Απόψεις Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος: Βλαχολογικοί ίαμβοι και ανάπαιστοι…1 / Η Βλαχική Γλώσσα κατά τον Δημήτριο Καταρτζή

Δημήτριος Καταρτζής
———

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ… 1

Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΚΑΤΑΡΤΖΗ

 

Μετά από πεντηκονταετή θητεία στη μελέτη του αινίγματος των ΒΛΑΧΩΝ, και μετά την έκδοση άνω των 25 βιβλίων και μελετών για τους ΒΛΑΧΟΥΣ, θαρρώ ότι νομιμοποιούμαι να εκφράσω δημόσια επιστημονική θέση για το αν υπάρχει η όχι ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ –ας την αναφέρω ορθά: ΑΡΜΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ή αλλιώς Αρμâνέσhτι–, αν είναι γλώσσα ή διάλεκτος ή ιδίωμα, αν γράφεται ή δεν γράφεται, αν υπάρχει βλάχικο αλφάβητο ή όχι, αν υπάρχει βλάχικη γραφή ή όχι, αν πρέπει να γράφεται ή όχι, αν είναι να γραφτεί με ποιο αλφάβητο θα πρέπει: το ελληνικό ή το λατινικό αλφάβητο; ή μήπως δεν θα πρέπει να γραφτεί, και άλλα πολλά τέτοια συναφή.

—————————–

  • «58. [1] τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μὲν ἐπείτε ἐγένετο αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι· ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐόν ἀσθενές, ἀπό σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρόσθε δὲ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδὲ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.» (Ηρόδοτος, Ιστορίαι Α.58).

  • «τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες,» (Θουκυδίδης, Ιστορία Α.3 / Μτφρ. Ε. Βενιζέλος).

  • «Φασί δε οι Έλληνες διαλέκτους είναι τας παρά σφίσι πέντε, Ατθίδα, Ιάδα, Δωρίδα, Αιολίδα και πέμπτην την κοινήν, απεριλήπτους δε ούσας τας βαρβάρων φωνάς μηδέ διαλέκτους, αλλά γλώσσας λέγεσθαι.» (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς).

  • «Ἑλλὰς ἡ χώρα ἐκλήθη ἀπὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος, ὃς δυναστεύσας τῆς Φθιώτιδος τοὺς ὑπηκόους ἑαυτῷ γενομένους ἀντὶ Γραικῶν Ἕλληνας ἐκάλεσε· καὶ τότε πρῶτον Ἑλλὰς ὠνομάσθη. Οὐκ ἦν δὲ τοῦτο παλαιὸν ὄνομα ἔθνους, ἀλλὰ φωνῆς τῆς Ἑλληνικῆς ἰδίωμα, ὡς ὁ συγγραφεὺς [̓Αλέξανδρός] φησι, τὴν ὀνομασίαν νεωτερικὴν εἰδώς· “δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦτο σύμπασά πως εἶχεν ἡ χώρα”· οὐδὲ ὁ ποιητὴς ἐμνήσθη Ἑλλήνων, Ἀργείους αὐτοὺς ἀποκαλῶν, ἀλλὰ Θεσσαλοὺς μόνον ἀποκαλῶν, καὶ Ἑλλάδα τὴν ὑπ’ Ἀχιλλεῖ πόλιν, ὡς Ἀλέξανδρός φησιν ὁ πολυίστωρ· “οὐδαμοῦ τοὺς σύμπαντας ὠνόμασεν Ἕλληνας, οὐδ’ ἄλλους ἢ τοὺς μετὰ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος” πρὸς τὴν Ἴλιον ἐκπλεύσαντας.» (Κων/νος Πορφυρογέννητος).

  • «όσοι της Ελλάδος φωνής επαΐειν ου δύνανται, Ατθίς και Δωρίς Αιολίς και Ιάς, βάρβαροι είναι δοκούσι» (Ιωάννης Τζέτζης).

  • «Διάλεκτος εστί γλώττης ιδίωμα. εισί δε Διάλεκτοι πέντε. Ατθίς, Δωρίς, Αιολίς, Ιάς, Κοινή.και Ατθίς μεν εκλήθη από Ατθίδος της Κραναού θυγατρός. Αιολίς δε, από Αιόλου του Έλληνος. Δωρίς δε, από Δώρου του Έλληνος, Ιάς δε, από Ίωνος του Ξούθου του Έλληνος, και Κρεούσης του Ερεχθέως παιδός. Κοινή δε, εκ των Τεσσάρων συνεστώσα. έχει δε εκάστη Διάλεκτος οικείον ιδίωμα.» (Περί Διαλέκτων, Εκ του Ιωάννου Γραμματικού Τεχνικών, Ενετίησιν 1819).

  • «Η μετάβασις από του ποιμενικού εις τον γεωργικόν βίον, ή, ορθότερον ειπείν, ο συνδυασμός της γεωργίας προς τον ποιμενικόν βίον, θα συνέβη καθ’ ους χρόνους οι Ιαπετικοί είχον μεν καταλίπη την κοινήν των εθνών κοιτίδα, δεν είχον όμως ακόμη διασχισθή απ’ αλλήλων εις δύο χωριστά έθνη οι Έλληνες και οι Ιταλοί. Άλλως δε φαίνεται, ότι καθ’ ην εποχήν εγεννήθη η γεωργία, οι Έλληνες και οι Ιταλοί όχι μόνον απετέλουν αυτοί ένα αχώριστον λαόν, αλλά συνέζων ακόμη και μετά άλλωνεθνών της αυτής ομοφυλίας, διότι αναντίρρητον είναι, ότι αι σημαντικώταται των γεωργικών λέξεων, είναι μεν ξέναι προς τα ασιατικά έθνη της Ιαπετικής ομοφυλίας, κοιναί όμως όχι μόνον προς τους Έλληνας και τους Ιταλούς, αλλά και προς άλλα ομόφυλα έθνη, τους Κελτούς, τους Γερμανούς, τους Σλαύους και τους Λιθουανούς.» (Θεόδωρος Μόμσεν, Ρωμαϊκή Ιστορία Α’, 1906, 31-32).

  • «Οι ζωντανές γλώσσες, όπως οι ζωντανές λογοτεχνίες, αλληλοεπηρεάζονται, είναι νόμος. Αλλά η μηχανική μεταφορά ξενισμών, όπως γίνεται τώρα εντατικά, εκεί που χρησιμοποιείται η επίσημη γλώσσα, και στο σημείο που κατάντησε, είναι επαρχιωτισμός. Το μεγάλο ελάττωμα της καθαρεύουσαςκαι της γλώσσας των “σαλονίων”, εκείνο που περιέχει όλα τα άλλα,είναι ότι δεν έχουν αντιστάσεις. Είναι έρμαια ιδιώματα.» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές Α’, έκδ. δ’, 1981, σ. 474).

Μετά από πεντηκονταετή θητεία στη μελέτη του αινίγματος των ΒΛΑΧΩΝ, και μετά την έκδοση άνω των 25 βιβλίων και μελετών για τους ΒΛΑΧΟΥΣ, θαρρώ ότι νομιμοποιούμαι να εκφράσω δημόσια επιστημονική θέση για το αν υπάρχει η όχι ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ –ας την αναφέρω ορθά: ΑΡΜΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ή αλλιώς Αρμâνέσhτι–, αν είναι γλώσσα ή διάλεκτος ή ιδίωμα, αν γράφεται ή δεν γράφεται, αν υπάρχει βλάχικο αλφάβητο ή όχι, αν υπάρχει βλάχικη γραφή ή όχι, αν πρέπει να γράφεται ή όχι, αν είναι να γραφτεί με ποιο αλφάβητο θα πρέπει: το ελληνικό ή το λατινικό αλφάβητο; ή μήπως δεν θα πρέπει να γραφτεί, και άλλα πολλά τέτοια συναφή. Πρόκειται για ένα επίκαιρο θέμα, τον τελευταίο καιρό, στο οποίο έχουν εμπλακεί διάφοροι, κι έχουν γραφτεί ποικίλες απόψεις από επιστήμονες (με εισαγωγικά και χωρίς εισαγωγικά ο όρος), από διανοούμενους, δημοσιογράφους, πολιτικούς κ.ά., με τα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ, και κατ’ επέκτασιν με την ΑΛΗΘΕΙΑ, αφημένα (ξεχασμένα) έξω από αυτόν τον δήθεν «δημόσιο διάλογο», με επίκληση –πολλάκις– παγιωμένων και τετριμμένων στερεοτύπων, που απέχουν της πραγματικότητας και της ιστορικής αλήθειας.

