“Το ιστορικό της απελευθέρωσης του Κολινδρού Πιερίας στις 17 Οκτωβρίου του 1912” γράφει ο Βασίλης Τραούδας
Βασίλης Τραούδας*
Ο Κολινδρός το κεφαλοχώρι της βόρειας Πιερίας, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13 ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Μακεδονίας. Προηγήθηκαν στα χρόνια της σκληρής σκλαβιάς, δύο τουλάχιστον καταγεγραμμένες αποτυχημένες εξεγέρσεις στη περιοχή. Η πρώτη πριν 200 χρόνια το 1821-22 με πρωταγωνιστές το Γρηγόριο Σάλα και τον Διαμαντή Νικολάου ή Καλτέκη και η δεύτερη, η γνωστή πια ανταρσία υπό τον επίσκοπο Νικόλαο Λούση το 1878. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε λήξει ο θρυλικός Μακεδονικός Αγώνας, που ενίσχυσε ηθικά και διέσωσε τον Ελληνισμό της Μακεδονίας Η φλόγα για τη λευτεριά δεν έσβησε όμως ποτέ.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός ξεκινώντας από τα σύνορα της ανατολικής Θεσσαλίας, μπήκε στο τουρκικό έδαφος. Τις επόμενες ημέρες, μετά επιτυχημένη προέλαση στα στενά του Σαρανταπόρου όπου ο εχθρός είχε εξαιρετική οχύρωση, απελευθερώθηκαν τα Σέρβια, ακολούθησε η Κοζάνη και κύριος στόχος γίνεται πια η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Στα πλαίσια κάποιων προνομίων οι Τούρκοι παραχώρησαν στους υπόδουλους Έλληνες μια μορφή κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Έτσι στον Κολινδρό εκτός απ’ τον Τούρκο μουδίρη που είχε διοικητικές και δικαστικές εξουσίες, υπήρχε και η Δημογεροντία. Την εποχή της απελευθέρωσης, πρόεδρος της Δημογεροντίας ήταν ο Βασίλειος Μανώλας, ένας πανύψηλος άνδρας με επιβλητικό παράστημα και χαρακτήρα, που με τον τρόπο του συντελούσε στην απάλυνση της καταπίεσης απ’ τους κατακτητές, κάνοντας έτσι πιο υποφερτή τη σκλαβιά. Μέλη της δημογεροντίας, έχοντας καλή συνεργασία μεταξύ τους, ήταν οι Θωμάς Κομψελίδης, Νικόλαος Σιούμης, Σωτήριος Θεολογίδης, Αθανάσιος Γαλατσόπουλος και Μανώλης Αντωνιάδης.
Μουδίρης τότε ήταν ένας μικρόσωμος Τούρκος, « ου Μηντιρούδς», για τους Κολινδρινούς, με ήπιο χαρακτήρα ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τη Δημογεροντία. Το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1912 ο Μουδίρης φαινόταν ανήσυχος, πράγμα το οποίο έγινε αντιληπτό απ’ τους προκρίτους που είχαν πληροφορίες ότι κάτι γίνεται.
Την Τετάρτη 10 Οκτωβρίου πρωΐ – πρωΐ, ο Μουδίρης έφυγε για τη Βέροια όπου έδρευε η κεντρική διοίκηση της περιοχής και επιστρέφοντας το απόγευμα ενημέρωσε τον πρόεδρο της Δημογεροντίας ότι η κυκλοφορία των κατοίκων επιτρέπονταν ως μια ώρα πριν τη δύση του ηλίου. Αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε τους κατοίκους και έδωσε εντολή για διακριτική παρακολούθηση των Τούρκων.
Αργά τη νύχτα παρατηρήθηκαν ασυνήθιστες κινήσεις. Μουλάρια φορτώνονταν με διάφορα υλικά απ’ το κτήριο της χωροφυλακής και τα σπίτια των Τούρκων και κατευθύνονταν προς την έξοδο του χωριού. Πολύ πριν ξημερώσει όλοι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τον Κολινδρό. Τα χαράματα, με εντολή της δημογεροντίας, άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα τις καμπάνες των εκκλησιών και όλος ο κόσμος, που στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί τα ευχάριστα νέα, άρχισε να συγκεντρώνεται στη πλατεία του χωριού. Όταν γέμισε καλά, ο Β. Μανώλας ανέβηκε σ’ ένα τραπέζι για να τον βλέπουν και να τον ακούν όλοι και ενημέρωσε επίσημα τον κόσμο πως οι Τούρκοι είχαν φύγει και πως τις προσεχείς μέρες θα κατέφθανε ο ελληνικός στρατός. Ο ενθουσιασμός του πλήθους ήταν απερίγραπτος. Ανέφερε ακόμη ότι ο στρατός μας είχε ανάγκη από τρόφιμα και εφόδια και παρακάλεσε τον κόσμο να βοηθήσει όπως ο καθένας μπορούσε, πράγμα που έγινε αποδεκτό με ζητωκραυγές.
