«Με τον όρο «μεταδημοκρατία» εννοώ μια κοινωνία στην οποία όλες οι μορφές δημοκρατίας – εκλογές, κόμματα, κυριαρχία του νόμου, κριτική, διαμαρτυρίες – συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά στην οποία η πολιτική ενέργεια του συστήματος δεν καταναλώνεται σ’ αυτούς τους θεσμούς, καθώς έχει «χαθεί» μέσα σε μικρούς κύκλους των ελίτ, όπως οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί. Έτσι, ο όρος δεν ταυτίζεται με τις έννοιες της «μη δημοκρατίας» ή της «αντιδημοκρατίας»…», (Colin Crouch).
Τις τελευταίες δεκαετίες το λεξιλόγιό μας και ιδιαίτερα το πολιτικό εμπλουτίστηκε με όρους και έννοιες που αντανακλούν και τις αλλαγές που διαπερνούν το πολιτικό σύστημα και τους όρους άσκησης της πολιτικής και λειτουργίας της δημοκρατίας. Κυρίαρχες έννοιες μεταξύ άλλων η μετα–αλήθεια και η μετα–δημοκρατία. Έννοιες που χαρτογραφούν το πολιτικό πεδίο που τείνει να κυριαρχήσει στο μέλλον.
Η μετα–αλήθεια
Η «μετα–αλήθεια» (post truth) ψηφίστηκε ως η λέξη της χρονιάς (2016). Είναι η «κατασκευασμένη» αλήθεια και συνιστά το τελικό προϊόν από το μείγμα της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης. Άλλοτε προστίθενται στοιχεία μιας εικονικής πραγματικότητας κι άλλοτε αποκρύπτονται με στόχο την πολιτική ποδηγέτηση του λαού. Ο όρος υπόρρητα δηλώνει πως δεν υφίσταται απόλυτη αλήθεια και πως οι εκδοχές της είναι πολλές. Το ερώτημα «και τι εστίν αλήθεια» δύσκολα απαντιέται. Έτσι ο καθένας – και ιδιαίτερα οι πολιτικοί – κατασκευάζουν τη δική τους αλήθεια και την προβάλλουν ως την καλύτερη εκδοχή.
Βέβαια η αλήθεια ορίζεται ως η σχέση ανάμεσα στη λέξη «λόγο» και την πραγματικότητα. Ωστόσο η περιγραφή και η κατανόηση της πραγματικότητας χρειάζεται τη «λέξη». Κι εδώ ακριβώς εδράζεται η μετα–αλήθεια. Ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιεί δικές του λέξεις για να αποδώσει την πραγματικότητα με αποτέλεσμα να κατασκευάζεται μία άλλη πραγματικότητα, άκρως υποκειμενική. Έτσι αυτός ο χωρισμός, η διάσταση ανάμεσα στα πράγματα και τις λέξεις συνιστά το υπόβαθρο της μετα–αλήθειας δικαιώνοντας τη θέση του Γοργία: «Ο γαρ μηνύομεν εστί λόγος, ο έτερός εστί των υποκειμένων», (Άλλο , δηλαδή, είναι το ίδιο το πράγμα και άλλο η λέξη που το αποδίδει).
Η μετα-δημοκρατία
Γεννήτορας του όρου μετα–δημοκρατία θεωρείται ο Βρετανός κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς. Σύμφωνα, λοιπόν, με το νοηματικό φορτίο του όρου σε μια δημοκρατική κοινωνία φαίνεται να υφίστανται όλες οι βασικές λειτουργίες του πολιτεύματος, όπως τα κόμματα, οι εκλογές, οι νόμοι, η βουλή, ο πολιτικός διάλογος, ο αντιπολιτευτικός λόγος, ο συνδικαλισμός. Ωστόσο οι αποφάσεις και ιδιαίτερα οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από άλλα κέντρα, εξωθεσμικά και εν πολλοίς απρόσωπα, όπως: οικονομικές επιχειρήσεις, πολεμικές βιομηχανίες, κλειστές ομάδες «ειδικών», απρόσωπα και αδιαφανή κέντρα πληροφόρησης και σιγά – σιγά οι χειριστές των «αλγόριθμων» και της «τεχνητής νοημοσύνης».
Στη μετα–δημοκρατία η πολιτική υποχώρησε και την πραγματική εξουσία την ασκούν οι νόμοι της αγοράς και τα διάφορα οικονομικά συμφέροντα. Αυτή η γιγάντωση των αγορών στο όνομα μιας «οικονομικής αναγκαιότητας» – που προβάλλει ως φυσικός νόμος/νομοτέλεια – αποδυνάμωσε τις πολιτικές λειτουργίες και απονεύρωσε κάθε πολιτική σκέψη. Έτσι στη μεταδημοκρατία ανιχνεύεται μια αποπολιτικοποίηση και απο–ιδεολογικοποίηση των λειτουργιών της δημοκρατίας. Αυτή η δημοκρατική δυσανεξία αντανακλά και την υπολειτουργία της «πολιτικής κοινωνίας» αφού οι θεσμοί τυπικά λειτουργούν, αλλά η πραγματική εξουσία και οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται από εξωθεσμικά κέντρα χωρίς πολιτική νομιμοποίηση.
Στο πλαίσιο της μετα–δημοκρατίας η έννοια πολίτης έχει διαφορετικό περιεχόμενο, αφού έπαψε να είναι το υποκείμενο των πολιτικών διεργασιών ή δεν του δίνονται ευκαιρίες για παραγωγή πολιτικής σκέψης. Ο Κόλιν Κράουτς σημειώνει σχετικά: «Όλα τα συστατικά μέρη της δημοκρατίας επιβιώνουν, ωστόσο οι πολίτες περιορίζονται στον ρόλο παθητικών και χειραγωγημένων ατόμων». Ο πολίτης στη μετα–δημοκρατία διακρίνεται από έναν διάχυτο φαταλισμό και γι’ αυτό αρέσκεται στο ρόλο του θεατή, του οπαδού και του χειροκροτητή. Έτσι καθίσταται εύκολο θύμα της κολακείας των ισχυρών και των λαϊκιστών.
Τα γνωρίσματα – πληγές της μετα-δημοκρατίας
Αν μπορούσε κάποιος να συμπυκνώσει στο ελάχιστο τις «πληγές» της σύγχρονης δημοκρατίας, της μετα–δημοκρατίας θα κατέληγε στα τρία παρακάτω προβλήματα.
Ως πρώτιστο πρόβλημα – γνώρισμα της μετα–δημοκρατίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η κυριαρχία των νόμων της αγοράς και η αυτονόμησή τους από την πολιτική. Τα οικονομικά φαινόμενα, δηλαδή, και οι συντελούμενες οικονομικές διεργασίες δεν καθορίζονται πλέον από την πολιτική και τους φορείς της, αλλά από διάφορα ιδιωτικά συμφέροντα που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό υλικό κέρδος. Έτσι το κοινωνικό συμφέρον υποχωρεί μπροστά στην απληστία του ιδιωτικού κέρδους αποδομώντας το βασικό υπόβαθρο της δημοκρατίας.
Τη φθοροποιό δύναμη των νόμων της αγοράς συμπληρώνει και η παραπληροφόρηση με την επιλεκτική διοχέτευση ψευδών ειδήσεων, των γνωστών fake news. Ο πολίτης καθημερινά είναι εκτεθειμένος σε ένα χείμαρρο πληροφοριών που χαλκεύονται από ανθρώπους και συμφέροντα που ελέγχουν ασφυκτικά τους κρουνούς της ενημέρωσης. Οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις μέσα από μία αγαστή συνεργασία – διαπλοκή ορίζουν το πλαίσιο και την εικόνα της πραγματικότητας. Ο ανυποψίαστος πολίτης υφίσταται μία λοβοτομή και ωθείται στην αποδοχή μιας ψευδούς εικόνας της πραγματικότητας. Έτσι χάνει την αυτοβουλία του, αφού η ελευθερία της σκέψης έχει μολυνθεί από τους ιούς των ψευδών ειδήσεων.
Στα γνωρίσματα – πληγές της μετα–δημοκρατίας θα μπορούσε να προστεθεί και η εκχώρηση πολλών εξουσιών στους ειδικούς και τους τεχνοκράτες. Παρατηρείται, δηλαδή, μία τεχνικοποίηση και υπερλογίκευση ή και εργαλειοποίηση της πολιτικής με αποτέλεσμα να κινδυνεύει το πολιτικό κριτήριο ως ύπατο κριτήριο αποφάσεων. Έτσι η πολιτική χάνει την αυτονομία της και τη δυνατότητά της να προκαλέσει ριζικούς μετασχηματισμούς στο σύστημα. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως αριθμοί κι έτσι ακυρώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο της δημοκρατίας. Οι ειδικοί αντικαθιστούν τις αποφάσεις του λαού, χάνεται η συλλογικότητα και οι ευθύνες μετακομίζουν στην αυθεντία των ολίγων. Μπορεί, βέβαια, σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη: «το ελέσθαι ορθώς, των ειδότων έργον εστί», (οι σωστές αποφάσεις, είναι έργο των ειδικών), αυτό όμως δεν μπορεί να είναι η αιτία και η αφορμή για την εκχώρηση όλων των εξουσιών στους ολίγους και τους ειδικούς.
Στα παραπάνω γνωρίσματα της μετα–δημοκρατίας θα μπορούσαν να προστεθούν συνοπτικά και τα ακόλουθα: Αδυναμία του πολίτη να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο της «πληροφορικής επανάστασης», αδυναμία στην κριτική επεξεργασία των κοινωνικών μεταβλητών και δεδομένων, αδυναμία ή απροθυμία να σκέφτεται και να δρα συλλογικά, η εξιδανίκευση της ατομικότητάς του σε συνδυασμό με την αγελαία νοοτροπία του, η απουσία ιδεολογιών, ο λαϊκισμός και η συνθηματολογία και τέλος ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός σε συνδυασμό με το άγχος της υλικής επιβίωσης.
Να νομίζουμε ότι έχουμε…
Όλα αυτά μετατρέπουν τον πολίτη σε ένα άνευρο κύτταρο της δημοκρατίας που εκφυλίζεται σε ένα πολίτευμα εναλλαγής της εξουσίας και διαχείρισης της καθημερινότητας, αφού οι «σπουδαίες» αποφάσεις λαμβάνονται «αλλού». Κι αυτό είναι το πυρηνικό στοιχείο της μετα–δημοκρατίας και ιδιαίτερα της δυτικής δημοκρατίας. Δεν κινδυνεύει από εξωτερικούς παράγοντες (στρατό, δικτατορίες…) αλλά από έναν εσωτερικό εκφυλισμό.
Στο πολυθρύλητο «Τέλος των ιδεολογιών» και στη σκιά της «μελαγχολικής δημοκρατίας» η δημοκρατία απονευρώνεται, υποχωρεί και εκφυλίζεται, χωρίς αυτό να φοβίζει κανέναν, αφού λίγοι είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την διολίσθηση της παραδοσιακής δημοκρατίας σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της μετα–δημοκρατίας. Έτσι κανείς δεν αντιδρά γιατί επιφανειακά η δημοκρατία λειτουργεί και η απουσία της δεν είναι αισθητή.
Όλα αυτά θυμίζουν το διάλογο των τεσσάρων πρεσβευτών (Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, Αυστριακών) για την εκχώρηση συντάγματος ή όχι στους Έλληνες (Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Το μεγάλος μας τσίρκο»):
«Να έχουμε δημοκρατία, αλλά στην ουσία να μην έχουμε, αλλά να νομίζουμε ότι έχουμε αυτό που δεν έχουμε…»
———————
ΙΔΕΟπολις