Με αυτά ως δεδομένα, θα επιχειρήσω να εκφράσω την επιστημονική μου θέση, με έκθεση των ιστορικά αντικειμενικών δεδομένων:

  • Οι ετεροπροσδιορισμένοι ως Βλάχοι (εν Ελλάδι Βλάχοι και με άλλες ονομασίες αλλού, π.χ. Τσιντσάροι στη Σερβία, Γκόγκα στην Αλβανία κ.λπ.), δεν αποτελούν ενιαίο φυλετικό η γλωσσικό πληθυσμιακό σύνολο, και αυτοαποκαλούνται με τις ονομασίες Αρμấνjι (οι της Βόρειας Πίνδου, στους νομούς Γρεβενών, Φλώρινας, Καστοριάς, και λοιπής Μακεδονίας και Άνω Μακεδονίας και στις περιοχές του Γράμμου), Ρρâμένjι (ένα τμήμα των λεγόμενων σήμερα Αρβανιτόβλαχων, που κατοικούν στους νομούς Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Λάρισας, Αιτωλοακαρνανίας, Τρικάλων κ.α.) ή και Φâρσhιρότσι ή και Καραγκούνjι (αλλά και με άλλες ονομασίες), Βλάχι και Βλάχιανjι (οι Μετσοβίτες και τμήμα των κατοίκων βλαχοχωριών του Ασπροπόταμου κ.ά.), Βλάσhι (οι της περιοχής των Μογλενών, στην Πέλλα, «τα χωριά του Σκρα» και έως μέσα στην Άνω Μακεδονία κ.λπ.). Όλοι τούτοι δεν ανάγονται σε ενιαίο «ανθρωπολογικό τύπο», αν και ομιλούν «διαλέκτους» της ίδιας ουσιαστικά γλώσσας, δηλ. έχουν κοινό γλωσσικό υπόστρωμα, και έτσι οι ομιλητές της γλώσσας αυτής μπορούν μεταξύ τους να συνεννοούνται και να αλληλοκατανοούνται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα με τον ομιλούντα τη «νυν ελληνική» όταν έρχεται σε γλωσσική επικοινωνία με κάποιον που ομιλεί Κυπριακά, Ποντιακά, Κρητικά, και ναι μεν μέσες άκρες τον καταλαβαίνει αλλά δεν μπορεί να ομιλήσει τη «γλώσσα» του. Αυτό συμβαίνει και με τα «βλάχικα» (εκγραικίζοντας τη λ. αρμâνέσhτι, θα προτιμούσα τον όρο αρμάνικα αντί βλάχικα), και θεωρώ ως πιο διαδεδομένη εκδοχή τους εκείνη των Πίνδιων Αρμάνων (Σαμαρίνας, Αβδέλλας, Περιβολίου κ.λπ., με τις όποιες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις ή διαφορές). Είναι προφανές και εμφανές ότι υπάρχει αρμάνικη γλώσσα, με διαλεκτικές και ιδιωματικές παραλλαγές. Θεωρώ ότι σήμερα οι όροι «κουτσοβλαχική», «αρωμουνική» (λόγιο δημιούργημα το ένα και εφεύρημα του Βέιγκαντ το άλλο), και άλλοι συναφείς όροι, είναι λαθεμένοι, διότι δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική αλήθεια και πραγματικότητα και στη διαδρομή των Αρμάνων, και ότι εξυπηρετούν το ιδεολογικό στερεότυπο του ιστορικά αναπόδεικτου γλωσσικού (ή και φυλετικού/ ανθρωπολογικού) εκλατινισμού ελληνικών πληθυσμών και πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου.

  • Ο αυτοπροσδιοριστικός όρος Αρμấν (ταυτόσημος σήμερα του ετεροπροσδιοριστικού Βλάχος), και εκγραικισμένα Αρμάνος, δεν έχει καμιά σχέση με τη λατινική γλώσσα. Οι ειδήμονες διακηρύσσουν ότι το όνομα Αρμάνος προέκυψε από το λατινικό Romanus με το  αρχαίο ελληνικό προθετικό α: Armanu <Ar(o)manu(s) < a+Romanus, και ότι η ονομασία αυτή σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), το 212 μ.Χ., τότε που δόθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών (Romanus Cives). Τούτο όμως είναι αναληθές και αναπόδεικτο. Ο όρος αυτούσιος και ατόφιος υπάρχει στην αρχαιοελληνική. Δηλ. η λ. Αρμάνος/Αρμάνοι (Αρμấνου/Αρμấνjι) είναι σαφής: «ΑΡΜΑΝ (Αρμάν) σημαίνει τον πόλεμον τη των Φρύγων διαλέκτω, ως φησί Παλαμήδης ιστορικός ο την κωμικήν λέξιν συναγαγών` Μεθόδιος, ή τον ιππόθορον, ην άδουσι Φρύγες εποχούμενοι ίπποις» (Pavli Ernesti Iablonskii Opvscvla, Tomus Tritvs, Edidit Atqve Animadversiones Adiecit Iona Gvilielmvs Te Water, Lvgdvni Batavorvm, Apud A. et I. Honkoop, MDCCCIX [1809], σ. 76). «Ιπποθόρον δε Μυσοί / Ευρείν μίξιν όνων προς ίππους» – «Μυσοί πλησίον όντες Ενετών, όθεν ημιόνων γένος, ή ως και παρά Μυσοίς διαφόρων όντων. Ανακρέων1 Ιππόθορον δε Μυσοί, ευρείν μίξιν όντων προς ίππους εξ ων ημίονοι» (Anacreontis Carminum Reliquias Edidit Theodorus Rergk. Lipsiae MDCCCXXXIV [1834], σ. 137-138). – Είναι σαφές ότι ο αρχαιοελληνικός όρος ΑΡΜΑΝ σχετίζεται με τους και σήμερα αυτοαποκαλούμενους Αρμάνους (ετεροπροσδιορισμένους ως Βλάχους), που σημαίνει ανθρώπους του πολέμου και σχετιζόμενους με τα μουλάρια (ιπποθόρους), ως οδίτες και αγωγιάτες, δύο βασικές εκφράσεις της ιστορικής διαδρομής τους, με βάση όλες σχεδόν τις πρωτογενείς πηγές, όπως και ο νομαδικός ποιμενικός βίος τους. Άρα, είναι παντελώς αβάσιμος και αναπόδεικτος ο ισχυρισμός ότι το Armanu < Ar(o)manu(s) < a+Romanus, που ισχυρίζονται με την επιστημονική τους αφέλεια οι ειδικοί, και που την έχουν επιβάλλει με την εξουσία των ακαδημαϊκών τίτλων και θέσεών τους, και έτσι έχει υπάρξει η παγίωση των αναπόδεικτων θεωριών τους… που είναι απλά θεωρίες!

  • Το όνομα «Βλάχος» είναι γνωστό στον Ελληνικό κόσμο από τον 14ο αιώνα π.Χ., ή αναμφίβολα από το 280 π.Χ., όταν έγινε η μετάφραση της «Παλαιάς Διαθήκης» από τους «Εβδομήκοντα», στην οποία γίνεται αναφορά σε εβραίο βασιλιά ονόματι Βλαχ, αλλά και Σύριο βασιλιά ονόματι Βλαχ! Από εκεί και πέρα ήδη είναι με χρονολογική σειρά δοσμένη η εμφάνιση του ονόματος αυτού, και η ιστορική διαδρομή του, μέχρι και στις ημέρες μας. Βέβαια, υπάρχει μια πολυωνυμία του ονόματος, η οποία έχει καταλήξει σε… Ομωνυμία!… Να μη διαφύγει όμως της προσοχής μας το γεγονός ότι «Βλάχοι Ελληνορθόδοξοι», πάει να πει προερχόμενοι από τις ελληνικές χώρες, έχουν μετοικίσει το 1234 από την Πίνδο και έχουν εγκατασταθεί στην Τρανσυλβανία, και από τότε άρχισε να εμφανίζεται και εκεί ο όρος «Βλάχοι», ενώ στις ελληνικές χώρες ο όρος αυτός –Βλάχοι– υπάρχει γραπτώς ήδη από το 1020, αν και από το 325 μ.Χ. υπάρχει επίσκοπος ονόματι Βλάχος συμμετέχων στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας.  Οι εν Ελλάδι Βλάχοι οφείλουν το όνομά τους στον όρο Δράκος / Δράκοι. Ως γιγαντόσωμοι πολεμιστές και ορεσίβιοι Πελασγοί στα Θεσσαλικά βουνά, που είναι η κοιτίδα τους, ήταν για τους άλλους ΔΡΑΚΟΙ! Η τροπή και η εξέλιξη αυτής της λέξης στην πελασγο-αιολική «δημιουργεί» τη λέξη: Δράκος/Δράκοι à Βλάχος/Βλάχοι! Έτσι, όμως, τους ονόμασαν οι άλλοι. Ο όρος Δράκοι, με τροπή και εξέλιξη, ουσιαστικά έκανε αυτή τη διαδρομή: Δράκοι à Βράκοι à Βράχοι à Βλάχοι ή Δράκοι à Βράκοι à Βλάκοι à Βλάχοι! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί για τους Βλάχους τον όρο Βράκοι (αντί Βλάχοι, στην α’ έκδοση της Αλεξιάδος), το ίδιο και ο ποιητής Φίλης και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο οποίος πολύ πιο ξεκάθαρα, αργότερα, χρησιμοποιεί τους όρους Βράχοι, Βλάκοι (για τους Βλάχους)! Οι ετεροπροσδιοριζόμενοι Δράκοι / Βράκοι / Βράχοι / Βλάκοι / Βλάχοι Πελασγοί είναι αυτοί που έχουν ιδρύσει αποικίες σε όλον τον γνωστό αρχαίο κόσμο, και έχουν αφήσει σημάδια της γλώσσας τους και των εθίμων τους παντού. Η Επιτύμβια Στήλη των Καμινίων Λήμνου, έτους 510 π.Χ., με κείμενα γραμμένα σε Πελασγική Γλώσσα, με Πελασγικά Γράμματα, πείθει με την ανάγνωση των κειμένων με βάση την αρμάνικη – βλάχικη γλώσσα, ότι αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία και απόδειξη για το πώς και το γιατί οι Αρμάνοι Βλάχοι είναι απομεινάρια των Πελασγών! Ίσως είναι χρήσιμο να αναφέρω ότι ο Ησύχιος γράφει στο περίφημο Λεξικό του: «βράκος` κάλαμος, ιμάτιον πολυτελές». Ίσως αυτή η λ. βράκος, σχετίζεται με τους Βλάχους, καθότι οι Βλάχοι ήταν και είναι ως σωματότυπος ευθυτενείς και υψηλόκορμοι, και κατά την ιστορική διαδρομή του φορούν πάντα πολυτελή ιμάτια.

