«Αν πιστεύεις στον εαυτό σου, τότε δεν υπάρχει τίποτα ακατόρθωτο. Μην τα παρατάς λοιπόν.
Μην τα παρατάς ποτέ.» (Μπόνιστερ)
Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Ξημέρωνε η τρίτη Κυριακή του πρώτου μήνα της καινούργιας χρονιάς.
Στο ημερολόγιο έγραφε: 16-01-2022.
Ξεκινούσε η μέρα που για μάς, τους ανήσυχους, είναι το αντίδοτο τόσο στην άχαρη ρουτίνα της πόλης, όσο και στην καθημερινότητα των «τυποποιημένων κινήσεων».
Το αντίδοτο αυτό φέρει το όνομα: ‘‘απόδραση στη Φύση’’.
Έτσι εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», που αγαπάμε το περπάτημα, την ορειβασία, τη δράση, την περιπέτεια, την αναζήτηση, την εξερεύνηση, την εμπειρία…επιλέγουμε το βουνό για απόδραση, που: ήταν, είναι και θα είναι το δικό μας «καταφύγιο», η δική μας «ελεύθερη γωνιά» ηρεμίας, ικανοποίησης, του «ανεφοδιασμού» δυνάμεων για τις μέρες της εβδομάδας που θα ακολουθούσε.
Εκεί, στο δικό μας «καταφύγιο», η οποιαδήποτε δράση είναι για μάς μια ξεχωριστή και με πολλά ενδιαφέροντα ‘‘δράση ζωής’’.
Εκεί, στη δική μας «ελεύθερη γωνιά», οι έντονες δραστηριότητές μας συναντούν την απερίγραπτη ομορφιά της Φύσης και η διασκέδασή μας συναντά την εμπειρία.
Το πρωινό μου ξύπνημα ήταν χαλαρό, αυτή τη φορά.
Δεν είχε καμιά σχέση με εκείνα τα πρωινά…των «βάρβαρων» ωρών – ξύπνημα δηλαδή στις τρεις ή τέσσερις τα ξημερώματα-…των «εκτός έδρας» προγραμματισμένων αποδράσεών μας κάποιων Σαββατοκύριακων.
Ο λόγος της όλης χαλαρότητας: η εξόρμηση της ομάδας στον «εντός έδρας» ορεινό όγκο.
Αποφασίσαμε, μέρες νωρίτερα, να αποδράσουμε στο βουνό του Νομού μας, το Βέρμιο, και να ξεκινήσουμε την ορειβατική δράση μας από το τμήμα του εκείνο που ορθώνεται πάνω από την Ηρωϊκή πόλη της Νάουσας και συγκεκριμένα από το τοπωνύμιο ‘‘Ταξιάρχες’’, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από τη θέση ‘‘Πρ. Ηλίας’’.
Και τα δύο παραπάνω τοπωνύμια βρίσκονται στην περιοχή του πολυφωτογραφημένου ‘‘Άλσους Αγ. Νικολάου’’ (φωτ. 1, παλαιότερη).
Τις τελευταίες μέρες, ο «επισκέπτης» ‘‘Διομήδης’’ «έντυσε» στα λευκά όλες σχεδόν τις ορεινές περιοχές της χώρας, εναποθέτοντας μεγάλες ποσότητες χιονιού στους ορεινούς της όγκους.
Έτσι, καταλήξαμε στην πιο πάνω επιλογή του βουνού για να δοκιμάσουμε τις αντοχές μας σε μία, ούτως ή άλλως, απαιτητική ανάβαση και μάλιστα με απάτητο χιόνι, χωρίς να γνωρίζουμε την ποιότητά του -παγωμένο ή όχι- και την ποσότητά του στην περιοχή που επιλέξαμε να ορειβατήσουμε.
Το κυριακάτικο πρόγραμμα που σχεδιάσαμε και θα το ακολουθούσαμε ήταν: «Ανάβαση στην κορυφή ‘‘Αγ. Πνεύμα’’, ξεκινώντας από το τοπωνύμιο ‘‘Ταξιάρχες’’ και περνώντας από το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’» (φωτ. 2).
Τα λεπτά της ώρας κυλούσαν. Κόντευε η καθορισμένη ώρα συνάντησης με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Τελευταίος έλεγχος στο περιεχόμενο του σακιδίου. Όλα τα απαραίτητα για μία χειμερινή ορειβατική δραστηριότητα ήταν στη θέση τους.
Το φορτώθηκα και ξεκίνησα για τη συνάντηση.
Όλοι ήμασταν συνεπείς στην ώρα του ραντεβού μας.
Παντού η απόλυτη πρωινή κυριακάτικη ησυχία.
Ο καιρός έδειχνε ότι θα ήταν καλός σε όλη τη διάρκεια της μέρας. Θα είχαμε, όπως φαινόταν, συντροφιά μας τον ήλιο όσο θα βρισκόμασταν στο βουνό.
Εκείνο, όμως, που αισθανόμασταν έντονα εκείνη τη στιγμή ήταν η ατμοσφαιρική ψυχρούλα. Το θερμόμετρο έδειχνε -2ο Κελσίου.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε τα σακίδιά μας στο τζιπ και ξεκινήσαμε για την κυριακάτικη ορειβατική μας δραστηριότητα.
