Λογοτεχνία

Χάιδω Μπούσιου “Δεσμοί και δεσμά”

————

Επισκεπτόταν τη γενέτειρά της μια φορά το χρόνο και για λίγες μέρες.

Νύχτα ερχόταν, έμπαινε απ’ τον παράπλευρο δρόμο, πάντα βιαστική. Ίσα για να δει τη γιαγιά της, να ελέγξει τυχόν ζημιές στο σπίτι, που έπρεπε άμεσα να αποκατασταθούν, να διεκπεραιώσει δυο-τρεις οικογενειακές υποθέσεις, και πάλι πίσω. Πάντα σαν κυνηγημένη. Έμφοβη να έρθει αντιμέτωπη μ’ ένα κομμάτι του εαυτού της. Το πιο καίριο και καθοριστικό της ύπαρξής της.

Έσπρωξε την ξύλινη αυλόπορτα και μπήκε στην αυλή. Έρημη πια.

Θυμόταν πως, όσο ζούσε η γιαγιά της, οι τοίχοι ήταν πάντα φρεσκοασβεστωμένοι, εκατέρωθεν υπήρχαν γλάστρες με γεράνια, ντάλιες κι ορτανσίες και στην εξώπορτα ένας πέτρινος πάγκος και δυο κούτσουρα.
Τ’ απογεύματα, σαν τέλειωναν οι δουλειές, μαζευόντουσαν οι γυναίκες της γειτονιάς κι έκαναν σοκάκι.
Άλλη με το πλεκτό της, άλλη με το μετρητό κέντημα, κουβέντιαζαν και περνούσαν την ώρα τους.
Κι εκείνη, καθισμένη στο κούτσουρο, να μην χαρταίνει ν’ ακούει ιστορίες απ’ τα παλιά.

Σαν έπεφτε το σούρουπο, η γιαγιά την έπαιρνε στα γόνατά της και της σιγοτραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι :

“Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου
χρυσά πλεξούδια σου ‘φερα να πλέξεις τα μαλλιά σου”

Σαν μεγαλώσεις, θα σε καλοπαντρέψω, της έλεγε.
Να δώσει μόνο ο Θεός να ‘μαι στα πόδια μου να σε καμαρώσω και να χορέψω πρώτη το πεθεριάτικο.
Άιντε θυγατέρα μου, σύρε τώρα να κοιμηθείς, πέρασε η ώρα.
Τη σταύρωνε, τη φιλούσε στο μέτωπο και την καληνύχτιζε.
Κι εκείνη, γερμένη κατά το παραθύρι, μισόκλεινε τα μάτια της κι ονειρευόταν αυτόν που θα ‘ρθει να την κάμει γυναίκα του.

Με τον καιρό ξεθώριασε και τ’ όνειρο κι οι προσδοκίες της απόμειναν παραμύθι που την αποκοίμιζε τις νύχτες των παιδικών της χρόνων.
Κάτι ατυχείς σχέσεις που κράτησαν τόσο, όσο να πεις πως δεν άξιζε τον κόπο ούτε να τις αναφέρεις.
Κι ένας έρωτας που στο διάβα του άφησε συντριπτική απογοήτευση και πίκρα σταλαγμένη στα έγκατα του είναι της.
Σαν εκείνους τους επισκέπτες, που τους περιμένεις με λαχτάρα, ανοίγοντας πορτοπαράθυρα και ψυχή .
Που τους δίνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Κι αυτοί, ορμητικοί κι ενθουσιώδεις, καταφθάνουν, σαρώνουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους και ξαφνικά θυμούνται κάτι υποχρεώσεις που εκκρεμούν.
Κοιτάζουν το ρολόι τους, σηκώνονται βιαστικά και φεύγουν σαν κυνηγημένοι.

Δεν είχε να της δώσει καμιά πειστική απάντηση για την άτακτη φυγή του.
Άνθρωπος μπερδεμένος, με αιώνια αναπάντητα ερωτηματικά ήταν, προβληματικός με τις έννοιες του μόνιμου και του προσωρινού.
Σαν έβλεπε να δένεται με τον άλλον, τρόμαζε.
Δεν είχε μάθει, βλέπεις, πώς είναι να σ’ αγαπούν.
Βρήκε μια φτηνή δικαιολογία, κι άφησε πίσω μια αόριστη υπόσχεση ότι κάποτε-ίσως- οι δρόμοι τους ξανανταμώσουν, όταν και εφόσον οι συγκυρίες είναι πιο ευνοϊκές.
Δηλαδή ποτέ.
Της πήρε καιρό να ξαναβρεί τον εαυτό της.

Για να ξεχαστεί, έριξε το βάρος σε σπουδές και καριέρα. Κλασική περίπτωση μεταβίβασης.
Φοίτηση στο οικονομικό του Αριστοτελείου, διδακτορικό σε αγγλικό πανεπιστήμιο, σκληρή δουλειά στο διοικητικό τμήμα πολυεθνικής εταιρείας, προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση της και να ανέβει βαθμίδα… ώσπου πάτησε για τα καλά τα σαράντα.

“Απόμεινε στο ράφι”, σχολίαζαν στον τόπο της.
Και κάθε που πατούσε το πόδι της εκεί, η πρώτη κουβέντα των συγγενών μετά το καλωσόρισμα έξυνε πληγές.
“Δε θα παντρευτείς; Πέρασαν τα χρόνια σου.
Βρες έναν άνθρωπο.
Στην ανάγκη συμβιβάσου, κανένας δεν είναι τέλειος.”
Ύστερα έπαψαν να ρωτούν.
Μόνο ματιές της έριχναν, τόσο διαπεραστικές, που έκοβαν περισσότερο κι από μαχαίρι.

Στη μικρή κοινωνία κλειστές οι αντιλήψεις, απαράλλαχτες, αιώνες τώρα.
Προορισμός του ανθρώπου είναι να κάνει οικογένεια. Γάμος κι ας ήταν αποτυχημένος.
Και παιδιά.Και νοικοκυριό, μια στοιχειώδη περιουσία. Περνώντας όλα τα στάδια, έπαιρνες το χρίσμα της αποδοχής, ενσωματωνόσουν στο σύνολο και σ’ άφηναν στην ησυχία σου. Και στη δυστυχία σου.

Παράξενοι άνθρωποι στ’ αλήθεια.
Όσο πονετικοί ήταν στο διπλανό τους, σε ώρες που η ζωή τού έδειχνε το πιο σκληρό της πρόσωπο, άλλο τόσο αμείλικτοι στις διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούσαν το κέντρο και το περιθώριο: η γεροντοκόρη, η ζωντοχήρα, τα παιδιά του κτηνοτρόφου, ο αλκοολικός, δε χώραγαν ανάμεσά τους.
Σαν να ‘ταν ελαττωματικοί, απόκλιση σε ό,τι οι ίδιοι τους όριζαν ως ευυπόληπτο.

Έτσι χάραξαν τα όρια της ύπαρξής της. Ανεπαισθήτως και οριστικά.
Ένας Θεός ήξερε πόσο λαχταρούσε ν’ ανήκει εκεί.
Κι ας είχε αλλιώτικες αντιλήψεις απ’ τους συντοπίτες της.
Κι ας έρχονταν ώρες που δεν είχε τίποτα να κουβεντιάσει μαζί τους, έξω από τα τετριμμένα και τα επιφανειακά.
Ένιωθε όμως ότι τους ένωναν τ’ ανείπωτα κι όχι τα ειπωμένα. Παράξενο δέσιμο.
Δεσμοί και δεσμά μαζί.

Μα όσο κι αν πάσχιζε, ανέστια ένιωθε.
Κι ας πέρασαν τα χρόνια. Κι ας ήρθαν γενιές καινούργιες, με πιο ανοιχτά μυαλά, που έζησαν στα κοντινά αστικά κέντρα κι είδαν γυναίκες ανύπαντρες και χωρισμένες και οικογένειες να διάγουν βίο διάφορο του ενδεδειγμένου.
Στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετώπιζαν τους παθόντες και τις παθούσες με οίκτο, μετατοπίζοντάς τους ακόμα πιο μακριά τους.
Τούτοι οι άνθρωποι, γαντζωμένοι στην παράδοση, δεν μπόρεσαν και δε θέλησαν να αποδιώξουν το περιττό και το σκουριασμένο.
Ίσως έτσι να παρηγοριόντουσαν οι ίδιοι τους, καταπραΰνοντας το κόστος των κοινωνικά αποδεκτών, αλλά εσφαλμένων επιλογών τους. Δικαιολόγηση κι εξωραϊσμός της μιζέριας τους.

Πήρε να βραδιάζει.
‘Εκλεισε τα νερά, κατέβασε το γενικό διακόπτη του ρεύματος κι έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι, προτού σφαλίσει την πόρτα με τη βαριά κλειδωνιά.
“Να τηλεφωνήσω αύριο στον τεχνίτη, για τη στέγη και τα κεραμίδια που ‘σπασαν”, μονολόγησε.
Άραγε πόση σημασία είχε να συντηρεί ακόμα και τώρα ένα σπίτι που ποτέ της δε θα κατοικούσε;
Μα δεν της πήγαινε καρδιά να το παρατήσει στο έλεος του χρόνου και της φθοράς.
Είναι που σαν ραγίζουν οι πέτρες, ραγίζει κι η μνήμη.

Μπήκε στο αυτοκίνητο κι οδήγησε ως την έξοδο του χωριού, ως το πρώτο εικονοστάσι.Το’ χε χτίσει η γιαγιά της- τάμα από ‘να όνειρο που ‘χε δει καρτερώντας τον άντρα της να γυρίσει απ’ τα ξένα.
Άναψε το καντήλι κοίταξε τριγύρω κι αφέθηκε να σιγοτραγουδά:

“Δεν το’ ξερα λεβέντη μου, πώς είν’ η αφεντιά σου,
να πεταχτώ σαν πέρδικα, να’ ρθω στην αγκαλιά σου.
Να γίνω γης να με πατείς, γιοφύρι να περάσεις
να γίνω κι ασημόκουπα, να σε κερνώ, να πίνεις.
Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα”.

Τραγούδι για τον άνθρωπο που αρνήθηκε να μοιραστεί μαζί της τη ζωή του.
Τραγούδι του τόπου της, που της αρνήθηκε να κατοικήσει εντός του.
Ωδή σε ατελέσφορες προσδοκίες.

Thanos Stoupas

banner-article

Ροη ειδήσεων