Η διάρρηξη των γερμανορωσικών σχέσεων υποχρεώνει τη γερμανική ηγεσία να αναθεωρήσει το σύνολο της ενεργειακής της πολιτικής, πράγμα που ακόμα και για τους μεθοδικούς Γερμανούς είναι επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία
Παρά τα όσα διακινούνται στη Δύση με την προβολή της ηρωικής αντίστασης των Ουκρανών ή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Ρώσοι στο πεδίο, η ρωσική εισβολή στη Ουκρανία εξελίσσεται σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Μόσχας, οι οποίοι είναι ξεκάθαροι:
-
Ασφυκτική πίεση στην ουκρανική ηγεσία με την πολιορκία της πρωτεύουσας της χώρας.
-
Περικύκλωση (όχι κατ’ ανάγκη κατάληψη) των σημαντικότερων πόλεων/ κέντρων οικονομικής/ βιομηχανικής ζωής της Ουκρανίας.
-
Έλεγχος των ουκρανικών πυρηνικών σταθμών.
-
Δημιουργία στρατιωτικών προγεφυρωμάτων στα νότια και ανατολικά, με στόχο τη συντριβή της αντίστασης του ουκρανικού στρατού αλλά και των παραστρατιωτικών/ νεοναζιστών, έτσι ώστε η Ουκρανία να χάσει κάθε πρόσβαση στη (Μαύρη) θάλασσα.
Στο πεδίο των στρατιωτικών συγκρούσεων δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς ο συσχετισμός δύναμης είναι συντριπτικός υπέρ της Μόσχας και το Κίεβο δεν έλαβε καμία ουσιαστική υποστήριξη (πέρα από τα ωραία λόγια) απ’ όσους (ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ κ.λπ.) χρόνια τώρα αξιοποιούσαν την Ουκρανία ως μοχλό πίεσης κατά της Ρωσίας.
Έτσι, η απόλυτη ρωσική κυριαρχία στον αέρα, η συντριπτική υπεροχή των ρωσικών δυνάμεων στο έδαφος και η αδυναμία/ επιλογή της ευρωατλαντικής συμμαχίας να μην εμπλακεί στρατιωτικά υποχρεώνουν την ουκρανική κυβέρνηση να παρίσταται στο τραπέζι των συνομιλιών με τους Ρώσους, οι οποίοι την ίδια ώρα συνεχίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ολοκληρώνοντας τους σχεδιασμούς τους.
Νικητές και ηττημένοι
Η αποτίμηση των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία προφανώς θα αρχίσει να γίνεται όταν υπογραφούν οι συμφωνίες και οι συνθήκες που θα τον τερματίσουν. Ωστόσο, όπως διδάσκει η Ιστορία, αυτά που χάνονται στο πεδίο της μάχης σπάνια αναπληρώνονται στο τραπέζι των διπλωματικών διαβουλεύσεων. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης αυτής θα είναι η Ουκρανία και ο λαός της. Το ίδιο ξεκάθαρη πρέπει να θεωρείται η νίκη της Ρωσίας σε στρατιωτικό επίπεδο, έστω κι αν το κόστος (οικονομικό, πολιτικό) αυτού του πολέμου θα τη συνοδεύει για πολλά χρόνια.
Πέρα από τις χώρες (Ουκρανία, Ρωσία) που άμεσα εμπλέκονται στον πόλεμο, υπάρχουν κι άλλοι δρώντες που μετρούν ήδη κέρδη και ζημιές. Ας δούμε πρώτα τους κερδισμένους:
-
Οι ΗΠΑ επιβεβαιώνουν τον ρόλο προστάτη της Ευρώπης. Πρόκειται για έναν ρόλο που ανέλαβαν ως νικητές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώνοντας τους μηχανισμούς για την εδραίωση της κυριαρχίας τους στο οικονομικό (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.λπ.) και στο στρατιωτικό (ΝΑΤΟ) πεδίο. Σε απτό οικονομικό επίπεδο οι ΗΠΑ αναμένουν τεράστια κέρδη και από τον εφοδιασμό της Ε.Ε. με σχιστολιθικό αέριο, που θα αντικαταστήσει για το ορατό μέλλον τις ρωσικές προμήθειες.
-
Το ΝΑΤΟ ως όργανο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής νεκρανασταίνεται με τη ρωσική εισβολή, υποχρεώνοντας τους Ευρωπαίους Συμμάχους να ξαναδώσουν «όρκους» πίστης και υποταγής στην Ουάσιγκτον
Η γερμανική Ευρώπη
Μετά την Ουκρανία, ο μεγάλος χαμένος του πολέμου είναι η Γερμανία και κατ’ επέκταση η «γερμανική» Ευρωπαϊκή Ένωση που διαμορφώθηκε υπό την ηγεσία της. Αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή, η γερμανική κυβέρνηση σύρθηκε πίσω από το αμερικανικό άρμα και, υπακούοντας στις διαταγές της Ουάσιγκτον, υπονόμευσε τις γερμανορωσικές σχέσεις για τις οποίες εργάστηκαν με επιμονή και μεγάλη επιμέλεια οι γερμανικές κυβερνήσεις επί σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Η διασύνδεση της Γερμανίας με το ρωσικό δίκτυο φυσικού αερίου ήταν κάτι περισσότερο από μια εμπορική συμφωνία. Η ενεργειακή επάρκεια πρόσφερε στη Γερμανία τη δυνατότητα να αναπτύξει στρατηγική σχέση με τη Μόσχα δίνοντας σε αντάλλαγμα υψηλή τεχνολογία. Στη βάση αυτής της γερμανορωσικής σχέσης, το Βερολίνο κατόρθωσε να διεκδικήσει ως έναν βαθμό τη χειραφέτησή του από την Ουάσιγκτον και να προβάλει ως μεγάλη δύναμη οδηγώντας ολόκληρη την Ε.Ε. στη γραμμή των συμφερόντων της.
Η διάρρηξη των γερμανορωσικών σχέσεων υποχρεώνει τη γερμανική ηγεσία να αναθεωρήσει το σύνολο της ενεργειακής της πολιτικής, πράγμα που ακόμα και για τους μεθοδικούς Γερμανούς είναι επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία. Επιπρόσθετα, το Βερολίνο φαίνεται ότι συνειδητοποίησε πως η εξασφάλιση των συμφερόντων του δεν μπορεί να ανατίθεται στο ΝΑΤΟ (δηλαδή στις ΗΠΑ) και πως θα πρέπει να πληρώσει/ επενδύσει στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις γερμανικές επιλογές στο πλαίσιο της Ε.Ε.
Αν οι τριγμοί που προκαλεί στην ισχυρή Γερμανία ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μεγάλοι, στην υπόλοιπη, και δη στη «φτωχή» ευρωπαϊκή περιφέρεια, μπορεί να είναι καταστρεπτικοί.
Η αναμενόμενη γεωμετρική αύξηση του κόστους της ενέργειες για χώρες όπως η Ελλάδα αναμένεται να πυροδοτήσει ένα κύμα ακρίβειας πιέζοντας ακόμη περισσότερο την εξαντλημένη ελληνική κοινωνία, οδηγώντας ακόμη μεγαλύτερα τμήματά της στην ανέχεια και στο περιθώριο. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για συνέπειες με δυσμενέστατο πολιτικό περιεχόμενο για την κυβέρνηση…
Τελικά η Ε.Ε. ως σύνολο καλείται να καταβάλει το κόστος των επιλογών της, καθώς συμμετείχε πρόθυμα στο σχέδιο των ΗΠΑ για επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Δεν είναι μυστικό ότι η Ε.Ε. λειτούργησε ως προπομπός λεηλατώντας (εντάσσοντας στην Ε.Ε.) τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που «αποδεσμεύτηκαν» από τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Η βουλιμία των ισχυρών της Ε.Ε. δεν σταμάτησε ούτε όταν το «παιχνίδι» άρχισε να γίνεται επικίνδυνο με την ευρωατλαντική εμφάνιση στην «κόκκινη γραμμή» της Μόσχας, δηλαδή στην Ουκρανία.
Οι Ευρωπαίοι της Ε.Ε. από το 2014 συμμετέχουν πρόθυμα στο αμερικανικό παιχνίδι σε βάρος της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τώρα που η ρωσική υπομονή εξαντλήθηκε και τα ρωσικά στρατεύματα έφτασαν μέχρι το Κίεβο, οι Ευρωπαίοι, μη διαθέτοντας κοινή εξωτερική πολιτική και αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες, έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από το ΝΑΤΟ, καταβάλλοντας τεράστιο (πολιτικό, οικονομικό) κόστος.