – «διαυγής» και ανεπηρέαστη. Υπό αυτήν την οπτική, η συνειδητή αποποίηση του φύλου της  στοχεύει στην υπονόμευση ενός καθιερωμένου σεξιστικού στερεοτύπου…

[12]          ννα Κομνηνή  «’Αλεξιάς»

Προοίμιο

 

                Ῥέων ὁ χρόνος ἀκάθεκτα καὶ ἀεί τι κινούμενος παρασύρει καὶ παραφέρει πάντα τὰ ἐν γενέσει καὶ ἐς βυθὸν ἀφανείας καταποντοῖ ὅπου μὲν οὐκ ἄξια λόγου πράγματα, ὅπου δὲ μεγάλα τε καὶ ἄξια μνήμης, καὶ τά τε ἄδηλα φύων κατὰ τὴν τραγῳδίαν καὶ τὰ φανέντα ἀποκρυπτόμενος. Ἀλλ’ ὅ γε λόγος ὁ τῆς ἱστορίας ἔρυμα καρτερώτατον γίνεται τῷ τοῦ χρόνου ῥεύματι καὶ ἵστησι τρόπον τινὰ τὴν ἀκάθεκτον τούτου ῥοὴν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ γινόμενα πάντα, ὁπόσα ὑπερείληφε, ξυνέχει καὶ περισφίγγει καὶ οὐκ ἐᾷ διολισθαίνειν εἰς λήθης βυθούς. Ταῦτα δὲ διεγνωκυῖα ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα… […]

                Ὅταν γάρ τις τό τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ, ἐπιλαθέσθαι χρή εὐνοίας καί μίσους καί πολλάκις κοσμεῖν τούς ἐχθρούς τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δέ ἐλέγχειν τούς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τουθ’ ὑποδεικνύωσι. Διόπερ οὔτε τῶν φίλων καθάπτεσθαι οὔτε τούς ἐχθρούς ἐπαινεῖν ὀκνητέον.

 

                Ακάθεκτος κυλάει ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάσσει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας. Πότε πράγματα ασήμαντα και πότε μεγάλα και αξιομνημόνευτα και, όπως λέει ο τραγικός ποιητής, φέρνει στο φως τα άδηλα και κρύβει τα φανερά. Αλλά ο λόγος της ιστορίας γίνεται φράγμα πανίσχυρο για το ρεύμα του χρόνου και σταματάει κατά κάποιον τρόπο την ακάθεκτη ροή του κι απ’ όσα συμβαίνουν στο κύλισμά του, συγκρατεί και περισφίγγει όλα όσα επιπλέουν και δεν τ’ αφήνει να ξεγλιστρήσουν σε λήθης βυθούς. Αυτή τη διαπίστωση έχω κάμει εγώ, η Άννα, κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφυρογέννητη και πορφυροθρεμμένη, όχι άμοιρη γραμμάτων, αλλά με σοβαρότατη σπουδή των ελληνικών. […]

                Όντως, όταν κανείς αναλαμβάνει το έργο του ιστοριογράφου, οφείλει να ξεχάσει την αγάπη και το μίσος: συχνά πρέπει να στολίζει τους εχθρούς του με τους μεγαλύτερους επαίνους, όταν τα γεγονότα το επιβάλλουν, κι επίσης να ελέγχει τους πιο αγαπητούς, όταν αυτό υποδεικνύουν οι λανθασμένες πράξεις τους. Γι’ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να διστάζει ούτε τους φίλους να κατηγορεί ούτε και τους εχθρούς να εγκωμιάζει.

[13]             Η μάνα η φόνισσα

 

Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,           

εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.

«Ας είναι ας είναι, μάνα μου, κι αν δε σ’ ομολογήσω,
κι αν δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ αδικοθανατίσω.
– Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις, και τι θα μολογήσεις;
– Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω.»
Και με το μόσκο το πλανά και με το λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το ’μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελλάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το ’βαλε για να το τηγανίσει.
Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα ’λάφια ζωντανά, τ’ αγρίμια μερωμένα,
φέρνει κ’ ένα λαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και την εχαιρετάει. 