Τα ρολόγια τη στιγμή εκείνη δείχνανε 07.30΄ π.μ.
Είπαμε «bye-bye» στην ‘‘Βασίλισσα του Βορά’’, την πανέμορφη Βέροια, που ακόμη «κοιμόταν» και πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Έδεσσα (φωτ. 3, φωτογραφία της Βέροιας από τον Sakis Triantafyllou ).
Προορισμό μας ο Αγ. Νικόλαος Νάουσας.
Η οδική πορεία μας χαλαρή. Ήμασταν εμείς, εκείνη την ώρα, οι ρυθμιστές του χρόνου.
Οι «εντός έδρας» αποστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και έτσι, δεν καταλάβαμε για πότε βρεθήκαμε στην περιοχή με τον αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο της, όπως: η Σχολή Αριστοτέλους, οι Μακεδονικοί τάφοι, η Αρχαία Μίεζα κ.α.
Φτάνοντας στα 330 μέτρα υψόμετρο, φάνηκαν τα πρώτα σπίτια της Ηρωϊκής πόλης της Νάουσας, που σε κερδίζει από το δρόμο, ακόμη, καθώς την πλησιάζεις.
«Σκαρφαλωμένη» στην ανατολική πλευρά του Βερμίου, «απλώνεται» στη δασώδη πλαγιά του ορεινού όγκου και από κάτω να πέφτουν τα άφθονα πηγαία νερά της περιοχής, σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες (φωτ. 4, παλαιότερη).
Βρεθήκαμε στο κομμάτι εκείνο της Ημαθιώτικης γης που τη χαρακτηρίζουν τόσο το ιδιαίτερο γεωλογικό ανάγλυφό της, όσο και το ξεχωριστό φυσικό της κάλος.
Το πέρασμά μας από τους δρόμους της Νάουσας, που άρχιζε να μπαίνει στον κυριακάτικό ρυθμό της, σύντομο (φωτ. 5, παλαιότερη).
Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της πόλης, που οδηγούσε στο Άλσος Αγίου Νικολάου.
Πριν φτάσουμε στα τελευταία σπίτια, περάσαμε από την περιοχή με τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις κλωστοϋφαντουργίας, που κάποτε λειτουργούσαν και έσφυζαν από κόσμο. Σήμερα, στέκονταν εκεί έρημα, χωρίς τις φωνές και το πήγαινε-έλα των εργατών-τριών.
Θλιβερή εικόνα.
Κοντεύοντας στο Άλσος Αγίου Νικολάου –απέχει 4 περίπου χλμ από τη Νάουσα-, δεν προχωρήσαμε προς την είσοδο στον «επίγειο παράδεισο» της περιοχής, με τα πανύψηλα υπεραιωνόβια πλατάνια του, με τα πλακόστρωτα δρομάκια του, με τις ξύλινες γεφυρούλες του και τα ξύλινα παγκάκια του, με τις βρυσούλες και τη τεχνητή λίμνη ψαρέματος, με τους χώρους άθλησης και το εκκλησάκι του ‘‘Αγ. Νικολάου’’, με τα πολλά μαγαζιά για φαγητό και τους κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους για να απολαύσει κανείς την ηρεμία του τοπίου (φωτ. 6, παλαιότερη).
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να τον επισκεφτούμε και εξ’ άλλου δεν ήταν, αυτός, ο τελικός μας οδικός προορισμός.
Έτσι, φτάνοντας στο Στρατόπεδο των καταδρομέων (ΛΟΚ), που βρίσκεται κοντά στην είσοδο του Άλσους, αφήσαμε τον κεντρικό ασφαλτόδρομο και ακολουθήσαμε έναν δευτερεύοντα που συναντήσαμε στα δεξιά μας.
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε.
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από το Στρατόπεδο και συναντήσαμε έναν άλλον ασφαλτόδρομο, στα δεξιά μας, που οδηγούσε προς την περιοχή με τις κατασκηνωτικές εγκαταστάσεις ‘‘Αγ. Τριάδος’’.
Τον προσπεράσαμε.
Λίγο πιο πάνω εγκαταλείψαμε τον ασφάλτινο δρόμο που ανηφορίζαμε και μπήκαμε σε ένα χωμάτινο, στα αριστερά μας, ακολουθώντας τις ενδείξεις των πινακίδων «Προς Υπαπαντή».
Ο δασικός αυτός δρόμος ανηφορικός και με τα πολλά κλειστά στροφηλίκια.
Η οδήγηση προσεκτική. Το ευτύχημα ήταν που δεν συναντήσαμε νεροφαγιές.
Ήταν στεγνός αυτή τη φορά.
Τον είχαμε περάσει με λάσπες και σε χειρότερη κατάσταση στις προηγούμενες, τέτοια εποχή, επισκέψεις μας.
Φτάσαμε στα 800 μέτρα υψόμετρο.
Βρεθήκαμε κοντά στο εξωκλήσι των ‘‘Ταξιαρχών’’, με το μεγάλο προαύλιο χώρο του και τις ξύλινες κατασκευές του. Κιόσκια, παγκάκια, τραπέζια κ.α., που όλα μαζί «φωλιάζουν» μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο περιτριγυρισμένα από πανύψηλα δένδρα οξιάς.
Όλα αυτά σε μια απόσταση 5 και κάτι χιλιομέτρων από την πόλη της Νάουσας (φωτ. 7, 8, 9).
Στο σημείο, εκείνη την ώρα, ήμασταν μόνο εμείς.
Παντού η απόλυτη ησυχία. Τα πάντα σιωπούσαν.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα αισθητή. Η θερμοκρασία κοντά σους -3ο Κελσίου.
Οι κινήσεις μας γρήγορες, δεν καθυστερήσαμε πολύ.
Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα.
Ενεργοποιήσαμε το GPS, για την καταγραφή τόσο της πορείας, όσο και της υψομετρικής διαφοράς.
Ανοίξαμε τον ασύρματο και «οπλίσαμε» τις ψηφιακές μας μηχανές.
Κάναμε ‘‘delete’’ σε όλα εκείνα – τα άχρηστα-, που «καταλάμβαναν», εκείνη τη στιγμή, ένα μεγάλο τμήμα του πολύτιμου χώρου στο μυαλό μας.
Τον «καθαρίσαμε» για να τον έχουμε έτοιμο να «δεχτεί» και να «αποθηκεύσει» όλες εκείνες τις όμορφες εικόνες που θα «αιχμαλώτιζε» η ματιά μας κατά τη διάρκεια της πολύωρης πορείας μας.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδια και με το νεύμα του 83+ χρόνων αρχηγού μας, του Τοτού, ξεκινήσαμε.
«Πιάσαμε» από το χεράκι τα «κορίτσια» μας…τη «Διάθεση», τη «Δράση», την «Προσπάθεια».., και μπήκαμε στο μονοπάτι, το μοναδικό τρόπο πρόσβασης στο εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’ και στη συνέχειά του στις κορυφές του ορεινού όγκου της περιοχής.
Στο σημείο υπάρχουν μεταλλικά βέλη με τις ενδείξεις «Υπαπαντή» (φωτ. 10).
Όσοι επιθυμούν να αποφύγουν το ανηφορικό κομμάτι του μονοπατιού: ‘‘Ταξιάρχες’’→‘‘Πρ. Ηλίας’’, μπορούν να συνεχίσουν, οδικώς, ακολουθώντας τον χωμάτινο ανηφορικό δρόμο και τις πινακίδες που θα συναντούν.
Το μονοπάτι που πήραμε είναι από την αρχή του κιόλας απαιτητικό στην ανάβαση.
Ένα αυλάκι με μεγάλη κλίση.
Είναι όμως καθαρό, πολυπερπατημένο και με πολύ καλή σήμανση.
Περνά μέσα από πυκνά πανύψηλα δένδρα οξιάς.
Στο πέρασμά μας αντικρίζαμε ένα σκηνικό φθινοπωρινό και ας ήμασταν στα μέσα του χειμώνα.
Βλέπαμε, παντού, δένδρα γυμνά και όλο το γύρω τοπίο καλυμμένο από ένα στρώμα πεσμένων, σκουροκαφετί χρωματισμού, φύλλων.
Και νάτος !!!
Φάνηκε ο ζωοδότης ήλιος, που με τις ακτίνες του προσπαθούσε να «τρυπώσει» μέσα από τα πυκνά κλαδιά των πανύψηλων δένδρων.
Με την εμφάνισή του άρχιζε να χρωματίζει τα πάντα γύρω μας.
Το φθινοπωρινό τοπίο άρχιζε να «αλλάζει» φορεσιά (φωτ. 11, 12).
Προσπεράσαμε το μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στο τοπωνύμιο: ‘‘Αγ. Τριάδα’’.
Στη θέση δηλαδή εκείνη που την προσπεράσαμε οδικώς, ανηφορίζοντας τον ασφάλτινο δρόμο από το Στρατόπεδο των ‘‘ΛΟΚ’’.
Ανεβαίναμε υψομετρικά.
Κάναμε λιγότερα από 15 λεπτά πορείας και φτάσαμε από τους ‘‘Ταξιάρχες’’ στην όμορφα διαμορφωμένη πηγή με τη βρυσούλα και το τρεχούμενο νερό, που τη συναντά κανείς ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι (φωτ. 13).
Την προσπεράσαμε. Νερό θα βρίσκαμε και σε άλλα δύο σημεία πιο πάνω.
Κοντεύαμε στο εξωκλήσι του ‘‘Πρ. Ηλία’’.
Το μονοπάτι, στο κομμάτι εκείνο, βατό. Χωρίς καμιά δυσκολία στο πέρασμά του.
Χρειαστήκαμε 5 λεπτά πορείας για να φτάσουμε από τη βρύση σε ένα πανέμορφο χώρο αναψυχής (υψ. 940 μ.).
Στο σημείο υπάρχουν: το εξωκλήσι του ‘‘Πρ. Ηλία’’, ένα οίκημα (μικρό καταφύγιο), ξύλινα τραπέζια με παγκάκια, βρύσες, κιόσκια, ψησταριές κ.α. (φωτ. 14, 15).
