Γιάννης Μοσχόπουλος “Το Ρουμλούκι πριν, κατά και μετά την Ελληνική Επανάσταση / Η επέμβαση του Εμπού Λουμπούτ Πασά”(18)
1821 – 2021 / 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
18. Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΥ ΛΟΥΜΠΟΥΤ ΠΑΣΑ
Γιάννης Μοσχόπουλος
Στo πλαίσιo των μέτρων που έπαιρναν οι Οθωμανοί για να ελέγξουν το ελληνικό κίνημα στον καζά της Βέροιας, εντάσσεται και ο διορισμός του Ζαχαρία ως μητροπολίτη Βεροίας στις 25 Μαρτίου 1822. Μια μέρα μετά (26.03.1822) οι Οθωμανοί διέταξαν τον γενικό αφοπλισμό των Ρωμιών και τη συγκέντρωση των όπλων τους στη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα ζήτησαν από την γύρω περιοχή ομήρους. Συνεπώς πρέπει να δεχθούμε ότι ήθελαν να αφοπλίσουν τις ένοπλες φρουρές αρματολών, που αρκετά χωριά διατηρούσαν επί πληρωμή για την προστασία τους από τις επιθέσεις κλεφτών και ληστών.
Στο μεταξύ οι Ναουσαίοι επαναστάτες, παρά την αποτυχία τους να καταλάβουν τη Βέροια και παρά τη δυσάρεστη είδηση για τη στασιμότητα των επιχειρήσεων των Ολύμπιων οπλαρχηγών υπό τον Γρ. Σάλλα, δεν αποθαρρύνθηκαν. Ενίσχυσαν τις οχυρές θέσεις τους, καθώς κι αυτές που κατείχαν δίπλα στη λίμνη των Γιαννιτσών μεταξύ Λυκοβιστίτσας, Σταυρού και Μικρογουζίου.
Λέγεται ότι επιχείρησαν να πιέσουν τα χωριά του κάμπου για να λάβουν μέρος στον αγώνα τους. Τότε μεγάλη ήταν η σύγχυση και η ταραχή στην ύπαιθρο κάτω από την Νάουσα, γιατί άρχισαν να σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών και των τουρκικών αποσπασμάτων. Πολλοί χωρικοί βλέποντας τα πράγματα να παίρνουν σοβαρή τροπή, άρχισαν να φεύγουν ζητώντας ασφάλεια σε πιο μακρινές και ειρηνικές περιοχές.
Τα χωριά που άφησαν, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από τα τουρκικά αποσπάσματα ή από τους επαναστάτες, που μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελαν να ξεσηκώσουν τους κατοίκους στον αγώνα. Τις φωτιές τις είδαν ένα βράδυ από ψηλά οι επαναστάτες της Πιερίας: «καίγονταν όλα σχεδόν τα χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης και των υψωμάτων από τη Βέροια ως την Έδεσσα».
Τελικά οι ελληνικές δυνάμεις που πολιορκούσαν τον Κολινδρό δεν άντεξαν το χιόνι που έπεσε και πολλά τμήματά τους αποχώρησαν για τη Μηλιά. Μόνο ο καπετάν Διαμαντής με τους άνδρες του έμεινε απερίσκεπτα, να προβάλει αντίσταση στην Καστανιά (Κολινδρού), όπου στις 30 Μαρτίου υπέστη δεινή ήττα από το τουρκικό ιππικό, που τους κυνήγησε ως τη Ριάντιανη (Ρυάκια Πιερίας).
Όταν όμως ο Εμπού Λουμπούτ πληροφορήθηκε ότι ο καπετάν Διαμαντής με ισχυρό σώμα έφθασε για να ενισχύσει τους Ναουσαίους, αποφάσισε να εκστρατεύσει προσωπικά εναντίον τους. Αφού διέταξε την συγκέντρωση τροφίμων για την πορεία του μέχρι τη Βέροια, ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη επικεφαλής 6.000 ανδρών.
Εύγλωττη είναι η παρακάτω διαταγή του βαλή Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν της 27-3-1822 (ή 15-4-1822) προς τον ιεροδίκη Βέροιας για την εκστρατεία που ξεκινούσε αυτοπροσώπως κατά της επαναστατημένης Νάουσας.
«[…] ο από τινος καιρού εμφανισθείς και εκεί περιφερόμενος οπλαρχηγός Διαμαντής και οι υπ’ αυτόν συμμορίται, διατρέχοντες τα όρη και τις πεδιάδες του καζά σας, ύψωσαν σ’ αυτές τη σημαία της επανάστασης και ανταρσίας αναφανδόν και απροκάλυπτα κατά του κράτους του Ισλάμ. Γι’ αυτό αποφάσισα όπως εκστρατεύσω αυτοπροσώπως κατά των εν λόγω βδελυρών επαναστατών και επικεφαλής έξι χιλιάδων στρατού πεζών και ιππέων, πιστών μουσουλμάνων, εκκινώ από τη Θεσσαλονίκη την προσεχή Πέμπτη. Γι’ αυτό παραγγέλουμε όπως παρ’ όλη την εκεί γενομένη προμήθεια και εξασφάλιση των απαιτουμένων για ορισμένες ημέρες τροφίμων, φροντίσετε να συγκεντρώσετε τάχιστα από το καζά σας ανάλογη ποσότητα τροφίμων, που θα χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του υπό εμέ στρατεύματος των πιστών κατά τη διάβασή του από το Ρουμλούκι μέχρι τη Βέροια, προσπαθούντες να μην υποφέρουν οι σε εκστρατεία βρισκόμενοι πιστοί μουσουλμάνοι […]».
Ο Μεχμέτ Εμίν είχε δώσει διαταγή στους υποδιοικητές του να παρελάσουν επιδεικτικά από τα διάφορα χριστιανικά χωριά του κάμπου, αποσκοπώντας να εμποιήσουν τρόμο στους κατοίκους, ώστε να αποτρέψει την εξέγερση όσων ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν. Πράγματι εκείνη η διέλευση του Εμπού Λουμπούτ εντυπωσίασε τους Ρουμλουκιώτες, αφού σε παλιό τοπικό δημοτικό τραγούδι χρησιμοποιήθηκε το όνομά του ως υπόδειγμα … καλής αμφίεσης: «Ιγώ θα πάρου τουν Ανέστη, πούν’ παλλήκαρο, / απού ξέρει να χουρεύει κι καλά τραγ’δάει / και φορεί τη φουστανέλα σαν Λουμπούτ πασάς […]».