Γιάννης Παρασκευόπουλος, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας / Με το πάθος της αναζήτησης νέων δρόμων για το Θέατρο
“Το Θέατρο Έρευνας δε θα σήμαινε τίποτα χωρίς το θεατή. Γίνεται για να ταρακουνηθεί ο θεατής. Πρέπει να αφυπνισθεί η συνείδησή του.” Γιάννης Παρασκευόπουλος
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος αναλαμβάνει τον Ιούλιο του 2019 τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας, μετά από μια μακρά θητεία στο Θέατρο, όπου η εμπειρία του ως ηθοποιού και σκηνοθέτη – ιδιαίτερα στο Θέατρο Έρευνας – υπόσχεται πολλά.
Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, παρά τις αρνητικές συνθήκες που αντιμετωπίζει ο Πολιτισμός λόγω του covid, καταφέρνει με ουσιαστικές παρεμβάσεις του στη θεατρική ζωή της πόλης και με την ίδρυση του Σχολείου Σκηνοθεσίας, να δείξει την κατεύθυνση, που κατά τη γνώμη του, πρέπει να κινηθεί το Θέατρο σήμερα.
Στη Φαρέτρα μιλά για Τέχνη και Θέατρο, για τις προσλαμβάνουσες που τον οδήγησαν εκεί, για την πορεία του μέσα από το Κρατικό και τις “Νέες Μορφές”, και προπαντός για το Θέατρο Έρευνας, που αποτελεί την καλλιτεχνική του ταυτότητα ως σκηνοθέτη.
Ανήσυχος, με στέρεα γνώση του αντικειμένου, θηρευτής οραμάτων που στοχεύουν σ’ ένα Θέατρο ζωντανό, που εξελίσσεται αδιάκοπα ακολουθώντας τους ρυθμούς του καιρού μας, δεν σταματά να αναζητά εκείνους τους δρόμους που τον πάνε όλο και πιο μακριά.
Η εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων του στη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας τον οδηγεί σε μια κατάθεση ειλικρινούς αγωνίας και αναζήτησης για το πώς τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα για το Θέατρο της πόλης μας.
Γεννιέστε στη Γερμανία. Μεγαλώνετε κιόλας εκεί;
Γεννήθηκα στη Γερμανία από γονείς οικονομικούς μετανάστες και έζησα εκεί μέχρι τα πέντε μου. Επιστρέψαμε στην Ελλάδα το 1975. Εκείνοι, όμως, επέστρεψαν στη Γερμανία, όταν εγώ ήμουν 20, την περίοδο που ήμουν σπουδαστής στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Για μια δεκαετία τους επισκέπτομαι χειμώνα και καλοκαίρι. Εκεί είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω παραστάσεις που ομολογουμένως μου άνοιξαν άλλους δρόμους στο Θέατρο.
Πότε συνειδητοποιείτε πως ανήκετε στην Τέχνη και μάλιστα στο Θέατρο; Σε ποια ηλικία;
Από πολύ μικρή ηλικία. Αρχικά θέλω να σας πω, πως η Τέχνη για μένα μεταφράζεται ως μια ανάγκη για δημιουργία. Αυτό είναι που με στηρίζει και σε δύσκολες περιόδους σαν αυτή που περνάμε τα τελευταία δυο χρόνια. Για παράδειγμα το Σχολείο Σκηνοθεσίας που πραγματοποιήσαμε και φέτος εδώ, ήταν στο πλαίσιο μιας απόλυτα δημιουργικής διαδικασίας, που πηγάζει μέσα από την προσωπική μου ανάγκη για επικοινωνία. Νιώθω, λοιπόν, πως μέσα από την Τέχνη, εγώ, το δειλό παιδί που ήμουν κάποτε, θα μπορώ να επικοινωνήσω.
Όσον αφορά στο θέατρο τώρα, όταν επιστρέψαμε από τη Γερμανία στην Ελλάδα, κατοικήσαμε στην Ορεστιάδα. Εκεί, αν και πολύ μικρός ακόμα, κατάλαβα ότι θέλω ν’ ασχοληθώ με το Θέατρο. Δεν μπορώ να αιτιολογήσω αυτήν την επιθυμία μου, γιατί δεν είχα δει Θέατρο. Ίσως κάτι με γοήτευσε σ’ αυτό που έβλεπα στην τηλεόραση. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως με γοήτευε το μυστήριο που εξέπεμπε αυτό που έβλεπα τότε. Βέβαια έρχονταν παραστάσεις στην Ορεστιάδα από διάφορους θιάσους και ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. αλλά δεν κατάφερνα πάντα να τις παρακολουθήσω.
Καθοριστική, όμως, ήταν η στιγμή που σε κάποια σχολική γιορτή ο δάσκαλός μου είπε «αυτόν το ρόλο θα τον παίξει ο Γιάννης». Ήμουν πάρα πολύ δειλό παιδί και μέχρι τότε δεν ήθελα να ανέβω στη σκηνή ούτε για να πω ένα ποίημα. Εκείνη τη φορά όμως το τόλμησα. Από κει και μετά στην Ορεστιάδα κάναμε κάποιες αποτυχημένες ερασιτεχνικές προσπάθειες με κάποιους φίλους μου. Είχα πάντα επίγνωση της σκηνικής μου ανεπάρκειας και ξέρω πως πέρασα στη σκηνοθεσία, γιατί ήθελα να βελτιωθώ ως ηθοποιός. Ήθελα κάποιος να με βοηθήσει να γίνω καλύτερος. Περνώντας στη σκηνοθεσία κατανόησα καλύτερα τους μηχανισμούς της υποκριτικής και στην πορεία, νομίζω, βελτιώθηκα.
Μπαίνετε στο Χώρο του Θεάτρου το 1990. Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε. και ακολουθούν σημαντικά σεμινάρια στην Ελλάδα και ενημερώσεις στο εξωτερικό, Γαλλία, Ρουμανία, Σκωτία, μέχρι και Μεξικό. Πόσο αυτή η επαφή με το παγκόσμιο Θέατρο διευρύνει τους ορίζοντές σας;
Η επαφή με τη διεθνή σκηνή με βοήθησε να καταλάβω ποια είναι αντικειμενικά η θεατρική πραγματικότητα. Κυρίως, όμως, με βοήθησε να καταλάβω πού βρίσκεται η εκπαίδευση του θεάτρου παγκοσμίως. Στη διεθνή συνάντηση Δραματικών Σχολών που έγινε στο Μεξικό γνώρισα δασκάλους απ’ όλον τον κόσμο. Είδα πώς δουλεύουν, ποιος είναι ο πραγματικός προβληματισμός τους και κυρίως δεν είδα ίχνος αυταρέσκειας. Εδώ στην Ελλάδα νιώθω ότι είμαστε αρκετά φιλάρεσκοι. Θεωρούμε πως είμαστε πολύ καλοί δάσκαλοι, μας αρέσει να μας θαυμάζουν οι μαθητές μας… Για μένα στο θέατρο σημαντικός είναι ο «άλλος» κι αυτό με βοηθάει να εξελιχθώ, να πάω παρακάτω. Νομίζω, όμως, πως αυτό μπόρεσα να το υιοθετήσω σταδιακά. Σ’ αυτές τις συναντήσεις ένιωσα την πραγματική επαφή με τον έξω κόσμο και κατανόησα ότι υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο σύμπαν που εμπεριέχει το μικρό δικό μας. Έχει τους ίδιους προβληματισμούς, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες χαρές, τις ίδιες λύπες… Νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος σου. Είναι σημαντικό για μένα να υπάρχουν άνθρωποι στο Μεξικό, στη Σκωτία ή στη Ρουμανία, με τους οποίους μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες.
Συμμετείχατε ως ηθοποιός σε πολλές παραστάσεις. Τι σας έδωσαν αυτές, ποιες ξεχωρίσατε και γιατί;
Όλες οι συνεργασίες μου, ήταν ένα βήμα συνειδητοποίησης της σκηνικής μου ύπαρξης. Όταν αντιλαμβάνομαι κάτι ως ηθοποιός, με βοηθάει να βελτιωθώ ως σκηνοθέτης. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα, ο Νικήτας Τσακίρογλου, η Νικαίτη Κοντούρη, ο Γιάννης Μαργαρίτης, μου αποκάλυψαν σημαντικά πράγματα. Άλλος σε σχέση με την παράσταση ως σύνολο, άλλος σε σχέση με το λόγο, άλλος με τις ισορροπίες που κρατάμε στην πρόβα, πράγματα πολύτιμα…
Είστε από του ιδρυτές των Νέων Μορφών. Τι καινούριο έφεραν στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή;
Με την ίδρυση των Νέων Μορφών το 1996, καταφέραμε να ενεργοποιήσουμε το θέατρο της Έρευνας στη Θεσσαλονίκη. Αυτό αποτελεί και την καλλιτεχνική μου ταυτότητα, αυτό μπορώ να υπερασπιστώ, αυτό μπορώ να κάνω, αυτό μ’ ενδιαφέρει. Για μένα κάθε έργο που έχω να δουλέψω είναι ένας σκοτεινός θάλαμος μέσα στον οποίο μπαίνω με περιέργεια, ερευνώντας πώς θα το μετατρέψω σε παράσταση. Ακόμη και η ίδια η παράσταση είναι συνέχεια αυτής της έρευνας, γιατί η επαφή με το κοινό επαναπροσδιορίζει συνεχώς τα πράγματα. Δεν είναι μόνο η παράσταση ένας ζωντανός οργανισμός άλλα και οι θεατές. Δεν είναι ένα απρόσωπο σύνολο. Είναι, κάθε μέρα, διαφορετικοί άνθρωποι, με τους όποιους θέλουμε να μοιραστούμε τη δημιουργία μας. Αυτή η διαδικασία δε σταματάει ποτέ.
Άρα, οι Νέες Μορφές πρόσφεραν στο ανήσυχο κοινό της πόλης έναν χώρο της Έρευνας. Εκείνη την εποχή το Κρατικό ήταν λίγο πιο estet. Ήταν σαν να υπήρχε ένα κενό, που θελήσαμε να το καλύψουμε. Οι νέοι θεατές του τότε, είναι το ενεργό κοινό της Θεσσαλονίκης σήμερα. Είναι οι σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, που ακόμα και σήμερα, αποτελούν το ανήσυχο κοινό της Θεσσαλονίκης σήμερα.
Βέβαια, εκείνη η περίοδος ήταν και πρόσφορη, γιατί ήταν λίγο πριν γίνει η Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Υπήρχε έντονη κινητικότητα, ανοίξανε καινούργιοι πολιτιστικοί χώροι. Στην αρχή ξεκινήσαμε χωρίς επιχορήγηση, αλλά από την αρχή με δικό μας χώρο, κάτι που για μένα είναι καθοριστικής σημασίας για την καλλιτεχνική σου ταυτότητα. Ήθελα εκεί που κάναμε τις πρόβες μας εκεί και να παίζουμε. Ήταν το Στούντιο «Νέες Μορφές».
Μεγάλη σκηνοθετική σας επιτυχία στο Κρατικό ήταν το Festen, το οποίο συζητήθηκε πολύ. Τι πιστεύετε πως οδήγησε σ’ αυτήν;
Όπου νιώθω πως έχω κάνει ένα σημαντικό βήμα, έχει γίνει επειδή είχα χρόνο να δουλέψω και πίστη στους συνεργάτες μου. Με τους περισσότερους από τους συνεργάτες είχα ξαναδουλέψει, επομένως υπήρχε ο κώδικας επικοινωνίας, για να προχωρήσουμε. Στο Festen έπαιξε ρόλο και η απαίτηση από τους εαυτούς μας να μην είναι τίποτα σίγουρο. Να έχουμε την τόλμη να διαπραγματευόμαστε την παράσταση κάθε μέρα από το μηδέν. Αυτό το υιοθέτησα ως τρόπο δουλειάς και από εκεί και πέρα.
