Γιώργης Έξαρχος: Βλαχολογικοί ίαμβοι και ανάπαιστοι…2 |Α μέρος / Αρμάνοι, Βλάχοι, Γέτες, Σκύθες και άλλοι λαοί “ελληνίζοντες” ή “δίγλωσσοι”
ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ… 2
ΑΡΜΑΝΟΙ-ΒΛΑΧΟΙ, ΓΕΤΕΣ – ΣΚΥΘΕΣ ΚΑΙ ΆΛΛΟΙ ΛΑΟΙ «ΕΛΛΗΝΙΖΟΝΤΕΣ» Ή «ΔΙΓΛΩΣΣΟΙ»
ΚΑΘΟΤΙ ΧΡΩΝΤΑΙ «ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΙΩΜΑ»…
ΜΕΡΟΣ Α’
-
«Ἑλλὰς ἡ χώρα ἐκλήθη ἀπὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος, ὃς δυναστεύσας τῆς Φθιώτιδος τοὺς ὑπηκόους ἑαυτῷ γενομένους ἀντὶ Γραικῶν Ἕλληνας ἐκάλεσε· καὶ τότε πρῶτον Ἑλλὰς ὠνομάσθη. Οὐκ ἦν δὲ τοῦτο παλαιὸν ὄνομα ἔθνους, ἀλλὰ φωνῆς τῆς Ἑλληνικῆς ἰδίωμα, ὡς ὁ συγγραφεὺς [̓Αλέξανδρός] φησι, τὴν ὀνομασίαν νεωτερικὴν εἰδώς· “δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦτο σύμπασά πως εἶχεν ἡ χώρα”· οὐδὲ ὁ ποιητὴς ἐμνήσθη Ἑλλήνων, Ἀργείους αὐτοὺς ἀποκαλῶν, ἀλλὰ Θεσσαλοὺς μόνον ἀποκαλῶν, καὶ Ἑλλάδα τὴν ὑπ’ Ἀχιλλεῖ πόλιν, ὡς Ἀλέξανδρός φησιν ὁ πολυίστωρ· “οὐδαμοῦ τοὺς σύμπαντας ὠνόμασεν Ἕλληνας, οὐδ’ ἄλλους ἢ τοὺς μετὰ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος” πρὸς τὴν Ἴλιον ἐκπλεύσαντας.» (Κων/νος Πορφυρογέννητος).
-
«παρά δε τον Αχιλλέως δρόμον / οι Ταυροσκύθαι·» (Κλαύδιος Πτολεμαίος).
-
«…Αχιλλεύς έχων ίδιον στρατόν των λεγομένων Μυρμιδόνων τότε, νυνί δε λεγομένων Βουλγάρων …» (Ιωάννης Μαλάλας).
-
«… Λέγεται γαρ Ελληνικοίς οργίοις κατόχους όντας, τον Ελληνικόν τρόπον θυσίας και χοάς τοις αποιχομένοις τελείν, είτε προ Αναχάρσεως ταύτα και Ζαμόλξιδος, των σφετέρων φιλοσόφων, μυηθέντες, είτε και προς των του Αχιλλέως εταίρων. Αρριανός γαρ φησίν εν τω Περίπλω, Σκύθην Αχιλλέαν τον Πηλέως πεφηνέναι, εκ της Μυρμηκώνος καλουμένης πολίχνης, παρά Μαιώτιν λίμνην [νυν Αζοφική Θάλασσα] κειμένης· απελαθέντα δε προς των Σκυθών διά το απεινές, ωμόν, και αυθάδες του φρονήματος, αύθις Θετταλίαν οικήσαι. Τεκμήρια του λόγου σαφή ή,τε της αμπεχόνης συν τη πόρπη σκευή, και η πεζομαχία, και η πυρσή κόμη, και οι γλαυκιώντες οφθαλμοί, και το απε-νενοημένον, και θυμοειδές και ωμόν· …» (Λεων Διάκονος).
-
«…τους γαρ το παλαιόν Έλληνας, ους Αχιλλεύς ήγε, Μεγαλοβλαχίτας καλών επεφέρετο…» (Γεώργιος Παχυμέρης).
-
«[Αχιλλεύς προς τον Ατρείδη:] Ω του θαύματος Ατρείδη, / ενδυμένε κύνου γνώμη, / αισχροκέρδη και πανούργε, / πως πανούργος η στρατεία / των μεγάθυμων Ελλήνων / […] / ήνπερ μέλλουν ηρεμήσαι / της καλής αυτών στρατείας / ουγαρδέποτε οι Τρώες / τη μεγαλοβώλω γη μου / Φερσαλίαν και Βλαχίαν / την πολύκαρπον γαρ αύτην, / την πολλά ωραιωμένην, / την τρεφούσαν πλείστους άνδρας, / εκατέλυσαν καρπόν της. / Τόσον γαρ μήκος απέχει / η Τροιά της Θετταλίας / όσον πρέπει να νοήσης / ότι δεν τους πρέπει μάχη / ίνα μάχονται οι Τρώες / με την χώραν της Βλαχίας, / και πολλών μιλλιών τόπος / αναμέσον γαρ χωρίζει / το διάστημα ετούτο· / αλλά διά σέν. Ατρέα / ασυνείδητε, κερδόφορον, / ηκολούθησαν Αχαίοι, / ίνα σοι τιμήν προσφέρουν / και καλήν δόξαν κομίσουν» (Κων/νος Ερμονιακός).
-
«Βορυσθενίς, Πόλις Ελληνίς ποτέ. Κατά τας εκβολάς του Υπάνιος ποταμού, είναι ακρωτήριον, Άλσος Εκάτης το πάλαι λεγόμενον, είτα ο Ισθμός του Αχιλλέως Δρόμου, του οποίου το Δυτικόν άκρον, Ιερόν εκαλείτο, και κοινώς Ζαγόρι, […] Αντικρύ των εκβολών του Βορυσθένους, πρόσκειται και η Νήσος του Αχιλλέως, ήτις και Λευκή καλείται, και Νήσος των Μακάρων, και κοινώς Φιδονήσι» (Μελέτιος Μήτρου).
——————
Γιώργης Έξαρχος: Βλαχολογικοί ίαμβοι και ανάπαιστοι…1 / Η Βλαχική Γλώσσα κατά τον Δημήτριο Καταρτζή
———————-
Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΜΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ
ΚΑΙ Η ΨΕΥΔΩΣ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΟΜΕΝΗ «ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΙΑ» ΤΟΥΣ
Θα θυμούνται οι φίλοι μας το «ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ… 1», στο οποίο πραγματευτήκαμε το θέμα «Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΚΑΤΑΡΤΖΗ». Στο παρόν (ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ… 2), θα κομίσουμε πάμπολλες μαρτυρίες από πρωτογενείς πηγές για την «ελληνοφωνία των Γετών», αλλά και άλλων σύνοικων λαών του τόπου εγκατάστασής τους (ήτοι της ευρύτερης Δακίας), και για την ταυτόχρονη «διγλωσσία» τους ή το «μιξοβάρβαρόν» τους, ή το πανάρχαιον «ελληνίζειν» τους. Αλλά και μαρτυρίες «προρωμαϊκές» (πριν την κατάκτηση της Δακίας από τον Τραϊανό) για ΓΕΤΕΣ, ΚΕΛΤΕΣ και ΣΚΛΑΒΟΥΣ (Σκλαβήνους) της συγκεκριμένης περιοχής, την «ελληνοφωνία» τους, όπως μαρτυρείται και από αρχαιολογικές έρευνες, μέσω ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ, ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων και κτερισμάτων, που επιβεβαιώνουν τις φιλολογικές και τις ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρουν αυτό. – ΝΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΑΠΕΙ ΟΜΩΣ ΜΙΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ 18, ΓΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΜΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ… ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΙΑΜΒΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΥΣ…
Οδηγός μας, λοιπόν, μόνο οι πρωτογενείς πηγές και τα συναγόμενα από αυτές:
-
ΗΡΟΔΟΤΟΣ: «[4.17.1]ἀπὸ τοῦ Βορυσθενεϊτέων ἐμπορίου (τοῦτο γὰρ τῶν παραθαλασσίων μεσαίτατόν ἐστι πάσης τῆς Σκυθίης), ἀπὸ τούτου πρῶτοι Καλλιπίδαι νέμονται ἐόντες Ἕλληνες Σκύθαι, ὑπὲρ δὲ τούτων ἄλλο ἔθνος οἳ Ἀλιζῶνες καλέονται. οὗτοι δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι ἐπασκέουσι, σῖτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους. [4.17.2] ὑπὲρ δὲ Ἀλιζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες, οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον ἀλλ᾽ ἐπὶ πρήσι. τούτων δὲ κατύπερθε οἰκέουσι Νευροί, Νευρῶν δὲ τὸ πρὸς βορέην ἄνεμον ἔρημος ἀνθρώπων, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν. ταῦτα μὲν παρὰ τὸν Ὕπανιν ποταμόν ἐστι ἔθνεα πρὸς ἑσπέρης τοῦ Βορυσθένεος.» (Ηρόδοτος, Δ’). – «[4.17.1] Από το εμπορικό κέντρο των Βορυσθενιτών (επειδή αυτό βρίσκεται ακριβώς στο μέσο της παραθαλάσσιας περιοχής [ολόκληρης] της Σκυθίας), από αυτό ξεκινώντας πρώτους συναντάς τους Καλλιπίδες, που είναι Ελληνοσκύθες, και πιο πάνω απ᾽ αυτούς άλλο έθνος, που ονομάζονται Αλιζώνες. Λοιπόν, κι ετούτοι και οι Καλλιπίδες στις άλλες τους ασχολίες δε διαφέρουν από τους Σκύθες, όμως σιτάρι και σπέρνουν και τρώνε, όπως και κρεμμύδια και σκόρδα και φακές και κεχρί. [4.17.2] Και πιο πάνω από τους Αλιζώνες κατοικούν οι Σκύθες γεωργοί, που σπέρνουν σιτάρι όχι για να το τρώνε, αλλά για να το πουλούν. Και πιο πάνω απ᾽ αυτούς κατοικούν οι Νευροί, αλλά η περιοχή που βρίσκεται βορειότερα απ᾽ τους Νευρούς, όσο ξέρουμε, είναι έρημη από ανθρώπους. Λοιπόν, αυτά τα έθνη βρίσκονται στην περιοχή του ποταμού Ύπανη, στα δυτικά του Βορυσθένη.»
-
ΣΚΥΜΝΟΣ: Οι Ελληνοσκύθες των εκβολών του Ίστρου αναφέρονται από τον Σκύμνο ως Καρπίδαι: «πρώτους δε παρά τον Ίστρον είναι Καρπίδας / είρηκεν Έφορος, είτεν Αροτήρας πρόσω / Νευρούς τε μέχρι γης πάλιν ερήμου διά πάγον / προς ανατολάς δ’ εκβάντι τον Βορυσθένην / την λεγομένην Ύλαιαν οικούντας Σκύθας / είναι, Γεωργούς δ’ εχομένους τούτων άνω, / έπειτα πάλιν έρημον επί πολύν τόπον, / υπέρ δε ταύτην Ανδροφάγον Σκυθών έθνος, / επίκεινα δ’ είναι πάλιν έρημον ερχομένην.» (στ. 81-89, στο Scymni Chii, Periegesis et Dionysii Descriptio Graeciae, Emendavit Augustus Meineke, Berolini MDCCCXLVI [1846]).
-
ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και άλλοι συγγραφείς, για τούτους τους Ελληνοσκύθες χρησιμοποιούν τα ονόματα: Κάρπιοι, Άρπιοι, Κάρποι, Καρπιανοί, Καρποδάκαι (θυμηθείτε τα άνωθεν του Ίστρου όρη Καρπάθια). Ας μου επιτραπεί να αναδημοσιεύσω εδώ τα σχετικά χωρία και εδάφια, από τον Πτολεμαίο, και να τονίσω ότι στην ίδια περιοχή, στις εκβολές του Ίστρου, βρίσκεται και η «νήσος Πεύκη», κατοικούμενη από Γέτες, ομιλούντες γλώσσα «ελληνική λατινίζουσα» (κάτι σαν τα σημερινά αρμάνικα-βλάχικα των Ελληνόβλαχων). Ο Πτολεμαίος, λοιπόν,. Γράφει: «[…] και Βίεσσοι παρά τον Καρπάτην όρος. | 21. Των δε ειρημένων εισίν ανατολικώτεροι, υπό μεν τους Ουενέδας πάλιν | Γαλίνδαι (ή Γαλιδανοί), | και Σουδηνοί (ή Σουδινοί), | και Σταυανοί μέχρι των Αλαύνων` | υφ’ ους Ιγυλλίωνες, | είτα Κοιστοβώκοι, | και Τρανσμοντανοί μέχρι των Πευκίνων ορίων. | 22. Πάλιν δε την μεν εφεξής τω Ουενεδικώ κόλπω παρωκεανίτιν κατέχουσιν Ουέλται` | υπέρ ους Ό(σ)σιοι (ή Όσιοι), | είτα Κάρβωνες αρκτικώτατοι` ων ανατολικώτεροι Καρεώται | και Σάλοι` | υφ’ ους Αγάθυρσοι, | είτα Άορσοι, | και Παγυρίται` | υφ’ ους Σαύαροι, | και Βορούσκοι μέχρι των Ριπαίων ορέων` | 23. είτα Άκιβοι, | και Νάσκοι` | υφ’ ους Ουιβίωνες (ή Ιβίωνες), | και Ίδραι` | και υπό τους Ουιβίωνας μέχρι των Αλαύνων Στούρνοι` | μεταξύ δε των Αλαύνων και των Αμαξοβίων | Καρύονες (ή Καρύωνες) | και Σαργάτιοι` | 24. και παρά την επιστροφήν του Τανάϊδος ποταμού, | Όφλωνες, | και Ταναΐται` | υφ’ ους Οσυλοί μέχρι των Ρωξολανών` | μεταξύ δε των Αμαξοβίων και των Ρωξολανών, | Ρακαλάνοι, | και Εξωβυγίται` | και πάλιν μεταξύ Πευκίνων και Βαστερνών | Καρπιανοί` | υπέρ ους Γηουινοί, | είτα Βωδινοί` | 25. μεταξύ δε Βαστερνών και Ρωξολανών, | Χούνοι` | και υπό τα Ίδια όρη | Αμαδόκοι, | και Ναύαροι` | παρά μεν την Βύκην λίμνην | παρ’α δε τον Αχιλλέως δρόμον | οι Ταυροσκύθαι` | υπό δε τους Βαστέρνας προς τη Δακία | Τάγροι, | και υπ’ αυτούς Τυραγγέται.» (Claudi Ptolemaei, Geographia, Edidit Carolus Fridericus Augustus Nobbe, … Editio Stereotypa, Tom. I, Lipsiae 1843, σ. 171-173).
-
ΑΡΡΙΑΝΟΣ: Στη νήσο Πεύκη βρέθηκε το 335 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος διώκοντας τους Γέτες του Δούναβη, και αυτοί χρησιμοποιούσαν «μονόξυλα» (ως βάρκες), τέτοια που είχαν αργότερα οι Άβαροι ή Αβάρεις ή Άβαρες, όταν πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Αρριανός μας πληροφορεί: «Αλέξανδρος δε την μεν λείαν οπίσω απέπεμψεν ες τας πόλεις τας επί θαλάσση, Λυσσανία και Φιλώτα παραδούς διατίθεσθαι` αυτός δε το άκρον υπερβαλών προήει διά του Αίμου ες Τριβαλλούς, και αφικνείται επί τον Λύγινον ποταμόν` απέχει δε ούτος από του Ίστρου ως επί τον Αίμον ιόντι σταθμούς τρεις. Σύρμος δε ο των Τριβαλλών βασιλεύς εκ πολλού πυνθανόμενος του Αλεξάνδρου τον στόλον, γυναίκας μεν και παίδας των Τριβαλλών προύπεμψεν επί τον Ίστρον, διαβαίνειν κελεύσας τον ποταμόν ες νήσον τινα των εν τω Ίστρω` Πεύκην όνομα τη νήσω εστίν. Ες ταύτην δε την νήσον και οι Θράκες οι πρόσχωροι τοις Τριβαλλοίς, προσάγοντος Αλέξανδρον, συμπεφευγότες ήσαν. Και αυτός ο Σύρμος ες ταύτην ξυμπεφεύγει ξυν τοις αμφ’ αυτόν. Το δε πολύ πλήθος των Τριβαλλών έφυγεν οπίσω επί τον ποταμόν ένθενπερ τη προτεραία ωρμήθη Αλέξανδρος.» (Arriani Nicomediensis, De Expeditione Alexandri, Libri Swptem … Instruxit Io. Ern. Ellendt, Colbergo-Pomeranus, Tomus Prior, Regimontii Prussorum MDCCCXXXII [1832], σ. 12-13, Βιβλ.. Α, 2). – «Από δε της μάχης τριταίος αφικνείται Αλέξανδρος επί τον ποταμόν τον Ίστρον, ποταμών των κατά την Ευρώπην [= Ελληνική χερσόνησος] μέγιστον όντα, και πλείστην γην επερχόμενον, και έθνη μαχιμώτατα απείργοντα` τα μεν πολλά Κελτικά, όθεν γε και αι πξγαία αυτώ ανίσχουσιν` ων τελευταίους Κουάδους και Μαρκομάνους, επί δε Σαυροματών μοίραν, Ιάζυγας, επί δε Γέτας τους απαθανατίζοντας, επί δε Σαυρομάτας τους πολλούς, επί δε Σκύθας, έστε επί τας εκβολάς ίνα εκδιδοί κατά πέντε στόματα ες τον Εύξεινον πόντον.» (Ό.π., σ. 15-16, Βιβλ. Α, 3).
-
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ Ο ΣΑΜΟΣΑΤΕΥΣ: Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς γράφει ότι πριν τον Μέγα Αλέξανδρο και ο πατέρας του Φίλιππος Β’ είχε συγκρουστεί με τους λαούς και τα έθνη του Ίστρου (~352-340 π.Χ.): «Ἀτέας δὲ Σκυθῶν βασιλεὺς μαχόμενος πρὸς Φίλιππον περὶ τὸν Ἴστρον ποταμὸν ἔπεσεν ὑπὲρ τὰ ἐνενήκοντα ἔτη γεγονώς. Βάρδυλις δὲ ὁ Ἰλλυριῶν βασιλεὺς ἀφ᾽ ἵππου λέγεται μάχεσθαι ἐν τῷ πρὸς Φίλιππον πολέμῳ εἰς ἐνενήκοντα τελῶν ἔτη. Τήρης δὲ Ὀδρυσῶν βασιλεύς, καθά φησι Θεόπομπος, δύο καὶ ἐνενήκοντα ἐτῶν ἐτελεύτησεν.» (Lucianus, ab Immanuele Bekkero, Recognitus, Tomus Alter, Lipsiae 1853, σ. 389). – Ο Ατέας, προφανώς είναι ίδιο όνομα με αυτό που γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς ως Ατοίας: «Ἀριστόκριτος δ´ ἐν τῇ πρώτῃ τῶν πρὸς Ἡρακλεόδωρον ἀντιδοξουμένων μέμνηταί τινος ἐπιστολῆς οὕτως ἐχούσης· “Βασιλεὺς Σκυθῶν Ἀτοίας Βυζαντίων δήμῳ. μὴ βλάπτετε προσόδους ἐμάς, ἵνα μὴ ἐμαὶ ἵπποι ὑμέτερον ὕδωρ πίωσι”. συμβολικῶς γὰρ ὁ βάρβαρος τὸν μέλλοντα πόλεμον αὐτοῖς ἐπάγεσθαι παρεδήλωσεν.» (Στρωματείς, 5.5).
-
ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Οι Βορυσθενίται ήταν ένα είδος «Μιξέλληνες» ή «Μιξοβάρβαροι» (εκεί και η ελληνική πόλη Ολβία και οι κάτοικοι Ολβιοπολίται), οι οποίοι κατά τον Δίωνα Χρυσόστομο (όπως έχω γράψει στις «Διαδρομές Αυτογνωσίας») «ει και εν μέσω των βαρβάρων ώκουν και εν παρακμή ήσαν και ουκέτι σαφώς ελληνίζοντας εφαίνοντο, όμως πάντες σχεδόν από στόματος εγνώριζον να είπωσι την Ιλιάδα.»
-
ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ: Κατά τις πρωτογενείς πηγές, ο βασιλιάς των Γετών Δρομιχαίτης (περί το 300 π.Χ.) νίκησε σε πολεμική σύγκρουση τον Λυσίμαχο (361 ή 355 – 281), σωματοφύλακα του Μεγάλου Αλέξανδρου και μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας, Θράκης και τμήματος της Μικρασίας, όταν αυτός προσπάθησε να υποτάξει τους Γέτες. Ο Δρομιχαίτης συνέλαβε αιχμάλωτο τον Λυσίμαχο αλλά του φέρθηκε καλά και τον έπεισε ότι θα οφεληθεί πιο πολύ ως σύμμαχος παρά ως εχθρός των Γετών και τον απελευθέρωσε. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη ο Δρομιχαίτης περιποιήθηκε τον Λυσίμαχο στο παλάτι του, με τρόφιμα που του σέρβιρε σε χρυσά και ασημένια πιάτα. «Η ανακάλυψη του περίφημου τάφου στο Σβεστάρι (1982) υποδηλώνει ότι το παλάτι του Δρομιχαίτη βρισκόταν ίσως στην περιοχή αυτή, όπου σώζονται υπολείμματα μιας μεγάλης παλιάς πόλης μαζί με δεκάδες άλλους θρακικούς τάφους.»