Απ’ τις 11 ως τις 16 Οκτωβρίου με μέριμνα 12μελούς επιτροπής που ορίστηκε για τη συγκέντρωση των εφοδίων και τη διαφύλαξή τους, συγκεντρώθηκαν μεγάλες ποσότητες αλευριού, οσπρίων, ειδών μπακαλικής, καθώς και ρουχισμός. Την τελευταία μέρα οι νοικοκυρές ετοίμασαν κοντά στα 1000 ψωμιά, γλυκά, κουλούρια, πίτες ως και κόκκινα αυγά.
Ο Κολινδρός απελευθερώθηκε από τμήματα της VII (7ης) Μεραρχίας, με διοικητή τον Κλεομένη Κλεομένους. Προελαύνοντας ακατάπαυστα από τις 10 Οκτωβρίου 1912, κάτω από συνεχή βροχή και τσουχτερό κρύο, η μεραρχία κινήθηκε από επιτυχία σε επιτυχία και από νίκη σε νίκη, παρά τις ελλείψεις σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Καταλαμβάνουν διαδοχικά τα ζωτικής σημασίας Στενά της Πέτρας, το Κολοκούρι που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Σβορώνο προς τιμήν του αντισυνταγματάρχη Δημ. Σβορώνου που έπεσε εκεί ηρωϊκά μαχόμενος και στις 16 Οκτωβρίου, εισέρχονται στη Κατερίνη, στο Λιτόχωρο και στο Κίτρος. Σταδιακά δηλαδή ελευθερώνονται όλα τα χωριά της Πιερίας.
Στα τμήματα αυτά συνεισφέρουν σημαντικά και οι πρόσκοποι, εθελοντές δηλαδή που είχαν εμπειρία πολέμου απ’ τον Μακεδονικό Αγώνα και ο Κολινδρός διέθετε αρκετούς απ’ αυτούς, όπως τους Αθαν. Χατζόπουλο ή Μακρή, Παναγιώτη Τούμπα ή Χανταβή, Δημ. Πολυζόπουλο ή Ζήρια κ. α. μαζί με τα μέλη των ομάδων τους.
Το ξημέρωμα της Τετάρτης 17 Οκτωβρίου 1912 βρίσκει τον Κολινδρό στο πόδι. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, οι γαλανόλευκες βγαίνουν απ’ τα σεντούκια και αναρτώνται στα μπαλκόνια, και οι Κολινδρινοί ξεχύνονται στους δρόμους και συγκεντρώνονται στη πλατεία Μαλούτα, περιμένοντας τα πρώτα τμήματα του στρατού μας, που έρχονται απ’ τη Καστανιά.
Κατά τις 9, φθάνει η εμπροσθοφυλακή αποτελούμενη από δύο διμοιρίες των 20 ανδρών με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Ζάννα και Νικόλαο Πετρωτό. Υπό τις επευφημίες του πλήθους οδηγούνται στη κεντρική πλατεία, όπου είναι έτοιμα τα πλούσια τραπέζια της υποδοχής. Δεν μπορούν όμως να μείνουν πολύ γιατί το καθήκον τους καλεί. Μετά τη σύντομη ευχάριστη ανάπαυλα, συνεχίζουν την αποστολή τους.Το μεσημέρι καταφθάνει το κύριο σώμα του στρατού μας με επικεφαλής τους λοχαγούς Κων. Μαζαράκη και Γεώργιο Κολοκοτρώνη. Και πάλι κωδωνοκρουσίες, ζητωκραυγές, αγκαλιές, ασπασμοί, συγκίνηση, μουσικές, επευφημίες: «Ζήτω η Ελλάς», «Ζήτω ο στρατός», «Χριστός Ανέστη». Ο κόσμος πέταγε καταγής τα φέσια για να τα πατήσουν οι Εύζωνοι και οι Κρήτες εθελοντές, που οδοιπορώντας νυχθημερόν, ενώθηκαν με τους άνδρες της 7ης μεραρχίας στον Κολινδρό.
Σύσσωμη η Δημογεροντία με επικεφαλής τον πρόεδρό της, καλωσορίζει εγκάρδια τους ελευθερωτές, τους ενημερώνει για τις προμήθειες που συγκεντρώθηκαν και τους καλεί σε κοινό γεύμα στη πλατεία. Οι αξιωματικοί μένουν έκπληκτοι από τη φιλοξενία, τις τόσες προσφορές και τα δώρα των κατοίκων του Κολινδρού. Παρακαλούν όμως τους δημογέροντες να μεριμνήσουν για τη μεταφορά των εφοδίων στη Βέροια, που είχε ήδη απελευθερωθεί τη προηγούμενη μέρα.
Ο Μαζαράκης, ο διοικητής των Ευζώνων, δηλώνει πως δεν μπορεί να παραμείνει περισσότερο και ότι έπρεπε να φύγει. Ζήτησε όμως να του διαθέσουν περί τα 90 ζώα, πράγμα που διευθέτησε πάραυτα η δημογεροντία.
Το τάγμα των Ευζώνων αναχώρησε το απόγευμα συνοδευόμενο και από Κολινδρινούς προς την Αλεξάνδρεια (Γιδάς την εποχή εκείνη) και προς Γιαννιτσά όπου την μεθεπόμενη 19 και 20 Οκτωβρίου έγινε η μεγάλη πολύνεκρη, αλλά αποφασιστική μάχη, που έκρινε όμως τη τύχη της Θεσσαλονίκης. Ο Γ. Κολοκοτρώνης με το τάγμα των Κρητών, περίπου 300 άνδρες, που ήταν και το πιο ταλαιπωρημένο απ’ τη μακρινή και ταχύτατη πεζοπορία, διανυκτέρευσαν στον Κολινδρό. Τη βραδιά εκείνη έγινε μεγάλος ανταγωνισμός για το ποιος θα πρωτοφιλοξενήσει στο σπίτι του τους λιγερόκορμους Κρήτες. Το ίδιο βράδυ άλλα τμήματα της 7ης μεραρχίας φιλοξενήθηκαν και στο Αιγίνιο.
Την επομένη το τάγμα αναχώρησε για τον Γιδά, ενώ μια φάλαγγα από 250 βαρυφορτωμένα ζώα μετέφερε στη Βέροια τα εφόδια και τα τρόφιμα των Κολινδρινών, που τόσο απαραίτητα ήταν για τις ανάγκες του στρατού μας.
Η παροχή τροφίμων, κυρίως ψωμιού, συνεχίστηκε μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26-10-1912. Οι Κολινδρινοί γεωργοί πρόσφεραν σιτάρι, το άλεσμα γινόταν στους κοντινούς νερόμυλους του Κρασοπουλίου και της Συκιάς, και οι γυναίκες ζύμωναν και έψηναν στους σπιτικούς φούρνους που ήταν συνέχεια καυτοί και ακατάπαυστα φουρνίζονταν ψηστικά όπως ψωμιά σε μεγάλες ποσότητες, ενώ οι άντρες διέθεταν τα ζώα τους για τη μεταφορά. Κάτι ανάλογο έκαναν όλα τα χωριά της Πιερίας. Να τονίσουμε ότι Κολινδρινοί έφθασαν με τα υποζύγιά τους, προσφέροντας πρόθυμα τις υπηρεσίες τους ως τη Κορυτσά και ως τα πρόθυρα της Σόφιας και κατά το 1913.
Στις μέρες της μεγάλης προσπάθειας του Έθνους για την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών μας, οι συγχωριανοί μας συνέβαλαν με την υλική και ηθική τους προσφορά στον αγώνα.
Την Κυριακή μετά την απελευθέρωση έγινε πάνδημη λειτουργία και δοξολογία στον Άγιο Δημήτριο για να ευχαριστήσουν το Θεό για το πολύτιμο δώρο της λευτεριάς, αλλά και να τιμηθούν οι κεκοιμημένοι στο παρακείμενο νεκροταφείο και κοιμητήριο.
Παρά την μακρόχρονη υποδούλωση, ο Κολινδρός κρατήθηκε από την ταυτότητα του, διατήρησε μια συλλογική συνείδηση. Αυτή ήταν η βάση, αυτά ήταν τα «όπλα» για τον απελευθερωτικό αγώνα του τότε. Αυτό μπορεί να γίνει το σημερινό μας «οπλοστάσιο» για τον αγώνα του σήμερα. Μόνο αν πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, τις ατομικές και τις συλλογικές, αν αγωνιστούμε με πείσμα και αποφασιστικότητα, με σχέδιο, συνεργασία, συνεννόηση και ομοψυχία, μπορούμε να ονειρευόμαστε ένα πιο αισιόδοξο μέλλον.
————
* Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά τον εορτασμό της 109ης επετείου της απελευθέρωσης του Κολινδρού την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021.
* Ο Βασίλης Τραούδας είναι Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε. α. και Συντονιστής της Ομάδας Επιστημόνων Κολινδρού.