  • Οι Αρμάνοι των Ελληνικών χωρών (οι ετεροπροσδιορισμένοι ως Βλάχοι, θα έλεγα οι Ελληνόβλαχοι Αρμάνοι, μιας και με το όνομα Ελληνόβλαχος υπήρξε Έλληνας λόγιος του 14ου αιώνα που έδρασε στη Ρωσία), δεν είναι λατινόφωνοι, δεν σχετίζονται με την Εγνατία οδό (οι οικισμοί των Αρμάνων στο μέγιστο ποσοστό τους είναι μακριά από τη «γραμμή» της Εγνατίας), ούτε σχετίζονται με τις Ρωμαϊκές λεγεώνες ή τη Ρωμαϊκή – Λατινική διοίκηση και τον Ρωμαϊκό στρατό. Αυτό αποτελεί αναπόδεικτο ισχυρισμό των «ειδημόνων» και ευφάνταστη θεωρία που εδράζεται σε υποθέσεις και αναπόδεικτα «στοιχεία»! Αν η αρμάνικη ήταν λατινογενής και απότοκο της γλωσσικής λατινοκρατίας στην Ελληνική Χερσόνησο ή στη Χερσόνησο του Αίμου, τότε θα έπρεπε να έχει στο λεξιλόγιό της λέξεις «διοικητικού χαρακτήρα» και λέξεις «στρατιωτικού χαρακτήρα» από τη λατινική, αλλά τέτοιες λέξεις δεν διασώζει ούτε μία ή δύο η νυν ομιλούμενη αρμάνικη γλώσσα. Και πέραν τούτου, θα έπρεπε οι ειδήμονες να εξηγήσουν πειστικά για ποιον λόγο η αρμάνικη γλώσσα έχει «πίσω » το άρθρο (φαινόμενο που το συναντούμε στην αλβανική και στη βουλγάρικη, καθώς και στη ρουμάνικη γλώσσα), και όχι «μπροστά», όπως συμβαίνει με τις «λατινογενείς» γλώσσες της Δύσης; Ποια ανάγκη επέβαλλε αυτήν την… γλωσσική «ανωμαλία» ή ποια είναι η ιστορική εξήγηση αυτού του «ιδιόρρυθμου» φαινομένου. Απλά, θέλω να πω, ότι αυτά τα «ιστορικά στοιχεία» αυτό που πιστοποιούν είναι το ότι η αρμάνικη γλώσσα δεν είναι λατινογενής, όπως ισχυρίζονται οι «ειδικοί επιστήμονες». Το ότι είναι λείψανο της Πελασγικής, το έχω αποδείξει με δεκάδες  μαρτυρίες πρωτογενών ιστορικών πηγών και με δεκάδες λέξεις σε σχετικούς πίνακες, στη μελέτη μου: ΕΛΛΑΔΙΚΟΙ – ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΠΕΛΑΣΓΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2020. Τα όσα γράφονται περί Βλάχων απηχούν ιδεολογήματα και προπαγάνδες και αντιπροπαγάνδες (που εδράζονται σε εθνικιστικούς ιδεαλισμούς και κρατικές πολιτικές και τακτικές), οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους μετά το 1860. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα τα οποία οι ειδήμονες αποσιωπούν (τρεφόμενοι πολλοί από αυτούς στα πρυτανεία των μυστικών ή φανερών κονδυλίων των διάφορων υπηρεσιών), αφήνοντας την επιστημονική δεοντολογία… απλό θεατή… τεκταινομένων και ανούσιων συγκρούσεων… Οι επιστήμες δεν θεμελιώνονται σε ακτιβιστικά πεδία ούτε σε «ιδιότητες» και «αξιώματα» (πολιτικά, επιστημονικά κ.λπ.), όποια και αν είναι αυτά, καθότι το θέμα το έχει λύσει ήδη ο Πλάτων, λέγοντας ότι επιστήμονας είναι αυτός που κάνει εκείνο το οποίο οι άλλοι θεωρούν περιττό. Μην ανακαλύπτουμε τον τροχό στον 21ο αιώνα! Όποιος διανοείται, κατανοεί τα λεγόμενα μου, και πείθεται ότι η γνώση δεν αποτελεί «κτήμα» των ειδικών, των πολιτικών κ.λπ.

  • Ο ισχυρισμός διαφόρων –και μεταξύ αυτών υπάρχουν καθηγητές πανεπιστημίων, πολιτικοί, «γκεσέμια» συλλόγων και φορέων και ποικίλοι δήθεν «ερευνητές» και άλλοι αργόσχολοι και οκνηροί του πνεύματος– ότι «η βλάχικη δεν γράφεται, γιατί ήταν ανέκαθεν προφορική γλώσσα και δεν γράφτηκε ποτέ και δεν υπάρχει βλάχικο αλφάβητο για να γραφτεί», δεν αποτελεί ανοησία ολκής και καταφανή στρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, αλλά πιστοποιεί το μέγεθος της πλάνης τους ή τον βαθμό επαγγελματισμού της εθνικοφροσύνης τους, πιθανώς με το αζημίωτο. Οι στοιχειωδώς ασχολούμενοι λίγο πιο σοβαρά με τους Βλάχους, γνωρίζουν ότι με χρήση του ελληνικού αλφάβητου εκδόθηκαν: α) το 1770 το Τρίγλωσσο Λεξικό (Ρωμαίικα, Βλάχικα, Αλβανίτικα), στο «Πρωτοπειρία παρά του σοφολογιωτάτου και αιδεσιμωτάτου Διδασκάλου Ιεροκήρυκος, και Πρωτοπαπά Κυρίου Θεοδώρου Αναστασίου Καβαλλιώτου του Μοσχοπολίτου …»)` β) το 1772 το Τετράγλωσσο ΛεξικόΕισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής,…») του Δανιήλ Μοσχοπολίτη (Δανιήλ Μιχάλης Αδάμης)` γ) το 1797 η «Νέα Παιδαγωγία ήτοι Αλφαβητάριον εύκολον του μαθείν τα νέα παιδία τα ρωμανο-βλάχικα γράμματα εις κοινήν χρήσιν των Ρωμανο-Βλάχων» του Κωνσταντίνου Ουκούτα Μοσχοπολίτου` δ) το 1813 η «Γραμματική Ρωμανική, ήτοι Μακεδονοβλαχική» του Μιχαήλ Γ. Μποϊατζή` ε) το 1809 –και με χρήση του λατινικού αλφάβητου– η «Τέχνη της Ρωμανικής αναγνώσεως με λατινικά γράμματα, τα οποία είναι τα παλαιά γράμματα των Ρωμάνων, προς καλωπισμόν παντός του επί τάδε, και αντιπέραν του Δουνάβεως κατοικούντος Ρωμανικού γένους πεπονημένη παρά Γεωργίου Κωνσταντίνου Ρώζα, Πολίτου Ακαδημικού, και Φιλιατρού Κλινηκού εν τω Νοσοκομείω του εν Πέστη της Ουγγαρίας κειμένου Πανδιδακτηρίου, Βούδα 1809». – Αρκούμαι σε αυτά τα παραδείγματα και αποφεύγω να δώσω άλλες λεπτομέρειες για τα μετέπειτα χρόνια και για τη σχετική εκδοτική κίνηση. Όλα τούτα είναι αποδεικτικά της ανοησίας των όσων ισχυρίζονται ότι δεν γράφτηκε ποτέ ή ότι δεν γράφεται η βλάχικη γλώσσα. Είναι εμφανές ότι γράφτηκε και μπορεί να γράφεται είτε με το ελληνικό είτε με το λατινικό αλφάβητο, είτε με οποιοδήποτε άλλο αλφάβητο. Το ποιο από τα αλφάβητα είναι καλό για τη σωστή απόδοση των φωνημάτων είναι κατ’ ουσίαν ένα ψευδεπίγραφο πρόβλημα, διότι η όποια απόπειρα «εγγραμματισμού» μιας προφορικής γλώσσας θα έχει ουσιωδώς τη διευκρίνιση (από τον συγγραφέα) για το ακριβές και ορθό της ηχητικής απόδοσης του κάθε φωνήματος ή του κάθε γράμματος. Τα υπόλοιπα αφορούν τους γλωσσολόγους και τη δουλειά τους, αλλά δεν αφορούν τους δημιουργούς και χρήστες των γλωσσών και λέξεων. Θυμίζω εδώ, στους «διάφορους» δύσπιστους, ότι η γλώσσα της Μάλτας (τα μαλτέζικα) ήταν προφορική γλώσσα μέχρι την απελευθέρωσή της το 1964, και έγινε γραπτή μετά το 1972, και μάλιστα «Το μαλτέζικο αλφάβητο βασίζεται στο λατινικό, αλλά χρησιμοποιεί διακριτικά σε κάποια γράμματα: το ż (το οποίο υπάρχει και στο πολωνικό αλφάβητο) και τα ċ, ġ, għ, ħ και ie, τα οποία υπάρχουν μόνο στα μαλτέζικα»! Θέλω να πω ότι τα βλάχικα μπορούν να γραφτούν είτε με το ελληνικό είτε με το λατινικό αλφάβητο, και ίσως με τη βοήθεια 3-5 γραμμάτων δανείων από άλλες γλώσσες για την ορθή και σωστή φωνητική απόδοση των ήχων και φωνημάτων της. Τα «γράμματα με σημάδια» που συνήθως ή πολλάκις προτείνουν οι «γλωσσολόγοι», θαρρώ πως βαρύνουν μια γλώσσα χωρίς να βοηθούν ιδιαίτερα στην απόδοση των φωνημάτων και ήχων της. Βέβαια, όποιο αλφάβητο γνωρίζει κάποιος μπορεί να το χρησιμοποιήσει για το γράψιμο όποιας γλώσσας θέλει… Τα όποια σχετικά ζητήματα που ανακύπτουν με τη γραφή της βλάχικης είναι ψευδοπροβλήματα. Οι χώρες της Ευρώπης χρησιμοποιούν σήμερα ΜΟΝΟΝ ΤΡΙΑ ΑΛΦΑΒΗΤΑ!  Το Ελληνικό (μόνο σε Ελλάδα και Κύπρο), το Λατινικό (στις περισσότερες χώρες), και το Κυριλλικό (μόνο σε λίγες σλάβικες χώρες). Όλα τα άλλα που γράφονται περί ύπαρξης ή μη βλάχικου αλφάβητου ή για το «δεν γράφτηκε ποτέ η βλάχικη» απηχούν ανοησίες εμφορούμενων από εθνικιστικές ιδέες (επαγγελματιών πατριωτών, και με το αζημίωτο πολλάκις), και τα εδώ αναφερόμενα –αδιαμφισβητήτως αληθή– κονιορτοποιούν τις ανερμάτιστες «απόψεις» τους. Η αρμάνικη (βλάχικη) γράφτηκε για λίγο στις ελληνικές χώρες, με χρήση του ελληνικού αλφάβητου, και γράφτηκε για περισσότερο χρόνο στη Ρουμανία από θύματα της «ρουμάνικης προπαγάνδας», με το λατινικό αλφάβητο, και αφού η νεοσυσταθείσα το 1859-1862 χώρα με το όνομα ROMANIA (που έκλεψε το όνομα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της ΡΩΜΑΝΙΑΣ) εγκατάλειψε πλέον το παλαιό σλαβονικό αλφάβητο γραφής της και υιοθέτησε το λατινικό. Από τότε άρχισαν να γράφονται πολλά κείμενα στη βλάχικη, όπως αυτή διαμορφωνόταν πια από ανθρώπους οι οποίοι ζούσαν σε τούτη χώρα, και οι οποίοι πολλάκις αντικατέστησαν πολλές αρμάνικες λέξεις με «ρουμάνικες», κάτι που είναι εμφανές στα βλάχικα των Αρμάνων-Βλάχων που έχουν γεννηθεί στα μετέπειτα χρόνια στη Ρουμανία. – Το συμπέρασμα είναι ότι η αρμάνικη γράφτηκε για λίγο και μπορεί και πρέπει σήμερα να γραφτεί. Η προτίμησή μου είναι στο ελληνικό αλφάβητο, γιατί αποτελεί συνέχεια του πελασγικού, και αφού οι Αρμάνοι αποτελούν τα λείψανα των Πελασγών (δεν είναι οι Αρμάνοι-Βλάχοι λατινογενείς, ούτε η γλώσσα τους λατινογενής), φρονώ πως πρέπει να επιστρέψουν στην πατρώα γλώσσα τους όπως και στη μητρική γλώσσα τους, καθότι υπήρξαν ανέκαθεν «δίγλωσσοι», και για να διαφυλάξουν αυτή την πανάρχαια γλώσσα τους, γλώσσα μήτρα των ινδοευρωπαϊκών λεγόμενων γλωσσών, όπως έχω αποδείξει στην προαναφερόμενη μελέτη μου.

