Πολιτισμός

Φωνή από την πέμπτη σιωπή – Για την παράσταση “Πέντε σιωπές” του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας / γράφει η Δέσποινα Παπαγιαννούλη

——

Δέσποινα Παπαγιαννούλη*

Η εξωτερική εμπειρία

Είναι αλήθεια ότι χρειαζόμουν ένα δυνάμωμα για να φτάσω να ζήσω μια μοναδική  εμπειρία, να νιώσω ότι ξεκινάω να κάνω αυτό το πέρασμα από την πέμπτη προς τις στις άλλες τέσσερεις σιωπές, από το εγώ στο εμείς. Έτσι, χρειάστηκε να  δω για δεύτερη φορά την παράσταση, θα μπορούσα και για πολλές ακόμα…

Ξαναμπαίνω στον τεράστιο «Χώρο Τεχνών» της πόλης μας και είναι σα να σπάει ο εξωτερικός του φλοιός και μας αποκαλύπτει την ψυχή του, χάρη στη συνθήκη του θεάτρου. Πράγματι, μετά το διάδρομο που ακολουθούμε, ανοίγεται ένας  περιορισμένος, εσωτερικός, ζεστός χώρος, που τον βλέπουμε για δεύτερη φορά, μετά τις «Ανθισμένες ροδακινιές».

Εδώ, η συνάντηση με τον άλλο, όχι η επιδερμική αλλά η ουσιαστική, είναι σχεδόν επιβεβλημένη. Συναντάμε τα βλέμματα δίπλα, πίσω, απέναντι, ολόγυρά μας, ακούμε τις πιεσμένες ανάσες που ενώνονται σε μία, κάτω από τη μάσκα της πανδημίας.

Με βάζουν και κάθομαι στη μία σειρά καθισμάτων, από τις τέσσερεις που σχηματίζουν ένα σταυρό. Στο κέντρο του σταυρού υπάρχει μια ελαφρά ανασηκωμένη εξέδρα, μια σκηνή που περιορίζει στο ελάχιστο την απόσταση θεατών και ηθοποιών, καθώς δημιουργεί πολύ αμυδρά τη θεατρική συνθήκη ανάμεσά τους.

Η αίσθηση είναι ότι καθόμαστε σχηματίζοντας ένα σταυρό, σταυρωτές και σταυρωμένοι, όλοι μαζί, ενώ οι ηθοποιοί θα παίζουν και θα κινούνται σε απόσταση αναπνοής από μας, για να βιώσουμε όχι το θείο αλλά το ανθρώπινο δράμα.

Η ιεροτελεστία – Η εσωτερική εμπειρία

Μια θεία μουσική από δύο όργανα, ένα πνευστό και ένα πιάνο που συνομιλούν, αργά, τελετουργικά, εγκαθιστά μια ιεροτελεστία καταβύθισης του θεατή που αρχίζει να επικεντρώνει το βλέμμα στα επαναλαμβανόμενα, ηχηρά περάσματα τεσσάρων ηθοποιών, τριών γυναικών και ενός άντρα. Στέκονται απέναντί μας, με σώματα σφιγμένα , σιωπηλοί, έτοιμοι να εκραγούν.

Μαζί με το κρεσέντο της μουσικής, δυναμώνουν τα φώτα των προβολέων, στραμμένα πάνω μας, ανακριτικά. Ακίνητοι, σφιγμένοι πάνω στα καθίσματά μας βλέπουμε τα βασικά πρόσωπα του έργου. Είναι μέλη μιας τετραμελούς οικογένειας, της οικογένειας του Μπίλι και της Μαίρη και των δύο κοριτσιών τους, της Σούζαν και της Τζάνετ.

Ο Μπίλι , ο πατέρας, με την όψη ενός σύγχρονου «padre padrone» που ξεδιπλώνει τα ζωώδη του ένστικτα, σαρώνει με ένα κρεσέντο από φωνές τη σκηνή, περνώντας βίαια ανάμεσά μας. Οπλίζει έτσι τις κάνες των δύο όπλων που κρατούν οι δύο κόρες του και τον πυροβολούν.

Η σκηνή μετατρέπεται σε ένα τοπίο εφιαλτικό, όπου η δυστυχισμένη γυναίκα και μάνα, η Μαίρη, προσπαθεί να πάρει πάνω της το φόνο του Μπίλι. Την αρχική ανακούφιση και των τριών ακολουθούν οι τύψεις που τις στοιχειώνουν. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται ένα τοπίο ζωντανών και νεκρών, μέσα στο ημίφως, που το διαπερνούν εσωτερικές, μύχιες διαδρομές, εξομολογήσεις και εκμυστηρεύσεις και των τεσσάρων μελών της οικογένειας.

Ο Μπίλυ είναι πάντα εδώ, ζωντανός-νεκρός που ξεδιπλώνει τα μύχια της ψυχής του, μέσα από σοκαριστικές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Βίαιες συμπεριφορές μιας ακραία αυταρχικής συζύγου και μάνας για το Μπίλι και τον πατέρα του και ενός μέθυσου πατέρα που παραμελεί εγκληματικά την εξάχρονη, ορφανή κόρη του, τη Μαίρη, περιγράφουν εγκληματικές στιγμές από δυστυχισμένες παιδικές ηλικίες.

Εικόνες μιας πραγματικότητας, ενός τελείως επιφανειακού, ανακριτικού συστήματος, παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μύχιες εξομολογήσεις. Άνθρωποι του συστήματος που κάνουν περάσματα ηχηρά ανάμεσά μας και ανακρίνουν τις τρεις γυναίκες, εφόσον ο Μπίλι δεν είναι ορατός παρά μονάχα από την οικογένειά του και τους θεατές.

Ελλείψεις αγάπης, βιασμοί, οιδιπόδεια, διαστροφές, εμμονές στην τάξη και την πειθαρχία είναι όσα συνιστούν την αρρώστια του φασίστα συζύγου, πατέρα, γεννήτορα και κτήτορα Μπίλι αλλά και την ύπαρξή ενός επικίνδυνου, πολεμοχαρή φασίστα.

Όλα αυτά ξεδιπλώνονται κάτω από το βαρύ, τοξικό νέφος του φόβου που δηλητηριάζει γυναίκα και κόρες αλλά και τον ίδιο το Μπίλι. Εμφανίζεται σαν ένα αξιολύπητο ευνουχισμένο από την ίδια του την οικογένεια ανθρωπάκι, θύτης και θύμα μαζί, μέσα σε ένα σύστημα που τον υποθάλπει.

Το Όνειρο

Μετά από ένα ακραίο ξέσπασμα του Μπίλι, η αίθουσα βυθίζεται σε ένα απροσπέλαστο σκοτάδι. Ο σκηνοθέτης εγκαθιστά μία εσωτερική  συνθήκη, εκεί όπου συναντιόμαστε με τον έτερο εγώ, εκεί όπου γίνεται  η διαδικασία του «ενώπιος ενωπίω».

Αισθανόμαστε ότι ζούμε όλοι την κοινή εμπειρία αυτού που λέει ο Φερνάντο Πεσόα, ότι «ξοδεύουμε τη ζωή μας μέσα σε όργια συνύπαρξης».

Η Μαίρη αποφασίζει να μη δώσει συνέχεια σε μια άλλη κατεστραμμένη γενιά μέσα από την ίδια και τα παιδιά της. Την ώρα του θανάτου τους, ένα υπέροχο όνειρο συμπαντικής επιθυμίας ξετυλίγεται, πάνω στην ελαφρά υπερυψωμένη σκηνή με κινήσεις χορευτικές, σχεδόν κυματιστές. Όλη η οικογένεια πλέει μέσα στο φως και την αρμονία. Ξαφνικά,  ο τόπος μαρτυρίου και τόπος της σύγχρονης τραγωδίας του ανθρώπου, η οικογένεια, γίνεται τόπος της απόλυτης ευδαιμονίας του.

Είναι η ώρα όπου ο θεατής βρίσκει τη φωνή του. Μια φωνή που γίνεται μάρτυρας και καταγγέλλει, στο όνομα όλων των καταπιεσμένων οικογενειών, όλων των καταπιεσμένων ανθρώπων, το άρρωστο σύστημα που παράγει αδιάφορα ανθρωπάρια. Μια φωνή που έρχεται από πολύ μακριά και που ζητάει συγχώρεση από όλους, ζωντανούς και νεκρούς που έτσι άδικα έζησαν τη ζωή τους.

Οφειλή ψυχής

Πολλά συγχαρητήρια στους συντελεστές** που μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες αλλά και την άψογη συνεργασία μιας θεατρικής κοινότητας, κάτι που αντανακλάται απόλυτα στο έργο, δημιούργησαν μια υπέροχη και τόσο καλά δεμένη παράσταση. Κρατάω το γεγονός ότι πρόκειται για αξιόλογους και κυρίως ντόπιους καλλιτέχνες και πως αυτό έχει μια μεγάλη και μοναδική αξία που μπορεί να γίνει η αφορμή για ένα άνοιγμα του ΔΗΠΕΘΕ και σε άλλους αξιόλογους καλλιτέχνες.

Τέλος, οφειλή στον  ενορχηστρωτή  αυτού του εξαιρετικού εγχειρήματος, το σκηνοθέτη, Γιάννη Παρασκευόπουλο, που ανατέμνει την υπέροχη γραφή της Σήλα Στήβενσον, σα σύγχρονος ραψωδός και καταφέρνει να ξαναφτιάξει, εξαιρετικά,  την ιστορία.

Είναι ο αόρατος πρωταγωνιστής που στέκεται  πλάι στον καθένα μας επί σκηνής, καταγγέλλοντας, με κάθε τρόπο, την αναλγησία της κοινωνίας των ανθρώπων που δε μιλάει, αν και  γνωρίζει όλους  τους εγκληματικούς βιασμούς της ανθρώπινης ψυχής. Είναι αυτός που μας οδηγεί να γίνουμε μάρτυρες και φωνές μιας εμπειρίας που αποτελεί μοναδική επένδυση για την ψυχή μας.

*Δέσποινα Παπαγιαννούλη

Εκπαιδευτικός γαλλικής γλώσσας – Θεατρολόγος

Μάστερ στον Πολιτισμό

Συντελεστές

Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη

Σκηνοθεσία: Γιάννης Παρασκευόπουλος

Σκηνικά – Κοστούμια: Ιωάννα Στεφανοπούλου

Πρωτότυπη Μουσική: Μάνος Μυλωνάκης

Κινησιολογία: Αφροδίτη Γεωργιάδου

Φωτιστής: Αντώνης Στεφανόπουλος

Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου

Βοηθός σκηνοθέτη: Βασίλειος Γαλουτζής

Βοηθός σκηνογράφου: Δημήτρης Γεωργόπουλος

Ηλεκτρολόγος – φωτιστής: Γιώργος Βέγκος

Ηχολήπτης : Αλέξανδρος  Καροτσέρης

Βίντεο – μοντάζ: Παύλος Τσανακτσίδης

Επικοινωνία: Κατερίνα Γρηγοριάδου

Διανομή

ΜΠΙΛΥ: Πέτρος Μαλιάρας

ΣΟΥΖΑΝ: Σταυρούλα Κουλούρη                               

ΤΖΑΝΕΤ: Μαρία Νεφέλη Παρασκευοπούλου            

ΜΑΙΡΗ: Μάγδα Πένσου 

ΕΝΑΣ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Κωστής Ζήνδρος

ΜΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ – ΜΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ : Φανή Κονδάρα

ΕΝΑΣ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ: Κωνσταντίνος  Ντομουχτσής

ΜΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Όλγα Παπαδοπούλου

ΕΝΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ: Τάσος Κουτσάμπασης

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ: Κατερίνα Γρηγοριάδου

Έπαιξαν οι μουσικοί: Μάνος Μυλωνάκης (πιάνο, theremin, synthesizers, κρουστά, programming, ηχογραφήσεις πεδίου) Björk Óskarsdóttir (βιολί) Θοδωρής Παπαδημητρίου (τσέλο).

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