«Γεια σου, χαρά σου, ποθητή[13], και πού ’ναι ο Κωσταντής μας;
– Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα.»
Φτερνιά δίνει τ’αλόγου του και  στο σκολειό πηγαίνει.
«Δάσκαλε, πού ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
– Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.
«Γυναίκα, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μας;
–  Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ’ρθει.»
–  Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.
«Μάνα μου, που είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
– Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι αν δεν το ιδώ ως το βραδύ θε να παραλοήσω.»
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
«Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντής, ο μικροκωσταντίνος;
– Κάπου παγνίδιν εύρηκε και θε’ να παιγνιδίζει.
– Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου.»
Το συκωτάκι του ’βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ’βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
«Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.»
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ’ναντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το ’βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.

«Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ’ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ’ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.»

 

Το κείμενο είναι απόλυτο. Αισθάνομαι ότι με ξεπερνάει. Διαρκώς ανοιχτό σε εναλλακτικές αναγνώσεις, κάποτε ερμητικό, ενίοτε ευφάνταστο, έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Εν προκειμένω παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι συγκείμενες της παραλογής. Τα ιστορικά συμφραζόμενα φαίνονται αποκαλυπτικά. Κατά τη γνώμη μου, παραπέμπουν ευθέως σε κοινωνικές δομές της βυζαντινής «φεουδαρχίας». Μάλλον απηχείται ο κόσμος των Δυνατών, ανεξαρτήτως από το θεσμικό πλαίσιο της πρόνοιας ή της εξκουσίας. Πού εντοπίζονται αυτοί οι συσχετισμοί;

α)           Καταρχάς στα ανδρικά ονόματα Ανδρόνικος και Κωσταντής. Μοιάζει να προέρχονται από μία κραταιά οικογένεια, όπως ήσαν επί παραδείγματι οι Παλαιολόγοι. Ο πατέρας είναι εύπορος,  μάλλον γαιοκτήμονας, έχει το δικό του άλογο και διαθέτει τόσο ελεύθερο χρόνο, ώστε μπορεί να καταγίνεται με ευγενείς ενασχολήσεις σαν το ελαφοκηνύγι. Η μητέρα παραμένει άνεργη, μια πυργοδέσποινα στον οίκο του πλούσιου αγροκτήματος, όπου και συναντά μυστικά το νεότερο (= παλικάρι) εραστή της.

β)           Στο σπίτι υπάρχει κελάρι, που προφανώς είναι κατάφορτο με αγαθά. Διαθέτει και ακριβά είδη πολυτελείας, όπως ο μόσχος και τα λεφτοκάρυα. Μόνο οι εύποροι μπορούσαν να αποκτήσουν αυτά τα εξωτικά προϊόντα και να τα διατηρούν αποθηκευμένα. Το λεπτοκάρυον το Ποντικόν ή φουντούκι ευδοκιμούσε ανέκαθεν στην παράλια ζώνη του Εύξεινου Πόντου με επίκεντρο την Κερασούντα. Το εμπόριο του υπήρξε ιδιαίτερα επικερδές – πρβλ. σήμερα το γλυπτό που απεικονίζει τον καρπό της φουντουκιάς και έχει στηθεί σε κεντρικό σημείο, απέναντι από το Δημαρχείο της πόλης! Όσο για το αιθέριο έλαιο του μόσκου, η επεξεργασία του ήταν ανέκαθεν δαπανηρή. Εντυπωσιάζει εδώ και η λεκτική αμφισημία. Ο μόσχος, που πλανεύει με το άρωμά του (= μοσχοβολά) το άπραγο παιδί, είναι αφροδισιακός. Αυτό το κατεξοχήν ερωτικό φίλτρο το χρησιμοποιεί με δολιότητα η μάνα, για να παρασύρει το παιδί της και να το δολοφονήσει, συγκαλύπτοντας τη δική της ερωτική εκτροπή, τη συζυγική απιστία.

