Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 14 / Σκύθες, Γέτες και άλλοι “Μιγάδες Έλληνες”… | μέρος Α

——–

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 14

ΣΚΥΘΕΣ, ΓΕΤΕΣ, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ «ΜΙΓΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»… ΠΕΡΙΞ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΣΠΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ … ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΟΥΤΟ ΤΟ «ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ»… ΜΕΡΟΣ Α’

 «…Γέγονε δὲ καὶ ἄλλος τῆς χώρας μερισμὸς συμμένων ἐκ παλαιοῦ· τοὺς μὲν γὰρ Δακοὺς προσαγορεύουσι, τοὺς δὲ Γέτας. Γέτας μὲν τοὺς πρὸς τὸν Πόντον κεκλιμένους καὶ πρὸς τὴν ἕω, Δακοὺς δὲ τοὺς εἰς τἀναντία πρὸς τὴν Γερμανίαν καὶ τὰς τοῦ Ἴστρου πηγάς, οὓς οἶμαι Δάους καλεῖσθαι τὸ παλαιόν· ἀφ᾽ οὗ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐπεπόλασε τὰ τῶν οἰκετῶν ὀνόματα Γέται καὶ Δᾶοι. Τοῦτο γὰρ πιθανώτερον ἢ ἀπὸ τῶν Σκυθῶν, οὓς καλοῦσι Δάας· πόρρω γὰρ ἐκεῖνοι περὶ τὴν Ὑρκανίαν, καὶ οὐκ εἰκὸς ἐκεῖ-θεν κομίζεσθαι ἀνδράποδα εἰς τὴν Ἀττικήν.» – «Μεταξὺ δὲ τῆς Ποντικῆς θαλάττης τῆς ἀπὸ Ἴστρου ἐπὶ Τύραν καὶ ἡ τῶν Γετῶν ἐρημία πρόκειται, πεδιὰς πᾶσα καὶ ἄνυδρος, ἐν ἧι Δαρεῖος ἀποληφθεὶς ὁ Ὑστάσπεω, καθ᾽ ὃν καιρὸν διέβη τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Σκύθας, ἐκινδύνευσε πανστρατιᾶι δίψηι διαλυθῆναι, συνῆκε δ᾽ ὀψὲ καὶ ἀνέστρεψε. Λυσίμαχος δ᾽ ὕστερον στρατεύσας ἐπὶ Γέτας καὶ τὸν βασιλέα Δρομιχαίτην οὐκ ἐκινδύνευσε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἑάλω ζωγρίαι· πάλιν δ᾽ ἐσώθη, τυχὼν εὐγνώμονος τοῦ βαρβάρου, καθάπερ εἶπον πρότερον...»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

Σε ανευρεθέντα νομίσματα (από αρχαιολογικές ανασκαφές στη νυν Βουλγαρία) η γραφή της λ. ΓΕΤΑΣΓέτα βασιλέως Ηδωνάν») είναι και ΓΙΤΑΣΝΟΜΙΣΜΑ ΕΔΟΝΕΟΝ ΒΑΣΙΛΕΟΣ ΓΙΤΑ»), και ΛΙΤΑΣ, και ΓΕΙΤΑΣ.

Για τους Γέτες έχει γράψει και ο Αρριανός εκτενώς, για τις συγκρούσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου μαζί τους, στις εκβολές του Δούναβη, αλλά και άλλοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς, στους οποίους δεν πρόκειται εδώ να επεκταθούμε άλλο.

Λέω όμως να ξαναθυμίσω, για τους Σκλάβους/Σκλαβήνους/Σκλαβινούς κ.λπ. και τους Γέτες, όσα στις προηγούμενες «Διαδρομές» κατάθεσα, για να δούμε, τελικά, πού οδηγούν αυτές οι πληροφορίες και ποια είναι τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν, αλλά με πάμπολλές σχετικές πρωτογενείς πηγές, τις οποίες –συνήθως– δεν τις βλέπει (!) κανείς να υπάρχουν στις σχετικές σύγχρονες μελέτες.

  1. Αλκαίος (ποιητής) (630/620-560 π.Χ.): «Αχιλλεύ, ος τας Σκυθικάς μέδεις». – Ο δε Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (1115-1195/6). στα Σχόλιά του στην Διονύσου Περιήγηση 506 γράφει: «Άλλοι δε φασιν έτερον είναι τούτον Αχιλλέα παρά Σκύθαις βασιλέα των τόπων, ος ηράσθη τε της Ιφιγενείας πεμφθείσης εκεί και έμεινεν επιδιώκων, εξ ου τόπος Αχίλλειον. οι δε τούτο λέγοντες παραφέρουσι μάρτυρα τον Αλκαίον λέγοντα, Αχιλλεύ, ος τας Σκυθικάς μέδεις [ή μεδέεις]…»

  2. Ηρόδοτος (~484-425 π.Χ.): «Πρὶν δὲ ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸν Ἴστρον, πρώτους αἱρέει Γέτας τοὺς ἀθανατίζοντας. οἱ μὲν γὰρ τὸν Σαλμυδησσὸν ἔχοντες Θρήικες καὶ ὑπὲρ Ἀπολλωνίης τε καὶ Μεσαμβρίης πόλιος οἰκημένοι, καλεύμενοι δὲ Κυρμιάναι καὶ Νιψαῖοι, ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Δαρείῳ· οἱ δὲ Γέται πρὸς ἀγνωμοσύνην τραπόμενοι αὐτίκα ἐδουλώθη-σαν, Θρηίκων ἐόντες ἀνδρηιότατοι καὶ δικαιότατοι

  3. Θουκυδίδης (460-390 π.Χ.): «Ο Σιτάλκης, λοιπόν, αρχίζων από την χώραν των Οδρυσών, εκάλεσε πρώτον υπό τας σημαίας του τους εντεύθεν του όρους Αίμου και της Ροδόπης, μέχρι των ακτών του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου Θράκας, επί των οποίων εβασίλευεν, έπειτα πέραν του Αίμου τους Γέτας και όσα άλλα φύλα ήσαν εγκατεστημένα εντεύθεν του Ίστρου προς τα παράλια ιδίως του Ευξείνου Πόντου. Οι Γέται και τα άλλα φύλα των μερών αυτών είναι όχι μόνον γείτονες των Σκυθών, αλλά και έχουν όμοιον με αυτούς οπλισμόν, είναι δηλαδή όλοι ιπποτοξόται. Εκάλεσε προς τούτοις να τον ακολουθήσουν πολλούς από τους ορεινούς μαχαιροφόρους Θράκας, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι, επονομάζονται Δίοι, και κατοικούν οι περισσότεροι την Ροδόπην.» (Μτφρ. Ελ. Βενιζέλος).

  4. Σκύμνος ο Χίος (185 π.Χ. – 2ος π.Χ. αι.): «Εν μεθορίοις δε της Κροβύζων και Σκυθών / Χώρας, μιγάδας Έλληνας οικητάς έχει.» – [Περί δίγλωσσων Σκυθών, στους τόπους όπου ζούσαν οι Σκλαβήνοι, που αναμφίβλα ανήκαν στους «μιγάδας Έλληνας οικητάς».

  5. Νικόλαος Δαμασκηνός (64 π.Χ. – 14 μ.Χ.): «Ων δε πρότερον ουδέ ονόματα ηπίσταντο οι άνθρωποι, ημερωσάμενος, ουδέ τινος υπήκοοι εγένοντο διά μνήμης, οπόσοι εντός Ρήνου ποταμού κατοικούσιν, υπέρ τε τον Ιόνιον πόντον και τα Ιλλυριών γένη, Παννωνίους αυτούς και Δάκας καλούσιν.» – «ΓΑΛΑΚΤΟΦΑΓΟΙ. Γαλακτοφάγοι, Σκυθικόν έθνος, άοικοί εισιν, ώσπερ και οι πλείστοι Σκυθών. Τροφήν δε έχουσι γάλα μόνον ίππειον, εξ ου τυροποιούντες, εσθίουσι και πίνουσι. Και εισί διά τούτο δυσμαχώτατοι, συν αυτοίς πάντη την τροφήν έχοντες. Ούτοι και Δαρείον ετρέψαντο. | Εισί δε και δικαιότατοι, κοινά έχοντες τα τε κτήματα και τας γυναίκας, ώστε τους μεν πρεσβυτέρους αυτών πατέρας ονομάζειν, τους δε νέους παίδας, τους δε ήλικας αδελφούς. Ων ην και Ανάχαρσις, είς των επτά σοφών νομισθείς, ος ήλθεν εις την Ελλάδα, ίνα ιστορήση τα των άλλων νόμιμα. Τούτων δε Όμηρος μέμνηται, εν οις φησί· ‚Μυσών τ’ αγχεμάχων, και Αγαυών ιππομολγών / Γαλακτοφάγων, Αβίων τε, δικαιοτάτων ανθρώπων

  6. Στράβων (63 π.Χ. – 23 μ.Χ.): «παρά των Γετών, ομογλώττου τοις Θραξίν έθνους, εις την Θράκην. Και νυν οικούσιν αυτόθι, Μοισοί καλούμενοι…» – «Ομόγλωττοι δ’ εισιν οι Δάκοι τοις Γέταις» – «Οἱ τοίνυν Ἕλληνες τούς (τε) Γέτας Θρᾶικας ὑπελάμβανον· ὤικουν δ᾽ ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου καὶ οὗτοι καὶ οἱ Μυσοί, Θρᾶικες ὄντες καὶ αὐτοί, καὶ οὓς νῦν Μοισοὺς καλοῦσιν· ἀφ᾽ ὧν ὡρμήθησαν καὶ οἱ νῦν μεταξὺ Λυδῶν καὶ Φρυγῶν καὶ Τρώων οἰκοῦντες Μυσοί. Καὶ αὐτοὶ δ᾽ οἱ Φρύγες Βρίγες εἰσί, Θράικιόν τι ἔθνος, καθάπερ καὶ Μυγδόνες καὶ Βέβρυκες καὶ Μαιδοβιθυνοὶ καὶ Βιθυνοὶ καὶ Θυνοί, δοκῶ δὲ καὶ τοὺς Μαριανδυνούς.» – «Ἔτι γὰρ ἐφ᾽ ἡμῶν (γοῦν) Αἴλιος Κάτος [Περί το 4 μ.Χ.: «Ο Aelius Catus, Ρωμαίος διοικητής κοντά στον Δούναβη, μεταφύτευσε 50.000 Γέτες από τη νυν Muntenia Ρουμανίας, πολύ νότια του Δούναβη, στη Μοισία.»] μετώικισεν ἐκ τῆς περαίας τοῦ Ἴστρου πέντε μυριάδας σωμάτων παρὰ τῶν Γετῶν, ὁμογλώττου τοῖς Θραιξὶν ἔθνους, εἰς τὴν Θράικην· καὶ νῦν οἰκοῦσιν αὐτόθι Μοισοὶ καλούμενοι, ἤτοι καὶ τῶν πρότερον οὕτω καλουμένων, ἐν δὲ τῆι Ἀσίαι Μυσῶν μετονομασθέντων, ἢ ὅπερ οἰκειότερόν ἐστι τῆι ἱστορίαι καὶ τῆι ἀποφάσει τοῦ ποιητοῦ, τῶν ἐν τῆι Θράικηι Μυσῶν καλουμένων πρότερον.» – «…καὶ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὰ μὲν ἄνω καὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς μέρη μέχρι τῶν καταρακτῶν Δανούιον προσηγόρευον, ἃ μάλιστα διὰ τῶν Δακῶν φέρεται, τὰ δὲ κάτω μέχρι τοῦ Πόντου τὰ παρὰ τοὺς Γέτας καλοῦσιν Ἴστρον· ὁμόγλωττοι δ᾽ εἰσὶν οἱ Δακοὶ τοῖς Γέταις. Παρὰ μὲν οὖν τοῖς Ἕλλησιν οἱ Γέται γνωρίζονται μᾶλλον διὰ τὸ συνεχεῖς τὰς μεταναστάσεις ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου ποιεῖσθαι καὶ τοῖς Μοισοῖς ἀναμεμῖχθαι· …» – «Τῶν δὴ Γετῶν τὰ μὲν παλαιὰ ἀφείσθω, τὰ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἤδη τοιαῦτα ὑπῆρξε. Βοιρεβίστας, ἀνὴρ Γέτης, ἐπιστὰς ἐπὶ τὴν τοῦ ἔθνους ἐπιστασίαν, ἀνέλαβε κεκακωμένους τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ συχνῶν πολέμων καὶ τοσοῦτον ἐπῆρεν ἀσκήσει καὶ νήψει καὶ τῶι προσέχειν τοῖς προστάγμασιν, ὥστ᾽ ὀλίγων ἐτῶν μεγάλην ἀρχὴν κατεστήσατο, καὶ τῶν ὁμόρων τοὺς πλείστους ὑπέταξε τοῖς Γέταις· ἤδη δὲ καὶ Ῥωμαίοις φοβερὸς ἦν, διαβαίνων ἀδεῶς τὸν Ἴστρον καὶ τὴν Θράικην λεηλατῶν μέχρι Μακεδονίας καὶ τῆς Ἰλλυρίδος, τούς τε Κελτοὺς τοὺς ἀναμεμιγμένους τοῖς τε Θραιξὶ καὶ τοῖς Ἰλλυριοῖς ἐξεπόρθησε, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρωι καὶ Ταυρίσκους.» – «Γέγονε δὲ καὶ ἄλλος τῆς χώρας μερισμὸς συμμένων ἐκ παλαιοῦ· τοὺς μὲν γὰρ Δακοὺς προσαγορεύουσι, τοὺς δὲ Γέτας. Γέτας μὲν τοὺς πρὸς τὸν Πόντον κεκλιμένους καὶ πρὸς τὴν ἕω, Δακοὺς δὲ τοὺς εἰς τἀναντία πρὸς τὴν Γερμανίαν καὶ τὰς τοῦ Ἴστρου πηγάς, οὓς οἶμαι Δάους καλεῖσθαι τὸ παλαιόν· ἀφ᾽ οὗ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐπεπόλασε τὰ τῶν οἰκετῶν ὀνόματα Γέται καὶ Δᾶοι. Τοῦτο γὰρ πιθανώτερον ἢ ἀπὸ τῶν Σκυθῶν, οὓς καλοῦσι Δάας· πόρρω γὰρ ἐκεῖνοι περὶ τὴν Ὑρκανίαν, καὶ οὐκ εἰκὸς ἐκεῖ-θεν κομίζεσθαι ἀνδράποδα εἰς τὴν Ἀττικήν.» – «Μεταξὺ δὲ τῆς Ποντικῆς θαλάττης τῆς ἀπὸ Ἴστρου ἐπὶ Τύραν καὶ ἡ τῶν Γετῶν ἐρημία πρόκειται, πεδιὰς πᾶσα καὶ ἄνυδρος, ἐν ἧι Δαρεῖος ἀποληφθεὶς ὁ Ὑστάσπεω, καθ᾽ ὃν καιρὸν διέβη τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Σκύθας, ἐκινδύνευσε πανστρατιᾶι δίψηι διαλυθῆναι, συνῆκε δ᾽ ὀψὲ καὶ ἀνέστρεψε. Λυσίμαχος δ᾽ ὕστερον στρατεύσας ἐπὶ Γέτας καὶ τὸν βασιλέα Δρομιχαίτην οὐκ ἐκινδύνευσε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἑάλω ζωγρίαι· πάλιν δ᾽ ἐσώθη, τυχὼν εὐγνώμονος τοῦ βαρβάρου, καθά-περ εἶπον πρότερον

  1. Οβίδιος (43 π.Χ. – 17 μ.Χ.): «In Georgicis autem, vbi ad incenses aestus auertendos venam in pede ferisse proficuum docet,

Bisaltae quo more solent, acerque Gelonus,

Cum fugit in Rhodopen, atque in deserta Getarum

«Sed quorsum haec, si Graii apud Getas aduenae uerunt? Pluribus id locis ipse testator Naso; quails est, quo de Tomitanae vrbis origine dsser-turus, incipit:

Hic quoque sunt igitur Graiae (quis crederet) vrbes,

     Inter inhumanae nomina barbariae.

Huc quoque Mileto missi venere coloni,

     Inque Getis Graias constituere domos.

Atque ita sunt heic versati Graeci, vt eos Getas tam numero quam lingua erent, coactos suam barbaris miscere vocibus. De quo sic Poeta, turbam ibens Tomitanam:

Mista sit haec quamuis inter Graiosque Getasque,

     A male pacatis plus trahic ora Getis.

Et alibi:

Nesciaque est vocis quod Barbara lingua Latinae,

     Graiaque quod Getico victa loquela sono.

Rursum:

In paucis remanent Graiae vestigial linguae,

     Haec quoque iam Getico Barbara facta fono.

Denique:

Hos quoque, qui geniri Graia creduntur ab vrbe,

     Pro patrio cultu Persica bracca regit.

Exercent illi sociae commercial liguae (Geticae)

     Per gestum res est significanda mihi.

Barbarus hic ego fum; quia non intelligor vlli:

     Et rident stolidi verba Latina Getae.

Ex his, mea quidem opinione, perspicuum euadit, Getas tam parum ad Graespectasse originem, quam ad Latinam, vtpote linguae ignaros vtrin-sque…»

  1. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.): «Haemi excelsitas VI passuum subitur. Aversa eius et in Histrum devexa Moesi, Getae, Aodi, Scaugdae Clariaeque, et sub iis Arraei Sarmatae, quos Areatas vocant, Scythaeque et circa Ponti litora Moriseni Sithonique Orphei vatis genitores optinent. Ita finit Hister a septentrione, ab ortu Pontus ac Propontis, a meridie Aegaeum mare, cuius in ora a Strymone Apollonia, Oesyma, Neapolis, Batos. intus Philippi colonia. …»

  2. Δίων Χρυσόστομος (40-120 μ.Χ.): «Ετύγχανον μεν επιδημών εν Βορυσθένει το θέρος, οπότε εισέπλευσα [μετά την φυγήν] βουλόμενος ελθείν, εάν δύνωμαι, διά Σκυθών εις Γέτας, όπως θεάσωμαι τακεί πράγματα οποία εστι.» – «Ταύτη δε και των αλών εστι πλήθος, όθεν οι πλείους των βαρβάρων λαμβάνουσιν ωνούμενοι τους άλας και των Ελλήνων και Σκυθών οι Χερρόνησον οικούντες την Ταυρικήν.» – «Πολλοί γαρ δη τινες αλώσεις κατά πολλά μέρη γεγόνασι της Ελλάδος, άτε εν πολλοίς τόποις διεσπαρμένης. Αλόντες δε τότε οι Βορυσθενίται πάλιν συνώκησαν εθελόντων εμοί δοκείν των Σκυθών διά το δείσθαι της εμπορίας και του κατάπλου των Ελλήνων·» – «Σχεδόν δε και πάντες οι Βορυσθενίται περί τον ποιητή [Όμηρον] εσπουδάκασιν ίσως διά το πολεμικοί είναι έτι νυν, ει μη άρα και την προς Αχιλλέα εύνοιαν. Τούτον μεν γαρ υπερφυώς τιμώσι, και νεών τον μεν εν τη νήσω τη Αχιλέως καλουμένη ίδρυνται, τον δε εν τη πόλει, ώστε ουδέ ακούειν υπέρ ουδενός άλλου θέλουσιν ή Ομήρου. Και τάλλα ουκέτι σαφώς ελληνίζοντες διά το εν μέσοις οικείν τοις βαρβάροις, όμως την γε Ιλιάδα ολίγου πάντες ίσασιν από στόματος.» – «[Οι Βορυσθενίται] ήσαν φιλήκοοι και τω τρόπω Ελληνες…»

  3. Κορνήλιος Τάκιτος (;56 – ;120): «Πάσα η Γερμανία των μεν Γάλλων και Ραιτών και Παννόνων τοις ποταμοίς Ρήνω και Δανουβίω διώρισται, των δε Σαρματών και Δάκων δέει τω αλλήλων ή όρεσι· τα δ’ άλλα ωκεανός περικλύζει, κόλπους ευρείς και νήσους υπερμεγέθεις περιλαμβάνων, ένθα δη έθνη τινά και βασιλείς αρτίως ημίν ο πόλεμος ανακαλύψας εγνώρισεν. Ο μεν Ρήνος εξ απροσβάτου και αποκρήμνου τινός κορυφής των Ραιτικών Άλπεων πηγάζων, μικρόν προς δυσμάς αποκάμψας εις το βόρειον εκβάλλει ωκεανόν. Ο δε Δανούβιος δειράδος τινός του Αβνοβαίου όρους εξαναβλύζων ευβάτου και ηρέμα ανατρεχούσης, πολλούς τω ρείθρω λαούς επελθών, τέλος ες πόντον έξ στόμασιν εξερεύγεται· ο γαρ έβδομος οχετός καταδύεται εις τενάγη.» – «Τα δε των Πευκινών και Ουενεδών και Φίννων έθνη πότερον τοις Γερμανοίς ή τοις Σαρμάταις συγκαταλέξω, ενδοιάζω τη γνώμη· καίτοι οι Πευκίνοι, ους ένιοι Βαστάρνας αποκαλούσι, διάλεκτον, ιματισμόν, οίκησιν και οικονομίαν τοις Γερμανοίς όμοια έχουσι. Πάντες εν ρυπαρία και νωχελεία διάγουσιν· οι δε προύχοντες τοις επιμίξ γάμοις ου μικρόν ες τον των Σαρματών εξεστήκασι τρόπον.»