  • Δυο λόγια και για το εάν η αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα είναι ή δεν είναι γλώσσα ή είναι διάλεκτος, όπως ισχυρίζονται επίσημα και ανεπίσημα εξουσιαστικά χείλη και χείλη ακαδημαϊκών και μη «βλαχολόγων», των οποίων οι αντιεπιστημονικές και ατεκμηρίωτες και προπαγανδιστικές και ανιστόρητες απόψεις τους (πολλές είναι αναρτημένες και στο διαδίκτυο ως κείμενα και ως εικόνα και λόγος) προκαλούν μόνο γέλωτα και οδηγούν στη χλεύη τους εκφραστές τους. Τέτοιο έρεβος σε τόσο… σοφά μυαλά! Άξιος ο μισθός τους και οι ακαδημαϊκές θέσεις που κατέχουν, και άξιες οι υψηλές διοικητικές θέσεις και εκείνων που είναι ριζωμένοι σε Διοικητικά Συμβούλια και σε προεδρεία «Πολιτιστικών Συλλόγων», και οι οποίοι θέλουν να αποκαλούνται «βλαχόφωνοι Έλληνες», αλλά δεν σκαμπάζουν γρι από την αρμάνικη-βλάχικη, η δε χρήση της «ελληνικής» τους απέχει πολύ ακόμα και από εκείνων που έμαθαν μόνο κολλυβογράμματα! Θεωρούν ως αρμάνικα-βλάχικα τα «σιουρίσματα» στα ετήσια ανταμώματά τους. Εύγε σε όλους!…

Επανέρχομαι στο θέμα: «Είναι γλώσσα ή διάλεκτος η αρμάνικη;»

Από τις πηγές και τη σχετική γραμματολογία προκύπτει ότι αυτό που σήμερα ονομάζουμε ή ονομάζεται από τους φιλολόγους και γλωσσολόγους γλώσσα, σε παλαιότερες εποχές ονομαζόταν διάλεκτος! Αν και σήμερα υπάρχουν συγγραφείς που θεωρούν «ισότιμους» τους δύο αυτούς όρους, στους οποίους προσδίδουν ίδιο νοηματικό περιεχόμενο. Είναι γνωστό –στους έχοντες φιλολογική παιδεία– ότι για την έννοια που σήμερα αντιστοιχεί στον όρο διάλεκτος οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν αρχικά τον όρο  γλώσσα. Δίνω κάποια παραδείγματα, για την κατανόηση του θέματος:

Από τον Όμηρο: α) «ἄλλη δ᾿ ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη: ἐν μὲν Ἀχαιοί, | ἐν δ᾿ Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δὲ Κύδωνες, | Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί. | τῇσι δ᾿ ἐνὶ Κνωσός, μεγάλη πόλις, ἔνθα τε Μίνως | ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής,» [Οδ. τ, 175-179] – «…κι είναι |  πολλές οι γλώσσες τους, ανάκατες. Θρέφει Αχαιούς η Κρήτη, | και βέρους Κρητικούς αντρόκαρδους, και Δωριείς, που ζούνε | σε τρεις φυλές, κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς αρχόντους. | Μια πολιτεία, Κνωσό την είπανε, τρανή, και βασιλιάς της, | ο Μίνωας, που το Δία συντρόφευε στα εννιά τα χρόνια πάνω,». β) «πολλοὶ γὰρ κατὰ ἄστυ μέγα Πριάμου ἐπίκουροι, | ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα πολυσπερέων ἀνθρώπων·» [Ιλ. Β, 803-804] – «Στη μεγάλη πολιτεία του Πριάμου βρίσκονται πολλοί σύμμαχοι, | και κάθε φυλή άπο τις πολλές των ανθρώπων έχει και τη δική της γλώσσα.»

Από τον Ηρόδοτο: α) «Γλώσσαν δε ου την αυτήν ούτοι νενομίκασι, αλλά τρόπους τέσσερας παραγωγέων` Μίλητος μεν αυτών πρώτη, κέεται προς μεσημβρίαν` μετά δε Μυούς τε και Πριήνη` αύται μεν εν τη Καρίη κατοίκηνται, κατά ταυτά διαλεγόμεναί σφι. αίδε δε εν τη Λυδίη` Έφεσος, Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί, Φώκαια` αύται δε αι πόλιες τήσι πρότερον λεχθείσησι ομολογέουσι κατά γλώσσαν ουδέν, σφίσι δε ομοφωνέουσι. έτι δε΄τρεις υολοιποι Ιάδες λιες, των αι δύο μεν νήσους οικέαται Σάμον τε και Χίον, η δε μία εν τη ηπείρω ίδρυται, Ερυθραί` Χίοι μεν νυν και Ερυθραίοι κατά ταυτό διαλέγονται, Σάμιοι δε επ’ εωυτών μούνοι` ούτοι χαρακτήρες γλώσσης τέσσερες γίνονται.» – β) «[1.57.1] ἥντινα δὲ γλῶσσαν ἵεσαν οἱ Πελασγοί, οὐκ ἔχω ἀτρεκέως εἰπεῖν· εἰ δὲ χρεόν ἐστι τεκμαιρόμενον λέγειν τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν τῶν ὑπὲρ Τυρσηνῶν Κρηστῶνα πόλιν οἰκεόντων, οἳ ὅμουροί κοτε ἦσαν τοῖσι νῦν Δωριεῦσι καλεομένοισι (οἴκεον δὲ τηνικαῦτα γῆν τὴν νῦν Θεσσαλιῶτιν καλεομένην), [1.57.2] καὶ τῶν Πλακίην τε καὶ Σκυλάκην Πελασγῶν οἰκισάντων ἐν Ἑλλησπόντῳ, οἳ σύνοικοι ἐγένοντο Ἀθηναίοισι, καὶ ὅσα ἄλλα Πελασγικὰ ἐόντα πολίσματα τὸ οὔνομα μετέβαλε, εἰ τούτοισι τεκμαιρόμενον δεῖ λέγειν, ἦσαν οἱ Πελασγοὶ βάρβαρον γλῶσσαν ἱέντες. [1.57.3] εἰ τοίνυν ἦν καὶ πᾶν τοιοῦτο τὸ Πελασγικόν, τὸ Ἀττικὸν ἔθνος, ἐὸν Πελασγικόν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε. καὶ γὰρ δὴ οὔτε οἱ Κρηστωνιῆται οὐδαμοῖσι τῶν νῦν σφεας περιοικεόντων εἰσὶ ὁμόγλωσσοι οὔτε οἱ Πλακιηνοί, σφίσι δὲ ὁμόγλωσσοι, δηλοῦσί τε ὅτι τὸν ἠνείκαντο γλώσσης χαρακτῆρα μεταβαίνοντες ἐς ταῦτα τὰ χωρία, τοῦτον ἔχουσι ἐν φυλακῇ. [1.58.1] τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι· ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐὸν ἀσθενές, ἀπὸ σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρὸς δὴ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδέ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.» (Ηρόδοτος). – «[1.57.1] Ποιά γλώσσα μιλούσαν οι Πελασγοί δεν ξέρω να πω με βεβαιότητα. Αν όμως πρέπει να πω τη γνώμη μου βασισμένος στους Πελασγούς, που και τώρα ακόμη κατοικούν πάνω από τους Τυρρηνούς στην πόλη Κρηστώνα και που κάποτε ήταν γείτονες αυτών που τώρα ονομάζονται Δωριείς (αφού τότε οι Πελασγοί κατοικούσαν τη χώρα που τώρα τη λεν Θεσσαλιώτιδα)· [1.57.2] βασισμένος ακόμη στους Πελασγούς που έχτισαν στον Ελλήσποντο την Πλακία και τη Σκυλάκη, και που παλιότερα συγκατοικούσαν με τους Αθηναίους· αν πρέπει με βάση αυτά να μιλήσω, οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρικά. [1.57.3] Αν ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο των Πελασγών, όμως το αττικό έθνος, κι ας ήταν πελασγικό, έτσι που μεταβλήθηκε σε ελληνικό, άλλαξε και τη γλώσσα του. Γιατί ούτε οι κάτοικοι της Κρηστώνος είναι ομόγλωσσοι με κανέναν από τους γείτονές τους ούτε οι Πλακιανοί· αυτοί όμως οι δύο μεταξύ τους είναι ομόγλωσσοι, και αποδείχνουν ότι τον χαρακτήρα της γλώσσας που πήραν μαζί τους μετοικώντας στα νέα αυτά μέρη, τον κράτησαν και δεν τον άλλαξαν. [1.58.1] Το ελληνικό έθνος, αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλεί — αυτή είναι η πεποίθησή μου· αφότου όμως ξέκοψε από το πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ᾽ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη.»

