Κατακαημένε κότσυφα. Τα πουλιά σου; Μονάχα στη φωλιά. Σε κέδρο. Σε πουρνάρι. Τι χάλεβες; Τι γύρευες; Στα μακρινά, καημένε; Σε κλαίν’ οι πετροπέρδικες. Σε κλαίνε και τ’ αηδόνια. Ολονυχτίς στα Ρέματα. Τις χαραυγές στις καρυδιές. Στης Χάμκως σπουργίτια μπεχτασήδες. Τι χάλεβες στα ξένα; Μήνα δεν είχες τσάπουρνα; Μήνα δεν είχες κράνια; Μήνα δεν είχες βρύζινο σπυρί μαργαριτάρι; Τι σ’ έδιωξε, πουλάκι μου; Τι, τσιόνι μου γραμμένο; Να κουβαλάς το μαύρο σου στα πέρατα του κόσμου; Να σε φιλεύουν μοναξιά, να σε ποτίζουν δάκρυ. Να σε στολίζουν λησμονιά. Και κυπαρίσσι.
Στο Γράμμο αντάρτες καρτερούν. Νάρκες ξεθυμασμένες. Καλά να πας. Καλά να ‘ρθεις. Να ‘ρθεις διαφορεμένος. Να ρθεις και με το στήθος σου το φλωροκαπνισμένο. Αίμα στο χιόνι κόκκινο. Χιόνι στο αίμα άσπρο. Κοκκινολαίμηδες παντού. Τσιμπάν’ κριθάρι τρίμηνο. Σίκαλη των Κονιάρων. Το Μουσαλάρι κάηκε. Φασίστες, όχι Γερμανοί. Λύκοι. Φωτιές στο στόμα. Να αλυχτούν μαύρα σκυλιά. Να σκούζουνε κατσίκια. Πατημασιές δεν εύρισκα. Άκουγα τα πατήματα. Ρούσος, Καρράς και Μπούτσικος. Λαφίνα μου γραμμένη. Τ’ απόσκια και τ’ απόμερα. Σιρίνιες νεραϊδόκρουστες. Αετοί κι αερογάμηδες. Στην Κιάτρα Ντισικάτα. Στο Γκέσο. Που το ‘παν ιερό. Για τα ανίερα. Υπέρ ελευθερίας.
Η νίκη. Ποιος να νίκησε; Ποιος να ‘ναι ο χαμένος; Οι ζωντανοί νικήθηκαν. Κέρδισαν οι κεκοιμημένοι. Στην Κιάφα και στο Διάσελο κόρες γυμνές χορεύουν. Γκιζντόβα. Ο Μίχος με το ένα αφτί. Το άλλο το κομμένο. Το πάει σημάδι των κλεφτών. Του Γκούντα, του Γκαντάρα. Ζαρκάδι απο τη Γράμμοστα με δακρυσμένα μάτια. Είσαι μικρός, μικρούτσικος και μοσχοαναθρεμένος. Που πας εδώ σ’ αυτό το στοιχειωμένο ορμάνι; Εδώ συν δυο δεν περπατούν. Καθένας είναι μόνος. Εδώ δεν έχει πουρναριές. Δεν έχει ούτε βακούφια.
Παίξε στα πάρκα μοναχό και τήρα τους διαβάτες. Κι άμα διαβεί κάνας Ρωμηός, κάτσε κελάηδησέ τον. Πες του τραγούδια της χαράς και παραπονεμένα. Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει…Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα πού ‘σαι;
Ξενιτεμένο μου πουλί και αλαργινό κοτσύφι…