  4. Κλαύδιος Πτολεμαίος (90-168 ή 100-168/178 μ.Χ.): «…παρά μεν την Βύκην λίμνην / Τορεκκάδαι· / παρά δε τον Αχιλλέως δρόμον / οι Ταυροσκύθαι· / υπό δε τους Βαστέρνας προς τη Δακία / Τάγροι, / και υπ’ αυτούς Τυραγγέται. …»

  5. Αρριανός (~96-~175 μ.Χ.): «Ἀπὸ δὲ τῆς μάχης τριταῖος ἀφικνεῖται Ἀλέξανδρος ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἴστρον, ποταμῶν τῶν κατὰ τὴν Εὐρώπην μέγιστον ὄντα καὶ πλείστην γῆν ἐπερχόμενον καὶ ἔθνη μαχιμώτατα ἀπείργοντα, τὰ μὲν πολλὰ Κελτικά, ὅθεν γε καὶ αἱ πηγαὶ αὐτῷ ἀνίσχουσιν, ὧν τελευταίους Κουάδους καὶ Μαρκομάνους. ἐπὶ δὲ Σαυροματῶν μοῖραν, Ἰάζυγας. ἐπὶ δὲ Γέτας τοὺς ἀπαθανατίζοντας. […] Ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος ἀπαγαγὼν τὰς ναῦς ἔγνω διαβαίνειν τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Γέτας τοὺς πέραν τοῦ Ἴστρου ᾠκισμένους, ὅτι τε συνειλεγμένους ἑώρα πολλοὺς ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου, ὡς εἴρξοντας, εἰ διαβαίνοι […]»

  6. Αππιανός ο Αλεξανδρεύς (95/100-165): «Ότι Γένθιος βασιλεύς Ιλλυριών ενός έθνους προσοίκου Μακεδόσι, Περσεί συμμαχών επί τριακοσίοις ταλάντοις (…) Ες δε Γέτας έπεμπε τους υπέρ Ίστρον, και Ευμενούς απεπείρασεν επί χρήμασιν […] Και ο Περσεύς ήδη Γετών αυτώ προσιέναι μισθοφόρους μυρίους ιππέας και μυρίους πεζούς πυθόμενος, αυτίκα του Ευμενούς κατεφρόνει…» Επί των ημερών του Μάρκου Αντωνίου [83-30 π.Χ.] «οι Γέται την Μακεδονίαν επιδράμοιεν.» – «Φήμη δη κατέσκηψε Γέτας Μακεδονίαν πορθείν.» – «Ιππείς δε ήσαν Βρούτω μεν Κελτοί και Λυσιτανοί τετρακισχίλιοι, και Θράκες και Ιλλυριοί Παρθηνοί και Θεσσαλοί δισχίλιοι, Κασσίω δε Ίβερες τε και Κελτοί διχίλιοι, και ιπποτοξόται Άραβες τε και Μήδοι και Παρθυαίοι τετρακισχίλιοι.» – «Τροφαί δε, ο δυσπορώτατόν εστι στρατοίς μεγάλοις, εκείνοις μεν ουκ εισί, πλην εκ μόνης Μακεδονίας, έθνους ορείου, και Θεσσαλίας, χώρας βραχείας·» – «και Γετών, των υπέρ Ίστρον, ους Δακούς καλούσιν.» – «Τυρρηνοί, Λυδών άποικοι» – «και Κόλχους, έθνος αρειμανές, Ελλήνων τε τους επί του Πόντου κατωκισμένους, και βαρβάρων τους όντας υπέρ αυτούς.» – «Έτερόν τι Σκύθην, όνομα Σοβάδακον, ενέφηνε τω Μιθριδάτη […] Σοβάδακος μεν δη συνελαμβάνετο.» – «Και τάδε μεν περί Αχαιών των Σκυθικών.» – «Εποίει δε και τετράρχας, Γαλλογραικών μεν, οι νυν εισι Γαλάται Καππαδόκαις όμοροι […]» – «και Αχαιών των εν Σκύθαις» – «Άφνω δη φήμη κατέσκηψε, Γέτας, τον θάνατον του Καίσαρος πυθομένους, Μακεδονίαν πορθείν επιτρέχοντας. Και ο Αντώνιος την βουλήν ήτει τον στρατόν, ως Γέταις επιθήσων δίκην· ες τε γαρ Γέτας αυτόν προ Παρθυαίων Καίσαρι παρεσκευάσθαι, και τα Παρθυαίων ηρεμείν εν τω παρόντι. Η μεν ουν βουλή την φήμην υπενόει, και τους επισκεψομένους έπεμψεν. Ο δε Αντώνιος τον φόβον αυτών και την υπόνοιαν εκλύων, εψηφίσατο […] Οι δε επισκέπται της φήμης επανελθόντες, Γέτας έλεγον ουκ ιδείν εν Μακεδονία· προσέθεσαν δε, ότι δέος ην, μη, της στρατιάς ποι μετελθούσης, οι Γέται την Μακεδονίαν επιδράμοιεν. Ώδε μεν είχε τα εν Ρώμη

  1. Διονύσιος Βυζάντιος (έζησε τον 2ο μ.Χ. αι.): «καὶ τὸ μὲν πρῶτον τῶν χωρίων Πολυρρήτιον, ἀπ’ ἀνδρὸς Πολυρρήτου, τὸ δὲ μετὰ τοῦτο Βαθεῖα Σκοπιά, πρὸς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, τρίτον Βλαχέρνας, ὄνομα βαρβαρικὸν ἀφ’ ἑνὸς τῶν ταύτῃ βασιλέων, καὶ τὸ τελευταῖον Παλῶδες, ἀπὸ τοῦ τελματώδη καὶ πηλῷ προσεοικυῖαν ὑφιζάνειν αὐτῷ τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν.» (Dionysius Byzantius, Anaplus Bospori, 23). – [Πάει να πεί ότι ήδη τον 1ο αι. μ.Χ. ήταν γνωστό στους Έλληνες το όνομα Βλάχος!]

  2. Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125-180): «Οἱ μὲν ὦν πολλοὶ, Δευκαλίωνα τὸν Σκύθεα τὸ ἱρὸν εἵσασθαι λέγουσι· τοῦτον Δευκαλίωνα, ἐπὶ τοῦ τὸ πολλὸν ὕδωρ ἐγένετο. Δευκαλίωνος δὲ πέρι λόγον ἐν Ἕλλησιν ἤκουσα, τὸν Ἕλληνες ἐπ’ αὐτῶ λέγουσι. ὁ δὲ μῦθος ὧδε ἔχει· ἥδε ἡ γενεή, οἱ νῦν ἄνθρωποι, οὐ πρῶτοι ἐγένοντο, ἀλλ’ ἐκείνη μὲν ἡ γενεὴ πάντες ὤλοντο. οὗτοι δὲ γένεος τοῦ δευτέρου εἰσί· τὸ αὖθις ἐκ Δευκαλίωνος ἐς πληθὺν ἀπίκετο. ἐκείνων δὲ πέρι τῶν ἀνθρώπων τάδε μυθέονται: ὑβρισταὶ κάρτα ἐόντες, ἀθέμιστα ἔργα ἔπρασσον· οὔτε γὰρ ὅρκια ἐφύλασσον, οὔτε ξείνους ἐδέκοντο, οὔτε ἱκετέων ἠνείχοντο, ἀντ’ ὧν σφίσι ἡ μεγάλη συμφορὴ ἀπίκετο. αὐτίκα ἡ γῇ πολλὸν ὕδωρ ἐκδιδοῖ, καὶ ὄμβροι μεγάλοι ἐγένοντο, καὶ οἱ ποταμοὶ κατέβησαν μέζονες, καὶ ἡ θάλασσα ἐπὶ πολλὸν ἀνέβη, ἐςτε ὃ πάντα ὕδωρ ἐγένοντο, καὶ πάντες ὤλοντο· Δευκαλίων δὲ μοῦνος ἀνθρώπων ἐλίπετο ἐς γενεὴν δευτέρην, εὐβουλίης τε καὶ τοῦ εὐσεβέος εἵνεκα. ἡ δε οἱ σωτηρίη ἥδε ἐγένετο· λάρνακα μεγάλην, τὴν αὐτὸς εἶχε, ἐς ταύτην ἐςβιβάσας παῖδάς τε καὶ γυναῖκας ἑωυτοῦ, ἐσέβη. ἐς βαίνοντι δέ οἱ ἀπίκοντο σύες, καὶ ἵπποι, καὶ λεόντων γένεα, καὶ ὄφιες, καὶ ἄλλα, ὁκόσα ἐν γῇ νέμονται, πάντα ἐς ζεύγεα. ὁ δὲ πάντα ἐδέκετο· καί μιν οὐκ ἐσίνοντο, ἀλλά σφισι μεγάλη διόθεν φιλίη ἐγένετο. καὶ ἐν μιῇ λάρνακι πάντες ἔπλευσαν ἔς τε τὸ ὕδωρ ἐπεκράτεε. τὰ μὲν Δευκαλίωνος πέρι Ἕλληνες ἱστορέουσι.» – [Πολύ απλά: Ο Λουκιανός γράφει ότι ο Δευκαλίων ήταν Σκύθης.]

  3. Αρτεμίδωρος (β’ μισό 2ου μ.Χ. αι.): «Επεί τα κοινά έθη των ιδίων μακρώ διέστηκεν: ει μη τις καταμάθοι, εξαπατηθήσεται υπ’ αυτών. Κοινά μεν ουν έθη ταύτα: θεούς σέβεσθαι και τιμάν; Ουδέν γαρ έθνος ανθρώπων άθεον, ώσπερ ουδέ αβασίλευτον. Άλλοι δε άλλως τιμώσι θεούς. Αλλ’ επί το αυτό την αναφοράν έχουσι πάντες τέκνα τρέφειν; ηττάσθαι γυναικών, και της προς αυτάς ομιλίας; εγρηγορέναι ημέρας; Καθεύδειν νύκτωρ; τροφαίς χρήσθαι; παύεσθαι κάμνοντας; διάγειν εν σκιά, μη υπαιθρίως; Ταύτα μεν ουν κοινά έθη. Ίδια δε και εθνικά καλούμεν. Οίον σιτίζονται παρά Θραξίν οι ευγενείς παίδες, και παρά Γέταις οι δούλοι; ων μεν προς άρκτον, οι δ’ επί μεσημβρίαν οικούσιν. Και Μόσσυνες οι εν τη Ποντική συνουσιάζονται δημοσία, και γυναιξί μίσγονται, ώσπερ οι κύνες; α τοις άλλοις ανθρώποις άτιμα νενόμισται.» – «Ει δε τις ελληνικά μανθάνοι γράμματα Ρωμαίος ων, ή ρωμαϊκά Έλλην: ο μεν εις ρωμαϊκάς διατριβάς, ο δε εις ελληνικάς αφίξεται. Πολλοί δε και έγημαν Ρωμαίοι με Ελληνίδας, Έλληνες δε Ρωμαίας τοιούτον ιδόντες όνειρον. Οίδα δε τινα, ος έδοξε ρωμαϊκά γράμματα μανθάνειν: και εις δούλον κατεκρίθη; ουδέν γαρ εν δούλω ελληνικόν διδάσκεται. […]»

  4. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-211/16): «Πολλά καγαθά γένοντο τω των Σκυθών Βασιλεί, όστις ποτέ ην Ανάχαρσις· ούτος τον πολίτην τον εαυτού, την παρά Κυζικηνοις μητρός των θεών τελευτήν απομιμούμενον παρά Σκύθαις, τύμπανον τε επικτυπούντα, και κύμβαλον επηχούντα, οία του τραχήλου τινα Μηναγύρτην εξηρτημένον, κατετόξευσεν. ως άνανδρον αυτόν τε παρά Έλλησι γεγενημένον, και της θηλείας τοις άλλοις Σκυθών διδάσκαλον νόσου.» – «Τι δε, ου πόλιν Θετταλοί μύρμηκας ιστορούνται σέβειν, επεί τον Δίαν μεμαθήκασιν ομοιωθέντα μυρμήκι, την Κλήτορος θυγατέρα Ευρυμεδούση μίγηναι, και Μυρμηδόνα γεννήσαι;» – «τας Υπερβορέων γυναίκας; Υπέροχη και Λαοδίκη κέκλησθον·…» – «Έστι δε Σκυθών το τοιούτον, καθάπερ Εύδοξον εν Δευτέρα της Περιόδου λέγει. Σκυθών δε οι Σαυρομάται, ως φησίν Ικέσιος εν τω περί μυστηρίων, ακινάκην [= κοντό ίσιο ξίφος] σέβουσιν… Τι μοι Σαυρομάτας καταλέγειν, ους Νυμφόδωρος εν Νομίμοις Βαρβαρικοίς, το πυρ σέβειν ιστόρει·» – «και οι τον Σκύθην Ανάχαρσιν μη αποσκορακίζοντες, και νυν μη αξιοπαθήσητε παρά τοις βαρβαρική νομοθεσία παρακολουθούσι παιδεύεσθαι.» – «ή την Σκυθίαν Άρτεμιν και αύτην φυγάδα γεγονθίαν, και ανδροφόνον, και κυνηγέτιν, και του Ενδυμίωνος ερασθείσαν;» – «Ύμορ βασιλεύς Σεβωείμ, Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ [Balac rex Segor], της Κεφαλάκ κεκλημμένης.» – «Υπερβόρεοι έθνος Σκυθικόν, ούτω καλούμενον διά τω ανωτάτω των βορειοτάτων μερών, όθεν πνει ο Βορέας, έχειν την οίκησιν· ούτοι δε όνους θύουσι τω Απόλλωνι.» – «ο Μύρμηξ όνομα κύριον ανθρώπου, ω ομοιωθείς ο Ζεύς μίσγεται Ευρυμεδούση, τη Κλήτορος θυγατρί, γεννά δε Μυρμιδόνα εξ αυτής.» – «σμίνθους γαρ τους μύας οι Κρήτες καλούσιν.» – «Αμαζόνας· έθνος Σκυθικόν ανδρείον και ανδρώδες και πρόσοικον τοις Κοίλοις.» – «Έλληνες δε, ώσπερ ανθρωπομόρφους, ούτως και ανθρωποπαθείς τους θεούς υποτίθενται. και καθάπερ τας μορφάς αυτών ομοίας εαυτοίς έκαστοι διαζωγραφούσιν, ως φησιν Ξενοφάνης· Αιθίοπές τε, μέλανας σιμούς τε· Θράκες τε πυρρούς και γλαυκούς· ούτως και τας ψυχάς ομοίουσιν, και τοις αυτοίς αναπλάττουσιν·» – «Οίδε μεν οι χρόνοι των παρ’ Έλλησι πρεσβυτάτων σοφών τε και φιλοσόφων, ως δε οι πλείστοι αυτών βάρβαροι το γένος και παρά βαρβάροις παιδευθέντες τι δει και λέγειν; ει γε Συρρηνός ή Σύριος ο Πυθαγόρας εδείκνυτο, Αντισθένης δε Φρυξ ην Σύριος ο Πυθαγόρας εδείκνυτο, Αντισθένης δε Φρυξ ην και Ορφεύς Οδρύσης ή Θραξ· Όμηρον γαρ οι πλείστοι Αιγύπτιον φαίνουσιν. Θαλής δε Φοίνιξ ων το γένος και τοις Αιγυπτίων προφήταις συμβεβληκέναι είρηται, καθάπερ και ο Πυθαγόρας αυτοίς γε τούτοις, δι’ ους και περιετέμνετο, ίνα δη και εις τα άδυτα κατελθών την μυστικήν παρ’ Αιγυπτίων εκμάθοι φιλοσοφίαν, Χαλδαίων τε και μάγων τοις αρίστοις συνεγένετο και την εκκλησίαν την νυν ούτω καλουμένην το παρ’ αυτώ ομακοείον αινίττεται.» – «Και μοι δοκούσιν αισθόμενοι της μεγάλης ευποιίας της διά των σοφών σεβασθήναί τε τους άνδρας και δημοσία φιλοσοφήναι Βραχμάνες τε σύμπαντες και Οδρύσαι και Γέται και το των Αιγυπτίων γένος εθεολόγησαν ακριβώς τα εκείνων, Χαλδαίοι τε και Αράβιοι οι κληθέντες ευδαίμονες […] αλλά καν τω Χαρμίδη Θράκας τινας επιστάμενος φαίνεται, οι λέγονται αθανατίζειν την ψυχήν.» – «Σκύθης δε και Ανάχαρσις ην, και πολλών παρ’ Έλλησι διαφέρων ούτος αναγράφεται φιλοσόφων. τους δε Υπερβορέους Ελλάνικος υπέρ τα Ρίπαια όρη οικείν ιστορεί, διδάσκεσθαι δε αυτούς δικαιοσύνην μη κρεοφαγούντας, αλλ’ ακροδρύοις χρωμένους.» – «Κέλμις τε αυ και Δαμναμενεύς οι των Ιδαίων δάκτυλοι πρώτοι σίδηρον εύρον εν Κύπρω, Δέλας δε άλλος Ιδαίος εύρε χαλκού κράσιν, ως δε Ησίοδος, Σκύθης.» – «Ει δε τις την φωνήν διαβάλλει την βάρβαρον, εμοί δε, φησίν ο Ανάχαρσις, πάντες Έλληνες σκυθίζουσιν. Ούτος ην ο παρ’ Έλλησι θαυμασθείς ο φήσας ‚εμοί περίβλημα χλαίνα, δείπνον γάλα, τυρός‛. Οράς φιλοσοφίαν βάρβαρον έργα επαγγελλομένην, ου λόγους.» – «…Άβαρίς τε ο Υπερβόρεος και Αριστέας ο Προκοννήσιος…» – «Φασί δε οι Έλληνες διαλέκτους είναι τας παρά σφίσι πέντε, Ατθίδα, Ιάδα, Δωρίδα, Αιολίδα και πέμπτην την κοινήν, απεριλήπτους δε ούσας τας βαρβάρων φωνάς μηδέ διαλέκτους, αλλά γλώσσας λέγεσθαι.» – «Ο δε Ζάμολξις ην των Πυθαγορείων γνωρίμων.» – «Ακούω δ’ έγωγε και Σαυρομάτιδας γυναίκας πολέμω χρωμένας ανδρών ουκ έλαττον, και Σακίδας άλλας, αι τοξεύουσιν εις τουπίσω φεύγειν προσποιούμεναι τοις ανδράσιν επίσης. […] Ήδη γουν αι γυναίκες ουδέν έλαττον των αρρένων και οικουρούσι και θηρεύουσι και τας ποίμνας φυλάττουσι.» – «αι γαρ Υπερβόρειοι και Αριμάσπειοι πόλεις και τα Ηλύσια πεδία δικαίων πολιτεύματα· ίσμεν δε και την Πλάτωνος πόλιν παράδειγμα εν ουρανώ κειμένην.» – «Πολλά καγαθά γένοιτο τω των Σκυθών βασιλεί, όστις ποτέ ην [Ανάχαρσις]. Ούτος τον πολίτην τον εαυτού, την παρά Κυζικηνοίς μητρός των θεών τελετήν απομιμούμενον παρά Σκύθαις, […] ως άνανδρον αυτόν τε παρά Έλλησι γεγενημένον και της θηλείας τοις άλλοις Σκυθών διδάσκαλον νόσου.» – «Σκυθών δε οι Σαυρομάται, ως φησιν Ικέσιος εν τω περί μυστηρίων, ακινάκην σέβουσιν.» – «Και των εθνών οι Κελτοί και οι Σκύθαι κομώσιν, αλ’ ου κοσμούνται· ολιγωρεί δε έσθ’ ότε και της αμάξης ο Σκύθης· […] τον ίππον λαβών Σκύθης ανήρ […] και τω νομάδι ο ίππος όχημα γίνεται και τροφή.»

  1. Δίων Κάσσιος (~155-235): «στρατεύσαντι δὲ τῶ Τραϊανῶ κατὰ τῶν Δακῶν καὶ ταῖς Τάπαις, ἔνθα ἐστρατοπέδευον οἱ βάρβαροι, πλησιάσαντι μύκης μέγας προσεκομίσθη, γράμμασι Λατίνοις λέγων ὅτι ἄλλοι τε τῶν συμμάχων καὶ Βοῦροι παραινοῦσι Τραϊανῶ ὀπίσω ἀπιέναι καὶ εἰρηνῇσαι. Συμβαλὼν δὲ αὐτοῖς ὁ Τραϊανὸς πολλοὺς μὲν τῶν οἰκείων τραυματίας ἐπεῖδε, πολλοὺς δὲ τῶν πολεμίων ἀπέκτεινεν· ὅτε καὶ ἐπιλιπόντων τῶν ἐπιδέσμων οὐδὲ τοῖς ἑαυτοῦ ἐσθῇτος λέγεται φείσασθαι, ἀλλ´ ἐς τὰ λαμπάδια ταύτην κατατεμεῖν, τοῖς δὲ τελευτήσασι τῶν στρατιωτῶν ἐν τῆ μάχῃ βωμόν τε στῇσαι καὶ κατ´ ἔτος ἐναγίζειν κελεῦσαι. Ὅτι ὁ Δεκέβαλος ἐπεπόμφει μὲν καὶ πρὸ τῇς ἥττης πρέσβεις, οὐκέτι τῶν κομητῶν ὥσπερ πρότερον, ἀλλὰ τῶν πιλοφόρων τοὺς ἀρίστους. Καὶ ἐκεῖνοι τά τε ὅπλα ῥίψαντες καὶ ἑαυτοὺς ἐς τὴν γῇν καταβαλόντες ἐδεήθησαν τοῦ Τραϊανοῦ μάλιστα μὲν αὐτῶ τῶ Δεκεβάλῳ καὶ ἐς ὄψιν καὶ ἐς λόγους αὐτοῦ ἐλθεῖν, ὡς καὶ πάντα τὰ κελευσθησόμενα ποιήσοντι, ἐπιτραπῇναι, εἰ δὲ μή, σταλῇναί γέ τινα τὸν συμβησόμενον αὐτῶ. Καὶ ἐπέμφθη ὁ Σούρας καὶ Κλαύδιος Λιουιανὸς ὁ ἔπαρχος. | Ἐπράχθη δὲ οὐδέν· ὁ γὰρ Δεκέβαλος οὐδὲ ἐκείνοις ἐτόλμησε συμμῖξαι, ἔπεμψε δὲ καὶ τότε – – -. Ὁ δὲ Τραϊανὸς ὄρη τε ἐντετειχισμένα ἔλαβε, καὶ ἐν αὐτοῖς τά τε ὅπλα τά τε μηχανήματα τὰ αἰχμάλωτα τό τε σημεῖον τὸ ἐπὶ τοῦ Φούσκου ἁλὸν εὗρε. Δι´ οὖν ταῦτα ὁ Δεκέβαλος, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ ὁ Μάξιμος ἐν τῶ αὐτῶ χρόνῳ τήν τε ἀδελφὴν αὐτοῦ καὶ χωρίον τι ἰσχυρὸν εἷλεν, οὐδὲν ὅ τι οὐχ ἑτοίμως τῶν προταχθέντων ἔσχε συνθέσθαι, οὐχ ὅτι καὶ ἐμμενεῖν αὐτοῖς ἔμελλεν,
    ἀλλ´ ἵν´ ἐκ τῶν παρόντων ἀναπνεύσῃ. Τὰ γὰρ ὅπλα καὶ τὰ μηχανήματα τούς τε μηχα-νοποιοὺς παραδοῦναι καὶ τοὺς αὐτομόλους ἀποδοῦναι, τά τε ἐρύματα καθελεῖν καὶ τῇς χώρας τῇς ἑαλωκυίας ἀποστῇναι, καὶ προσέτι τούς τε αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους τοῖς Ῥωμαίοις νομίζειν, καὶ μήτ´ αὐτομόλων τινὰ ὑποδέχεσθαι μήτε στρατιώτῃ τινὶ ἐκ τῇς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῇς χρῇσθαι (τοὺς γὰρ πλείστους τούς τε ἀρίστους ἐκεῖθεν ἀναπείθων προσεποιεῖτο) καὶ ἄκων ὡμολόγησε, πρός τε τὸν Τραϊανὸν ἐλθὼν καὶ ἐς τὴν γν πεσὼν καὶ προσκυνήσας αὐτὸν καὶ τὰ ὅπλα ἀπορρίψας. Καὶ πρέσβεις ἐπὶ τούτοις ἐς τὸ βουλευτήριον ἔπεμψεν, ὅπως καὶ παρ´ ἐκείνου τὴν εἰρήνην βεβαιώσηται. Ταῦτα συνθέμενος καὶ τὸ στρατόπεδον ἐν Ζερμιζεγεθούσῃ καταλιπών, τήν τε ἄλλην χώραν φρουραῖς διαλαβών, ἐς τὴν Ἰταλίαν ἀνεκομίσθη. Καὶ οἱ παρὰ τοῦ Δεκεβάλου πρέσβεις ἐς τὸ συνέδριον ἐσήχθησαν, τά τε ὅπλα καταθέντες συνῇψαν τὰς χεῖρας ἐν αἰχμαλώτων σχήματι καὶ εἶπόν τέ τινα καὶ ἱκέτευσαν, καὶ οὕτω τήν τε εἰρήνην ἐσπείσαντο καὶ τὰ ὅπλα ἀπέλαβον. Τραϊανὸς δὲ τά τε νικητήρια ἤγαγε καὶ Δακικὸς ἐπωνομάσθη, ἔν τε τῶ θεάτρῳ μονομάχους συνέβαλε
    (καὶ γὰρ ἔχαιρεν αὐτοῖς), καὶ τοὺς ὀρχηστὰς ἐς τὸ θέατρον ἐπανήγαγε (καὶ γὰρ ἑνὸς αὐτῶν τοῦ Πουλάδου ἤρα), οὐ μέντοι, οἷα πολεμικὸς ἀνήρ, τἆλλα ἧττον διῇγεν ἥ καὶ ἧττον ἐδίκαζεν, ἀλλὰ τοτὲ μὲν ἐν τῆ ἀγορᾶ τοῦ Αὐγούστου, τοτὲ δ´ ἐν τῆ στοᾶ τῆ Λιουίᾳ ὠνομασμένῃ, πολλάκις δὲ καὶ ἄλλοθι ἔκρινεν ἐπὶ βήματος. Ἐπεὶ δὲ ὁ Δεκέβαλος πολλὰ παρὰ τὰς συνθήκας ἀπηγγέλλετο αὐτῶ ποιῶν, καὶ ὅπλα τε κατεσκευάζετο, καὶ τοὺς αὐτομολοῦντας ἐδέχετο, τά τε ἐρύματα ἐπεσκεύαζε, παρά τε τοὺς ἀστυγείτονας ἐπρεσβεύετο, καὶ τοῖς τἀναντία οἱ φρονήσασι πρότερον ἐλυμαίνετο, καὶ τῶν Ἰαζύγων καὶ χώραν τινὰ ἀπετέμετο (ἣν μετὰ ταῦτα ἀπαιτήσασιν αὐτοῖς Τραϊανὸς οὐκ ἀπέδωκεν), οὕτω δὴ καὶ αὖθις πολέμιον αὐτὸν ἡ βουλὴ ἐψηφίσατο, καὶ ὁ Τραϊανὸς δι´ ἑαυτοῦ καὶ αὖθις, ἀλλ´ οὐ δι´ ἑτέρων στρατηγῶν, τὸν πρὸς ἐκεῖνον πόλεμον ἐποιήσατο

  1. Αίλιος Ηρωδιανός (180-250): «Πάσα λέξις από βο συλλαβής αρχομένη, διά του ο μικρού γράφεται· οίον· βοώ· βοή, η κραυγή· βοηδρομώ, το μετά κραυγής τρέχω· βοανεργές, Εβραϊστί, ο υιός της βροντής· βοηδρομιών, όνομα μηνός παρ’ Αθηναίοις· Βογ, ο θεός κατά Βουλγάρους, ή διδάσκαλος, εξ ου και Βογόμιλος· βόθυνος, ο βόθρος· βόειον κρέας, και βοεικόν· βοηλασία· βόλος, το δίκτυον, και η δρόσος·» – [Πριν το 250 μ.Χ., η λ. Βούλγαρος και Βογόμιλος, υπήρχαν! Όμως, τι νόημα είχαν;…]

  2. Καρακάλλας (188-217, βασιλ. 198-217), διά του προξένου του Πλαουτίλλα (έτος 202), διατάσσει και δίνει εντολές για το ταξίδι του συναυτοκράτορα Λαύκιου Σεπτίμιου Σευήρου (145-211, βασιλ. 193-211), το 202, στην Πίζο της Θράκης: «…–2. Πρ[ος τ]ου είναι ευδαιμονέστερα / ταύτα εμπόρια, έπειθον μεν άνδρα- / ς [παρεπιδ]ημείν ευδοκιμούντας [εκ] / τ[ων πέ]ριξ κωμών, πείθοντας δε / [άλλους] και μετοικίζειν εις ταύ- / [τα τα] εμπόρια, και αυτός δε προ- / τα[ιθ]έ[μεν]ος και τους βουλομένους / εκ[ον]τήν τούτο ποιείν έξοντας / θείας τύχης των Σεβαστών / μεγάλας δωρεάς· τούτ’ έστιν / πολειτικού σεί[τ]ου [αν]εισφορίαν, / και επ[ιμελ]είας βουργαρίων και / φρουρών και ανγαρείων άνεσιν. / Και ταύτα μεν περί της τάξεως / τοπάρχου και της αλειτουρ- / [γίας τω]ν ενοικούντων ή ενοικη / [σόν]των.|| –3. Περί…» – [Οι λ. βουργάριοι και φρουροί, σημαίνει καστροφύλακε και φρουροί, από τη λατιν. λ. burgus η οποία προέρχεται από την ελλ. λ. πύργος, ενώ από τη λατιν. λ. castrum προέρχεται η ελλ. λ. κάστρο. Η λ. βουργάριοι εξελίχτηκε σε Βούλγαροι ή Βούργαροι, και δεν έχει καμιά σχέση με τους μετέπειτα εμφανιζόμενους στην ιστορία «Ουννο-Βούλγαρους» του Ασπαρούχ (680 μ.Χ.), και αναφέρεται από τον Ι. Μαλάλα (491-578) «…Αχιλλεύς έχων ίδιον στρατόν των λεγομένων Μυρμιδόνων τότε, νυνί δε λεγομένων Βουλγάρων …». – Τη λ. Βούλγαροι αναφέρει και ο Αίλιος Ηρωδιανός (180-250), στο έργο Επιμερισμοί, «Βογ, ο θεός κατά Βουλγάρους, ή διδάσκαλος, εξ ου και Βογόμιλος`».]

  3. Άγιος Αθανάσιος (~296/98-373): «Σκύθαι γαρ οι καλούμενοι Ταύρειοι […] Ου μόνοι δε Σκύθαι διά την εν βαρβάροις έμφυτον αυτοίς αγριότητα τα τοιαύτα μυσαρά

    δώσιν…» – «ή Ιουλίου και Λιβερίου των επισκόπων Ρώμης, ή Κυριακού του της Μυσίας, ή Πιστού και Αρισταίου των από της Ελλάδος επισκόπων, ή Σιλβέστρου και Πρωτογένους του της Δακίας, ή Λεοντίου και Ευψυχίου των της Καππαδοκίας επισκόπων…» – «μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν».

  4. Άγιος Καισάριος (330-368): «οι Σκλαυηνοί και Φυσωνίται, οι και Δανούβιοι προσαγορευόμενοι». [Η αναφορά των ιστορικών σε «Ψευδοκαισάριο», δεν θεωρώ ότι αλλοιώνει την ουσία του περιεχομένου αυτής της μαρτυρίας!].

  5. Φιλοστόργιος (~368-~439): «Ότι Ουρφίλαν φησί κατά τούτους τους χρόνους εκ των πέραν Ίστρου Σκυθών (ους οι μεν πάλαι Γέτας, οι δε νυν Γότθους καλούσι) πολύν εις την Ρωμαίων διαβιβάσαι λαόν, δι’ ευσέβειαν εκ των οικείων ηθών ελαθέντας. Χριστιανίσαι δε το έθνος τρόπω τοιώδε· Βασιλεύοντος Ουαλεριανού και Γαλλιήνου, μοίρα Σκυθών βαρεία των πέραν του Ίστρου διέβησαν εις την Ρωμαίων, και πολλήν μεν κατέδραμον της Ευρώπης.» – «Αλλ’ επί τούτοις πάσι και Τριγιβίλδος, ανήρ Σκύθης μεν γένος, των νυν επικαλουμένων Γότθων· πλείστα γαρ και διάφορα τούτων εστί Σκυθών γένη· ούτος δη δύναμιν βαρβαρικήν έχων, και της Φρυγίας εν τη Νακωλεία καθεζόμενος, και κόμητος έχων τιμήν, εκ φιλίας εις έχθραν Ρωμαίων απορραγείς.»

  6. Σωκράτης Σχολαστικός (380-440): «υπό δε τους αυτού χρόνους, και Βαρβάρων Σαρματών και Γότθων κατατρεχόντων των Ρωμαίων γην, ουδαμώς η περί τας Εκκλησίας του Βασιλέως πρόθεσις ενεκόπτετο·» – «επί την Μακεδονίας Μητρόπολιν Θεσσαλονίκην ελθείν» – «κηρύσσεται ην αύθις οικουμενική Σύνοδος ως επί την Σαρδικήν,
    πόλις δε αύτη Ιλλυριών
    , των δυείν Βασιλέων
    » – «μυρία δε φύλα Βαρβάρων καταδραμόντα την Ρωμαίων γην, και πολλά κακά δράσαντα πλουταίον και αυτά φθαρίσεται· ουδέν δε κωλύειν, φιλομαθίας ένεκεν και τον χρησμόν ενταύθα προθείναι. || Αλλ’ ότι δη Νύμφαι δροσερών κατά άστυ χορείτω / Τερπόμενος στήσωνται εϋστεφέας κατ’ αγθιές, / Δη τότε μυρία φύλα πολυασπερέων ανθρώπων, / Άγρια, μαρμαίροντα, κακήν επιειμένα αλκήν, / Ίστρου καλλιροόιο πόρον διαβάντα συν αιχμή, / Και Σκυθικήν ολέσει χώρην και Μυσηΐδα γαίαν, / Θρηϊκίης δ’ επιβάντα συν ελπίσι μαινομένησιν, / Αυτού κεν βιότοιο τέλος, και πότμον επίασοι. || Ούτος μεν ουν ο χρησμός· συνέβη δε μετά χρόνον…» – «Οι πέραν του Ίστρου Βάρβαροι οι καλούμενοι Γότθοι, εμφύλιον προς εαυτούς κινήσαντες πόλεμον εις δύο μέρη ετμήθησαν· ων του ενός ηξείτο Φριτιγέρνης, του δε ετέρου Αθανάριχος· επικρατεστέρου δε του Αθαναρίχου φανέντος, Φριτιγέρνης προσφεύγει Ρωμαίοις, και των αυτών κατά του αντιπάλου επεκαλείτο βοήθειαν· […] αύτη πρόφασις γέγονε, τους χριστιανούς γενέσθαι των Βαρβάρων πολλούς· ο γαρ Φριτιγέρνης χάριν αποδιδούς ων ευεργετείτο, την θρησκείαν του βασιλέως ησπάζετο, και τους υφ’ εαυτώ τούτο ποιείν προετρέπετο· διό και μέχρι νυν πλείους οι Γότθοι της Αρειανής θρησκείας όντες τυγχάνουσι, τότε διά τον Βασιλέα ταύτη προθέμενοι· τότε και Ουλφίλας ο των Γότθων Επίσκοπος, γράμματα εφεύρε Γοτθικά· και τας θείας γραφάς εις την Γότθων μεταβαλών, τους Βαρβάρους μανθάνειν τα θεία λόγια παρεσκεύασεν· επειδή δε Ουλφίλας ου μόνον τους υπό Φριτιγέρνην, αλλά και τους υπό Αθανάριχον ταττομένους Βαρβάρους τον χριστιανισμόν εξεδίδασκεν, ο Αθανάριχος ως παραχαραττομένης της πατρώου θρησκείας πολλούς των χριστιανιζόντων τιμωρίαις υπέβαλλεν, ως γενέσθαι μάρτυρας τηνικαύτα Βαρβάρους Αρειανίζοντας· – «[Βάρβαροι /Γότθοι] άχρι της εν Θράκη Αδριανουπόλεως, ή εν τοις ορίοις της Μακεδονίας εστίν·» -«έγνων δε εγώ και έτερον έθος εν Θεσσαλία, γενόμενος κληρικοίς εκεί· ην νόμω γαμήσας πριν κληρικούς γένηται, μόνον το κληρικός γενέσθαι συγκαθευδήσας αυτή, αποκήρυκτος γίνεται· των εν αυτή πάντων γνώμη απεχομένων, και των Επισκόπων ει και βούλοιντο, ου μην ανάγκη νόμου τούτο ποιούντων· πολλοί γαρ αυτών εν τω καιρώ της Επισκοπής και παίδας εκ της νομίμης γαμετής πεποιήκασιν· αλλά του μεν εν Θεσσαλία έθους, αρχηγός Ηλιόδωρος, Τρίκκης της εκεί γενόμενος, ου λέγεται ποιήματα ερωτικά βιβλία, α νέος ων έταξε και Αιθιοπικά προσηγόρευσε. Φυάσσεται δε τούτο το έθος Θεσσαλονίκη και αυτή Μακεδονία, και Ελλάδι· και άλλο δε έθος εν Θεσσαλία οίδα γινόμενον· εν ταις ημέραις του Πάσχα μόνον βαπτίζουσι· διό σφόδρα πλην ολίγων, οι λοιποί μη βαπτισθέντες αποθνέσκουσιν· εν Αντιοχεία δε της Συρίας, η Εκκλησία αντίστροφον έχει την θέσιν· ου γαρ προς ανατολάς το θυσιαστήριον, αλλά προς δύσιν ορά· εν Ελλάδι δε και Ιεροσολύμοις, και Θεσσαλία τους εν ταις λυχναψίαις ευχάς, παραπλησίους ποιούνται·» – «πλείστοι των πέραν του Ίστρου Βαρβάρων επηκολούθουν»

    – «Θεότιμος ο Επίσκοπος Σκυθίας» – «[Αλάριχος] γενόμενος δε επί των Ιλλυριών, ευθύς πάντα ανέτρεπε· διαβαίνοντι δε αυτώ, Θεσσαλοί αντέστησαν περί τας εκβολάς του Πηνειού ποταμού, όθεν δι’ όρους Πίνδου επί Νικόπολιν της Ηπείρου διαβήναι εστί· και συμβαλόντες, περί τρισχιλίους ανείλον οι Θετταλοί· μόνον δε ταύτα παν το παραπεσόν αφανίζοντες οι συν αυτώ, τέλος και την Ρώμην κατέλαβον·» – «εν Σκυθία Ναυατιανών Επίσκοπος».

  1. Μακάριος ο Μάγνης (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι.): «Ει δε καθολικόν τέλος ζητείς και σωματικόν και κατά το ρητόν σοι φίλον λαβείν την απόκρισιν, βραχύ καρτέρησον και γνώση το ζητούμενον, ως ου βραδύνει το τέλος, αλλ’ επί θύραις εστί και το Ευαγγέλιον έτι πολλοίς ανθρώπων ουκ ανέγνωσται· επτά ουν έθνη των Ινδών μεταξύ της μεσημβρίας και της ανατολής την έρημον λαχόντα, α των Ευαγγελιστών ουδέν ουδέπω τον λόγον ακήκοεν, αλλ’ ουδ’ Αιθίοπες οικαλούμενοι Μακρόβιοι, μέσοι της εσπέρας και της μεσημβρίας, προς αυτώ μένοντες ωκεανίω στόματι μήτ’ αδικείν, μήτ’ αδικείσθαί τινα νομοθετούντες, γάλα πίνοντες και κρέα σιτούμενοι, περί τε εκατόν που διαζώντες έτη και πεντήκοντα μη νοσηλευόμενοι μέχρι τέλους μηδ’ αρρωστούντες ποτε, Ευαγγελίου λόγον ούπω μεμεθήκασι. Τι σοι τους Εσπερίους ή Μαυρουσίους λέγω ή τους πέραν Ίστρου του βορεινού ποταμού, ος εκ τριάκοντα πέντε ποταμών αυξόμενος άπειρος, ρει τω θέρει και τω χειμώνι πολύς και απέρατος, ος μυρίων ολκάδων υπάρχων ναυσίπορος πάσαν αποκλείει των Σκυθών την χώραν, εν η κατοικεί νομάδων βαρβάρων έθνη δώδεκα, πολύ θηρίων αγρίων όντα χαλεπώτερα (Ηρόδοτος δε σοι τούτων λέξει και τα ονόματα και τα τούτων έθη διδάξει και νόμιμα), εις α των Ευαγγελίων ο λόγος ουκ απήλθε, προγονικοίς δ’ έτι κακοίς αποκέχρηνται, διαίτη φρικώδει καχρημένα και φοβερά; Εις μαρτύριον δε πάσι δει κηρυχθήναι το θείον Ευαγγέλιον, είθ’ ούτω το τέλος λαβείν την σωματικήν ζωήν.» – [Δεν κατονομάζει τα 12 έθνη. Μαυρούσιοι ονομάζονταν οι Μαυριτανοί της Αφρικής, εκείνα τα χρόνια!]