-
ΠΟΛΥΑΙΝΟΣ: «ΔΡΟΜΙΧΑΙΤΗΣ: Δρομιχαίτης Θρακών βασιλεύς, Λυσίμαχος Μακεδόνων. Εστράτευσεν ο Μακεδών επί την Θράκην. Ο Θραξ τον Μακεδόνα εξηπάτησε. Στρατηγός αυτού Αίθης, αυτόμολος δη προς Λυσίμαχον ήκειν εσκήψατο, και πιστός είναι δόξας, εις δυσχωρίας εμβάλλει τους Μακεδόνας` ένθα λιμώ και δίψει κακοπαθούντας, Δρομιχαίτης προσπεσών, αυτόν τε Λυσίμαχον, και τους μετ’ αυτού πάντας ανείλεν. Ήσαν οι πεσόντες Λυσιμάχου ανδρών μυριάδες δέκα.» (Παρέργων Ελληνικής Βιβλιοθήκης, Τόμος πρώτος, Πολυαίνου [2ος αι. μ.Χ.] Στρατηγήματα. / Πολυαίνου Στρατηγημάτων Βίβλοι Οκτώ, … Εν Παρισίοις, Εκ της Τυπογραφίας Ι. Μ. Εβεράρτου, ,ΑΩΘ’ [1809], σ. 235).
————————
*Γιώργης Σ. Έξαρχος / Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ
Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ
———————-
Είναι βέβαιο ότι ο Δρομιχαίτης, βασιλιάς των Γετών, και όλοι οι αυλικοί του γνώριζαν άριστα να μιλούν και να γράφουν την ελληνική γλώσσα, όπως το ίδιο συνέβαινε με όλους τους Θράκες νοτίως του Ίστρου, αλλά και με τους βορείως του Ίστρου Γέτες και Σκύθες, και τους πέριξ της Μαύρης θάλασσας «βάρβαρους λαούς», των οποίων οι «πρίγκιπες» νυμφεύονταν Ελληνίδες. (Βλ. Vasile Pârvan, Getica o protoistorie a Daciei, 1927, σ. 63).
-
ΣΤΡΑΒΩΝ: Ο Στράβων γράφει ότι στον Ίστρο, βόρεια και νότια, κατοικούν και οι ΚΕΛΤΕΣ, για τους οποίους πιο συγκεκριμένα αναφέρει: «τῶν δὴ Γετῶν τὰ μὲν παλαιὰ ἀφείσθω, τὰ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἤδη τοιαῦτα ὑπῆρξε. Βοιρεβίστας ἀνὴρ Γέτης, ἐπιστὰς ἐπὶ τὴν τοῦ ἔθνους ἐπιστασίαν, ἀνέλαβε κεκακωμένους τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ συχνῶν πολέμων καὶ τοσοῦτον ἐπῆρεν ἀσκήσει καὶ νήψει καὶ τῷ προσέχειν τοῖς προστάγμασιν, ὥστ᾽ ὀλίγων ἐτῶν μεγάλην ἀρχὴν κατεστήσατο καὶ τῶν ὁμόρων τοὺς πλείστους ὑπέταξε τοῖς Γέταις: ἤδη δὲ καὶ Ῥωμαίοις φοβερὸς ἦν, διαβαίνων ἀδεῶς τὸν Ἴστρον καὶ τὴν Θρᾴκην λεηλατῶν μέχρι Μακεδονίας καὶ τῆς Ἰλλυρίδος, τούς τε Κελτοὺς τοὺς ἀναμεμιγμένους τοῖς τε Θρᾳξὶ καὶ τοῖς Ἰλλυριοῖς ἐξεπόρθησε, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρῳ καὶ Ταυρίσκους. πρὸς δὲ τὴν εὐπείθειαν τοῦ ἔθνους συναγωνιστὴν ἔσχε Δεκαίνεον ἄνδρα γόητα, πεπλανημένον κατὰ τὴν Αἴγυπτον καὶ προσημασίας ἐκμεμαθηκότα τινάς, δι᾽ ὧν ὑπεκρίνετο τὰ θεῖα: καὶ δι᾽ ὀλίγου καθίστατο θεός, καθάπερ ἔφαμεν περὶ τοῦ Ζαμόλξεως διηγούμενοι. τῆς δ᾽ εὐπειθείας σημεῖον: ἐπείσθησαν γὰρ ἐκκόψαι τὴν ἄμπελον καὶ ζῆν οἴνου χωρίς. ὁ μὲν οὖν Βοιρεβίστας ἔφθη καταλυθεὶς ἐπαναστάντων αὐτῷ τινων πρὶν ἢ Ῥωμαίους στεῖλαι στρατείαν ἐπ᾽ αὐτόν: οἱ δὲ διαδεξάμενοι τὴν ἀρχὴν εἰς πλείω μέρη διέστησαν. καὶ δὴ καὶ νῦν, ἡνίκα ἔπεμψεν ἐπ᾽ αὐτοὺς στρατείαν ὁ Σεβαστὸς Καῖσαρ, εἰς πέντε μερίδας, τότε δὲ εἰς τέτταρας διεστῶτες ἐτύγχανον: οἱ μὲν οὖν τοιοῦτοι μερισμοὶ πρόσκαιροι καὶ ἄλλοτ᾽ ἄλλοι.» (Strabo. Geographica. Leipzig, ed. A. Meineke, Teubner 1877).
Στην ίδια δε περιοχή κατοικούσαν και οι Βαστάρνες, και δη στη νήσο Πεύκη, και ονομάζονταν Πευκίνοι, οι οποίοι όμως κατά τον Πλούταρχο είναι Γαλάτες.
Αλλά ας δούμε τα εκτενή αποσπάσματα του Στράβωνα περί Γετών κ.λπ.:
-
ΣΤΡΑΒΩΝ: «3.2 Οἱ τοίνυν Ἕλληνες τούς (τε) Γέτας Θρᾶικας ὑπελάμβανον· ὤικουν δ᾽ ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου καὶ οὗτοι καὶ οἱ Μυσοί, Θρᾶικες ὄντες καὶ αὐτοί, καὶ οὓς νῦν Μοισοὺς καλοῦσιν· ἀφ᾽ ὧν ὡρμήθησαν καὶ οἱ νῦν μεταξὺ Λυδῶν καὶ Φρυγῶν καὶ Τρώων οἰκοῦντες Μυσοί. Καὶ αὐτοὶ δ᾽ οἱ Φρύγες Βρίγες εἰσί, Θράικιόν τι ἔθνος, καθάπερ καὶ Μυγδόνες καὶ Βέβρυκες καὶ Μαιδοβιθυνοὶ καὶ Βιθυνοὶ καὶ Θυνοί, δοκῶ δὲ καὶ τοὺς Μαριανδυνούς. Οὗτοι μὲν οὖν τελέως ἐκλελοίπασι πάντες τὴν Εὐρώπην, οἱ δὲ Μυσοὶ συνέμειναν. Καὶ Ὅμηρον [δ᾽] ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῖ Ποσειδώνιος (δὲ) τοὺς ἐν τῆι Εὐρώπηι Μυσοὺς κατονομάζειν (λέγω δὲ τοὺς ἐν τῆι Θράικηι), ὅταν φῆι· αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ, νόσφιν ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρηικῶν καθορώμενος αἶαν Μυσῶν τ᾽ ἀγχεμάχων· ἐπεὶ εἴ γε τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν Μυσοὺς δέχοιτό τις, ἀπηρτημένος ἂν εἴη ὁ λόγος. Τὸ γὰρ ἀπὸ τῶν Τρώων τρέψαντα τὴν ὅρασιν ἐπὶ τὴν Θραικῶν γῆν συγκαταλέγειν ταύτηι τὴν τῶν Μυσῶν, τῶν οὐ νόσφιν ὄντων, ἀλλ᾽ ὁμόρων τῆι Τρωιάδι καὶ ὄπισθεν αὐτῆς ἱδρυμένων καὶ ἑκατέρωθεν, διειργομένων δ᾽ ἀπὸ τῆς Θράικης πλατεῖ Ἑλλησπόντωι, συγχέοντος ἂν εἴη τὰς ἠπείρους καὶ ἅμα τῆς φράσεως οὐκ ἀκούοντος. Τὸ γὰρ πάλιν τρέπεν μάλιστα μέν ἐστιν εἰς τοὐπίσω· ὁ δ᾽ ἀπὸ τῶν Τρώων μεταφέρων τὴν ὄψιν ἐπὶ τοὺς μὴ ὄπισθεν αὐτῶν ἢ ἐκ πλαγίων ὄντας προσωτέρω μὲν μεταφέρει, εἰς τοὐπίσω δ᾽ οὐ πάνυ. Καὶ τὸ ἐπιφερόμενον δ᾽ αὐτοῦ τούτου μαρτύριον, ὅτι τοὺς ἱππημολγοὺς καὶ γαλακτοφάγους καὶ ἀβίους συνῆψεν αὐτοῖς, οἵπερ εἰσὶν οἱ ἁμάξοικοι Σκύθαι καὶ Σαρμάται. Καὶ γὰρ νῦν ἀναμέμικται ταῦτα τὰ ἔθνη τοῖς Θραιξὶ καὶ τὰ Βασταρνικά, μᾶλλον μὲν τοῖς ἐκτὸς Ἴστρου, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐντός. Τούτοις δὲ καὶ τὰ Κελτικά, οἵ τε Βόιοι καὶ Σκορδίσκοι καὶ Ταυρίσκοι. Τοὺς δὲ Σκορδίσκους ἔνιοι Σκορδίστας καλοῦσι· καὶ τοὺς Ταυρίσκους δὲ Λιγυρίσκους καὶ Ταυρίστας φασί.
3.3 Λέγει δὲ τοὺς Μυσοὺς ὁ Ποσειδώνιος καὶ ἐμψύχων ἀπέχεσθαι κατ᾽ εὐσέβειαν, διὰ δὲ τοῦτο καὶ θρεμμάτων· μέλιτι δὲ χρῆσθαι καὶ γάλακτι καὶ τυρῶι ζῶντας καθ᾽ ἡσυχίαν, διὰ δὲ τοῦτο καλεῖσθαι θεοσεβεῖς τε καὶ καπνοβάτας· εἶναι δέ τινας τῶν Θραικῶν, οἳ χωρὶς γυναικὸς ζῶσιν, οὓς κτίστας καλεῖσθαι, ἀνιερῶσθαί τε διὰ τιμὴν καὶ μετὰ ἀδείας ζῆν· τούτους δὴ συλλήβδην ἅπαντας τὸν ποιητὴν εἰπεῖν ἀγαυοὺς Ἱππημολγοὺς γλακτοφάγους ἀβίους τε, δικαιοτάτους ἀνθρώπους. Ἀβίους δὲ προσαγορεύειν μάλιστα, ὅτι χωρὶς γυναικῶν, ἡγούμενον ἡμιτελῆ τινα βίον τὸν χῆρον, καθάπερ καὶ τὸν οἶκον ἡμιτελῆ τὸν Πρωτεσιλάου διότι χῆρος· ἀγχεμάχους δὲ τοὺς Μυσούς, ὅτι ἀπόρθητοι, καθὰ οἱ ἀγαθοὶ πολεμισταί· δεῖν δὲ ἐν τῶι [τρισκαι]δεκάτωι ἐγγράφειν ἀντὶ τοῦ Μυσῶν τ᾽ ἀγχεμάχων [Μοισῶν τ᾽ ἀγχεμάχων].
3.4 Τὸ μὲν οὖν τὴν γραφὴν κινεῖν ἐκ τοσούτων ἐτῶν εὐδοκιμήσασαν περιττὸν ἴσως· πολὺ γὰρ πιθανώτερον ὠνομάσθαι μὲν ἐξ ἀρχῆς Μυσούς, μετωνομάσθαι δὲ ὡς νῦν. Τοὺς ἀβίους δὲ τοὺς χήρους [οὐ] μᾶλλον ἢ τοὺς ἀνεστίους καὶ τοὺς ἁμαξοίκους δέξαιτ᾽ ἄν τις· μάλιστα γὰρ περὶ τὰ συμβόλαια καὶ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν συνισταμένων τῶν ἀδικημάτων, τοὺς οὕτως ἀπ᾽ ὀλίγων εὐτελῶς ζῶντας δικαιοτάτους εὔλογον κληθῆναι· ἐπεὶ καὶ οἱ φιλόσοφοι τῆι σωφροσύνηι τὴν δικαιοσύνην ἐγγυτάτω τιθέντες τὸ αὔταρκες καὶ τὸ λιτὸν ἐν τοῖς πρώτοις ἐζήλωσαν· ἀφ᾽ οὗ καὶ προεκπτώσεις τινὰς αὐτῶν παρέωσαν ἐπὶ τὸν κυνισμόν. Τὸ δὲ χήρους γυναικῶν οἰκεῖν οὐδεμίαν τοιαύτην ἔμφασιν ὑπογράφει, καὶ μάλιστα παρὰ τοῖς Θραιξί, καὶ τούτων τοῖς Γέταις. Ὅρα δ᾽ ἃ λέγει Μένανδρος περὶ αὐτῶν, οὐ πλάσας, ὡς εἰκός, ἀλλ᾽ ἐξ ἱστορίας λαβών· Πάντες μὲν οἱ Θρᾶικες, μάλιστα δ᾽ οἱ Γέται ἡμεῖς ἁπάντων (καὶ γὰρ αὐτὸς εὔχομαι ἐκεῖθεν εἶναι τὸ γένος) οὐ σφόδρ᾽ ἐγκρατεῖς ἐσμέν, καὶ ὑποβὰς μικρὸν τῆς περὶ τὰς γυναῖκας ἀκρασίας τίθησι τὰ παραδείγματα· Γαμεῖ γὰρ ἡμῶν οὐδὲ εἷς, εἰ μὴ δέκ᾽ ἢ ἕνδεκα γυναῖκας δώ» δεκά τ᾽ ἢ πλείους τινάς. Ἂν τέτταρας δ᾽ ἢ πέντε γε γαμηκὼς τύχηι καταστροφῆς τις, ἀνυμέναιος, ἄθλιος ἄνυμφος οὗτος ἐπικαλεῖτ᾽ ἐν τοῖς ἐκεῖ. Ταῦτα γὰρ ὁμολογεῖται μὲν καὶ παρὰ τῶν ἄλλων. Οὐκ εἰκὸς δὲ τοὺς αὐτοὺς ἅμα μὲν ἄθλιον νομίζειν βίον τὸν μὴ μετὰ πολλῶν γυναικῶν, ἅμα δὲ σπουδαῖον καὶ δίκαιον τὸν τῶν γυναικῶν χῆρον. Τὸ δὲ δὴ καὶ θεοσεβεῖς νομίζειν καὶ καπνοβάτας τοὺς ἐρήμους γυναικῶν σφόδρα ἐναντιοῦται ταῖς κοιναῖς ὑπολήψεσιν. Ἅπαντες γὰρ τῆς δεισιδαιμονίας ἀρχηγοὺς οἴονται τὰς γυναῖκας· αὗται δὲ καὶ τοὺς ἄνδρας προκαλοῦνται πρὸς τὰς ἐπὶ πλέον θεραπείας τῶν θεῶν καὶ ἑορτὰς καὶ ποτνιασμούς· σπάνιον δ᾽ εἴ τις ἀνὴρ καθ᾽ αὑτὸν ζῶν εὑρίσκεται τοιοῦτος. Ὅρα δὲ πάλιν τὸν αὐτὸν ποιητήν, ἃ λέγει εἰσάγων τὸν ἀχθόμενον ταῖς περὶ τὰς θυσίας τῶν γυναικῶν δαπάναις καὶ λέγοντα· Ἐπιτρίβουσι δ᾽ ἡμᾶς οἱ θεοὶ, μάλιστα τοὺς γήμαντας· ἀεὶ γάρ τινα ἄγειν ἑορτήν ἐστ᾽ ἀνάγκη· τὸν δὲ μισογύνην αὐτὰ ταῦτα αἰτιώμενον· Ἐθύομεν δὲ πεντάκις τῆς ἡμέρας, ἐκυμβάλιζον δ᾽ ἑπτὰ θεράπαιναι κύκλωι, αἱ δ᾽ ὠλόλυζον. Τὸ μὲν οὖν ἰδίως τοὺς ἀγύνους τῶν Γετῶν εὐσεβεῖς νομίζεσθαι παράλογόν τι ἐμφαίνει· τὸ δ᾽ ἰσχύειν ἐν τῶι ἔθνει τούτωι τὴν περὶ τὸ θεῖον σπουδὴν ἔκ τε ὧν εἶπε Ποσειδώνιος οὐκ ἀπιστητέον (καὶ ἐμψύχον ἀπέχεσθαι δι᾽ εὐσέβειαν) καὶ ἐκ τῆς ἄλλης ἱστορίας.
3.5 Λέγεται γάρ τινα τῶν Γετῶν, ὄνομα Ζάμολξιν, δουλεῦσαι Πυθαγόραι, καί τινα τῶν οὐρανίων παρ᾽ ἐκείνου μαθεῖν, τὰ δὲ καὶ παρ᾽ Αἰγυπτίων, πλανηθέντα καὶ μέχρι δεῦρο· ἐπανελθόντα δ᾽ εἰς τὴν οἰκείαν σπουδασθῆναι παρὰ τοῖς ἡγεμόσι καὶ τῶι ἔθνει, προλέγοντα τὰς ἐπισημασίας· τελευτῶντα δὲ πεῖσαι τὸν βασιλέα κοινωνὸν τῆς ἀρχῆς αὐτὸν λαβεῖν, ὡς τὰ παρὰ τῶν θεῶν ἐξαγγέλλειν ἱκανόν· καὶ κατ᾽ ἀρχὰς μὲν ἱερέα κατασταθῆναι τοῦ μάλιστα τιμωμένου παρ᾽ αὐτοῖς θεοῦ, μετὰ ταῦτα δὲ καὶ θεὸν προσαγορευθῆναι, καὶ καταλαβόντα ἀντρῶδές τι χωρίον ἄβατον τοῖς ἄλλοις ἐνταῦθα διαιτᾶσθαι, σπάνιον ἐντυγχάνοντα τοῖς ἐκτός, πλὴν τοῦ βασιλέως καὶ τῶν θεραπόντων· συμπράττειν δὲ τὸν βασιλέα ὁρῶντα τοὺς ἀνθρώπους προσέχοντας ἑαυτῶι πολὺ πλέον ἢ πρότερον, ὡς ἐκφέροντι τὰ προστάγματα κατὰ συμβουλὴν θεῶν. Τουτὶ δὲ τὸ ἔθος διέτεινεν ἄχρι καὶ εἰς ἡμᾶς, ἀεί τινος εὑρισκομένου τοιούτου τὸ ἦθος, ὃς τῶι μὲν βασιλεῖ σύμβουλος ὑπῆρχε, παρὰ δὲ τοῖς Γέταις ὠνομάζετο θεός· καὶ τὸ ὄρος ὑπελήφθη ἱερόν, καὶ προσαγορεύουσιν οὕτως· ὄνομα δ᾽ αὐτῶι Κωγαίονον, ὁμώνυμον τῶι παραρρέοντι ποταμῶι. Καὶ δὴ ὅτε Βυρεβίστας ἦρχε τῶν Γετῶν, ἐφ᾽ ὃν ἤδη παρεσκευάσατο Καῖσαρ ὁ θεὸς στρατεύειν, Δεκαίνεος εἶχε ταύτην τὴν τιμήν· καί πως τὸ τῶν ἐμψύχων ἀπέχεσθαι Πυθαγόρειον τοῦ Ζαμόλξιος ἔμεινε παραδοθέν.
3.6 Τοιαῦτα μὲν οὖν [οὐ] κακῶς ἄν τις διαποροίη περὶ τῶν κειμένων παρὰ τῶι ποιητῆι, περί τε Μυσῶν καὶ ἀγαυῶν Ἱππημολγῶν· ἃ δ᾽ Ἀπολλόδωρος ἐν τῶι δευτέρωι Περὶ νεῶν προοιμιαζόμενος εἴρηκεν, ἥκιστα λέγοιτ᾽ ἄν. Ἐπαινεῖ γὰρ Ἐρατοσθένους ἀπόφασιν, ὅτι φησὶν ἐκεῖνος καὶ Ὅμηρον καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παλαιούς, τὰ μὲν Ἑλληνικὰ εἰδέναι, τῶν δὲ πόρρω πολλὴν ἔχειν ἀπειρίαν, ἀπείρους μὲν μακρῶν ὁδῶν ὄντας, ἀπείρους δὲ τοῦ ναυτίλλεσθαι. Συνηγορῶν δὲ τούτοις Ὅμηρόν φησι τὴν μὲν Αὐλίδα καλεῖν πετρήεσσαν, ὥσπερ καὶ ἔστι, πολύκνημον δὲ τὸν Ἐτεωνόν, πολυτρήρωνα δὲ τὴν Θίσβην, ποιήεντα δὲ τὸν Ἁλίαρτον· τὰ δ᾽ ἄπωθεν οὔτ᾽ αὐτὸν εἰδέναι οὔτε τοὺς ἄλλους. Ποταμῶν γοῦν περὶ τετταράκοντα ῥεόντων εἰς τὸν Πόντον, μηδὲ τῶν ἐνδοξοτάτων μηδενὸς μεμνῆσθαι, οἷον Ἴστρου, Τανάιδος, Βορυσθένους, Ὑπάνιος, Φάσιδος, Θερμώδοντος, Ἅλυος· ἔτι δὲ Σκυθῶν μὲν μὴ μεμνῆσθαι, πλάττειν δὲ ἀγαυούς τινας Ἱππημολγοὺς καὶ Γαλακτοφάγους Ἀβίους τε. Παφλαγόνας τε τοὺς ἐν τῆι μεσογαίαι ἱστορηκέναι παρὰ τῶν πεζῆι τοῖς τόποις πλησιασάντων, τὴν παραλίαν δὲ ἀγνοεῖν· καὶ εἰκότως γε. Ἄπλουν γὰρ εἶναι τότε τὴν θάλατταν ταύτην καὶ καλεῖσθαι Ἄξενον διὰ τὸ δυσχείμερον καὶ τὴν ἀγριότητα τῶν περιοικούντων ἐθνῶν, καὶ μάλιστα τῶν Σκυθικῶν, ξενοθυτούντων καὶ σαρκοφαγούντων καὶ τοῖς κρανίοις ἐκπώμασι χρωμένων· ὕστερον δ᾽ Εὔξεινον κεκλῆσθαι τῶν Ἰώνων ἐν τῆι παραλίαι πόλεις κτισάντων· […]
3.7 Νυνὶ δὲ περὶ Θραικῶν ἐλέγομεν, Μυσῶν τ᾽ ἀγχεμάχων καὶ ἀγαυῶν Ἱππημολγῶν, Γλακτοφάγων Ἀβίων τε, δικαιοτάτων ἀνθρώπων, βουλόμενοι συγκρῖναι τά τε ὑφ᾽ ἡμῶν καὶ τὰ ὑπὸ Ποσειδωνίου λεχθέντα καὶ τὰ ὑπὸ τούτων· πρότερον δ᾽ ὅτι τὴν ἐπιχείρησιν ὑπεναντίαν τοῖς προτεθεῖσι πεποίηνται. Προὔθεντο μὲν γὰρ διδάξαι διότι τῶν πόρρω τῆς Ἑλλάδος πλείων ἦν ἄγνοια τοῖς πρεσβυτέροις ἢ τοῖς νεωτέροις· ἔδειξαν δὲ τἀναντία, καὶ οὐ [κατὰ] τὰ πόρρω μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν αὐτῆι τῆι Ἑλλάδι. Ἀλλ’, ὡς ἔφην, τὰ ἄλλα μὲν ὑπερκείσθω· τὰ δὲ νῦν σκοπῶμεν. Σκυθῶν μὲν γὰρ [μὴ] μεμνῆσθαι κατ᾽ ἄγνοιάν φασι, μηδὲ τῆς περὶ τοὺς ξένους ὠμότητος αὐτῶν, καταθυόντων καὶ σαρκοφαγούντων καὶ τοῖς κρανίοις ἐκπώμασι χρωμένων, δι᾽ οὓς Ἄξενος ὠνομάζετο ὁ πόντος, πλάττειν δ᾽ ἀγαυούς τινας Ἱππημολγούς, Γαλακτοφάγους Ἀβίους τε, δικαιοτάτους ἀνθρώπους, τοὺς οὐδαμοῦ γῆς ὄντας. Πῶς οὖν Ἄξενον ὠνόμαζον, εἰ μὴ ἦιδεισαν τὴν ἀγριότητα, μηδ᾽ αὐτοὺς τοὺς μάλιστα τοιούτους; Οὗτοι δ᾽ εἰσὶ δήπου οἱ Σκύθαι. Πότερον δ᾽ οὐδ᾽ Ἱππημολγοὶ ἦσαν οἱ ἐπέκεινα τῶν Μυσῶν καὶ Θραικῶν καὶ Γετῶν, οὐδὲ Γαλακτοφάγοι καὶ Ἄβιοι; Ἀλλὰ καὶ νῦν εἰσιν Ἁμάξοικοι καὶ Νομάδες καλούμενοι, ζῶντες ἀπὸ θρεμμάτων καὶ γάλακτος καὶ τυροῦ, καὶ μάλιστα ἱππείου, θησαυρισμὸν δ᾽ οὐκ εἰδότες οὐδὲ καπηλείαν, πλὴν εἰ φόρτον ἀντὶ φόρτου. Πῶς οὖν ἠγνόει τοὺς Σκύθας ὁ ποιητής, Ἱππημολγοὺς καὶ Γαλακτοφάγους τινὰς προσαγορεύων; Ὅτι γὰρ οἱ τότε τούτους Ἱππημολγοὺς ἐκάλουν, καὶ Ἡσίοδος μάρτυς ἐν τοῖς ὑπ᾽ Ἐρατοσθένους παρατεθεῖσιν ἔπεσιν· Αἰθίοπας τε Λίγυς τε ἰδὲ Σκύθας ἱππημολγούς. Τί δὲ θαυμαστόν, εἰ διὰ τὸ πλεονάζειν παρ᾽ ἡμῖν τὴν περὶ τὰ συμβόλαια ἀδικίαν, δικαιοτάτους εἶπεν ἀνθρώπους τοὺς ἥκιστα ἐν τοῖς συμβολαίοις καὶ τῶι ἀργυρισμῶι ζῶντας, ἀλλὰ καὶ κοινὰ κεκτημένους πάντα πλὴν ξίφους καὶ ποτηρίου, ἐν δὲ τοῖς πρῶτον τὰς γυναῖκας πλατωνικῶς ἔχοντας κοινὰς καὶ τέκνα; Καὶ Αἰσχύλος δ᾽ ἐμφαίνει συνηγορῶν τῶι ποιητῆι, φήσας περὶ τῶν Σκυθῶν, ἀλλ᾽ ἱππάκης βρωτῆρες εὔνομοι Σκύθαι. Αὕτη δ᾽ ἡ ὑπόληψις καὶ νῦν ἔτι συμμένει παρὰ τοῖς Ἕλλησιν· ἁπλουστάτους τε γὰρ αὐτοὺς νομίζομεν καὶ ἥκιστα κακεντρεχεῖς εὐτελεστέρους τε πολὺ ἡμῶν καὶ αὐταρκεστέρους· καίτοι ὅ γε καθ᾽ ἡμᾶς βίος εἰς πάντας σχεδόν τι διατέτακε τὴν πρὸς τὸ χεῖρον μεταβολήν, τρυφὴν καὶ ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας καὶ πλεονεξίας μυρίας πρὸς ταῦτ᾽ εἰσάγων. Πολὺ οὖν τῆς τοιαύτης κακίας καὶ εἰς τοὺς βαρβάρους ἐμπέπτωκε τούς τε ἄλλους καὶ τοὺς Νομάδας· καὶ γὰρ θαλάττης ἁψάμενοι χείρους γεγόνασι, ληιστεύοντες καὶ ξενοκτονοῦντες, καὶ ἐπιπλεκόμενοι πολλοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς ἐκείνων πολυτελείας καὶ καπηλείας· ἃ δοκεῖ μὲν εἰς ἡμερότητα συντείνειν, διαφθείρει δὲ τὰ ἤθη καὶ ποικιλίαν ἀντὶ τῆς ἁπλότητος τῆς ἄρτι λεχθείσης εἰσάγει.
3.8 Οἱ μέντοι πρὸ ἡμῶν, καὶ μάλιστα οἱ ἐγγὺς τοῖς Ὁμήρου χρόνοις, τοιοῦτοί τινες ἦσαν καὶ ὑπελαμβάνοντο παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ὁποίους Ὅμηρός φησιν. Ὅρα δὲ ἃ λέγει Ἡρόδοτος περὶ τοῦ τῶν Σκυθῶν βασιλέως, ἐφ᾽ ὃν ἐστράτευσε Δαρεῖος, καὶ τὰ ἐπεσταλμένα παρ᾽ αὐτοῦ. Ὅρα δὲ καὶ ἃ λέγει Χρύσιππος περὶ τῶν τοῦ Βοσπόρου βασιλέων τῶν περὶ Λεύκωνα. Πλήρεις δὲ καὶ αἱ Περσικαὶ ἐπιστολαὶ τῆς ἁπλότητος, ἧς λέγω, καὶ τὰ ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων καὶ Βαβυλωνίων καὶ Ἰνδῶν ἀπο μνημονευόμενα. Διὰ τοῦτο δὲ καὶ ὁ Ἀνάχαρσις καὶ Ἄβαρις καί τινες ἄλλοι τοιοῦτοι παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εὐδοκίμουν, ὅτι ἐθνικόν τινα χαρακτῆρα ἐπέφαινον εὐκολίας καὶ λιτότητος καὶ δικαιοσύνης. Καὶ τί δεῖ τοὺς πάλαι λέγειν; Ἀλέξανδρος γὰρ ὁ Φιλίππου κατὰ τὴν ἐπὶ Θρᾶικας τοὺς ὑπὲρ τοῦ Αἵμου στρατείαν ἐμβαλὼν εἰς Τριβαλλούς, ὁρῶν μέχρι τοῦ Ἴστρου καθήκοντας καὶ τῆς ἐν αὐτῶι νήσου Πεύκης, τὰ πέραν δὲ Γέτας ἔχοντας, ἀφῖχθαι λέγεται μέχρι δεῦρο, καὶ εἰς μὲν τὴν νῆσον ἀποβῆναι μὴ δύνασθαι σπάνει πλοίων· ἐκεῖσε γὰρ καταφυγόντα τὸν τῶν Τριβαλλῶν βασιλέα Σύρμον ἀντισχεῖν πρὸς τὴν ἐπιχείρησιν· εἰς δὲ τοὺς Γέτας διαβάντα ἑλεῖν αὐτῶν πόλιν καὶ ἀναστρέψαι διὰ ταχέων εἰς τὴν οἰκείαν, λαβόντα δῶρα [παρὰ] τῶν ἐθνῶν καὶ παρὰ τοῦ Σύρμου. Φησὶ δὲ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου κατὰ ταύτην τὴν στρατείαν συμμῖξαι τῶι Ἀλεξάνδρωι Κελτοὺς τοὺς περὶ τὸν Ἀδρίαν φιλίας καὶ ξενίας χάριν, δεξάμενον δὲ αὐτοὺς φιλοφρόνως τὸν βασιλέα ἐρέσθαι παρὰ πότον, τί μάλιστα εἴη, ὃ φοβοῖντο, νομίζοντα αὐτὸν ἐρεῖν· αὐτοὺς δ᾽ ἀποκρίνασθαι, ὅτι οὐδὲνα, πλὴν εἰ ἄρα μὴ ὁ οὐρανὸς αὐτοῖς ἐπιπέσοι, φιλίαν γε μὴν ἀνδρὸς τοιούτου περὶ παντὸς τίθεσθαι. Ταῦτα δὲ ἁπλότητος τῆς τῶν βαρβάρων ἐστὶ σημεῖα, τοῦ τε μὴ συγχωρήσαντος μὲν τὴν ἀπόβασιν τὴν εἰς τὴν νῆσον, δῶρα δὲ πέμψαντος καὶ συνθεμένου φιλίαν, καὶ τῶν φοβεῖσθαι μὲν οὐδένα φαμένων, φιλίαν δὲ περὶ παντὸς τίθεσθαι μεγάλων ἀνδρῶν. Ὅ τε Δρομιχαίτης κατὰ τοὺς διαδόχους ἦν τοὺς Ἀλεξάνδρου Γετῶν βασιλεύς· ἐκεῖνος τοίνυν λαβὼν ζωγρίαι Λυσίμαχον ἐπιστρατεύσαντα αὐτῶι, δείξας τὴν πενίαν τήν τε ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἔθνους, ὁμοίως δὲ καὶ τὴν αὐτάρκειαν, ἐκέλευσε τοῖς τοιούτοις μὴ πολεμεῖν, ἀλλὰ φίλοις χρῆσθαι· ταῦτα δ᾽ εἰπών, ξενίσας καὶ συνθέμενος φιλίαν, ἀπέλυσεν αὐτόν.
3.9 Ἔφορος δ᾽ ἐν τῆι τετάρτηι μὲν τῆς ἱστορίας, Εὐρώπηι δ᾽ ἐπιγραφομένηι βίβλωι, περιοδεύσας τὴν Εὐρώπην μέχρι Σκυθῶν ἐπὶ τέλει φησὶν εἶναι τῶν τε ἄλλων Σκυθῶν καὶ τῶν Σαυροματῶν τοὺς βίους ἀνομοίους· τοὺς μὲν γὰρ εἶναι χαλεπούς, ὥστε καὶ ἀνθρωποφαγεῖν, τοὺς δὲ καὶ τῶν ἄλλων ζώιων ἀπέχεσθαι. Οἱ μὲν οὖν ἄλλοι, φησί, τὰ περὶ τῆς ὠμότητος αὐτῶν λέγουσιν, εἰδότες τὸ δεινόν τε καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν· δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα ποιεῖσθαι· καὶ αὐτὸς οὖν περὶ τῶν δικαιοτάτοις ἤθεσι χρωμένων ποιήσεσθαι τοὺς λόγους· εἶναι γάρ τινας τῶν Νομάδων Σκυθῶν γάλακτι τρεφομένους ἵππων τῆι [τε] δικαιοσύνηι πάντων διαφέρειν, μεμνῆσθαι δ᾽ αὐτῶν τοὺς ποιητάς· Ὅμηρον μὲν Γλακτοφάγων Ἀβίων τε, δικαιοτάτων ἀνθρώπων, φήσαντα τὴν γῆν καθορᾶν τὸν Δία, Ἡσίοδον [δ᾽] ἐν τῆι καλουμένηι γῆς περιόδωι, τὸν Φινέα ὑπὸ τῶν Ἁρπυιῶν ἄγεσθαι Γλακτοφάγων εἰς γαῖαν, ἀπήναις οἰκί᾽ ἐχόντων. Εἶτ᾽ αἰτιολογεῖ, διότι ταῖς διαίταις εὐτελεῖς ὄντες καὶ οὐ χρηματισταὶ πρός τε ἀλλήλους εὐνομοῦνται, κοινὰ πάντα ἔχοντες τά τε ἄλλα καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τέκνα καὶ τὴν ὅλην συγγένειαν, πρός τε τοὺς ἐκτὸς ἄμαχοί εἰσι καὶ ἀνίκητοι, οὐδὲν ἔχοντες ὑπὲρ οὗ δουλεύσουσι. Καλεῖ δὲ καὶ Χοιρίλον, εἰπόντα ἐν τῆι διαβάσει τῆς σχεδίας, ἣν ἔζευξε Δαρεῖος· Μηλονόμοι τε Σάκαι, γενεῆι Σκύθαι· αὐτὰρ ἔναιον Ἀσίδα πυροφόρον· Νομάδων γε μὲν ἦσαν ἄποικοι, ἀνθρώπων νομίμων. Καὶ τὸν Ἀνάχαρσιν δὲ σοφὸν καλῶν ὁ Ἔφορος τούτου τοῦ γένους φησὶν εἶναι· νομισθῆναι δὲ καὶ τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἐπ᾽ εὐτελείαι σωφροσύνηι καὶ συνέσει· εὑρήματά τε αὐτοῦ λέγει τά τε ζώπυρα καὶ τὴν ἀμφίβολον ἄγκυραν καὶ τὸν κεραμικὸν τροχόν. Ταῦτα δὲ λέγω, σαφῶς μὲν εἰδὼς ὅτι καὶ οὗτος αὐτὸς οὐ τἀληθέστατα λέγει περὶ πάντων, καὶ δὴ καὶ τὸ τοῦ Ἀναχάρσιδος (πῶς γὰρ ὁ τροχὸς εὕρημα αὐτοῦ, ὃν οἶδεν Ὅμηρος πρεσβύτερος ὤν; ὡς δ᾽ ὅτε τις κεραμεὺς τροχὸν ἅρμενον ἐν παλάμηισι, καὶ τὰ ἑξῆς)· ἀλλ᾽ ἐκεῖνα διασημῆναι βουλόμενος, ὅτι κοινῆι τινι φήμηι καὶ ὑπὸ τῶν παλαιῶν καὶ ὑπὸ τῶν ὑστέρων πεπιστεῦσθαι συνέβαινε τὸ τῶν Νομάδων, τοὺς μάλιστα ἀπωικισμένους ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γαλακτοφάγους τε εἶναι καὶ ἀβίους καὶ δικαιοτάτους, ἀλλ᾽ οὐχ ὑπὸ Ὁμήρου πεπλάσθαι.
3.10 Περί τε τῶν Μυσῶν δίκαιός ἐστιν ὑποσχεῖν λόγον τῶν ἐν τοῖς ἔπεσι λεγομένων Ἀπολλόδωρος, πότερ᾽ ἡγεῖται καὶ τούτους εἶναι πλάσμα, ὅταν φῆι ὁ ποιητὴς· Μυσῶν τ᾽ ἀγχεμάχων καὶ ἀγαυῶν ἱππημολγῶν, ἢ τοὺς ἐν τῆι Ἀσίαι δέχεται.;Τοὺς μὲν οὖν ἐν τῆι Ἀσίαι δεχόμενος παρερμηνεύσει τὸν ποιητήν, ὡς προείρηται, πλάσμα [δὲ] λέγων, ὡς μὴ ὄντων ἐν τῆι Θράικηι Μυσῶν, παρὰ τὰ ὄντα [ἐρεῖ]. Ἔτι γὰρ ἐφ᾽ ἡμῶν (γοῦν) Αἴλιος Κάτος μετώικισεν ἐκ τῆς περαίας τοῦ Ἴστρου πέντε μυριάδας σωμάτων παρὰ τῶν Γετῶν, ὁμογλώττου τοῖς Θραιξὶν ἔθνους, εἰς τὴν Θράικην· καὶ νῦν οἰκοῦσιν αὐτόθι Μοισοὶ καλούμενοι, ἤτοι καὶ τῶν πρότερον οὕτω καλουμένων, ἐν δὲ τῆι Ἀσίαι Μυσῶν μετονομασθέντων, ἢ ὅπερ οἰκειότερόν ἐστι τῆι ἱστορίαι καὶ τῆι ἀποφάσει τοῦ ποιητοῦ, τῶν ἐν τῆι Θράικηι Μυσῶν καλουμένων πρότερον. Περὶ μὲν δὴ τούτων ἅλις· ἐπάνειμι δὲ ἐπὶ τὴν ἑξῆς περιήγησιν.
3.11 Τῶν δὴ Γετῶν τὰ μὲν παλαιὰ ἀφείσθω, τὰ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἤδη τοιαῦτα ὑπῆρξε. Βοιρεβίστας, ἀνὴρ Γέτης, ἐπιστὰς ἐπὶ τὴν τοῦ ἔθνους ἐπιστασίαν, ἀνέλαβε κεκακωμένους τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ συχνῶν πολέμων καὶ τοσοῦτον ἐπῆρεν ἀσκήσει καὶ νήψει καὶ τῶι προσέχειν τοῖς προστάγμασιν, ὥστ᾽ ὀλίγων ἐτῶν μεγάλην ἀρχὴν κατεστήσατο, καὶ τῶν ὁμόρων τοὺς πλείστους ὑπέταξε τοῖς Γέταις· ἤδη δὲ καὶ Ῥωμαίοις φοβερὸς ἦν, διαβαίνων ἀδεῶς τὸν Ἴστρον καὶ τὴν Θράικην λεηλατῶν μέχρι Μακεδονίας καὶ τῆς Ἰλλυρίδος, τούς τε Κελτοὺς τοὺς ἀναμεμιγμένους τοῖς τε Θραιξὶ καὶ τοῖς Ἰλλυριοῖς ἐξεπόρθησε, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρωι καὶ Ταυρίσκους. Πρὸς δὲ τὴν εὐπείθειαν τοῦ ἔθνους συναγωνιστὴν ἔσχε Δεκαίνεον ἄνδρα γόητα, [καὶ] πεπλανημένον κατὰ τὴν Αἴγυπτον καὶ προσημασίας ἐκμεμαθηκότα τινάς, δι᾽ ὧν ὑπεκρίνετο τὰ θεῖα· καὶ δι᾽ ὀλίγου καθίστατο θεός, καθάπερ ἔφαμεν περὶ τοῦ Ζαμόλξεως διηγούμενοι. Τῆς δ᾽ εὐπειθείας σημεῖον· ἐπείσθησαν γὰρ ἐκκόψαι τὴν ἄμπελον καὶ ζῆν οἴνου χωρίς. Ὁ μὲν οὖν Βοιρεβίστας ἔφθη καταλυθεὶς ἐπαναστάντων αὐτῶι τινων πρὶν ἢ Ῥωμαίους στεῖλαι στρατείαν ἐπ᾽ αὐτόν· οἱ δὲ διαδεξάμενοι τὴν ἀρχὴν εἰς πλείω μέρη διέστησαν. Καὶ δὴ καὶ νῦν, ἡνίκα ἔπεμψεν ἐπ᾽ αὐτοὺς στρατείαν ὁ Σεβαστὸς Καῖσαρ, εἰς πέντε μερίδας, τότε δὲ εἰς τέτταρας διεστῶτες ἐτύγχανον· οἱ μὲν οὖν τοιοῦτοι μερισμοὶ πρόσκαιροι καὶ ἄλλοτ᾽ ἄλλοι.
3.12 Γέγονε δὲ καὶ ἄλλος τῆς χώρας μερισμὸς συμμένων ἐκ παλαιοῦ· τοὺς μὲν γὰρ Δακοὺς προσαγορεύουσι, τοὺς δὲ Γέτας. Γέτας μὲν τοὺς πρὸς τὸν Πόντον κεκλιμένους καὶ πρὸς τὴν ἕω, Δακοὺς δὲ τοὺς εἰς τἀ ναντία πρὸς τὴν Γερμανίαν καὶ τὰς τοῦ Ἴστρου πηγάς, οὓς οἶμαι Δάους καλεῖσθαι τὸ παλαιόν· ἀφ᾽ οὗ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐπεπόλασε τὰ τῶν οἰκετῶν ὀνόματα Γέται καὶ Δᾶοι. Τοῦτο γὰρ πιθανώτερον ἢ ἀπὸ τῶν Σκυθῶν, οὓς καλοῦσι Δάας· πόρρω γὰρ ἐκεῖνοι περὶ τὴν Ὑρκανίαν, καὶ οὐκ εἰκὸς ἐκεῖθεν κομίζεσθαι ἀνδράποδα εἰς τὴν Ἀττικήν. Ἐξ ὧν γὰρ ἐκομίζετο, ἢ τοῖς ἔθνεσιν ἐκείνοις ὁμωνύμους ἐκάλουν τοὺς οἰκέτας, ὡς Λυδὸν καὶ Σύρον, ἢ τοῖς ἐπιπολάζουσιν ἐκεῖ ὀνόμασι προσηγόρευον, ὡς Μάνην ἢ Μίδαν τὸν Φρύγα, Τίβιον δὲ τὸν Παφλαγόνα. Ἐπὶ τοσοῦτον [δ᾽] ὑπὸ τοῦ Βοιρεβίστα τὸ ἔθνος ἐξαρθὲν ἐταπεινώθη τελέως ὑπό τε τῶν στάσεων καὶ τῶν Ῥωμαίων· ἱκανοὶ δ᾽ ὅμως εἰσὶν ἔτι καὶ νῦν στέλλειν τέτταρας μυριάδας.
3.13 Ῥεῖ δὲ δι᾽ αὐτῶν Μάρισος ποταμὸς εἰς τὸν Δανούιον, ὧι τὰς παρασκευὰς ἀνεκόμιζον οἱ Ῥωμαῖοι τὰς πρὸς τὸν πόλεμον· καὶ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὰ μὲν ἄνω καὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς μέρη μέχρι τῶν καταρακτῶν Δανούιον προσηγόρευον, ἃ μάλιστα διὰ τῶν Δακῶν φέρεται, τὰ δὲ κάτω μέχρι τοῦ Πόντου τὰ παρὰ τοὺς Γέτας καλοῦσιν Ἴστρον· ὁμόγλωττοι δ᾽ εἰσὶν οἱ Δακοὶ τοῖς Γέταις. Παρὰ μὲν οὖν τοῖς Ἕλλησιν οἱ Γέται γνωρίζονται μᾶλλον διὰ τὸ συνεχεῖς τὰς μεταναστάσεις ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου ποιεῖσθαι καὶ τοῖς Μοισοῖς ἀναμεμῖχθαι· καὶ τὸ τῶν Τριβαλλῶν δ᾽ ἔθνος, Θραικικὸν ὄν, τὸ αὐτὸ πέπονθε τοῦτο. Μεταναστάσεις γὰρ δέδεκται, τῶν πλησιοχώρων εἰς τοὺς ἀσθενεστέρους ἐξαναστάντων, τῶν μὲν ἐκ τῆς περαίας Σκυθῶν καὶ Βασταρνῶν καὶ Σαυροματῶν ἐπικρατούντων πολλάκις, ὥστε καὶ ἐπιδιαβαίνειν τοῖς ἐξελαθεῖσι καὶ καταμένειν τινὰς αὐτῶν ἢ ἐν ταῖς νήσοις ἢ ἐν τῆι Θράικηι· τῶν δ᾽ ἐκ θατέρου μέρους ὑπ᾽ Ἰλλυριῶν μάλιστα κα τισχυομένων. Αὐξηθέντες δ᾽ οὖν ἐπὶ πλεῖστον οἵ τε Γέται οἵ τε Δακοί, ὥστε καὶ εἰκοσιμυριάδας ἐκπέμπειν στρατείας, νῦν ὅσον εἰς τέτταρας μυριάδας συνεσταλμένοι τυγχάνουσι καὶ ἐγγὺς μὲν ἥκουσι τοῦ ὑπακούειν Ῥωμαίων· οὔπω δ᾽ εἰσὶν ὑποχείριοι τελέως διὰ τὰς ἐκ τῶν Γερμανῶν ἐλπίδας πολεμίων ὄντων τοῖς Ῥωμαίοις.
3.14 Μεταξὺ δὲ τῆς Ποντικῆς θαλάττης τῆς ἀπὸ Ἴστρου ἐπὶ Τύραν καὶ ἡ τῶν Γετῶν ἐρημία πρόκειται, πεδιὰς πᾶσα καὶ ἄνυδρος, ἐν ἧι Δαρεῖος ἀποληφθεὶς ὁ Ὑστάσπεω, καθ᾽ ὃν καιρὸν διέβη τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Σκύθας, ἐκινδύνευσε πανστρατιᾶι δίψηι διαλυθῆναι, συνῆκε δ᾽ ὀψὲ καὶ ἀνέστρεψε. Λυσίμαχος δ᾽ ὕστερον στρατεύσας ἐπὶ Γέτας καὶ τὸν βασιλέα Δρομιχαίτην οὐκ ἐκινδύνευσε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἑάλω ζωγρίαι· πάλιν δ᾽ ἐσώθη, τυχὼν εὐγνώμονος τοῦ βαρβάρου, καθάπερ εἶπον πρότερον.
3.15 Πρὸς δὲ ταῖς ἐκβολαῖς μεγάλη νῆσός ἐστιν ἡ Πεύκη· κατασχόντες δ᾽ αὐτὴν Βαστάρναι Πευκῖνοι προσηγορεύθησαν· εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι νῆσοι πολὺ ἐλάττους, αἱ μὲν ἀνωτέρω ταύτης, αἱ δὲ πρὸς τῆι θαλάττηι. Ἑπτάστομος γάρ ἐστι· μέγιστον δὲ τὸ ἱερὸν στόμα καλούμενον, δι᾽ οὗ σταδίων ἀνάπλους ἐπὶ τὴν Πεύκην ἑκατὸν εἴκοσιν, ἧς κατὰ τὸ κάτω μέρος ἐποίησε τὸ ζεῦγμα Δαρεῖος· δύναιτο δ᾽ ἂν ζευχθῆναι καὶ κατὰ τὸ ἄνω. Τοῦτο δὲ καὶ πρῶτόν ἐστι στόμα ἐν ἀριστερᾶι εἰσπλέοντι εἰς τὸν Πόντον· τὰ δ᾽ ἑξῆς ἐν παράπλωι τῶι ἐπὶ τὸν Τύραν· διέχει δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ τὸ ἕβδομον στόμα περὶ τριακοσίους σταδίους. Γίνονται οὖν μεταξὺ τῶν στο μάτων νησῖδες. Τὰ μὲν δὴ τρία στόματα τὰ ἐφεξῆς τῶι ἱερῶι στόματί ἐστι μικρά· τὰ δὲ λοιπὰ τοῦ μὲν πολὺ ἐλάττονα, τῶν δὲ μείζονα· Ἔφορος δὲ πεντάστομον εἴρηκε τὸν Ἴστρον. Ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπὶ Τύραν ποταμὸν πλωτὸν ἐνακόσιοι στάδιοι· ἐν δὲ τῶι μεταξὺ δύο λίμναι μεγάλαι, ἡ μὲν ἀνεωιγμένη πρὸς τὴν θάλατταν, ὥστε καὶ λιμένι χρῆσθαι, ἡ δ᾽ ἄστομος.
3.16 Ἐπὶ δὲ τῶι στόματι τοῦ Τύρα πύργος ἐστὶ Νεοπτολέμου καλούμενος καὶ κώμη Ἑρμώνακτος λεγομένη. Ἀναπλεύσαντι δὲ ἑκατὸν τετταράκοντα σταδίους ἐφ᾽ ἑκάτερα πόλεις, ἡ μὲν Νικωνία, ἡ δ᾽ ἐν ἀριστερᾶι Ὀφιοῦσσα· οἱ δὲ προσοικοῦντες τῶι ποταμῶι ῶι πόλιν φασὶν ἀνιόντι ἑκατὸν καὶ εἴκοσι σταδίους. Διέχει δὲ τοῦ στόματος ἡ νῆσος ἡ Λευκὴ δίαρμα πεντακοσίων σταδίων, ἱερὰ τοῦ Ἀχιλλέως, πελαγία.
3.17 Εἶτα Βορυσθένης ποταμὸς πλωτὸς ἐφ᾽ ἑξακοσίους σταδίους καὶ πλησίον ἄλλος ποταμὸς Ὕπανις καὶ νῆσος πρὸ τοῦ στόματος τοῦ Βορυσθένους, ἔχουσα λιμένα. Πλεύσαντι δὲ τὸν Βορυσθένη σταδίους διακοσίους ὁμώνυμος τῶι ποταμῶι πόλις· ἡ δ᾽ αὐτὴ καὶ Ὀλβία καλεῖται, μέγα ἐμπόριον, κτίσμα Μιλησίων. Ἡ δὲ ὑπερκειμένη πᾶσα χώρα τοῦ λεχθέντος μεταξὺ Βορυσθένους καὶ Ἴστρου πρώτη μέν ἐστιν ἡ τῶν Γετῶν ἐρημία, ἔπειτα οἱ Τυρεγέται, μεθ᾽ οὓς οἱ Ἰάζυγες Σαρμάται καὶ οἱ Βασίλειοι λεγόμενοι καὶ Οὖργοι, τὸ μὲν πλέον νομάδες, ὀλίγοι δὲ καὶ γεωργίας ἐπιμελούμενοι· τούτους φασὶ καὶ παρὰ τὸν Ἴστρον οἰκεῖν, ἐφ᾽ ἑκάτερα πολλάκις. Ἐν δὲ τῆι μεσογαίαι Βαστάρναι μὲν τοῖς Τυρεγέταις ὅμοροι καὶ Γερμανοῖς, σχεδόν τι καὶ αὐτοὶ τοῦ Γερμανικοῦ γένους ὄντες, εἰς πλείω φῦλα διηιρημένοι. Καὶ γὰρ Ἄτμονοι λέγονταί τινες καὶ Σιδόνες, οἱ δὲ τὴν Πεύκην κατασχόντες τὴν ἐν τῶι Ἴστρωι νῆσον Πευκῖνοι, Ῥωξολανοὶ δ᾽ ἀρκτικώτατοι τὰ μεταξὺ τοῦ Τανάιδος καὶ Βορυσθένους νεμόμενοι πεδία. Ἡ γὰρ προσάρκτιος πᾶσα ἀπὸ Γερμανίας μέχρι τῆς Κασπίας πεδιάς ἐστιν, ἣν ἴσμεν· ὑπὲρ δὲ τῶν Ῥωξολανῶν εἴ τινες οἰκοῦσιν, οὐκ ἴσμεν. Οἱ δὲ Ῥωξολανοὶ καὶ πρὸς τοὺς Μιθριδάτου τοῦ Εὐπάτορος στρατηγοὺς ἐπολέμουν, ἔχοντες ἡγεμόνα Τάσιον· ἧκον δὲ Παλάκωι συμμαχήσοντες τῶι Σκιλούρου, καὶ ἐδόκουν μὲν εἶναι μάχιμοι· πρὸς μέντοι συντεταγμένην φάλαγγα καὶ ὡπλισμένην καλῶς τὸ βάρβαρον φῦλον ἀσθενὲς πᾶν ἐστι καὶ τὸ γυμνητικόν. Ἐκεῖνοι γοῦν περὶ πέντε μυριάδας πρὸς ἑξακισχιλίους τοὺς Διοφάντωι, τῶι τοῦ Μιθριδάτου στρατηγῶι, συμπαραταξαμένους οὐκ ἀντέσχον, ἀλλ᾽ οἱ πλεῖστοι διεφθάρησαν. Χρῶνται δὲ ὠμοβοίίνοις κράνεσι καὶ θώραξι, γερροφόροι, ἀμυντήρια δ᾽ ἔχοντες καὶ λόγχας καὶ τόξον καὶ ξίφος· τοιοῦτοι δὲ καὶ τῶν ἄλλων οἱ πλείους. Τῶν δὲ Νομάδων αἱ σκηναὶ πιλωταὶ πεπήγασιν ἐπὶ ταῖς ἁμάξαις, ἐν αἷς διαιτῶνται· περὶ δὲ τὰς σκηνὰς τὰ βοσκήματα, ἀφ᾽ ὧν τρέφονται καὶ γάλακτι καὶ τυρῶι καὶ κρέασιν· ἀκολουθοῦσι δὲ ταῖς νομαῖς μεταλαμβάνοντες τόπους ἀεὶ τοὺς ἔχοντας πόαν, χειμῶνος μὲν ἐν τοῖς ἕλεσι τοῖς περὶ τὴν Μαιῶτιν, θέρους δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις.
3.18 Ἅπασα δ᾽ ἡ χώρα δυσχείμερός ἐστι μέχρι τῶν ἐπὶ θαλάττηι τόπων τῶν μεταξὺ Βορυσθένους καὶ τοῦ στόματος τῆς Μαιώτιδος· αὐτῶν δὲ τῶν ἐπὶ θαλάττηι τὰ ἀρκτικώτατα, τό τε στόμα τῆς Μαιώτιδος καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ τοῦ Βορυσθένους [καὶ] ὁ μυχὸς τοῦ Ταμυράκου κόλπου, [τοῦ] καὶ Καρκινίτου, καθ᾽ ὃν ὁ ἰσθμὸς τῆς μεγάλης χερρονήσου. Δηλοῖ δὲ τὰ ψύχη, καίπερ ἐν πεδίοις οἰκούντων· ὄνους τε γὰρ οὐ τρέφουσι (δύσριγον γὰρ τὸ ζῶιον), οἵ τε βόες οἱ μὲν ἄκερωι γεννῶνται, τῶν δ᾽ ἀπορρινῶσι τὰ κέρατα (καὶ γὰρ τοῦτο δύσριγον τὸ μέρος), οἵ τε ἵπποι μικροί, τὰ δὲ πρόβατα μεγάλα· ῥήττονται δὲ χαλκαῖ ὑδρίαι, τὰ δ᾽ ἐνόντα συμπήττεται. Τῶν δὲ πάγων ἡ σφοδρότης μάλιστα ἐκ τῶν συμβαινόντων περὶ τὸ στόμα τῆς Μαιώτιδος δῆλός ἐστιν. Ἁμαξεύεται γὰρ ὁ διάπλους ὁ εἰς Φαναγόρειαν ἐκ τοῦ Παντικαπαίου, ὥστε καὶ πλοῦν εἶναι καὶ ὁδόν. Ὀρυκτοί τέ εἰσιν ἰχθύες οἱ ἀποληφθέντες ἐν τῶι κρυστάλλωι τῆι προσαγορευομένηι γαγγάμηι, καὶ μάλιστα οἱ ἀντακαῖοι, δελφῖσι πάρισοι τὸ μέγεθος. Νεοπτόλεμον δέ φασι, τὸν τοῦ Μιθριδάτου στρατηγόν, ἐν τῶι αὐτῶι πόρωι θέρους μὲν ναυμαχίαι περιγενέσθαι τῶν βαρβάρων, χειμῶνος δ᾽ ἱππομαχίαι. Φασὶ δὲ καὶ τὴν ἄμπελον ἐν τῶι Βοσπόρωι κατορύττεσθαι χειμῶνος, ἐπαμώντων πολὺ τῆς γῆς. Λέγεται δὲ καὶ τὰ καύματα σφοδρὰ γίνεσθαι, τάχα μὲν τῶν σωμάτων ἀηθιζομένων, τάχα δὲ τῶν πεδίων ἀνηνεμούντων τότε, ἢ καὶ τοῦ πάχους τοῦ ἀέρος ἐκθερμαινομένου πλέον, καθάπερ ἐν τοῖς νέφεσιν οἱ παρήλιοι ποιοῦσιν. Ἀτέας δὲ δοκεῖ τῶν πλείστων ἄρξαι τῶν ταύτηι βαρβάρων ὁ πρὸς Φίλιππον πολεμήσας τὸν Ἀμύντου.
3.19 Μετὰ δὲ τὴν πρὸ τοῦ Βορυσθένους νῆσον ἑξῆς πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον ὁ πλοῦς ἐπὶ ἄκραν τὴν τοῦ Ἀχιλλείου δρόμου, ψιλὸν μὲν χωρίον καλούμενον [δ᾽] ἄλσος, ἱερὸν Ἀχιλλέως· εἶθ᾽ ὁ Ἀχίλλειος δρόμος, ἁλιτενὴς χερρόνησος· ἔστι γὰρ ταινία τις ὅσον χιλίων σταδίων μῆκος ἐπὶ τὴν ἕω, πλάτος δὲ τὸ μέγιστον δυεῖν σταδίων, ἐλάχιστον τεττάρων πλέθρων, διέχουσα τῆς ἑκατέρωθεν τοῦ αὐχένος ἠπείρου σταδίους ἑξήκοντα, ἀμμώδης, ὕδωρ ἔχουσα ὀρυκτόν· κατὰ μέσην δ᾽ ὁ τοῦ ἰσθμοῦ αὐχὴν ὅσον τετταράκοντα σταδίων· τελευτᾶι δὲ πρὸς ἄκραν, ἣν Ταμυράκην καλοῦσιν, ἔχουσαν ὕφορμον βλέποντα πρὸς τὴν ἤπειρον· μεθ᾽ ἣν ὁ Καρκινίτης κόλπος εὐμεγέθης, ἀνέχων πρὸς τὰς ἄρκτους ὅσον ἐπὶ σταδίους χιλίους, οἱ δὲ καὶ τριπλασίους φασὶ μέχρι τοῦ μυχοῦ. Καλοῦνται δὲ Τάφριοι. Τὸν δὲ κόλπον καὶ Ταμυράκην καλοῦσιν ὁμωνύμως τῆι ἄκραι.» (Στράβων, Γεωγραφικα Ζ’,3).
-
Οι ΓΕΤΕΣ, λοιπόν, όχι μόνον είναι αναμεμειγμένοι με τους ΜΟΙΣΟΥΣ και βρίσκονται και σε συνεχείς μεταναστεύσεις, μα συνάμα έρχονται σε επαφή και με του ΚΕΛΤΕΣ, οι οποίοι συγκατοικούν στις ίδιες περιοχές, τους οποίους ο Πλούταρχος –όπως είπαμε– ονομάζει ΓΑΛΑΤΕΣ, και τέτοιοι (Γαλάτες) είναι οι ΒΑΣΤΑΡΝΑΙ.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: «ΙΧ. […] Πάρεργον δε του πολέμου στρατείαν επί Δαρδανείς θέμενος, ως δη τους Ρωμαίους υπερορών και σχολάζων, μυρίους των βαρβάρων κατέκοψε, και λείαν ηλάσατο πολλήν. Υπεκίνει δε και Γαλάτας τους περί τον Ίστρον ωκημένους, οι Βαστάρναι καλούνται, στρατόν ιππότην και μάχιμον` Ιλλυριούς τε διά Γενθίου του βασιλέως παρεκάλει συνεφάψασθαι του πολέμου. Και λόγος κατέσχεν, ως των βαρβάρων μισθώ πεπεισμένων υπ’ αυτού, διά της κάτω Γαλατίας παρά τον Αδρίαν εμβαλείν εις την Ιταλίαν.» (Plvtarchi, Vitae Parallelae, Nova Editio Accvrata in Vsvm Praelectionvm Academicarvm rt Scholarvm. Tomus III. Lipsiae 1820, σ. 44-45).
-
Η Δακία, στα χρόνια του βασιλιά των Γετών Βυρεβίστα (82–44 π.Χ.) εκτεινόταν από τη Μαύρη Θάλασσα έως τον Τίσα ποταμό και από το όρος Αίμος (στη νυν Βουλγαρία), νότια του Ίστρου, έως τη Βοημία και τη Μοραβία (στις νυν Τσεχία και Σλοβακία). Την περίοδο αυτή οι Γέτες εκτεινόταν σε ευρύτερη γεωγραφική έκταση από τον Μέσο Δούναβη έως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας (ανάμεσα σε Απολλωνία και Ολβία), ήτοι ουσιαστικά από τα όρη της νυν Σλοβακίας έως τον Αίμο. Το 53 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ ανέφερε η χώρα άρχιζε στα ανατολικά του Ερκυνίου Δάσους (Μέλανα Δρυμού) και έφτανε έως τη Μαύρη Θάλασσα. Μετά τον θάνατο του Βυρεβίστα η χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερα κράτη, και αργότερα σε πέντε κράτη.
-
ΣΤΡΑΒΩΝ: Ο Στράβων (περί το 20 μ.Χ.), γράφει: «Οσο για το νότιο μέρος της Γερμανίας πέρα από τις Αλπεις, το τμήμα που συνορεύει με τον ποταμό αυτόν κατέχεται από τους Σουηβούς, τότε αμέσως παρακείμενη είναι η χώρα των Γετών, που, αν και αρχικά στενή, απλώνεται κατά μήκος του Ιστρου στη νότια πλευρά της και στην αντίθετη πλευρά της κατά μήκος της βουνοπλαγιάς του Ερκυνίου Δάσους (γιατί η χώρα των Γετών περιλαμβάνει επίσης τμήμα των βουνών) και μετά διευρύνεται προς βορράν μέχρι τις Πύλες του Τύρα (Δνείστερου), αλλά δεν μπορώ να πω τα ακριβή σύνορα.»
-
ΤΑΚΙΤΟΣ: Κατά τον Τάκιτο (56-117 μ.Χ.), οι Γέτες συνόρευαν με τη Γερμανία στα νοτιοδυτικά και τους Σαρμάτες στα ανατολικά. Στα δυτικά της χώρας ήταν εγκαταστημένοι Ιαζύγοι, στην πεδίαδα μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα, με βάση τα όσα έχει γράψει ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.): «Τα υψηλότερα μέρη μεταξύ του Δούναβη και του Ερκυνίου Δάσους (Μέλανα Δρυμού) μέχρι τα χειμερινά καταλύματα της Παννονίας στο Κάρνουτουμ και οι πεδιάδες και η επίπεδη χώρα των Γερμανικών συνόρων κατέχονται από τους Σαρμάτες Ιαζύγκες, ενώ οι Δάκες, τους οποίους έχουν εκδιώξει, κατέχουν τα βουνά και τα δάση μέχρι τον ποταμό Θάι (Τίσα).»
-
ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ: Κατά τον Κλαύδιο Πτολεμαίο η χώρα της Δακίας ήταν η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Τίσα, Δούναβη. άνω Δνείστερο και αναφέρει και δύο «Δακικά τοπωνύμια» που βρίσκονται στη σημερινή άνω Πολωνία, στην κοιλάδα του Ανω Βιστούλα: Σουσουντάβα και Σετιντάβα (και παραλλαγή σε χγρφ. Γετιντάβα). Ίσως εκεί να έφτανε η έκταση της χώρας επί του Βυρεβίστα, γι’ αυτό και υπάρχουν στοιχεία της γλώσσας των Γετών έως τον ποταμό Βιστούλα, διατηρημένα έως το 170–180 μ.Χ., όταν οι Βάνδαλοι Χάστιγκς τους απώθησε βορειότερα. Ίσως να είναι οι Κοστοβώκοι εκείνοι που έφτασαν πιεζόμενοι τόσο βόρεια, ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι η γλωσσική κατάληξη –dava (–νταβα) είναι της γλώσσας των Γετών, όπως θα δούμε στη συνέχεια όλα τα τοπωνύμια, όπως π.χ. τα: Σετιντάβα, Σανγιδαύα, Ουτίδαωα κ.ά.
Η Ρωμαϊκή επαρχία Τραϊανή Δακία (Dacia Traiana), μετά τη νίκη των Δακικών Πολέμων (101–102 και 105–106), στην αρχή περιλάμβανε μόνο τις νυν περιοχές Βανάτο, Ολτένια (δυτική Βλαχία) και την Τρανσυλβανία, κατόπιν επεκτάθηκε σταδιακά σε τμήματα της Μολδαβίας, ενώ η Δοβρουτσά και το Μπουντζάκ ανήκαν στη Ρωμαϊκή επαρχία της Μοισίας.
-
Ο Βυρεβίστας εμφανίζεται στις γραπτές πηγές και ως Βυραβείστας ή Βοιρεβίστας, με δε το λατινικό αλφάβητο ως Buro–bostes ή Burebeista, με τη λ. beistas = δημισμένος, διάσημος, γνωστός,α πό όπου προέκυψε το όμοιό του bostes στη λ. tara–bostes = «συγγενείς», «ανώτερη κοινωνική τάξη», «τάξη των ευγενών», καθόσον η λ. tara = κύριος, αφέντης, ηγεμών, που είναι όμοιο με το ελληνικό Τήρης.
Εναντίον του Βυρεβίστα πολέμησαν οι Έλληνες Δωριείς των αποικιών στη Δακία, των οποίων στρατηγοί ήταν ο Μόσχος Φιλήμονος, ο Ξενοκλής Λοχήτα, και ο Δαμέας Διονυσίου. – «Επιγραφή επτάστιχος αναθηματική επί μαρμαρίνης πλακός κεκομμένης δεξιόθεν και κάτωθεν, πλάτ. 0,23, ύψ. 0,15 και πάχ. 0,07 του μ. Ευρέθη εν Μεσημβρία. “Μόσχος Διλήμον[ος], Ξενοκλής Λαχήτα[α[, ΔαμέαςΔιονυσί[ου] στρατηγήσαντες [επί] Βυρεβίσταν πολέμω και γραμμ[α]τε[ύ]σ[αντες]……” Λαχήτας -α, τύπος μοναδικός αντί του Λάχης -ητος. Βυρεβίστας δε ο των Δακών βασιλεύς κατά τον πρώτον π.Χ. αιώνα.» («Κ. Μυρτίλου Αποστολίδου, Συλλογή αρχαίων Ελληνικών επιγραφών ανευρεθεισών εν ταις παρά τω Ευξείνω Πόντω Ελληνικαίς αποικίαις και περί αυτάς», στα Θρακικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Θρακικού Κέντρου. Τόμος Ένατος, Εν Αθήναις 1938, σ. 16).
-
Ο Σκύμνος γράφει για τη Μεσημβρία: «Αίμου πόλις εστί λεγομένη Μεσημβρία, / Μεσημβρία, τη Θρακία Γετική τε συνορίζουσα γη` / Καλχηδόνιοι ταύτην δε Μεγαρείς τ’ ώκισαν, /ότ’ επί Σκύθας Δαρείος εστρατεύετο.» (στ. 739-742, στο Scymni Chii, Periegesis et Dionysii Descriptio Graeciae, Emendavit Augustus Meineke, Berolini MDCCCXLVI [1846]).
-
Είδαμε ήδη ότι ο Στράβων λέει και γράφει πως «οι Έλληνες τους Γέτας Θράκας υπελάμβανον», και ότι «και δη ότε Βυρεβίστας ήρχε των Γετών, εφ’ ον ήδη παρεσκένδατο Καίσαρ ο θεός στρατεύειν», στην περίοδο κατά την οποία οι Σκορδίσκοι κατείχαν τα νησιά του Ίστρου: «[11] Αὐταριᾶται μὲν οὖν τὸ μέγιστον καὶ ἄριστον τῶν Ἰλλυριῶν ἔθνος ὑπῆρξεν, ὃ πρότερον μὲν πρὸς Ἀρδιαίους συνεχῶς ἐπολέμει περὶ ἁλῶν ἐν μεθορίοις πηγνυμένων ἐξ ὕδατος ῥέοντος ὑπὸ ἄγκει τινὶ τοῦ ἔαρος: ἀρυσαμένοις γὰρ καὶ ἀποθεῖσιν ἡμέρας πέντε ἐξεπήγνυντο οἱ ἅλες. συνέκειτο δὲ παρὰ μέρος χρῆσθαι τῷ ἁλοπηγίῳ, παραβαίνοντες δὲ τὰ συγκείμενα ἐπολέμουν: καταστρεψάμενοι δέ ποτε οἱ Αὐταριᾶται Τριβαλλοὺς ἀπὸ Ἀγριάνων μέχρι τοῦ Ἴστρου καθήκοντας ἡμερῶν πεντεκαίδεκα ὁδὸν ἐπῆρξαν καὶ τῶν ἄλλων Θρᾳκῶν τε καὶ Ἰλλυριῶν: κατελύθησαν δ’ ὑπὸ Σκορδίσκων πρότερον, ὕστερον δ’ ὑπὸ Ῥωμαίων, οἳ καὶ τοὺς Σκορδίσκους αὐτοὺς κατεπολέμησαν πολὺν χρόνον ἰσχύσαντας. [12] ὤικησαν δ‘ οὗτοι παρὰ τὸν Ἴστρον διῃρημένοι δίχα, οἱ μὲν μεγάλοι Σκορδίσκοι καλούμενοι οἱ δὲ μικροί: οἱ μὲν μεταξὺ δυεῖν ποταμῶν ἐμβαλλόντων εἰς τὸν Ἴστρον, τοῦ τε Νοάρου τοῦ παρὰ τὴν Σεγεστικὴν ῥέοντος καὶ τοῦ Μάργου (τινὲς δὲ Βάργον φασίν ), οἱ δὲ μικροὶ τούτου πέραν, συνάπτοντες Τριβαλλοῖς καὶ Μυσοῖς. εἶχον δὲ καὶ τῶν νήσων τινὰς οἱ Σκορδίσκοι: ἐπὶ τοσοῦτον δ‘ ηὐξήθησαν ὥστε καὶ μέχρι τῶν Ἰλλυρικῶν καὶ τῶν Παιονικῶν καὶ Θρᾳκίων προῆλθον ὀρῶν: κατέσχον οὖν καὶ τὰς νήσους τὰς ἐν τῷ Ἴστρῳ τὰς πλείους, ἦσαν δὲ καὶ πόλεις αὐτοῖς Ἑόρτα καὶ Καπέδουνον. μετὰ δὲ τὴν τῶν Σκορδίσκων χώραν παρὰ μὲν τὸν Ἴστρον ἡ τῶν Τριβαλλῶν καὶ Μυσῶν ἔστιν, ὧν ἐμνήσθημεν πρότερον, καὶ τὰ ἕλη τὰ τῆς μικρᾶς καλουμένης Σκυθίας τῆς ἐντὸς Ἴστρου: καὶ τούτων ἐμνήσθημεν. ὑπεροικοῦσι δ’ οὗτοί τε καὶ Κρόβυζοι καὶ οἱ Τρωγλοδύται λεγόμενοι τῶν περὶ Κάλλατιν καὶ Τομέα καὶ Ἴστρον τόπων. εἶθ’ οἱ περὶ τὸ Αἷμον καὶ οἱ ὑπὲρ αὐτοῦ οἰκοῦντες μέχρι τοῦ Πόντου Κόραλλοι καὶ Βέσσοι καὶ Μαίδων τινὲς καὶ Δανθηλητῶν. πάντα μὲν οὖν ταῦτα λῃστρικώτατα ἔθνη, Βέσσοι δέ, οἵπερ τὸ πλέον τοῦ ὄρους νέμονται τοῦ Αἵμου, καὶ ὑπὸ τῶν λῃστῶν λῃσταὶ προσαγορεύονται, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι, συνάπτοντες τῇ τε Ῥοδόπῃ καὶ τοῖς Παίοσι καὶ τῶν Ἰλλυριῶν τοῖς τε Αὐταριάταις καὶ τοῖς Δαρδανίοις. μεταξὺ δὲ τούτων τε καὶ τῶν Ἀρδιαίων οἱ Δασαρήτιοι εἰσὶ καὶ Ἀγριᾶνες καὶ ἄλλα ἄσημα ἔθνη, ἃ ἐπόρθουν οἱ Σκορδίσκοι μέχρι ἠρήμωσαν τὴν χώραν καὶ δρυμῶν ἀβάτων ἐφ’ ἡμέρας πλείους ἐποίησαν μεστήν.»
-
ΑΠΠΙΑΝΟΣ: Ο Αππιανός μας πληροφορεί ότι ο Μάρκος Αντώνιος (83-30 π.Χ., δράση 44-31 π.Χ.), μετά τη ναυμαχία στο Άκτιον (31 π.Χ.), έδιωξε την Κλεοπάτρα (69-30 π.Χ.) και τράβηξε για τη Μακεδονία και τη Θράκη, έφτασε βορειότερα έως τους Γέτες, και συγκρούστηκε μαζί τους: «[…] ὁ δ᾽ Ἀντώνιος ἡγούμενος ἐς τὰ μέλλοντά οἱ δεήσειν δυνάμεως, τὴν ἐν Μακεδονίᾳ στρατιάν, ἀρετῇ τε οὖσαν ἀρίστην καὶ πλήθει μεγίστην, — ἓξ γὰρ ἦν τέλη ῾καὶ ὅσον ἄλλο πλῆθος αὐτοῖς τοξοτῶν καὶ ψιλῶν ἢ γυμνητῶν συνεζεύγνυτο, ἵππος τε πολλὴ καὶ παρασκευὴ κατὰ λόγον ἐντελής᾿ δοκοῦντα προσήκειν Δολοβέλλᾳ, Συρίαν καὶ τὰ ἐς Παρθυαίους ἐπιτετραμμένῳ, διότι καὶ ὁ Καῖσαρ αὐτοῖς ἐς Παρθυαίους ἔμελλε χρῆσθαι — πρὸς ἑαυτὸν ἐπενόει μετενεγκεῖν, ὅτι καὶ μάλιστα ἦν ἀγχοῦ, ὡς τὸν Ἰόνιον περάσαντα εὐθὺς ἐν τῇ Ἰταλίᾳ εἶναι. [25] ἄφνω δὴ φήμη κατέσκηψε, Γέτας τὸν θάνατον τὸν Καίσαρος πυθομένους Μακεδονίαν πορθεῖν ἐπιτρέχοντας, καὶ ὁ Ἀντώνιος τὴν βουλὴν ᾔτει τὸν στρατὸν ὡς Γέταις ἐπιθήσων δίκην· ἔς τε γὰρ Γέτας αὐτὸν πρὸ Παρθυαίων Καίσαρι παρεσκευάσθαι καὶ τὰ Παρθυαίων ἠρεμεῖν ἐν τῷ παρόντι. ἡ μὲν οὖν βουλὴ τὴν φήμην ὑπενόει καὶ τοὺς ἐπισκεψομένους ἔπεμψεν· ὁ δὲ Ἀντώνιος τὸν φόβον αὐτῶν καὶ τὴν ὑπόνοιαν ἐκλύων ἐψηφίσατο μὴ ἐξεῖναί πω κατὰ μηδεμίαν αἰτίαν περὶ δικτάτορος ἀρχῆς μήτε εἰπεῖν μήτ᾽ ἐπιψηφίζειν μήτε λαβεῖν διδομένην, ἢ τὸν ἐκ τῶνδέ τινος ὑπεριδόντα νηποινεὶ πρὸς τῶν ἐντυχόντων ἀναιρεῖσθαι. καὶ τῷδε μάλιστα ἑλὼν τοὺς ἀκούοντας καὶ τοῖς ὑπὲρ Δολοβέλλα πράττουσι συνθέμενος ἓν τέλος δώσειν, ᾑρέθη τῆς ἐν Μακεδονίᾳ δυνάμεως εἶναι στρατηγὸς αὐτοκράτωρ. καὶ ὁ μὲν ἔχων, ἃ ἐβούλετο, Γάιον τὸν ἀδελφὸν αὐτίκα σὺν ἐπείξει τὸ δόγμα φέροντα τῷ στρατῷ διεπέμπετο· οἱ δὲ ἐπισκέπται τῆς φήμης ἐπανελθόντες Γέτας ἔλεγον οὐκ ἰδεῖν ἐν Μακεδονίᾳ, προσέθεσαν δέ, εἴτε ἀληθὲς εἴτε ὑπ᾽ Ἀντωνίου διδαχθέντες, ὅτι δέος ἦν, μὴ τῆς στρατιᾶς ποι μετελθούσης οἱ Γέται τὴν Μακεδονίαν ἐπιδράμοιεν.»
-
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Ο Πλούταρχος γράφει για το ίδιο γεγονός, πως τότε που εκστράτευσε ο Αντώνιος κατά των Γετών, αυτοί είχαν βασιλιά τους τον Δικόμη. «ΞΓ. Αντώνιος δ’, άμα ημέρα των πολεμίων επιπλεόντων, φοβηθείς, μη των επιβατών ερήμους έλωσι τας ναυς, τους μεν ερέτας οπλίσας επί των καταστρωμάτων παρέταξεν όψεως ένεκα, τους δε ταρσούς των νεών εγείρας και πτερώσας εκατέρωθεν, εν τω στόματι περί το Άκτιον αντιπρώρους συνείχεν, ως ενήρεις και παρεσκευασμένας αμύνσθαι. Και Καίσαρ μεν ούτω καταστρατηγηθείς απεχώρησεν. Έδοξε δε και το ύδωρ ευμηχάνως ερύμασί τισιν εμπεριλαβών, αφελέσθαι τους πολεμίους, των εν κύκλω χωρίων ολίγον και πονηρόν εχόντων. Ευγνωμόνως δε και Δομιτίω προσηνέχθη παρά την Κλεοπάτρας γνώμην. Επεί γαρ εκείνος ήδη πυρέττων εις μικρόν εμβάς ακάτιον, προς Καίσαρα μετέστη, βαρέως ενεγκών ο Αντώνιος, όμως πάσαν αυτώ την αποσκευήν μετά των φίλων και των θεραπόντων απέπεμψε. Και Δομίτιος μεν. Ώσπερ επί τω μη λαθείν την απιστίαν αυτού και προδοσίαν μεταβαλλόμενος, ευθύς ετελεύτησεν. Εγένοντο δε και βασιλέων αποστάσεις, Αμύντου και Δηϊοτάρου, προς Καίσαρα. Το δε ναυτικόν, εν παντί δυσπραγούν, και προς άπασαν υστερίζον βοήθειαν, αύθις ηνάγκαζε τω πεζώ προσέχειν τον Αντώνιον. Έσχε δε και Κανίδιον, τον άρχοντα του πεζού, μεταβολή γνώμης παρά τα δεινά` και συνεβούλευε Κλεοπάτραν μεν αποπέμπειν, αναχωρήσαντα δ’ εις Θράκην, ή Μακεδονίαν, πεζομαχίαν κρίναι. Και γαρ Δικόμης, ο Γετών βασιλεύς, υπισχνείτο πολλή στρατιά βοηθήσειν` ουκ είναι δ’ αισχρόν, ει Καίσαρι, γεγυμνασμένω περί τον Σικελικόν πόλεμον, εκστήσονται της θαλάσσης, αλλά δεινόν, ει των πεζών αγώνων εμπειρότατος ων Αντώνιος ου χρήσεται ρώμη και παρασκευή τοσούτων οπλιτών, εις ναυς διανέμων και καταναλίσκων την δύναμιν. […]» (Ελληνικής Βιβλιοθήκης Τόμος Όγδοος. Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι. Μέρος Έκτον. Εν Παρισίοις, Εκ της Τυπογραφίας Ι. Μ. Εβεράρτου, ,ΑΩΙΔ’ [1814],, σ. 107-108).
-
Τούτοι οι Γέτες, λοιπόν, φαίνεται από τις πρωτογενείς πηγές ότι ήταν «δίγλωσσοι», ότι γνώριζαν την ελληνική και τη μιλούσαν, τότε που βασιλιάς τους ήταν ο Δάπυξ. «ΔΑΠΥΞ. – Ηγεμών των Γετών περί τα μέσα του Α’ π.Χ. αιώνος. Πολιορκηθείας εις το φρούριον υπό του κατ’ αυτού αποσταλέντος ανθυπάτου Λικινίου Κράσσου, ημύνθη απεγνωσμένως, τέλος όμως το φρούριον έπεσε διά προδοσίας εις χείρας των Ρωμαίων. Αλλ’ ο Δάπυξ, διά να μη συλληφθή αιχμάλωτος και κοσμήση τον θρίαμβον του Κράσσου, έπεισε τους μετ’ αυτού να αλληλοφονευθούν και απέθανε μετ’ αυτών.» (Αχιλλέως Θ. Σαμοθράκη, «Λεξικόν Γεωγραφικόν και Ιστορικόν της Θράκης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως 1453, Έκδοσις Β’, Επιμέλεια Πολυδ. Παπαχριστοδούλου, Αθήναι 1963», Εταιρεία Θρακικών Μελετών, σ. 141).
Η «ελληνογλωσσία» των Γετών είναι ξεκάθαρη στον Δίωνα Κάσσιο, που γράφει:
-
ΔΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ: «[…] ταύτα τε ουν εισήχθη, και αθρόοι προς αλλήλους Δακοί τε και Σουήβοι εμαχέσαντο. εισί δε ούτοι μεν Κελτοί, εκείνοι δε δη Σκύθαι τρόπον τινά` και οι μεν πέραν του Ρήνου, ως γε τακριβές ειπείν, πολλοί γαρ και άλλοι του των Σουήβων ονόματος αντιποιούνται, οι δε επ’ αμφότερα του Ίστρου νέμονται, αλλ’ οι μεν επί τάδε αυτού και προς τη Τριβαλλική οικούντες ες τε τον της Μυσίας νομόν τελούσι και Μυσοί, πλην παρά τοις πάνυ επιχωρίως, ονομάζονται, οι δε επέκεινα Δακοί κέκληνται, είτε δη Γέτες τινές είτε και Θράκες του Δακικού γένους του την Ροδόπην ποτέ εποικήσαντες όντες. ούτοι ουν οι Δακοί επρεσβεύσαντο μεν προ του χρόνου τούτου προς τον Καίσαρα, ως δ’ ουδενός ων εδέοντο έτυχεν, απέκλιναν προς τον Αντώνιον, και εκείνον μεν ουδέν μέγα ωφέλησαν στασιάσνατες εν αλλήλοις, αλόντες δε εκ τούτου τινές έπειτα τοις Σουήβοις συνεβλήθησαν. […]» (Δίωνος Κασσίου Κοκκηιανού, Ρωμαϊκή Ιστορία. Dionis Cassii Cocceiani Historia Romana. Cum Annotationibus Ludovici Dindorfii.Vol. III. Lipsiae MDCCCLXIV [1864], σ. 27).
«23. τότε μὲν δὴ ταῦθ᾽ οὕτως ἐπράχθη, τοῦ δὲ δὴ Καίσαρος τὸ τέταρτον ἔτι ὑπατεύοντος ὁ Ταῦρος ὁ Στατίλιος θέατρόν τι ἐν τῷ Ἀρείῳ πεδίῳ κυνηγετικὸν λίθινον καὶ ἐξεποίησε τοῖς ἑαυτοῦ τέλεσι καὶ καθιέρωσεν ὁπλομαχίᾳ, καὶ διὰ τοῦτο στρατηγὸν ἕνα παρὰ τοῦ δήμου κατ᾽ ἔτος αἱρεῖσθαι ἐλάμβανε. [2] κατὰ δὲ δὴ τοὺς αὐτοὺς τούτους χρόνους ἐν οἷς ταῦτ᾽ ἐγίγνετο, ὁ Κράσσος ὁ Μᾶρκος ἔς τε τὴν Μακεδονίαν καὶ ἐς τὴν Ἑλλάδα πεμφθεὶς τοῖς τε Δακοῖς καὶ τοῖς Βαστάρναις ἐπολέμησε. καὶ περὶ μὲν ἐκείνων, οἵτινές τέ εἰσι καὶ διὰ τί ἐπολεμώθησαν, [3] εἴρηται: Βαστάρναι δὲ Σκύθαι τε ἀκριβῶς νενομίδαται, καὶ τότε τὸν Ἴστρον διαβάντες τήν τε Μυσίαν τὴν κατ᾽ ἀντιπέρας σφῶν καὶ μετὰ τοῦτο καὶ Τριβαλλοὺς ὁμόρους αὐτῇ ὄντας τούς τε Δαρδάνους ἐν τῇ χώρᾳ τῇ ἐκείνων οἰκοῦντας ἐχειρώσαντο. τέως μὲν οὖν ταῦτ᾽ ἐποίουν, οὐδέν σφισι πρᾶγμα πρὸς τοὺς Ῥωμαίους [4] ἦν: ἐπεὶ δὲ τόν τε Αἷμον ὑπερέβησαν καὶ τὴν Θρᾴκην τὴν Δενθελητῶν ἔνσπονδον αὐτοῖς οὖσαν κατέδραμον, ἐνταῦθα ὁ Κράσσος τὸ μέν τι τῷ Σιτᾷ τῷ τῶν Δενθελητῶν βασιλεῖ τυφλῷ ὄντι ἀμύνων, τὸ δὲ δὴ πλεῖστον περὶ τῇ Μακεδονίᾳ φοβηθεὶς ἀντεπῆλθέ σφισι, καὶ αὐτοὺς ἐκ τῆς προσόδου μόνης καταπλήξας ἐξέωσεν ἀμαχεὶ ἐκ [5] τῆς χώρας. κἀκ τούτου οἴκαδε ἀναχωροῦντας ἐπιδιώκων τήν τε Σεγετικὴν καλουμένην προσεποιήσατο καὶ ἐς τὴν Μυσίδα ἐνέβαλε, καὶ τήν τε χώραν σφῶν ἐκάκωσε καὶ πρὸς τεῖχός τι καρτερὸν προσελάσας τοῖς μὲν προδρόμοις ἔπταισε ῾μόνους γὰρ αὐτοὺς οἱ Μυσοὶ οἰηθέντες εἶναι ἐπέξοδον ἐποιήσαντὀ, προσβοηθήσας δέ σφισι παντὶ τῷ λοιπῷ στρατεύματι καὶ ἀνέκοψεν αὐτοὺς καὶ 24. προσεδρεύσας ἐξεῖλε. πράσσοντος δὲ αὐτοῦ ταῦτα οἱ Βαστάρναι τῆς τε φυγῆς ἐπέσχον καὶ πρὸς τῷ Κέδρῳ ποταμῷ κατέμειναν, περιορώμενοι τὰ γενησόμενα. ἐπειδή τε νικήσας τοὺς Μυσοὺς καὶ ἐπ᾽ ἐκείνους ὥρμησε, πρέσβεις ἔπεμψαν ἀπαγορεύοντες αὐτῷ μὴ διώκειν σφᾶς, ὡς οὐδὲν τοὺς [2] Ῥωμαίους ἠδικηκότες. καὶ αὐτοὺς ὁ Κράσσος κατασχὼν ὡς καὶ τῇ ὑστεραίᾳ τὴν ἀπόκρισιν δώσων, τά τε ἄλλα ἐφιλοφρονήσατο καὶ κατεμέθυσεν ὥστε πάντα τὰ βουλεύματα αὐτῶν ἐκμαθεῖν: ἀπλήστως τε γὰρ ἐμφορεῖται πᾶν τὸ Σκυθικὸν φῦλον οἴνου, καὶ ὑπερκορὲς αὐτοῦ ταχὺ [3] γίγνεται. Κράσσος δὲ ἐν τούτῳ τῆς νυκτὸς ἐς ὕλην τινὰ προχωρήσας, καὶ προσκόπους πρὸ αὐτῆς καταστήσας, ἀνέπαυσέ τε τὸ στράτευμα, καὶ μετὰ τοῦτο τῶν Βασταρνῶν μόνους τε ἐκείνους εἶναι νομισάντων καὶ ἐπιδραμόντων σφίσιν, ἔς τε τὰ λάσια ἀναχωροῦσιν ἐπακολουθησάντων, πολλοὺς μὲν ἐνταῦθα πολλοὺς δὲ καὶ [4] φυγόντας ἔφθειρεν: ὑπό τε γὰρ τῶν ἁμαξῶν κατόπιν αὐτοῖς οὐσῶν ἐνεποδίσθησαν, καὶ προσέτι καὶ τοὺς παῖδας τάς τε γυναῖκας σῶσαι ἐθελήσαντες ἔπταισαν. καὶ τόν γε βασιλέα αὐτῶν Δέλδωνα αὐτὸς ὁ Κράσσος ἀπέκτεινε: κἂν τὰ σκῦλα αὐτοῦ τῷ Φερετρίῳ Διὶ ὡς καὶ ὀπῖμα ἀνέθηκεν, εἴπερ αὐτοκράτωρ στρατηγὸς ἐγεγόνει. [5] ἐκεῖνά τε οὖν οὕτως ἐπράχθη, καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὲν ἐς ἄλσος τι καταφυγόντες περιεπρήσθησαν, οἱ δὲ ἐς τεῖχός τι ἐσπηδήσαντες ἐξῃρέθησαν. ἄλλοι ἐς τὸν Ἴστρον ἐμπεσόντες, ἄλλοι κατὰ τὴν χώραν [6] σκεδασθέντες ἐφθάρησαν. περιλειφθέντων δ᾽ οὖν καὶ ὥς τινων, καὶ χωρίον ἰσχυρὸν καταλαβόντων, ἡμέρας μέν τινας μάτην σφίσιν ὁ Κράσσος προσήδρευσεν, ἔπειτα Ῥώλου οἱ Γετῶν τινων [7] βασιλέως ἐπικουρήσαντος ἐξεῖλεν αὐτούς. καὶ ὅ τε Ῥώλης πρὸς τὸν Καίσαρα ἐλθὼν φίλος τε ἐπὶ τούτῳ καὶ σύμμαχος αὐτοῦ ἐνομίσθη, καὶ οἱ αἰχμάλωτοι τοῖς στρατιώταις διεδόθησαν. 25. πράξας δὲ ταῦτα ὁ Κράσσος ἐπὶ τοὺς Μυσοὺς ἐτράπετο, καὶ τὰ μὲν πείθων τινὰς τὰ δὲ ἐκφοβῶν τὰ δὲ καὶ βιαζόμενος, πάντας μὲν πλὴν πάνυ ὀλίγων, ἐπιπόνως δὲ δὴ καὶ ἐπικινδύνως κατεστρέψατο. [2] καὶ τότε μέν ῾χειμὼν γὰρ ἦν᾽ ἐς τὴν φιλίαν ἀνεχώρησε, πολλὰ μὲν ὑπὸ τοῦ ψύχους πολλῷ δὲ ἔτι πλείω ὑπὸ τῶν Θρᾳκῶν, δι᾽ ὧν ὡς φίλων ἐπανῄει, παθών: ὅθενπερ γνώμην ἔσχεν ἀρκεσθῆναι τοῖς κατειργασμένοις. καὶ γὰρ καὶ θυσίαι καὶ νικητήρια οὐχ ὅτι τῷ Καίσαρι ἀλλὰ καὶ ἐκείνῳ ἐψηφίσθη: οὐ μέντοι καὶ τὸ τοῦ αὐτοκράτορος ὄνομα, ὥς γέ τινές φασιν, ἔλαβεν, [3] ἀλλ᾽ ὁ Καῖσαρ μόνος αὐτὸ προσέθετο. ἐπεὶ δὲ οἱ Βαστάρναι ταῖς τε συμφοραῖς ἀχθόμενοι, καὶ μηκέτ᾽ αὐτὸν ἐπιστρατεύσειν σφίσι πυθόμενοι, πρός τε τοὺς Δενθελήτας καὶ πρὸς τὸν Σιτᾶν αὖθις ὡς καὶ αἰτιώτατον αὐτοῖς τῶν κακῶν γεγονότα ἐτράποντο, οὕτω καὶ ἄκων ἐξανέστη, καὶ σπουδῇ χωρήσας ἀνέλπιστός τε αὐτοῖς ἐπέπεσε, καὶ κρατήσας σπονδὰς ὁποίας ἠθέλησεν [4] ἔδωκεν. ὡς δ᾽ ἅπαξ τῶν ὅπλων αὖθις ἥψατο, ἐπεθύμησεν ἀμύνασθαι τοὺς Θρᾷκας τοὺς ἐν τῇ ἀνακομιδῇ τῇ ἐκ τῆς Μυσίας λυπήσαντας αὐτόν: καὶ γὰρ τότε χωρία τε ἐντειχιζόμενοι καὶ πολεμησείοντες ἠγγέλλοντο. καί σφων Μαίδους μὲν καὶ Σερδοὺς μάχαις τε κατακρατῶν, καὶ τὰς χεῖρας τῶν ἁλισκομένων ἀποτέμνων, οὐκ ἀπόνως μέν, ἐχειρώσατο δ᾽ οὖν: τὰ δ᾽ ἄλλα πλὴν τῆς τῶν [5] Ὀδρυσῶν γῆς κατέδραμε. τούτων γάρ, ὅτι τῷ τε Διονύσῳ πρόσκεινται καὶ τότε ἄνευ τῶν ὅπλων ἀπήντησάν οἱ, ἐφείσατο: καὶ αὐτοῖς καὶ τὴν χώραν ἐν ᾗ καὶ τὸν θεὸν ἀγάλλουσιν ἐχαρίσατο, Βησσοὺς τοὺς κατέχοντας αὐτὴν ἀφελόμενος. 26. πράσσοντα δὲ αὐτὸν ταῦτα ὁ Ῥώλης Δάπυγι Γετῶν τινων καὶ αὐτῷ βασιλεῖ πολεμωθεὶς μετεπέμψατο. καὶ ὃς ἐπικουρήσας οἱ τήν τε ἵππον τῶν ἐναντίων ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε, καὶ συμφοβήσας ἐκ τούτου καὶ ἐκείνους μάχην μὲν οὐδεμίαν ἔτ᾽ ἐποιήσατο, φόνον δὲ δὴ φευγόντων [2] ἑκατέρων πολὺν εἰργάσατο. καὶ μετὰ τοῦτο τὸν Δάπυγα πρὸς φρούριόν τι καταφυγόντα ἀπολαβὼν ἐπολιόρκει: κἀν τῇ προσεδρείᾳ ἑλληνιστί τις αὐτὸν ἀπὸ τοῦ τείχους ἀσπασάμενος ἔς τε λόγους οἱ ἦλθε καὶ προδοσίαν συνέθετο. ἁλισκόμενοι οὖν οὕτως οἱ βάρβαροι ἐπ᾽ ἀλλήλους ὥρμησαν, καὶ ὅ τε Δάπυξ ἀπέθανε καὶ ἄλλοι πολλοί. τὸν μέντοι ἀδελφὸν αὐτοῦ ζωγρήσας ὁ Κράσσος οὐχ ὅτι τι κακὸν ἔδρασεν, ἀλλὰ καὶ ἀφῆκε. [3] ποιήσας δὲ ταῦτα ἐπὶ τὸ σπήλαιον τὴν Κεῖριν καλουμένην ἐστρατεύσατο: τοῦτο γὰρ μέγιστόν τε ἅμα καὶ ἐχυρώτατον οὕτως ὂν ὡς καὶ τοὺς Τιτᾶνας ἐς αὐτὸ μετὰ τὴν ἧτταν τὴν ὑπὸ τῶν θεῶν δή σφισι γενομένην συγκαταφυγεῖν μυθεύεσθαι, καταλαβόντες οἱ ἐπιχώριοι πλήθει πολλῷ τά τε ἄλλα τὰ τιμιώτατα καὶ τὰς ἀγέλας ἐς αὐτὸ [4] πάσας ἐσεκομίσαντο. ὁ οὖν Κράσσος τά τε στόμια αὐτοῦ πάντα σκολιὰ καὶ δυσδιερεύνητα ὄντα ἀναζητήσας ἀπῳκοδόμησε, κἀκ τούτου κἀκείνους λιμῷ κατεστρέψατο. ὡς δὲ ταῦτα αὐτῷ προεχώρησεν, οὐδὲ τῶν ἄλλων Γετῶν, καίπερ [5] μηδὲν τῷ Δάπυγι προσηκόντων, ἀπέσχετο, ἀλλ᾽ ἐπὶ Γένουκλα τὸ εὐερκέστατον τῆς Ζυράξου ἀρχῆς τεῖχος ἦλθεν, ὅτι τὰ σημεῖα, ἃ τοῦ Ἀντωνίου τοῦ Γαΐου οἱ Βαστάρναι πρὸς τῇ τῶν Ἰστριανῶν πόλει ἀφῄρηντο, ἐνταῦθα ἤκουεν ὄντα: καὶ αὐτὸ πεζῇ τε ἅμα καὶ διὰ τοῦ Ἴστρου ῾πρὸς γὰρ τῷ ὕδατι ἐπεπόλιστὀ προσβαλὼν οὐκ ἐν πολλῷ μὲν χρόνῳ, σὺν πολλῷ δὲ δὴ πόνῳ, καίτοι τοῦ Ζυράξου [6] μὴ παρόντος, εἷλεν. ἐκεῖνος γὰρ ὡς τάχιστα τῆς ὁρμῆς αὐτοῦ ᾔσθετο, πρός τε τοὺς Σκύθας ἐπὶ συμμαχίαν μετὰ τῶν χρημάτων ἀπῆρε, καὶ οὐκ ἔφθη ἀνακομισθείς. ταῦτα μὲν ἐν Γέταις ἔπραξε, τῶν δὲ δὴ Μυσῶν τοὺς μὲν ἐκ τῶν κεχειρωμένων ἐπαναστάντας δι᾽ 27. ἑτέρων ἀνεκτήσατο, ἐπὶ δὲ Ἀρτακίους ἄλλους τε τινας οὔθ᾽ ἁλόντας ποτὲ οὔτ᾽ αὖ προσχωρῆσαί οἱ ἐθέλοντας, καὶ αὐτούς τε μέγιστον ἐπὶ τούτῳ φρονοῦντας καὶ τοῖς ἄλλοις ὀργήν τε ἅμα καὶ νεωτερισμὸν ἐμποιοῦντας, αὐτός τ᾽ ἐπεστράτευσε, καί σφας τὰ μὲν βίᾳ, δράσαντας οὐκ ὀλίγα, τὰ δὲ καὶ φόβῳ τῶν ἁλισκομένων προσηγάγετο. [2] ταῦτα μὲν ἐν χρόνῳ ἐγένετο, γράφω δὲ τά τε ἄλλα ὥς που παραδέδοται, καὶ αὐτὰ τὰ ὀνόματα. τὸ μὲν γὰρ πάλαι Μυσοί τε καὶ Γέται πᾶσαν τὴν μεταξὺ τοῦ τε Αἵμου καὶ τοῦ Ἴστρου οὖσαν ἐνέμοντο, προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ ἐς ἄλλα [3] τινὲς αὐτῶν ὀνόματα μετέβαλον, καὶ μετὰ ταῦτ᾽ ἐς τὸ τῆς Μυσίας ὄνομα πάνθ᾽ ὅσα ὁ Σάουος ἐς τὸν Ἴστρον ἐμβάλλων, ὑπέρ τε τῆς Δελματίας καὶ ὑπὲρ τῆς Μακεδονίας τῆς τε Θρᾴκης, ἀπὸ τῆς Παννονίας ἀφορίζει, συγκεχώρηκεν. καὶ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἄλλα τε ἔθνη πολλὰ καὶ οἱ Τριβαλλοί ποτε προσαγορευθέντες, οἵ τε Δαρδάνιοι καὶ νῦν οὕτω καλούμενοι.» (Dio’s Roman History. Cassius Dio Cocceianus. Earnest Cary. Herbert Baldwin Foster. William Heinemann, Harvard University Press. London; New York. 1914-. Keyboarding. – Δίωνος Κασσίου Κοκκηιανού, Ρωμαϊκή Ιστορία. Dionis Cassii Cocceiani Historia Romana. Cum Annotationibus Ludovici Dindorfii.Vol. III. Lipsiae MDCCCLXIV [1864], σ. 28-32).
-
Την «ελληνογλωσσία» ή «ελληνοφωνία» στις παρίστριες χώρες στις οποίες κατοικούσαν οι Γέτες, αλλά και άλλοι λαοί και έθνη του Ίστρου, μαρτυρούν και επιγραφές που έφεραν στο φως της δημοσιότητας οι αρχαιολόγοι με τη σκαπάνη τους. Πρόκειται για ελληνοφωνία των κατοίκων της νήσου Πεύκης και τους άλλους Ιστριανούς, όπως φαίνεται από Επιστολές αρκετών διοικητών της Μοισίας προς τους αξιωματούχους της πόλης της Ιστρίας, για τα ιστορικά όρια και για τη συλλογή των δασμών των τελωνείων (43-100 μ.Χ.). – Και δεν πρόκειται μόνο για «ελληνοφωνία», μα και για «λατινοφωνία», πολύ χρόνο πριν την κατάκτηση αυτών των περιοχών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό! Ιδού τα αδιαμφισβήτητα επιγραφικά τεκμήρια:
«ὁροθεσία Λαβερίου Μαξίμου ὑ[πατικοῦ] |
Fines Histrianorum hos esse con[stitui — Pe] | ucem laccum(!) Halmyridem a do[minio —] | Argamensium inde iugo summo [— ad c] | [o]nfluentes rivorum Picusculi et Ga[brani inde ab im] | [o] Gabrano ad capud(!) eiusdem inde [— iuxta rivum] | Sanpaeum inde ad rivum Turgicu[lum —] | a rivo Calabaeo milia passuum circi[ter DXVI?] |
ἐπιστολὴ Σαβείνου |
Φλάβιος Σαβεῖνος Ἰστριανῶν ἄρχουσ[ιν βουλῇ δήμῳ] | χαίρειν τὸ περὶ Πεύκην ὑμεῖν δίκαιο[ν ὅπως ἀκέραιον δι]- | ατηρηθῇ, ἔσται ἐπιμελὲς Ἀρουντίῳ Φλάμ[μᾳ τῷ ἐπάρχῳ· οὕ]- | τως γὰρ αὐτῷ ἐπέστε[ι]λα· λαλήσω δὲ καὶ Αἰ{μι}λι[ανῷ {Αἰλιανῷ} διαδόχῳ] | μου καὶ εἰς τὸ παντελὲς συνστήσω ὑμᾶς. ἄ[λλη ἐπιστολὴ] | τοῦ αὐτοῦ Σαβείνου. Φλά(βιος) Σαβεῖνος π[ρεσβευτὴς Ἰστρι]- | ανῶν ἄρχουσιν βουλῇ δήμῳ χαίρειν· εἰ κα[ὶ τὸ τῆς κατὰ τὸν] | Ἴστρον ὄχθης τέλος μέχρις θαλάσσης δ[ιήκει καὶ ἐκ το]- | σούτου διαστήματος ἀφέστηκεν ἡ πό[λις ἀπὸ τῶν τοῦ] | ποταμοῦ στομάτων ὅμως ἐπεὶ καὶ οἱ [πρέσβεις ὑμῶν] | διεβεβαιοῦντο καὶ Ἀσιατικὸς ὁ ἔπαρχος [ἔλεγε σχεδὸν] | ἐκείνην μόνην εἶναι τῆς πόλεως πρόσο[δον τὴν ἐκ τοῦ] | ταρειχευομένου ἰχθύος, ἔδοξα δεῖν [ὑμεῖν κατὰ τὴν ὑμετέ]- | ραν συνήθιαν μένειν τὴν αὐτὴν ἄδει[αν τοῦ τε ἁλιεύειν] | ἐν τῷ Πεύκης στόματι καὶ τοῦ παραφ[έρειν τὴν δᾷδα] | εἰς τὴν ἑνὸς ἑκάστου χρείαν δίχα τέ[λους· περὶ] | γὰρ τῶν τῆς ὕλης χρείων ἀν{γ}αμφισβήτη[τα {ἀναμφισβήτητα} ἔχετε ὅρια] | καὶ τὴν ἐξ ἐκείνων χρῆσιν πᾶσαν τῷ τέλε[ι ἀνυπεύθυνον]. |
ἐπιστολὴ Πομπωνίου Πείου |
Πομπώνιος Πεῖος Ἰστριανῶν ἄρχουσιν [βουλῇ δήμῳ χαίρειν]. | καὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ὑμεῖν ὑπὸ Φλ(αβίου) [Σαβείνου καὶ Αἰλι]- | ανοῦ, ἀνδρῶν ἐπισημοτάτων καὶ ἐμο[ὶ τειμιοτάτων, ἦν ἀντι]- | λαβέσθαι ὅτι ἡ ἀσθένια τῆς πόλεως ὑμῶ[ν προνοίας τυγχάνει πρὸ οὖν] | πάντων φροντίζοντος τοῦ θειοτάτου [Καίσαρος καὶ ὡς ἀληθῶς σωτή]- | ρος ἡμῶν ἵνα μὴ μόνον διαφυλαχθῇ ἀλ[λὰ καὶ αὐξηθῇ] | τὰ τῶν πόλεων δίκαια ἐπέκρεινα τὴν τ[ῶν κατὰ στόμα Πεύκης ἁλι]- | ευομένων ἰχθύων πρόσοδον ὑμετέραν εἶ[ναι, ᾧ δικαίῳ ταῦ]- | τα τὰ τέλη οἱ πρόγονοι ὑμῶν καὶ πατέρε[ς] τ[ῇ χάριτι τῶν Σεβαστῶν] | ἀδιαλείπτως ἔσχον. ἐπιστολὴ Πλαυ[τίου Αἰλιανοῦ]. | Πλαύτιος Αἰλιανὸς Ἰστριανῶν ἄρχο[υσιν χαίρειν]. | τὸ ψήφισμα ὑμῶν ἀπέδοσάν μοι οἱ πρέσβε[ις Καλλίστρατος] | Δημητρίου καὶ Μειδίας Ἀρτεμιδώρου. ἠξιο[ῦτε δὲ διὰ τοῦ ψη]- | φίσματος παραπεμφθῆναι τὴν εὐχαριστο[ῦσαν τῷ τειμιωτάτῳ] | ἡμῶν Σαβείνῳ πρεσβείαν, ὃ καὶ δι’ αὐτὸν μόν[ον τὸν Σαβεῖνον ἀ]- | σμένως ἂν ἐποίησα· ἠξιοῦτε δὲ καὶ τὰ τῆς Πεύ[κης ὑμεῖν ἄθραυσ]- | τα τηρεῖν δίκαια· ἐγὼ δὲ τοσοῦτον ἀπέχ[ω τοῦ θραῦσαί τι τῶν ἐκ] | χρόνου φυλασσομέν[ων] ὑμεῖν [δικαίων, ὡς καὶ παρευρεῖν ἂν ἡδέ]- | [ως] δι’ ὧν ἐ<νέ>σται κοσμεῖν ἀρχέαν πόλιν καὶ Ἑλληνίδ[α καὶ ἐς τὸν Σεβα]- | [στ]ὸν εὐσεβῆ καὶ πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς οὖσαν εὐ[σεβῆ]. |
ἐπιστολὴ Τουλλίου Γεμίνου |
[Τούλ]λιος Γέμινος πρεσβευτὴς καὶ ἀντιστρά<τη>γος [Τιβ(ερίου) Κλαυδί]- | [ου] Καίσαρος Σεβ(αστοῦ) Γερμανικοῦ Ἰστριανῶν ἄρχουσ[ιν βουλῇ δήμῳ] | χαίρειν. οἱ πρέσβεις ὑμῶν Δημήτριος, Ἐσχρίων, Ωτα․․․, [Μειδίας] | Διονυσόδωρος, Ἡγησαγόρας, Ἀρισταγόρας, [Μητρόδωρος ἐν]- | τυχόντες μοι ἐν Τόμει τὸ ψήφισμα ὑμῶν ἐπέδοσαν κα[ὶ τὴν εἰς τὸν Σεβασ]- | τὸν ἡμῶν ἐπιδειξάμενοι εὔνοιαν συνήσθησαν ἐ[πὶ τῇ ἡμετέρᾳ ὑγεί]- | ᾳ καὶ παρουσίᾳ σπουδεοτάτην <π>οιησάμενοι τ[ὴν περὶ ὧν ἐνετείλασ]- | θε αὐτοῖς ὁμειλίαν· ἐπιγνοὺς οὖν ἣν καὶ πρὸς [ἡμᾶς ἐνεφάνισαν τῆς] | πόλεως ὑμῶν διάθεσιν πειράσομαι ἀεί τινος ὑ[μεῖν ἀγαθοῦ] | γενέσθαι παραίτιος. περὶ δὲ Πεύκης καὶ τῶν στομ[άτων διδαχθε]- | ὶς ὑπὸ τῶν πρέσβεων ὑμῶν ἐδικαίωσα τηρῖσθαι ὑμ[εῖν τὰ τῶν προ]- | γόνων ὑμῶν ὅρια |
Exemplum [decreti] | Mari(!) Laberi Maximi leg(ati) Aug(usti) pr(o) pr(aetore) | [I]mp(eratore) Caesar<e=I> Traiano Aug(usto) German[ico III Iulio Fron] | tino III co(n)s(ulibus) VIII Ka(lendas) Novembres [descriptum] | et recognitum factum ex comm(entariis) M[ani Laberi] | Maximi leg(ati) Aug(usti) pr(o) pr(aetore) permitte[nte —] | Fabio Pompeiano quae iam era(nt) scri[pta] | Charagonio Philo<p=R>alaestro con[ductori publici por]/tori ripae Thraciae postulante(?) ut [portorium sibi Hal] | myridis et Peuci daretur secund[um formam quam accepit] | [habe]bit ius exigendi portor[i a finibus ca] | [nnab]arum Dimensium usque [ad —] | [».
(EPISTULAE LABERI MAXIMI ET ALIORUM DE FINIBUS HISTRIANORUM: Letters of several governors of Moesia to the officials of the town of Histria, on Histrian boundaries and on the collection of customs [AD 43-100] – Source: Two fragmentary copies found at Istros [= Histria], Romania, during 1914-1915).
Bucuresti – Muzeul National de Istorie a Romaniei, Foto: Ortolf Harl 2013.
Bucuresti – Muzeul National de Istorie a Romaniei, Foto: Ortolf Harl 2013.
-
ΟΒΙΔΙΟΣ: Για την «ελληνογλωσσία» των Γετών έχει γράψει κατ’ επανάληψιν ο Ρωμαίος ποιητής Πόπλιος Οβίδιος Νάσων, γνωστός ως Οβίδιος (43 π.Χ. – 17 μ.Χ.), σε διάφορα έργα του, και καταθέτω εδώ σχετικά αποσπάσματα από αυτά, τα οποία είναι εύγλωττα και πειστικά, ως μαρτυρία, και δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις:
«Hic quoque sunt igitur Graiae – quis credit?–
urbes
Inter inhumanae nomina barbariae:
Huc Getis Graias constitue domos.»
(Tristivm IX, στο Ovid. Tristia Book III, With an Introduction and Notes by S. G. Owen, M.A., Second Edition Reveised, Oxgord, At the Clarendon Predd 1893, σ. 17)
«Mista sit quamvis inter Grajosque, Getasque:
A male pacatis plus trahit ora Getis.
Sarmaticae major, Geticaeque frequentia gentis
Per medias in equis itque, reditque vias.»
(Corpus Omnium Veterum Poetarum Latinorum cum Eorumdem Italica Versione. Tomus Vigesimus Quintus Continet, P. Ovidi Nasonis, De Tristibus Libros Quinque. Mediolani, MDCCXLV [1745], In Regia Curia Superiorum permissu, σ. 308).
«Nesciaque est vocis quod Barbara lingua Latinae;
Graiaque quod Getico victa loquela souo;
Quam quod finitimo cinctus premor undique Marte;
Vixque brevis tutum murus ab hoste facit.»
(Elegia II, στο P. Ovidii Nasonis, Qvae Svpersvnt ad Optimorvm Librorvm Fidem, Accvrate Wdita, Tomvs III. Editio Stereotypa, Lipsiae Ex Officina Car. Tavchnitii 1820, σ. 243).
«In paucis remanent Graiae vestigial lingua:
Haec quoque jam Getico Barbara facta sono;
Unus in hoc vix est populo, qui forte Latine
Quaelibet e medio redder verba queat.»
(Elegia VII, στο Comento de P. Ovidio Nason, A Los Libros de Tristes Ponto, y Carta a Livia. Su Autor don Ignacio Suarez de Figueroa, Alferez de Fragata. Sacalo a Luz el Doctor Don Diego Suarez de Figueroa, su Tio Calificador del Santo Oficio, Theniente de Limosnero Mayor de su Magestad, y fu Capellan de Honor. Uno, y otro lo dedican al Eminentissimo senor Cardenal de Bocia Patriarca de las Indias, etc., Con Privilegio. En Madrid: Por. Francisco dela Hiepioy, Ano de 1727, σ. 188).
«Hos quoque, qui geniti Graja creduntur ab urbr,
Pro patrio cultu Persica bracca tegit.
Exercent illi sociae commercial linguae.
Per gestum res est significanda mihi.
Barbarus hic ego sum; quia non intelligor ulli:
Et rident stolidi verba Latina Getae.»
(Elegia X, στο Pub. Ovidii Nasonis Operum Tomus Tertius. Interpretatione rt Notis Illustravit Daniel Crispinus, Helvetius Jussu Christianissimi Regis, Ad Usum Serenissimi Delphini. In pagian versa indicantur ca quae in hoc tomo continentur. Venetiis MDCCXXXI [1731[, Apud Sebastianum Coleti. Superiorum Permissu, Ac Privilegio, σ. 186-187).
Σε υποσημείωση, στη σ. 186, τονίζεται ξεκάθαρα ότι «Η Τόμις είναι μια Γετική πόλις παρά Ελληνική»! «Quia Getae promiseus cum Graecis Tomos incolebant»! Οπότε, δεν μένει καμιά αμφιβολία για τη «διγλωσσία» των Γετών, των οποίων η μία τους γλώσσα ήταν η ελληνική. Και τούτο πιστοποιείται από πολλές απ’ τις κομιζόμενες πηγές.
-
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ: Από τους σύγχρονους διανοούμενους, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων (1780-1857) έχει επισημάνει αυτό το γεγονός, και το αναλύει εκτενός στο σημαντικό ογκώδες έργο του: Δοκίμιον περί της πλησιεστάτης συγγενείας της Σλαβονο-Ρωσσικής Γλώσσης προς την Ελληνικήν. Συνταχθέν υπό του Οικονόμου του Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου, και καθολικού Ιεροκήρυκος της Μεγάλης Εκκλησίας και πασών των Ορθοδόξων του Ελληνικού γένους Εκκλησιών, Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρουτου εξ Οικονόμων γενεαλογουμένου, Συνέδρου του της εν Πετρουπόλει Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Συλλόγου, εταίρου της Αυτοκρατορικής Ρωσσικής Ακαδημίας κ.τ.λ., Μέρος Α, Τόμος Α. Ετυπώθη διορισμώ και φιλοτίμω δαπάνη της Αυτοκρατορικής Ρωσσικής Ακαδημίας. Εν Πετρουπόλει, Εν τη τυπογραφία της Ακαδημίας των Επιστημών ,ΑΩΚΗ’ [1827]. Αντιγράφω την επισήμανσή του, η οποία είναι επιστημονικά αφοπλιστική:
«α) Διά τούτο και ο Οβίδιος εξωρισμένος εις τους Τόμους του Πόντου [Τόμοι ή Τόμις, είναι η νυν Κωνστάντζα της νυν Ρουμανίας] παρά τοις Γέταις διέκρινεν εις τούτων την γλώσσαν ίχνη της Ελληνικής διαλέκτου.
In paucis remanent Grajae vestigial linguae,
haec quoque jam Getico Barbara facta sono.
(Trist. V, στχ. 7, βλ. και στχ. 2).
Ενόμιζε δε, καθώς φαίνεται, ότι η κατ’ εκείνα τας χώρας [η] Ελληνική διεφθάρη υπό των Γετικών ονομάτων περιχυθέντων. Ούτως η τραχύστομος προφορά των θρακικών φωνών απέκρυψεν από τον Ρωμαίον ποιητήν την συγγένειαν της Γετοθρακικής γλώσσης προς την Ελληνικήν` διότι τα αυτία του ήσαν συνειθισμένα εις την ήδη διαπεπλασμένην Αττικήν διάλεκτον. και αυτός δε με την Λατινικήν του εγίνετο βάρβαρος και ακατάληπτος προς τους Γέτας (Trist. V, 10)` άλλοτε δε πάλιν εξελάμβανεν ως Σκυθικάς λέξεις Γετικάς, αίτινες είναι αι αυταί και Σλαβονικαί και Ελληνικαί (βλ. Μέρος Β, του παρόντος συντάγμ. λ. ΚΟΛΟ). Αλλ’ εις τους Τρωϊκούς χρόνους η διαφορά τούτων των Θρακικών διαλέκτων προς την Ελληνικήν πιθανώτατα ήτον ολιγωτέρα, διότι ούτε αύτη ήτον ακόμη τόσον ακριβώς εκμεμορφωμένη, και εκάστη ίσως των Θρακικών φωνών δρν ήτο τόσον ανώμαλος. Του αυτού τινος έθνους ομόγλωσσοι φυλαί όταν διαιρεθώσιν εις αποικίας, και δεν έχωσι προς αλλήλας επιμιξίαν, ουδέ την αυτήν διοίκησιν και παιδείαν και αγωγήν, ενίοτε δε ουδέ τα αυτά θρησκεύματα και έθιμα, τότε αι τούτων των φυλών διάλεκτοι και αυτά τα ιδιώματα των κατ’ αυτάς φωνών εξαλλάσσουσι κατά μικρόν, και τέλος αποβαίνουσι γλώσσαι συγγενείς μεν, ετερόμορφοι και πολύ διαφέρουσαι απ’ αλλήλων` Απόδειξις δε του λόγου είναι όχι μόνον τούτων των Θρακικών και των άλλων των συγγενών Ασιανών γλωσσών η διαφορά προς την Αττικήν και τας λοιπάς διαπεπλασμένας Ελληνικάς διαλέκτους, αλλά και αι εκ της αρχαίας Τευτωνικής και Γοτθικής διακριθείσαι και τόσον απ’ αλλήλων παραλλάσσουσαι σημεριναί διάλεκτοι, ήτε κυρίως γερμανική, και η Αγγλική, και Ολλανδική, και Σκανδιναυϊκή, κ.τ.λ. Και αυτής δε της Σλαβονικής αι διάλεκτοι δεν έχουσι μικράν προς αλλήλας διαφοράν. Ο Βοεμός ακούων τον Ρώσσον, και Σέρβον, και Πολωνόν, κ.τ.λ. και ούτοι πάλιν εκείνον τε και αλλήλους δεν κατανοούσι τας πλείστας φωνάς. Ο δε Έλλην ο των παλαιών της Ελλάδος διαλέκτων επιστήμων, όταν ήδη τύχη ν’ ακούση το πρώτον απλώς την Σλαβωνικήν, δεν πάσχει άρα το αυτό και ο Οβίδιος, ότε ήκουε τους Γέτας; και ο Σλάβων δε παρομοίως, όταν ποτ’ ακροασθή αιολίζοντα τον Έλληνα; Τοιούτο τι έπασχε και ο Ηρόδοτος ενωτιζόμενος την γλώσσαν των πολυπλανήτων Πελασγών. Βλέπε τον επόμενον παράγραφον.
α) Ηρόδ. Α, 57. Αλλά και ο Πλάτων ονομάζει το πυρ, και ύδωρ, και κύων, ονόματα βαρβαρικά, αποδίδων ταύτα εις τους Φρύγας. Εννοεί δε βαρβάρους και τούτους και πάντας τους παλαιούς Θράκας, εκ των οποίων έμειναν πολλά ονόματα εις τους Έλληνας, τον αυτόν έχοντα φθόγγον και τύπον ή σχηματισμόν της αρχαίας Θρακικής και Πελασγικής φωνής, και αφ’ ου διεκρίθη ομού με το εθνικόν όνομα, Έλληνες, η κυρίως ονομασθείσα και κατά τύπους ιδιάζοντας διαπλασθείσα ελληνική γλώσσα, εις τας τέσσαρας καθολικάς διαλέκτους διηρημένη, την Αιολικήν και Δωρικήν και Ιωνικήν και Αττικήν. “Πολλά οι Έλληνες ονόματα, άλλως τε και υπό τοις βαρβάροις οικούντες, παρά των βαρβάρων ειλήφασιν – εισί δε ημών αρχαιότεροι οι βάρβαροι” (Πλάτ. Κρατύλ. κε, κστ).» (Δοκίμιον περί της πλησιεστάτης συγγενείας της Σλαβονο-Ρωσσικής Γλώσσης προς την Ελληνικήν…, Πρόλογος, ό.π., σ. LXXVI-LXXX, υποσημείωση α, και σ. LXXX – LXXXΙΙ, υποσημείωση α).
Θαρρώ ότι δεν έχουμε ανάγκη άλλων μαρτυριών για τη διγλωσσία των Γετών, και δη για την πανάρχαια «ελληνοφωνία» τους, όσον αφορά στη μια από τις δύο γλώσσες τους.
Να πούμε λίγα ακόμα πράγματα για τη ζωή των δίγλωσσων Γετών:
*Οι κατοικίες των Γετών: Οι Γέτες κατοικούσαν σε ξύλινες καλύβες που τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι και ένα μέρος αυτών των κατοικιών ήταν σε σκάμμα ενός μέτρου ή και κάτι παραπάνω μέσα στη γη, και «παλαμάριαζαν» (επάλειφαν) με λάσπη τα σανίδια, ώστε να μη τα διαπερνά ο αέρας, το ψύχος ή η ζέστη, και κατά πως μας πληροφορεί ο Οβίδιος ονόμαζαν τις κατοικίες τους «casas»! «CASAE: Et cremat insontes hostica flamma casas» (Tristum, Elegia X). – Για τις κατοικίες των Γετών του Ίστρου, στη νυν Δομβρουτσά, γράφει και ο Στράβων: «… υπεροικούσοι δε ούτοι τε και Κρόβυζοι και οι Τρωγλοδύται λεγόμενοι των περί Κάλλατιν και Τομέα και Ίστρον τόπον…» – Ο Δίων Κάσσιος δίνει για το θέμα της κατοικίας των Γετών τις δικές του πληροφορίες, ότι κατοικούσαν και σε σπήλαια όπως η Κείρις, εκεί που έκλεισε ο Δίας τους Τιτάνες, μετά τη γνωστή Τιτανομαχία! «Καταλαβόντες οι επιχώριοι πλήθει πολλώ τα τε άλλα τα τιμιώτατα και τας αγέλας ες αυτό (το σπήλαιον Κείρις) πάσας εσεκομίσαντο.» (Βλ. ανωτέρω ολόκληρο το χωρίο).
Η πλάκα είναι ότι αυτού του είδους οι κατοικίες που έρχονται στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη σε Βουλγαρία, Ελλάδα, και άλλες «σλαβικές χώρες» βόρεια της νυν Ρουμανίας, εκλαμβάνονται από τους αρχαιολόγους ανασκαφείς σαν κατοικίες… «πρώιμων Σλάβων», και εννοούν σαν τέτοιους τους Σκλάβους/ Σκλαβήνους/ Σκλαβινούς κ.λπ., και ας πρόκειται για κατοικίες Γετών, εξόχως περιγραφόμενες από τους αρχαίους συγγραφείς, και τονίζουν οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι και ανασκαφείς και οι ιστορικοί και φιλόλογοι, ότι στη γλώσσα αυτών των (κατ’ αυτούς)… «πρώιμων Σλάβων» (!) η οικία/κατοικία ονομάζεται «κάσα», πλ. «κάσαι»! Και πρόκειται για οικίες κατοικίες Γετών, όπως ορθά επισήμαναν οι αρχαιολόγοι καιοι ιστορικοί προ της καθεστωτικής αλλαγής (στη δεκαετία του 1940) στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης! Τέτοια παραποίηση της αλήθειας, η οποία συνεχίζει και τώρα από τα διάφορα «Θρακολογικά Ινστιτούτα» αυτών των χωρών, με τη λεγόμενη «επιστημονική κοινότητα» να βρίσκεται στον δικό της «μακάριο ύπνο του δικαίου», και να συνεχίζει την… «επιστημονική γνώση» με αναπόδεικτους ισχυρισμούς και προπαγανδιστικά εθνικιστικά φληναφήματα… Λες και η Ιστορία, και η Αρχαιολογία, ως επιστήμες, αρχίζουν από τότε που αυτοί τις ανακάλυψαν και δη από τις χρονολογίες που αυτοί γνωρίζουν ή όρισαν ότι τους βολεύει, για να αποδείξουν τους… αναπόδεικτους ισχυρισμούς τους!… Θου Κύριε…
*Οι γυναίκες των Γετών: Οι μαρτυρίες των πηγών αναφέρουν ότι οι Γέτισσες ή Γετίδες έκαναν σχεδόν όλες τις χειρωνακτικές εργασίες: άλεθαν το σιτάρι για το ψωμί τους, κουβαλούσαν το νερό από τις πηγές σε αγγεία πάνω στο κεφάλι, με το μαλλί των ζώων τους έγνεθαν το νήμα και ύφαιναν τα υφάσματα που ήταν αναγκαία για την ένδυση των μεών των οικογενειών τους και άλλα συναφή. – Ο Οβίδιος, γράφει σχετικά: «Femina pro lana Cerialia munera frangit, | Suppositoque gravem vertice portata aquam» ().
*Ο γάμος στους Γέτες: Κατά τις πηγές, οι Γέτες ήταν πολυγαμικοί, όπως και οι Θράκες, όπως πολυγαμικοί ήταν και οι Μακεδόνες (7 συζύγους είχε νυμφευτεί ο Φίλιππος, 3 συζύγους ο Μέγας Αλέξανδρος και χώρια οι παλλακίδες τους), και γι’ αυτό το θέμα μας πληροφορεί ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (387-312 π.Χ.), σχετικά με τους γάμους μεταξύ των Θρακών: «Γαμεί έκαστος τρεις και τέσσαρας` εισί δε και τριάκοντα` και ως θεραπαίναις χρώνται. Και εκ περιουσίας οι γάμοι, και εκ περιόδου σύνεισιν αυταίς, και λούει και διακονεί. Και πλείσται μετά την χρήσιν χαμαί κοιμώνται. Καν δυσχεραίνη τις, οι γονείς αποδόντες ο έλαβον, απεκομίσαντο την θυγατέρα, τιμήν γαρ λαμβάνοντες συνάπτουσιν αυτάς, και αποθανόντος του ανδρός, ώσπερ τάλλα, ούτω και τας γυναίκας κληρονομούσι.» (Heraclidae Pontici, Fragmenta de Rebus Publicis, Edidit E. Codicibus, Ex Antiquis Auctoribus et Ex Ingnento. Emendavit Atque Commentario Perpetuo Primus Illustravit Dr Georg David Koeler, Rector Gymnasii Detmoldensis. Addita est Versio Germanica. Halae Saxonum, Ex Officina Rengeriana, 1804, σ. 17). Λίγο αργότερα, τα ίδια περίπου γράφει (και επιβεβαιώνει τον Ηρακλείδη) ο Μένανδρος (342-291 π.Χ.), χωρίς όμως να ανεβάζει τις συζύγους των Γετών σε 30:
«Πάντες οι Θράκες, μάλιστα δ’ οι Γέται
……………………. Ου σφόδρα εγκρατείς εσμέν.
Γαμεί γαρ ημών ουδέ είς, ει μη δέκ’ ή
ένδεκα γυναίκας, δώδεκά τε ή πλείους τινές.
Αν δε τέτταρας ή πέντε γεγαμηκώς τύχη
καταστρέφη τις, ανυμέναιος, άθλιος,
άνυμφος ούτος επικαλείτ’ εν τοις εκεί.» (Στράβων, Ζ).
Ο Ηρόδοτος έχει παρατηρεί από παλαιά και έχει σημειώσει τα εξής: «[4.104.1] Ἀγάθυρσοι δὲ ἁβρότατοι ἄνδρες εἰσὶ καὶ χρυσοφόροι τὰ μάλιστα, ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῦνται, ἵνα κασίγνητοί τε ἀλλήλων ἔωσι καὶ οἰκήιοι ἐόντες πάντες μήτε φθόνῳ μήτ᾽ ἔχθεϊ χρέωνται ἐς ἀλλήλους. τὰ δὲ ἄλλα νόμαια Θρήιξι προσκεχωρήκασι.» (Ηρόδοτος, Ιστορίαι Δ). – «[4.104.1] Οι Αγάθυρσοι τώρα πάνω απ᾽ όλα έχουν την καλοπέραση και στολίζονται με χρυσαφικά όσο κανένας άλλος· με τις γυναίκες σμίγουν σαν όλες να είναι ολωνών, για να νιώθει ο ένας σαν αδερφός του άλλου, κι αυτή τους η συγγένεια να διώχνει το φθόνο και την έχθρα απ᾽ ανάμεσά τους· όσο για τ᾽ άλλα έθιμά τους, τα πήραν από τους Θράκες.»
Ο Στέφανος Βυζάντιος δίνει και μια άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία: «Γετία… νόμοι δε Γετών το επισφάζειν την γυναίκα τω ανδρί και όταν επικηρυκεύωνται κιθαρίζειν.» (Εκ των Εθνικών Στεφάνου κατ’ επιτομήν).
*Οι Γέτες φορούσαν καπέλα: Μας πληροφορεί σχετικά ο Δίων Χρυσόστομος (40-120 μ.Χ.): «[…] ένθα γαρ ενίοτε βλέπουσιν ανθρώπους τους μεν τινας πίλους επί ταις κεφαλαίςς έχοντας, ως νυν των Θρακών τινες των Γετών λεγομένων, πρότερον δε Λακεδαιμόνιοι και Μακεδόνες, άλλους δε τιάραν αναξυρίδας, καθάπερ όιμαι Πέρσαι τε και Βάκτριοι και Παρθυαίοι και άλλοι πολλοί των βαρβάρων` […]» (Dionis Chrysostomi, Opera Graece. Adolphi emperii. Pars Altera. Or. XXXI-LXXX. Brunsvigae 1844, σ. 729-730).
*Οι Γέτες έκαναν στίγματα (τατουάζ) στο σώμα τους: Το αναφέρει ο Αρτεμίδωρος (β’ μισό του 2ου αι. μ.Χ.): «εστίζοντο παρά τοις Θραξίν οι ευγενείς παίδες, παρά δε τοις Γέταις οι δούλοι` ων οι μεν προς άρκτον οι δ’ επί μεσημβρίαν οικούσι» (Artemidori Daldiani, Onirocriticon Libri V, Ex Recensione Rudolphi Hercheri, Lipsiae MDCCCLXIV [1864], σ. 14). – Τον Ζάμολξη θεωρούν ότι είναι Θραξ, και άλλοι ότι είναι Γέτης λόγω των στιγμάτων που έφερε στο μέτωπο, ενώ υπάρχουν συγγραφείς, όπως ο Ελλάνικος (491-405 π.Χ), οι οποίοι γράφουν ότι είναι Έλληνας: «Ελλάνικος εν τοις Βαρβαρικοίς Νόμοις φησίν, ότι Ελληνικός τις γεγονώς τελετάς κατέδειξε Γέταις τοις εν Θράκη, και έλεγεν ότι ούτ’ αν αυτός αποθάνοι, ουδ’ οι μετ’ αυτού, αλλ’ έξουσι πάντα τα αγαθά. άμα δε ταύτα λέγων ωκοδόμει οίκημα κατάγαιον. έπειτα αφανισθείς αιφνίδιον εκ Θρακών εν τούτω διητάτο οι δε Γέται επόθουν αυτόν, τετάρτω δε έτει πάλιν φαίνεται και οι Θράκες αυτώ πάντα επίστευσαν».
Ο Α. Σ. Ρουσόπουλος γράφει γι’ αυτό το θέμα: «Των παλαιών πολλοί Θράκα λέγουσι τον Ζάμολξιν. τινές δε Γετικόν και Γέτην. εισί δ’ οι και Ελληνικόν αυτόν είπον, και Θαλήν έτεροι. Ηρόδοτός γε μην, ω επακολουθούντες οι πλείστοι έγραψαν, ου λέγει φανερώς ποδαπός ην ο Ζάμολξις, εν οις τα κατ’ αυτόν ιστόρησεν. ώστε ο παλαιότατος περί τούτου μάρτυς αμφιβόλους ημάς εν τούτω γε αφίησιν.
Ελλάνικος δε ο σύγχρονος αυτού Ε λ λ η ν ι κ ό ν τινα γεγονέναι αυτόν λέγει, όπερ δύο δύναται, ή ότι Έλλην ην ο Ζάμολξις ή ότι ήθη ελληνικά εξέμαθε. και τούτο μεν συμφέροιτο αν τοις Ηροδότου ρήμασι “τον Ζάμολξιν τούτον επιστάμενον δίαιτάν τε Ιάδα και ήθεα βαθύτερα ή κατά Θρήικας”, εκείνο δε τη μαρτυρία των λεγόντων Θαλήν τον Ζάμολξιν παρά Πορφυρίω. όπερ ουχ όλως ατόπω έοικε` πολλά γαρ τα κοινά αμφοτέροις, το τε μυστηριώδες του βίου και η παρ’ Αιγυπτίοις διατριβή, και οι χρόνοι, Ηροδότω γαρ εδόκει “πολλοίσι έτεσι πρότερον τον Ζάμολξιν τούτον γενέσθαι Πυθαγόρεω”, και άλλοις δε συνεδόκει.» (Περί Ζαμόλξιδος κατά τους σωζομένους παλαιούς. Πραγματεία ιστορικοφιλολογική, ην προς έννομον επίτευξιν των μεγίστων εν φιλοσόφοις τιμών παρά της εν Γοττίγγη βασιλικής Ακαδημίας Γεωργίας Αυγούστης έγραφεν Αθανάσιος Σεργίου Ρουσόπουλος, Μακεδών εκ Βογατσικού. Εν Γοττίγγη παρά Ουανδενοίκκω και Ρουσπρέχτω. Τύποις Ε. Α. Ούθου ,ΑΩΝΒ’ [1852], σ. 19-21). Στη σπουδαία τούτη μονογραφία, ο Α. Σ. Ρουσόπουλος αναφέρει πως από τον Ηρόδοτο μέχρι τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, 30 εν συνόλω λαμπρές φυσιογνωμίες-συγγραφείς των ελληνικών γραμμάτων καταπιάστηκαν με τον Ζάμολξη, οι οποίοι κατάθεσαν σημαντικές πληροφορίες και θέσεις για την καταγωγή του και για τις απόψεις του, και των οποίων τα σχετικά κείμενα μάλλον στην πλειον΄΄οτητά τους είναι άγνωστα, στους ασχολούμενους με αυτό το θέμα ή με τους Γέτες κ.λπ.
Αντιγράφω από τον Α. Σ. Ρουσόπουλο τα σχετικά με την ετυμολόγηση του ονόματος Ζάλμοξις, τα οποία φρονώ ότι είναι άκρως ενδιαφέροντα:
«10. Ο Ζ ά μ ο λ ξ ι ς κατά μετάθεσιν ή αναγραμματισμόν του λ. Ζάλμοξις ελέγετό τε και εγράφετο. όθεν και τα μεν των χειροιγράφων ταύτην, τα δ’ εκείνην την γραφήν φέρουσι. ποτέρα δ’ η αρχαιοτέρα και πρωτότυπος ουχ ούτω δήλον. έοικε δ’ η γραφή Ζάλμοξις ορθοτέρα, οι μόνον διά το έτυμον της λέξεως παρά το ζαλμός, δορά, ως φησι Πορφύριος, αλλά και διότι παρ’ Ηροδότω τω αρχαιοτάτω περί τούτου μάρτυρι τα πλείστα των αντογράφων ταύτην έχουσι, και οι εκδόται ταύτην προκεκρίκασι. ωσαύτως και παρ’ Ησυχίω η Ζάλμοξις επεκράτησε, παρά δε τοις λοιποίς συγγραφεύσιν η ετέρα Ζάμολξις ως επί το πολύ. Τρίτην δε γραφήν Ζάλμολξις εικάζει Ιάκωβος ο Γρίμμης, όπως έχη τον Άλμαλον τον αυτόν τω Ζαμόλξιδι αποδείξαι, αλλ’ ουχ εύρηται τοιαύτη γραφή, εμοί δε και παρά κανόνα δοκεί, είπερ εξ αναγραμματισμού λέγει την γένεσιν. ετέρα δ’ αντ’ αυτής κείσθω η Σάμολξις ή Σάλμοξις, η εκ παραφθοράς γενέσθαι δοκεί διά την ομοιότητα είτε της προφοράς είτε και της γραφής του Σ και Ζ παρ’ Έλλησι, καθά και παρά τοις Φράγκοις εκ της αυτής αιτίας η γραφή Ξάμολξις προύκυψε.
-
Παρέχει δε πολλοίς και ατόπων ετυμολογιών αφορμάς η λέξις Ζάμολξις, ώσπερ το πάλαι το εν Ρώμη Παλάτιον. και τας μεν των παλαιών εικασίας ετήρησεν ημίν ο Πορφύριος εις τρεις πλυθυνομένας. μία μεν γαρ εστιν η των ετυμολογούντων το όνομα παρά το ζαλμός, δορά, δευτέρα δε η Διονυσιφάνους. τρίτη η των ερμηνευόντων το όνομα ξένος ανήρ. τούτων η πρώτη και διά τούτο σπουδαία εστίν, ότι την Θρακικήν λέξιν ζαλμός παρέχει. και γαρ περί της γλώσσηςτων Θρακών έθνους μετά γε Ινδούς και Κελτούς πάντων μεγίστου, το πάλαι, ου πάνυ τι πολλά ίσμεν. Τίνες δε ήσαν οι τον Ζάμολξιν παρά το ζαλμός παράγοντες ουκ εδήλωσεν ημίν ο πολυμαθής επικαλούμενος νεοπλατωνικός του Πλωτίνου μαθητής Πορφύριος.εικάζω δε μηδένα άλλον υπάρξαι ή αυτόν τούτον, τη γνώμη του Διονυσιφάνους, ος παρά το δήσαι τα στίγματα, συμβάν εν υστέροις χρόνοις ως εικός, το όνομα ηρμήνευε, και τη των εξηγούντων το Ζάμολξις, ξένος ανήρ, ετέραν αμείνω αντιτάξαι βουλόμενον, τον λόγον της κλήσεως απ’ αυτής της γεννήσεως έχουσαν.είτε δε την εαυτού πολυμάθειαν επιδεικνύμενος εσοφίσατο ταύτα, είτε και εκ παραδόσεως λαβών, ουκ αν διιδχυρισαίμην.
-
Τα μεν πυν παλαιότερα τοιαύτα, α ίσμεν, πολλά δε και οι νεώτεροι εικοτολογούσι, ων αξιολογώτερά εστι τα Ματθαίου Πραιτωρίου και πολυγλωσσοτάτου Ιακώβου Γρίμμου, πολλού λίαν όντος εν τοις τοιούτοις, ος εν τη περί Ιορνάνδου διατριβή ομολογήσας ότι ζαλμός δορά εν ουδεμιά γερμανική διαλέκτω εύρηται, και απεικασάμενός τι, υπεστήριξε τούτο έπειτα εν τη Ιστορία της Γερμανικής γλώσσης, ου πολλώ δ’ ύστερον και εβεβαίωσεν εν ετέρα βίβλω. ειδέναι δε σε χρη, όπερ διαφανές, ότι ο Γρίμμης ου προς το πράγμα αυτό και την αλήθειαν σκοπών τας ερεύνας ποιείται, αλλά προς το συμφέρον, υπό φιλοτιμίας και ζήλου εθνικού. τους γαρ Γότθους Γέτας όντας αποδείξαι εθέλων και καταπολεμηθείς, αμφοτέραις αντλεί, το του λόγου. όθεν δη και υπερχιλιοσέλιδον έγραψε βιβλίον προς τούτο, ηδέ και γράψει, ως φαίνεται.
-
Εγώ δε ταις ετυμολογίαις, κατά τον Ηρόδοτον ειπείν, ούτε απιστέω, ούτε ων πιστεύω τι λίην, οίδα δε και άλλους, ου τους τυχόντας ταυτό φρονούντας. άλλως γαρ αν Σλάβον απέδειξα τον Ζάμολξιν παρά το ζέμλια, γη, άτε θεόν καταχθόνιον όντα, ή και Εβραίον, έοικε γαρ ως εκ του ετύμου ο αυτός είναι τω Ζάμαιλ ή Σαμουήλ, ος κατά τας παραδόσεις των Εβραίων, εκπεσών της ην είχεν εν ουρανοίς δόξης, καταχθόνιος εγένετο δαίμων. και Γερμανόν δε παρά το ζαλ (πρφ. Τσάλ) όπερ αριθμός ερμηνεύεται και τω Πυθαγορείω πρέπει Ζμόλξιδι, και Τούρκον δε και πολλά έτερα, α ουχ ήδιόν μοι γράφειν.
-
Κλίνεται δε η λέξις περιττοσυλλάβως, γενικήν μεν έχουσα Ζαμόλξιδος συνήθως, αλλά και Ζαμόλξιος και Ζαμόλξεως εύρηται, δοτικήν δε Ζαμόλξιδι, αιτιατικήν Ζάμολξιν. περί μεν δη γραφής και ετύμου και κλίσεως της λέξεως αρκείσθω ταύτα. πόθεν δε, πότε, και τις ο Ζάμολξις, εξεταστέον νυνί.» (Ό.π., σ. 13-19. Βλ. και ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 12). Πέρα από τα όσα γράφω στις ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 12, για την ετυμολογία της λ. ζαλμός, προσθέτω δύο ακόμα αρμάνικες-βλάχικες λέξεις, που θα μπορούσαν να σχετιστούν με αυτήν: σâρμâ = ψίχουλο, πλ. σâρμι, και σâρμου = το ξεκίνημα των προβάτων για τη βοσκή μετά από την ανάπαυσή τους, πλ. σâρμουρι (PAPAHAGI), και μετά από τροπή του Σ à Ζ και του Ρ à Λ, θα μπορούσε να προκύψει ζâλμâ και ζâλμου, και εκγραικισμένο ζαλμός. Από την πρώτη λέξη προκύπτει το λίκνον των Αρμάνων ως σâρμâνίτσâ (σαρμανίτσα), διότι ο μικροκαμωμένος βλαχιστί ονομάζεται και «σâρμâ» (αυτό που νεοελληνιστί λέγεται στην παροιμιώδη φράση: «μια ψίχα άνθρωπος» ή «μια χαψιά άνθρωπος»), ενώ οι πηγές αναφέρουν ότι ο Ζάμολξις ήταν γενικά στο σώμα «μικρωκαμωμένος».
ΕΠΕΤΑΙ ΜΕΡΟΣ Β’ ΣΤΟ ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ 3.
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΛΟΙΠΟΝ….