«Τούδι κι ιφιξής! Όι! Όι! Όι! Όι! Ντιβιρλίγκα – ντινουπόι!» γράφει η γκουστιρίτσα
«Τούδι κι ιφιξής! Όι! Όι! Όι! Όι! Ντιβιρλίγκα – ντινουπόι!»
Άχου! Η δόλια τι έπαθα
σαν ανιέβκα στ’ αμαξάκ’
καλιέ, γύρβα να λουϊασου (να δω)
τν μάνα μ,’ κο, λιγάκ’.
Κορ, γύρβα να ζμπουρίσου (μιλήσω)
ουλίγου μι τ γνιέκα
τ’ παένου μια γκαζόλαμπα
κο, τν έκουψαν του ρεύμα.
Λιέου, εμ θα δγιω κ’ τ’ μάνα μ’
εμ θα φκιάσου ταξιδάκ’!
ιτοιμάσκα να γίνου άφαντ’
μπήκα στου Φιατάκ’.
Σαν άκσι ι Τζιώλας (Γιώργος)
πως αμουλήθκα για ταξίδ’
ήρθι, κο, κι γκούβρουσιν (αγρίεψε)
μι σήκουσιν του φρυδ’.
“Σια πού παέντς, κο; Πού παέντς;
Μι άδειου του μπαρμπυρατέρ;
Να μη του κνίις ρούπ’!
Ι Άρης Προυτουσάλτις μας έστειλιν χαμπέρ’!
Πού πας, κο Φρύδου (Φρειδερίκη)
κι δεν είσ’ κι παραγουγική;
Για κάθισι στ’ αβγά σ’!
STOP! Κο, μείνι ουδικεί (εδώ)
Καλά, καλιέ, δεν άκσις
ντιπ του ιπιτιλείου;
Για σιένα η μπινζίνα
είνι θουλό τουπίου!
Καλιέ, είσι συ παραγουγική
μι 500 ευρώ του μήνα;
Κο ι Σκυλάκς μι τόπιν
δεν δικιούσι συ μπινζίνα!
Κο, του ιπικρότσιν
κι ι Άρης Προυτουσάλτι
«Μόν όσ’ είστι ματσουμέν’
μπινζίνα πάτι βάλτι»
Τι σι φαίνιτι, κο Φρύδου;
Θα κουρουιδέψ’ ισύ του κράτους;
Ιπειδής δλιέβς όλν μέρα
κι ιπειδής σι βγαίν ι πάτους;
Βουργιάις* μέσα στου σπίτ’
κ άκσι τα παραγγέλματα
μη μας πιράσνι γι’ αριστερούς
κι μας κόψουν κι τα ρεύματα!
Στου κάτου – κάτου
καλά σι λιέει ι Σκυλάκς
ιδώ δεν έχς να φας
ισύ μπινζίνα θέλτς να βάλτς.
Αλήθεια, κορ, μας λιεν
δεν είνι κομεντί!
Είσι φτουχιά, κο Φρύδου
δεν είσ’ παραγουγική!
Να παρς, καλιέ, του πούλμαν
σα θες να ταξιδέψ’!
Άκσι τουν Προυτουσάλτι
γιατί τ’ μάνα σ’ δε τ’ γλιέπς.
Α, κο, η Φρύδου δεν ακούει
Πάει, λιέου, σιάστισι (απόρησε)
Τόσου πουλύ σι πείραξι
απούσ’ είπιν άχρηστη;
Αφού, κο, η μάνα σ’
δεν είντιν παραγουγική
Καλά να πάθ π’ δεν έχ’ ρεύμα
αφού είντιν κι αριστιρή!
Όχου! Μας κατσικώθκαν
τόσα χρόνια απάν’ στου σβέρκου
απ’ αφνούς δεν προυχουράει
ντιπ, κανιένα έργου!
Άφσι, κο μόν’, τ’ Διξιά
πού ‘μαθι να τα … τρώει
κι θα πιρνούμι, Φρύδου μ’
ντιβιρλίγκα – ντινουπόι!»
Άιντι, άιντι, άιντι
μι βούρλισι ι Τζιώλας.
«Μι φαίνιτι, τουν φουνασκώ
σαν κι άφνους είσι μπαντόλας)». (βλάκας)
Στύλουσα τα πουδάρια μ’
Απουχιρέτσα κι του Τζώρτζ
«Σι λιέου αριβιρντέτσι
κ’ είν ώρα να του μλώξ»!(να το βουλώσεις, να μη μιλήσεις)
…………..
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμησ’
στουν Άρη Προυτουσάλτι;
Κορ, Α πα! πα! πα!
Κάτ’ τίτοιου του ξιχνάτι!
Η γκουστιρίτσα
……………..
*ντιβιρλίγκα -ντινουπόι: θα περνάμε καλά, όλα καλά!
*Βουργιάις: να κλειστείς μέσα