Πασιφανές, λοιπόν, ότι ο όρος διάλεκτος δήλωνε την ατομική πραγμάτωση της γλώσσας, ή ακόμη και την ξένη προς την ελληνική γλώσσα.

Από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα: «Διάλεκτος δε έστι λέξις ίδιον χαρακτήρα τύπου εμφαίνουσα, ή λέξις ίδιον ή κοινόν έθνους επιφαίνουσα χαρακτήρα. Φασί δε οι Έλληνες διαλέκτους είναι τας παρά σφίσι πέντε, Ατθίδα, Ιάδα, Δωρίδα, Αιολίδα και πέμπτην την κοινήν, απεριλήπτους δε ούσας τας βαρβάρων φωνάς μηδέ διαλέκτους, αλλά γλώσσας λέγεσθαι.»

Από τον Γρηγόριο τον Κορίνθιο, που είναι σαφής και ξεκάθαρος: «Διάλεκτος εστι λέξις ίδιον χαρακτήρα τύπου εμφαίνουσα/ | Διάλεκτοι δε εισι πέντε, Ιάς` Ατθίς` Δωρίς` Αιολίς, και Κοινή` η γαρ πέμπτη, ίδιον ουκ έχουσα χαρακτήρα, κοινή ωνομάσθη, διότι εκ ταύτης άρχονται πάσαι. ληπτέον δε ταύτην μεν ως (προς) κανόνα, τας δε λοιπάς προς ιδιότητα. | Ελληνικάς δε συνέβη ταύτα, ως Έλληνας, του Διός μεν υιού, κατ’ επίκλησιν δε Δευκαλίωνος, τους κατά την Ελλάδα τόπους κατεσχηκότος` πάσας μεν λέγεσθαι Ελληνικάς φησί, κατ’ είδος τας προσωνυμίας από των εκείνου παίδων λαβούσας. | …» (Gregorii Corinthii et Aliorvm Grammaticorvm LIbri de Dialectis Lingvae Graecae. Qvibvs Additvr Nvnc Primvm Editvs Manvelis Moschopvli Libellvs de Vocvm Passionibvs. Recenevit et Cvm Notis Gisb. Koenii, Fr. Iac. Bastii, Io. Franc. Boissonadi Svisqve Edidit Godofr. Henr. Schaefer. Lipsiae MD CCCXL [1840]. σ. 642-643).

Από τον Κωνσταντίνο Λάσκαρι τον Βυζάντιο ο οποίος διευκρινίζει και επισημαίνει: «Οι μη βουλόμενοι την Κοινήν καταριθμείν Διάλεκτον ταις προειρημέναις Τέσσαρσιν, αιτιώνται τούτω τω τρόπω. ουδενί γαρ φασιν έχειν ίδιον. αλλ’ ώσπερ τετραφάρμακος δύναμις εκ τεσσάρων συνεστώσα, τετραφάρμακον λέγεται, ουδέν ίδιον έχουσα, ούτω και η Κοινή Διάλεκτος εκ Τεσσάρων συναρμοσθείσα, ουκ οφείλει συναριθμείσθαι ταύταις. | Των δε την Κοινήν Διάλεκτον εισηγησαμένων, οι μεν λέγουσιν, ότι πάσαις συμβέβληται ταις Διαλέκτοις ταις ομοφώνεις, οίον, φίλος, νυξ, και τα τοιαύτα. οι δε, ότι ουκ έστιν έχουσα τύπον, αλλ’ εκ διαφόρων Λέξεων συνηθροισμένη. μεταπτώσεις; δε αυτής ουχ ευρίσκονται. Ιάδι έγραψεν Όμηρος, Ατθίδι, Αριστοφάνης, Δωρίδι Θεόκριτος. Αιολίφι δε Αλκαίος. Κοινή, Πίνδαρος. | Διάλεκτος εστί Λέξις ίδιον χαρακτήρα τύπου επιφαίνουσα, ή Λέξις, ίδιον, ή κοινόν επιφαίνουσα ψαρακτήρα. Διάλεκτοι δε εισίν, ει και την Κοινήν τις καταριθμοίη, πέντε. Ιάς, Ατθίς, Δωρίς, Αιολίς, Κοινή. η γαρ Πέπτη ίδιον` ουκ έχουσα χαρακτήρα, Κοινή ωνομάσθη, ήτοι ότι Κοινή τοις των πασών χαρακτήρσι χρήται, και εκ των Τεσσάρων καθέστηκεν. ή ότι Κοινώς αυτή πάντες χρώνται. ή διότι εκ ταύτης άρχονται, ως ταύτης ούσης, πάσαι. αναπεμπτέον δε, ταύτην μεν ως προς Κανόνα. τας δε λοιπάς, προς ιδιότητα, τας μεν ως Βαρβάρους εν πλήθει ούσας, και απεριλήπτους, ουκ έστι ράδιον παραδούναι. | Άλλως τε, ουδέ λεκτέον αυτάς Διαλέκτους, αλλά γλώσσας. τας δε Ελληνικάς συνέβη καλείσθαι, ως Έλληνος του Διός μεν υιού, κατ’ επίκλησιν δε, Δευκαλίωνος, του τους την Ελλάδα τόπους κατεχηκότος, πάσας μεν συνέβη λέγεσθαι Ελληνικάς φωνάς. κατ’ Είδος δε τας Προσωνυμίας, από των εκείνου παίδων λαβείν. Διασπαρέντων γαρ τούτων εις πλείονας τόπους, και την αυτήν φωνήν ουκ έτι φυλαξάντων, αλλά τη των τόπων μεταβολή άμα και την φωνήν μεταβαλόντων, συνέβη Διαλέκτους λέγεσθαι.» (Γραμματική Κωνσταντίνου Λασκάρεως του Βυζαντίου. Περιέχουσα πάντα τα εν ταις άχρι τούδε Εκδόσεις ευρισκόμενα. Συν τούτοις δε και άλλα τινά χρήσιμα τοις πρωτοπείροις Μαθηταίς. Επιστασία Σπυρίδωνος Βλαντή. Ενετίησιν, Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1819, σ. 420-421).

Ο Παναγιωτάκης Κοδρικάς γράφει –για τούτο το θέμα– σε σπουδαία μελέτη του, τα εξής: «λζ. Πολλοί και μεταξύ ημών, όσοι ευγενούς ευμοίρησαν αγωγής, ιξεύρουν ότι παρά Λατίνοις η λέξις Lingua, όπερ καθ’ ημάς απλώς ερμηνεύεται  Γ λ ώ σ σ α,  διαφέρει κατά σημασίαν από την λέξιν Dialectus, όπερ και κατά φωνήν και κατά σημασίαν είναι είναι λέξις Ελληνική. Όθεν το μεν Lingua επί του καθόλου της εθνικής φωνής, το δε Dialectus επί χωρικού εν μέρει ιδιώματος οι λατινίζοντες μεταχειρίζοντα. Αλλ’ ενταυτώ είναι τοις πάσι γνωστόν ότι, και εις την Λατινικήν, και εις την Γαλλικήν φωνήν, σώζεται η Ελληνική λέξις  γ λ ώ σ σ α  (Glossa). Η οποία παρ’ αυτοίς σημαίνει παράφρασιν, εξήγησιν, ή και παρωδίαν` ο έστι  Interpretation, Explication, Parodie` και πολλάκ λέξιν άχρηστον, ή δύσληπτον. Αν λιπόν ο μεταφραστής των περί Ελληνικής Διαλέκτου ξένων ιδεών, πιστός εις τον κατά ξένην διάλεκτον ορισμόν των Ελληνικών λέξεων, ήθελε μεταφράση το μεν  Lingua, ή  Langue,   γ λ ώ σ σ α  κατηγορούμενον επί του καθόλου της εθνικής φωνής. Το δε Dialectus, ή Dialecte,  δ ι ά λ ε κ τ ο ν,  ως χωρικού εν μέρει ιδιώματος σημαντικόν, πώς έχει να μεταφράση το Glossa, ήτοι Ελληνικώς  Γ λ ώ σ σ α;  και μάλιστα έχων κατά κεφαλής, ως κεραυνόν επερχόμενον, τον ορισμόν του Αριστοτέλους, “Γ λ ώ σ σ α  δ’  έ σ τ ι  β α ρ β α ρ ι σ μ ό ς!”» (Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου παρά Παναγιωτάκη Καγκελλαρίου Κοδρικά, Του εξ Αθηνών, Πρώτου Μεγάλου Γραμματικού της Αυθεντείας Βλαχίας, και Μολδαυΐας. Εκδοθείσα Φιλοτίμω Δαπάνη των ευγενών και φιλογενών κυρίων Αλεξάνδρου Πατρινού και Αδελφών Ποστολάκα, Τόμος Α’, Εν Παρισίω, Εκ της Τυπογραφίας Ι. Μ. Εβεράρτου. ,ΑΩΙΗ’ [1818],, σ. 203-204). – Δίνει δε ο Π. Κοδρικάς σε υποσημείωση, και τον ορισμό της Γαλλικής Ακαδημίας: «Κατά τον αυτόν λόγον και το λεξικόν της Γαλλικής Ακαδημίας δίδει τον ορισμόν των δύω αυτών λέξεων. Όθεν εξηγεί Γλώσσα σημαίνει το ιδίωμα, τας λέξεις, και τους τρόπους του ομιλείν ενός Έθνους. Την δε Διάλεκτον εξηγεί ότι Διάλεκτος έστι τρόπος ομιλίας ιδιαίτερος μιας πόλεως ή μιάς επαρχίας παραγομένη από την γενικήν γλώσσαν του Έθνους. – Ποίος άρα αμφιβάλλει ότι κατ’ αυτόν τον ορισμόν θέλει και ο φιλόσοφός μας να μεταχειρισθή τας Ελληνικάς λέξεις εις την Γλώσσαν μας!» (Ό.π., σ. 203).

Το συμπέρασμα εξ όλων τούτων είναι ότι η αρμάνικη-βλάχικη είναι (με όρους σημερινούς) γλώσσα που έχει μεν τις διαλέκτους της αλλά δεν έχει την κοινή της, καθότι οποιαδήποτε «κοινή γλώσσα» προκύπτει μόνον διά του εγγραμματισμού της και διά της διδασκαλίας της. Έτσι έχουν τα πράγματα, και είναι τόσο απλά και κατανοητά, χωρίς άλλες περικοκλάδες… Μόνο μια «λόγια παράδοση» μπορεί να δημιουργήσει μια «κοινή αρμάνικη-βλάχικη», και τέτοια κοινή αρμάνικη γλώσσα δεν υπάρχει. Επειδή δε οι εθνικιστικοί κύκλοι, απανταχού της γης, θεωρούν τη γλώσσα ως «φορέα εθνικών ιδεών», φοβούνται μη τυχόν στο μέλλον (κοντινό ή απώτερο) οι ιδέες αυτές περί εγγραμματισμού και διδασκαλίας της αρμάνικης-βλάχικης, λάβουν «εθνικιστικό χαρακτήρα» ή «αλυτρωτικό χαρακτήρα», και άρα έτσι είναι δυνατόν να θέσουν κάποια στιγμή στο μέλλον ζητήματα «δημιουργίας εθνικού κράτους», οπότε αυτός είναι ο λόγος που θέλουν παντί τρόπω την εξαφάνιση και τον θάνατο της αρμάνικης-βλάχικης και κάθε «λιγότερο ομιλούμενης γλώσσας»… Φαντάσματα του νου τους, αναμφίβολα, και αδυναμία κατανόησης των κοινωνικών εξελίξεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Η αρμάνικη-βλάχικη, δεν τελεί σήμερα υπό τις συνθήκες πρότερων κοινωνικών συγκροτήσεων, άρα δεν μπορεί να διασωθεί με την προφορική διάδοσή της, διότι από τη μια την έχουν «ευτελίσει», προσδίδοντας το πιο χυδαίο, μειωτικό και ρατσιστικό περιεχόμενο σε βάρος του όρου Βλάχος (από όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, και από κάποιους δήθεν επώνυμους διανοούμενους, καθηγητάδες, σεναριογράφους, αρθρογράφους κ.λπ., αλλά και από άλλους δήθεν βλαχολόγους, που θέλουν να επιβάλουν τον διαχωρισμό των Βλάχων, ανάλογα με το αν το ΒΗΤΑ είναι πεζό ή κεφαλαίο (!), και γράφοντας τις πιο απίθανες ανοησίες σαν «επιστημονικές απόψεις», και που οι «τέτοιοι τύποι» βραβεύονται γι’ αυτές τις ανοησίες τους από Ακαδημίες, Υπουργεία, Πνευματικούς Φορείς και πάει λέγοντας. Είτε με πεζό είτε με κεφαλαίο Α γράφεται η λ. ΑΡΜΑΝΟΙ, είτε με πεζό είτε με κεφαλαίο Β γράφεται η λ. ΒΛΑΧΟΙ, είτε με πεζό είτε με κεφαλαίο Γ γράφεται η λ. ΓΡΑΙΚΟΙ κ.ο.κ. για όλους πάντα η λέξη θα σημαίνει Αρμάνος, Βλάχος, Γραικός κ.ο.κ. Έχουμε, όμως εξηγήσει νωρίτερα το περιεχόμενο των λ. ΑΡΜΑΝΟΣ και ΒΛΑΧΟΣ, με βάση τις αδιάψευστες πρωτογενείς ιστορικές πηγές και μαρτυρίες, οπότε γίνεται κατανοητό για ποιον λόγο κυριαρχεί τούτη η «βλαχοφοβία» από ιθύνοντες και «υπερπατριώτες» (με το αζημίωτο), και η ενσυνείδητη στρέβλωση της πραγματικότητας και της αλήθειας, και η επωδός της επίκλησης των φαντασμάτων του παρελθόντος, ενός παρελθόντος όχι ιδιαίτερα μελετημένου.

Η ΑΡΜΑΝΙΚΗ-ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, όμως, ως ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΠΕΛΑΣΓΩΝ (η λατινική είναι κόρης της αρμάνικης-βλάχικης, και όχι το αντίθετο, όπως έχει επιβληθεί το ψεύδος κατά τους δυο τελευταίους αιώνες), και ως τέτοια πρέπει να καταγραφεί κατεπειγόντως, ενόσω ακόμα ζουν γηραιοί φυσικοί ομιλητές της, και υπάρχει μέγας γλωσσικός θησαυρός μη καταγεγραμμένος από τους μέχρι τώρα Λεξικογράφους της Αρμάνικης-Βλάχικης, και μέγας πολιτισμικός θησαυρός που δεν έχει καταγραφεί από τους ερασιτέχνες «λαογράφους» ή από άλλους ερευνητές. Και προς τούτη την κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ο εγγραμματισμός της και η διδασκαλία της, για τη διάσωση ενός ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ που ανήκει πρωτίστως στην Ελλάδα και ταυτόχρονα και σε ολόκληρη την οικουμένη.

Τούτη την αγωνία μου εξέφρασα από το 1985, στο πρώτο μου βιβλίο: Παραμύθια των βλαχοφώνων Ελλήνων, εικονογράφηση Α. Φουντουκλής, εκδ. Αργοναύτης , Αθήνα 1985, γράφοντας στον πρόλογο, μεταξύ άλλων: «Σ’ αυτόν τον τόμο μιλάει η μνήμη και η καρδιά. Μιλάει η γλώσσα που αντιστέκεται στον καθημερινό θάνατο, η γλώσσα που ο πολιτισμός και οι όποιες πολιτικές σκοπιμότητες την θέλουν, ντε και καλά, πεθαμένη.» Δύο παραμύθια είναι γραμμένα και στα βλάχικα με χρήση του ελληνικού αλφάβητου. Κατόπιν, το 1986, στο βιβλίο μου: Βλάχοι, Μνημεία ζωής και λόγου ενός πολιτισμού που χάνεται, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1986α, 2003β, έγραφα στο προλογικό σημείωμα, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Εγκαταλείποντας κανείς γλώσσα και πολιτισμό της φύτρας του στην πατρίδα μας, γίνονται νήμα και στημόνι σ’ ένα νεκρικό σεντόνι, που… “φιλοδοξεί” να θάψει τον ελληνισμό!… Ο κομπλεξικός μαϊμουδίστικος μιμητισμός και η άρνηση του πάτριου κληροδοτήματος είναι στοιχεία όχι μόνο εθνικής μας αφαίμαξης, αλλά και κατάργησης της φυσικής μας ιδιότητας του   π ο λ ί τ η…» Τα βλάχικα κείμενα τα δημοσιεύω κι εδώ με χρήση του ελληνικού αλφάβητου, και το ίδιο πράττω και σε τρία ποιητικά μου έργα και σε ογκώδη μελέτη, ενώ συνέχισα με άλλα 23 «βλαχολογικά έργα», και με έκδοση σχετικής Γραμματικής – Συντακτικού της Αρμάνικης των Ελληνοβλάχων, χώρια δε τα δεκάδες δημοσιεύματά μου σε περιοδικά και εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κ.λπ. –  Τα δύο ανωτέρω προαναφερθέντα έργα μου έτυχαν ευμενούς και πλατιάς αποδοχής –όπως και τα άλλα που εξέδωσα– και αποτέλεσαν βασικές πηγές σε πάμπολλες «βλαχολογικές μελέτες» στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ

Οι φυσικοί κληρονόμοι του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας είναι οι Ρωμηοί και οι Βλάχοι, κατά τον Δημήτριο Καταρτζή (1730-1807), τον σπουδαίο αυτόν δάσκαλο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, θεμελιωτή της ιδεολογίας του Νεοελληνικού Έθνους, ο οποίος σε σπουδαία μελέτη του, με τίτλο «ΣΧΕΔΙΟ αγωγής των παιδιών Ρωμηών και Βλάχων, που πρέπει να γένεται μετά λόγου στα κοινά και σπητικά σκολειά», καταθέτει έξοχους προβληματισμούς και αξιοπρόσεχτες θέσεις-προτάσεις, για την εκπαίδευση και την αγωγή των Ρωμηών και των Βλάχων, και τη μύησή τους στη γλώσσα, στον πολιτισμό, στη σκέψη και στη φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων. Πράγματα χρήσιμα, που πρέπει να ληφθούν σήμερα υπ’ όψιν, από τους ασκούντες πολιτική εξουσία, ή τους έχοντες ακαδημαϊκή εξουσία, ώστε να καθιερώσουν τη διδασκαλία της αρμάνικης-βλάχικης, χωρίς περιστροφές και φόβους, ξεπερνώντας τον «επαρχιωτισμό των σαλονίων». Δεν μπορεί και δεν πρέπει να φοβάται κανείς την μητρική γλώσσα εκείνων που δημιούργησαν τη σύγχρονη Ελλάδα, ανασταίνοντάς την από το πουθενά, «με τ’ άρματα, τα γρόσια και τα γράμματα», επικαλούμενοι φόβους!

Αντιγράφω, λοιπόν, από το «Σχέδιο αγωγής» του Καταρτζή (βλέπε: Δημήτριος Καταρτζής,  Τα Ευρισκόμενα, Εκδότης Κ. Θ. Δημαράς, Εκδόσεις «Ερμής», Αθήνα 1970, σ. 24-41), μόνον τα εδάφια τα οποία αναφέρονται άμεσα στους Βλάχους:

  • «Όθεν, βάνωντας σκοπό να γράψω το παρόν για την αναθροφή της νεολαίας Ρωμηών και Βλάχων, ό,τι πω για το σκολειό του Βουκουρεστιού, το λέγω και για το σκολειό του Ιασιού. Κ’ επειδή το σκολειό της Βλαχιάς θεωρείται διχώς, ή καθό διδάσκει μαθητάδες Βλάχους, ή καθό Ρωμηούς, ό,τι πω για τ’ αυτουνούς ξεχωριστά εκτείνεται και σ’ όλους τους τόπους που κατοικού τέτοιοι.

Για όλ’ αυτά όμως λαλώντας εγώ, δεν έχω σκοπό να ’γγίξω κανέναν δάσκαλο μήτε μαθητή, μήτε το σκολειό τ’ Άγι-Σάββα μήτ’ άλλο κανέναν` επειδή κ’ είμαι πληροφορημένος πως τόσο στα σκολειά, όσο και στ’ αρχοντικά, κι άλλα σπίτια, βρίσκουνται και δάσκαλοι προκομμένοι, και μαθητ’ επιμελείς και μ’ επίδοσι`  αλλά ο σκοπός μου είναι για την ευκολία ολωνών, να εκθέσω μερικαίς αρχαίς και αξιώματα της θεωρητικής αγωγής κ’ έπειτα να δείξω τα σφάλματα της αγωγής των νέων που θα ’ναι μέχρι τούδε, προξενεμέν’ απτή δυστυχία του γένους` και τρίτον, να πασχίσω να δείξω έναν τρόπο εύκολο και μεθοδικό διά την πρακτική αγωγή της νεολαίας Ρωμηών και Βλάχων στα σκολειά και στα σπήτια.» (σ. 25).

  • «Να λοιπόν το παιδί, αν ήταν πέντε χρόν’ όταν άρχισε τα γράμματα, έγινε κοντά είκοσι` και τούτο στα ρωμηόπουλα ή στα βλαχόπλα, που ξέρουν από μικρά τα ρωμαΐκα` ειδ’ εκείνα που θα τα μάθουν στο δ’ασκαλο, καθώς είναι περισσότερα, μπορούν ν’ αργοπορήσουν με μεγάλαις δυσκολίαις και να φτάξουν σ’ αυτήν τη δύναμι τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια, ίσως και περισσότερα, όρος που σπάνιον ένα παιδί ακολουθά τα μαθήματά του. Ενδέχεται μερικοί δάσκαλοι να ’λιγοστέψουν τα χρόνια, πλην ώντας η αυτή μέθοδος, δεν προχωρεί περισσότερα το παιδί, ίσως και βλαφθή μάλλον από ξεπεσμό του καιρού. Τα βλαχόπλα πάσχουν πολλά περισσότερ’ απτά ρωμηόπλα, επειδή και τα διδάσκουν εν ταυτώ τα ελληνικά τα μιξοβάρβαρα, και τα ρωμαΐκα που δεν ξέρουν επίσης, κι οπού τους τα μαθαίνουν με τον ίδιον τρόπο που έχουν άπαξ, χωρίς ν’ ανακατώσουν παντελώς τα βλάχικα` ωσάν οπού κ’ οι περισσότεροι δάσκαλοι δεν τα ξέρουν και μήτε θέλουν να τα ξέρουν, αλλά διδάσκουν έτζη τεβεκελή και μόλις κατορθώνουν τίποτες με τη δύναμι της πολυκαιρίας, πολυλογίας και παλιλογίας, ίσια ίσια ενάντια σ’ αυτό που λένε μέθοδο.» (σ. 32-33).

  • «Ο πολίτης μας νέος Βλάχος έχει να μάθη να γράφη και να λαλή τα βλάχικα καλλιεργημένα, να μάθη στην ίδια γλώσσα του γενικώς τα δόγματά μας και τη γραφική και εκκλησιαστική ιστορία, την ιστορία της Βλαχιάς και τη γενική, ομοίως και τη γεωγραφία και τη φυσική ιστορία, της συνήθειαις του τόπου και τα νομικά, και κάτι τ’ απταις επιστήμαις, να γράφη και να συντυχαίνη πολίτικα ρωμαΐκα, καλλιεργημένα πάλε. Τα ίδια σχεδόν έχει να μάθη κι ο εκκλησιαστικός μας Βλάχος, πλην τόσο που θέλει διατρίψει μάλλον στα δόγματα, στη Θεία Γραφή και στην ιστορία την εκκλησιαστική, και τ’ άλλα θα τα περάση σαν πάρεργό του. Ο όρος της σπουδής των νέων να είναι τα δεκαοχτώ χρόνια της ηλικίας τους. Απτούς νέους που ’ναι διωρισμένοι κατ’ εκλογήν για διδάσκαλοι ή απτούς άλλους όσοι θέλουν από γούστο να γένουν σοφοί, έχουν να διαβάσουν με θεμέλιο τα ελληνικά και να σπουδάξουν και λατινικά` καλό ήταν να διδαχτούν και καμμιάν άλλη ζουντανή γλώσσα, που να μπορούν να μεταφράζουν απ’ άλλαις γλώσσαις τωριναίς ιδέαις και να συνεισφέρουν πλούτη της μόδας στην πάτρια γλώσσα τους.

Για να φορμάρουμε τέτοιους πολίτες της Βλαχιάς, πρέπει να ρεφορμάρουμε πρώτα το σκολειό, και να πλάσουμε τα βιβλία που μας χρειάζουνται. […] Έχουμε να συντάξουμε γραμματική βλάχικη και ρωμαίκια ξεχωριστά` κατόπι κ’ αναμεμιγμένα: να ’ξηγάει η μια γλώσσα την άλληνα. […]» (σ. 35-36).

  • «[…] Αυτά όλα να γενούν είναι το μεγαλήτερο κατόρθωμα που μπορούν να κάμουν εις ωφέλειά τους Ρωμηοί και Βλάχοι, ως προς την ένδεια των διδασκαλικών βιβλίων που βρίσκουντ’, οι Βλάχοι μη έχωντας ποτές βιβλία, κ’ οι Ρωμηοί μην έχωντας τέτοια εύληπτα και μεθοδικά και μ’ ευφράδεια. Ο Ρολίνος είν’ αξιολογότατο και χρησιμότατο βιβλίο, όξ’ απτη φράσι του που δεν είναι καλλιεργημένη` κι αφ’ ου μεταφράστηκε δεν το μεταχειρίστηκαν τα σκολειά καθώς έπρεπε. Αμή τα Περσικά του Χρύσανθου σε ποιο σκολειό τα εδίδαξαν;

Το σκολειό πρέπει νάχ’ επικρατούσσαις γλώσσαις ταις δυο ζωνταναίς, ρωμαίκια και βλάχικη, νάχη δασκάλους ξεχωριστούς σε κάθ’ επιστήμη και τέχνη, και σε κάθε γλώσσα που θα διδάξει, ήγουν από ένας να ’ναι καθ’ αυτό στα γραμματικά, ποιητικά, ρητορικά, στη λογική, στα μαθηματικά, αστρονομικά, πειραματικά, ηθικά, ιστορικά, γεωγραφικά, δογματικά, στη Θεία Γραφή, στην εκκλησιαστική θεωρία, στα μουσικά και τα εξής. Μπορεί να βρεθή π’ ο αυτός να διδάσκη την αυτήν μάθησι ρωμαΐκα και βλάχικα, ή τουλάχιστον να το παρασκευάσουν αυτό διά το μέλλον. […] Και μάλιστα είν’ εύκολο να προκόψη τινάς σε μιαν άλλη γλώσσα που κυνηγά, βλέπωντας σ’ αυτήνα της ίδιαις ιδέαιςπου έχει στην ίδια γλώσσα του. Το αυτό ήτανε καλό να γένη και σε καμμιά άλλη ζουντανή γλώσσα της Ευρώπης, για να μπορή το σκολειό να πέρνη νέαις ιδέαιςπου κάθε μέρα εφευρίσκ’ αυτό το γόνιμο σ’ αυταίς μέρος του κόσμου.» (σ. 37-38).

  • «Έτζ’ αυξάνουν τα ζώα και φυτά, έτζ’ αυξάνουν η πολιτείαις, χώραις επιστήμαις και κάθε τι` όθεν κι ό,τι γένη στο πρωτότυπο τούτο σκολειό, να κοινολογιέται σε πολλά σκολειά που ’ναι στης επαρχίαις της Τουρκιάς, και ζουδέτζα της Βλαχιάς, κ’ έτζη θέλει κοινολογηθ’ η προκοπή σ’ όλο το σώμα του κάθε έθνους Ρωμηών και Βλάχων.» (σ. 38).