Τι σημαίνει αυτό. Έχω από την αρχή μια ιδέα για το στήσιμο της παράστασης. Έρχεται ο ηθοποιός από το σπίτι του με μια άλλη ιδέα. Οι ιδέες μας συναντιούνται, ζυμώνονται. Μαζί προχωρούμε παρακάτω. Παντού, στα σκηνικά, στη μουσική, στα κοστούμια, υπάρχει μια αρχική ιδέα, η οποία εξελίσσεται, γιατί η ίδια η παράσταση είναι ένας οργανισμός που εξελίσσεται μέσα από τις πρόβες και στην επαφή της με τους θεατής.
Αυτό, βέβαια, είναι μια δική μου προσέγγιση. Άλλοι δημιουργοί εντάσσουν στο δικό τους πλαίσιο τους συνεργάτες τους. Και καλά κάνουν. Είναι προσωπικές προσεγγίσεις αυτές.
Σκηνοθέτης και κείμενο. Στη συγκεκριμένη επιτυχία δεν έπαιξε ρόλο και το καλό κείμενο;
Φυσικά. Κάθε θεατρικό έργο είναι αφορμή συνάντησης για κοινή δουλειά. Για μένα εκκίνηση της δουλειάς δεν είναι το ίδιο το έργο άλλα ο άνθρωπος που το έγραψε. Όλα αυτά που οδήγησαν τον συγγραφέα να καταθέσει αυτό το έργο. Στέκομαι με σεβασμό απέναντι στο έργο του και θεωρώ τιμή και χρέος μου να το μεταφέρω στη σκηνή.
Συνοψίζοντας, πώς θα ορίζατε τη σχέση σας με τη σκηνοθεσία;
Το πρωταρχικό είναι η πίστη στον άνθρωπο. Ο πυρήνας της δουλειάς μου έχει να κάνει μ’ αυτήν την πίστη. Το τρίπτυχο που με εκφράζει είναι : ο συγγραφέας – το έργο – οι συνεργάτες. Δουλειά μου είναι να φιλτράρω τα ερεθίσματα που δέχομαι από όλους τους συνεργάτες μου και να οδηγήσω την παράσταση σ’ ένα στέρεο κατασκεύασμα. Αλλά για να γίνει αυτό, εγώ ως σκηνοθέτης, πρέπει να μπορώ ν’ ακούσω και να φιλτράρω τα ερεθίσματα που δέχομαι μέσα από αυτό που είμαι σήμερα. Ο πυρήνας μου μπορεί να είναι ίδιος, οι ευαισθησίες μου να είναι ίδιες, όμως πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Το θέμα είναι πόσο πιο προσωπικά «διαβάζουμε» το κείμενο και πώς ακούμε τους ανθρώπους γύρω μας. Πίστη στον άνθρωπο, φίλτρο και προσωπική εμπλοκή.
Συμμετείχατε και σε κάποιες ταινίες. Πώς βλέπετε τον κινηματογράφο;
Είχα πολύ μικρή συμμετοχή. Ως ηθοποιός δυσκολεύομαι να ενταχθώ στο είδος και ως σκηνοθέτης το αποκλείω. Δεν θα μπορούσα, παρόλο που λατρεύω τον κινηματογράφο και θαυμάζω τους ανθρώπους που τον υπηρετούν.
Δεν είναι μικρό πράγμα να περιμένεις να οργανωθεί ένα σύμπαν, για να πας εσύ να παίξεις. Στο Θέατρο, όμως, το σύμπαν το δημιουργούμε όλοι μαζί εκείνη την ώρα και αυτό με γοητεύει πολύ.
Με περγαμηνές και μεγάλη εμπειρία έρχεστε στη Βέροια, στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. της, ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Με ποιους στόχους ήρθατε, πώς βλέπετε τις επικρατούσες συνθήκες στην πόλη – κοινό, λειτουργικότητα του θεσμού – ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε και αντιμετωπίζετε;
Θα έλεγα πως καταλήξαμε, όλοι εμείς οι διευθυντές των δύο τελευταίων ετών, να είμαστε οι διευθυντές του covid! Δεν καταφέραμε να κάνουμε όσα θα θέλαμε. Η φετινή είναι η τελευταία χρονιά της θητείας μου, με την ισχύουσα τριετή σύμβαση, στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας. Πέρα από την πρώτη χρονιά, που ανεβάσαμε το « Δράκο» και τις «Ανθισμένες ροδακινιές» μετά, σταματώντας λόγω του covid, στα επόμενα δύο χρόνια το μεγάλο επίτευγμα για μένα θεωρώ πως ήταν το Σχολείο Σκηνοθεσίας.
Στο παρελθόν συνεργάστηκα με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων, Λάρισας, Κοζάνης, Καβάλας κι εκεί είδα πώς κινείται το κοινό. Φέτος, με τις «Πέντε σιωπές» της Σήλα Στήβενσον που ανεβάζουμε, δίνουμε μια ευκαιρία να ενεργοποιηθεί η σχέση του κοινού με την Κεντρική Σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας. Θέλω να δω αν στη Βέροια υπάρχει ανήσυχο κοινό, που ενδιαφέρεται για το πού βρίσκεται το Θέατρο σήμερα. Ανέλαβα τη σκηνοθετική ευθύνη αυτής της παραγωγής, για να μοιραστώ με τους θεατές της Βέροιας τον τρόπο που βλέπω το Θέατρο. Επιπλέον, οι περισσότεροι συνεργάτες μου είναι Βεροιώτες. Καλλιτέχνες και ηθοποιοί που ζουν και εργάζονται εδώ.
Επίσης δεν πιστεύω στις παραστάσεις κομήτες. Δεν πιστεύω σε μια παράσταση που έρχεται, παίζει και φεύγει. Αν όμως την ανάγκη του κοινού την καλύπτει μόνο ο οποιοσδήποτε περιοδεύων θίασος που έρχεται, τότε νομίζω πως πρέπει να μας προβληματίσει η λειτουργία των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ και ποιος ο ρόλος που επιτελούν. Πρέπει να είμαστε τίμιοι σε κάποια πράγματα.
Πιστεύω πως δεν μπορείς να έχεις θεατρική πολιτική, αν δεν έχεις μια σταθερή παρουσία. Στη Λάρισα το Θεσσαλικό Θέατρο έχει εξαιρετική δραστηριότητα, επειδή οι παραγωγές του δεν σταμάτησαν ποτέ. Έχει ένα θέατρο 100-150 θέσεων και είναι, σχεδόν κάθε μέρα, γεμάτο. Αλλά από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του μέχρι σήμερα δεν σταμάτησε να λειτουργεί. Εδώ είχαμε κενά.
Εδώ για να πραγματοποιήσουμε μια παραγωγή αιτούμαστε για την παραχώρηση θεατρικής σκηνής. Δεν γίνεται έτσι. Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ότι το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ είναι εκεί και παίζει. Είναι ευθύνη μας να φέρουμε τον κόσμο. Αρκεί να κάνουμε καλή δουλειά και ο θεατής να ξέρει πού θα μας βρει. Εάν δεν ξέρει πού στεγάζεσαι, από κει και πέρα αδιαφορεί. Για μένα το πρωταρχικό είναι να ξέρει ο κόσμος ότι υπάρχεις!
Με την παράσταση «Πέντε σιωπές» θέλω να δώσω μια τελευταία ευκαιρία σε αυτήν μου την προσπάθεια. Αν δεν λειτουργήσει, σημαίνει πως κάτι δεν πάει σωστά, θα πρέπει όλοι να προβληματιστούμε σοβαρά και να επαναπροσδιορίσουμε το ρόλο μας.
Θα ήθελα να τονίσω ότι βρίσκομαι σ’ ένα ιδανικό περιβάλλον εργασίας. Αρχικά γιατί διοικητικά έχω πάρα πολύ ικανούς συνεργάτες και τους εμπιστεύομαι. Εκείνοι πιστεύουν σε μένα, με αποτέλεσμα η δουλειά να προχωράει άμεσα. Επιπλέον με τον πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβούλιου συζητάμε και, μετά από συμφωνίες αλλά και διαφωνίες, οδηγούμαστε σε αποφάσεις που στηρίζουν το καλλιτεχνικό όραμα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Οφείλω να πω πως αυτό δεν είναι αυτονόητο και δεν το συναντάς εύκολα.
Υπάρχουν όμως δύο κενά. Το ένα είναι η έλλειψη χώρου, αφού το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας δεν έχει δική του στέγη. Το δεύτερο είναι το ότι νιώθω πως ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. δεν είμαστε τόσο ορατοί για τον Δήμαρχο.
Ως καλλιτέχνης έχω μάθει να μην κάνω φασαρία, προσπαθώντας να κάνω αισθητή την παρουσία μου. Βρέθηκα, ευτυχώς, σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους που δουλεύουν με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Αυτό που θέλουμε όλη η ομάδα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. είναι να κάνουμε Θέατρο, να δημιουργούμε και να έρχεται ο κόσμος να βλέπει τη δουλειά μας. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ!
Για να λυθεί όμως το θέμα της Στέγης πρέπει να γίνουμε πιο ορατοί. Να γίνει κατανοητό το πρόβλημα και να υπάρξει πολιτική πρόθεση. Εγώ δεν μπορώ να το λύσω καλλιτεχνικά. Επίσης ένα σοβαρό θέμα, που μας απασχολεί είναι η έλλειψη προσωπικού και η απαγόρευση από το Κράτος προσλήψεων προσωπικού. Έχουμε σοβαρές ελλείψεις προσωπικού. Για παράδειγμα μάς λείπει καθαρίστρια και σημαντικό τεχνικό προσωπικό για τις παραγωγές.
Είδαμε συνεργασίες σας με την Εφορεία Αρχαιοτήτων να καρποφορούν γόνιμα. Σκοπεύετε να συνεργαστείτε και με άλλους φορείς ή πρόσωπα της πόλης;
Προσπαθώ να γνωρίσω ανθρώπους και να κάνω συνεργασίες. Με την κυρία Κοτταριδη έχουμε μια εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία και αλληλοεκτίμηση. Όσο περνούν τα χρόνια γνωρίζω και άλλους φορείς. Στην αρχή ήταν δύσκολο, γιατί ήμουν σ’ ένα ξένο περιβάλλον. Για μένα όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος στη Βέροια δεν ξέρει ότι έχει ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δηλαδή, όταν λέω ότι είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής με ρωτάνε «πού;». Πάντως το θέμα της μη ορατότητας θέλω να το δουλέψω με την καινούργια μας παραγωγή, τις «Πέντε σιωπές». Ίσως έτσι καταφέρουμε να γίνουμε ορατοί ή να καταλάβουμε, γιατί είμαστε αόρατοι.
Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. διαθέτει και τα Θεατρικά του Εργαστήρια, που το κοινό αγκαλιάζει τις παραστάσεις τους. Τι πιστεύετε για το Ερασιτεχνικό Θέατρο;
Το Ερασιτεχνικό Θέατρο μόνο καλό κάνει. Αλλά στο πόσο ασκεί θεατές τηρώ μία επιφύλαξη. Γιατί νομίζω πως μπαίνει ο κόσμος στη λογική του πηγαίνω να δω τον συγγενή μου μόνο και όχι να δω Θέατρο. Για μένα μεγάλη επιτυχία θα ήτανε αν οι παραστάσεις παιζότανε σ’ ένα αντικειμενικό κοινό. Βέβαια, σε μια κλειστή κοινωνία, εννοείται πως θα έρθουν συγγενείς και φίλοι. Στις δύο παραστάσεις όμως που γίνονται θα έρθουν μόνο αυτοί. Γι’ αυτό η πρότασή μου ήταν, οι παραστάσεις της Ερασιτεχνικής Σκηνής να παίζονται κάθε Τρίτη για παράδειγμα για δύο μήνες. Εκεί καταλαβαίνεις τις πραγματικές διαστάσεις. Στο Θέατρο λειτουργεί το από στόμα σε στόμα. Αν πρόκειται για μια καλή παράσταση, αυτή συζητιέται και έρχεται ο κόσμος. Ξεκινάει με λίγα άτομα, η πληροφορία διαχέεται και στο τέλος λες «Θεέ μου, πού να τους βάλω όλους αυτούς;».
Ξεκινήσατε πέρυσι και συνεχίσατε φέτος για δεύτερη χρονιά το «Σχολείο Σκηνοθεσίας». Τους καρπούς του Σχολείου τούς απολαύσαμε τον περασμένο μήνα. Γιατί πιστεύετε στην ανάγκη ύπαρξης και εδραίωσής του ως θεσμού;
Είναι σημαντικό, γιατί ένα ανάλογο πρόγραμμα, που να λειτουργεί αποκεντρωμένα, που να απευθύνεται αποκλειστικά σε νέους σκηνοθέτες, εκτός από τα προγράμματα του Εθνικού και της Σχολής Καλών Τεχνών, δεν υπάρχει.
Οι άνθρωποι που ήρθανε να το παρακολουθήσουν, πέρυσι για 10 μέρες και φέτος για 15, ζήσανε στο Κ.Π.Ε. Νάουσας. Μοιράστηκαν τις αγωνίες τους, τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες άλλα και τα προβλήματα που μπορεί να έχει η συμβίωση και ένα πολύ πυκνό πρόγραμμα σπουδών.
Πιστεύω πως το Σχολείο Σκηνοθεσίας πρέπει να θεσμοθετηθεί, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δούμε πώς πραγματικά θα πάει παρακάτω το Θέατρο στην Ελλάδα. Αν οι δάσκαλοι δε μοιραστούνε την εμπειρία τους με τους νέους σκηνοθέτες, τη μέθοδο δουλειάς τους, για να την πάρουν οι νέοι σκηνοθέτες και να την εξελίξουν, θα κάνουμε απλώς παραστάσεις και θα περνάμε καλά. Τίποτα άλλο. Πρέπει να δούμε πώς το ίδιο το Θέατρο θα πάει παραπέρα. Η σκηνοθεσία είναι σπουδή. Δεν μπορεί να είναι η καλή μου η διάθεση ή η καλή διάθεση δέκα ηθοποιών που έρχονται για να παίξουν. Πρέπει να υπάρχει ένας συγκροτημένος νους, που συντονίζει αυτό το μικρό θεατρικό σύμπαν.
Για το Σχολείο Σκηνοθεσίας νιώθω, όπως νιώθω για τις Νέες Μορφές και για το Festen. Ακόμη και σήμερα όταν συστήνομαι καλλιτεχνικά λέω «είμαι ο Γιάννης Παρασκευόπουλος των Νέων Μορφών». Τα τρία παράσημά μου έως σήμερα είναι οι Νέες Μορφές, το Festen και το Σχολείο Σκηνοθεσίας. Δεν το κρύβω πως καμαρώνω γι’ αυτά.
Και γι’ αυτόν το λόγο, το Σχολείο Σκηνοθεσίας, δεν χρειάζεται εμένα για να λειτουργήσει. Εγώ έχω δώσει την ταυτότητά του. Πρέπει τα πράγματα να μπορούν να λειτουργούν και μετά από εμάς. Το όραμα το δίνουμε εμείς που το ιδρύσαμε και στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει και χωρίς εμάς.
Τι προσφέρει στο θεατή αυτή η νέα οπτική μέσα από το Θέατρο Έρευνας;
Όλο αυτό που λέω για το Θέατρο Έρευνας δε θα σήμαινε τίποτα χωρίς το θεατή. Γίνεται για να ταρακουνηθεί ο θεατής. Πρέπει να αφυπνισθεί η συνείδησή του. Ιδανικά θα ήθελα να είναι τόσο ανήσυχος ο θεατής, ώστε να φτάνει στο όριο να θέλει να παρέμβει.
Ήδη μιλήσατε πριν για τις «Πέντε σιωπές», που θα ανεβάσετε. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο; Ποια είναι τα υπόλοιπα σχέδιά σας για τη νέα θεατρική σεζόν;
Πρώτα απ’ όλα γιατί είναι ένα έργο που μου αρέσει πάρα πολύ. Το επιλέξαμε, γιατί αναφέρεται στην ενδοοικογενειακή βία, την κακοποίηση σε μία κλειστή κοινωνία και τη σιωπή που την περιβάλλει. Σχεδόν όλες οι περιπτώσεις θυμάτων ήθελαν να μιλήσουν ή να φύγουν, αλλά δεν το έκαναν. Οι θύτες καταφέρνουν να διαχειρίζονται τόσο καλά τον φόβο του θύματος, που το ακινητοποιούν και δεν μπορεί να αντιδράσει. Τέτοιες καταστάσεις οδηγούν πολλές φορές στο φόνο ή του θύματος (τις περισσότερες) ή κάποιες φορές του θύτη. Αυτά τα θέματα αγγίζει η παράσταση. Η μοναδικότητα όμως του συγκεκριμένου έργου είναι ότι καταφέρνει να δώσει μια άλλη διάσταση στα πράγματα, καταφέρνει να μπει στο βάθος του προβλήματος, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με την ποιητική διάσταση. Το έργο της Σήλα Στήβενσον ανεβαίνει, καλώς εχόντων των πραγμάτων, την Παρασκευή 29 Οκτωβρίου στη σκηνή του Χώρου Τεχνών.
Για το μέλλον συζητάμε μία συμπαραγωγή με έναν θίασο από την Αθήνα και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων. Για το καλοκαίρι του 2021 έχουμε ήδη καταθέσει ως συμπαραγωγοί μια πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου για μια παράσταση Αρχαίας Τραγωδίας. Φυσικά στο πρόγραμμά μας εντάσσεται και το 3ο Σχολείο Σκηνοθεσίας.
Και κλείνοντας, τι είναι για σας το Θέατρο; Μιλήσατε μέχρι τώρα διεξοδικά για τη σχέση σας μαζί του. Θα μπορούσατε να την ορίσετε πυκνότερα;
Θέατρο για μένα είναι ο τρόπος για να επικοινωνώ. Είναι ο τρόπος για να βλέπω και να ερμηνεύω τον κόσμο. Όσο περνάνε τα χρόνια δείχνω μεγαλύτερη κατανόηση στο τι είναι ο άνθρωπος. Νομίζω πως αυτό είναι που μας λείπει. Είμαστε πάρα πολύ αυστηροί. Είμαστε καχύποπτοι με τους άλλους. Η δουλειά μου στο Θέατρο με βοηθάει να κατακτώ την αθωότητά μου απέναντι στους ανθρώπους και τον βαθμό κατανόησης που μπορώ να δείξω.
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Γιάννη Παρασκευόπουλου