γ).          Επιπλέον, ο μικρός Κωσταντής έχει πρόσβαση στη μόρφωση, εφόσον παρακολουθεί ιδαίτερα μαθήματα σε δάσκαλο. Όλη η παιδευτική παράδοση του Μεσαίωνα, το trivium και το quadrivium του Βοήθιου ή του Κασσιόδωρου, φάινεται να επιβιώνει ακέραιη.

δ).          Η οικογένεια έχει πυρηνική, όχι εκτεταμένη μορφή. Η μάνα του άρχοντα Ανδρόνικου διαμένει σε δική της έπαυλη, πιθανότατα σε γειτονική γαιοκτησία.

[14]          Εριπίδης «Μήδεια», Στίχοι 230 – 251

Μήδεια

 

πάντων δ΄ ὅσ΄ ἔστ΄ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει

γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·

ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ

πόσιν πρίασθαι͵ δεσπότην τε σώματος

λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ΄ ἔτ΄ ἄλγιον κακόν.

κἀν τῷδ΄ ἀγὼν μέγιστος͵ ἢ κακὸν λαβεῖν

ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ

γυναιξίν͵ οὐδ΄ οἷόν τ΄ ἀνήνασθαι πόσιν.

ἐς καινὰ δ΄ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην

δεῖ μάντιν εἶναι͵ μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν͵

ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ.

κἂν μὲν τάδ΄ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ

πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν͵

ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή͵ θανεῖν χρεών.

ἀνὴρ δ΄͵ ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών͵

ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης·

[ἢ πρὸς φίλον τιν΄ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·]

ἡμῖν δ΄ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.

λέγουσι δ΄ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον

ζῶμεν κατ΄ οἴκους͵ οἳ δὲ μάρνανται δορί·

κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ΄ ἀσπίδα

στῆναι θέλοιμ΄ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.

 

Μήδεια

 

Απ’ όσα έχουν ψυχή και νου, γυναίκες

το πιο δυστυχισμένο είμαστε πλάσμα·

πρώτα με  χρήματα περίσσια πρέπει

τον άντρα ν’ αγοράσουμε κι αφέντη

να βάλουμε έτσι στο κορμί μας· τούτο

 χειρότερο κακό από κείνο. Η πιο μεγάλη

εδώ ’ναι η αγωνία· καλός θα βγει;

Κακός; Γιατί καμιά τιμή δε φέρνει

στη γυναίκα τον άντρα να χωρίσει

μηδέ να τον αφήσει. Έπειτα πάλι

σε νέες συνήθειες μπαίνοντας και τρόπους,

το φέρσιμο του αντρός ανάγκη πάσα

να προμαντεύει, αφού από το σπιτικό της

δεν το ’μαθε. Κι αν πάμε σ’ όλα τούτα

καλά και δε βαρυγκωμάει εκείνος

για το ζυγό, χαρούμενη η ζωή μας·

ειδάλλως κάλλιο να χαθούμε. Ο άντρας

με τους δικούς του όταν στενοχωριέται,

βγαίνει έξω και την καρδιά του

αλαφρώνει βρίσκοντας συνομήλικους ή φίλους·

όμως εμείς σε μια ψυχή μονάχα

τα μάτια πρέπει να έχουμε στραμμένα.

Λένε πως δίχως κίνδυνο στο σπίτι

ζούμε, ενώ έξω πολεμούν εκείνοι

με το κοντάρι· άμυαλη σκέψη·

 θα ’ταν καλύτερο για με

τρεις φορές πλάι να σταθώ στην ασπίδα,

παρά μόνο μια να γεννήσω

 

[15]          Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Η τιμή και το χρήμα»

[Απόσπασμα]

