“Εξουθένωση των εκπαιδευτικών: Εντατικοποίηση, τοξικό περιβάλλον, έλλειψη νοήματος” / γράφει ο Χρήστος Κάτσικας
Ίσως είναι η πρώτη φορά μεταπολιτευτικά που ένα μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών νιώθει αφενός τέτοια αφόρητη πίεση και αφετέρου τέτοια έλλειψη χαράς για τη διδασκαλία που αντί να τονώνει όπως παλιότερα, «αδειάζει» σωματικά και ψυχικά
–
Ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών βιώνει υψηλή ή μεσαία συναισθηματική εξάντληση, ενώ καταγράφεται επίσης ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα εκπαιδευτικών που αισθάνεται ότι οι παρεμβάσεις του υπουργείου Παιδείας κάνουν τη δουλειά τους στο σχολείο να φαίνεται άνευ νοήματος.
Ένα βαθιά τοξικό περιβάλλον για τα εργασιακά, μορφωτικά και δημοκρατικά δικαιώματα εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων διαμορφώνεται σταδιακά (με δικαστικές αποφάσεις, με εκβιαστικές εγκυκλίους και «προθεσμίες» που λειτουργούν ασφυκτικά θέτοντας τελεσίγραφα υλοποίησης εντολών, με προϊσταμένους στο ρόλο του επιτηρητή που κουνώντας το δάχτυλο με αυστηρότητα για να «συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις»).
Μαζί, χέρι χέρι, ένας ατελείωτος βομβαρδισμός εξωεκπαιδευτικών εργασιών, γραφειοκρατικού φόρτου, ευθυνών που διασπείρουν άγχος, αβεβαιότητα και αγωνία.
Ίσως είναι η πρώτη φορά μεταπολιτευτικά που ένα μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών νιώθει αφενός τέτοια αφόρητη πίεση και αφετέρου τέτοια έλλειψη χαράς για τη διδασκαλία που αντί να τονώνει όπως παλιότερα, «αδειάζει» σωματικά και ψυχικά.
Η κατάσταση στα σχολεία είναι ήδη επιβαρημένη καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τεράστια αύξηση των διοικητικών εργασιών των σχολείων.
Το Υπουργείο στέλνει στις Διευθύνσεις και οι Διευθύνσεις ζητούν συνεχώς στοιχεία (π.χ. Δελτία Κίνησης Προσωπικού, Αναλυτικά Στοιχεία Ωρολογίου Προγράμματος, Κενά και Πλεονάσματα εκπαιδευτικών κ.λπ.) με τη συμπλήρωση αυτών σε δύσχρηστους πίνακες στο Excel ή στο Word. Επιπλέον αποστέλλουν τις φόρμες προς συμπλήρωση το πρωί και το μεσημέρι απαιτούν να έχουν σταλεί από τα σχολεία συμπληρωμένες.
Έγγραφα, Οδηγίες, Εγκύκλιοι, Υπουργικές Αποφάσεις, νέα νομοθεσία και βροχή από νέες ευθύνες που ετσιθελικά μετατρέπουν τους εκπαιδευτικούς σε πληροφορικούς (μέσα σε λίγα 24ωρα έπρεπε όλοι να χειρίζονται υπολογιστές και να ξέρουν να κάνουν μάθημα εξ αποστάσεως), νοσοκόμους και γιατρούς (υπεύθυνοι covid), ψυχολόγους (σύμβουλοι σχολικής ζωής), που μαζί με τους παλιότερους μόνιμους ρόλους του διοικητικού προσωπικού, του φύλακα, κάνουν «φύλλο και φτερό» την εκπαιδευτική διαδικασία και εξουθενώνουν τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι στη χώρα μας, στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσια – Λύκεια) έχουν μέση ηλικία 50 ετών και άνω.
Ίσως γι’ αυτό μαζί με τις εστίες αντίστασης που αναζωπυρώνονται από το «λάδι που ρίχνει στη φωτιά» το ΥΠΑΙΘ, παρατηρείται και ένα πρωτοφανές «κύμα φυγής» εκπαιδευτικών προς τη συνταξιοδότηση, καθώς οι αντίξοες συνθήκες εργασίας (εντατικοποίηση, πίεση, εξάντληση, έλλειψη νοήματος, τηλεκπαίδευση και αξιολόγηση) έχουν κάνει αφόρητη τη ζωή χιλιάδων εκπαιδευτικών.
Θατσερισμός με αναβολικά
Οι νομοθετικές παρεμβάσεις της υπουργού Παιδείας, ιδιαίτερα οι τελευταίες, αποτελούν μια βραδυφλεγή βόμβα στο «κλίμα» του σχολείου. Η επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών τείνει να απογειωθεί, η πίεση, ο φόβος και η αυξανόμενη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων δημιουργούν ολοένα και περισσότερες αποικίες στο εκπαιδευτικό σώμα και ο κίνδυνος μιας κατάστασης εμφύλιας διαμάχης είναι ορατή και έτοιμη να διαχυθεί και προς «τα κάτω» και να επηρεάσει κάθε μέλος του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Την ίδια ώρα, με όχημα την αυτονομία της σχολικής μονάδας και την κακόφημη αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών, το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να επιβάλει νέα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη λειτουργία των σχολικών μονάδων και στρώνει το έδαφος για την κατηγοριοποίησή τους καθώς και την κατηγοριοποίηση και χειραγώγηση των δεκάδων χιλιάδων μόνιμων και αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
Καθόλου τυχαία στον πρόσφατο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις» ανάμεσα σε άλλα από τη μία παραχωρεί υπεραρμοδιότητες στους διευθυντές των σχολικών μονάδων και στα στελέχη εκπαίδευσης και από την άλλη αποδυναμώνει τον ρόλο συλλογικών οργάνων, όπως οι σύλλογοι διδασκόντων.
Συγκεκριμένα με ένα νέο άρθρο (97) με τίτλο «Υπαλλακτικός τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων των άρθρων 47 και 47 Α του ν. 4547/2018 από τον Διευθυντή ή τον Προϊστάμενο της σχολικής μονάδας» δίνεται η δυνατότητα στον Διευθυντή της σχολικής μονάδας, σε συνεργασία με τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης, να προβεί σε όσες από τις ενέργειες της αρμοδιότητας του συλλόγου διδασκόντων εξακολουθούν να παραλείπονται και οι οποίες έχουν σχέση με την αυτοαξιολόγηση, προγραμματισμό και ομάδες δράσεων επαγγελματικής ανάπτυξης.
Παράλληλα, ο διευθυντής ενός σχολείου θα επιλέγει τον «μέντορα» που θα ελέγχει τους νέους συναδέλφους, ο διευθυντής -πάλι- θα επιλέγει τον ενδοσχολικό συντονιστή τάξεων, ο οποίος θα διευθύνει τον εκπαιδευτικό προγραμματισμό των τμημάτων ευθύνης του.
Ο Διευθυντής θα μπορεί να βαθμολογεί τον εκπαιδευτικό που έχει τοποθετηθεί στη σχολική του μονάδα, να τον τιμωρεί, να του αναθέτει υπερωριακή διδασκαλία, την εκτέλεση εξωδιδακτικών εργασιών, εκτός του διδακτικού και εντός του εργασιακού ωραρίου, να καθορίζει τον τρόπο και τον χρόνο διεξαγωγής των παιδαγωγικών συνεδριών, να αναθέτει τη διδασκαλία των μαθημάτων χωρίς να δεσμεύεται από τις δηλώσεις προτίμησης των εκπαιδευτικών.
Με λίγα λόγια, ο διευθυντής συγκεντρώνει υπερεξουσίες και συνάμα δημιουργούνται διαφορετικές κατηγορίες εκπαιδευτικών μέσα σ’ ένα σχολείο.
Την ίδια ώρα διογκώνεται ο αριθμός των στελεχών – ελεγκτών των εκπαιδευτικών. Οι, έως σήμερα, 540 συντονιστές εκπαιδευτικού έργου γίνονται 800 σύμβουλοι εκπαίδευσης με διαβαθμίσεις, αφού μέσα από το σώμα αυτό θα επιλέγονται οι επόπτες ανά περιφέρεια και νομό.
Εύστοχα ο Γιώργος Μακράκης, πρόεδρος Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Ν. Ηρακλείου, σημειώνει ότι η επιλογή αυτού του τίτλου δεν είναι τυχαία, αφού απηχεί το γενικό πνεύμα του νομοσχεδίου, δηλαδή την έντονη ελεγκτική διάθεση με μια αυστηρή ιεραρχική και κατακερματισμένη δομή, μετατοπίζοντας το σχολείο από παιδαγωγικό κύτταρο σε οργανισμό με ιδιωτικοοικονομικούς όρους λειτουργίας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι προβλέπεται αυστηρή ποινή επαγγελματικής καθίζησης για οκτώ χρόνια αν κάποιος σύμβουλος εκπαίδευσης δεν υλοποιήσει τη διαδικασία της αξιολόγησης, δίνοντας το σύνθημα η υπουργός ότι όσοι ενδιαφέρεστε οφείλετε να είστε «ταγμένοι».
Είναι φανερό πως η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ και με αυτήν τη νέα παρέμβαση έρχεται να γυρίσει την εκπαίδευση δεκαετίες πίσω ή αλλιώς να μετατρέψει τα σχολεία σε επιχειρηματικές μονάδες και τους διευθυντές σε σχολάρχες.
Σχολικό «Νταχάου»
Αυτή η διαδικασία θα ισοπεδώσει το παιδαγωγικό κλίμα της τάξης και θα δημιουργήσει ένα καθεστώς πελατειακών σχέσεων μέσα στο σχολείο, αφού οι εκπαιδευτικοί θα είναι υποτελείς στους διευθυντές, καθώς από εκείνους θα εξαρτάται η εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία.
Είναι φανερό ότι επιχειρείται να επιβληθεί μόνιμο καθεστώς φόβου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, ώστε κάθε απόκλιση από το πρότυπο του υποταγμένου εκπαιδευτικού να κρίνεται σαν δημοσιοϋπαλληλικό παράπτωμα ή αντιεπιστημονική παρέκκλιση. Αυτό το πλαίσιο μεταφέρει τις ευθύνες για τα εκρηκτικά προβλήματα του σημερινού σχολείου στον εκπαιδευτικό.
Η νέα αυτή ιεραρχική δομή σε συνδυασμό με την ατομική αξιολόγηση διαλύει τον δημοκρατικό και συλλογικό τρόπο λειτουργίας του σχολείου, ενώ παράλληλα κατεδαφίζεται η παιδαγωγική διάσταση της εκπαίδευσης. Το καινούργιο μοντέλο βασίζεται στη φιλοσοφία της εξατομίκευσης, του εσωτερικού ατέρμονου ανταγωνισμού συγκέντρωσης μορίων για επιβίωση και ανέλιξη σε ένα γραφειοκρατικό και διεκπεραιωτικό σχολείο.
Να το πούμε καθαρά: Εάν τα μέτρα αυτά προχωρήσουν το κλίμα στα σχολεία, που έχουν μεταβληθεί σε κέντρα διερχομένων, χωρίς σταθερό προσωπικό, με εργασιακές σχέσεις διαλυμένες, θα πλημμυρίσει από τον τοξικό ανταγωνισμό, το χαφιεδισμό και την τρομοκρατία και θα κυριαρχήσει μια κατάσταση εμφύλιας διαμάχης που θα διαχυθεί και προς «τα κάτω» και θα επηρεάσει κάθε μέλος του προσωπικού.
Οι υπερεξουσίες του διευθυντή και η ακύρωση του αποφασιστικού ρόλου του συλλόγου διδασκόντων, σε ένα επίπεδο που δεν έχει προηγούμενο στο παρελθόν, επιχειρούν να ολοκληρώσουν τη μετατροπή του σχολείου σε επιχείρηση, στόχος που είναι δεμένος με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, δηλαδή την αναζήτηση πόρων από το ίδιο το σχολείο, ακόμα και με χορηγούς, αφού εγκαταλείπεται ουσιαστικά από το κράτος.