Οι σταθμευμένες «γουρούνες» μαρτυρούσαν την παρουσία ανθρώπων, που εκείνη την ώρα χουχούλιαζαν στη ζεστασιά του αναμένου τζακιού στο μικρό καταφύγιο.
Δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Συνεχίσαμε.
Το μονοπάτι φαρδύ, βατό, όμορφο.
Η σήμανση καλή (κόκκινα σημάδια) και φρέσκια, για τις ανάγκες των αγωνισμάτων ορεινού τρεξίματος που διεξάγονται στην περιοχή (φωτ. 16) .
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τον χώρο αναψυχής και το μονοπάτι άρχιζε να στενεύει.
Προσπεράσαμε ένα άλλο, δευτερεύον στα δεξιά μας, που οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο ‘‘Κάτω-Άνω Παλιοπμάτσι’’.
Συνεχίζαμε.
Συναντήσαμε το πρώτο χιονάκι. Ήταν πατημένο και παγωμένο.
Περάσαμε μέσα από πυκνά πυξάρια.
Το μονοπάτι άρχιζε να γίνεται πετρώδες, γεωμορφολογικά, και με μεγάλη κλίση. Τα επίπεδα χαλαρά κομμάτια απουσίαζαν.
Ήθελε προσοχή στο πέρασμά του. Οι πέτρες και το χιόνι γλιστρούσαν αρκετά.
Ο ανεπιθύμητος τραυματισμός… «παραμόνευε» (φωτ. 17, 18).
Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, η γεωμορφολογία του μονοπατιού εναλλασσόταν από κομμάτι σε κομμάτι της διαδρομής και μαζί με αυτήν εναλλασσόταν και η βλάστηση.
Οξιές, πυξάρια, μεικτή βλάστηση, χαμηλή βλάστηση και πάλι οξιές και πάει λέγοντας.
Δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας και βρεθήκαμε από τον χώρο αναψυχής του ‘‘Πρ. Ηλία’’ στο σημείο με το εικονοστάσι: ‘‘Παναγία η Μεγαλόχαρη’’ (φωτ. 19).
Από τη θέση αυτή βλέπαμε όλη την γύρω περιοχή, που «ξεδίπλωνε» κάτω από τα…πόδια μας.
Μπροστά μας και χαμηλά, το Στρατόπεδο καταδρομέων ‘‘ΛΟΚ’’, ο κάμπος του ‘‘Αγίου Νικόλαου’’ με τις δενδροκαλλιέργειές του και τα πολλά εργοστάσια, που κάποτε λειτουργούσαν ασταμάτητα.
Κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα, βλέπαμε την πόλη της Νάουσας και στο βάθος τα χωριά και όλο τον κάμπο της περιοχής.
Ταξιδεύοντας τη ματιά μας αριστερότερα, μόλις που διακρίναμε κάποιες από τις περιοχές του Νομού Πέλλας.
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Ανηφορίζοντας προσπεράσαμε το ξύλινο παγκάκι, που το κατασκεύασαν οι συντηρητές του μονοπατιού για να ξαποσταίνει, στο σημείο εκείνο, ο κόσμος μετά την απαιτητική ανάβασή του.
Ακόμη πιο πάνω συναντήσαμε ένα δεύτερο εικονοστάσι, μία μικρή μεταλλική κατασκευή που είχε τοποθετηθεί στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς με θέα προς Νάουσα.
Στο σημείο συναντήσαμε Ναουσαίους που ανηφόριζαν για το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’ με τα σακίδια στις πλάτες τους (φωτ. 20, 21, 22).
Πιάσαμε συζήτηση μαζί τους.
Μάθαμε ότι κουβαλούσαν κρασοτσιπουρομεζεκλίκια για να τα απολαύσουν στη Φύση, στον καθαρό αέρα και με απερίγραπτη θέα από τα 1.100 περίπου μέτρα υψόμετρο
Ένας από αυτούς μάλιστα, αφού έμαθε το πρόγραμμά μας, μάς προσκάλεσε να πιούμε τσίπουρο όλοι μαζί.
«Θα είσαστε κουρασμένοι επιστρέφοντας από το τόλμημά σας. Θα μείνουμε στο εξωκλήσι μέχρι τις 03.00’ μ.μ. Εάν μάς προλάβετε θα χαρούμε να σάς κεράσουμε. Έχουμε καλό τσίπουρο και διάφορα μεζεκλίκια.», είπε.
Τον ευχαριστήσαμε για την πρόσκληση.
«Όλα θα εξαρτηθούν από τα εμπόδια που θα συναντήσουμε στη διαδρομή μας.», του απαντήσαμε και συνεχίσαμε.
Φτάνοντας στον επόμενο μυτερό βράχο, που ορθώνεται στην άκρη του μονοπατιού, καταφέραμε να δούμε το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’.
Ένα ολόλευκο κτίσμα με κόκκινη σκεπή «πνιγμένο» μέσα σε πανύψηλες οξιές (φωτ. 23).
Κατηφορίσαμε.
Στην κατηφορική διαδρομή μας προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στη ‘‘Σπηλιά Υπαπαντής’’ -μία εσοχή στο βράχο-, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το ομώνυμο εξωκλήσι.
Η παρουσία βοηθητικών σχοινιών μαρτυρεί την ύπαρξη του μονοπατιού (φωτ. 24 και 25, παλαιότερες).
Η κατηφοριά που ακολουθούσαμε σύντομη.
Κοντεύοντας στο εξωκλήσι άρχιζαν τα δύσκολα.
Το κομμάτι του μονοπατιού, στο σημείο εκείνο, πετρώδες, ανηφορικό με μεγάλη κλίση και οφιοειδούς σχηματισμού.
Ευτυχώς, δεν ήταν μακρινάρι. Δεν μάς ταλαιπώρησε αρκετά.
Φτάσαμε.
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας, για να βρεθούμε από τους ‘‘Ταξιάρχες’’ στο εκκλησάκι της ‘‘Υπαπαντής’’.
Ένα γραφικό εξωκλήσι κτισμένο στα 1.100 περίπου μέτρα υψόμετρο, μέσα σε ένα φυσικό μπαλκόνι μιας δασώδους πλαγιάς ενός ορεινού όγκου άγριας ομορφιάς, με πυκνή μεικτή βλάστηση, με βαθιές ρεματιές, που ορθώνεται πάνω από το πανέμορφο ‘‘Άλσος Αγίου Νικολάου’’ (φωτ. 26, 27).
Ολιγόλεπτη στάση.
Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Είχαμε να ανηφορίσουμε, ακόμη, το μεγαλύτερο και το δυσκολότερο κομμάτι της προγραμματισμένης διαδρομής μας με άγνωστη ποσότητα και ποιότητα χιονιού, που θα συναντούσαμε ψηλότερα.
Συμπληρώσαμε τα παγούρια μας με νερό της βρύσης, που δεν είχε παγώσει και ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας.
Πήραμε βαθιές ανάσες και «πιάνοντας» από το χεράκι τα άλλα «κορίτσια» μας…την ‘‘Κουράγιο’’, την ‘‘Επιμονή’’, την ‘‘Υπομονή’’…μπήκαμε στο ανηφορικό μονοπάτι που περνά πάνω από την πηγή με τη βρύση και στη συνέχειά του λίγο πιο πάνω, υψομετρικά, από το εξωκλήσι.
Ακολουθήσαμε, δηλαδή, τα κόκκινα σημάδια που αντικρίζαμε στους κορμούς των δένδρων.
Το μονοπάτι αυτό απαιτητικό στην αρχή του. Αυλάκι θα μπορούσε να το πει κανείς.
Το λιγοστό χιονάκι και τα πεσμένα φύλλα γλιστρούσαν στο πάτημά τους.
Το πέρασμά μας από το σημείο εκείνο αργό και προσεκτικό, για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού.
Γινόταν, στη συνέχειά του, βατό και δεν απαιτούσε επιπλέον προσπάθεια ανάβασής του.
Καθαρό, ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση.
Μπράβο στα μέλη του τοπικού Ορειβατικού Συλλόγου για την καλή δουλειά που κάνανε.
Ψηλότερα, συναντήσαμε αρκετό χιόνι, που όσο ανεβαίναμε υψομετρικά γινόταν ακόμη περισσότερο
Συνεχίζαμε με αργά και σταθερά βήματα.
Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ» μέσα σε δάσος οξιάς, που βρισκόταν σε «χειμερία νάρκη» (φωτ. 28, 29).
Παντού κυριαρχούσε η μυστηριώδης σιωπή του δάσους. Δεν κουνιόταν κλαδί, δεν ακουγόταν κανένα τιτίβισμα πουλιού
Η Φύση βουβή «παρακολουθούσε» την όλη απαιτητική προσπάθειά μας.
Είχαμε όμως την αίσθηση ότι δεν ήμασταν μόνο εμείς οι μόνοι στην περιοχή.
Τα ίχνη στο χιόνι από πατήματα της πανίδας μαρτυρούσαν την παρουσία της.
Λαγοί, αγριογούρουνα, ζαρκάδια και οι νυκτόβιοι σουρτούκηδες…αλεπούδες, λύκοι…είχαν επισκεφτεί την περιοχή πολύ νωρίτερα από εμάς.
Ανηφορίζοντας πιστεύαμε ότι, εκείνη τη στιγμή, κάποια μάτια αγριμιών μας παρακολουθούσαν. Μάτια περιέργειας που εμείς δεν αδυνατούσαμε να τα δούμε.
Τη μυστηριώδη σιωπή του τοπίου την διέκοπταν οι ανάσες μας, ο γνώριμος ήχος της επαφής του άρβυλου με το έδαφος και εκείνος του μπατόν, καθώς «έβρισκε» σε πέτρες ή σε πεσμένα κλαδιά δένδρων.
Ήταν οι μόνοι ήχοι εκείνη την ώρα που «δίνανε» ζωντάνια στο σιωπηλό δάσος.
Συνεχίζαμε.
Βγήκαμε από το δάσος οξιάς και μπήκαμε σε εκείνο με τα δρυόδενδρα
Αντικρίζαμε διαφορετική εικόνα, που δεν είχε καμιά σχέση με τις προηγούμενες που αντικρίσαμε χαμηλότερα.
Συναντήσαμε αρκετό χιόνι.
Ευτυχώς, ποιοτικά ήταν καλό. Τα πόδια μας δεν βούλιαζαν. Δεν μάς δυσκόλευε επιπλέον στην ανάβαση (φωτ. 30).
Το κομμάτι της διαδρομής στο δρυοδάσος είναι για μένα το πιο άχαρο.
Δεν ξέρω γιατί το έχω αξιολογήσει έτσι;
Μήπως φταίνε, κατ’ εμέ, το πετρώδες της γεωμορφολογίας του, το φυτικό είδος που το καλύπτει, η πυκνότητα των δένδρων, τα αμέτρητα σύντομα «ζιγκ-ζαγκ» του μονοπατιού;!
Δεν μπόρεσα, μέχρι σήμερα, να καταλήξω σε αυτό το κάτι που φταίει (φωτ. 31).
Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στη ‘‘Σπηλιά Καραμήτσου’’.
Αγνοήσαμε στη συνέχεια και ένα άλλο, και αυτό στα αριστερά μας, που το συναντήσαμε λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω.
Το δευτερεύον εκείνο μονοπάτι οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο ‘‘Κάτω Καρούτια’’ (φωτ. 32, 33).
Η μέρα ηλιόλουστη. Πασαλειφτήκαμε με αντηλιακή κρέμα.
Ανηφορίζοντας, το δρυοδάσος παραχωρούσε, βήμα με βήμα, τη θέση του σε εκείνο της οξιάς.
Επιτέλους, βγήκαμε από το «αχώνευτο» κομμάτι μου της διαδρομής.
Το δάσος οξιάς σύντομο αλλά, με πολλά εμπόδια αυτή τη φορά.
Ο ‘‘Διομήδης’’ με τον ερχομό του ξεφόρτωσε τα…«δώρα Του (το πολλή χιόνι)»…προκαλώντας μεγάλες ζημιές στα δένδρα, σπάζοντας κλαδιά και κορμούς ή ξεριζώνοντάς τα.
Εικόνα θλιβερή.
Το κομμάτι εκείνο μάς δυσκόλεψε αρκετά.
Περνώντας το «κάναμε» τις καλύτερες…ασκήσεις γυμναστικής!!!
Επικύψεις, βαθιά καθίσματα, διατάσεις, σήκωμα ποδιών, εκτάσεις χεριών, σπρώξιμο των πεσμένων κλαδιών και κάποιες φορές «ρουφούσαμε» τις…κοιλιές μας (;;!!) για να μπορέσουμε να περάσουμε μέσα από τα εμπόδια (φωτ. από 34 έως και 37).
Ψηλότερα, υψομετρικά, βρεθήκαμε στο πρώτο ξέφωτο.
Το τοπίο λευκό, το χιόνι αρκετό. Ήταν όμως παγωμένο τόσο, όσο χρειαζόταν για να μη βυθίζονται τα πόδια μας.
Ακολουθούσαμε τους κόκκινους πασσάλους που είχαν τοποθετήσει μέλη του τοπικού Ορειβατικού Συλλόγου για τη σήμανση του μονοπατιού.
Στη συνέχει μπήκαμε γι’ ακόμη μία φορά σε δάσος, που ήταν μεικτής βλάστησης.
Σύντομο το πέρασμά μας μέσα και από αυτό.
Ανεβαίνοντας υψομετρικά, φτάσαμε στο δεύτερο ξέφωτο με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά χιονιού με εκείνα του πρώτου.
Λίγο πιο πάνω ξαναμπήκαμε σε δάσος οξιάς –το τελευταίο-, που άρχιζε να αραιώνει αισθητά όσο ανεβαίναμε (φωτ. 38, 39, 40).
Κοντεύαμε στη γυμνή ράχη του ορεινού όγκου.
Στο τελευταίο δάσος οξιάς, που βρεθήκαμε, τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα.
Στο πολλή χιόνι που «έριξε» ό ‘‘Διομήδης’’ προστέθηκε και το άλλο, εκείνο της ράχης, σπρωγμένο από τους δυνατούς αέρηδες.
Το επιπλέον αυτό χιόνι κάλυπτε το παγωμένο παλιό. Ήταν αφράτο και μαλακό.
Έτσι, σε πολλά σημεία της διαδρομής τα πόδια μας βυθίζονταν μέχρι το γόνατο και σε κάποια άλλα λίγο παραπάνω.
Για να περάσουμε εκείνο το κομμάτι του δάσους αρχίσαμε να εφαρμόζουμε την τακτική των εναλλαγών στη «δημιουργία πατημάτων», που θα διευκόλυναν τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν.
Έτσι, τον προπορεύοντα αντικατέστησε ο δεύτερος που ακολουθούσε, ξεκουράζοντάς τον για κάποια λεπτά.
Στη συνέχεια μπήκε μπροστά ο επόμενος, μετά ο επόμενος και πάει λέγοντας.
Με την τακτική αυτή βγήκαμε, κάποια στιγμή, από το πιο απαιτητικό κομμάτι του δάσους και βρεθήκαμε στο γυμνό από δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση τμήμα του βουνού.