                «Δύο αμάξια καταφορτωμένα σακιά, κανίστρια, λάχανα, αθρώπους, με κατακουρασμένα λιγνά και και κακοσυγυρισμένα άλογα, εδιάβαιναν εκείνην τη στιγμή σηκώνοντας ένα σύγνεφο σκόνη. «Μας επνίξανε» είπε φτυώντας η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους. «Είναι τα αμάξια τα Αγυριώτικα που πάνε στα χωριά. Τώρα κάθε χωριό έχει και την άμαξά του.» «Ποιος είτανε ο άρχοντας που είτανε μέσα;» ερώτησε κάποια. «Εγώ τόνε ξέρω» είπε η κυρά Χριστίνα με πείσμα· «είναι αυτός από το Λευκοράκι· εκεί τά ‘χει όλα δικά του: χτήματα, άντρες, γυναίκες, κοπέλες! Τώρα και τα χωριά καταντήσανε χειρότερα από τη χώρα: πορνοστάσια! Τι να κάμουνε οι δυστυχισμένοι οι χωριάτες· α δεν υποταχτούνε, ψοφάνε τση πείνας.» «Πάλε τα ίδια η σιόρα Χριστίνα» είπε η Επιστήμη· «αφήστε τα αυτά. Άφησε τον κόσμο να πάει στη δουλειά του.» «Ήρθε η Ρήνη σου;» «Δεν τη γλέπω.» «Να ζήσεις, σιόρα Επιστήμη, κάτι καλό ακούσαμε· είναι αλήθεια;» «Τι;» «Μα κάτι για τον Αντρέα τον Ξη.» «Α, εμείς είμαστε» είπε η κυρά Επιστήμη κλειώντας τα μάτια, «μικροί αθρώποι, κι αυτός από οικογένεια. Πού ν’ απλώσουμε τόσο ψηλά. Και πάλε, αν τση το γράφει η τύχη της…» «Δίκιο! Δίκιο!» είπαν πολλές. «Μα τι νέος!» «Κρίμας» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους, «που εφτωχύνανε τώρα κομμάτι κι αυτοί οι Ξήδες. Μα είναι αθρώποι που δε χάνονται. Έχουνε τόσες γνώρες! Μονάχα, κοίταξέ σου καλά, σιόρα Επιστήμη μη… μη σας γελάσει. Τά ‘καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του· και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο.» «Τά ‘καμε εκεί που του περνούσε! Μα ξέρεις τι κοπέλα είναι η Ρήνη μου;» «Το μήλο πού θα πέσει;» είπε κάποια. «Αποκάτου από τη μηλιά» αποτέλειωσε μία άλλη. «Ούτε για όλο το βιος των Κορφώνε, μάτια μου, δεν το κάνει» είπε μία τρίτη. «Γι’ αυτό και γω αφήνω» είπε με υπερηφάνεια η Επιστήμη· «παιδί δικό μας είναι, από δω από το μπόργο. Καμία φορά κουβεντιάζουνε και τσ’ αφήνω. Τα λόγια ξέρεις μπότα δεν κάνουνε. Μοναχά στο δρόμο όμως. Δε θέλω να τση κόψω την τύχη τση, αν τση γράφει να τόνε πάρει.» «Καλώς τα κουβεντιάζετε, νοικοκυρές» είπε μία μισόκοπη συμπαθητική γυναίκα που ήρθε με την καρέκλα της κ’ εντρυμώθηκε ανάμεσα στες άλλες. «Ε, για τη Ρήνη μιλείται; το ξέρει λοιπόν η σιόρα Επιστήμη;» «Να ξέρω τι, Κωνσταντίνα;» είπε με σοβαρό ύφος. «Τό ‘χει κρουφό καμάρι» είπε η νοικοκυρά που εμισούσε τους πλουσίους· «είναι, πες, όλα τελειωμένα· γι’ αυτό και δεν τη γνοιάζει.» «Χαρά σ’ εσάς» είπε η νιόφερτη. «Από τη γειτονιά μας έρχομαι. Εκουβεντιάζανε τα παιδιά πολληώρα στο δρόμο και δεν εσκιαζόντανε που τα βλέπαμε. Μα τι να σου πω, είναι κομμάτι σαν άπρεπο… τον έμπασε τώρα μέσα.»

         Η κυρά Επιστήμη ανατινάχτηκε με μιας κ’ εβρέθηκε ορθή. «Τι λες, Κωνσταντίνα» είπε πασκίζοντας να φαίνεται ήσυχη· «μπα, μπα, η Ρήνη μου αυτό το πράμα! Θα τον έκραξε μέσα ο γέροντάς μου· τον άφηκα στο κρεβάτι· μού ‘χε πει πως δε θά ‘φευγε παρά το βράδι.»

         Μα τα λόγια της δεν τα πίστευε ούτε η ίδια· ο νους της εδούλευε αλλιώς: «Χάλευε πού είναι αυτός ο μεθύστακας. Κυριακή και να μείνει σπίτι. Μα κι αυτή η Ρήνη να τόνε μπάσει μέσα! Δεν ήξερε που ο κόσμος έχει μάτια για να βλέπει;» Και δυνατά ξακολούθησε: «Πάω να δω τι γένεται· θα σας τήνε φέρω εδώ τη Ρήνη να σας πει η ίδια τι εστάθηκε. Μυστικά η κοπέλα μου δεν έχει, ούτε ψεγάδι κανένα.» Οι γυναίκες εχαμογέλασαν. Ένα άλλο αυτοκίνητο εδιάβηκε μ’ όλη του τη γληγοράδα και η κυρά Χριστίνα ξανάρχισε την καταλαλιά της. Βιαστικιά η Επιστήμη επήγαινε τώρα σπίτι της.

         Κι όταν έφτασε είδε πως όλα είταν αλήθεια. Η γειτόνισσα είχε πει την αλήθεια. Ναι η πόρτα του σπιτιού δεν είταν κλεισμένη, μα στην μπασιά, που εχρησίμευε για τραπεζαρία και για σαλόνι, όπου κιόλας είταν ο περίφημος κομός, ο Αντρέας και η θυγατέρα της, ορθοί και οι δύο και γιορτιάτικα ντυμένοι, εκουβέντιαζαν χαμογελώντας ο ένας τ’ άλλου. Και η Επιστήμη, που ερχότουν με χτυποκάρδι στο σπίτι της, έμεινε μία στιγμή στο δρόμο και τους επαρατήρησε. Και ενώ από ένα μέρος γρικούσε μίαν άγρια στεναχώρια να της σφίγγει την τίμια καρδιά της, και ενώ κρύος ίδρος ντροπής τής περίβρεχε τα χέρια και το μέτωπο, εκείνην τη στιγμή τής εκάστηκε ακόμα πλιο ωραία η θυγατέρα της, στ’ άνθι της νιότης, κι άλλο τόσο ωραίος κι ο Αντρέας και σαν καμωμένος για νά ‘ναι το ταίρι της κόρης της. Κ’ η μάνα είπε αθέλητα με το νου της: «Ω να την έπαιρνε.» Και η σκέψη της αποτέλειωσε το λόγο που της έβγαινε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της: «Θα εκλειούσαν έτσι κι όλα τα στόματα! Να μην είναι σπίτι αυτός ο μεθύστακας! Τι ξαφόρμιση νά ‘βρω τώρα για την υπόληψή μας;» Κι όρμησε στο σπίτι κ’ έκλεισε με το συρτάρι την πόρτα.   Κάμποσες στιγμές εμείναν και οι τρεις τους ακίνητοι, άλαλοι, στατικοί, μη ξέροντας κανένας τι έπρεπε να κάμει. Η Ρήνη είχε αχνίσει από τη ντροπή κι από το φόβο κ’ είταν παρέτοιμη να λιγοθυμήσει, παρόμοια σ’ ένα αχνόθωρο λουλούδι που μαραίνεται πριν ξεμπουμπουκιάσει. Ο Αντρέας έκανε τον αδιάφορο, μα η καρδιά του του εσάλευε το στήθι· η μάνα δεν ήξερε αν έπρεπε να χτυπήσει το κεφάλι της και να κλάψει, αν έπρεπε να φωνάξει και να βρίσει, αν έπρεπε να μιλήσει καλότροπα και να διορθώσει, αν ημπόρειε, τη συφορά. «Τι είχαν κάμει ολομόναχοι τόσην ώρα; Και πόση ώρα τον είχε μέσα;» Τέλος αποφάσισε να μιλήσει. Η Ρήνη αναστέναξε.

         «Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή. «εβάρθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό μου;» «Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!» «Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος. «Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί αθρώποι, αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμίλιας μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα; Κ’ εβάλθηκε να κλαίει. «Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναιχρυσή· δεν ακταδέχεται την ατιμία.» «Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα στο φόρο το βουκινίζει· κ’ έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που της έκαμες αυτό το κακό;» «Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο μ’ εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω.» «Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ’ έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα γλυτωθεί η τιμή μας.» «Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και το νούνο για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ’ άφηκε χρέγια που ολοένα τα πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ’ αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θά ‘βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω από κείνο το βράδι· τα μάτια της μ’ εκάψανε. Μα πώς να τήνε ζήσω, πώς να κουναρήσω παιδιά;» «Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε ανάγκη;» «Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε, θα ντροπιαστώ στον κόσμο!» «Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα στα δάκρυά της, «και σ’ ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή μας και για όλο το βιος του κόσμου;» «Θέλω νά ‘σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις, κυρά Επιστήμη;» «Τον άθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνεια σφουγγίζοντας τα μάτια της, «και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς; πάρ’ τήνε. Ο θεός βοηθός. Φτωχοί αθρώποι είμαστε· τό ‘ξερες!» «Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος. «Την επείραξες! Κ’ είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές έχει κι όχι άλλα.» «Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;» «Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ’ το· ειδέ την έχεις στο λαιμό σου!» «Δος μου έξη να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» «Ω δος τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα χέρια της· «μ’ αυτά θ’ αγοράσεις την ευτυχία μου. ´Οσοι άντρες κι αν είναι στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ’ αγαπήσει κανένας σαν τον Αντρέα· ούτε και γω!» «Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μία σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κ’ εγώ ν’ αδικήσω τ’ αδέρφια σου τ’ άλλα; Δύο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και τ’ αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; ό,τι μπορούσα δεν τό ‘καμα; Δεν έχω άλλα!» «Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κ’ εδάκρυε.

         Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με σπίθες στα μάτια τού ‘πε: «Έτσι είτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! Κ’ εχαλάστηκε κατά πώς τού ‘πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα. Ω καταραμένεε, τι σου χρωστούσα να πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω που να πιαίνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα!» «Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν τό ‘θελε έτσι, μάνα· μ’ αγαπάει· δος τα, δος τα!» «Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κ’ έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! Σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κ’ έπεσε σε μια καρέκλα κ’ έκρουψε το τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να φωνάζει

                Εκλαίγαν και οι τρεις τους. «Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;» «Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θά ‘μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω στη φτώχεια και στην καταφρόνια.»                                                                                                      Καμπόση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουότουν τίποτα άλλο παρά ο κουφός ανασασμός της νοκοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκκεφτότουν ν’ ανάψει το φως.              Και τώρα είταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε: «Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τ’ αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και τώρα… και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ’ εδούλεψα, που τά ‘βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για νά ‘χουνε τ’ άλλα σου τα παιδιά περσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!» «Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Θα σε πάρω» της είπε στ’ αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλησε βιαστικά το κατώφλι.                                    Σε λίγο η Επιστήμη είταν ησυχασμένη. Η θυγατέρα της εστεκότουν ακόμα ορθή, σαν καρφωμένη στη θέση της, και δεν έλεγε λόγο. «Άναψε τη λάμπα» επρόσταξε η μάνα σηκώνοντας το κεφάλι της σα να μην είχε γένει τίποτα. Κι αφού ήρθε το φως ξακολούθησε αδιάφορα: «Ας μετρηθούμε τώρα καλά. Τι εστάθηκε; Έκαμες ένα σφάλμα. Θα το πλερώσεις βέβαια. Μα δεν είναι και τόσο τόσο μεγάλο. Όχι; Ακούστηκες μοναχά. Μα έχεις τσι τρεις εκατοστές σου. Η τύχη σου δε σου τό ‘γραφε για να τόνε πάρεις τον Αντρέα· θα πάρεις τώρα έναν κατώτερόνε. Αυτό είναι το όλο. Φτάνει μόνο να ησυχάσεις ως εδώ.» «Όχι, μάνα» είπε, «τον Αντρέα θα πάρω, όχι άλλονε» κ’ επήγε στο μαγειριό».

[16]          Γρηγόριος Ξενόπουλος «Στέλλα Βιολάντη»

[Απόσπασμα]

«Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρότασή της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετανόησε για το κίνημά της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημά του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ’ ένα καλό και άξιο… αμή τι;

            Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιο ύφος που έπαιρνε και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, επρόφερε:

            — Όχι!

            Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υπόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:

            — Όχι!

            — Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραξε την πρώτη γαλήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνηση.

            — Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα· κι εγύρισε πίσω της, κι εκλείδωσε από φόβο τη θύρα.

            — Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου· και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.

Κι εμίλησε:

            — Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεση γι’ αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυναμίας… Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη… Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μένα. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ’ αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας… Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!

            — Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.

            — Τον ορίζω!

            — Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.

            — Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!… τον ορίζω!…

            Κι έκαμψε το δάχτυλό της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.

            — Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό; ρώτησε με τρόμο.

            — Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω… Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω —τον εαυτό μου— και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!

            Κι εκτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πάθος της εχρωμάτισε, της εζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο· ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.

            Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.

            — Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;

            — Δεν τον φοβάμαι! εφώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκοτώσει… είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει… Καλύτερα να πεθάνω… Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ’ έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψή μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;…»

[17]              Κική Δημουλα «Γιαλό – γιαλό»

Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.

Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.

Ταξίδια ἐπιβατηγὰ
μὲ σένα μὲ σένα μαζί σου μὲ σᾶς
ἀνάλογα ποῦ φύσαγε οὔριος ἀχυρώνας.

Μὲ σένα εὐγενέστατε ἱππότη, ἀντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου ἐπιθυμία παράνομη — λαθροκυνηγὸς
τοῦ ἄγριου ἑαυτοῦ σου.

Ἂν καὶ θεαματικὰ ἐξοπλισμένη
μὲ τὰ πιὸ τέλεια περισκόπια αἰθρίας
θέλησα νὰ φύγω καὶ μαζὶ σὰς σύννεφα

—εἴσαστε τότε μόνο πειραχτήρια τῆς μορφῆς σας—
φοβέρες γιὰ νὰ τρῶνε τὸ φαΐ τους
οἱ ἀνόρεχτες ἐλπίδες —ὅλο κρυφοτρῶνε—
περαστικὲς φωλιὲς
γιὰ νὰ κλωσσάει ἢ βροχὴ τὴ μουσική της.

Καὶ μὲ σένα Εὐριδίκη.
Ἀλλὰ τί λογικὸς ἐκεῖνος ὁ Ὀρφέας.
Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν γύρισε νὰ κοιτάξει πίσω
ἡ ἀνυπομονησία του.

Ὢ μῦθοι, περοῦκες τόσο φυσικὲς
γιὰ φαλακροὺς ἄνεμους.

Καὶ μαζί σου ἀπόβροχο, ἀλητάκι τῆς ὄσφρησης.
Ὅλο νὰ ἑτοιμάζει ἡ μυρωδιά σου τὶς βαλίτσες μου
κι ἐσὺ νὰ ἐρωτοτροπεῖς με τὴν ἀπόσβεσή σου.

Ἄ, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ἐλευθερία.
Θὰ πηγαίναμε στὴ ζούγκλα σου, βαθιὰ
νὰ κυνηγήσουμε ἄγριες ἁλυσίδες.
Ὅμως ἐσὺ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸ θρύλο σου δὲν πᾶς.
Μόνο ἐκδρομοῦλες μονοήμερες σὲ πανὸ καὶ μέθη
— γιαλὸ-γιαλὸ ἡ ὑπενθύμισή σου.

Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες.

Τελικὰ μαζί σου.
Τὸ πιὸ ἀνεμπόδιστο, φιλαπόδημο
ἀποθησαυριστικὸ ταξίδι ἀφοσιωμένο
μαζί σου τὸ ἀποτόλμησα Ἀκατόρθωτο
κι ἀκόμα νὰ τελειώσει.

Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