  2. Ερμείας Σωζομενός Σαλαμίνιος (400-450): «και μόνον το προς Λικίνιον [~265-325, βασ. 307/313-325] πόλεμον επιτακτικός εγένετο εν ταις κατά των αλλοφύλων μάχαις, ως και Σαυροματών κρατήσαι, και των καλουμένων Γότθων, και το τελευταίον, εν μέρει χάριτος απείσασθαι προς αυτούς· τούτο δε το έθνος, ώκει μεν τότε πέραν του Ίστρου ποταμού· μαχιμώτατον δε τυγχάνων, και πλήθει, και μεγέθει σωμάτων.» – «Θράκιοι δε και Ιλλυριοί, και όσοι την καλουμένην Ευρώπην οικούσιν…» – «αμέλειτοι, και Σκύθας λόγος διά ταύτην αιτίαν επί της αυτής μείναι πίστεως· τούτο δε το έθνος, πολλάς μεν έχει και πόλεις, και κώμας, και φρούρια· μητρόπολις δε εστι Τόμις, πόλις μεγάλη και αδαίμων παράλιος, εξ ευωνύμων εισπλέοντι τον Εύξεινον καλούμενον Πόντον· εισέτι δε και νυν έθος παλαιόν εντάδε κρατεί, του παντός έθνους ένα τας Εκκλησίας επισκοπείν· κατά δη τον παρόντα καιρόν, επετρόπους τούτων Βρετανίων· και Ουάλης ο Βασιλεύς [328-378, βασ. 364-378] ήκεν εις Τόμιν·» – «Γότθοι γαρ οι δη πέραν Ίστρου ποταμού το πριν ώκουν, και των άλλων Βαρβάρων εκράτουν, εξελθόντες παρά των καλουμένων Ούννων, εις τους Ρωμαίων όρους επεραιώθησαν· τούτο δε το έθνος, ως φασίν, άγνωστον ην προτού Θραξί τοις παραά τον Ίστρον, και Γότθοι αυτοίς· ελάνθανον δε προσοικούντες αλλήλοις, καθότι λίμνης μεγίστης εν μέσω κειμένης, έκαστοι τέλος ξηράς ώοντο είναι την καθ’ αυτούς οικουμένην· μετά τούτο δε, θάλασσαν και ύδωρ απέραντον· συμβάν δε βουν οιστροπλήγα διαδραμείν την λίμνην επηκολούθησε βουκόλος· και την αντιπέραν γην θεασάμενος, ήγγειλε τοις ομοφύλοις· άλλοι δε λέγουσιν, ως έλαφος διαφυγούσα, τισί των Ούννων θηρώσιν επέδειξε τήνδε την οδόν, εξ επιπολής καλυπτομένην τοις ύδασι· τους δε, τότε μεν υποστρέψαι, θαυμάσαντας την χώραν, αέρι μετριώτερον, και γεωργία ήμερον έχουσαν· και τω κρατούντι του έθνους αγγείλαι α εθεάσαντο· δι’ ολίγον δε τα πρώτα καταστήναι εις πείραν τοις Γότθοις· μόνον δε ταύτα, πανσυδεί επιστρατεύσαι, και μάχη κρατήσαι, και πάσαν την αυτών γην κατασχείν· τους δε διωκομένους, εις την Ρωμαίων περαιωθήναι· και τον ποταμόν διαβάντας, πρέσβεις πέμψαι προς Βασιλέα, συμμάχους του λοιπού έσεσθαι σφας, υπισχνουμένους, και δεομένους συγχωρείν αυτοίς ή βούλοιντο κατοικείν· ταύτης δε της πρεσβείας άρξαι Ουλφίλαν, τον του έθνους Επίσκοπον· κατά γνώμην δε αυτοίς προχωρησάσης, επιτραπήναι ανά την Θράκην οικείν· ου πολλώ δε ύστερον προς σφας αυτούς στασιάσαντας, διχή διαιρεθήναι· ηγείτο δε, των μεν Αθανάριχος, των δε Φριτιγέρνης· επεί δε προς αλλήλους επολέμησαν, κακώς πράξας εν τη μάχη Φριτιγέρνης, εδείτο Ρωμαίων βοηθείν αυτώ· του δε Βασιλέως επιτρέψαντος βοηθείν και συμμαχείν αυτώ τους εν Θράκη στρατιώτας, αύθις συμβαλών ενίκησε, και αμφί Αθανάριχον εις φυγήν έτρεψεν· ώσπερ δε χάριν αποδιδούς Ουάλεντι, και διά πάντων φίλοις είναι πιστούμενος, εκοινώνησε της αυτού θρησκείας·» – «οι μεν Γότθοι διωκόμενοι υπεχώρουν· ο δε απιών, ήδη παραμείψας την Θράκην, ήκεν εις την Ανδριανούπολιν·» – «Λογισάμενος δε, ως των αμφί τον Ίστρον Βαρβάρων Ιλλυριούς, και Θράκας ενοχλούντων προσήκεν επαμύνειν. αναγκαίον δε και τοις προς εσπέραν αρχομένοις παρείναι, και μάλιστα Αλαμαννών τους ενθάδε Γαλάτας κακουργούντων […] εν τω Σιρμίω Θεοδόσιον…» – «Τόμεως και της άλλης Σκυθίας την Εκκλησίαν επετρόπευε

    Θεότιμος Σκύθης, ανήρ φιλοσοφίας τραφείς· ον αγάπων της αρετής οι περί τον Ίστρον Ούννοι Βάρβαροι, Θεόν Ρωμαίων ωνόμαζον·» – «Θεότιμος Σκυθίας Επίσκοπος» -«Αλαρίχω τω ηγουμένω των Γότθων […] προς τη Δαλματία και Παννονία Βαρβάρου γης ου διήγεν, ήκεν εις τας Ηπείρους» – Ο Αλάριχος με τους Γότθους του σε Ιλλυρία, Δαλματία, Παννονία και «εις τας Ηπείρους» και «άπρακτος επανήλθεν εις Ιταλίαν.»

  1. Πρίσκος (~410-~470): «[Έτος 442] Ότι των Σκυθών κατά τον της πανηγύρεως καιρόν καταστρατηγησάντων Ρωμαίους και πολλούς ανελόντων, οι Ρωμαίοι απέστελλον προς τους Σκύθας, εν αιτία ποιούμενοι της του φρουρίου αιρέσεως ένεκεν και της των σπουδών ολιγωρίας. […] Ρωμαίων… περαιωθέντες τον Ίστρον πόλεις και φρούρια πλείστα επί τω ποταμώ εκάκωσαν. Εν οις και το Βισμανάκιον είλον· πόλις δε αύτη των εν Ιλλυριοίς Μυσών.» – [Έτος 442] Ότι επί Θεοδοσίου του μικρού βασιλέως [Θεοδόσιος Β΄:

    401-450, βασ. 408-450, γνωστός κι ως Θεοδόσιος ο Νεότερος ή Θεοδόσιος ο Καλλιγράφος, εγγονός Θεοδοσίου Α΄ – γιος του Αρκάδιου], «Αττήλας ο των Ούννων βασιλεύς τον οικείον στρατόν αγείρας […] εν οργή το πράγμα ποιούμενος την Ρωμαϊκήν εδήου γην, και φρούρια τινα καθελών τη Ρατιαρία προσέβαλλε μεγίστη και πολυανθρώπω.» – [Έτος 448] «…αλλ’ εν Ναϊσσώ, ην όριον, ως επ’ αυτού δηωθείσαν, της Σκυθών και Ρωμαίων ετίθετο γης, πέντε ημερών οδόν ευζώνω ανδρί του Ίστρου απέχουσαν ποταμού.» – [Έτος 461] «Επρεσβεύσαντο δε κατ’ εκείνον τον χρόνον κατά τους εώους Ρωμαίους Σαράγουροι και Ούρωγοι και Ονόγουροι, έθνη εξαναστάντα των οικείων ηθών, Σαβίρων ες μάχην σφισίν εληλυθότων, ους εξήλασαν Αβάρεις, μετανάσται γενόμενοι υπό εθνών οικούντων μεν την παρωκεανίτιν ακτήν, την δε χώραν απολιπόντων διά το εξ αναχύσεως του ωκεανού ομιχλώδες γενόμενον, και γρυπών δε πλήθος αναφανέν·» – [‘Ετος 448] «…υπό Σκυθών εν τη Παιόνων επολιορκείτο το Σίρμιον…» – [Έτος 448] «Διατρίβοντι δε μοι και περιπάτους ποιουμένω προ του περιβόλου των οικημάτων, προσελθών τις, ον βάρβαρον εκ της Σκυθικής ωήθην είναι στολής, Ελληνική ασπάζεταί με φωνή, ‚χαίρε‛ προσειπών, ώστε με θαυμάζειν, ότι γε δη ελληνίζει Σκύθης ανήρ. Ξύγκλυδες γαρ όντες προς τη σφετέρα βαρβάρω γλώσση ζηλούσιν ή την Ούννων ή την Γότθων, ή και την Αυσονίων, όσοις αυτών προς Ρωμαίους επιμιξία· και ου ραδίως τις σφων ελληνίζει τη φωνή, πλην ων απήγαγον αιχμαλώτων από Θρακίας και Ιλλυρίδος παραλίου. Αλλ’ εκείνοι μεν γνώριμοι τοις εντυγχάνουσιν ετύγχανον εκ τε των διερρωγότων ενδυμάτων και του αυχμού της κεφαλής, εις την χείρονα μεταπεσόντες τύχην· ούτος δε τρυφώντι εώκει Σκύθη ευείμων τε ων και αποκειράμενος την κεφαλήν περιτρόχαλα. Αντασπασάμενος δε ανηρώτων τις ων και πόθεν ες την βάρβαρον παρήλθε γην και βίον αναιρείται Σκυθικόν. Ο δε απεκρίνατο ό,τι βουλόμενος ταύτα γνώναι εσπούδακα, εγώ δε έφην αιτίαν πολυπραγμοσύνης είναι μοι την Ελληνικήν φωνήν. Τότε δη γελάσας έφη Γραικός μεν είναι το γένος, κατ’ εμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον [νήσος δε εστι τούτο μεγάλη του Ίστρου] εληλυθέναι την προς τω Ίστρω Μυσών πόλιν. Πλείστον δε εν αυτή διατρίψαι χρόνον, και γυναίκα γήμασθαι ζάπλουτον.» – [Έτος 456] «Ότι του Βαλάμερος του Σκύθου παρασπονδήσαντος και πολλάς πόλεις δηωσαμένου και χώρας Ρωμαϊκάς, έπεμπον παρ’ αυτόν οι Ρωμαίοι πρέσβεις…»

  2. Αινείας ο Γαζαίος (460-518): «Οικούσι την Θράκην οι Γέται δε ποταμώ Ίστρω παροικούντες. οι τον του Πυθαγόρου θεράποντα (Ζάλμοξις ην), φυγάδα γενόμενον, και την του δεσπότου φιλοσοφίαν υποκρινόμενον, μόνον θεόν άγουσι. Και τους καλούς και βελτίστους αποσφάττοντες αυτών, αθανατίζουσιν, ως οίονται· …»

  3. Θεοδώρητος ο Κύρου (490-6ος αι.): «Των δε Γότθων τον Ίστρον διαβάντων και την Θράκην ληϊζομένων, στρατιάν συναθροίσας, στρατεύσαι κατ’ αυτών εβουλεύσατο.» -«Το γαρ των Γότθων έθνος παρακινήσας εις πόλεμον επί τον Βόσπορον είλκυσε τον κατά τον κατά μόνων των ευσεβών μεμαθηκότα στρατεύματα.» – «[Βετρανίων]… πάσης δε της Σκυθίας τας πόλεις αρχιερατικώς ιθύνειν πεπιστευμένος…» – Για τους Γότθους που περνούν τον Ίστρο, κατά του Βάλεντα, με τον Ουλφίλα να γίνεται επίσκοπός τους «ω μάλα επείθοντο, και τους εκείνου λόγους ακινήτους υπελάμβανον νόμους.» – «Περί της εκκλησίας των Γότθων: Ορών δε και τον Σκυθικόν όμιλον υπό της Αρειανικής θηρευθέντα σαγήνης, αντεμηχανήσατο και αυτός, και πόρον άγρας εξήυρε. Ομογλώττους γαρ εκείνων πρεσβυτέρους και διακόνους και τους τα θεία υπαναγινώσκοντας λόγια προβαλλόμενος και μίαν τούτοις απένειμεν εκκλησίαν, και διά τούτων πολλούς των πλανωμένων εθήρευσεν. […] | Μαθών δε τινας των Νομάδων Σκυθών παρά τον Ίστρον εσκηνωμένους διψήν μεν της σωτηρίας, εστερήσθαι δε του το νάμα προσφέροντος, επεζήτησεν άνδρες την αποστολικήν φιλοπονίαν εζηλωκότας, και τούτους εκείνοις επέστησεν. […] προς Λεόντιον τον Αγκύρας επίσκοπον, δι’ ων και των Σκυθών εδήλωσε την μεταβολήν, και πεμφθήναι άνδρας προς την τούτων ποδηγίαν επιτηδείους ηξίωσεν. […] Έστι δε και ετέρωθεν αυτού την παρρησίαν μαθείν. Γαϊνάς τις, Σκύθης μεν το γένος, βαρβαρικώτερος δε την γνώμην, φρονήματι δε τυραννικώ κεχρημένος, εστρατήγει κατ’ εκείνον τον καιρόν, πολλούς μεν και των ομοφύλων υπηκόους έχων, άγων δε μετά τούτων και των Ρωμαίων την τε ιππικήν και πεζικήν στρατιάν.» – «Και γαρ ηνίκα Ροΐλος, Σκυθών των νομάδων ηγούμενος, τον τε Ίστρον διέβη μετά στρατιάς ότι μάλιστα πλείστης, και την Θράκην εδήου και εληΐζετο, και την βασιλίδα πόλιν πολιορκήσειν τε και αυτοβοεί αιρήσειν και ανάστατον ηπείλει ποιήσειν, σκηπτοίς άνωθεν ο Θεός και πρηστήρσι βαλών και αυτόν κατέφλεξε, και την στρατιάν κατανάλωσεν άπασαν.»

  1. Ζώσιμος (5ος – 6ος αι.): «Των δε πραγμάτων διά την Φιλίππου περί πάντα εκμέλειαν ταραχής πληρωθέντων, Σκύθαι τον Τάναϊν διαβάντες εληΐζοντο τα περί την Θράκην χωρία· οις επεξελθών Δέκιος [Γάιος Μέσσιος Κουίντος Δέκιος Αύγουστος, Ρωμαίος αυτοκράτορας τα έτη 249-251] και εν πάσαις κρατήσας ταις μάχαις…» – «Σκύθαι πρώτον μεν τα πλησιόχωρα σφίσι συνετάραττον έθνη, προϊόντες δε οδώ και τα μέχρι θαλάττης αυτής εληΐζοντο, ώστε μηδέ έν έθνος Ρωμαίοις υπήκοον απόρθητον υπό τούτων καταλειφθήναι, πάσαν δε ως ειπείν ατείχιστον πόλιν και των ωχυρωμένων τείχεσι τας πλείους αλώναι.» – [Έτος 253] «Παρελθών δε Ουλεριανός [βασ. 251-259] κοινή γνώμη προς την των όλων αρχήν σπουδήν εποιείτο τα πράγματα ευ διαθείναι. Σκυθών δε εξ ηθών αναστάντων και Μαρκομαννών προς τούτοις εξ εφόδου τα πρόσοικα τη Ρωμαίων αρχή χωρία λεηλατούντων, εις έσχατον μεν η Θεσσαλονίκη περιέστη κινδύνου, μόλις δε και συν πόνω πολλώ της πολιορκίας λυθείσης των ένδον καρτερώς αντισχόντων, ταραχαίς η Ελλάς εξητάζετο πάσα. Και Αθηναίοι μεν του τείχους επιμελούντο μηδεμιάς, εξότε Σύλλας [Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας Lucius Cornelius Sulla Felix, ~138-78 π.Φ.] τούτο διέφθειρεν, αξιωθέντος φροντίδος, Πελοποννήσιοι δε τον Ισθμόν διετείχιζον, κοινή δε παρά πάσης φυλακή της Ελλάδος επ’ ασφαλεία της χώρας εγίνετο.» – [Έτος 260] «Σκύθαι δε ομογνωμονήσαντες και εκ παντός έθνους τε και γένους εις έν συνελθόντες την τε Ιλλυρίδα μοίρα τινί σφων εληΐζοντο και τας εν ταύτη πόλεις επόρθουν, μοίρα δε άλλη την Ιταλίαν καταλαβόντες και άχρι της Ρώμης επήεσαν.» – «Των δε Σκυθών την Ελλάδα κάκιστα διαθέντων και τας Αθήνας αυτάς εκπολιορκησάντων<» – [Έτος 268] Σκύθαι, Έρουλοι, Γότθοι, Πεύκαι «παραπλεύσαντες τον Ελλήσποντον, άχρι τε του Άθω παρενεχθέντες, κακείσε των πλοίων επιμέλειαν ποιησάμενοι, Κασάνδρειαν και Θεσσαλονίκην επολιόρκουν […] τα περί Δοβήρον και Πελαγονίαν εληΐζοντο πάντα χωρία.» – «Μοίρα δε των Σκυθών Θεσσαλίαν και την Ελλάδα περιπλεύσασα τους ταύτη τόπους εληΐζετο, πόλεσι μεν επιέναι μη δυναμένη τω φθήναι ταύτας τειχών τε και της άλλης ασφαλείας φροντίδα ποιήσασθαι, τους δε εν τοις αγροίς ευρισκομένους απάγουσα.» – [Έτος 275] «Τακίτου [Μάρκος Κλαύδιος Τάκιτος Marcus Claudius Tacitus Augustus ή απλά Τάκιτος: ~200-276, βασ. 275 276] δε την Ρώμην αναδησαμένου βασιλείαν και την αρχήν έχοντος, Σκύθαι διά της Μαιώτιδος λίμνης περαιωθέντες διά του Πόντου τα μέχρι Κιλικίας επέδραμον, οις επεξελθών Τάκιτος τους μεν αυτός καταπολεμήσας εξείλε…» – «Βαστάρνας δε, Σκυθικόν έθνος, υποπεσόντες αυτώ προσέμενος κατώκισε Θρακίοις χωρίοις· και διετέλεσαν τοις Ρωμαίων βιοτεύοντες νόμοις.» – «Ρωμαίοις και Αλβανοίς πόλεμος ην…» – «Τούτον ο Ουαλέσιος ευρών και την θυσίαν και τας παννυχίδας επιτελέσας εκλήθη Μάνιος Ουαλέριος Ταραντίνος· τους τε γαρ χθονίους θεούς μάνης καλούσι Ρωμαίοι, και το υγιαίνειν ουαλίρε, Ταραντίνος δε από της εν τω Τάραντι θυσίας. […] Ημέρα δε τρίτη εν τω κατά το παλάτιον Απόλλωνος ιερώ τρις νέαι παίδες επιφανείς μετά παρθένων τοσούτων, οι πάντες αμφιθαλείς, όπερ εστίν αμφοτέρους τους γονείς έχοντες περιόντας, ύμνους άδουσι τη τε Ελλήνων και Ρωμαίων φωνή και παιάνας, δι’ ων αι υπό Ρωμαίους σώζονται πόλεις.» – [Έτος 360] «Ιουλιανού δε εν τω Παρισίω (Γερμανίας δε αύτη πολίχνη) διατρίβοντος…» – [Έτος 367] «μοίρας των υπέρ τον Ίστρον Σκυθών τα Ρωμαίων όρια ταραττούσης.» – [Έτος 375] «φύλον τι βάρβαρον τοις υπέρ τον Ίστρον Σκυθικοίς έθνεσιν επανέστη, πρότερον μεν ουκ εγνωσμένον, τότε δε εξαίφνης αναφανέν. Ούννους δε τούτους εκάλουν, είτε βασιλείους αυτούς ονομάζειν προσήκει Σκύθας, είτε ους Ηρόδοτός φησι παροικείν τον Ίστρον σιμούς και ασθενείς ανθρώπους, είτε εκ της Ασίας εις την Ευρώπην διέβησαν·» – «Και άμα της υπό Ρωμαίους γης επιβάντες [οι Ούννοι] ούτε ικεσιών ούτε όρκων εμνήσθησαν, αλλ’ η Θράκη τε άπασα και η Παιονία και τα μέχρι Μακεδονίας και Θετταλίας επληρούντο βαρβάρων τα προσπεσόντα ληϊζομένων.» – «Θεοδόσιον, εκ μεν της εν Ιβηρία Καλλακίας, πόλεως δε Καύκας ορμώμενον…» – [Έτος 381] Γερμανικά έθνη κατέρχονται από τον ποταμό Ρήνο, διαπλέουν τον Ίστρο και «διά Παιονίας επί την Ήπειρον διαβήναι, περαιωθήναι δε τον Αχελώον και ταις Ελληνικαίς πόλεσιν επιθέσθαι, τροφάς πορίσασθαι ωήθησαν πρότερον…» – Ποντίφηκες σημαίνει Γεφυραίοι και είναι οι τελετουργούντες επί γεφυρών ιερείς. Έπραξαν πρώτη φορά τούτο στη Θεσσαλία «τη κατά τον Πηνειόν γεφύρα […] τούτο παραλαβόντες αφ’ Ελλήνων Ρωμαίοι τους πρώτην την παρ’ αυτοίς ιερατικήν έχοντας τάξιν ποντίφικας προσηγόρευσαν…» – «Πόλις έστιν εν τη κατά Θράκην Σκυθία Τομεύς ονομαζομένη.» – [Έτος 396] Ο Αλάριχος καταλαμβάνει περιοχές σε Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Ελλάδα, Θερμοπύλες, Βοιωτία πάσα, όλα τα «Ελληνικά έθνη», Θήβα, Αθήνα, Πειραιά, Αττική, Μεγαρίδα, και στην Πελοπόννησο: Ισθμό, Κόρινθο, Άργος, Λακεδαίμονα, Σπάρτη «συναπήγετο τη κοινή της Ελλάδος αλώσει» – «Φραουΐτον, άνδρα βάρβαρον μεν το γένος, Έλληνα δε άλλως ου τρόπω μόνον αλλά και τη προαιρέσει και τη περί τα θεία θρησκεία.» – «Εν δε τη Ραβέννη (μητρόπολις δε Φλαμινίας, πόλις αρχαία, Θεσσαλών αποικία, Ρήνη κληθείσα διά το πανταχόθεν ύδασι περιρρείσθαι…» – [Οι κάτοικοι των ελληνικών χωρών, κατά τον 4ο αι., είναι δίγλωσσοι, και τραγουδούνν στις θρησκευτικές τελετές τους «τη τε Ελλήνων και Ρωμαίων φωνή».]

  1. Ιωάννης Λυδός (490-6ος αι.): «…οι Γότθοι Γέται…» [Όμως, η αλήθεια είναι ότι: «The Gothis proved not bave been Getes.» – « Μικρού δε τούτου φανέντος αυτώ, Γέταις τε, ιεράν Ρώμην, και πάντα όσα υπ’ εκείνην ετέλει, διασπώσι, Ρωμαίων τε τους ανέκαθεν ευπατρίδας υβρίζουσιν, επελθών, ήρπασεν αυτούς πανεστίους, συν Ουϊττίγει τω τυράννω παρεστήσατο, τη δε Ρώμη τα Ρώμης απέσωσεν

  2. Ιωάννης Μαλάλας (491-578): «Και απήλθε μετά των Ατρειδών ο αυτός Αχιλλεύς, έχων ίδιον στρατόν των λεγομένων Μυρμιδόνων τότε, νυνί δε λεγομένων Βουλγάρων, τριών χιλιάδων, άμα Πατρόκλω στρατοπεδάρχη και Νέστορι· οίτινες εδυσωπήθησαν παρά Χείρωνος και Πηλέως και Θέτιδος συνείναι τω Αχιλλεί. Απήλθε δε ο Αχιλλεύς μόνος μετά του ιδίου στρατού επί το Ίλιον των Αργείων και των Μυρμιδόνων.» – «ο Βάλης [ο αδελφός Βαλεντιανού]… πολεμήσαι εις το Σίρμιον προς τους Γότθους· ούστινας νικήσας κατά κράτος υπέστρεψε…» – «Και τω αυτώ χρόνω εισήλθεν εν Κωνσταντινουπόλει έθνος Ούννων παράξενον των λεγομένων Αβάρων.» – «Μηνί μαρτίω ινδικτιώνος ζ΄ επανέστησαν οι Ούννοι και οι Σκλάβοι τη Θράκη· …»

  3. Πέτρος Πατρίκιος (~500-565): «[Έτος 103] Ότι Δεκέβαλος προς Τραϊανόν πρέσβεις έπεμψε πιλοφόρους· ούτοι γαρ εισι παρ’ αυτοίς οι τιμιώτεροι. Πρότερον γαρ κομήτας έπεμπεν, ευτελεστέρους δοκούντας παρ΄ αυτοίς είναι. Εκείνοι δε ελθόντες επί του Τραϊανού έρριψαν και τα όπλα, και τας χείρας όπισθεν δήσαντες εν αιχμαλώτων τάξει εδέοντο του Τραϊανού εις λόγους ελθείν Δεκεβάλω.» – «[Έτος 103] Ότι πάλιν ο Δεκέβαλος πρεσβείαν έπεμψε προς Τραϊανόν, των παρόντων ανακωχήν κομιζόμενος. […] Ο δε Δεκέβαλος τα όπλα έρριψεν επί αυτού, και εις την γην πεσών προσεκύνησε, και εις Ρώμην πρέσβεις έπεμψε, και αυτοί ομοίως τας χείρας έδησαν ως εν αιχμαλώτων τάξει.» – [Τα συγκεκριμένα εδάφια δηλούν ότι γίνονται άμεσες συζητήσεις μεταξύ οπλιτών του Δεκέβαλου και αυτών του Τραϊανού, ή και με αυτόν τον Τραϊανό, γεγονός που σημαίνει ότι υπήρχε κάποια συνάφεια και συγγένεια ανάμεσα στις γλώσσες που μιλούσαν οι δυο πλευρές.]

  4. Αγαθίας ο Σχολαστικός (~530-581/82): «…τα Ζαμόλξιδος νόμιμα και η Γετική παραφροσύνη…» – «…τας τε των Ούννων επιδρομάς, ως δη εν τω τότε τον Ίστρον ποταμόν περαιωθέντες, μέγιστα οία την Ρωμαίων αρχήν ελυμήνατο, Ιλλυρίους τε και Θετταλούς και τα πλείστα της Ευρώπης ληϊσάμενοι, μέρος δε τι και της Ασίας, τον Ελλήσποντον διαβάντες. …»  – «Σουαρούνας τις όνομα, Σκλάβος ανήρ…» – [Βλαχιστί Σουâρούνâ και Σâρούνâ = (η πόλη) Θεσσαλονίκη. Επίσης: σοάρι ή σουάρι = ήλιος, και σοαρίνου ή σουαρίνου ή σουρίνου, ως και σοαρούνου ή σουαρούνου ή σουρούνου = προσήλιο, «ανατολικό». Και: σάρε = άλας, αλάτι, σâρούνου και σâρούνâ = αλαταριά, αλατότοπος, αλυκή. Ως γνωστόν, κατά τις αρχαίες ιστορικές πηγές, η Θεσσαλονίκη κτίστηκε πάνω στην Αλία (πόλη) πάνω από τον νυν «Λευκό Πύργο», όπου στην αρχαιότητα υπήρχαν οι αλυκες της πόλης Αλία, όνομα που χρησιμοποιούσαν έως πρόασφατα για τη Θεσσαλονίκη η Βλάχοι του Πισοδερίου!…]. – «[Έτος 558] «Ούτοι δε άπαντες κοινή μεν Σκύθαι και Ούννοι επωνομάζοντο· ιδία δε κατά γένη, το μεν τι αυτών Κοτρίγουροι, το δε Ουτίγουροι, άλλοι δε Ουλτίζουροι, και άλλοι Βουρούγουνδοι· και άλλοι ως αν αυτοίς πάτριον τε ην και εθισμένον

  1. Ολυμπιόδωρος (5ος – 6ος αι.): «και μετ’ ολίγας ημέρας πρώτον μεν το των Γότθων έθνος πάσαν επιτρέχει την Θράκην· έμελλε δε μικρόν ύστερον και το των Ούννων, και των Σαρματών καταδραμείσθαι το τε Ιλλυρικόν και αυτήν την Θράκην…» – «Ότι Κωνστάντιος [Κωνστάντιος Γ΄ – Flavius Constantius: συναυτοκράτορας της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μαζί με τον Ονώριο, για επτά μήνες, το έτος 421. Την εποχή της βασιλείας του, αυτοκράτορας στο ανατολικό τμήμα ήταν ο Θεοδόσιος Β΄, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε ποτέ ως αυτοκράτορα της Δύσης, με καταγωγή από τη Ναϊσσό της Άνω Μοισίας], Ιλλυριός ην το γένος, από Ναΐσου πόλεως της Δακίας, και πολλάς στρατείας από των Θεοδοσίου χρόνων του μεγάλου διελθών…» – [Δακία, κατά τον 5ο-6ο αι., ονομαζόταν η χώρα όπου η νυν Σερβία, Ναϊσσός είναι η νυν Νις ή Νίσσα της Σερβίας.]

  2. Ιεροκλής ο Γραμματικός (5ος – 6ος μ.Χ. αι.) – Συνέκδημος Ιεροκλέους (535 μ.Χ.): «Αι υπό την Θεσσαλονίκην επισκοπίαι: α΄ ο Κίτρους, β΄ ο Βερροίας, γ΄ ο Δρουγουβιτείων, δ΄ ο Σερβίων, ε΄ ο Κασανδρίας, ς΄ ο Καμπανείων ήτοι Καστρίου, ζ΄ ο Πέτρας, η΄ ο Ερκούλεον ήτοι Αρδαμερέως, θ΄ ο Ιερισσού ήτοι Αγίου όρους, ι΄ ο Λίτης, ια΄ ο Βαρδαριωτών ήτοι Τυρίων.» – «Ο πρώτος θρόνος του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, … άχρι | Ραβέννης και | Λογγιβάρδων και | Θεσσαλονίκης, | Σκλάβων και | Αράβων και | Αβάρων και | Σκυθών και | Δανουβίου του ποταμού, τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις οροθεσίας των επισκόπων περιέ-χουσα·» – «ις΄ τη Θεσσαλονίκη της Θεσσαλίας: ο του Κιτρους | ο Βερροίας | ο Δουργαβιτίας | ο των Σερβίων | […] | ο Βαρδαριωτών Τούρκων· ομού ια΄.»

  3. Στέφανος Βυζάντιος (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι.): «Γετία, η χώρα των Γετών. Γέτης γαρ το εθνικόν, ου το κύριον. έστι δε Θρακικόν έθνος. έστι και θηλυκώς Γέτης· ούτω γαρ εκαλείτο η γυνή του Φιλίππου του Αμύντου. και κτητικώς αφ’ ου Κρίτωνος Γετικά. και θηλυκόν Γετική. νόμοι δε Γετών το επισφάζειν την γυναίκα τω ανδρί και όταν επικηρυκεύωνται κιθαρίζειν. Αρριανός δε Γετηνούς αυτούς φησι.» – «Γότθοι, έθνος πάλαι οικήσαν εντός της Μαιώτιδος, ύστερον δε εις τον εντός Θράκης μετανέστησαν, ως είρηταί μοι εν τοις Βυζαντινοίς. μέμνηται τούτων ο Φωκαεύς Παρθένιος.» – «Δάαι, Σκυθικόν έθνος· εισί δε νομάδες. λέγονται μετά του…» – «Δακία χώρα πλησίον Βορυσθαίνους. οι Δάκοι, ους καλούμεν Δάους. Γέτας γαρ τους προς τον Πόντον κεκλιμένους και την έω· Δάους δε τους προς ταναντία προς Γερμανίαν και τας του Ίστρου πηγάς. και παρά Αττικοίς δε τα των οικετών ονόματα Δάοι και Γέται.» – «Παρθυαίοι, έθνος πάλαι μεν Σκυθικόν, ύστερον δε φυγόν ή μετοικίσαν επί Μήδου, κληθέν δ’ ούτω παρά Μήδοις, διά την φύσιν της αυτούς δεξαμένης γης, ελώδους και αγκώδους ούσης· ή διά την φυγήν καθότι οι Σκύθαι τους φυγάδας Πάρθους καλούσι. λέγονται δε και Πάρθοι και Πάρθιοι και Παρθυαίοι· και Παρθυαία η χώρα και Παρθυήνη και Παρθύηνος·  και Παρθίς η χώρα Μακεδονίας.» – «Σκύθαι, έθνος Θράκιον. εκαλούντο δε πρότερον Νομαίοι. Σκύθαι δε από Σκύθου παιδός Ηρακλέους. τινές δε από του σκύζεσθαι. οργιλώτατοι γαρ. Σκυθία τοίνυν και Σκύθαι και Σκυθικοί και Σκυθικαί λέγεται και Σκυθική. έστι και υποδήματος είδος, ως Περσικαί. και Σκυθίη και Σκύθης όμιλος. και Σκύθην ες οίμον. και Σκύθης ο σίδηρος. όθεν αποσκυθίσαι, το τω σιδήρω τας τρίχας τεμείν. η κλητική ω Σκύθα εχρήν, ως Πέρσα, έστι δε Σκύθη, και Σκυθίς το θηλυκόν. και Σκύθαιναν, ως Κυρίκαιναν. και σκυθίζειν.» – «Πευκετίαντες, έθνος τοις Οινώτροις προσεχές, ως Εκαταίος Ευρώπη.» – «Πευκέτιοι, έθνος περί το Ιόνιον πέλαγος. το εθνικόν Πευκατιεύς, ως του Δουλίχιον το Δουλιχιεύς. Ηρόδωρος δε και Πευκετείς αυτούς καλεί. Και επιθετικώς Πευκέτιος.» – «Πεύκη, νήσος εν τω Ίστρω. Οι οικήτορες Πευκηνοί.» – [Οι Πευκετίαντες, οι Πευκέτιοι, οι Πευκηνοί και οι Βαστάρνες μιλούσαν λατινικά!]

  1. Θεοφάνης Βυζάντιος (6ος αι.): «Ότι τα προς εύρον άνεμον του Τανάϊδος Τούρκοι νέμονται οι πάλαι Μασσαγέται καλούμενοι, ους Πέρσαι οικεία γλώσση Κερμεχίωνάς φασι. Και αυτοί δε εν τω τότε δώρα και πρέσβεις προς βασιλέα Ιουστίνον [Ιουστίνος Β’ – Flavius Justinus Junior Augustus, βασ. 565-578.] έστειλαν, δεόμενοι μη υποδέξασθαι αυτόν τους Αβάρους. Ο δε τα δώρα λαβών και αντιφιλοφρονησάμενος, απέλυσεν εις τα οικεία. Τοις δε Αβάροις ύστερον ελθούσιν, και Παννονίαν οικήσαι και ειρήνης, τυχείν δεομένοις, διά του προς τους Τούρκους λόγον και τα συνθήκας ουκ εσπείσατο

  2. Προκόπιος (500-565): «Σκλαβηνῶν δὲ πολὺς ὅμιλος Ἰλλυριοῖς ἐπισκήψαντες πάθη ἐνταῦθα οὐκ εὐδιήγητα εἰργάσαντο. Βασιλεὺς δὲ Ἰουστινιανὸς στράτευμα ἐπ´ αὐτοὺς ἔπεμψεν…» – «ἐπὶ Γήπαιδας Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς ἔπεμψεν, ἐπενεγκὼν Γήπαισι Σκλαβηνῶν τινας ἐπὶ πονηρῷ τῶν Ῥωμαίων μετὰ τὰς ξυνθήκας διαβιβάσαι ποταμὸν Ἴστρον» – «Οἱ μὲν οὖν Λαγγοβάρδαι πανδημεὶ σὺν τῷ Ἀμαλαφρίδᾳ ἐς τὰ Γηπαίδων ἤθη ἀφίκοντο, ὑπαντιασάντων δὲ τῶν Γηπαίδων σφίσι καὶ μάχης καρτερᾶς γενομένης ἡσσῶνται Γήπαιδες, καὶ αὐτῶν παμπληθεῖς φασιν ἐν τῷ πόνῳ τούτῳ ἀποθανεῖν.» – [Γήπαιδες, σημαίνει των Γετών παίδες/τέκνα.] – «Γοτθικά έθνη πολλά μεν και άλλα πρότερόν τε ην και τανύν εστι, τα δε δη πάντων μέγιστά τε και αξιολογώτατα Γότθοί τε εισί Βανδίλοι και Ουσίγοτθοι και Γήπαιδες. Πάλαι μέντοι Σαυρομάται και Μελάγχλαινοι ωνομάζοντο. Εισί δε οι και Γετικά έθνη ταύτ’ εκάλουν. Ούτοι άπαντες ονόμασι μεν αλλήλων διαφέρουσιν, ώσπερ είρηται, άλλω δε των πάντων ουδενί διαλλάσσουσι. Λευκοί γαρ άπαντες τα σώματά τε εισι και τας κόμας ξανθοί, ευμήκεις τε και αγαθοί τας όψεις, και νόμοις μεν τοις αυτοίς χρώνται, ομοίως δε τας ες τον θεόν αυτοίς ήσκηνται. Της γαρ Αρείου δόξης εισίν άπαντες, φωνή τε αυτοίς εστι μία, Γοτθική λεγομένη, και μοι δοκούν εξ ενός μεν είναι άπαντες το παλαιόν έθνους, ονόμασι δε ύστερον των εκάστοις ηγησαμένων διακεκρίσθαι. Ούτος ο λεώς υπέρ ποταμόν Ίστρον εκ παλαιού ώκουν. Έπειτα Γήπαιδες μεν τα αμφί Σιγγηδόνα [νυν Βελιγράδι] τε και Σίρμιον [νυν Sremska Mitrovica, Σερβία] χωρία έσχον, εντός τε και εκτός ποταμού Ίστρου, ένθα δη και ες εμέ ίδρυνται.» – «Γότθοι δε την επί του Ίστρου διάβασιν ποιησάμενοι Παννονίαν μεν τα πρώτα έσχον, έπειτα δε βασιλέως δόντος ώκησαν τα επί της Θράκης χωρία.» – «…Μασσαγετών τε και των άλλων Σκυθών ες την Ρωμαίων αρχήν εσβαλόντων…» – «Γότθοι δε Γήπαισι τοις αμφί Σίρμιον πολεμούντες, πόλει Γρατιανή [νυν Γρατινή Ξάνθης;], εν τη Ιλλυριών εσχατιά κειμένη, ως πολεμία εχρήσαντο.» – «Ύπερθε δε αυτών [των Βενετίων] Σίσκιοί τε και Σουάβοι (ουχ οι Φράγγων κατήκοοι, αλλά παρά τούτους έτεροι) χώραν την μεσόγειον έχουσι. Και υπέρ τούτους Κάρνιοί τε και Νουρικοί ίδρυνται. Τούτων δε Δάκαι τε και Πάννονες εν δεξιά οικούσιν, οι άλλα τε χωρία και Σιγγηδόνα και Σίρμιον έχουσιν, άχρι ες ποταμόν Ίστρον διήκοντες. Τούτων μεν δη των εθνών Γότθοι κόλπου του Ιονίου εκτός κατ’ αρχάς τούδε του πολέμου ήρχον…» – «Ο δε Βέσσας ούτος Γότθος μεν ην γένος των εκ παλαιού εν Θράκη ωκημένων…» – «Ηνίκα Έρουλοι Λαγγοβαρδών ησσηθέντες τη μάχη εξ ηθών των πατρίων έστησαν, οι μεν αυτών, ώσπερ μοι έμπροσθεν δεδιήγηται, ωκήσαντο ες τα εν Ιλλυρίοις χωρία, οι δε δη άλλο Ίστρον ποταμόν διαβαίνειν ουδαμή έγνωσαν, αλλ’ ες αυτάς που τας εσχατιάς της οικουμένης ιδρύσαντο· ούτω γουν πολλών εκ του βασιλείου αίματος ηγουμένων σφίσιν ήμειψαν μεν τα Σκλαβηνών έθνη εφεξής άπαντα, έρημον δε χώρα δια-βάντες ενθένδε πολλήν εις τους Ουάρνους καλουμένους εχώρησαν. Μεθ’ ους δη Δανών τα έθνη παρέδραμον ου βιαζομένων σφας των τήδε βαρβάρων.» – «Ρωμαίοι δε ουδέν τι ήσσον αχθόμενοι […] Είναι γαρ τινας των οι επομένων εκ του Σκλαβηνών έθνους, οι κρύπτεσθαι τε υπό λίθω βραχεί, ή φυτών άλλω τω παρατυχόντι, ειώθασι και αναρπάζειν άνδρα πολέμιον. Τούτο τε αεί παρά ποταμόν Ίστρον, ένθα δη ιδρύονται, ες τε Ρωμαίους και τους άλλους βαρβάρους ενδείκνυνται. […] Βαλεριανός ουν απολέξας των Σκλαβηνών ένα σώματός τε μεγέθους περί ευ ήκοντα και διαφερόντως δραστήριον, άνδρα ελείν πολέμιον ζώντα απέστελλε, χρήματα οι μεγάλα προς Βελισσαρίου ισχυρισάμενος έσεσθαι. […] Ο μεν ουν Σκλαβηνός όρθρου βαθέος άγχιστα του περιβόλου γενόμενος, εν θάμνω τινί εγκαλυψάμενός τε και το σώμα ες ολίγον ξυναγαγών αμφί την πόαν εκρύπτετο. […] Και οι επιπεσών όπισθεν ο Σκλαβηνός εκ του αιφνιδίου ανάρπαστον εποιήσατο, σφίγγων τε μέσον καρτερώς χερσίν αμφοτέραις τον άνθρωπον, ες τε το στρατόπεδον ήνεγκε φέρων και Βαλεριανώ ενεχείρισεν.» – «Ούννοι και Άνται και Σκλαβηνοί πεποιημένοι ανήκεστα Ρωμαίους έργα ειργάσαντο. […] διαβήναι τον Ίστρον επί τους Ρωμαίους ουδείς ίσχυσεν […] Μάχης τε καρτεράς γενομένης Ρωμαίων τε πολλοί έπεσον και Χιλβούδιος ο στρατηγός. […] || Χρόνω δε ύστερον Άνται και Σκλαβηνοί διάφοροι αλλήλοις γενόμενοι ες χείρας ήλθον, ένθα δη τοις Άνταις ησσηθήναι των εναντίων τετύχηκεν. […] Υπό δε τον χρόνον τούτον Άνται επισκήψαντες εις τα επί Θράκης χωρία πολλούς εληΐσαντο και ηνδραπόδισαν των εκείνη Ρωμαίων.» – «Τα γαρ έθνη ταύτα, Σκλαβηνοί τε και Άνται, ουκ έρχονται προς ανδρός ενός, αλλ’ εν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι, και διά τούτο αυτοίς των πραγμάτων αεί τα τε ξύμφορα και τα δύσκολα ες κοινόν άγεται.» – «Και μην και όνομα Σκλαβηνοίς τε και Άνταις εν τω ανέκαθεν ην. Σπόρους γαρ το παλαιόν αμφοτέρους εκάλουν, ότι δη σποράδην, οίμαι, διεσκηνημένοι την χώραν οικούσι. Διό δη και γην πολλήν τινα έχουσι· το γαρ πλείστον της ετέρας του Ίστρου όχθης αυτοί νέμονται. Τα μεν ουν αμφί τον λεών τούτον ταύτη πη έχει.» – «Άνται δε τότε αγειρόμενοι, ώσπερ ερρήθη, τον άνδρα τούτον ηνάγκαζον ομολογείν σφίσιν ότι Χιλβούδιος αυτός ο Ρωμαίων στρατηγός είη. ΄[…] […] Και ξυγγενόμενος, επεί φενακίζοντα τον άνθρωπον εύρε (καίπερ την τε Λατίνων αφιέντα φωνήν και των Χιλβουδίου γνωρισμάτων πολλά εκμαθόντα τε ήδη και προσποιείσθαι ικανώς έχοντα) εν τε δεσμωτηρίω καθείρξε και τον πάντα εξειπέιν λόγον ηνάγκασεν, ούτω τε ες Βυζάντιον ξυν αυτώ ήγαγεν.» – «Υπό τούτον τον χρόνον Σκλαβηνών στράτευμα διαβάντες ποταμόν Ίστρον Ιλλυριούς άπαντας άχρι Επιδαμνίων έδρασαν ανήκεστα έργα, κτείνοντες και ανδραποδίζοντες τους εν ποσίν ηβηδόν άπαντας και τα χρήματα ληϊζόμενοι. Ήδη δε και φρούρια ενταύθα πολλά τε και δοκούντα εχυρά τα πρότερα είναι ουδενός αμυνομένου εξελείν ίσχυσαν, περίιόντες ξύμπαντα κατ’ εξουσίαν και διερευνώμενοι.» – «Γότθοι μεν την Δακών χώραν ες φόρου απαγωγήν τα πρότερα είχον, Γήπαιδες δε του Ίστρου επί θάτερα το εξ αρχής ώκηντο άπαντες, Γότθων μεν ούτω κατεπτηχότες την δύναμιν ώστε τον ποταμόν διαπορθμεύεσθαι ουδέ όσον αποπειράσθαι πώποτε ίσχυσαν, ένσπονδοι δε και φίλοι Ρωμαίοις τα μάλιστα όντες και δώρα πολλά τω της φιλίας ονόματι κομιζόμενοι ανά παν έτος προς των έμπροσθεν βεβασιλευκότων, και παρά σου μέντοι ουδέν τι ήσσον.» – «Γήπαιδες, ω βασιλεύ, Σίρμιον έχουσι και Ρωμαίοις ανδραποδίζουσιν, όλην τε προσποιείσθαι Δακίαν αυχούσι.» – «Πάντως δε οι κλώπες ούτοι το τε Σίρμιον και άλλα επί Δακίας άττα χωρία υπόθεσιν ημίν του πολέμου προΐσχονται είναι.» – «Ιλδίγης ευθύς Λαγγοβαρδών τους οι επισπομένους και Σκλαβηνών πολλούς επαγόμενος ες Γήπαιδας ήλθε, και αυτόν Γήπαιδες κατάξειν επί την αρχήν ελπίδα είχον.» – «Ου μέντοι Γότθοις ξυνέμιξεν, αλλ’ Ίστρον ποταμόν διαβάς αύθις ες Σκλαβηνούς απεχώρησεν.» – «Σκλαβηνών όμιλος όσος ούπω πρότερον αφίκετο ες Ρωμαίων την γην. Ίστρον δε ποταμόν διαβάντες αμφί Ναϊσόν ήλθον. […] ο των Σκλαβηνών στρατός και ό τι κατεργασόμενοι διέβησαν ποταμόν Ίστρον. Οι δε ισχυρίσαντο ως Θεσσαλονίκην τε αυτήν και πόλεις τας αμφ’ αυτήν πολιορκία εξαιρήσοντες ήκοιεν. Άπερ επεί βασιλεύς ήκουσεν, άγαν τε ξυνεταράχθη και προς Γερμανόν ευθύς έγραψεν, οδόν μεν εν τω παραυτίκα την επί Ιταλίαν αναβαλέσθαι, Θεσσαλονίκη δε και πόλεσι ταις άλλαις αμύναι, και την Σκλαβηνών έφοδον όση δύναμις αποκρούσασθαι. Και Γερμανός μεν αμφί ταύτα διατριβήν είχε. Σκλαβηνοί δε γνόντες διαρρήδην προς των αιχμαλώτων Γερμανόν εν Σαρδική είναι ες δέος ήλθον. […] Άνται, οι Σκλαβηνών άγχιστα ώκηνται, Ίστρον ποταμόν διαβάντες στρατώ μεγάλω εσέβαλλον ες Ρωμαίων την γην. […] Σκλαβηνοί, άμα δε και δύναμιν αξιολογώτατον αυτόν επάγεσθαι οιόμενοι, άτε προς βασιλέως στελλόμενον επί Τωτίλαν τε και Γότθους, οδού μεν ευθύς της επί Θεσσαλονίκην απέσχοντο, ες δε το πεδίον καταβήναι ουκέτι ετόλμων, αλλά ξύμπαντα όρη τα Ιλλυριών διαμείψαντες εν Δαλματία εγένοντο.» – «Τούτων δε δη των Ρωμαίων ηγούντο Φιλήγαγός τε, Γήπαις γένος, δραστήριος ανήρ …» – «Τύχη δε τινι ξυνεκύρησεν εν τούτω τω Ρωμαίω στρατώ είναι βαρβάρων των Σαβείρων ολίγους τινάς εξ αιτίας τοιάσδε. Οι Σάβειροι, έθνος μεν εστιν Ουννικόν, ώκησαν δε αμφί τα Καυκάσια όρη, πάμπολυ πλήθος μεν ες άγαν όντες, ες αρχάς δε πολλάς επιεικώς διηρημένοι. Τούτων δε των αρχόντων οι μεν τινες εισι τω Ρωμαίων αυτοκράτορι, οι δε των Περσών βασιλεί εκ παλαιού γνώριμοι. […] Τότε ουν Ιουστινιανός βασιλεύς των Σαβείρων τους οι επιτηδείους εις την ομαιχμίαν παρακαλών έστειλέν τινα τον τα χρήματα παρ’ αυτούς κομιούντα. […] Κριόν γαρ αυτοσχεδιάζουσιν οι Σάβειροι ούτοι…» – «Ου πολλώ δε ύστερον Λαγγοβάρδαις κατά τον ξυμμαχικόν δεομένοις στρατιάν εις ξυμμαχίαν επί Γήπαιδες Ιουστινιανός βασιλεύς έπεμψεν, επενεγκών Γήπαισι Σκλαβηνών τινάς επί πονηρώ Ρωμαίων μετά τας ξυνθήκας διαβιβάσαι ποταμόν Ίστρον.» – «Κατέτεινε δε η Γότθων αρχή προ τούδε του πολέμου εκ Γάλλων της γης άχρι των Δακίας ορίων. Ου δη πόλις Σίρμιόν εστι. Γαλλίας μεν ουν και Βενετίων γην την πολλήν Γερμανοί έσχον, επειδή αφίκετο ες Ιταλίαν ο Ρωμαίων στρατός. Σίρμιον δε και τα εκείνα πεδία Γήπαιδες κατέχουσιν, άπαντα μέντοι συλλήβδην ειπείν ανθρώπων παντελώς έρημα. […] Ιλλυρίους δε και Θράκην όλην, είη δ’ αν εκ κόλπου του Ιονίου μέχρι ες τα Βυζαντίων προάστεια, εν τοις Ελλάς τε και Χερρονησιτών η χώρα εστίν, Ούννοί τε και Σκλαβηνοί και Άνται σχεδόν τι ανά παν καταθέοντες έτος, εξ ου Ιουστινιανός παρέλαβε την Ρωμαίων αρχήν, ανήκεστα έργα ειργάσαντο τους ταύτη ανθρώπους. Πλέον γαρ εν εκάστη εμβολή οίμαι ή κατά μυριάδας είκοσιν είναι των τε ανηρημένων και ηνδραποδισμένων ενταύθα Ρωμαίων, ώστε την Σκυθών ερημίαν αμέλει ταύτης πανταχούσε της γης ξυμβαίνειν.» – «των δε δη Ούννων και Σκλαβηνών ξύμπασαν Ευρώπην ληϊσαμένων…» – [Ευρώπη = (στα χρόνια του Ιουστινιανού) η Ελληνική ή Ιλλυρική Χερσόνησος]. – «Ρει δε τις ποταμός Θεσσαλονίκης ουκ άποθεν, Ρήχιος όνομα· ος δη χώραν αγαθήν τε και γεώδη περιερχόμενος τας εκβολάς εις θάλασσαν την εκείνην ποιείται.» – [Δηλ. ο Ρήχιος ποταμός είναι πλησίον της Θεσσαλονίκης, και σε αυτόν –κατά τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου– ζούσαν οι Σκλαβηνοί Ρηχίνοι ή Βλαχορρηχίνοι ή και Ρυγχίνοι. (Η ορθογραφία της λέξης δεν αλλάζει το ουσιώδες του περιεχομένου της). Εδώ τίθεται ένα ζήτημα, αν ο Ρήχιος/Ρύχιος (που είναι κοντά στη Θεσσαλονίκη) είναι ο νυν Ρύχιος ή Ρήχιος των Μακεδονικών Τεμπών, μετά τις λίμνες του Λαγκαδά, ή είναι κάποιος άλλος ποταμός, ενδεχομένως ο νυν Γαλλικός ποταμός, στον οποίο οι Βλάχοι «χρυσοθήρες», γνωστοί ως Μπαγιάτσοι (= (βλχ.) χρυσοθήρας), από όπου το όνομα των γηγενών Θεσσαλονικέων «Μπαγιάτηδες» (ή γραικιστί Βαγιάτηδες), που συνέλεγαν ψήγματα χρυσού από τον Γαλλικό με προβιές αρνιών, από όπου προφανώς και ο μύθος του «χρυσού δέρατος», με τον Φρίξο και την Έλλη…]. – «Δακίας δε ως αγχοτάτω γενόμενος, ενταύθα διορίζων φαίνεται πρώτον τους τε βαρβάρους, οι δη αυτού τα επ’ αριστερά έχουσι, την τε Ρωμαίων γην εν δεξιά ούσαν. Διό δη Ριπησία καλούσι Ρωμαίοι την ταύτη Δακίαν· ρίπα γαρ η όχθη τη Λατίνων καλείται φωνή.» – [Βλαχιστί ρίπâ και αρίπâ = φτερούγα πτηνού].

  1. Μένανδρος (6ος αι. / θ. 582): [Έτος 566] Ο Αλβούϊος των Λογγιβάρδων κατέστρεψε την επικράτεια των Γηπαίδων, οι οποίοι Γήπαιδες ήταν σύμμαχοι των Αβάρων και επιτίθεντο έναντίον των Ρωμαίων. – [Έτος 568] «Το γαρ Σκυθικόν είναι παλίμβολον.» – «[Έτος 569] Και δη παρεκελεύσατο δέκα χιλιάδας των Κοντριγούρων λεγομένων Ούννων διαβήναι τον Σάον ποταμόν και δηώσαι τας επί Δαλματίαν, αυτός δε ξυνπάση τη κατ’ αυτόν πληθύϊ διελθών τον Ίστρον εις τα των Γηπαίδων διέτριβεν όρια.» – «[Έτος 579] «ου κατά των Ρωμαίων τι μηχανώμενος έφη βούλεσθαι πηγνύναι την γέφυραν, άλλως δε κατά Σκλαβηνών χωρείν, και διαπεραι-ούμενος τον Σάον επιβαίνων τε εις την Ρώμην αύθις τον Ίστρον διαβήσεσθαι κατ’ αυτών […] προς χάριν του Ρωμαίων βασιλέως πράξαι, και πολλάς αιχμαλώτων μυριάδας εκ της Ρωμαίων γης Σκλαβηνοίς δεδουλωμένων ελευθέρας αύθις Ρωμαίοις αποδούναι.» – «[Έτος 579] τας ναυς τω Χαγάνω και τη στρατιά των Αβάρων εις τον Ίστρον διαβησομένη κατά Σκλαβηνών…» – «[Έτος 579] «ολίγων Ρωμαίων προς των κατατρεχόντων την χώραν Σκλαβηνών αναιρεθήναι.» – «[Έτος 576] Ότι κεραϊζομένης της Ελλάδος υπό Σκλαβηνών και απανταχόσε αλλεπαλλήλων αυτή επηρτημένων των κινδύνων…»

  2. Ιωάννης ο Εφέσου (~507-586/88): «Ιωάννης ο Εφέσου ιστορεί ότι οι Σκλαβηνοί διήλθον τότε όλην την Ελλάδα, τας επαρχίας της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας καταλαβόντες μεν πολλάς πόλεις και χωρία, απανταχού δε καταστρέφοντες, λεηλατούντες και πυρπολούντες. “Εκυρίευσαν την χώραν ένθα ενώκουν ελεύθεροι ώσπερ εν τη εαυτών”. Έπραξαν ταύτα, επί τέσσαρα έτη, εφ’ όσον ο αυτοκράτωρ επολέμει κατά των Περσών μέχρι 582 και διά τούτο διετέλουν ελεύθεροι και ανενόχλητοι εν τη χώρα, έως ου ο Θεός τους εξέβαλεν

  3. Ευάγριος ο Σχολαστικός (536 – θ. μετά το 594): «ένθεν μεν των Σκηνητών βαρβάρων πάντα ληϊζομένων· Θράκην δε πλήθος Ούννων των πάλαι Μασσαγετών επιδραμόντων και τον Ίστρον διαβάντων μηδενός αμύνοντος, αυτού δε γε Ζήνωνος τα επίλοιπα βαρβαρικώ τρόπω προς βίαν αφαιρουμένου.» – «Αντωνίνος δε ο Σευήρου, ου Γέταν τον αδελφόν διέφθειρας …» – «Τυραννεί τον Αναστάσιον Βιταλιανός Θραξ γένος, ος την τε Θράκην και Μυσίαν μέχρις Οδυσσού και Αγχιάλου δηώσας, επί την βασιλείαν ηπείγετο, πλήθος αστάθμητον έχον Ουννικών εθνών.» – «Ιουστίνος Θραξ γένος» – «[Επί Ιουστίνου] … αμφί τον Ίστρον τας διατριβάς ποιούμενον, και τας των Αβάρων διαβάσεις ανείργοντα. Έθνος οι Άβαροι των Αμαξοβίων, των υπέρ τον Καύκασον τα επέκεινα πεδία νεμομένων, οι τους γειτνιώντας Τούρκους πεφευγότες, επεί κακώς προς αυτών επεπόνθεσαν, επί Βόσπορον αφίκοντο. Και την ηϊόνα του Ευξείνου καλουμένου Πόντου καταλιπόντες, ένθα συχνά μεν έθνη βαρβαρικά· εξωκίσθησαν δε και υπό Ρωμαίων πόλεις τε και στρατόπεδα, και τινες προσορμίσεις, ή στρατιωτών απομάχων γινομένων, ή και αποικιών προς των βασιλέων στελλομένων, την πόρευσιν εποιούντο, πάσι τοις εν ποσί βαρβάροις ανταγωνιζόμενοι, μέχρις ου τας ηϊόνας του Ίστρου κατειλήφασι, και προς Ιουστινιανόν επρεσβεύοντο.» – «Διώκει δε το πολίτευμα Τιβέριος, Θραξ μεν γένος, τα πρωτεία δε παρά Ιουστίνω φέρων· ον και κατά των Αβάρων πρώην επεπόμφει, πολύ αγείρας πλήθος στρατού.» – «και λήξαντι ες την Κλαυδίου του μετά Γαλλιήνον βασιλείαν· ω συνανείληπται περί ων Κάρποι και έτερα βάρβαρα έθνη, κατά την Ελλάδα και Θράκην και Ιωνίαν διαπολεμούντες έπραξαν.» – «[Επί Μαυρικίου] Τούτων ώδε χωρούντων, οι Άβαρες δις μέχρι του καλουμένου μακρού τείχους διελάσσαντες, Σιγγιδόνα Αγχίαλόν τε, και την Ελλάδα πάσαν, και ετέρας πόλεις και φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσαντο, απολλύντες άπαντα και πυρπολούντες των πολλών στρατευμάτων κατά την Εώαν ενδιατριβόντων.» – «Κομεντίολος Θραξ γένος …»

  4. Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος (539-602) – Στρατηγικόν Μαυρικίου: «Ει γε και πλείους εισίν, αλλ’ ουν άτακτοι και άναρχοι ώσπερ Σκλάβοι, και Άνται, και τα τοιαύτα άναρχα και άτακτα έθνη· …» – «Τα έθνη των Σκλάβων, και Αντών, ομοδίαιτά τε και ομότροπα εισί και ελεύθερα, μηδαμώς δουλούσθαι ή άρχεσθαι πειθόμενα, και μάλιστα εν τη ιδία χώρα, πολύανδρά τε, και τληπαθή, φέροντα ραδίως και καύσωνα, και ψύχος, και βροχήν, και σώματος γυμνότητα, και την των δαπανημάτων ένδειαν. … και βίον ζώντα ληστρικόν, φιλούσιν εν τοις δασέσι και στενοίς και κρημνώδεσι τόποις, τας κατά των εχθρών αυτών εγχειρήσεις εργάζεσθαι. …» – «Των γε χωρίων των Σκλάβων και Αντών, κατά τους ποταμούς εφεξής διακειμένων, και συνημμένων αλλήλοις, ώστε μη διάλειμμα είναι μεταξύ αυτών άξιον λόγου, ύλης τε, ή παλουδίων, ή καλαμεώνων εγγιζόντων αυτοίς ως επίπλαν συμβαίνειν εν ταις κατ’ αυτών γινομέναις εφόδοις, άμα τούτο πρώτω αυτών χωρίω επιστήναι, κακείσε δεν ασχολείσθαι τον πάντα στρατόν, τα λοιπά γειτονούντα, και εγγύς της ύλης έχοντα, αισθανόμενα της αυτών κινήσεως εκ του πλησίον μεν ευκόλως φυγαδεύουσι τα υπάρχοντα αυτοίς.» – [Άνται και Σκλαβήνοι, κατά το Στρατηγικόν του Μαυρικίου είναι ένα και το αυτό.]

  5. Ιστορικός Ιορδάνης (έζησε τον 6ο αι.) – «Getica» (551): «Quorum nomina licet nunc per varias familias et loca mutentur, principaliter tamen Sclaveni et Antes nominantur. Sclaveni a civitate Novietunense, et lacu, qui appellatur Mursianus, usque ad Danastrum, et in borean Visca tenus commorantur: hi paludes silvasque pro civitatibus habent. Antes vero, qui sunt eorum fortissimo, qua Ponticum mare curvature, a Danastro extenduntur usque ad Danaprum, quae flumina multis mansionibus ab invicem absunt.» – [Σε υποσημείωση αναφέρεται: Sclaveni = Scaveni, Sclavani, Sclavini, Sclavi, Sclavoni].

  6. Άγιος Ισίδωρος, επίσκοπος Σεβίλλης (556-636): «[5814] Heraclius dehine quantum agit imperii annum. Cujus initio Sclavi Graeciam Romanis tulerunt. Persae Syriam, et Aegyptum, plurimasque provincias. In Hispania quoque Sisebutus, Gothorum rex, quasdam ejusdem Romanae militiae urbes cepit, et Judeos sui regni subditos ad Christi fidem convertit.» – [Δηλαδή: Το 634, επί Ηρακλείου [575-641, βασ. 610-641], οι Σκλάβοι πήραν την Ελλάδα από τους Ρωμαίους! Αυτοί οι Σκλάβοι είναι οι Σκαλβηνοί, ασφαλώς, που ουδεμία σχέση έχουν με τους μετέπειτα λεγόμενους Σλάβους.]

  7. Θωμάς ο εξ Εμέσης (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.): Σύρος χρονογράφος αναφέρει επιδρομή Σλάβων στα Νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη το 623 μ.Χ.: «Anno 934 (A.D. 623) Slavi Cretam caeterasque insulas invasere; atque illic pii viri Kenes rinenses comprehensi sunt, quorum fere viginti interfecti.» – [Αν στη Συριακή γλώσσα το κείμενο γραφει «Σλάβοι» («Slavi») ή «Σκλάβοι/Σκλαβηνοί/Σκλαβήνοι» το οποίο μεταφράστηκε «Slavi», δεν το γνωρίζω, αλλά ίσως να συνέβηκε το ίδιο με αυτό που έχει συμβεί σε μετάφραση από τη συριακή γλώσσα στη γερμανική, κατά την οποία το συριακό «Εσκλαυΐνοι», μεταφράστηκε στα γερμανικά «Σλάβοι»!]

  8. Ιωάννης Α’ (αρχιεπίσκοπος) Θεσσαλονίκης (~560-626, αρχιεπίσκοπος στο α’ μισό του 7ου αι., 605-625): «Μαυρίκιον είχεν ο τότε καιρός τα των Ρωμαίων σκήπτρα χειρίζοντα. Τούτω ο των Άβάρων αρχηγός πρεσβείαν εστείλατο περί συμμαχίας, συγκλήτου δε ψήφω ταύτης αποτυχών, μέγα μηνίων απηλλάττετο τη αποτυχία. Έτερον δε τρόπον οίκοι των επαναστάντων κρατήσας βαρβάρων, ον ώδινε κατά Ρωμαίων βασιλίσκον αποκρουσθείς, απέτεκε της οργής κατ’ αυτών τα όπλα τρεψάμενος. Καιρίαν δε τούτοις εντεΐναι βουλόμενος την πληγήν, άθλον ή λάφυρον Θεσσαλονίκην προύθετο τω πολέμω· Μακεδόνων αυτή και Ιλλυριών η μητρόπολις, εις ην τα πανταχόθεν άκρα συντρέχοντα, των μεγίστων τε είναι και δοκεΐν, ου τοις άλλοις μόνον, αλλά και βασιλεύσιν αυτοίς πείθει ως και περί πλείστου ταύτην ποιείσθαι. Κατά ταύτης ο άλάστωρ και δυσμενής επεστράτευσεν Άβαρος, βαρύν ότι και μάλιστα στρατόν επαγόμενος· περί τας δέκα μυριάδας είναι τούτους είκασε τις των προ ημών όψιν τε κατιδών έκτοπον άλλος προείπεν ανήρ, το μέγεθος της πολιορκίας υποδηλών και προ της αφίξεως, Θεοδόσιος Επίσκοπος [Ευσέβιος Επίσκοπος, P.G., τόμος 116, στ. 1240 καί 1296] ούτος εκείνος ην ο τηνικαύτα της πόλεως· τραγωδόν δε τινα είναι την όψιν, ον και περιστάντα παρά το θέατρον εφεζομένω τραγωδήσαι, βούλεσθαι αν ειπείν αυτώ τε τω Επισκόπω καί θυγατρί, τον δε προς τούτο πολλάκις ορμώντα, πολλάκις αποτρεπόμενον εργωδέστερον οψέ και μόλις απώσασθαι. | Επί τοιούτοις μοχθηροίς οιωνοίς και προσδοκίαις δυσέλπισιν επιστρατεύσας ο Άβαρος, εν κύκλω πάσαν τω πλήθει περιβάλλει την πόλιν. Όρθρου δε και υπό ζόφον άπασαν τοις πολεμικοίς ταινιώσας, της αυγής ανισχού-σης προσήγε τας ελεπόλεις καί κλίμαξιν επαναβαίνειν επεχείρει τοις τείχεσι, κοντοίς τε και βέλεσι και σφενδόναις προ των κλιμάκων αμύνεσθαι παρεσκευαστο και συνελόντα ειπείν συνάμα πάσιν αυτού τοις στρατεύμασι και πανταχοϋ του τείχους παραβόλως και φοβερώς της πολιορκίας απήρξατο, και ταύτα των δυναμένων επεξιέναι μηδενός ένδον μήτ’ όντος, μήτ’ επαμύνοντος των μεν την ευθύ στειλαμένων Ελλάδος (οδόν), του καθ’ ημάς ηγεμόνος εφελκομένου, των δε την προς βασιλέα φέρουσαν τας θέμιδος χρόνω ήδη φυγούσας ιμειρομένων χάριτας τη πόλει καταγαγείν, των χερσί δε προσποριζομένων το ζην λοιμώδει νόσω πλην ολίγων προ βραχέος αποφθαρέντων.» – «Το των Σκλαβηνών έθνος, Ίστρου δε τούτο την περί τας όχθας του ποταμού νέμεται γην, πλήθει τε πλείστον και ηθών αγριότητι, άσπονδον και ατίθασσον. Τούτο απροόπτως και πόσης αίτιας δήλης χωρίς μόνω τω εχθρώ στρατηγούμενον καταστρατεύει της πόλεως. Λάθρα δε και ασυμφανώς επήγε την στρατείαν λήσειν οιόμενον και αθρόον ανεπαίσθητους ταύτην ελεΐν ώς αφύλακτον. Βαρείαν δε άγων και αριθμού κρείττω την στρατιάν και παν είδος έχουσαν μετά χείρας πολεμικών, προ ολίγων σταδίων της πόλεως κατεστρατοπέδευσεν, όσον την αποσκοπήν αποκρούσασθαι και διασκεδάσαι την επιχείρησιν.»

  9. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580 – 7ος αι.): «[Το έτος 528] … και πάλιν Ρωμαίοις το των Αβάρων επιτίθεται φύλον, αλλ’ ουκ αναφανδόν, ραδιουργικώτερον δε πως και δολερώτερον. Το γαρ των Σκλαβηνών έθνος επαφίησι, και πλείστα των Ρωμαίων γης αποκείρεται, και των μακρών μέχρι καλουμένων τειχών, οία δη άττοντες, αθρόον προσβάλοντες ταις όψεσι, πολύν απεργάζονται φόνον. […] τότε Κομεντίολος ουκ άκομψον ταξιαρχίαν πιστεύεται, κατά δε την Θράκην επιών απελαύνει των Σκαλαβηνών πλήθη. Αφικνείται δε τα κατά τον Εργινίαν, ούτω καλούμενον ποταμόν [παραπόταμο του Έβρου], και αδοκήτως επί τοις Σκλαβηνοίς και καρτερώς επιτίθεται, και θάνατον πολύν τοις βαρβάροις απεσχεδίασε.» – «Το έτος 584] «Ο δε Ρωμαίων τε και Περσών πόλεμος εσφρίγα τε και εσφάδαζε. Το δε Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι, το περί την Θράκην ες το καρτερόν ελυμαίνετο. Οι δε Μήδοι τοις Ρωμαίων στρατηγοίς συγκυρήσαντες παρανάλωμα φόνου εγίνοντο. Ρώμη δ’ η πρεσβύτις ταις των Λογγοβάρδων αντείχεν εφόδοις.» – «Και ουν ο Χαγάνος τοις Σκλαβηνοίς προστάττει ακατίων πλήθη τεκταίνεσθαι, όπερ προς διάβασιν σχοίη τον Ίστρον πειθήνιον. Οι μεν της Σιγγηδόνος οικήτορες αθρόαις εφόδοις τισίν Σκλαβηνών τους πόνους ληΐζονται, και πυρί παραδίδουσι τας προς ναυτιλίαν τούτων επίχειρα. Η δε πόλις ες τούσχατον αφικομένη κακού ισχνάς επεφέρετο σωτηρίας ελπίδας. […] πλήθη Σκλαβηνών ξυλουργείν παρεσκεύαζεν, όπως τον ποταμόν τον λεγόμενον Σάον ναυτιλλόμενος διανήξηται.» – «Οι δε Ρωμαίοι πεπλησιακότες τοις Γέταις (τούτο γαρ τοις βαρβάροις το πρεσβύτερον όνομα) ουκ εθάρρουν εις χείρας ελθείν·» – «ηκηκόει γαρ ο Μαυρίκιος των Σκλαβηνών τα πλήθη ες Βυζάντιον τας ορμάς επιφέρειν.» – «Οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο, η Ρώμη δε προς τους Λογγοβάρδους ανθωπλίζετο, και Λιβύη των Μαυρουσίων περιεγίνετο.»

  10. Πλωτίνος (αρχιεπίσκοπος) Θεσσαλονίκης (θητεία 616): «Μαυρίκιον είχεν ο τότε καιρός τα των Ρωμαίων σκήπτρα χειρίζοντα. Τούτω ο των Αβάρων αρχηγός πρεσβείαν εστείλατο περί συμμαχίας· συγκλήτου δε ψήφου ταύτης αποτυχών, μέγα μηνών, απηλλάττετο τη αποτυχία. […] Καιρίαν δε τούτοις εντείναι βουλόμενος την πληγήν, άθλον ή λάφυρον Θεσσαλονίκην προύσθετο τω πολέμω· (Μακεδόνων αύτη και Ιλλυρών η μητρόπολις, εις ην τα πανταχόθεν άκρα συντρέχοντα, των μεγίστων τε είναι και δοκείν ου τοις άλλοις μόνον, αλλά και βασιλεύσιν αυτοίς πείθει, ως και περί πλείστου ταύτην ποείσθαι). Κατά ταύτης ο αλάστωρ και δυσμενής επεστράτευσεν Άβαρος, βαρύν ότι και μάλιστα στρατόν επαγόμενος, περί τας δέκα μυριάδας είναι τούτους είκασέ τις των προ ημών, όψιν τε κατιδών έκτοπον· άλλος προείπεν ανήρ, το μέγεθος της πολιορκίας υποδηλών […] | Επί τούτοις μοχθηρώνοιωνοίς και προσδοκίαις δυσέλπισεν επιστρατεύσας ο Άβαρος εν κύκλω πάσαν τω πλήθει περιβάλλει την πόλιν.»

  1. Joannis Biclarensis (550/56-620): «Anno X Justini imperatoris […] Sclavini in Thracia multas urbes Romanorum pervadunt, quas depopulates vacuas reliquere. Abares littoral inaris captiose obsident, et navibus littoral Thraciae navigantibus satis infesti sunt.» – «Anno III Tiberii imperatoris qui est Leovigildi XI annus, Abares a finibus Traciae pelluntur, et partes Graecia atque Pannoniae occupant.» – «Anno V Tiberii, qui est Leovigildi XIII annus Langobardi in Italia regem sibi ex suo genere eligunt vocabulo Antarich, cujus tempore et milites Romani omnino sunt caesi, et terminus Italiae Langobardi sibi occupant. Sclavinorum gens Illyricum et Thracias vastant.» – [Δηλαδή: Ο Ioannis Biclarensis (550/556; 620) έζησε στην ΚΠολη την περίοδο 570-578, και μνημονεύει στο Χρονικό την εισβολή των Σκλαβήνων το έτος 577 (προσοχή: Σκλαβήνων όχι Σλάβων), και τη διαρπαγή που έκαναν στις Θρακικές πόλεις, ενώ κατά τον ίδιο και οι Άβαροι κατείχαν τη Θράκη μέχρι το έτος 579, από τον καιρό της εκστρατείας των Σκλαβήνων/Σκλαβηνών. Η λ. Σλάβος/Σλάβοι δεν αναγράφεται στο Χρονικό του συγγραφέα.]

  2. Πασχάλιον Χρονικόν (αγνωστου συγγραφέως Χρονικό): «Σαρματών έθνη και αποικίαι εισί δύο: α΄ Αμαξόβιοι, β΄ Γραικοσαρμάται.» – «Επί της βασιλείας Θεοδοσίου [Θεοδόσιος Α’ – Flavius Theodosius Augustus: 347-392, συναυτοκράτορας 379-383 με Γρατιανό και Ουλεντινιανό Β΄, και μετά με Ουλεντινιανό Β΄ 383-392] και Ουαλεντινιανού [Ουαλεντινιανός Β΄ ή Βαλεντινιανός Β΄ 371-392, βασ. 375-392] Αυγούστων επεστράτευσεν κατά Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως Αττίλας ο εκ γένους των Γηπέδων Ούννων, έχων πλήθος μυριάδων πολλών. […] και ο Αττίλας τελευτά καταφορά αίματος διά των ρινών ενεχθείς νυκτός μετά Ούννας παλλακίδος αυτού καθεύδων, ήτις κόρη υπενοήθη ότι αυτή ανείλε αυτόν· περί ου πολέμου συνεγράψατο ο σοφώτατος Πρίσκος ο Θράξ.» – «…ο αυτός βασιλεύς Ιουστινιανός εν Κωνσταντινουπόλει, καταπέμψας και εν τη πόλει Ρώμη […] και εν Θεσσαλονίκη τη πόλει του Ιλλυριών έθνους και εν Εφέσω […] γράμμα…» – Αναφορά σε Σκλάβους: «του τείχους Σκλάβους<» και «διά πεζών Σκλάβων γυμνών…». – Άβαροι και Σκλάβοι «εν τοις μονοξύλοις<» έξω από τα τείχη της Πόλης. – Αναφορά σε Σκλάβους: «του τείχους Σκλάβους<» και «διά πεζών Σκλάβων γυμνών…». – Άβαροι και Σκλάβοι «εν τοις μονοξύλοις…» έξω από τα τείχη της Πόλης.

  3. Ιωάννης ο Αντιοχεύς (7ος αι.): «Γάλλου βασιλεύσαντος 15 έτη [Τρεβονιανός Γάλλος: 206-253, βασ. 251-253], εκράτησε λοιμός, κινηθείς από Αιθιοπίας έως δύσεως· μετεδίδοτο δε από ιματίων και ψιλής θέας· και οι Σκύθαι περάσαντες τον Ίστρον έλαβον φ’ [500] πόλεις. Τας γυναίκας βουλομένας εγκύους γενέσθαι λέγουσι πίνειν απὸ του Στρυμόνος ποταμού και κύειν.» – [Ποιες ήταν αυτές οι 500 πόλεις νοτίως του Δουνάβεως, που κατέλαβαν οι Σκύθες; Τι γλώσσα μιλούσαν τούτοι οι Σκύθες;] – [Στη Χρονογραφία Λέοντος του Γραμματικού, το ως άνω γεγονός δίνεται έτσι: «Γάλλος καὶ Βολουσιανὸς ἐβασίλευσαν ἔτη βʹ μῆνας ηʹ. γέγονε δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν λοιμός, κινηθεὶς ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι τῆς δύσεως, καὶ οὐδεμία πόλις εὑρέθη ἄμοιρος ταύτης τῆς ἀπειλῆς· ἐκράτησε δὲ ἔτη ιαʹ, ἀρχόμενος ἀπὸ φθινοπώρου καὶ λήγων τῇ τοῦ κυνὸς ἐπιτολῇ. μετεδίδοτο δὲ ἡ νόσος αὕτη ἀπό τε ἱματίων καὶ ψιλῆς θέας. καὶ οἱ Σκύθαι περάσαντες τὸν Ἴστρον πᾶσαν τὴν δύσιν καὶ Ἰταλίαν ἀνατολήν τε καὶ Ἀσίαν ἐπόρθησαν καὶ παρέλαβον δίχα μόνης Ἰλίου καὶ Κυζίκου. ἀνῃρέθη δὲ ὁ Γάλλος καὶ Βολουσιανὸς ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν, καὶ ἀνηγορεύθη βασιλεὺς Αἰμιλιανὸς ὑπ’ αὐτῶν. ἐπὶ Γάλλου καὶ Βολουσιανοῦ ἡ κατὰ Σαβέλλιον αἵρεσις συνέστη.»] – «Φράγκοι τε και Σάξονες, έθνη Κελτικά…» – «ων Αλάριχος ηγείτο, πάσαν ομού την Ελλάδα και τα περί την Ιλλυρίδα διεπόρθει·…» – «… Και η των Θευδερίχων [ή Θεοδώριχος: 454-528] συζυγία αύθις τα Ρωμαίων ετάραττε, και τας περί την Θράκην πόλεις εξεπόρθει, ως αναγκασθήναι τον Ζήνωνα [Καισαρ Φλάβιος Ζήνων Αύγουστος: 425-491 βασ. 474-475 και 476-491] τότε πρώτον τους καλουμένους Βουλγάρους εις συμμαχίαν προτρέψασθαι

  4. Γεώργιος Πισίδης (7ος αι.): «Σθλάβος γαρ Ούννω και Σκύθης τω Βουλγάρω / αύθις τε Μήδος συμφωνήσας τω Σκύθη, / γλωσσών έχοντες και τόπων μερίσματα, / και χωρίς όντες και μακράν συνημμένοι, / μίαν ξαθ’ ημών αντεκίνησαν μάχην, / και την εαυτών ηξίουν απιστίαν / έχειν καθ’ ημών πίστιν ηκριβωμένην. / Ένθεν μεν ουν έβραζεν η Σκυθότροφος / σκύλλα σφοδρώς ζέσασα». «Σθλάβων τε πλήθη Βουλγάροις μεμιγμένα / ο βάρβαρος νους εμβαλών ταις ολκάσι / (γλύφας γαρ είχεν εσκυφωμένα σκάφη) / έμιξε τη γη της θαλάττης την μάχην.» – [Τούτοι οι στίχοι είναι από έκδοση του 1837, σε κεφάλαιο που επιγράφεται: «Εις την γενομένην έφοδον των βαρβάρων και εις την αυτών αστοχίαν, ήτοι Έκθεσις του γενομένου πολέμου εις το τείχος της Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ Αβάρων και των Πολιτών».]

  5. Θαύματα αγίου Δημητρίου (680-690): «Εγένετο τοίνυν, ως είρηται, επί της ου εν οσία τη μνήμη επισκοπή Ιωάννου το των Σκλαβίνων επαρθήναι έθνος, πλήθος άπειρον συνταχθέν απότε των δρογουβιτών, σαγουδατών, βελεγεζητών, βαϊουνητών, βερζητών, και λοιπών εθνών, πρώτως εφευρόντων εξ ενός ξύλου γλυπτάς νήας κατασκευάσαι κατά θάλασσαν οπλισαµένους, και πάσαν την Θετταλίαν και τας περί αυτήν νήσους και της Ελλάδος, έτι µην και τας Κυκλάδας νήσους, και την Αχαΐαν πάσαν, την τε Ηπειρον και το πλείστον του Ιλλυρικού και µέρος της Ασίας εκπορθήσαι, και αοικήτους . . . πλείστας πόλεις και επαρχίας ποιήσαι, …» – «Μετά γαρ την ήδη αφηγηθείσαν των σκλαβίνων, ήτοι του χάτζων πάμπληθον ορμήν, και την επ’ αυτοίς γεγενημένων διά του αθλοφόρου ευάλωτον δικαίαν κατασφαγήν, και λοιπόν ως επωνείδιστον αυτοίς τον καθ’ ημάς γενέσθαι πόλεμον, βλάβην τε ου μικρά αυτούς υπομένειν, εκ τούτους υπ’ αυτών αιχμαλωτισθέντας εις την καθ’ ημάς αποφεύγοντας θεόσωστον πόλιν ελευθερούσθαι διά του οδηγού και λυτρωτού αυτών και ημών κηδεμόνος Δημητρίου· […] Σκέψεις ουν τούτοις εκ πόνου μεγίστου γεγένηται, και δώρα πάμπολα συναθροίσαντες τω των Αβάρων χαγάνω δι’ αποκρισιαρίων έστειλαν υπόσχεσιν πλείστης ολκής χρημάτων, μετά και των μελλόντων πορθήσαι, ως αυτοί διαβεβαιούντο, εκ της καθ’ ημάς πόλεως παρέχειν επαγγειλάμενοι, είγε την αυτού επί τούτο παράσχειεν αυτοίς συμμαχίαν· ως ευαλώτου της πόλεως παρ’ αυτώ καθομολογηθείσης, ταύτης φασκόντων παρ’ αυτοίς ληφθησομένης, και μη μόνον εις μέσον αυτών καθεστάναι, δι’ ότι τας υπ’ αυτήν πάσας πόλεις και επαρχίας εξ αυτών αοικήτους γενέσθαι, ταυτήν και μόνην, καθώς είρηται, εμμέσω αυτών υπάρχειν, και αυτήν υποδέχεσθαι πάντας τους αποφύγους των εκ του Δανουβίου μερών, παννονίας τε και Δακίας και δαρδανίας, και των λοιπών επαρχιών τε και πόλεων, και εν αυτή επερείδεσθαι.» – «Προθύμως ουν ο λεχθείς των Αβάρων χάγανος αιτηθείς παρ’ αυτών εκπληρώσαι σπουδάζων τα ενδότερον αυτού πάντα βάρβαρα φύλα συναθροίσας, άμα τε των πάντων σκλαβίνων και απείρων εθνών αναριθμήτων λαών, παρετάξατο μετά διετή χρόνον τη μαρτυροφυλάκτω ταύτη ημών πόλιν, και ιππέας επιλέκτους εγκατοπλίσας δρόμω ταχυτάτω προέπεμψεν αγνώστως επιβήναι αθρόον τη πόλει, και τον αυτής λαόν έξω λαβόντας ή και κατασφάξαντας …» – «. . . Και ταύτη και πάλιν διά των του φιλοπόλιδος πρεσβειών γεγένηται η συμμαχία· των γαρ απάντων σκλαβίνων των από του στρυμώνος και ρυγχίνους, λοιπών εκ των ένθεν μερικώς καταπαυσάντων και διαζεύκτων όπλων, τους θαλαττίους πλοτήρας τους επί παρακομιδή καρπών εν τη βασιλευούση ανιόντας πόλει παμπόλους εκπορθήσαντες, οπότε των νήσων και της στενής θαλάττης, και των επί το πάριον και προκόννησον τόπους και αυτούς τους εις το τελωνείον άμα των πλοείμων αιχμαλωτίσαντες μετά πλείων νηών οίκοι επί θυλάκους απίασιν.» – «Ως έστε, φιλόχριστοι, εν τοις προτέροις την των σκλαβίνων, ήγουν του κληθέντος χάτζονος και των αβάρων και εν μέρει έκθεσιν εποιησάμεθα, και ότιπερ το ιλλυρικόν σχεδόν άπαν, ήγουν τας αυτού επαρχίας, λέγω δη, παννονίας δύο, δακίας ωσαύτως δύο, δαρδανίας, μυσίας, τριβάλεως, ροδώπης, και πασών επαρχιών έτι μεν και θράκης, και του προς βυζαντίου μακρού τείχους και λοιπάς πόλεις και πολιτείας εκπορθήσαντες, άπαντα τον αυτόν λαόν εις το εκείθεν προς παννονίαν μέρος το προς τω Δανουβίου ποταμώ, ήτινος επαρχίας πάλαι μητρόπολις υπήρχεν το λεχθέν σερμείον· εκείσε ουν, ως είρηται, τον άπαντα λαόν της αιχμαλωσίας κατέστησεν ο λεχθείς χαγάνος, ως αυτώ λοιπόν υποκειμένους· εξ εκείνου ουν επιμιγέντες μετά βουλγάρων και Αβάρων και των λοιπών εθνικών και παιδοποιησάντων απαλλήλων και λαού απείρου και παμπόλου γεγονότος, παις και παρά πατρός έκαστος τας ενεγκαμένας παρειληφόντων και την ορμήν του γένους κατά των ηθών των Ρωμαίων, και καθάπερ εν τη αιγύπτω επί του Φαραώ ηυξάνετο το των εβραίων γένος, ούτω και εν τούτοις κατά τον όμοιον τρόπον διά της ορθοδόξου πίστεως και αγίου και ζωοποιού βαπτίσματος ηύξετο το των Χριστιανών φύλον, και θάτερον θατέρω περί των πατριών τοποθεσιών αφηγούμενος, αλλήλοις τους εν ταις καρδίαις της αποδράσεως υφήτελον.» – «… εισελθόντων πλείστων εις τας των σκλάβων σκηνάς …» – «Τούτουτί γνωσθέντων παρά του ειρημένου πρώτου αυτών κούβερ, και μη δυναμένου τον εγκείμενον εν τη καρδία αποκαλύψαι δόλον, εσκέψατο μετά του αυτού συμβούλου επί οικεία απωλεία και γνώμη και ταύτην κρυφιδόν βουλήν ιστά, ώστε τινα των αυτού αρχόν-των έξοχον όντα και πανούργον ον πάσι, και την καθ’ ημάς επιστάμενον και πανούργον ον πάσι, και την καθ’ ημάς επιστάμενον γλώσσαν και την Ρωμαίων, Σκλάβων και Βουλγάρων, και απλώς εν πάσιν ηκονημένον και γέμοντα πάσης δαιμονικής μηχανής ανάστατον γενέσησθαι και τη καθ’ ημάς και αυτόν το δοκείν ως τους λοιπούς προσπελάσαι θεοφυλάκτω πόλει, και δούλον εαυτόν προσποιήσασθαι του πιστού βασιλέως, και λαόν μετ’ αυτού πλείστον εισβαλείν προς ημάς, τα αυτού δειν φρονούντας και ένθεν και εκ των τρόπων τούτων την πόλιν δε εμφυλίου πολέμου ελείν· ενταύθα δηλονότι μετά την αυτής πόρθησιν οφείλοντος εγκαταστήναι του λεχθέντος κούβερ μετά της αυτού αποσκευής και των λοιπών αρχόντων, και ένθεν ωχυρωμένον αντιπαρατάσσεσθαι των πέριξ εθνών, και των τούτων δεσπόζειν, και πολεμών τας νήσους και την Ασίαν, έτι ως και τον το κράτος έχοντα της βασιλείας.» – «…τους της Ελλάδος τόπους απροσδόκητα τω των σκλαβινών έθνος ενήδρευται …»

  6. Άγιος (Δυτικός) Willibald [Επίσκοπος στο Eichstätte της Βαυαρίας] (~700-~787, έτος 723): «Item observabis quod nullus Venetus vel fidelis noster possit portare salem de Clarentia, vel aliunde ad partes Zachoniae, vel Sclavoniae et de Romania, nisi solum salem nostri dominii vel de Corono et Mothono sub pena perdendi salem ut illud quod venderet.» – [Σε μελέτη της Giulia Giamboni παρουσιάζεται εκτενώς η Romania, και η πρωτεύουσά της Napoli di Romania (Ναύπλιο), στα έτη του Μεσαίωνα, όπου και το ντοκουμέντο για τη Σκλαβονία (Sclavoniae), όπως ονομαζόταν ήδη κατά το έτος 723 ή Μονεμβασιά.] – Δηλαδή: Ο (Δυτικός) Άγιος Βιλιβάλδος, επίσκοπος στο Eichstätte την περίοδο 741-786, κατά την πορεία του προς τους Αγίους Τόπους στα έτη 723-728, μετά από 20ήμερη διαμονή στη Σικελία πέρασε την Αδριατική και βρέθηκε στην Πελοπόννησο, και δη στη Σκλαβινική χώρα της Μονεμβασιάς, και παρατηρεί: «Et inde navigantes, venerunt ultra mare Adri[atic]um ad urbem Manafasiam, in Sclavinica terra. Et inde navigantes in insulam nomine Chio, dimittebant Corinthios in sinistra parte. Et inde navigantes in insulam Samo. Et inde navigantes in Asiam, ad urbem Ephesum, secus mare unum milliarium.» – [Τούτο σημαίνει πως Άβαροι και Σκλαβηνοί ήταν εγκατεστημένοι κατά τον 7ο και 8ο μ.Χ. αιώνα στον Μοριά, και ότι τα σχετικά αναφερόμενα Χρονικά αναφέρουν αυτή την ιστορική πραγματικότητα. Η λαθροχειρία των σύγχρονων ιστορικών μετάλλαξε το «Sclavinica» σε «Slavinica» και τους Σκλαβίνους σε… Σλάβους! – Η Μονεμβασιά βρισκόταν, το 725, στη Χώρα των Σκλαβηνών/Σκλαβίνων, όπως επιβεβαιώνει τούτη η λατινόγλωσση πηγή.]

  7. Λόγος Ιστορικός Μονής Κασταμονίτου (726-780): «Κατά τας ημέρας των εικονομάχων βασιλέων [726-780], τα έθνη από τα παραδουνάβια μέρη, ευρόντα καιρόν αναρχίας, διότι οι βασιλείς των Ρωμαίων είχον πόλεμον κατά των αγίων εικόνων οι ασεβείς, τότε δη τότε οι λεγόμενοι ρηχίνοι, και απλούστερον Βλαχορηχίνοι και σαγουδάτεοι, εξουσιάσαντες την Βουλγαρίαν, και απλώσαντες από ολίγον κατ’ ολίγον εις διάφορα μέρη εκυρίευσαν και την Μακεδονίαν, τέλος ήλθον εις το άγιον όρος με όλα τους τα γυναικόπαιδα. Διότι δεν ήτο τινάς να τους αντισταθή και να τους πολεμήση. Οίτινες με τον καιρόν επειδή εκατηχήθησαν από τους αγίους πατέρας, επίστευσαν και έγιναν τέλειοι χριστιανοί. Όμως ο καρκίνος δεν συνηθίζει να περιπατή ορθά, αλλά πλαγίως εις ένα και άλλο μέρος περι-τριγυρίζει· ούτω και αυτοί οι δόλιοι επίστευσαν και εβαπτίσθησαν, και μετά ταύτα υπετάχθησαν και εις τους βασιλείς Κωνσταντινουπόλεως, και διά τούτο επροχώρησαν εδώ εις το αγιώνυμον όρος του Άθωνος, τάχα να κατηχηθούν καλλίτερον με τον καιρόν… αλλ’ είχον οι πατέρες του και-ρού εκείνου πειρασμούς πολλούς, από τους εικονομάχους, λέγω, και αιρε-τικούς, και από άλλα έθνη βάρβαρα.»

  8. Πατριάρχης Νικηφόρος (758-828): «[Οι Άβαροι] … τα τήδε χωρία πικρώς κατεληΐζοντο, και των Ρωμαίων όμιλον αφειδώς εκεράϊζον …» – «Άβαροι δε τον επί Θράκης διέφθηρον χώρον.» – «Επειδή δε και Σκλαβηνά πλήθη οι Άβαροι επεφέροντο και εις συμμαχίαν εχρώντο, δεδώκεσαν δε αυτοίς σημείον ως ηνίκα αν ίδοιεν πυρσούς αναφθέντας εις το Βλαχερνών προτείχισμα, το καλούμενον πτερόν …» – «Λεκτέον δε ήδη περί της των λεγομένων Ούννων και Βουλγάρων αρχής και καταστάσεως αυτών. Περί την Μαιώτιν λίμνην κατά τον Κώφηνα ποταμόν καθίσταται η πάλαι καλουμένη μεγάλη Βουλγαρία και οι λεγόμενοι Κότραγοι, ομόφυλοι αυτών και ούτοι τυγχάνοντες. Εν δε τοις Κωνσταντίνου χρόνοις ος κατά τη δύσιν ετελεύτα, Κουράτος τις τούνομα κύριος γενόμενος των φύλων τούτων τον βίον μεταλλάξας πέντε καταλιμπάνει υιούς, εφ’ οις διατίθεται μηδαμώς της

αλλήλων αναχωρισθήναι διαίτης, ως αν διά της προς αλλήλους ευνοίας τα της αρχής αυτών διασώζοιτο. Ούτοι μικρά της πατρικής φροντίσαντες παραινέσεως ολίγου παρωχηκότος χρόνου διέστησαν αλλήλων, έκαστος αυτών του λαού ίδιον μέρος αποτεμνόμενος. Ων ο μεν πρώτος Βασιανός υιός λεγόμενος κατά τα ενταλθέντα αυτώ παρά του πατρός εν τη προγονική γη διέμεινε μέχρι του δεύρο, ο δε δεύτερος λεγόμενος Κότραγος τον Τάναϊν περαιωθείς ποταμόν ώκησε τούτων αντίκρυ, ο δε τέταρτος τον Ίστρον ποταμόν διαβάς εν Παννονία τη νυν υπό Αβάροις κειμένη αυλίζεται υπόσπονδος τω εγχωρίω έθνει γενόμενος, ο δε πέμπτος κατά την Ραβεννησίαν πεντάπολιν ιδρυσάμενος υπόφορος Ρωμαίοις εγένετο. Τούτων ο λοιπός τρίτος αδελφός όνομα Ασπαρούχ τον Δάναπριν και τον Δάναστριν ποταμόν περαιωθείς περί τον Ίστρον οικίζεται, τόπον προς οίκησιν επιτήδειον, Όγλον τη σφων καλούμενον φωνή, καταλαβόμενος, δυσχερή τε και ανάλωτον πολεμίου υπάρχοντα· ασφαλής τε εστι τα μεν έμπροσθεν τη τε δυσχερεία τω τελματώδης είναι τυγχάνων, τα δ’ όπισθεν κρημνοίς αβάτοις κατειχισμένα. Ούτω τοίνυν του έθνους διαιρεθέντος και σκεδασθέντος, το των Χαζάρων φύλον από του ενδοτέρου της Βερυλίας λεγόμενον χώρας ως πλησίον των Σαρμάτων ωκημένων πλείστης αδείας εντεύθεν επέτρεχον. Τα τοιαύτα πάντα κατέδραμον χωρία της υπό Πόντον τούτο Ευξείνου γης και θαλάττης επέρασε· μεθ’ ων και Βαϊανόν υπεξούσιον ποιησάμενος εις απαγωγήν φόρων κατέστησε.» – «Οι δε Βούλγαροι επιδόντες επεδίωκον καρτερώς, και όσους μεν του λαού κατελάμβανον ανήρουν, πλείστους δε και ετραυμάτιζον. Περαιωθέντων δε του Ίστρου επί την λεγομένην Βαρνάν πλησίον Οδησσού και του υπερκειμένου μεσογαίου, το ισχυρόν και ασφαλές του τόπου πάντοθεν εκ τε του ποταμού και της άγαν δυσχωρίας θεασάμενοι ενταύθα σκηνούσι. Κρατούσε δε και των [εγγιζόντων] παρωκημένων Σκλαβηνών εθνών, και ους μεν τα προς Αβάρους πλησιάζοντα φρουρείν, ους δε τα προς Ρωμαίους εγγίζοντα τηρείν επιτάττουσιν. Εν τούτοις ισχυρωθέντων και αυξηθέντων, τα επί Θράκης χωρία τε και πολίσματα καταδηούν επεχείρουν. Τω βασιλεί δε ανάγκην ην ταύτα ορώντι επί τελέσμασι προς αυτούς σπένδεσθαι.» – «Καταλιμπάνει δε [ο Κωνσταντίνος Δ΄: 652-685, βασ. 668-685] εις την βασιλείαν υιόν Ιουστινιανόν [Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος: 668-711, βασ. 685-695 και 705-711] εκκαιδέκατον έτος της ηλικίας άγοντα, ος της βασιλείας επιλαβόμενος τα υπό του πατρός της ειρήνης ένεκεν και της άλλης πολιτικής ευταξίας βραβευθέντα διέστρεφε. Μεθ’ ων λύει και την προς τους Βουλγάρους ειρήνην. Ιππικά δε στρατεύματα προς τοις Θρακώοις διαγαγών χωρίοις κατά των Σκλαβηνών ευθέως ώρμησε. Μέχρι δε Θεσσαλονίκης εκδραμών πόλεως, πολλά των εκείσε Σκλαβηνών γένη τα μεν πολέμω τα δε ομολογία παραλαβών, εις την Οψικίου λεγομένην χώραν διά της

Αβύδου διαβιβάσας κατέστησεν. Εξ ων στρατεύει άχρι και έως τριάκοντα χιλιάδας λαόν, ους εξοπλίσας λαόν εκάλεσε περιούσιον, άρχοντα αυτοίς εκ των ευγενεστέρων επιστήσας Γεβούλον τούνομα.» – «Οι δε [Ρωμαίοι] εις φυγήν ετράποντο. Και ο κληθείς περιούσιος των Σκλάβων λαός τοις Σαρακηνοίς προστίθεται, και συν αυτοίς Ρωμαίους ανήρουν. Εξ ου πλείον προσκτησάμενοι θάρσος πλειόνως την Ρωμαίων αρχήν ελυμαίνοντο.» – «Χρόνων δε ουκ ολίγων διελθόντων, Σκλαβηνών γένη της εαυτών μεταναστάντα γης φυγάδες διαπερώσι τον Εύξεινον. Συνετέλει δε αυτών το πλήθος άχρι και εις αριθμόν οκτώ και διακοσίας χιλιάδας. Και προς τον ποταμόν ος Αρτάνας καλείται αυτοί κατοικίζονται. | Τα δε κατά τους Ούννους και Βουλγάρους επράττετο ήδη.» – «Καθ’ ον Τελέσιος εξέρχεται έχων εις συμμαχίαν και Σκλαβηνών ουκ ολίγα πλήθη.»

  1. Σύγκελλος Γεώργιος (7ος – 8ος αι.): «Σκύθαι περαιωθέντες οι λεγόμενοι Γότθοι του Ίστρου ποταμού επί Δεκίου (201-251, βασ. 249-251) πλείστοι των Ρωμαίων επικράτειαν κατενέμοντο.» – «Τότε πάλιν οι Σκύθαι και Γότθοι λεγόμενοι επιχωρίως…» – «Σκύθαι την Παλαιστίνη κατέδραμον και την Βασάν κατέσχον την εξ αυτών κληθείσαν Σκυθόπολιν.» – «…οι πρότερον Αλβανοί, είτα Ιταλοί, έπειτα Λατίνοι, Ρωμαίοι μετεκλήθησαν.» – «Άβαρις ήλθεν εκ της Σκυθίας εις Ελλάδα.» – «Άβαρις Υπερβόρειος χρησμολόγος εγνωρίζετο.» – «μετά ταύτα εκράτησεν Αιγύπτου, φυγόντος Νεκτανεβώ, ως τινές, εις Αιθιοπίαν, ως δε έτεροι, εις Μακεδονίαν· ηνίκα και Ολυμπιάδι μιχθείς διά γοητείας υιόν έσχεν Αλέξανδρον Άμμωνος είναι θεού υιόν νομιζόμενον.» – «Αθηναίοι τα κδ΄ Ελληνικά γράμματα κατά τούτους τους χρόνους εχρήσαντο, ις΄ μόνα όντα πρότερον.» – «Έλληνες γαρ και Μακεδόνες οι αυτοί.» – «Τραϊανός δε Δάκας και Σκύθας υποτάξας κατ’ αυτών εθριάμβευσεν, επαρχίαν ποιήσας την Δακίαν.» – «Μάξιμος δε τις Μυσός το γένος στρατηγός Κελτικής υπό των στρατευμάτων βασιλεύς Ρωμαίων ανηγορεύθη, κρατήσας της βασιλείας Ρωμαίων έτη γ΄.» – «Επί Ουλεριανου [βασ. 251-259 μ.Χ.] δε και Γαλιηνού [βασ. με τον πατέρα του 253-259, και μόνος 260-268] πάλιν οι Σκύθαι διαβάντες τον Ίστρον ποταμόν την τε Θράκην ελήϊσαν και Θεσσαλονίκην επολιόρκησαν την Ιλλυρίδα πόλιν, ουδέν άριστον επ’ αυτή δράσαντες τη των φυλάκων ανδρεία. Διά τούτο ταραχθέντες Έλληνες τας Θερμοπύλας εφρούρησαν· τότε τείχος Αθηναίοι ανωκοδόμησαν καθαιρεθέν από των Σύλλου χρόνων, Πελοποννήσιοι δε από θαλάσσης εις θάλασσαν τον Ισθμόν διετείχισαν, οι δε Σκύθαι μετά πολλών λαφύρων εις τα ίδια ήλθον.» – «Τότε και Αίρουλοι πεντακοσίαις ναυσί διά της Μαιώτιδος λίμνης επί τον Πόντον διαπλεύσαντες το Βυζάντιον και Χρυσόπολι κατέλαβον… είτα και τας νήσους Λήμνον και Σκύρον δηούσι. Και εις την Αττικήν φθάσαντες εμπιπρώσι τας Αθήνας Κόρινθόν τε και Σπάρτην και το Άργος και την Αχαΐαν κατέδραμον έως Αθηναίοι κατά τινας δυσχωρίας ενεδρεύσαντες αυτούς πλείστους ανείλον, συνδραμόντος και Γαλιηνού του βασιλέως, και τρισχιλίους ανελόντες παρά τον Νέσσον.» – «[Ο Αυρηλιανός, βασ. 270-275] Την Τραϊανού δε Δακίαν βαρβάροις αφείς άνδρας και γυναίκας εις το μεσαίτατον της Μυσίας στήσας εκατέρωθεν, Δακίαν δε μέσην νομίζεσθαι

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

Σημείωση / Οι εικόνες των νομισμάτων αντιστοιχούν σε:

ΡΩΜΑΪΚΑ ΚΑΙ ΆΛΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ «ΔΑΚΙΑΣ»

ΣΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΗΣ ΝΥΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΝΥΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

ΟΠΟΥ Ο ΧΩΡΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΘΡΑΚΩΝ, ΓΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΛΑΩΝ


————————

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

———————-

banner-article

Ροη ειδήσεων