Φτάνοντας στα 1.700 περίπου μέτρα υψόμετρο φάνηκε μπροστά μας η βραχώδης ράχη, που ήταν καλυμμένη από χιόνι.
Ακολουθήσαμε τις κόκκινου χρωματισμού μεταλλικές πινακιδούλες της σήμανσης του μονοπατιού.
Όσο ανεβαίναμε ψηλότερα αισθανόμασταν πως ήμασταν…‘‘αετοί, που πετάγαμε πολύ ψηλά. Βλέπαμε κάμπους, πολιτείες και βουνά!!’’
Πράγματι, κοιτάζοντας χαμηλά βλέπαμε την πόλη της Νάουσας, τον κάμπο της, τον κάμπο της Βέροιας, τα βουνά Πάϊκο και Πίνοβο, τις πόλεις Έδεσσα και Γιαννιτσά με τους κάμπους τους (φωτ. 41, 42, 43).
Όμορφες εικόνες. Ανάμεικτα συναισθήματα.
Το χιόνι λιγοστό και παγωμένο.
Το πολλή το είχαν παρασύρει οι αέρηδες και το μετέφεραν χαμηλότερα.
Η ράχη απότομη στην αρχή της, απαιτητική στο πέρασμά της και κουραστική στο ανέβασμα.
Παρά την πολύωρη συνεχή ανηφορική πορεία μας τα καταφέραμε.
Νικήσαμε την κούρασή μας, νικήσαμε τους εαυτούς μας, παραβγήκαμε με το βουνό και φτάσαμε στην κορυφογραμμή.
Από δω και πέρα οι ανηφόρες, μέχρι τον κυριακάτικο προορισμό μας, δεν ήταν τόσο απαιτητικές όσο οι προηγούμενες.
Οι κλίσεις ήπιες, δεν κούραζαν πια.
Συνεχίζαμε.
Πατούσαμε παγωμένο χιόνι και περπατούσαμε δίπλα στα ίχνη λύκων (φωτ. 44).
Μετά από 2 ώρες και 50 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας βρεθήκαμε από το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’ στα 1.800 μέτρα υψόμετρο.
Φτάσαμε στην κορυφή ‘‘Υπαπαντή’’ με το τριγωνομετρικό κολωνάκι και τον φτιαγμένο από κλαδιά χαρακτηριστικό σταυρό.
Τον βρήκαμε, όμως, πεσμένο αυτή τη φορά μαζί με εκείνον τον μεταλλικό.
Κείτονταν και οι δύο, εκεί, δίπλα στο τσιμεντένιο κολωνάκι, «παραδομένοι» στον φθοροποιό χρόνο (φωτ. 45, 46).
Ολιγόλεπτη στάση για ανάσα.
Τελευταία ματιά, φωτογραφίες και συνεχίσαμε την ανάβασή μας ακολουθώντας την κορυφογραμμή.
Ο ήλιος από πάνω μας με την ευχάριστη ζεστασιά του.
Τα μποφόρ λιγοστά…κοντά στο 1 bar.
Μπροστά μας οι δύο τελευταίοι λοφίσκοι πριν το τελικό προορισμό μας και αριστερότερα διακρίνονταν οι ‘‘Δίδυμες’’ κορυφές (φωτ. 47, 48).
Κοντεύαμε στον τελικό μας προορισμό.
Δεν χρειαστήκαμε παραπάνω από 45 λεπτά πορείας από την κορυφή ‘‘Υπαπαντή’’ για να φτάσουμε στα 1.940 περίπου μέτρα υψόμετρο με το πετρόχτιστο μικρό εκκλησάκι και το χαρακτηριστικό καμπαναριό του, που κάνανε τη διαφορά στο όλο γύρω λευκό τοπίο.
Βρεθήκαμε στη θέση με το τοπωνύμιο ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ μετά από 4 ώρες και 40 λεπτά συνεχούς απαιτητικής ανάβασης.
[ Με καλύτερες συνθήκες ο συνολικός μας χρόνος ανάβασης είναι κοντά στις 3,5 ώρες ] (φωτ. 49, 50, 51, 52).
Επιφωνήματα χαράς, θαυμασμού, επιβράβευσης του κατορθώματος.
Όλα πήγαν καλά.
Παραβγήκαμε με το βουνό, αντιμετωπίσαμε τα εμπόδια, αξιοποιήσαμε τις αντοχές μας, χρησιμοποιήσαμε τα αποθέματα δύναμης που είχαμε και τα καταφέραμε.
Επιτέλους, έφτασε η στιγμή να ξεφορτωθούμε τα σακίδιά μας.
Η μέρα εξακολουθούσε ναναι ηλιόλουστη.
Το χιόνι αρκετό και παγωμένο τόσο όσο να μη βουλιάζουν τα πόδια μας.
Στο εκκλησάκι δεν μπορέσαμε να μπούμε. Το συγκεντρωμένο χιόνι «έφραξε» την μεταλλική πόρτα.
«Στρώσαμε» το Κυριακάτικο «τραπέζι» μας κοντά στο χαρακτηριστικό καμπαναριό και καθίσαμε να απολαύσουμε τα…καλούδια…που κουβαλούσαμε κοντά στις 5 ώρες.
Υγρά, σάντουιτς, μπάρες δημητριακών, μπανάνες, σταφίδες, σοκολατάκια…όλα πάνω στο «τραπέζι».
Η γύρω θέα φανταστική. Δεν ήξερες που να πρωτοκοιτάξεις.
Τα λεπτά της ώρας κυλούσαν γρήγορα.
Είχαμε στο μυαλό μας και την «πρόσκληση» των Ναουσαίων για τσιπουροκατάσταση στο εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’.
Τα 25 λεπτά ξεκούρασης μάς φάνηκαν αρκετά.
Συμμαζέψαμε τα πράγματά μας.
Καθαρίσαμε τον γύρω χώρο και αφού ετοιμαστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας για την επιστροφή.
Τελευταία ματιά, φωτογραφίες και ξεκινήσαμε (φωτ. 53).
Το μονοπάτι κατηφορικό, ευχάριστο μέχρι ένα σημείο. Στα πολλά, όμως, χιόνια ήθελε προσοχή.
Τα περάσματά μας γνώριμα, τα είχαμε περάσει ανεβαίνοντας.
Οι εικόνες, όμως, με διαφορετική γωνία φωτισμού (φωτ. από 54 έως και 59).
Κοντεύοντας στο εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’ δεν ακούγαμε φωνές. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Οι Ναουσαίοι είχαν φύγει.
Το πολλή χιόνι που συναντήσαμε, τα εμπόδια που αντιμετωπίσαμε και η προσεκτική κατάβαση μάς καθυστέρησαν αρκετά.
Έτσι, δεν καταφέραμε να ήμαστε συνεπείς στο ραντεβού μας.
Στο εξωκλήσι δεν καθυστερήσαμε πολύ, δεν υπήρξε εξάλλου κανένας λόγος καθυστέρησης.
Προσκυνήσαμε και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής.
Η διαδρομή γνώριμη: εξωκλήσι ‘‘Υπαπαντής’’ → βράχος με το μεταλλικό εικονοστάσι → σημείο με το άλλο εικονοστάσι, αυτό της ‘‘Παναγίας Μεγαλόχαρης’’ → ‘‘Πρ. Ηλίας’’ → βρύση → ‘‘Ταξιάρχες’’ (φωτ. 60, 61, 62).
Κοντά στον ‘‘Πρ. Ηλία’’ συναντήσαμε την παρέα των Ναουσαίων.
Μόλις μάς είδαν εξέφρασαν τη λύπη τους που δεν μπόρεσαν να μας περιμένουν περισσότερο και μάλιστα πέρα από την ώρα που μάς όρισαν.
Τους αναφέραμε τους λόγους της δικής μας δικαιολογημένης καθυστέρησης.
Τους δώσαμε όμως την υπόσχεσή μας ότι θα ξαναβρεθούμε και θα πιούμε όλοι μαζί τα τσιπουράκια μας στις 2 Φλεβάρη, ανήμερα της γιορτής της ‘‘Υπαπαντής’’, στα 1.100 μέτρα υψόμετρο.
Εκεί, που στο εξωκλήσι θα γίνεται, τη μέρα της πανήγυρης, ο χαμός από κόσμο, από ψησίματα και κρασοτσιπουρομεζεκλικοκαταστάσεις.
Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Στο σημείο εκείνο έφτανε στο τέλος της άλλη μία, της καινούργιας χρονιάς, κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.
Έφτασε η στιγμή που έπρεπε να αφήσουμε τη «δική μας» ελεύθερη γωνιά, το «δικό μας» καταφύγιο.
Έπρεπε να αφήσουμε τη Φύση στην ηρεμία της και να επιστρέψουμε στη θορυβώδη καθημερινότητα της πόλης.
Φύγαμε από τους ‘‘Ταξιάρχες’’ γεμάτοι από εικόνες, από βιώματα, από εμπειρία, από δράση και από ανανεωμένες δυνάμεις που θα χρειάζονταν για την αντιμετώπιση της κάθε μέρας της βδομάδας που ερχόταν.
Μα, πάνω απ’ όλα φύγαμε με περισσότερη ευχάριστη διάθεση!!!
Θα ξαναβρεθούμε στην περιοχή, εάν δεν προκύψει φυσικά κάποιο απρόβλεπτο πρόβλημα, στις 2 Φλεβάρη, τη μέρα δηλαδή που θα πανηγυρίζει το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’ στα 1.100 μέτρα υψόμετρο.
«Κάθε άνθρωπος της δράσης είναι άνθρωπος με όνειρα.» (James Gibbons Huneker, Αμερικανός κριτικός)
Απολογισμός :
Διαδρομή: ‘‘Ταξιάρχες’’ (υψ. 800 μέτρα) → ‘‘Πρ. Ηλίας’’ → εξωκλήσι ‘‘Υπαπαντής’’ (υψ. 1.100 μ.
περίπου) → κορυφή ‘‘Υπαπαντή’’ (υψ. 1.800 μ.) → κορυφή ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ (υψ. 1.940 μ.) → επιστροφή
Υψομετρική διαφορά : 1.150 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα).
Χρόνος : 7 ώρες και 40 λεπτά ( συνολικός χρόνος )
Απόσταση: 14 χλμ.