  • «Η αγωγή του παιδιού κατά την πρόοδο του νου του είναι αυτή: προτού να συντύχ’ αυτό ως τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας του, έχουμε να το δίνουμ’ ιδέαις επί πλέον στο μνημονικό του, κ’ επ’ έλαττον να ’γγίζουμε το διανοητικό του` όθεν εκείνος ο γονιός οπού θέλει και μπορεί να διδάξη το παιδί δυο και τρεις γλώσσαις, ας βάνη δυο και τρεις ανθρώπους να το λαλούν από μια γλώσσα ξεχωριστά, ακόμη προτού να συντύχη τούτο, το οποίο κι όταν συντύχη, θέλει λαλήσει και ταις τρεις εν ταυτώ. Τα πεπεολιτευμένα και κι αυτόνομα έθνη δε μαθαίνουν κανένα μονάχα τη φυσική γλώσσα του, ή παρακάτ’ από τρεις` πλην αυτό φαίνεται κάπου σαν αναγκαίο στα δούλα και υπάλληλα έθνη: ένας Ρωμηός, σαν αναγκαίο μοιάζει πως πρέπει να ξέρη σαν τα ρωμαΐκα του και τα τούρκικα, κ’ ένας Βλάχος σαν τα βλάχικά του και τα ρωμαΐκα. Λοιπόν το παιδί τουλάχιστον σε μια, τη φυσική γλώσσα του, προτού ακόμη να λαλήση, πρέπει να το συντυχαίνη μια γυναίκα ή ένας άντρας, σα δάσκαλος, και να το ’ξηγά, και να το διδάσκη κάθε πράγμαπου υποπίπτει στην αίσθησί του, με όρους οικείους και με προτάσεις απλαίς κι όχι συμπεπλεγμέναις` και το τέτοιο λακιρδί έχει να πάγ’ έτζη αυξάνωντας κατά τη δύναμι της ηλικίας, όσο να ξεσκολήση το παιδί` το οποίο λακιρδί είναι μια διδασκαλία κοινή στην παιδεία, ήγουν ενταυτώ θεολογική , φιλοσοφική, ηθική, ιστορική και τα εξής, ότι και η σοφία μία` κ’ εν ταυτώ να δακτυλοδεικτούμ’ εκείνα που μπορούν να είναι παρόν, ή και ζουγραφίζωντάς τακαι δείχνωντάς τα εκείνα που δεν είναι παρόν. Στους πέντε χρόνους της ηλικίας του το βάνουν το παιδί στα γράμματα της γλώσσας του, και κατόπιν στα ρωμαΐκα, κι ας το διδάσκουν ομοίως σταις δυο γλώσσαις, μια κατόπ’ απτήν άλλη, βλάχικα και ρωμαΐκα, την αγία ιστορία και ιερά κατήχησι, την άλλη ιστορία, χρονολογία και γεωγραφία, διά γραμματικά στης δυο ζουνταναίς γλώσσαις, και τα δυο τους γραψίματα. Στα εννιά χρόνια του το βάνουν στα ελληνικά τα ίδια μαθήματα. Στα ένδεκα στα στα λατινικά με ταις ίδιαις ιδέαις. Πλην πρώτα και υστερα να λείπη το βίαιο κτίθισμα και το άπειρο γράψιμο, κ’ εκείν’ η αδιαφόρετη τεχνολογία, και να ευχαριστιύμαστε να διαβάζη το παιδί παστρικά και μεγαλοφώνως και να σπουδάζη τη σημασία των λέξεων με την έννοια πώχει το κείμενο, κι αλαφρά αλαφρά τη γραμματική τέχνη. Στα δώδεκα χρόνια, δυναμώνωντας τα διανοητικά του παιδιού, κ’ έχωντας και θεμέλιο σε τρεις-τέσσεραις γλώσσαις, και τόσαις ιδέαις απ’ όλαις ταις επιστήμαις αι τέχναις που η μάθησι και η σοφή ομιλία το έδοσε το παιδί, μπορεί πλιο να μπη στα ποιητικά, ρητορικά, και λογικά, κ’ επιστήμαις, κι ακολουθώντας έτι έξι χρόνια, να ξεσκολήση, και να βγη στον κόσμο ξέρωντας να γράφη και να καταλαβαίν’ οπωσούν δυο σοφαίς γλώσσαις, και νάχ’ επ’ εγιντζέ ιδέ’ από κάθε επιστήμη και τέχνη, ώστε να μη λέγετ’ απαίδευτο κι αμαθές. Προσέτι να μπορή σ’ όλην τη ζωή του με την ανάγνωσι και μελέτη να προσθέση ιδέαις στης πρώταις ιδέαις του, και να γένη αυτό που λένε προκομμένος ή και σοφός, και να μπορή στον καιρό να πιάση κοντύλι να συγγράψ’, ή να μεταφράσ’ απ’ άλλη γλώσσα, καλά βιβλία, να ωφελήση το γένος του. Η θεωρία κάμνει τόσο` η πράξι όμως θέλειδιορίσ’ ακριβέστερα την ποσότητα και τον καιρό για κάθε μάθημα, και τον τρόπο της παράδοσίς του, βαίνωντας κατά πόδας στα ειρημένα αξιώματά μας, κι αποφεύγωντας τα ενάντια εις αυτά.

Μ’ αυτά τα βιβλία, και μ’ αυτόν τον τρόπο της διδασκαλίας τεργιάζει η πρακτική μας αγωγή με ταις αρχαίςκαι αξιώματα της θεωρητικής μας που βάναμε. Πέρνει λοιπόν το παιδί διαλεχταίς ιδέαις, και ταις πέρνει κατά τη φυσική τάξι τους. Καταλαβαίνει τι το λέμε, γιατί το διδάσκουμε στη γλώσσα του, βλάχικα ή ρωμαΐκα, ή τα ρωμαΐκα με τα βλάχικα που ξέρει, Τα ρωμαΐκα που το μαθαίνουν είναι μιανής λογής στο σκολειό, στον κόσμο, και στο βιβλίο. Μαθαίνωντας το παιδί πράγματα, κι όχι μόνε λέξεις, συνηθίζει να γένεται περίεργο. Και ταις μάθησες καθώς και ταις αρεταίς ταις αποχτά απτή συνήθεια, κι όχ’ απτήν τέχνη μόνε και νουθεσία, πράγματα και μέσα όχι πάντοτ’ ευτυχισμένα. Οικονομώντας τινάς τα πάθη του παιδιού, και διευθύνωντάς τα με το λόγο, το κάμνει το παιδί γερό, φιλόπονο, φιλότιμο, και φιλόκαλο, και το προξενεί όλαις ταις αρεταίς. Προικίζεται πρώτα το μνημονικό του παιδιού με της διάφοραις γλώσσαις, με την ιστορία και με τ’ άλλα ιστορικώς, κ’ έχ’ αφορμή να δυναμώση το διανοητικό του ν’ αποχτήση τη φιλοσοφία και τα λοιπά συστηματικώς. Δεν αμελιέται το παιδί, ήκιστα αφήνεται στην τύχη να μάθ’ ή να συνηθίσ’ εκείνα που διή στους τυχόντες, ή ακούσ’ από τέτοιους, αλλά γένεται πρόνοια να μαθαίνη την αλήθεια, και να εθίζεται στο καλό. Δεν αφήνετ’ η ελπίδα της προκοπής του νέου στο βιβλίο, που να βαρεθ’ αυτός και να συχαθή τα γράμματ’ αλλά θρέφετ’ η ιδέα του με διάχυσι και διατριβή με το αδιάκοπο σοφό λακιρδί. Ελευθερώνεται απτό βίαιο και αμεθόδευτο κτίθισμα, και το ατελεύτητο γράψιμο και τεχνολογία, και την παράκαιρη κι ανόητηθεματογραφία στα είδη.

Κ’ έτζη γένεται το, παιδί  με τον καιρό άνθρωπος τέλειος, ή, που είναι το αυτό με το οικειότερο νόημα, άνθρωπος με λιγότερα ελαττώματα` και τούτο είναι η ανθρωπινή ευδαιμονία και το άκρο μας όφελος. Κι απτήν καλή αγωγή της νεολαίας έπετ’ αναγκαίως κ’ η ολική αγωγή του έθνους, και η κοινή ευτυχία του.» (σ. 39-41).

Αυτά, λοιπόν, που διακήρυσσε προ του 1800 ο Δημήτριος Καταρτζής, αυτός ο μέγιστος και σπουδαίος Έλλην, μέντορας του αληθινού επαναστάτη (και οικουμενικού Ελληνόβλαχου) Ρήγα Βελεστινλή, μια από τις σημαντικότερες μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ας τολμήσει να το πραγματώσει η σύγχρονη ελληνική πολιτεία, ώστε να διασωθεί η αρχαιότερη «βαρβαρική γλώσσα» (των απόγονων των Πελασγών), τα αρμάνικα-βλάχικα, και να αφήσει κατά μέρος  σε μια  άκρη τα όποια φοβικά σύνδρομα, τα φαντάσματα του παρελθόντος, τις μεθοδεύσεις και αγνωσίες ποικίλων καλοθελητών, τις ανεδαφικές εισηγήσεις των πατριδοκάπηλων τιποτοφρόνων (αλλά παραδόπιστων «πατριωτών») και εσαεί σιτιζόμενων στα πρυτανεία του «Μέλανος Δρυμού» των όποιων «Υπηρεσιών», και να κάνει δημοκρατικά το βήμα, προς την κατεύθυνση που πριν δυο και κάτι αιώνες εισηγήθηκε ο σοφός δάσκαλος του Νέου Ελληνισμού. Μην αναζητούν οι ιθύνοντες «προφάσεις εν αμαρτίαις». Οι Ελληνόβλαχοι Αρμάνοι (οι Βλάχοι), κατά τον Δ. Καταρτζή, είναι το ίδιο κληρονόμοι του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, όσο και οι Ρωμηοί, οπότε τα όσα εισηγείται σε τούτη τη μελέτη του έχουν και ιστορική βάση.

Διότι αλλού ελλοχεύουν οι κίνδυνοι, και το έχει επισημάνει ήδη από το 1946, ο μεγάλος νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης (1900-1971):

«[…] Γιατί όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ή όχι,  ε λ λ η ν ι κ ά`  αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο` σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας.»

Και παραφράζοντας τον Σεφέρη, θα τόνιζα χωρίς περιστροφή:

Χωρίς την αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα ο ελληνικός πολιτισμός θα είναι κατά πολύ πιο φτωχός, έχοντας δε ως ιστορικό δεδομένο ότι οι Ελληνόβλαχοι-Αρμάνοι είναι οι κατεξοχήν ιδρυτές του σύγχρονου ελληνικού κράτους, όντες ανέκαθεν δίγλωσσοι και εσαεί αιμοδότες του Ελληνισμού ως «πρώτοι στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα».

Ελπίζω τη «φωνή» μου να την ακούσουν ευήκοα ώτα…

———————

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Το παρόν κείμενο είναι το πρώτο της νέας σειράς ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ…, που θα συνεχίσει μετά την ολοκλήρωση της σειράς ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ…

————————–

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας