Πέμπτη μέρα του Ιούλη σήμερα …
Ιούλιος ο μήνας ο αλωνιστής, ο Αλωνάρης με τα αλώνια του και τα αλωνάκια.
Παλιά, πριν ο θέρος τελειώσει, τα καθάριζαν από τα αγριόχορτα και τα σβόλια.
Στο κέντρο του αλωνιού έμπηγαν και στερέωναν ένα ξύλινο στέλεχος, το στοιχερό, ή στρόυρα ή στέντζερο, στο οποίο δένονταν το ένα πλάι στο άλλο τα ζώα, άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια που αλώνιζαν τον καρπό, γυρίζοντας τα καημένα όλη μέρα γύρω από αυτό..
Τα ζώα έπρεπε να είναι πεταλωμένα για να κόβουν καλύτερα το άχυρο και να μην κουράζονται τόσο πολύ.
Για να μην τρώνε τα στάχυα, τα περνούσαν φίμωτρο.
Στα καπούλια και το μέτωπό τους έκαναν σταυρούς με κατράμι για να μην τα πιάνει το μάτι…
Πόσο πολύ τα ζώα είχαν πάντα άμεση σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη!
Βέβαια τα ζώα, αδύναμα πάντα ήταν απέναντι στην κυριαρχία του ανθρώπου….
Στ’ αλώνια
Σ’ αλώνια καλοσάρωτα
Και ξεχορταριασμένα
θα ξαπλωθούν οι θημωνιές,
ξανθόμαλλες πλεξίδες.
Τα στάχυα τρίβει και μασά
περνώντας η ροκάνα,
πλατάνι το σαγόνι της,
τα δόντια της στουρνάρια.
Τα βόδια σέρνουν το θεριό
ζευγαρωτά δεμένα.
………………………………………………………
( Γεώργιος Δροσίνης 1859 – 1951)
Για να γίνει βέβαια το αλώνισμα, χρησιμοποιούσαν ειδικά εργαλεία.
Η δοκάνα ή ντουγένι, ήταν ένα ξύλινο “έλκηθρο” που αποτελούνταν από δύο πλατιά σανίδια προσαρμοσμένα κατάλληλα. Στην κάτω όψη τους είχαν δόντια από σκληρή πέτρα, στουρναρόπετρα, που αργότερα αντικαταστάθηκαν με μεταλλικά ελάσματα για να θρυμματίζουν καλύτερα τα στάχυα.
Τη δοκάνα έσερναν πάνω στα απλωμένα στο αλώνι στάχυα, ζεμένα στο ζυγό τα ζώα… δύο συνήθως.
Για να αυξηθεί το βάρος, άρα και η δύναμη της κοπής, κάθονταν πάνω της εκτός από τον αλωνιστή που συνήθως ήταν όρθιος, 1 – 2 παιδιά ή άλλος ένας ενήλικας και καμιά φορά τοποθετούσαν μεγάλες και βαριές πέτρες.
Εννοείται βέβαια πως για να κάνουν γρήγορα τα ζώα, ο αλωνιστής τα τσιγκλούσε με ένα ραβδί και καμιά φορά τα έλεγε και γλυκά λογάκια:
“Έλα Ψαρή“, ” Έλα Άλτσο”, “Άι Ντορή”…
Με το δικράνι, ένα διχαλωτό ραβδί, γύριζαν τα στάχυα, με τον σύρτη μάζευαν το κομματιασμένο άχυρο, με το καρπολόι, ένα ξύλινο εργαλείο σε σχήμα φτυαριού με πέντε δόντια, λύχνιζαν τον καρπό.
Στη συνέχεια με το δρεμόνι, ένα κόσκινο με μεγάλες τρύπες, έκαναν το τελικό λίχνισμα του καρπού και με το λεπτό κόσκινο κοσκίνιζαν και τα τελευταία υπολείμματα χωμάτων και σκόνης.
Για να γίνει το λίχνισμα βέβαια, έπρεπε οπωσδήποτε να φυσάει ο κατάλληλος αέρας, ώστε να ξεχωρίζει ο άνεμος τον καρπό από το άχυρο.
Ο Ιούλιος ο Αηλιάτης, έχει πολλές γιορτές…
Με το καλωσόρισμα… οι Άγιοι Ανάργυροι.
Όμως η γιορτή του Προφήτη Ηλία στις 20 του μήνα, με τα πανηγύρια του στα ανηφορικά ξωκλήσια, ακόμη και τώρα έχει άλλη βαρύτητα.
Κάθε περιοχή έχει σε μια κορυφή τον δικό της Προφήτη Ηλία, που από άνθρωπος της θάλασσας, κουρασμένος πια, έχοντας ένα κουπί παραμάσχαλα, ρωτώντας και ξαναρωτώντας , αν γνωρίζει κάποιος τι είναι αυτό, παίρνοντας τη λάθος απάντηση, επιτέλους, από έναν κάτοικο βουνίσιο, έμεινε στον τόπο του για πάντα!
Μα και εκεί ψηλά, κοντά στους κεραυνούς και στα νερά είναι, αφού το αγαπάει το νερό και για αυτό, αυτόν παρακαλάνε και λιτανεύουν να βρέξει, για να γλιτώσουν από την ξέρα του Ιούλη .
Δεν εκοιμήθη ο Προφήτης, αλλά ανελήφθη με πύρινο άρμα στον ουρανό.
Φλογερή μορφή της Βίβλου που παραπέμπει στον μυθικό Δία και στον Θεό Ήλιο.
Ο Ήλιος καίει!
Ο ουρανός του Ιούλη τα βράδια λάμπει, καθώς φαίνονται όλοι οι αστερισμοί και εμείς παιδιά με την αδερφή μου, τότε που δεν φοβόμαστε και με τη μαμά κοιμόμασταν στις ζεστές νύχτες του, στα ντιβανάκια στη βεράντα, κοιτούσαμε τα αστέρια μαγεμένες, δίνοντας τα δικά μας ονόματα .
Πρώτη και καλύτερη, η Μεγάλη Άρκτος.
Ήταν το καραβανάκι μας .
Όταν αργότερα, την ώρα που χάραζε, βρισκόμασταν για δουλειά στα καπνοχώραφα, κάναμε καμία ζαβολιά… Παιδιά εξάλλου ήμασταν ακόμη!
Βγαίναμε από τις γραμμές μας σταματώντας το σπάσιμο των φύλλων του καπνού, για να αγναντέψουμε έστω και για ένα λεπτό .
Πού να ξέραμε τότε, ότι το λαμπερό αστέρι που φαίνονταν λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, ήταν ο Σείριος.
Ο Σείριος που ανήκει στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός, ένα από τα κυνηγετικά σκυλιά του μυθικού Ωρίωνα.
Ο Σείριος λάμπει τον Ιούλιο, όμως στην αρχαιότητα, αν και τόσο λαμπρός, χαρακτηρίζονταν “ούλιος”, ολέθριος δηλαδή , μία αντίληψη που διατηρήθηκε και μεταγενέστερα.
Οι θερινοί καύσωνες που προκαλούν ηλιάσεις, θερμοπληξίες, με αυτήν την εποχή συμπίπτουν, για αυτό και ονομάστηκαν οι θερινοί καύσωνες “ κυνικά καύματα” και τα ελαφρά θερινά ενδύματα “σείρινα ιμάτια”…
Η γιαγιά μου η Ανθή, μου ιστορούσε κι έλεγε πώς στον θέρο και στο αλώνισμα γευμάτιζαν με νερόξιδο και σκόρδο και τριμμένο ψωμί κοινώς “ξιδοπαπάρα”. Αλλιώς δεν αντέχονταν η ζέστη.
Ζέστη! και τα πρώιμα σταφύλια ωριμάζουν.
“Τζίτζικας ελάλησε, άσπρη ρώγα μαύρισε.”
Σε ένα ημιορεινό χωριό της Πιερίας, όπου ετύχαινε καμιά φορά τον μήνα αυτό να βρίσκομαι, μου άρεσε πολύ να μπαίνω στο αμπέλι του παππού από την πλευρά της μητέρας μου και να χαίρομαι τις γυαλιστερές ρώγες των σταφυλιών που κρέμονταν κομπάζοντας για την ομορφιά τους.
Σε ένα τσαμπί έβλεπες όλα τα χρωματικά στάδια της ωρίμανσης.
Εδώ στη Βέροια πάλι, οι μπαξεβάνηδες δεν χόρταιναν να μαζεύουν το ζαρζαβάτι .Πλούσια τα ελέη του Θεού σε έναν κάμπο γενναιόδωρο!
Κάτω από την Εληά ήταν τα περβόλια…
Φωτιά και λαύρα έκανε; στο ξακουστό Λιανοβρόχι δροσίζονταν… Στο ήρεμο, μικρό ποταμάκι με τα πεντακάθαρα νερά που έσμιγε με τον Τριπόταμο και ήταν μέχρι τον πόλεμο γεμάτο πουρνάρια, πλατάνια και θυμάρια.
Στη θάλασσα όμως εμείς θα τρέξουμε έστω και για λίγο, όσοι μπορούμε κι όσο δε φοβόμαστε τον ιό, ψάχνοντας τον παχύ ίσκιο του ψηλόκορμου δέντρου με την πυκνή σκιά και τις πευκοβελόνες!
Στον ίσκιο του πεύκου καταφεύγει και ο Γιώργος Σεφέρης και αναμετρά τη ζωή του…
“Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά στη θάλασσα.
Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξανά αρχίζουν να γίνονται δέρμα και χείλια.”
Και οι στίχοι του ποιητή Σεφέρη…
“Λίγες βελόνες πεύκου ύστερα από τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σαν χαλασμένα δίχτυα.
Ένας λόγος για το καλοκαίρι”
καλή εβδομάδα με υγεία
Ει. Δα.