Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας…1 / Η αναπόδεικτη “πρώιμη κάθοδος Σλάβων” εν Ελλάδι…

Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος (γνωστός ως Μαυρίκιος ή Μαυρίτιος): 539-602, βασ. 582-602.

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 1

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

Γιώργης Σ. Έξαρχος*

Είναι καιρός τώρα που έχω θέσει σε «αγρανάπαυση» την δημοσιογραφική μου «ιδιότητα», ασχολούμενος πυρετωδώς με την ιστορική συγγραφή επί θεμάτων που με «απασχολούν», καθώς και με τη λογοτεχνία. Μετά την έκδοση όμως ενός πολυσέλιδου έργου μου (Γιώργης Σ. Έξαρχος, Ελλαδικοί – Αρμάνοι – Βλάχοι Απόγονοι των Πελασγών. Ιστορικές, Αρχαιολογικές, Γλωσσολογικές Μαρτυρίες από το 1931 π.Χ. έως σήμερα. / Hellenics – Armanians – Vlachs Descendants of thw Pelasgians. Historical – Archaeological – Linguic Testemonialas from 1931 BC until today. Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη Θεσσαλονίκη 2021. Σχήμα 20 x 30, σελ. 2.478), στο οποίο καταρρίπτονται πλήθος «στερεότυπων παραδοχών» και «αναπόδεικτων ισχυρισμών», που αναπαράγονται διά της… ιστοριογραφίας και της επίσημης εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, φίλοι συνάδελφοι-ακαδημαϊκοί δάσκαλοι Α.Ε.Ι., με «πιέζουν» και με «παροτρύνουν» να δημοσιοποιήσω τα στοιχεία κατάρριψης αυτών των παγιωμένων (και δήθεν επιστημονικών) ισχυρισμών, με κείμενα που να απευθύνονται στο ευρύ κοινό, ώστε να γίνει η ιστορική αλήθεια ευρύτερα γνωστή.

Αυτό και πράττω με το παρόν «Διαδρομές… Αυτογνωσίας… 1» από τον σπουδαίο «τοίχο» (ή τις σελίδες) της φιλόξενης «Φαρέτρας». Η σειρά, παρ’ όλο τον εκλαϊκευτικό χαρακτήρα της, δεν πρόκειται να θυσιάσει τον επιστημονικό λόγο, ο οποίος είναι αναγκαίος για απόδειξη της ιστορικής αλήθειας που σκοπιμότητες την κατακρεουργούν.

Πηγή μας είναι το: Acta Sanctorvm, Octobris, Tomus Quartus – Acta Sanctorum Mensis October – Acta Sanctorum Octobris, Ex Latinis & Graecis, aliarumque gentium Monumentis, servata primigenia veterum Scriptorum phrasi, Collecta, Digesta, Commentariisque & Observationibus Illustrata, A Constantino Suyskeno P.M., Cornelio Byeo, Jacobo Bueo, Josepho Ghesquiero, Ignatio Hubeno, Presbyteris Theologis, Tomus IV, Duo dies octavus & nonus continentur. Bruxellis, Typis Regiis, MDCCLXXX [1780] – Miracula e duobus codicibus Mss. Graecis, altero bibliotheca Vaticana 821, altero olim Mazarinao, nunc region Parisiensi 1517, accepta, Interprete Cornelio Byeo. Μiraculorum Liber II, Auctore Anonymo. Το περιεχόμενο της πηγής τούτης είναι τα «ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ», Χρονολογίας 680-690 μ.Χ. Τι αναφέρονται σε αυτή την πηγή; Ιδού:

Άγιος Δημήτριος (280-306). Η εικόνα του είναι αντιγραφή της Στήλης του Δεξίλεω, 394 π.Χ.

1ο: «158. Εγένετο τοίνυν, ως είρηται, επί της ου εν οσία τη μνήμη επισκοπή Ιωάννου το των Σκλαβίνων επαρθήναι έθνος, πλήθος άπειρον συνταχθέν απότε των δρογουβιτών, σαγουδατών, βελεγεζητών, βαϊουνητών, βερζητών, και λοιπών εθνών, πρώτως εφευρόντων εξ ενός ξύλου γλυπτάς νήας κατασκευάσαι κατά θάλασσαν οπλισαµένους, και πάσαν την Θετταλίαν και τας περί αυτήν νήσους και της Ελλάδος, έτι µην και τας Κυκλάδας νήσους, και την Αχαΐαν πάσαν, την τε Ηπειρον και το πλείστον του Ιλλυρικού και µέρος της Ασίας εκπορθήσαι, και αοικήτους . . . πλείστας πόλεις και επαρχίας ποιήσαι, βουλεύσασθαι τε οµοθυµαδόν και κατά της ειρηµένης ηµών φιλοχρίστου ταύτης πόλεως παρατάξασθαι και ταύτην ως τας λοιπάς εκπορθήσαι· είτα ως και επί τούτοις ομογνώμονες γενόμενοι, άπερ κατεσκεύασαν εκ μονοδένδρων γλυπτάς νήας, απείρους τον αριθμόν υπαρχούσας, κατά το προς θάλατταν κατεστρατοπέδευσαν μέρος· το ως λοιπόν αναρίθμητον πλήθος διάτε ανατολής, άρκτου και δύσεως δε όλων επτά μερών την θεοφρούρητον ταύτην περιστοιχήσαι πόλιν μεθ’ εαυτών επιξυνάς έχοντες τας εαυτών γενεάς μετά και της αυτών αποσκευής, οφείλοντας εν τη πόλει μετά την άλωσιν τούτους ευκαταστήσαι.» (Ό.π., σ. 162).

2ο: «160. Σύνταξιν γαρ του παντός του Σκλαβίνων έθνους ποιησαμένων, ομοθυμαδόν και αίφνης προσβαλείν τω τείχει ον εν ταις ναυσίν όντες σκλαβίνοι σκέψιν ταύτην εποιήσαντο εφ’ ω ταύτας επάνωθεν σανίσι τέ και ταις λεγομέναις βύρσαις σκεπάσαι, όσαις τω τείχει μελλούσας προσορμήσαι, άπληγας τους έλατας εκ των από των τείχεων λίθους ή όπλα ακοντιζόντων κατ’ αυτών φυλάξειεν· και αύτη . . . πρώτη εκ της άνω ροπής δίδεται αυτοίς διά του μάρτυρος η δειλία, εις το μη ευθυδρόμως προσπελάσαι τη πόλει, ελλ’ εις τόπον κολπώδη ορμέσεως τινός υπαρχούσης το επικληθέν εκ αρχαίων Κελλάριον…» (Ό.π., σ. 163).

3ο: «162. Και τριών ούτως διαδραμουσών και των Σκλαβινών νηών, ως αποκηλίον δύο του τείχους παραπλεουσών, και τόπους ευαλώτους εφ’ εκάστην ημέρας κατασκοπούντων, όθεν των ελπιζομένων την πόρθησιν ποιήσανται, τη τετάρτη ημέρα συν τη του εωσφόρου αναβάσει άπαν το βάρβαρον φύλον ομοθυμαδόν ανακράξαν εκπάντοθεν τω τείχει της πόλεως προσέβαλον, οι μεν διά πετροβόλων κατασκευασμένων λίθους ακοντίζοντες, άλλοι προσάγοντες κλίμακας προς τω τείχει εκπορθείν επερώντο. Άλλοι εν ταις πύλαις πυρ αποκομίζοντες, έτεροι βέλη καθάπερ νιφάδας χειμερινάς τοις τείχεσιν απέπεμπον· και την θεωρείν το παράδοξον εκείνο των όπλων νέφος καθάπερ χαλαζοτόκος πληθύς τας του ηλίου ακτίνας συσκίαζεν, ούτως τον αέρα τοις τοξεύμασι και ταις βολαίς των λίθων καλύψαν.» (Ό.π., σ. 163-164).

4ο: «169. Μετά γαρ την ήδη αφηγηθείσαν των σκλαβίνων, ήτοι του χάτζων πάμπληθον ορμήν, και την επ’ αυτοίς γεγενημένων διά του αθλοφόρου ευάλωτον δικαίαν κατασφαγήν, και λοιπόν ως επωνείδι-στον αυτοίς τον καθ’ ημάς γενέσθαι πόλεμον, βλάβην τε ου μικρά αυ-τούς υπομένειν, εκ τούτους υπ’ αυτών αιχμαλωτισθέντας εις την καθ’ ημάς αποφεύγοντας θεόσωστον πόλιν ελευθερούσθαι διά του οδηγού και λυτρωτού αυτών και ημών κηδεμόνος Δημητρίου· […] Σκέψεις ουν τούτοις εκ πόνου μεγίστου γεγένηται, και δώρα πάμπολα συναθροίσαν-τες τω των Αβάρων χαγάνω δι’ αποκρισιαρίων έστειλαν υπόσχεσιν πλείστης ολκής χρημάτων, μετά και των μελλόντων πορθήσαι, ως αυτοί διαβεβαιούντο, εκ της καθ’ ημάς πόλεως παρέχειν επαγγειλάμενοι, είγε την αυτού επί τούτο παράσχειεν αυτοίς συμμαχίαν· ως ευαλώτου της πόλεως παρ’ αυτώ καθομολογηθείσης, ταύτης φασκόντων παρ’ αυτοίς ληφθησομένης, και μη μόνον εις μέσον αυτών καθεστάναι, δι’ ότι τας υπ’ αυτήν πάσας πόλεις και επαρχίας εξ αυτών αοικήτους γενέσθαι, ταυτήν και μόνην, καθώς είρηται, εμμέσω αυτών υπάρχειν, και αυτήν υποδέχεσθαι πάντας τους αποφύγους των εκ του Δανουβίου μερών, παννονίας τε και Δακίας και δαρδανίας, και των λοιπών επαρχιών τε και πόλεων, και εν αυτή επερείδεσθαι.» (Ό.π., σ. 167).

5ο: «170. Προθύμως ουν ο λεχθείς των Αβάρων χάγανος αιτηθείς παρ’ αυτών εκπληρώσαι σπουδάζων τα ενδότερον αυτού πάντα βάρβαρα φύλα συναθροίσας, άμα τε των πάντων σκλαβίνων και απείρων εθνών αναριθμήτων λαών, παρετάξατο μετά διετή χρόνον τη μαρτυ-ροφυλάκτω ταύτη ημών πόλιν, και ιππέας επιλέκτους εγκατοπλίσας δρόμω ταχυτάτω προέπεμψεν αγνώστως επιβήναι αθρόον τη πόλει, και τον αυτής λαόν έξω λαβόντας ή και κατασφάξαντας…» (Ό.π., σ. 167).

6ο: «187. Και ούτως των λεχθέντων βαρβάρων […] και ως εκείσε δη εκ του λεχθέντος παραπυλίου τους σκλάβους τη πόλει εισβαλόντας τού-τους, εκδιώκειν και τη ράβδω μαστίζειν λέγων· κακώς ο Θεός ήγαγεν αυτούς, λοιπόν εγώ τι ποιώ ώδε. | 188. Και ούτως αυτούς έξω διά του λεχθέντος παραπυλίου εκ της πόλεως εξεώσασθαι. Τούτο θαύμα της θεωρίας αυτίκα εξηγηθέν θάρσος καν μικρόν τοις πολίταις ενέθηκεν·» (Ό.π., σ. 174).

7ο: «190. Οι τε βάρβαροι προς αλλήλους μαχόμενοι έλεγον τοις διε-γείρασεν αυτούς, ουκ ελέγετο ημίν, μηδένα εν τη πόλει υπείναι, ειμή τινας γέροντας και ολίγα γυναικάρια και πόθεν η τοσαύτη πληθύς του εν τη πόλει λαού ή αντιπαραταξαμένη ημίν; Τούτο και πάσιν δήλον καθέστηκεν, ως η των αγίων διά του αθλοφόρου γενομένη τη πόλει υπέρ ημών συμμαχία . . . Και ταύτη και πάλιν διά των του φιλοπόλιδος πρεσβειών γεγένηται η συμμαχία· των γαρ απάντων σκλαβίνων των από του στρυμώνος και ρυγχίνους, λοιπών εκ των ένθεν μερικώς κα-ταπαυσάντων και διαζεύκτων όπλων, τους θαλαττίους πλοτήρας τους επί παρακομιδή καρπών εν τη βασιλευούση ανιόντας πόλει παμπόλους εκπορθήσαντες, οπότε των νήσων και της στενής θαλάττης, και των επί το πάριον και προκόννησον τόπους και αυτούς τους εις το τελωνείον άμα των πλοείμων αιχμαλωτίσαντες μετά πλείων νηών οίκοι επί θυλάκους απίασιν.» (Ό.π., σ. 174).

8ο: «192. Αλλά και εν τούτω του ασθενούς, ως λέλεκται, μάρτυρος με-τά των λοιπών αγίων καθοπλισαμένου, νίκαις το ρωμαϊκόν κατά των σκλαβίνων ανέδειξε στρατόπεδον και εις ας αυτοί πεποιήκασιν ενέδρας τους αυτών σθεναρούς και εξόχους και οπλίτας κατέσφαξαν, και έφυγεν πάσα η βάρβαρος φυλή, ώστε τινάς εισδραμόντας τη καθ’ ημάς θεοφυλάκτω πόλει κρυφηδόν διέγειραν, εφ’ εξελθείν εις τας αυ-τών κάσας τας πλησίον, και καρπούς τους αυτών λαβείν διά του αφατού φόβου, και της γενομένης εν αυτοίς κατασφαγής τας αυτών φαμίλιας πάντα· καταλιπόντας τοις μέρεσιν προσπελάσαι, και την θεωρήσαι τους νικηθέντας και φυγάδας πολίτας, άμα γυναιξί και τέκνοις, εις τας κάσας των περί πολίν και λοιπών πλησιαζόντων τόπων απίοντας και φέρουν σίτον, όσπρια…» (Ό.π., σ. 175).

9ο: «193. Του γαρ στρατού εκείσε εκ του δικαίως και ευσεβώς βασιλεύειν ημίν λαχόντος σταλέντος επί παρατάξει των σκλαβίνων, σιτοφόρα σκάφη και προ της ημών αιτήσεως ενταύθα απέστειλε.» (Ό.π., σ. 175176).

10ο: «195. Ως έστε, φιλόχριστοι, εν τοις προτέροις την των σκλαβίνων, ήγουν του κληθέντος χάτζονος και των αβάρων και εν μέρει έκθεσιν εποιησάμεθα, και ότιπερ το ιλλυρικόν σχεδόν άπαν, ήγουν τας αυτού επαρχίας, λέγω δη, παννονίας δύο, δακίας ωσαύτως δύο, δαρδανίας, μυσίας, τριβάλεως, ροδώπης, και πασών επαρχιών έτι μεν και θράκης, και του προς βυζαντίου μακρού τείχους και λοιπάς πόλεις και πολιτείας εκπορθήσαντες, άπαντα τον αυτόν λαόν εις το εκείθεν προς παννονίαν μέρος το προς τω Δανουβίου ποταμώ, ήτινος επαρχίας πάλαι μητρόπολις υπήρχεν το λεχθέν σερμείον· εκείσε ουν, ως είρηται, τον άπαντα λαόν της αιχμαλωσίας κατέστησεν ο λεχθείς χαγάνος, ως αυτώ λοιπόν υποκειμένους· εξ εκείνου ουν επιμιγέντες μετά βουλγάρων και Αβάρων και των λοιπών εθνικών και παιδοποιησάντων απαλλήλων και λαού απείρου και παμπόλου γεγονότος, παις και παρά πατρός έκαστος τας ενεγκαμένας παρειληφόντων και την ορμήν του γένους κατά των ηθών των Ρωμαίων, και καθάπερ εν τη αιγύπτω επί του Φαραώ ηυξάνετο το των εβραίων γένος, ούτω και εν τούτοις κατά τον όμοιον τρόπον διά της ορθοδόξου πίστεως και αγίου και ζωοποιού βαπτίσματος ηύξετο το των Χριστιανών φύλον, και θάτερον θατέρω περί των πατριών τοποθεσιών αφηγούμενος, αλλήλοις τους εν ταις καρδίαις της απο-δράσεως υφήτελον.» (Ό.π., σ. 179-180).

11ο: «197. […] εισελθόντων πλείστων εις τας των σκλάβων σκηνάς …» (Ό.π., σ. 180).

12ο: «198. Τούτουτί γνωσθέντων παρά του ειρημένου πρώτου αυτών κούβερ, και μη δυναμένου τον εγκείμενον εν τη καρδία αποκαλύψαι δόλον, εσκέψατο μετά του αυτού συμβούλου επί οικεία απωλεία και γνώμη και ταύτην κρυφιδόν βουλήν ιστά, ώστε τινα των αυτού αρχόν-των έξοχον όντα και πανούργον ον πάσι, και την καθ’ ημάς επιστάμενον και πανούργον ον πάσι, και την καθ’ ημάς επιστάμενον γλώσσαν και την Ρωμαίων, Σκλάβων και Βουλγάρων, και απλώς εν πάσιν ηκονημένον και γέμοντα πάσης δαιμονικής μηχανής ανάστατον γενέσησθαι και τη καθ’ ημάς και αυτόν το δοκείν ως τους λοιπούς προσπελάσαι θεοφυλάκτω πόλει, και δούλον εαυτόν προσποιήσασθαι του πιστού βασιλέως, και λαόν μετ’ αυτού πλείστον εισβαλείν προς ημάς, τα αυτού δειν φρονούντας και ένθεν και εκ των τρόπων τούτων την πόλιν δε εμφυλίου πολέμου ελείν· ενταύθα δηλονότι μετά την αυτής πόρθησιν οφείλοντος εγκαταστήναι του λεχθέντος κούβερ μετά της αυτού αποσκευής και των λοιπών αρχόντων, και ένθεν ωχυρωμένον αντιπαρατάσσεσθαι των πέριξ εθνών, και των τούτων δεσπόζειν, και πολεμών τας νήσους και την Ασίαν, έτι ως και τον το κράτος έχοντα της βασιλείας.» (Ό.π., σ. 180-181).

13ο: «208. Γέγονέ τις εξ Αφρικής ανήρ, ως μεν συνετός ως και τα θεία θεοσεβής, και πολύς μεν την αρετήν, αρχιερατικώ και κοσμούμενος αξιώματι· όνομα τούτου Κυπριανός· ούτος την προς βασιλίδα τότε διά τινας χρείας στελλόμενος περίπου τους της Ελλάδος τόπους απροσδόκητα τω των σκλαβινών έθνος ενήδρευται. Απάγεται τοίνυν τη σφων χώρα ανδράποδον ο κατ’ άμφω σεμνός και πολιός εκείνος αρχιερεύς. Εντεύθεν αυτώ δουλεία βαρβαρικήν, και δούλος βαρβάρου δεσπότου και ακαθάρτου και άντεκρος μιαιφόνου θηρός ο θύτης και οικονόμος της καθαράς και αναιμάκτου θυσίας, και των λογικών του Χριστού θρεμμάτων ποιμήν και διδάσκαλος, κόφινον επί των ώμων αυτώ καθ’ εκάστην, και κόπρους της βαρβαρικής ιπποστασίας εκφόρησις.» (Ό.π., σ. 187).

14ο: «215. Τι τούτο; Μήποτε και αύθις ο εκ βουλγάρων κλέπτης τη φυλακή επεδήμησε, και δεσμίους εξάρσασιν; ήδει γαρ ως πολλάκις τω μάρτυρι πολλούς δεσμίους εκ της φρουράς εζημίωτο·» (Ό.π., σ. 188-189).

Έχουμε σταχυολογήσει όλα τα χωρία και εδάφια με αναφορές σε αυτές τις φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες των Σκλαβίνων ή Σκλάβων (με την ποικίλη πολυωνυμία τους), και δεν υπάρχει πουθενά η λέξη Σλάβος. Οι σύγχρονοι «βάφτισαν» αυτούς Σλάβους! Πώς όμως έχουν τα πράγματα; Ας τα βάλουμε σε μία σειρά:

Το Βιβλίο Α΄ (βλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: 605-630) με «Τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» και τούτο το Βιβλίο Β΄, παρουσιάζουν ομοιογένεια και είναι τα παλαιότερα, γιατί το Βιβλίο Γ΄ είναι του 10ου αιώνα. Το Α’ περιέχει 15 κεφάλαια και είναι έργο του αρχιεπίσκοπου Θεσσαλονίκης Ιωάννη (605-630), αν και τα περισσότερα θαύματα του Α’ είναι επί επισκοπείας του Ευσεβίου (585-603 ή 597-603). Το Β’ γράφτηκε από Ανώνυμο 70 έτη μετά τη συγγραφή του Α’, μεταξύ 680 και 690. Ίσως ο Ανώνυμος είναι κληρικός, που γνωρίζει το έργο του Ιωάννη και θέλει να το συμπληρώσει. Τα θαύματα 1-3 είναι αφηγήσεις της εποχής του Ιωάννη, και τα θαύματα 4-6 είναι της εποχής του ανώνυμου. Το πιο ενδιαφέρον των «Θαυμάτων» αυτών (Βιβλία Α’ και Β’) είναι ότι αναφέρουν γεγονότα που δεν είναι γνωστά από άλλη πηγή.

     Τα «Θαύματα», λοιπόν, πέρα από τα της λατρείας του Αγίου Δημητρίου, δίνουν πληροφορίες για επιδρομές Σκλαβίνων ή Σκλάβων (ήτοι δρογουβιτών, σαγουδατών, βελεγεζητών, βαϊουνητών, και βερζητών), Αβάρων και Βουλγάρων, στα τέλη του 6ου αιώνα και στις αρχές του 7ου, για τις πολιορκίες της Θεσσαλονίκης και για τις εγκαταστάσεις Σκλαβίνων κατά τον 7ο αιώνα.

Ο χαγάνος των Αβάρων Βαϊάνος μετά από αποτυχημένο πλησίασμα του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, επιτέθηκε κατά της Θεσσαλονίκης μαζί με τους Σκλαβίνους, με στρατό πάνω από 100.000, κατά τη διήγηση, που εμφανίστηκε στην πόλη στις 22 Σεπτεμβρίου, τέσσερις ημέρες νωρίτερα απ’ ό,τι τον περίμεναν οι κάτοικοι της πόλης. Οι εισβολείς λόγω της νύχτας πολιόρκησαν πρώτα το φρούριο της αγίας Ματρώνας, γιατί νόμιζαν ότι ήταν η πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία εκείνο τον καιρό είχε αποδεκατισθεί από λοιμό που κράτησε έως τον Ιούλιο. Τότε πολλοί κάτοικοι είχαν αποκλεισθεί έξω από τα τείχη της πόλης, στα προάστια και στους αγρούς, εξαιτίας της απροσδόκητης πολιορκίας. Από την πρώτη ημέρα της πολιορκίας οι Άβαροι και οι Σκλαβίνοι είχαν προβλήματα επισιτισμού, από το πρώτο βράδυ άναψαν φωτιές γύρω από την πόλη και ετοίμαζαν τις πολιορκητικές μηχανές. Την τρίτη ημέρα υπήρξαν λιποταξίες και οι λιποτάκτες φιλοξενούνταν στα αχρησιμοποίητα λουτρά της πόλης. Την τέταρτη ημέρα οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο και απελευθέρωσαν το ανατολικό προτείχισμα που είχαν κατασκάψει οι εχθροί. Την πέμπτη ημέρα οι πολιορκητές θέτουν σε κίνηση καταπέλτες, οι πολιορκημένοι καίνε έναν, αλλά οι επιτιθέμενοι συνεχίζουν την επόμενη χωρίς να καταφέρνουν να δημιουργήσουν ρήγματα στο τείχος. Οι πολιορκημένοι κάνουν έξοδο από την πύλη Ενοράτα και σφάζουν πολλούς Αβάρους και Σκλαβίνους, που πλένονταν στη θάλασσα. Οι πολιορκητές καταφεύγουν στους γειτονικούς λόφους, άρχισαν να κλέβουν ο ένας τον άλλον, και στη διάρκεια της νύχτας αναχώρησαν. Οι Θεσσαλονικείς το έμαθαν από τους λιποτάκτες, ότι οι πολιορκητές φεύγουν οριστικά, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τους ιππείς οι οποίοι ερεύνησαν τα πέριξ. Οι λιποτάκτες παραδόθηκαν για να μην πεθάνουν από την πείνα. Μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη οι Άβαροι και οι Σκλαβίνοι επιστρέφουν στις παννονικές πεδιάδες, πέρα από τον Δούναβη. Η πολιορκία, με βάση την ημερομηνία του κειμένου (Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου) έγινε ή το 586 ή το 597, όταν ήταν επίσκοπος Θεσσαλονίκης ο Ευσέβιος (585-602). Πιο πιθανή χρονολογία πολιορκίας της Θεσσαλονίκης είναι το 597. – Βλ. Επαμεινώνδα Χρυσανθοπούλου, Περί του «Χρονικού της Μονεμβασίας», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Έτος ΚΑ’ (1951), σ. 238-253, στο οποίο αποκρούει την άποψη περί καθόδου Σλάβων στην Πελοπόννησο, με βάση το πολύ γνωστό Ιβηριτικό Χρονικό «Περί κτίσεως μονεμβασίας», ενώ αναφέρεται και στα κείμενα των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου.

Πολύ πιο νωρίς, το έτος 267, επί αυτοκράτορος Γαλιηνού (~218-268, βασ. 253-260, 260-268) Έρουλοι κατήλθαν από τη Δακία και έφτασαν ως το Αιγαίο πέλαγος, κατέλαβαν πολλά νησιά και αποβιβάστηκαν σε μέρη της Αττικής και της Πελοποννήσου:

«Τότε και Αίρουλοι πεντακοσίαις ναυσί διά της Μαιωτίδος λίμνης επί τον Πόντον διαπλεύσαντες το Βυζάντιον και Χρυσόπολιν κατέλαβον. ένθα συμβαλόντες μάχην και μικρόν υποτρέψαντες προς το στόμιον του Ευξείνου Πόντου το λεγόμενον ιερόν τη εξής αισίω καταπλεύσαντες πνεύματι τον πορθμίον Κυζίκου μεν πρώτον μεγίστης πόλεως Βιθυνίας προσάγουσιν, είτα και τας νήσους Λήμνον και Σκύρον δηούσι. και εις την Αττική φθάσαντες εμπιπρώσι τας Αθήνας Κόρινθόν τε και Σπάρτην και το Άργος και την όλην Αχαΐαν κατέδραμον έως Αθηναίοι κατά τινας δυσχωρίας ενεδρεύσαντες αυτούς πλείστους ανείλον, συνδραμόντος και Γαλιηνού του βασιλέως, και τρισχιλίους ανελόντες παρά τον Νέσσον. τότε Ναυλοβάτος ο των Αιρούλων ηγούμενος Γαλιηνώ τω βασιλεί δους εαυτόν έκδοτον υπατικής ηξιώθη τιμής παρ’ αυτού. Αυρίολος δε τις Ρωμαίων στρατηγός Κελτικός τον Γαλιηνόν δολοφονεί.» (Georgius Syncellus et Nicephorus Cp., Ex Recensione Gulielmi Dindorfii, Volumen I, Bonnae, MDCCCXXIX [1829], σ. 717).

Αργότερα, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου, το έτος 395, ο Αλάριχος εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης αλλά επειδή δεν μπόρεσε να την εκπορθήσει κατηφόρησε προς Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, λεηλατώντας τες και ερημώνοντάς τες, και έφτασε μέχρι τις Θερμοπύλες. Συνέχισε το βάρβαρο έργο του εισβάλοντας και καταστρέφοντας τις περιοχές Λοκρίδας, Φωκίδας, Βοιωτίας και Αττικής, όπου σκότωσε πολλούς από τους κατοίκους, και από τον Ισθμό εισήλθε στην Πελοπόννησο, όπου καμία πόλη εκεί δεν ήταν τότε τειχισμένη, και έτσι εισήλθε και κατέστρεψε ανεμπόδιστα τις πόλεις Κόρινθο, Αίγιο, Πάτρα κ.λπ., ήτοι πάντα από τον Ισθμό μέχρι το Ταίναρο μέρη, εξανδραποδίζοντας και σφάζοντας πλήθος ανθρώπων. Από την Πάτρα ο Αλάριχος πήρε την κατεύθυνση προς Ρίο – Αντίρριο, πέρασε σε Αιτωλία και Ακαρνανία, κατόπιν στην Ήπειρο και από εκεί τράβηξε για δυτική Ευρώπη. Από τις σφαγές των ορδών του Αλάριχου ο πληθυσμός των ελληνικών χωρών μειώθηκε δραματικά.

Είναι όμως πολυθρύλητη η «Εισβολή και εγκατάσταση βαρβάρων στην Πελοπόννησο», κατά το έτος 586, επί ημερών Μαυρικίου, και δη εισβολή Αβάρων που –μέσω Θράκης– κατά τα έτη 587 ή 588, διά της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Αττικής κατήλθαν στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν στα μέρη της δυτικής Λακωνίας, ιδίως στον Ταΰγετο. Οι πηγές που «αναφέρουν» αυτό το γεγονός είναι εν πρώτοις οι εξής:

α) Ο Ευάγριος (6ος αι.), που γράφει: «[Επί Μαυρικίου] Τούτων ώδε χωρούντων, οι Άβαρες δις μέχρι του καλουμένου μακρού τείχους διελάσσαντες, Σιγγιδόνα Αγχίαλόν τε, και την Ελλάδα πάσαν, και ετέρας πόλεις και φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσαντο, απολλύντες άπαν-τα και πυρπολούντες των πολλών στρατευμάτων κατά την Εώαν ενδιατριβόντων.» (Εκκλησιαστική Ιστορία, ΣΤ. 10, στ. 2860).

β) Το Χρονικόν της Μονεμβασίας (10ος αι.), που γράφει: «Του δε Μαυρικίου των σκήπτρων επιλημμένου κατά το εξακισχιλιοστόν εβδομηκοστόν ε’ έτος, ο δε Χαμνός [Χαγάνος], λύει τας σπουδάς αιτών υπέρογκα και εχειρώσατο Θετταλίαν Ελλάδα Αττικήν και Έβοιαν [sic] και Πελοπόννησον. και καταφθείραντες τα γένη κατώκησαν αυτοί εν αυτή. οι δε δυνηθέντες εκφυγείν, διεσπάρησαν. και η μεν των Πατρών πόλις κατωκίσθη εν τη των Καλάβρων χώρα του Ρηγίου. οι δε Αργίοι εν τη Ορόβη. οι δε Κορίνθιοι εν τη Αιγίνη μετώκησαν. τότε και οι Λάκωνες, το πατρώον έδαφος καταλοιπόντες εν τη Σικελία εξέπλευσαν κατοικούντες εν τόπω καλουμένω Δέμαινα και αντί Λακαιδεμονιτών Δεμαινίται κατονομάζονται. οι δε λοιποί εκ των επισήμων δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν ισχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες. διά το μίαν έχει τον εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον. εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά του ιδίου επισκόπου. οι δε έτεροι των επισήμων μετά των θερμάτων νομής και αγροικικών κατωκήθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχινοίς τόποις. οι και επεσχάτων Τζακωνίας επονομάσθησαν. διά το και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι. τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόνησον διώκησαν επί χρόνους σιη [218].»

Φρονώ ότι από αυτό το «Χρονικόν» δεν έχει προσεχθεί η εισαγωγή: «Γένος οι Άβαρες έθνος Ουνικόν και Βουλγάριον· είχον γαρ τας κόμας μακράς πάνυ δεδεμένας πρανδίοις και πεπλεμμένας, η δε λοιπή φορεσία αυτών ομοία των λοιπών Ούννων. ούτοι υπήρχον έθνος των αμαξοβίων των υπό τον Καύκασον τα επέκεινα πεδία νεμόμενοι επεί επικακών πεπόνθαση παρά των γαιτυιότων αυτοίς Τουρκών τούτο φεύγοντες ιδίας απαναστάντες χώρας και τον αιγιαλόν του Ευξείνου διαβάντες αφίκοντο επί τον Βόσπορον.»

Η λ. «γαιτυιότων» δεν σημαίνει «γειτνιώντων», όπως την παραφράζουν ή μεταλλάσσουν οι σχολιαστές, μα «υιοί Γαιτών / υιοί Γετών», και μόνον έτσι αποκτά κι έχει νόημα η συγκεκριμένη φράση και διατύπωση.

Ο Καρλ Χοπφ (Karl Hopf, 19 Φεβρουαρίου 1832 – 23 Αυγούστου 1873) ήταν Γερμανός ιστορικός, που ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την ιστορία του Μεσαίωνα, με πολύ αξιόλογο συγγραφικό έργο.

Ο Χοπφ γράφει: «Οι Σκλαβηνοί της 6 και της 7 εκατονταετηρίδος είναι οι Βούλγαροι οι επί την εκατονταετή κοινήν υποδούλωσιν αποσλαβωθέντες· οι νέοι Σκύθαι και Ούννοι των Βυζαντίων, οίτινες ει και πολύ εξ αρχής ανόμοιοι ικανώς ήδη συγκεχωνευμένοι περιγίνονται των ξένων Αβάρων, ώσπερ πρότερον οι Λαγγοβάρδοι και οι Άβαροι ηνωμένοι είχον καταστρέψει τους Γέπιδας, και προ μιας εκατονταετηρίδος οι Γότθοι οι Γέπιδες και οι Σλάβοι τους Ούννους. Επί κεφαλής των σλαβικών φυλών, αίτινες παρορμώνται έκτοτε προς Βυζάντιον και ζητούσι μονίμους οικήσεις περί τον Αίμον, αναφαίνονται οι Βούλγαροι, όχι πλέον τουρανικόν, αλλά αντικόν – σκλαβηνικόν φύλον.» (Καρόλου Χοπφ, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι. Ανασκευή των θεωριών Φαλμεράυρ, μεταφρασθεί-σα εκ του Γερμανικού υπό Φραγκίσκου Ζαμβαλδή, καθηγητού εν Βενετία, Εν Βενετία, Εκ του Τυπογραφείου «Il Tempo», 1872, σ. 19).

«Κατά των περί Θεσσαλονίκην σλαβικών φυλών διηυθύνθη αναμφιβόλως η τω 657 εκστρατεία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Β΄, 641-668, προς την “Σκλαβηνίαν”, εκ της οποίας επανήλθε απαγαγών πολλούς αιχμαλώτους υποτάξας την χώραν. Αλλ’ επί της δυστυχούς βασιλείας Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου, 668-685, οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι επωφεληθέντες του τη αυτοκρατορία υπό των Αράβων επικείμενου κινδύνου, προσέβαλον επανειλημμένως την Θεσσαλονίκην, σκοπεύοντες να αποκτήσωσι και εκεί την ανεξαρτησίαν. Ο βιογράφος του Αγ. Δημητρίου τίθησι τούτο το συμβεβηκός επί των ημερών του αρχιεπισκόπου Ιωάννου Β’ όπερ δύναται να ορισθή μετά βεβαιότητος κατά τα έτη 675-681. Τω 675, καθ’ ον χρόνον η πρωτεύουσα υπέμενε την τετάρτην πολιορκίαν υπό των Αβάρων, πολυάριθμοι Σλάβοι περιπλέοντες επί πλοιαρίων το Αιγαίον πέλαγος διήρπαζον τα παραθαλάσσια της Θεσσαλίας, της Ελλάδος, της Ηπείρου, της Ιλλυρίας, τας νήσους και μέρος αυτής της Μικράς Ασίας· έπειτα δε παρεσκευάσθησαν να πολιορκήσωσι κατά γην και κατά θάλασσαν την Θεσσαλονίκην. Αύται αι φυλαί αίτινες εξαίφνης εξεγέρθησαν αχθραί της αυτοκρατορίας, ήσαν αι των Δραγουβίτων (Δρεγοβίτζοι) και των Σαγουδάτων (Σακουλάτοι) γειτόνων της Θεσσαλονίκης και της Βεροίας, των Βελεγιζίτων (Βιελεζίτζοι, οίτινες κατώκουν βεβαίως παρά τον Παγασαίον κόλπον, όπου και τανύν Βελεστίνος, η μακρότατα προς νότον προσχωρήσασα φυλή των Σλάβων), των Βερζίτων (εις κλάδος των άρτι ειρημένων), των Βαϊουνίτων (Βοϊνίτζοι), ίσως ηπειρωτικοί Σλάβοι εκ της απ’ αυτών ωνομασμένης Βαγενετίας (Βόνιτζα), και άλλοι. Τα πάντα απέβλεπον την ασφαλή κατάληψιν τούτου του σπουδαίου χωρίου, όπερ μόνον εξ όλων των βορείων φρουρίων ήτο κάπως άξιον να ονομασθή πόλις. Εκεί είχεν εύρει άσυλον μέγα πλήθος φυγάδων από των παρά τον Δούναβιν κατεσκαμμένων φρουρίων. Οι μεν Σλάβοι περιεκύκλωσαν απανταχόθεν την Θεσσαλονίκην· εν τη πόλει δε επεκράτει η μεγίστη απελπισία, έως ου ο Άγιος προστάτης φέρει την βοήθειάν του και προσωπικώς φαινόμενος ενθαρρύνει μεν τους πιστούς εις την άμυναν, εμβάλλει δε φόβον εις τους βαρβάρους. Ο μεν πολιορκών στόλος διεσκεδάσθη υπό τρικυμίας· ο δε αρχηγός του κατά ξηράν στρατού Χάτζων (Χότουν) συλλαμβάνεται και λιθοβολείται· το υπόλοιπον των πολιορκούντων διασκορπίζονται. Μετά δύο έτη οι Σλάβοι εξητήσαντο την βοήθειαν του Χάνου (!) των Αβάρων και Βουλγάρων, οίτινες προσελθόντες τω 677 προσέβαλον την πόλιν και διά πυροβόλων μηχανών· αύτη δε εξαύθις διασώζεται υπό του Αγίου και διά της ευτολμίας του αρχιεπισκόπου· μετά τριάκοντα ημέρας οι μεν πολέμιοι απεχώρησαν, οι δε αιχμάλωτοι απελύθησαν. Μετ’ ολίγον οι κάτοικοι έπαθον δεινά υπό σεισμού· ο ναός του Αγ. Δημητρίου ενεπρήσθη· προ δύο μηνών είχεν αποθάνει ο ανδρείος υπέρμαχος Ιωάννης Β’. Μόνον βραχεία ειρήνη χορηγείται εις την χώραν. Ο έπαρχος της πόλεως κατηγορών δι’ απιστίαν άλλας πλησίον ειρηνικώς κατοικούσας σλαβικάς φυλάς, κατ’ αυτοκρατορικήν εντολήν συλλαμβάνει εξαίφνης τον εν τη πόλει ειρηνικώς διάγοντα Περβούνδον (Πρεβουδ) αρχηγόν των Ρουγχίνων (Ριαζδάνοι) και τον αποστέλλει αλυσίδετον εις Κωνσταντινούπολιν· ο δε αποπειραθείς να φύγη, φονεύεται. Αλλά παρευθύς συνενούνται προς εκδίκησιν εις εκστρατείαν οίτε Ρουγχίνοι, οι Σαγουδάται και οι Στρυμόνιοι (Στρουμιάνοι, οι Σλάβοι επί Στρυμόνι). Επί δύο έτη περικυκλούσι την πόλιν, όπου συνέβη φρικώδης λιμός, 658-680, τέμνοντες και καίοντες όλα τα πέριξ. Ο αυτοκράτωρ, ενησχολημένος εις άλλους πολέμους, αποστέλλει εις επικουρίαν μόνον 10 μικρά στρατιωτικά πλοία· πάλιν δε επιβοηθεί ο Άγιος και η διχόνοια των Σλαβικών φυλών, εξ ων οι Βιελιζίτζοι ωμοφρόνουν τοις αυτοκρατορικοίς. Τω επιόντι έτει 681 εγένετο νέα έφοδος, και αυτή αποκρουσθείσα· διά της επεμβάσεως του Αγίου, έπειτα δε επί Ιουστινιανού Β’, 685-695, νέαι λεηλασίαι των Ρουγχίνων και των Στρυμονίων Σκλαβηνών, οίτινες διώκουσι τα εμπορικά πλοία των Ελλήνων εις αυτήν την Προποντίδα, δηϊούντες το Πάριον και την Προκόννησον. | Οι βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι ουδεμίαν ποιούσι μνείαν περί των εκστρατειών τούτων των Σλάβων, περί ων τόσον ακριβώς διηγείται η παράδοσις. Αυτοί προσείχον μόνον τη μητροπόλει, ήτις από του 674 έως του 678 καθ’ έκαστον έτος ηπειλείτο υπό των απίστων· μόλις δε παυσαμένου του κινδύνου τούτου, οι Βούλγαροι επανέλαβον τας επιδρομάς των κατά των πλησίον επαρχιών. Υπερβάντες τον Δούναβιν τω 679 υπεχώρησαν μεν απέμπροσθεν του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, προσερχομένου μετά δυνάμεων κατά το φαινόμενον υπερεχουσών, ανεγνώρισαν δε παρευθύς την ασθένειαν του εναντίου. Νοσούντος του αυτοκράτορος εν Μεσημβρία, επολιόρκησαν την Βάρναν και υπέταξαν τας πλησίον σλαβικάς φυλάς. Τελευταίον εδέησε να εξαγορασθή η ειρήνη, διά χρημάτων. Και πάλιν δε μία επαρχία απεχωρίσθη του κράτους. Τα μεταξύ του Δουνάβεως και του Αίμου παρεχωρήθησαν εις τους Βουλγάρους, οίτινες εσύστησαν εκεί ίδιον βασίλειον.» (Ό.π., σ. 20-23).

Βέβαια, ονομάζονται από τον Χοπφ σαν Σλαβικές φυλές, οι φυλές των Σκλαβίνων!Ήταν, όμως, Σλάβοι; Όχι, ασφαλώς

Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία: 752-803, βασ. 797-802.

Και συνεχίζει: «Λοιπόν μόλις συνομολογήσασα την ειρήνην προς τους Άραβας η αυτοκράτειρα [Ειρήνη: 752-803, βασ. 797-802] απέστειλε τον αυτή αγαπητόν Πατρίκιον Σταυράκιον κατά των Σκλαβηνών εις την Θεσσαλίαν (όπου παρά τον κόλπον του Βώλου κατώκουν οι Βιελεζίτζοι και οι Βερζέτοι ή Βελζέτοι, άρτι απειληθέντες υπό των Βουλγάρων) και εις την Ελλάδα. Ο Σταυράκιος υπέταξεν όλας τας σλαβικάς φυλάς και κατέστησεν αυτάς υποτελείς, εισελθών δε εις αυτήν την Πελοπόννησον ανεχώρησε μετ’ αφθόνου λείας και πολλών αιχμαλώτων. Τον Ιανουάριον 784 ο νικητής ήγαγε μεγαλοπρεπή θρίαμβον· εις μνήμην της νίκης η Βέροια ενδέχεται να μετωνομάσθη Ειρηνόπολις. Αλλ’ η υποδούλωσις των Σλάβων αρχηγών ήτο μόνον πρόσκαιρος. Και τούτο μεν ο σεισμός υφ’ ου προσεβλήθη το κράτος, διαφερόντως η Κρήτη, τούτο δε η ταραχή του αυτοκρατορικού οίκου, ήτις τω 797 απέβη εις την εκτύφλωσιν του δυστυχούς ηγεμόνος, συνετέλεσαν αναντιρρήτως εις την των Σλάβων ανεξαρτησίαν. Η Ειρήνη, αναβάσα επί του θρόνου 797-802 ήρξατο της βασιλείας εξορίσασα τω Νοεμβρίω 797 εις Αθήνας, την αυτής πατρίδα, τους ανδραδέλφους, ων εφοβείτο την ύψωσιν. Οι δε εξορισθέντες, τελευταίοι ηγεμόνες του οίκου του “αιματηρού” Ισαύρου έτυχον συμπαθείας παρά τοις Αθηναίοις· τούτων δε τινες προσέτρεχον εις Ακαμίρ (Ακάμερον) τον Σλάβον αρχηγόν της Βελζετίας, εν τη νοτίω Θεσσαλία, ίνα κηδόμενος αυτών αναβιβάση ένα επί του θρόνου. Η δε Ειρήνη ειδοποιηθείσα, προέλαβε την στάσιν αποστείλασα εις Αθήνας τον ανεψιόν της, τον Σπαθάριον Θεοφύλακτον, φέροντα τας εντολάς της θείας εις τον αυτού πατέρα, Πατρίκιον Κωνσταντίνον Σαραντάπεχον, διοικητήν της Αττικής. Μηκέτι εκραγείσης της συνωμοσίας, τον Μάρτιον 799 οι ύποπτοι συλληφθέντες ετυφλώθησαν· μάλλον δε κατά Κεδρηνόν εφονεύθησαν υπ’ αυτού του Αθηναϊκού λαού. Αλλ’ ουδ’ η της Ειρήνης εξουσία υπήρξε μακροχρόνιος· εκθρονισθείσα, προδοθείσα εν τοις ανακτόροις υπ’ αυτού του τυφλού τέκνου της, η ταπεινωθείσα ραδιούργος, εξόριστος εν Λέσβω, ετελείωσε τη 9 Αυγ. 803 την αιματόφυρτον ζωήν της· Νικηφόρος Α’ ανέβη επί του θρόνου, και στεφθείς υπό του πατριάρχου Ταρασίου εβασίλευσεν από 802-811· συγγενείς τινες της αυτοκρατείρας, ως περ Λέων τις Σαραντάπεχος μνημονεύονται ως οι εξομαλύναντες αυτώ την οδόν. Επ’ αυτού ηπείλουν εκ νέου οι Άραβες, διαρπάσαντες τω 807 όλην την Ρόδον εκτός του φρουρίου, και ο ηγεμών των Βουλγάρων, Κρουμ· ο δε αυτοκράτωρ επιχειρήσας εκστρατείαν κατά τούτου και φθάσας εις την Αδριανούπολιν ηναγκάσθη, ένεκα συνωμοσίας, να επανέλθη εις την πρωτεύουσαν. Τω 809 οι Βούλγαροι προχωρήσαντες μέχρι του Στρυμόνος ήρπασαν το στρατιωτικόν ταμείον, κατέλαβον την Σάρδικα και έσφαξαν 6.000 έλληνας. Άλλη εκστρατεία του αυτοκράτορος εματαιώθη υπό τινος στρατιωτικής στάσεως· φοβούμενοι δε την σκληρότητά του και διακεκριμένοι στρατιώται απέστησαν προς τους Βουλγάρους. Βαρύτατοι φορολογίαι διετάχθησαν τω 810 ένεκεν του βουλγαρικού πολέμου, όλαι αι ατέλειαι ανηρέθησαν, οι τα δημόσια χρήματα υφαιρέσαντες υπάλληλοι ηναγκάσθησαν εις απόδοσιν· μετά ταύτα μετέβη τω 811 εις την χώραν των Βουλγάρων μετ’ εναριθμήτου στρατού – το μέγιστον μέρος δούλων ωπλισμένων ράβδοις και σφενδόναις, άνευ μισθού και ελπίδος. Εις μάτην ο Κρουμ, εκπεπληγμένος διά το πλήθος, προσήνεγκεν επανειλημμένως την ειρήνην· ο ισχυρός αυτοκράτωρ έσφαξε τα ποίμνια και τα τέκνα των Βουλγάρων και ενέπρησε την σκηνήν του Χάνου. Τότε δε κατεξαναστάντος του λαού, ο αυτοκράτωρ εφονεύθη τη 23 Ιουλίου [έτους 811] υπό των βαρβάρων εν μέσω τρομεράς σφαγής· το δε κρανίον αυτού εχρησίμευσεν εις τον Κρουμ ως ποτήριον. Όσοι των αιχμαλώτων δεν απώμοσαν την εαυτών πίστιν απεκεφαλίσθησαν, εσφάγησαν απηγχονίσθησαν ή απέθανον της πείνης εν ταις φυλακαίς· τοιούτον αισχρόν πέρας έλαβεν ο βουλγαρικός ούτος πόλεμος. Ότε δε Μιχαήλ Α’, 811-813, ετόλμησε να επαναλάβη αυτόν, η εκτέλσις των σχεδίων του εκωλύθη πάλιν υπό τινος στρατιωτικής στάσεως. Τω 812 ο Κρουμ έλαβε Δέβελτον και επλημμύρησε την Θράκην και την Μακεδονίαν· η Βέρροια και η Αγχίαλος, εκ νέου ωχυρωμέναι προ ολίγου υπό της Ειρήνης, παρεδόθησαν διά συνθήκης άνευ αντιστάσεως· άπαντες ετράπησαν εις ταραχώδη φυγήν, και οι Βούλγαροι έμειναν κύριοι της χώρας.» (Ό.π., σ. 31-33).

Νομίσματα των Αβάρων του 6ου-7ου αιώνα μ.Χ., που μιμούνται τους τύπους του νομισματοκοπείου της Ραβέννας του Ηρακλείου.

«Όπως πληροφορούμεθα κατά το 810, επί Νικηφόρου Α’ πολυάριθμα στίφη απεστάλησαν απανταχόθεν του κράτους εις την Σκλαβηνίαν. Αύτη δε η μετοικησία εις χώρα εθνικών εφάνη εις τους απεσταλμένους “χειροτέρα αιχμαλωσίας”.» (Ό.-π., σ. 34).

Ο Χοπφ καταχωρίζει κατόπιν εκτενές απόσπασμα από το De Administrando Imperio του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, κεφ. «49. Ο ζητών, όπως τη των Πατρών εκκλησία οι Σκλάβοι δουλεύειν και υποκείσθαι ετάχθησαν, εκ της παρούσης μανθανέτω γραφής», και που μεταξύ άλλων γράφει για τους Σκλαβήνους ή Σκλάβους της Πελοποννήσου:

«Νικηφόρος τα των Ρωμαίων σκήπτρα εκράτει, και ούτοι εν τω θέματι όντες Πελοποννήσου απόστασιν εννοήσαντες, πρώτον μεν τας των γειτόνων οικίας Γραικών εξεπόρθουν και εις αρπαγήν ετίθεντο, έπειτα δε και κατά των οικητόρων της των Πατρών ορμήσαντες πόλεως, τα προ του τείχους πεδία κατέστρεφόν τε και ταύτην επολιόρκουν, μεθ’ εαυτών έχοντες και Αφρικανούς Σαρακινούς. […] επεί ουν ο τηνικαύτα στρατηγός υπήρχε προς την άκραν του θέματος εν κάστρω Κορίνθου, και προσδοκία ην του παραγενέσθαι αυτόν και καταπολεμήσαι το έθνος των Σκλαβηνών, ως και πρώην καταμηνυθέντος αυτού περί της καταδρομής αυτών παρά των αρχόντων […] έκτοτε δε οι αφορισθέντες Σκλαβηνοί εν τη μητροπόλει και τους στρατηγούς και τους βασιλικούς και πάντας τους εξ εθνών αποστελλομένους πρέσβεις ως ομήρους δια-τρέφουσι.» (Ό.π., σ. 35-37).

Σχολιάζων δε ο Χοπφ, εμμένει: «Η μεν μητρόπολις δεν συντελεί εις τούτο· μάλλον δε οι Σκλαβηνοί παρέχουσι κατ’ αναλογίαν όλα τ’ αναγκαία εις βρώσιν και πόσιν. Ο δε αυτοκράτωρ Λέων (βεβαίως ο Λέων ΣΤ’ [ο Σοφός: 866-912, βασ. 886-912]) δι’ άλλου χρυσοβούλλου διώρισε καθ’ έκαστα τι έπρεπε να παρέχωσιν οι υποτελείς Σκλαβηνοί εις τον μητροπολίτην ή υπό του αυτοκράτορος ή υπ’ άλλου τινός.» (Ό. π., σ. 37).

Εντελώς αυθαίρετα, λοιπόν, οι Σκλάβοι ή Σκλαβήνοι εκλαμβάνονται και “βαπτίζονται” Σλάβοι, όταν ξεκάθαρα ο Σιμοκάττης και πιο μετά ο πατριάρχης Φώτιος γράφουν ότι οι Σκλαβήνοι είναι Γέτες, και αυτές τις μαρτυρίες θα παρουσιαστούν σε προσεχές κείμενο και σε συνδυασμό με άλλες πηγές, όπως π.χ. ο Προκόπιος, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και άλλοι.

Η άποψη που ταυτίζει τους Σκλαβήνους/Σκλάβους των πηγών –ενώ είναι αποδεδειγμένα Γέτες– με τους Σλάβους, αποτελεί ατόπημα, και πρόκειται για ψεύδος και ιστορική ανακρίβεια ή ιστορική στρέβλωση, που εδράζεται σε λογικές «εθνικιστικού περιεχομένου» ή εξυπηρετεί λογικές των οπαδών του πανσλαβισμού ή άλλου είδους σκοπιμότητες των κυρίαρχα πολιτικών ομάδων των νεοπαγών κρατών του 19ου αιώνα. Πλάι σε αυτούς εξυπηρετεί και τους ακουσίως ή εκουσίως και τους εσαεί «νωχελικούς» των ακαδημαϊκών κύκλων, οι οποίοι μηρυκάζουν τα αναπόδεικτα για ιστορική αλήθεια.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν, κονιορτοποιούν τις δοξασίες:

α) «αντηχεί το Σλαβικόν Ρουγχίνοι» (Χοπφ, σ. 87)· οι πηγές γράφουν για Ρυγχίνους ή Βλαχορρηγχίνους Σκλαβήνους· ονομάζονταν έτσι γιατί ήταν εγκαταστημένοι πλάι στον ποταμό Ρήχιο ή Ρήχειο ή Ρύχιο, στο Κάστρο της Ρεντίνας, στο ανατολικό άκρο της λίμνης Βόλβης, εντός των ορίων του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης· θεωρούν (οι ειδήμονες) την ονομασία… σλάβικη, και αγνοούν ότι ο Πολύβιος γράφει: «Και τόπος δε τις ούτω καλείται Ρύγχος περί Στράτον της Αιτωλίας». Οποτε, πώς αυτό το όνομα είναι… σλάβικο, όταν προϋπάρχει προ Χριστού;;

β) «Ζαγορά: εκείθεν του βουνού» (Α. Κεραμόπουλλος)· ερμηνεία που ασπάζονται σχεδόν όλοι οι σλαβολόγοι και μη ιστορικοί, και οι γλωσσολόγοι· όμως ο Αρριανός και ο Μαρκιανός γράφουν για «χωρίον Ζάγωρον»! Οπότε πώς πρόκειται για σλάβικο τοπωνύμιο; (Θα επανέλθουμε σε προσεχές κείμενο για το τοπωνύμιο αυτό).

γ) «Βερζίτες, κλάδος άρτι ειρημένων Σκλαβήνων» (Χοπφ, σ. 21)· ερμηνεία που ασπάζονται σχεδόν όλοι οι σλαβολόγοι και μη ιστορικοί, και οι γλωσσολόγοι· όμως ο Ιωάννης Τζέτζης ξεκαθαρίζει: «Ωξιανούς ιχθύας μοι ταρίχους είναι νόει, / Οίπερ βαρβάρως και κοινώς Βερζίτικα καλούνται»· κι ο Πτωχοπρόδρομος επαυξάνει ότι «βερζητίκιν· χλωρούς λέγων τους προσφάτους» (Παρέργων Ελληνικής Βιβλιοθήκης, Τόμος Τρίτος, Ξενοκράτους και Γαληνού, Περί της από των ενύδρων τροφής… Εκ της Τυπογραφίας Ι.Μ. Εβεράρτου, Εν Παρισίοις 1814, σ. 80). Η λέξη προέρχεται από τη βλάχικη εν. βεάρντε, πλ. βέρτζι ή βέρζι, που σημαίνει πράσινο και χλωρό! Οι ειδήμονες εμμένουν ότι είναι… σλάβικη ονομασία!

Με την αρμάνικη – βλάχικη, να η ερμηνεία αυτών των ονομάτων:

  1. i) Σκλάβοι από εκγραικισμό της βλάχικης λ. σâλάμπου/σλάμπου ή σκλjιάμπου, που σημαίνει αδύνατος, κακός, ύπουλος, πονηρός· εκγραικισμένη εξελίχθηκε: σλάβος και σκλάβος· και ο πληθυντικός της (σâλάμπι/σâλάγκι ή σλάμπι/σλάγκι) δίνει τη νεοελληνική λ. σλάπι/ζλάπι ή ζουλάπι = κακό, άγριο, ύπουλο ζώο. Ο πληθ. του σκλjιάμπου είναι σκλjιάμπινjι, λέξη αρκετά κοντινή με τη σκλjιόπου, πλ. σκλjιόπινjι και σκλjιόκι = κουτσός. Από εδώ, ίσως, προέκυψε –με παρανόηση– ο όρος «κουτσόβλαχος», αφού από κάποια περίοδο και μετά, τον 10ο αιώνα και ύστερα, έπαψαν να υπάρχουν Σκλαβίνοι ή Σκλαβηνοί κ.λπ., και εμφανίζονται στη σκηνή της ιστορίας ως… Βλάχοι!

  2. ii) Βαγενετία από εκγραικισμό της βλάχικης λ. βâένι/βâγένι = βαρέλι, από όπου τα επώνυμα Βαϊνάς και Βαγενάς = βαρελάς/βαρελοποιός (βâϊν/βâγιν)· από εδώ οι Βαϊουνίτες, και τα Βαγιωνής, Βαγιάνος.

iii) Βελεγεζίτες· ή και Βιελιζίτζοι· κατοικούντες στην ευρύτερη περιοχή του Βελεστίνου, περί την Βοιβηΐδα λίμνη, για την οποία ο Ιωάννης Τζέτζης γράφει «Βοιβηΐς λίμνη Βέρβισζα νυν καλουμένη βαρβαρικώς»· από τη βλάχικη λ. μπέλου = λευκός, και μπελεκισίτου = ασπρουλιάρης, όπως η λ. γιλικισίτου = πεντακάθαρος.

  1. iv) Βελεστίνος/Βελεστίνον σε παλαιά κείμενα συναντάται και ως Βελεστίνο, Βαλεστίνο, Βουλεστίνα κ.ά.· προέρχεται από τη βλάχικη λ. βουλουσhτένjι ή βαλουσhτένjι = βαλτότοπος, τελματώδης λιβαδότοπος (για βοσκή ιπποειδών)· ότι ήταν ο Βελεστίνος στην αρχαιότητα μέχρι και πρόσφατα (1958) που αποξηράνθηκε η λίμνη Κάρλα (Βοιβηΐς), στις νότιες απολήξεις της οποίας βρισκόταν και βρίσκεται ο οικισμός.

  2. v) Βερζίτες από εκγραικισμό της βλάχικης λ. εν. βεάρντε, πλ. βέρτζι ή βέρζι = πράσινο και χλωρό· από εδώ και η Βερζιτία.

  3. vi) Δραγουβίτες από εκγραικισμό της βλάχικης λ. ντράκου = δράκων, διάβολος, με υποκοριστικό ντρακουΐτου, όπως στις λ. μάρε (μεγάλος) μâρίτου (μεγαλούλης), λούγκου (μακρύς) λουντζίτου (επιμηκημένος) κ.λπ.· Δραγουβίτες = δρακοντόσωμοι/μεγαλόσωμοι.

vii) Ρουγχίνοι– και Ρηχίνοι– και Βλαχορρηχίνοι ή Βλαχορυγχίνοι– κάτοικοι πλησίον του ποταμού Ρήχιου, ή Βλάχοι οι οποίοι κατοικούν δίπλα στον ποταμό Ρήχιο.

viii) Σαγουδάτοι· από τη βλάχικη λ. σντζε = αίμα και σâντζινάτου = ματωμένος, ενώ σâγκουντάτου = «αιματωπρόσωπος», ροδόχρους.

Από τον Ιωάννης Ζωναρά μαθαίνουμε πώς προέκυψαν οι λ. Σέλι ή Σέλια ή Σέλιτσα ή Σελίτσιανη, που τα θεωρούν σλάβικα· γράφει ο σπουδαίος συγγραφέας: «εκ της Βερροίας ης είχε την επαρχίαν και των Σελών, ου των περί Λάρισσαν, ων Όμηρος μέμνηται, <Ιλ. Π 235> οι νυν χωρίον υπάρχοντες εντελές, Σελουστιάνοι λέγονται, αλλ’ υπό Σελών ***ω παραρρεί ο ποταμός ο Στρύμων και η Βοιβηΐς λίμνη  Βέρβισζα νυν καλουμένη βαρβαρικώς, ως και οι Σελοί ούτοι Σέλητζα

Τούτες οι πληροφορίες έρχονται επικουρικά στα όσα έχουν γράψει ο Σιμοκάττης και ο Φώτιος, ότι οι Σκλάβοι ή Σκλαβήνοι ήταν Γέτες και ομόγλωσσοι των Δακών, και οι οποίοι Γέτες ήταν Έλληνες κατά τον Οβίδιο, τον Σκύμνο και άλλους.

Για το θέμα των Σκλαβήνων κ.λπ., δες και το Corpus testimoniorum vetustissimorum ad historiam slavicam pertinentium, Volumen secundum (VIIIX saecula), Editores S.A. Ivanov, G.G. Litavrin, V.C. Ronin, Curtaor G.G. Litavrin, Mosquae MDMXCV [1995], από το οποίο έχουν αφαιρέσει τα χωρία των «Βυζαντινών» που ρητά αναφέρουν ότι οι Σκλαβήνοι ήταν Γέτες και όχι Σλάβοι! Οπότε έτσι διαιωνίζουν την αντιεπιστημονική, αναληθή και προπαγανδιστική επιλογή τους, οι απανταχού «σλαβοϊδεαλιστές»!

Για τούτο το θέμα: ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ – Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…, θα μιλήσουμε (γράψουμε) και σε άλλα προσεχή μας κείμενα, αποκαλύπτοντας τις πηγές που κονιορτοποιούν τις επιβληθείσες «δοξασίες» περί πρώιμης καθόδου των Σλάβων, καθότι οι Σκλαβίνοι/Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι (και οι πολυώνυμες φυλές τους) δεν ήταν παρά μόνο Γ έ τ ε ς, οι οποίοι κατά τις παλαιές πηγές ήταν Έλληνες!…

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

Βιογραφικό

*Γιώργης Σ. Έξαρχος

O Γιώργης Έξαρχος γεννήθηκε στο Kαλοχώρι Λάρισας το 1952. Eίναι απόφοιτος του εξατάξιου Γυμνασίου Συκουρίου (1970), πτυχιούχος του Oικονομικού Tμήματος της AΣOEE (1975), διδάκτορας οικονομικών επιστημών της Academia de Studii Economice (ASE) Βουκουρεστίου (1980).

Ασχολείται με τη λογοτεχνία και την δημιουργική γραφή από τα εφηβικά του χρόνια. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1985 και έχει εκδώσει μέχρι σήμερα πάνω από σαράντα βιβλία (ποίηση, παραμύθια, λαογραφία, εθνολογικές και ιστορικές μελέτες, ανθρωπολογικές έρευνες, οικονομικές πραγματείες, μεταφράσεις κ.ά.).

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Αγωνιστής, Ντέφι, Ρίγα, Tαξιδιώτες, Σχεδία, Ρομάντσο, Ιχνευτής, Διαβάζω, Στιγμές, Σχολιαστής, Φωτογράφος, Έψιλον, Λαϊκό Τραγούδι, Έρευνα, Οικονομική Επιθεώρηση, Τουριστικά Θέματα, Επτά Ημέρες κ.ά., επίσης με το Β΄, Γ΄ και Δ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ ΑΕ (1986-1991) ως παραγωγός εθνολογικών, οικολογικών, μουσικών και πολιτιστικών εκπομπών, καθώς και με τις αθηναϊκές εφημερίδες: Εξόρμηση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ελευθεροτυπία, Πρώτη, Καθημερινή, Αυγή, Ναυτεμπορική και τη Mακεδονία της Θεσσαλονίκης, με το Πανευβοϊκόν Βήμα Χαλκίδας, με την Ελευθερία Λάρισας, με την Ελευθερία των Σερρών κ.ά., ως εξωτερικός συνεργάτης.

Υπήρξε ο επιστημονικός υπεύθυνος και σεναριογράφος του ντοκιμαντέρ “Ντούκα ‘ν Κάλι – Καθ’ Oδόν” (1987), παραγωγής του Yπουργείου Πολιτισμού, και σε κείμενό του βασίστηκε το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για τη ζωή του λαϊκού κλαριντζή Βάιου Μαλλιάρα (1989), ενώ το βιβλίου του Αδελφοί Μανάκια (Γαβριηλίδης 1991) αποτέλεσε το έναυσμα για τη διαμόρφωση του σεναρίου της βραβευμένης στο Φεστιβάλ Kαννών ταινίας “Tο βλέμμα του Oδυσσέα”, του σκηνοθέτη Θεόδωρου Aγγελόπουλου.

Σε στίχους του είναι το λαϊκό τραγούδι της πολυβραβευμένης σε διάφορα φεστιβάλ ταινίας “Ένας ήρωας στη Ρώμη” του Πάνου Αγγελόπουλου. Έλαβε μέρος ως εισηγητής ή σύνεδρος σε πολλά επιστημονικά διεθνή και εθνικά συνέδρια εντός και εκτός Ελλάδας και είναι μέλος επιστημονικών επιτροπών “ανωνύμων κριτών” επιστημονικών περιοδικών.

Διετέλεσε σύμβουλος ή συνεργάτης ή επιστημονικό προσωπικό (πληρών τις προϋποθέσεις της υφιστάμενης νομοθεσίας) της πολιτικής ηγεσίας των Yπουργείων: YBET (1982), YXOΠ (1982-1984), Bιομηχανίας (1986-1987), Γεωργίας (1995-2000) και YΠEXΩΔE (2000-2003). Δίδαξε ως έκτακτος καθηγητής οικονομικών μαθημάτων στο TEI Xαλκίδας (1991-1994), ως επιστημονικός συνεργάτης στο Α-ΤΕΙ Κρήτης (2003-2006) και από τον Νοέμβριο του 2006 είναι τακτικός επίκουρος καθηγητής στο A-TEI Σερρών.

Oρισμένα από τα τελευταία έργα του είναι οι ιστορικοεθνολογικές μελέτες: Aυτοί είναι οι Bλάχοι (Γαβριηλίδης 1994, πρόλογος Σεραφείμ Φυντανίδης), Αυτοί είναι οι Τσιγγάνοι (Γαβριηλίδης 1996, Nεφέλη 2007), το CD-ROM Αδελφοί Μανάκια – Πρωτοπόροι της εικόνας στα Βαλκάνια (Kαστανιώτης, 1997), Kλασική Ιαπωνική Ποίηση, σε συνεργασία με την Eλένη I. Iωαννίδου (Kαστανιώτης, 1998 – Bραβείο Eλληνικής Eταιρείας Mεταφραστών Λογοτεχνίας), Pήγας Bελεστινλής (Kαστανιώτης, 1998), το δίτομο έργο Oι Eλληνόβλαχοι-Aρμάνοι (Kαστανιώτης, 2001), Το αυθεντικό κείμενο και ο αληθινός συγγραφέας του έργου “Μονογραφία περί Βλάχων ή Κουτσοβλάχων” (Χαλκίδα 2002), Πούντεα ντι Άρτα – Το γεφύρι της Άρτας (Σκάλα, Λάρισα 2002), Ξένοι περιηγητές για τους Βλάχους – 1. Γαλλόφωνοι 1550-1980 (Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2004), Ξένοι περιηγητές για τους Βλάχους – 2. Αγγλόφωνοι 1160-2000 (Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2005), Σαρακατσάνοι – Άγνωστες και σπάνιες πηγές για τη ζωή και την ιστορία τους 1850-2000, τόμος α΄ (Oδυσσέας 2005), Σολομών: “Άσμα Ασμάτων” (Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη 2008), Αρμάνοι [Βλάχοι] – Ιστορία, Γλώσσα, Ριζικό (Δίον, Θεσσαλονίκη 2011), Αριστοφάνης: “Πλούτος” (Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη 2011). Οικονομικές και λοιπές πραγματείες-μελέτες: Δρόμοι Ανάπτυξης – Εισαγωγή στο θέμα, Θεωρίες, Πολιτικές, Στρατηγικές, Προγράμματα (Γαβριηλίδης, Αθήνα 1992), Ιδιωτική Οικονομική – Οικονομικός προγραμματισμός δράσης των επιχειρήσεων – Παραδείγματα: Αγροτικές εκμεταλλεύσεις, Τουριστικές επιχειρήσεις (Λύχνος, Αθήνα 1993 και β΄ έκδοση: Ανικούλα, Θεσσαλονίκη 2008, ΦΕΚ 2136 Β΄ /15-10-2008), Τα κείμενα των Συμφωνιών της GATT – Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (Δίαυλος, Αθήνα 1995, ΦΕΚ 871 Β΄ /12-7-2002), Αγροτουρισμός – Μοχλός για την ανάπτυξη της υπαίθρου (ΚΤΕ Κρήτης, Θεσσαλονίκη 2004, ΦΕΚ 604 Β΄ /5-5-2005), Κρήτη – Το ασφαλέστερο τουριστικό καταφύγιο και βασικός πόλος έλξης φιλοξενούμενων στη Νότια Ευρώπη (Ηράκλειο 2004), Τουρισμός – Τουριστική Οικονομία, Ανάπτυξη, Πολιτική (ΚΤΕ Κρήτης, Ηράκλειο 2006, ΦΕΚ 19Β΄ /14-1-2008), Η επιστήμη της δημοσιογραφίας και η τέχνη του ρεπορτάζ – Δημοσιογραφικά “Συν-Κείμενα” (Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2007), Η κτητική μέρος της οικονομίας εστί. Άνευ γαρ των αναγκαίων αδύνατον και ζην και ευ ζην. – Δώδεκα εισηγήσεις (Δίαυλος, Αθήνα 2011). Έξι από τα ανωτέρω συγγράμματα διανέμονταν ή διανέμονται σε Α.Ε.Ι. της χώρας μας.

Τα δημοσιευμένα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά ή τόμους πρακτικών επιστημονικών συνεδρίων περιέχονται στην πλειονότητά τους στους πίνακες βιβλιογραφίας των προαναφερόμενων βιβλίων.
Οι ετεροαναφορές, στο επιστημονικό και στο εν γένει συγγραφικό, δημοσιογραφικό κ.ο.κ. έργο, ξεπερνούν τις 600, γεγονός που πιστοποιεί την ευρεία απήχησή του στην επιστημονική κοινότητα και στο αναγνωστικό κοινό.

 Πηγή βιογραφικού: biblionet.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων