Ο Βασιλεύς Γεώργιος Β’ και ο αγγλικός παράγοντας στην Ελλάδα / Από τον θάνατο του Μεταξά μέχρι το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄ ΚΑΙ Ο ΑΓΓΛΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Από τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά μέχρι το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας στην Ακρόπολη από τους Μ. Γλέζο και Α. Σάντα. (29/1/1941 – 30/5/1941)
Την 29η Ιανουαρίου 1941 αναγγέλλεται ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά, πρωθυπουργού της δικτατορικής κυβέρνησης της 4ης Αυγούστου. Ως γνωστόν, ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε ο ηγέτης της παράταξης εκείνης που αποτελούσε μια από τις δύο συνιστώσες αυτού του δικτατορικού καθεστώτος. Ο δημοκρατικός λαός της Ελλάδας και ιδιαίτερα, εκείνοι που δεινοπάθησαν από αυτό το καθεστώς, άκουσαν με αδιαφορία, ενδεχομένως και με κάποια ανακούφιση αυτήν την είδηση. Μεγάλη όμως ήταν η ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση, για διαφορετικούς, όμως λόγους, του βασιλέως Γεωργίου Β’.
Για τον τελευταίο, ο θάνατος του γερμανόφιλου συνεταίρου του στην κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου, υπήρξε μία απροσδόκητη ευκαιρία να αναλάβει μόνος πλέον τα ηνία της δικτατορίας και να προχωρήσει απρόσκοπτα στην υλοποίηση της αγγλόφιλης πολιτικής του. Τώρα, αποκτούσε όλες τις δυνατότητες και την άνεση να απομακρύνει από τον κυβερνητικό μηχανισμό και τις ένοπλες δυνάμεις όλα τα έμπιστα στον εκλιπόντα πρόσωπα, τα οποία έκρινε ότι αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδιά του.
Ο Ιωάννης Μεταξάς, επιφανειακά τουλάχιστον, εμφανίζονταν ως ο ακρογωνιαίος λίθος του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και ο αναμφισβήτητος αρχηγός του. Ουσιαστικά, όμως, ήταν συναρχηγός με τον βασιλέα Γεώργιο Β΄, τον θανάσιμο πολιτικό εναγκαλισμό του οποίου, όσο ζούσε, δεν κατόρθωσε να αποφύγει. Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα η κρατούσα άποψη ότι ο εκλιπών είχε επιτύχει να επισύρει τη συμπάθεια όχι μόνο του γερμανικού παράγοντα, αλλά και του αγγλικού, παρά το γεγονός ότι από παλιά ήταν γνωστός για τα γερμανόφιλα αισθήματά του.
Για την γερμανοφιλία του, κατά την γνώμη ορισμένων, συνετέλεσαν και οι παρακάτω, πέραν των άλλων, ουσιώδεις λόγοι:
“α) Η γερμανική μόρφωσις – στρατιωτική και πολιτική – και η παλαιά του γερμανοφιλία τον καθιστούν συμπαθή και «αποδεκτό» προς και από την Χιτλερικήν Γερμανίαν. β) Η προσπάθειά του, η οποία επέτυχε, διά την παλινόρθωσιν της Μοναρχίας εις την Ελλάδα και ταυτοχρόνως η αντίθεσίς του προς την επεκτατικήν πολιτικήν του Μουσολίνι εις την Μεσόγειον, τον καθιστούν συμπαθή προς την Μεγάλην Βρετανίαν. γ) Ο αντικομμουνισμός του, συμπίπτει με την αντικομμουνι-στικήν πολιτικήν και του Λονδίνου και του Βερολίνου.
Εις την πραγματικότητα δεν πρόκειται περί «αντικομμουνισμού» συνδεομένου με την εσωτερικήν κοινωνικήν εξέλιξιν εις την Ελλάδα – ο Μεταξάς ήτο βέβαιος ότι πραγματικός κίνδυνος κομμουνιστικής ανατροπής δεν υπήρχε – πρόκειται περί αντικομμουνισμού ο οποίος διαμορφώνει και ψυχολογίαν και δυνάμεις εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως. Αντισοβιετι-κή, άλλωστε, θα είναι η πολιτική όλων των δικτατοριών των Βαλκανίων και της Τουρκίας. Η Ελλάς και η Τουρκία θα είναι η οριζόντιος «καταπακτή», η οποία θα απαγορεύσει ερμητικώς την κάθοδον της Σοβιετικής Ενώσεως εις την Μεσόγειον, την «θερμήν θάλασσαν». (Κομνηνός Πυρομάγλου: Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ), σελ. 176-177. Αθήνα 1975).
Την επαύριο του θανάτου του Ιωάννη Μεταξά, ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄, πανίσχυρος πλέον, θα ασχοληθεί με την αναζήτηση και εξεύρεση νέου πρωθυπουργού, ενός προσώπου το οποίο, κατά την άποψή του, θα έπρεπε να είναι το πλέον κατάλληλο να εξυπηρετεί τα σχέδιά του. Σαν τέτοιος, εντελώς αδαής περί τα πολιτικά, ο οποίος, λόγω του αδύνατου χαρακτήρα του επρόκειτο να υποκύπτει συνεχώς σε όλες τις αξιώσεις και επιλογές του βασιλέως, επιλέχτηκε ο Αλέξανδρος Κορυζής, πρώην Διοικητής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.
Ο Κορυζής ήταν αναγνωρισμένη προσωπικότητα στους τραπεζικούς κύκλους, φίλος της Μοναρχίας, αγγλόφιλος, συγχρόνως όμως και θαυμαστής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, στην κυβέρνηση της οποίας είχε αναλάβει καθήκοντα υπουργού Προνοίας. Μετά την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ θα καταστεί πανίσχυρος. Αυτός δικτάτορας, αυτός ουσιαστικός πρωθυπουργός, αυτός ρυθμιστής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και της εσωτερικής κατάστασης, αυτός αρχιστράτηγος και υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των συνεχιζόμενων πολεμικών επιχειρήσεων στο αλβανικό έδαφος, αυτός σε τελευταία ανάλυση, ο υπερεξουσιαστής των πάντων.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου θα χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο πλέον και θα συνεχίσει να επιζεί και στο μέλλον, με διαφορετικούς όμως στόχους τώρα, εκ των οποίων, ο πλέον βασικός θα αναδειχθεί η μέχρις αφοσίωσης εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Αγγλίας, πρωτίστως και δευτερευόντως των δυτικών συμμάχων της. Θα παύσουν οριστικά να υπάρχουν εμπόδια και περιορισμοί για την αποστολή και εγκατάσταση στο ελληνικό έδαφος βρετανικών μονάδων πεζικού, ναυτικού και αεροπορίας και η αποξένωση από τον γερμανικό παράγοντα θα καταστεί, φαινομενικά τουλάχιστον, πλήρης και οριστική, πράγμα, βεβαίως, το οποίο δεν είχε καταστεί δυνατόν να επιτευχθεί όσο ζούσε ο έτερος συνδικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς.
Χαρακτηρίζοντας ως φαινομενική την αποξένωση από τον γερμανικό παράγοντα, επιθυμώ να διευκρινίσω ότι η περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων θα καταδείξει ότι δεν ήταν ευχερές έργο ο πλήρης παραγκωνισμός των γερμανόφιλων στοιχείων, τόσο από τις ένοπλες δυνάμεις, όσο και από τον κρατικό μηχανισμό. Το γεγονός αυτό θα διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στο εγγύς μέλλον, κυρίως, ως προς την τύχη της συνεχιζόμενης ελληνοϊταλικής σύρραξης. Ας σημειωθεί ότι οι Γερμανοί, αρκετό καιρό πριν επέλθει ο θάνατος του Μεταξά, είχαν αντιληφθεί πλήρως ότι η κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου απέκοπτε συνεχώς τις γέφυρες με την γερμανική διπλωματία και το γεγονός τούτο το απέδιδαν, όχι άδικα βεβαίως, τόσο στις παρασκηνιακές, όσο και στις εμφανείς παρεμβάσεις του βασιλικού παράγοντα.
Και βεβαίως, δεν αγνοούσαν ότι οι παρεμβάσεις αυτές διευκολύνονταν στο έπακρο από την έντεχνη και συστηματική εκμετάλλευση της καταβολής των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων του Ιωάννη Μεταξά, λόγω της επιδεινούμενης συνεχώς κατάστασης της υγείας του. Ως εκ τούτου, το ανώτατο γερμανικό επιτελείο είχε αρχίσει από πολύ ενωρίς την εκπόνηση στρατιωτικών σχεδίων τα οποία προέβλεπαν επίθεση σε εύθετο χρόνο εναντίον της Ελλάδας.
Ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά συνέτεινε ώστε να επισπευσθεί η εκπόνηση αυτών των σχεδίων. Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ευρίσκονταν ήδη σε πλήρη ετοιμότητα για την υλοποίησή τους. Οι αντικειμενικοί στόχοι του βασιλέως Γεωργίου Β΄ για την πλήρη εκκαθάριση από τις ένοπλες δυνάμεις όλων των φιλογερμανικών στοιχείων, κυρίως, μεταξύ των ανώτατων αξιωματικών, οι οποίοι είχαν υπό τη διοίκησή τους στρατιωτικές μονάδες στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, δεν πέτυχαν.
Οι ειδικές συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν στο πεδίο των μαχών, ο βαρύς χειμώνας ο οποίος είχε ενσκήψει και δυσχέραινε τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και πρωτίστως, η έλλειψη του αναγκαίου χρόνου, αποτέλεσαν τους βασικότερους ανασχετικούς παράγοντες για την υλοποίηση αυτών των στόχων. To δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Μαρτίου 1941 συνήλθε η Παλιά Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε για να συζητήσει και λάβει αποφάσεις σε θέματα που σχετίζονταν με τον κίνδυνο της καταστροφής που απειλούσε την Ελλάδα και τον λαό της και τα οργανωτικά ζητήματα και καθήκοντα που απασχολούσαν το κόμμα, προκειμένου αυτό να αντιμετωπίσει με επιτυχία την πιο κρίσιμη κατάσταση που διέρχονταν στην ιστορία του.
Διαπιστώθηκε ότι ο διεξαγόμενος παλλαϊκός αγώνας με βάση την Πολιτική πλατφόρμα του Μετώπου εθνικής σωτηρίας – ειρήνης και οι προσπάθειες για την ανατροπή της σπείρας Γλύξμπουργκ – Κορυζή – Μανιαδάκη, είναι ο μόνος σωστός δρόμος ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό μιας προσωρινής αντιδικτατορικής – αντιπολεμικής κυβέρνησης, που θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες και τους συνταγματικούς θεσμούς και θα προτείνει ειρήνη δίχως προσαρτήσεις και αποζημιώσεις, μέσω ενός φιλικού διακανονισμού των εδαφικών και άλλων διαφορών με τα γειτονικά κράτη. Η Κεντρική Επιτροπή κρίνει ότι το Κ.Κ.Ε επωμίζεται βαρύτατα καθήκοντα στις κρίσιμες αυτές στιγμές … (Η απόφαση αυτή της Παλιάς Κεντρικής του ΚΚΕ για τα ανωτέρω θέματα δημοσιεύτηκε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ της 18ης Μαρτίου 1941).
Μαζί μ’ αυτή την απόφαση, στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύεται χαιρετιστήριο μήνυμα προς τους φυλακισμένους αρχηγούς του Κ.Κ.Ε Ζαχαριάδη, Σιάντο, Νεφελούδη, Παρτσαλίδη και έκκληση προς τα στελέχη και μέλη του Κόμματος και όλους τους αγωνιστές του λαού να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα της τρέχουσας κατάστασης και να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τις οδηγίες της απόφασης. Παρόμοια έκκληση γίνεται και προς τους φαντάρους, ναύτες και αεροπόρους “να πάρουν στα χέρια τους τις διοικήσεις των μονάδων τους, εκλέγοντας προσωρινές επιτροπές που να αντιπροσωπεύουν όλους, απ’ το στρατιώτη μέχρι το στρατηγό”. Με άλλη ανακοίνωσή της την 25η Μαρτίου 1941, η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε απευθυνόμενη προς τα μέλη, φίλους και οπαδούς του, εφιστά την προσοχή τους για τη συνεχιζόμενη χαφιεδική δράση της ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ Κ.Κ.Ε, της καθοδηγούμενης από τους Μανιαδάκη, Μιχελίδη, Μιχαηλίδη και άλλους. (ΤΟ ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα., τόμος 5ος, σελ. 27-28. Αθήνα 1981).
Εντωμεταξύ, κατά το χρονικό διάστημα από 9ης μέχρι 25η Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί πραγματοποίησαν τη μεγάλη τους εαρινή επίθεση στους κύριους τομείς του μετώπου. Τα ελληνικά στρατεύματα απέκρουσαν επιτυχώς τους Ιταλούς, η επίθεση των οποίων, τελικώς, απέβη άκαρπη. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο πρώτο τρίμηνο του 1941, με εξαίρεση την εαρινή επίθεση των Ιταλών, οι εχθροπραξίες μεταξύ των εμπολέμων είχαν ατονήσει σε μεγάλο βαθμό. Από τα στρατεύματα των εμπολέμων λαμβάνονταν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η διάταξη των δυνάμεών τους να εξασφαλίζει αποτελεσματικά τις θέσεις που κατείχαν.
Σημειώνεται ότι από την 7η Μαρτίου 1941 και εντεύθεν άρχισε να πραγματοποιείται και η μεταφορά στο ελληνικό έδαφος των βρετανικών στρατευμάτων, τα οποία αρχικά προβλέπονταν να είναι το Α΄ Αυστραλιανό Σώμα Στρατού, η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία, η Ιη Ταξιαρχία αρμάτων, η 7η Μεραρχία Πεζικού, μία Πολωνική Ταξιαρχία Πεζικού, η 2η Μεραρχία αρμάτων και βοηθητικές υπηρεσίες και σχηματισμοί των ανωτέρω μονάδων. Μέχρι την 4η Απριλίου 1941 είχε ολοκληρωθεί η άφιξη στην Ελλάδα των πάσης φύσεως δυνάμεων του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Τούτο υπήρξε απόρροια προηγηθεισών συνομιλιών μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, που ακολουθούνταν από πολυμελή ομάδα ανώτατων Βρετανών αξιωματικών.
Μετά την επιτυχή αντιμετώπιση των Ιταλών εισβολέων στο έδαφός της, τώρα η Ελλάδα, ακούσια, σύρονταν σε καινούργιες περιπέτειες έξω από τα σύνορά της, με την άμεση εμπλοκή της στο διεξαγόμενο πόλεμο μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Κατόπιν τούτου, για τους Γερμανούς, εξέλιπε οιοσδήποτε λόγος ή ενδοιασμός για την μη πραγματοποίηση της επίθεσής τους εναντίον της μαχόμενης Ελλάδας, για την οποία ήδη ήταν πλήρως προετοιμασμένοι.
Τις πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου 1941, γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ορμώμενες από το έδαφος της Βουλγαρίας πραγματοποίησαν επίθεση κατά της Ελλάδας με πρώτο στόχο τα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Την 9η Απριλίου 1941 ενώ η μάχη των Οχυρών του Ρούπελ συνεχίζεται, τα μηχανοκίνητα και τα άρματα της στρατιάς του στρατάρχη Λιστ, αφού κατηφορίζουν με ταχύτητα από τη Στρώμνιτσα και τη Γευγελή, βρίσκονται στα νώτα των Ελλήνων. Την 8η πρωινή ώρα, τα άρματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με διοικητή τον αντιστράτηγο Ρούντολφ Φάιελ εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη. Περικυκλωμένοι πλέον οι υπερασπιστές της «Γραμμής Μεταξά» διατάσσονται από τον αρχιστράτηγο Παπάγο να συνθηκολογήσουν. Η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς υπογράφεται στη Θεσσαλονίκη από τον διοικητή του ΤΣΑΜ, αντιστράτηγο Μπακόπουλο. (https://www. sansimera.gr/αrticles/432/127)
Άλλες γερμανικές δυνάμεις επιτίθενται κατά της Γιουγκοσλαβίας. Εντός ολίγων ημερών, τα επιτεθέντα κατά της Ελλάδας γερμανικά στρατεύματα, κάμπτουν με τις κεραυνοβόλες επιθέσεις τους την αντίσταση των ελληνοβρετανικών δυνάμεων, καταλαμβάνουν την Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία και προελαύνουν στο έδαφος της Δυτικής. Παράλληλα, μονάδες του γερμανικού στρατού, προερχόμενες από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας, καταλαμβάνουν την 10η Απριλίου τη Φλώρινα και προελαύνουν προς την Κοζάνη.
Τα ελληνοβρετανικά στρατεύματα αναγκάζονται συνεχώς να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν, ενώ το ηθικό τους, προ του ισχυροτέρου αντιπάλου τους, έχει κλονισθεί σοβαρά. Η κατάσταση δυσχεραίνονταν ακόμη περισσότερο λόγω της διαρροής φυγάδων και βραδυπορούντων, ενώ σε μεγάλες ποσότητες εγκαταλείπονταν καθ΄ οδόν οπλισμός και πολεμικό υλικό.
Στο διάστημα αυτό, το σύνολο της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε και 2000 στελέχη και μέλη του, εξακολουθούσαν να κρατούνται στις φυλακές, στα στρατόπεδα και στους διάφορους τόπους εξορίας. Ειδικότερα, στην Ακροναυπλία 600, στον Άϊ-Στράτη 230, στην Ανάφη 220, στην Αίγινα 17, στη Φολέγανδρο 130, στην Τρίπολη και σε άλλες φυλακές περίπου 600, στη Γαύδο 30, στην Κίμωλο 36, στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου 17, στην Κέρκυρα 10 και στην Ίο, Σίφνο, Πύλο και Αμοργό 25-30 περίπου.
Τους κρατούμενους Έλληνες κομμουνιστές άρχισε να τους απασχολεί σοβαρά το ζήτημα της περαιτέρω τύχης τους, ύστερα από τις σημειωθείσες ραγδαίες εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα με την κεραυνοβόλα γερμανική προέλαση. Ήταν απόλυτα ορθή η απόφαση της έγκλειστης στις φυλακές ηγεσίας του Κ.Κ.Ε να δώσει εντολή σ΄ αυτούς να καταβάλλουν προσπάθειες να αποδράσουν, εκεί όπου υπήρχε τέτοια δυνατότητα.
Την 8η Απριλίου 1941, δύο ακριβώς ημέρες μετά την εκδήλωση της γερμανικής επίθεσης κατά της Ελλάδας, σημειώνεται η πρώτη απόδραση. 12 στελέχη και μέλη του Κ.Κ.Ε, μεταξύ των οποίων οι Σπύρος Κωτσάκης, Β. Βασβανάς κ.α. δραπετεύουν από το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου. Η Ασφάλεια, αντί να χαλαρώσει τα μέτρα φρούρησης των κρατούμενων κομμουνιστών ή να τους απολύσει εν όψει της σημειούμενης κατάρρευσης του μετώπου, τα εντείνει ακόμη περισσότερο.
Εξ αυτού προκύπτει ότι προϋπήρχαν σαφείς εντολές από μέρους της δικτατορικής κυβέρνησης να παραμείνουν αυτοί πάση θυσία έγκλειστοι, μέχρις ότου παραδοθούν στους προελαύνοντες Γερμανούς. Όντως, προκαλεί εντύπωση το μίσος και η εμπάθεια που έτρεφαν οι φασιστικοί Τεταρταυγουστιανοί κύκλοι της Ελλάδας κατά του Κ.Κ.Ε. Προτιμούσαν να παραδώσουν Έλληνες πολίτες στα χέρια των κατακτητών παρά να τους ελευθερώσουν. Το γεγονός αυτό σαφώς υποδηλώνει την απαρχή μιας άτυπης μελλοντικής συνεργασίας μεταξύ των υπολειμμάτων της δικτατορικής κυβέρνησης της 4ης Αυγούστου, που καθοδηγούνταν από βασιλέα Γεώργιο Β΄, και των Γερμανών κατακτητών. Αναμφισβήτητα, αυτή η πράξη αποτελεί προδοσία εσχάτης μορφής. Τους Άγγλους και τους υποτακτικούς τους στην Ελλάδα, μολονότι αμφότεροι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Γερμανούς, τους ένωνε με τους τελευταίους ο κοινός εχθρός τους, ο άκρατος αντικομμουνισμός. Εν ονόματι αυτού, δεν δίσταζαν να συνεργάζονται αφανώς, μέσω διαφόρων διαύλων. Αυτό, άλλωστε, θα αποδειχθεί, κατά τρόπο περίτρανο αργότερα, κατά τη διάρκεια της κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα. (ΤΟ ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος 5ος, σελ. 454. Αθήνα 1981).
Την 12η Απριλίου 1941, τα ευρισκόμενα ακόμη στο αλβανικό έδαφος ελληνικά στρατεύματα, πραγματοποιώντας αναγκαστική σύμπτυξη, άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά από αυτό. Υπήρχε άμεσος κίνδυνος αποκοπής τους από τον αντίπαλο. Επί πλέον, οι αλλεπάλληλες επιτυχίες των γερμανικών στρατευμάτων στο ηπειρωτικό έδαφος της Ελλάδας, είχαν σοβαρό αντίκτυπο στο ηθικό τους, το οποίο, όντως, είχε υποστεί σημαντική πτώση. Είναι γεγονός ότι οι περαιτέρω εχθροπραξίες μεταξύ των γερμανικών στρατευμάτων και των ελληνοβρετανικών δυνάμεων έφεραν σε τραγική κατάσταση τις τελευταίες.
Οι Έλληνες Σωματάρχες Παναγιώτης Δεμέστιχας, Αντιστράτηγος, Διοικητής Α΄ Σώματος Στρατού, Γεώργιος Μπάκος, Υποστράτηγος, Διοικητής Β΄ Σώματος Στρατού και Γεώργιος Τσολάκογλου, Αντιστράτηγος, Διοικητής Γ΄ Σώματος Στρατού, άπαντες γερμανόφιλοι, ζήτησαν την 18η Απριλίου 1941 την έγκριση του Γενικού Στρατηγείου για συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, με το αιτιολογικό ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ήταν αδύνατη η συνέχιση του πολέμου και ότι έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία η άσκοπη αιματοχυσία.
Η Αγγλόδουλη κυβέρνηση της χώρας πίσω από την οποία κρύβονταν ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄, καθώς και ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, χωρίς πολλές περιστροφές, απέρριψαν ασυζητητί το αίτημα των προαναφερόμενων Σωματαρχών, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι, όσο βρίσκονταν βρετανικές δυνάμεις στο ελληνικό έδαφος, ο πόλεμος έπρεπε να συνεχισθεί. Φυσικά, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η απόφαση αυτή υπαγορεύτηκε εξ ολοκλήρου από τον αγγλικό παράγοντα.
“Η αστική τάξη ήταν σε μεγάλο βαθμό στενά συνδεδεμένη με οικονομικές σχέσεις προς τη φασιστική Γερμανία, η διανόηση είχε σπουδάσει πολλές φορές σε γερμανικά πανεπιστήμια και πολυάριθμοι στρατιωτικοί, όπως και ο ίδιος ο Μεταξάς, είχαν εκπαιδευτεί στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου. Αυτές οι ομάδες που συμπαθού-σαν το ναζιστικό κράτος, έλπιζαν, με μια γρήγορη παράδοση της Ελλάδας στους Ναζί, να διατηρήσουν τις προνομιακές τους θέσεις ακόμα και κάτω από τη γερμανική κατοχή. Ένα άλλο κομμάτι της αστικής τάξης που ήταν πιο ισχυρά προσηλωμένο στην Αγγλία είτε από εμπορικά συμφέροντα είτε από παιδεία, θα ζημιωνόταν από τη γερμανική κατοχή, και έτσι εναντιώθηκε στην παράδοση (υποταγή) της Ελλάδας. Όταν τελικά αποφασίστηκε ο αγώνας, ένα τμήμα των στρατηγών ήταν σταθερά αποφασισμένο, με την πρώτη ευκαιρία, να καταθέσει τα όπλα.”(Walt Fischer – Eberh. Rondholz – Γεώργιος Φαράντος: ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Σελ. 51, Αθήνα 1974).
Πλήρες μυστήριο, εντούτοις, καλύπτει την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, ύστερα από τη σύγκληση την 17η Απριλίου 1941 ενός δραματικού Πολεμικού Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο αυτό διαβάστηκαν τηλεγραφήματα των Στρατηγών του Μετώπου Γεωργίου Μπάκου και Ιωάννου Πιτσίκα προς τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, με τα οποία ζητούσαν να διατάξει τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Στο κείμενο των τηλεγραφημάτων διαφαίνονταν έμμεσα και κάποια απειλή. Μετά τη λήξη του Πολεμικού Συμβουλίου, ο Κορυζής παρέμεινε και συνομίλησε ιδιαιτέρως με τον βασιλέα Γεώργιο Β΄. Κατόπιν, αναχώρησε για το σπίτι του όπου φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. (Αντρέας Κέδρος: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1940 – 1941. Τόμος 1ος, σελ. 74. Αθήνα 1976).
Tην 19η Απριλίου 1941, ύστερα από σχετική συνεννόηση με τη γερμανική κυβέρνηση, βουλγαρικά φασιστικά στρατεύματα εισβάλλουν στο έδαφος της Ελλάδας, αρχικά στην Ανατολική Μακεδονία, σε τμήμα της Δυτικής Θράκης και στα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Άλλες βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις, την ίδια ημέρα, εισβάλλουν και προωθούνται στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Οι Έλληνες Σωματάρχες, εν όψει όλων αυτών των γεγονότων, έκριναν ότι η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Επηρεαζόμενοι, σαφώς, από τα γερμανόφιλα αισθήματά τους, έλαβαν την απόφαση να αγνοήσουν παντελώς τη διαβιβασθείσα σ’ αυτούς εντολή από την κυβέρνηση και την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση για συνέχιση του πολέμου, προχωρώντας αυτοβούλως οι ίδιοι στη σύναψη ανακωχής με τους Γερμανούς.
Έτσι, την 21η Απριλίου 1941, μεταξύ του Γερμανού Στρατηγού Σεπ Ντήτριχ, Διοικητού της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS Αδόλφος Χίτλερ (Leibstandarte Adolf Hitler) αφενός και του Αντιστρατήγου Γεωργίου Τσολάκογλου, Διοικητού του Γ΄ Σώματος Στρατού, αφετέρου, υπεγράφη στο χωριό Βοτονόσι Ιωαννίνων Πρωτόκολλο ανακωχής, σύμφωνα με το οποίο προβλέπονταν η κατάπαυση των εχθροπραξιών, η ολική απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων στα ελληνοαλβανικά σύνορα και η διάταξη γερμανικών δυνάμεων μεταξύ των ιταλικών και των ελληνικών στρατευμάτων.
Το Πρωτόκολλο αυτό το υπέγραψε ο Γεώργιος Τσολάκογλου, ως ο αρχαιότερος των προαναφερόμενων Σωματαρχών. Μετά την υπογραφή την 23η του ιδίου μηνός νεώτερου Πρωτοκόλλου, έπαυσαν να ισχύουν τα συμφωνηθέντα στο πρώτο και προβλέπονταν η άνευ όρων παράδοση του συνόλου των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στους Γερμανούς και Ιταλούς.
Εντωμεταξύ, στην Αθήνα, μετά την αυτοκτονία του Αλέξανδρου Κορυζή, ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ τοποθέτησε ως νέο πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, νομικό, οικονομολόγο και πολιτικό, ο οποίος κατ’ επανάληψη είχε χρηματίσει βουλευτής κατά το παρελθόν και διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος κατά την περίοδο 1931-1939. Από τη θέση αυτή είχε απομακρυνθεί με απόφαση της κυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά. Η φιλοβασιλική τοποθέτησή του και ο προσανατολισμός του προς την αγγλόφιλη πολιτική ήταν ο κύριος λόγος που ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ τον επέλεξε για πρωθυπουργό.
Την 23η Απριλίου 1941, τέσσερις ημέρες πριν τα γερμανικά στρατεύματα καταλάβουν την Αθήνα, ο βασιλεύς Γεώργιος εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και καταφεύγει στην Κρήτη μαζί με την αγγλόφιλη Τεταρταυγουστιανή κυβέρνησή του. Εις το εξής, ο στυγνός αυτός συνδικτάτορας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, συνυπεύθυνος της κατάργησης των λαϊκών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα μας, ηθικός συναυτουργός για τις διώξεις, φυλακίσεις κ.λπ. μεγάλου τμήματος του δημοκρατικού λαού της χώρας και συντελεστής της ανατροπής του ομαλού πολιτικού βίου της, τώρα, με την αμέριστη υποστήριξη των Άγγλων, θα εξακολουθεί να εμφανίζεται μαζί με τους περί αυτόν, ως η κυβέρνηση η εκπροσωπούσα νόμιμα στο εξωτερικό το υπό κατοχή ελληνικό κράτος.
Κάτω από τις συνθήκες σύγχυσης οι οποίες επικράτησαν μετά την αναχώρηση της βασιλικής κυβέρνησης, από την Αθήνα και πριν από την είσοδο σ’ αυτήν των Γερμανών, πραγματοποιείται λαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας με κύρια συνθήματα: “Aντίσταση στους επιδρομείς, όπλα στο λαό, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας”. Οι προσπάθειες των εξόριστων σε διάφορα νησιά κομμουνιστών να αποδράσουν συνεχίζονται. Μια απόπειρα που έγινε την 26 Απριλίου 1941 στον Άϊ-Στράτη απέτυχε. Τρεις κομμουνιστές κατέπεσαν νεκροί και τρεις τραυματίστηκαν από τις εν ψυχρώ βολές εναντίον τους της φρουράς του στρατοπέδου. Η τελευταία, κατά τις εντολές που είχε, παρέδωσε στους Γερμανούς όλους τους υπάρχοντες εκεί κομμουνιστές. Την 27η Απριλίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα και υψώνουν στην Ακρόπολη τη γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
“Η Αθήνα καταλήφθηκε χωρίς μάχη από τους Γερμανούς στις 27 Απριλίου. Τα κλειδιά της παραδόθηκαν τελετουργικά στους Αμπελοκήπους από το δήμαρχο Α. Πλυτά, το νομάρχη Αττικής στρατηγό Πεζόπουλο και το φρούραρχο Αθήνας στρατηγό Καβράκο. Ο Πεζόπουλος ζήτησε αμέσως τη βοήθεια των αρχών κατοχής και προσπάθησε να αναδειχθεί σε πρωθυπουργό. Αλλά τον πρόλαβε ο στρατηγός Τσολάκογλου που είχε ήδη προσφέρει τις υπηρεσίες του ελληνικού στρατού στους Γερμανούς…” (Γ. Ανδρικόπουλος: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ. Εισήγησή του στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Ιστορίας με θέμα: ΕΛΛΑΔΑ 1936-1944 (Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση. Σελ. 196. Έκδοση Μορφωτικού Ινστιτούτου ΑΤΕ. Αθήνα 1990.)
Την 29η Απριλίου 1941, με την έγκριση και τις ευλογίες των Γερμανών, ορκίζεται η πρώτη κατοχική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον γερμανόφιλο Γεώργιο Τσολάκογλου, Αντιστράτηγο. Ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε, είχε υπογράψει την άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού στα στρατεύματα του Άξονα. Η πλήρης σύνθεση της πρώτης αυτής κατοχικής κυβέρνησης ήταν η κατωτέρω: Πρωθυπουργός, Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, Υπουργός Εσωτερικών, Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δεμέστιχας, Εθνικής Άμυνας, Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, Εργασίας και Γεωργίας, Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, Ασφαλείας, Υποστράτηγος Ανδρέας Μάρκου, Συγκοινωνίας-Σιδηροδρόμων-ΤΤΤ, Υποστράτηγος Ματούσης, Ναυτιλίας, Πλοίαρχος Ε. Παπαδόπουλος, Δικαιοσύνης και Αγορανομίας, Αντώνιος Λιβιεράτος, Υγιεινής και Κοινωνικής Πρόνοιας, Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, Παιδείας, Νικόλαος Λούβαρης και Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά Οικονομικών, Π. Χατζημιχάλης. Λίγο αργότερα, το υπουργείο των Οικονομικών το αναλαμβάνει ο φερόμενος ως έμπιστος των Ιταλών Σωτήριος Γκοτζαμάνης. Στην ανώτατη ηγεσία των Σωμάτων Ασφαλείας τοποθετήθηκε ο θιασώτης της συνθηκολόγησης Υποστράτηγος Π. Σπηλιωτόπουλος.
“Ο Χίτλερ είχε προβλέψει πως σε κάθε κατεχόμενη χώρα θα βρεθούν κάποια φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα που θα ήθελαν να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς του Άξονα. Το ίδιο είχε προβλέψει και για την Ελλάδα: με Γερμανικούς Γκαουλάϊτερ όλα θα ήταν δυσκολότερα. Μια ελληνική κυβέρνηση δική τους, ένα είδος μεσολαβητή ενδιάμεσου ανάμεσα σ’ αυτούς και το λαό, ήταν η καλύτερη λύση. Και ένας έτοιμος κρατικός μηχανισμός, ο ίδιος της βασιλομεταξικής δικτατορίας, πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει, τους γλύτωνε από την άμεση σύγκρουση με τους κατεχόμενους, για μικρά ή μεγαλύτερα θέματα” (Θανάσης Χατζής: Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ (Ι94Ι-1945), τόμος 1ος, σελ. 26. Αθήνα 1977).
Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Γεώργιος Τσολάκογλου σε μήνυμά του προς τους Γερμανούς διακήρυξε:
“Υποσχόμαστε στην εξοχότητά του τον Φύρερ του γερμανικού λαού, να υπηρετήσουμε σύμφωνα με τις θελήσεις του. Η προσφορά του που θεωρήθηκε απλώς δώρο εξ ουρανού έγινε αμέσως δεκτή από τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Ρίμπεντροπ. Αυτός ζήτησε μόνο από τον Τσολάκογλου να συμπεριλάβει στην κυβέρνησή του και μερικούς πολιτικούς. Ανέφερε συγκεκριμένα τον Κοτζιά. Αλλά, όπως σύντομα ανακάλυψαν οι Γερμανοί, πολιτικοί κάποιας επιφανείας δεν ήταν εύκολο να πεισθούν να συμμετάσχουν στην κυβέρνησή του.
Στις αρχές Μαΐου 1941, προσπαθώντας να διευρύνει τη βάση της κυβέρνησής του, o Τσολάκογλου προσκάλεσε και δέχτηκε, μεταξύ άλλων, τους βενιζελικούς Πάγκαλο, Παπανδρέου και Γονατά και τους βασιλόφρονες Μάξιμο, Πεσμαζόγλου και Μερκούρη. Πληροφόρησε ακολούθως τους Γερμανούς ότι είχε διαβεβαιωθεί για την υποστήριξή τους…
Το μυστικό πρωτόκολλο που υπέγραψε η κυβέρνηση των κουϊσλινγκς την υποχρέωνε να διασφαλίσει ότι δεν θα προβαλλόταν αντίσταση στον Άξονα και ότι η πολιτική της θα βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με την πολιτική των δυνάμεων του Άξονα. Αμέσως μετά το διορισμό του, ο Τσολάκογλου ευχαρίστησε τον Χίτλερ γιατί είχε πάρει το μέλλον της Ελλάδος στα χέρια του…”. (Γ. Ανδρικόπουλος: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ THΣ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ. Εισήγησή του στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Ιστορίας με θέμα: ΕΛΛΑΔΑ 1936-1944 (Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση). Σελ. 196-197. Έκδοση Μορφωτικού Ινστιτούτου ΑΤΕ. Αθήνα 1990).
Εν προκειμένω, γεννάται το ερώτημα. Ποιες ακριβώς ήταν οι διαβεβαιώσεις υποστήριξης που έδωσαν οι προαναφερόμενοι Έλληνες πολιτικοί προς την κυβέρνηση Τσολάκογλου; Το ερώτημα τούτο είναι καίριο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν επρόκειτο για μια συνήθη κυβέρνηση βασιζόμενη στην ελεύθερη έκφραση της βούλησης των Ελλήνων πολιτών μέσα από μια νόμιμη εκλογική διαδικασία, αλλά για μια κυβέρνηση ανδρεικέλων, η οποία ανέλαβε να διοικήσει τη χώρα σύμφωνα με τις υποδείξεις και τα συμφέροντα αυτών που την κατάκτησαν. Πού, λοιπόν, και πώς θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς κάποιο ελαφρυντικό γι’ αυτήν την κυβέρνηση και για το σύνολο των αστικών κομμάτων, που όχι μόνο δεν αντέδρασαν, όπως έκαναν και με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αλλά και την συνέδραμαν πολλές φορές στο έργο της, με ελάχιστες εξαιρέσεις βέβαια.
“Ποιά είναι τα κόμματα αυτά και σε τι κατάσταση βρίσκονται στις αρχές της Κατοχής; Τα δύο σημαντικότερα εξακολουθούν να είναι το Φιλελεύθερο κόμμα με αρχηγό τον Σοφούλη και το Λαϊκό κόμμα. Υπάρχουν, επίσης, το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό του Γ. Παπανδρέου, το Προοδευτικό Φιλελεύθερο του Γ. Καφαντάρη, το Αγροτικό του Α. Μυλωνά, η Αριστερή Ένωση του Ι. Σοφιανόπουλου. Η αδράνεια, αν όχι ο εφησυχασμός που έδειξαν στη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά τα έχει καταδικάσει στη συνείδηση του κόσμου. Σε τούτο οπωσδήποτε συνετέλεσε και η συνάντηση στις αρχές Μαΐου 1941, πριν αρχίσει η μάχη της Κρήτης, του Τσολάκογλου μετά των «παλαιών πολιτικών αρχηγών ως και άλλων σημαινουσών πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων», όπως τους χαρακτηρίζει η επίσημη ανακοίνωση που δόθηκε στις εφημερίδες. Η ανακοίνωση τονίζει: «Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς. Επίσης, πάντες ανεγνώρισαν το σφάλμα του εκπεσόντος καθεστώτος να κηρύξη πόλεμον κατά της Γερμανίας και διεκήρυξαν το χάσμα όπερ χωρίζει την Ελλάδα από την κυβέρνησιν των εν Κρήτη εγκατασταθέντων φυγάδων … ».
(Προκόπης Παπαστράτης: ΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΡΙΣΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Εισήγησή του στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Ιστορίας με θέμα: ΕΛΛΑΔΑ 1936-1944 (Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση), σελ. 529 – 530. Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος ΑΤΕ. Αθήνα).
Την 3η Μαΐου 1941, η Παλιά Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε απηύθυνε το ακόλουθο μανιφέστο:
«Προς τα μέλη του Κόμματος, τα μέλη της Κομμουνιστικής νεολαίας και τους συμπαθούντες προς την εργατική τάξη, τους υπαλλήλους και τη φτωχομεσαία αγροτιά. Προς τους εφέδρους πολεμιστές, τους αναπήρους και τα θύματα πολέμου, τους πολεμοπαθείς και τους συγγενείς των αιχμαλώτων. Προς τους πατριώτες αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και το στρατό. Προς τους πολιτικούς, εργατικούς και αγροτικούς ηγέτες και στελέχη. Προς την εργαζόμενη και μαθητιώσα νέα γενιά. Προς τους χωροφύλακες κι’ αστυφύλακες, όσοι δεν ξεχνούν πως είναι Έλληνες. Προς όλο τον εργαζόμενο λαό, τους διανοούμενους της χώρας μας και κάθε Έλληνα πατριώτη. Προς τους λαούς των άλλων βαλκανικών χωρών και προς τους στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής” (Μεταξύ των άλλων, στο μανιφέστο αυτό γίνεται λόγος για τη: “ματωβαμένη (βασιλομεταξική) σπείρα που κατάφερε να προκαλέσει τη χιτλερική εισβολή και να προσφέρει κατάλληλο έδαφος δράσης στους προδότες της 5ης φάλαγγας, που τους πιο επικίνδυνους γαλουχούσε στους κόλπους της η ίδια η δικτατορία … Γι’ αυτό ο λαός μας πρέπει να βάλει καλά μες’ στο μυαλό του πως τη λευτεριά θα την ξαναϊδεί μονάχα όταν δε θα ξεχάσει ούτε για μια στιγμή πως η κυβέρνηση των πεμπτοφαλαγγιτών Τσολάκογλου και Σίας και όσοι την ευνοούν, είναι τομάρια που από καιρό πάψαν να είναι Έλληνες…”
Το μανιφέστο αυτό, στο σύνολό του, καλεί τον ελληνικό λαό να αποδυθεί σε αγώνα για την ελευθερία και ανεξαρτησία του και αποτελεί αναμφισβήτητα το πρώτο αντιστασιακό κείμενο μετά την ορκωμοσία της γερμανόδουλης κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Όμως, αργότερα, κατά τη διάρκεια των εργασιών της 6ης Ολομέλειας του Κ.Κ.Ε (1-3 Ιουλίου 1941), που απασχολήθηκε με οργανωτικά θέματα και την ανάληψη αγώνα κατά των κατακτητών της χώρας, προέκυψε ότι και στους κόλπους της Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής είχαν παρεισφρήσει πράκτορες του Μανιαδάκη και άλλα χαφιεδικά στοιχεία, όπως είχε συμβεί και με την Προσωρινή Διοίκηση. Για την εξυγίανση, λοιπόν, του Κ.Κ.Ε θα χρειασθεί να διαγραφούν από το κόμμα κι άλλα στελέχη, ύποπτα για συνεργασία με την Ασφάλεια του Μανιαδάκη. Η απόφαση για τη διαγραφή τους θα ληφθεί αργότερα, κατά την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Ε, η οποία έλαβε χώρα στα μέσα Δεκεμβρίου 1942. (ΤΟ ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμoς 5ος, σελ. 35-40 και 76-77. Αθήνα 1981).
Θεωρώ ότι το Κ.Κ.Ε, σαν κόμμα, δίκαια μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι το πρώτο κόμμα που έσπειρε το σπόρο της αντίστασης στη χώρα μας, όταν τα άλλα αστικά κόμματα, δεξιά και κεντρώα, ή παρέμεναν ουδέτερα κι αδιάφορα ή συνεργάζονταν συνειδητά με τους κατακτητές. Στο διάστημα αυτό, στη Θεσσαλονίκη συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς 20 κομμουνιστές που τους υπέδειξε η Ασφάλεια ως υπεύθυνους για την κυκλοφορία στην πόλη αυτή χιλιάδων αντιτύπων του μανιφέστου του Κ.Κ.Ε, ενώ στην Αθήνα άρχισαν να σημειώνονται οι πρώτες πράξεις σαμποτάζ από κομμουνιστές αγωνιστές. Πρόκειται για την καταστροφή αποθηκευμένου πολεμικού υλικού του ελληνικού στρατού, το οποίο, μετά την συνθηκολόγηση, συγκέντρωναν στα Έμπεδα του Μηχανικού Έλληνες γερμανόφιλοι αξιωματικοί για να το παραδώσουν στους κατακτητές.
Παράλληλα, στην Αθήνα, από τις αρχές του μηνός Μαΐου 1941, είχε συγκροτηθεί η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, η οποία περιέλαβε στους κόλπους της διανοούμενους, γιατρούς κ.α., ενώ, κατά την ίδια περίοδο, σημειώνεται απόδραση από την Κίμωλο, κατά ομάδες, εξόριστων κομμουνιστών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν και υψηλόβαθμα στελέχη. Απόδραση κομμουνιστών σημειώνεται και από τη Φολέγανδρο. Αυτοί που δραπέτευσαν, ενώ αποβιβάζονταν στο Ηράκλειο, συνελήφθησαν από την Ασφάλεια και ξανακλείστηκαν στις φυλακές, παρά το γεγονός ότι απαίτησαν επίμονα να αφεθούν ελεύθεροι για να πολεμήσουν τους Γερμανούς κατά την αναμενόμενη επίθεσή τους κατά της Κρήτης.
Στο διάστημα αυτό, η προαναφερθείσα εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ με προκήρυξή της κάλεσε όλους τους Έλληνες πατριώτες να οργανωθούν και να αναλάβουν αγώνα κατά των κατακτητών. Μία ομάδα μόνιμων αριστερών αξιωματικών, σε πραγματοποιηθείσα μυστική σύσκεψή της στην Αθήνα, διαμηνύει προς όλους τους άλλους αξιωματικούς ότι έχουν υποχρέωση να αγωνισθούν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Σύντομα η ομάδα αυτή έρχεται σε επαφή με το Κ.Κ.Ε και προβαίνει στη δημιουργία του Γραφείου Εξυπηρέτησης Εφέδρων.
Περί τα μέσα Μαΐου 1941, στη Μακεδονία, ύστερα από προηγηθείσα συνάντηση και συζήτηση μεταξύ του Απόστολου Τζανή, εκπρόσωπου του Γραφείου της Κομματικής Οργάνωσης Μακεδονίας – Θράκης του Κ.Κ.Ε και του Συνταγματάρχη Δ. Ψαρρού, αποφασίζεται η ίδρυση της οργάνωσης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, με αποστολή τη δημιουργία αντιστασιακών ομάδων στις περιοχές αυτές. Συγχρόνως, το ίδιο κομματικό Γραφείο εκδίδει το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του με τίτλο «ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ».
Την 20ή Μαΐου 1941, η οργάνωση ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ πραγματοποίησε αλλεπάλληλα σαμποτάζ, όπως καταστροφή μηχανών γερμανικών αυτοκινήτων, βαρελιών βενζίνης, αχρήστευση τηλεφωνικών καλωδίων, ανατίναξη σιδηροτροχιών κ.λπ. Σαν αντίποινα οι Γερμανοί, με βάση ονομαστικές καταστάσεις της Ασφάλειας, συνέλαβαν 297 άτομα και τα έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Μετά την πρώτη απόδραση από τη νήσο Φολέγανδρο εξόριστων κομμουνιστών, σημειώνεται την 18η Μαΐου και δεύτερη. Μεταξύ αυτών που απέδρασαν περιλαμβάνεται και ο Ναουσαίος Γεώργιος Ερυθριάδης (Πετρής), ένα από τα πιο παλιά και δραστήρια στελέχη της Κομματικής Οργάνωσης Νάουσας του Κ.Κ.Ε. (Για τον Γ. Ερυθριάδη βλ. περισσότερα στο βιβλίο μου «Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΝΑΟΥΣΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΚΙΝΗΜΑ» (1918-1937), σελ. 249, 159, 175, 188, 230, 275-276 και 299. Νάουσα 2003.
Την 28η Μαΐου 1941, με πρωτοβουλία στελεχών του Κ.Κ.Ε ιδρύεται στην Αθήνα η οργάνωση “ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ”, η οποία κατά τη διάρκεια όλης της κατοχικής περιόδου προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στους αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης και στον ελληνικό λαό. Κατά γενική ομολογία υπήρξε μια από τις πιο μαζικές αντιστασιακές οργανώσεις. Μετά από δύο ημέρες, δραπετεύουν από τη Γαύδο 7 εξόριστοι κομμουνιστές, οι περισσότεροι ηγετικά στελέχη. Με την άφιξη στην Αθήνα των κομμουνιστών που απέδρασαν από τους διάφορους τόπους εξορίας, αρχίζουν έντονες προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του Κόμματος. Ύστερα από επανειλημμένες μυστικές επαφές και συσκέψεις, διαμορφώνεται προσωρινός κεντρικός καθοδηγητικός πυρήνας του Κ.Κ.Ε αποτελούμενος από μέλη της Κεντρικής Επιτροπής που δραπέτευσαν και από άλλα καθοδηγητικά στελέχη. Εντωμεταξύ, την 20ή Μαΐου είχε αρχίσει ήδη η μάχη της Κρήτης με την αποστολή αλλεπάλληλων αεραγημάτων από μέρους του εχθρού. Επί ένα δεκαήμερο περίπου διεξάγονται σκληρές μάχες. Τέλη του ιδίου μηνός, ολόκληρη η Κρήτη είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς.
Πανικόβλητος ο βασιλεύς Γεώργιος Β’, ακολουθούμενος από τον πρωθυπουργό Τσουδερό και τα ανδρείκελα της κυβέρνησής του, εγκαταλείπουν την Κρήτη και καταφεύγουν στην Αίγυπτο. Μαζί με αυτούς αναχώρησαν για τον ίδιο προορισμό και τα υπολείμματα του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος.. (ΤΟ ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος 5ος, σελ. 455-457. Αθήνα 1981).
Είναι γεγονός ότι αμφότερες οι φασιστικές φατρίες οι οποίες αποτελούσαν τις συνιστώσες της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, τουτέστιν, η αγγλόφιλη του βασιλέως Γεωργίου Β΄ και η γερμανόφιλη του Ιωάννη Μεταξά, είχαν φροντίσει από πριν, σε περίπτωση πτώσης της, να επιζήσουν οι ίδιες μέσα από την ύπαρξη άλλων δυνάμεων ή πολιτικών σχηματισμών, εντός και εκτός της Ελλάδας, που θα ήταν φορείς του πνεύματος και συνεχιστές του έργου της.
Την 30η Μαΐου, στην Αθήνα, μια πράξη των νεολαίων Μανώλη Γλέζου και Απόστολου Σάντα, επισύρει τον παγκόσμιο θαυμασμό. Με ένα ηρωικό τόλμημά τους κατεβάζουν τη χιτλερική σημαία από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Το σχέδιο το οποίο είχαν καταστρώσει οι δύο συνιστώσες της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου για τη δημιουργία δικών τους μηχανισμών στο στρατό και στο κράτος, εντός ή εκτός της Ελλάδας, οι οποίοι θα λειτουργούσαν κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου είτε ανεξάρτητα είτε σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, ήταν απλό, συνάμα όμως και διαβολικό στη σύλληψή του.
Ειδικότερα, προέβλεπε ότι εάν κατά τον διεξαγόμενο παγκόσμιο πόλεμο αναδεικνύονταν νικητές οι Γερμανοί με τους συμμάχους τους που συγκροτούσαν τον Άξονα, καθήκον της εκάστοτε προδοτικής κατοχικής κυβέρνησης της Ελλάδας, μεταξύ των άλλων, θα ήταν όχι μόνο η προστασία της αγγλόφιλης μερίδας και του βασιλέως Γεωργίου Β΄, αλλά και η επαναφορά του τελευταίου στο θρόνο, καθώς, και η επανατοποθέτηση όλων των άλλων ηγετικών και μη στελεχών της σε βασικούς τομείς του κρατικού μηχανισμού. Εάν επρόκειτο να συμβεί το αντίθετο, δηλαδή, να επικρατήσουν στον πόλεμο οι Σύμμαχοι, τότε η αγγλόφιλη μερίδα, η οποία θα κατείχε τα ηγετικά ηνία της χώρας, έπρεπε να θέσει υπό την προστασία της την αντίστοιχη γερμανόφιλη και να διατηρήσει τους υφιστάμενους μηχανισμούς της, η ύπαρξη των οποίων όχι μόνον δεν δημιουργούσε κίνδυνο γι’ αυτήν αλλά της ήταν και απαραίτητη.
Όντως, η περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων θα επιβεβαιώσει απόλυτα την άποψη αυτή. Σαν γνήσιοι κληρονόμοι του πνεύματος της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, οι φατρίες αυτές θα ενισχύσουν τους Γερμανούς κατά την κατοχική περίοδο στον αγώνα τους κατά της Εθνικής Αντίστασης, προδίδοντας, βασανίζοντας, σφάζοντας και σκοτώνοντας σε όλη τη χώρα χιλιάδες αγωνιστές της. Οι ίδιες, αργότερα, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δεν θα διστάσουν να την οδηγήσουν στο δρόμο ενός αιματηρού αλληλοσπαραγμού. Και ασφαλώς, δεν θα αρκεσθούν μόνο σ’ αυτό. Η κατάλυση των βασικών λαϊκών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η εκτροπή και πάλι από την ομαλή πολιτική ζωή της χώρας θα συνεχιστεί και μετά την εμφύλια σύρραξη, με τη δημιουργία μιας νέας δικτατορίας υπό κοινοβουλευτικό μανδύα. Αυτό θα είναι το κυριαρχικό στοιχείο για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Είναι πασίδηλο ότι ο κοινός συνδετικός κρίκος που διατηρούσε τη συμμαχία των φατριών αυτών ακατάλυτη και τις ένωνε άρρηκτα, ήταν το παθολογικό μίσος που έτρεφαν κατά του Κ.Κ.Ε, τη μόνη πολιτική δύναμη στη χώρα που μάχονταν θαρραλέα για την ανατροπή τους.
“Οι κοινωνικές τάξεις και οι πολιτικές δυνάμεις, που αρχικά είχαν φέρει τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά και ύστερα είχαν συνεργαστεί με τους εθνικοσοσιαλιστές κατακτητές, κρατούσαν πάλι σταθερά την εξουσία”. (Bόλφγκανγκ Άμπεντροτ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, σελ. 171-172, Αθήνα 1976).
Άλλωστε και ο απώτερος στόχος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ουσιαστικά, απέβλεπε στη συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης, καίτοι περιστασιακά συμφέροντα τις ώθησαν να συνάψουν συμμαχία μαζί της.
“Oύτε για μια στιγμή οι αλληλοσπαρασσόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δε σταμάτησαν τις προσπάθειές τους για να μετατρέψουν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε μια μεγάλη αντισοβιετική – αντεπαναστατική σταυροφορία. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αφού προηγούμενα υπόταξε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, αφού έβγαλε από τη μέση τον επικίνδυνο ανταγωνιστή του – τη Γαλλία – και έβαλε στην υπηρεσία του το οικονομικό – πολεμικό δυναμικό των βιομηχανικών ευρωπαϊκών χωρών, θεώρησε ότι οι Αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές θα αποδέχονταν την καινούργια κατάσταση και θα του αναγνώριζαν τον παγκόσμιο ηγεμονικό του ρόλο, αν τα κατάφερνε να συντρίψει τη Σοβιετική Ένωση”. (Νίκος Ψυρούκης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Τόμος 1ος, σελ. 56. Αθήνα 1975).
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι, και στην περίπτωση αυτή, οι προαναφερόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, καίτοι εμπόλεμες μεταξύ τους, διακατέχονταν από έναν βαθύτατο αντικομμουνισμό. Οι ηγήτορες του ιμπεριαλιστικού συμμαχικού στρατοπέδου ουδέποτε εγκατέλειψαν την ιδέα μιας συμμαχίας με τη ναζιστική Γερμανία, ακόμα και όταν αυτή κατέρρεε, προκειμένου από κοινού με αυτήν να στραφούν κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
—————–
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό, με μερικές προσθήκες, αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο μου «Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» (1941-1944). ΝΑΟΥΣΑ 2006, Σελ. 13 -30.
——————
*ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΠΥΡ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΝΑΟΥΣΑ
Στέργιος Σπυρ. Αποστόλου Βιογραφικά στοιχεία – Εργογραφία (κάνετε κλικ)