Γιώργος Χ. Χιονίδης: «Εκ βαθέων» – Ο ιστορικός, ο νομικός, ο πολιτικός, ο άνθρωπος / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
// Πορεύτηκα πάντα με γνώμονα τη συνείδησή μου. Και γι’ αυτό τώρα νιώθω μια βαθιά ηρεμία να με κατακλύζει! Πόσο πλούσιος θα ήμουν, αν κέρδιζα όλα τα άλλα και είχα απολέσει τη συνείδησή μου; Μ΄αυτήν πορεύτηκα, μ΄αυτήν θα πεθάνω…// Γίωργος Χ. Χιονίδης
Είναι από κείνους που ο τρόπος της ζωής τους, η πορεία τους, η προσφορά τους, τους έκανε να ανήκουν όχι στον εαυτό τους και στους αγαπημένους τους, αλλά στην πόλη τους. Είναι ο Γιώργος Χιονίδης της Βέροιας!
Παιδί μιας αδικημένης γενιάς, που πέρασε μέσα από τον πόλεμο, την πείνα και τη φτώχεια, που σφυρηλατήθηκε από τη σκληρή δουλειά, απόκτησε τη γνώση που τον διαμόρφωσε ως προσωπικότητα και έχοντας το πείσμα και τη δοτικότητα της ποντιακής του καταγωγής, αφοσιώθηκε στην προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο.
Ακέραιος χαρακτήρας πάντα, και ως δικηγόρος και ως πολιτικός, με την πλατωνική θεωρία για την πνευματικότητα ως οδηγό στην πολιτική του πορεία, ιστορικός της πόλης του, με ένα δίτομο έργο που είχε όχι μόνο την πανελλαδική αποδοχή, αρθρογράφος και συνεργάτης εφημερίδων τοπικών και αθηναϊκών, με τιμές από κορυφαίους φορείς και την Ακαδημία Αθηνών, μεταφέρει σε όλους τους τομείς στους οποίους εκφράστηκε, αυτό που τον χαρακτηρίζει, το “Ήθος”!
Σε μια τρίωρη τηλεφωνική επικοινωνία – που η πανδημία δεν επέτρεψε να πάρει τη μορφή της προσωπικής επαφής – ο Γιώργος Χιονίδης μιλά στη Φαρέτρα για όλα. Μιλά “εκ βαθέων”.
Παρά τα 87 του χρόνια, ο τόνος της φωνής και το πάθος της δεν μαρτυρούν τον άνθρωπο που ανήκει στο παρελθόν. Άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με καυστικότητα, πάντα όμως με ευθυκρισία και φιλοσοφική διάθεση απέναντι στα ανθρώπινα, διαγράφει το πορτρέτο του σε μια συνέντευξη ποταμό, που το απόσταγμά της είναι αυτές οι γραμμές.
Τα παιδικά μας χρόνια είναι η πατρίδα όλων μας, στην οποία επιστρέφουμε πάντα. Μας καθορίζουν με τις παραστάσεις και τους ανθρώπους που παίζουν τον πρώτο ρόλο στη ζωή μας. Πώς ήταν τα δικά σας παιδικά χρόνια;
Γεννήθηκα την Πρωτομαγιά του 1934 στη Ραχιά Ημαθίας, μετά το θάνατο του πατέρα μου, που ήταν δάσκαλος στη Ραχιά και στο Κωστοχώρι, τα δύο χωριά των Σανταίων. Η μητέρα μου έλεγε πως είδε πριν γεννηθώ τον νεκρό πατέρα μου στον ύπνο της, να της λέει: “Μάγδα, σου στέλνω επιτέλους ένα κριάρι! Πρόσεχέ το!” Έτσι η μητέρα μου, μετά το όνειρο και τα τρία κορίτσια της, περίμενε το μοναδικό της αγόρι, εμένα.
Ο πατέρας μου ήταν ένας πραγματικός κομμουνιστής, ένας ιδεαλιστής! Αγαπούσε τους ανθρώπους και νοιαζόταν γι’ αυτούς. Ήταν τρυφερός άνθρωπος, όπως μου λέγανε. Δεν έτρωγε κρέας, γιατί λυπόταν τα ζώα. Συχνά με τον πενιχρό μισθό του βοηθούσε και κάποιους που είχαν ανάγκη με απόλυτα διακριτικό τρόπο.
Δεν τον διέκρινε η θρησκευτική πίστη, σεβόταν όμως την πίστη της μητέρας μου, η οποία ήταν ελεύθερη να πιστεύει και να πράττει ό,τι ήθελε.
Η μάνα μου έμεινε χήρα στα 28 της, για να μεγαλώσει μόνη της τρία παιδιά – μια από τις τρις αδελφές μου είχε πεθάνει μικρή, πριν γεννηθώ – ξενοπλένοντας. Θυμάμαι ήμουν κάπου τεσσάρων, μέναμε σ’ ένα ανθυγιεινό ισόγειο και έκλαιγα κλειδωμένος μέσα από την πείνα. Μια καλή γειτόνισσα έσπασε το τζάμι και μου πέταξε ψωμί. Τέτοια ήταν τα χρόνια και η πείνα μας!
Καθώς η μάνα μου ήταν επιρρεπής σε ονειροφαντασίες, αφηγείται κι ένα περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο, μετά από μια παράξενη “φωνή” που άκουσε, οδηγήθηκε σε εποχές πείνας να βρει στο σημείο που της υποδείχθηκε μια χρυσή λίρα! Έτσι ισχυριζόταν με πειστικότητα!
Είχε και μια επιπλέον ικανότητα, την ικανότητα να διαβλέπει. Μου την μετέδωσε εν μέρει κι εγώ από τη μεριά μου τη μετέδωσα στη μοναχοκόρη μου.
Και οι δυο γονείς μου ήταν Πόντιοι, Σανταίοι. Η μάνα μου ήταν Καυκάσια από την παλιά Σάντα. Από κείνους τους Σανταίους που σκορπίστηκαν σ’ όλον τον Πόντο και στη Ρωσία και κάνανε μικρές Σάντες.
Υπάρχει μια περηφάνια στη φωνή σας για την ποντιακή σας καταγωγή. Πώς βιώσατε και βιώνετε το βάρος της;
Πριν από μέρες κάποια εφημερίδα μοίρασε σημαίες του Πόντου για τη Γενοκτονία. Προμηθεύτηκα μία και θέλω να σκεπάσει το σώμα μου, όταν πεθάνω. Όχι για μένα, αλλά για να τιμήσω τον παππού μου, που πήρα το όνομά του και τους 353.000 Πόντιους που σφαγιάστηκαν.
Ο παππούς Γιώργος ήταν Πρόεδρος της Επτακώμου Σάντας. Μού είπαν πως υπήρχε και δημοτικό τραγούδι για τον παππού μου με το όνομα Χιόνος, δηλαδή Χιονίδης, και μου το δώσανε. Όταν μια κοινωνία συνθέτει ένα δημοτικό τραγούδι για κάποιο μέλος της, τότε έτσι δείχνει την εκτίμησή της γ’ αυτό! Διοίκησε, λοιπόν την Επτάκωμο Σάντα, έβγαλε φιλόλογο τον πρώτο του γιο και τον δεύτερο, τον πατέρα μου, δάσκαλο.
Η κόρη του η Ουρανία ήταν η ωραιότερη κοπέλα του Πόντου, όπως λέγανε. Καθώς ο άντρας της είχε φύγει στο αντάρτικο, και η ίδια δε θέλησε να υποχωρήσει στις ορέξεις ενός Τούρκου, αυτός την έσχισε από πάνω μέχρι κάτω με μαχαίρι, μπροστά στον πατέρα της. Τον πατέρα της, τον παππού Γιώργο, τον στείλανε στα Τάγματα Εργασίας, στα Αμελέ Ταμπουρού, κι εκεί τον φάγανε τα όρνια και τα σκυλιά.
Αυτόν τον Γιώργο Χιονίδη θέλω, λοιπόν, να τιμήσω, μαζί με όλους τους μάρτυρες Ποντίους εκείνης της εποχής…
Ναι, φυσικά και είµαι περήφανος για την καταγωγή µου. Δεν αντικαθιστώ τον Πόντο µε τίποτα. Βέβαια, ανακάλυψα πως υπήρχε Χιονίδης (µε ω), προσωκρατικός ποιητής, ο οποίος µάλιστα έγραψε περί… πτωχείας! Τι σύµπτωση! Έτσι κι εγώ φυτοζωώ µε τη σύνταξη µου! Υπήρξε και Χιονίδης στο Βυζάντιο, αστρονόµος. Εγώ οµολογώ ότι δεν τα πάω καλά µε τα Μαθηµατικά!
Χωρίς να είµαι ρατσιστής, λοιπόν, είµαι τροµερά χαρούµενος µε την καταγωγή µου. Βέβαια, αν οι γονείς µου ήταν Βλάχοι, θα αισθανόµουν περήφανος για τη βλάχικη καταγωγή µου. Όµως, για να στηρίξω τα περί Ποντίων – µ’ αρέσει να αιτιολογώ – οι Πόντιοι στην πλειονότητά τους είναι άνθρωποι της καρδιάς, είναι ευθείς. Ποτέ δε θυµάµαι στην επαγγελµατική µου ζωή, στη δικηγορία, Πόντιο να… «µου έβαλε φέσι», έστω και µια δραχµή! Οι Πόντιοι είµαστε εργατικοί, φιλόξενοι, δίνουµε την ψυχή µας! Όλα αυτά στην πλειονότητα της φυλής, βέβαια, το ξανατονίζω.
Και οι σπουδές σας; Πώς ξεκινήσατε με τόσες στερήσεις; Πώς διαγράψατε μια ομολογουμένως λαμπρή πορεία στον πνευματικό και πολιτικό στίβο;
Όνειρό μου στα γυμνασιακά μου χρόνια ήταν να πάω στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά ο μετέπειτα στρατηγός Κωτσίδης, όταν ζήτησα μαθητής τη γνώμη του, με απέτρεψε. Άλλωστε, είναι γνωστό πως ο Ναπολέων είπε “όπου αρχίζει ο στρατός σταματά η λογική” με την έννοια βέβαια της απόλυτης πειθαρχίας όσων τον υπηρετούν, χωρίς καμία ένσταση.
Έτσι, έβαλα πλώρη για την Πάντειο. Έφυγα στην Αθήνα και έμενα στον Πειραιά, στη Δραπετσώνα. Έμενα σ’ ένα δωμάτιο με τέσσερα άτομα. Για να επιβιώσω έκανα εφτά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα, λόγω έλλειψης τροφής, να πάθω μια γαστρίτιδα, που με συνόδευε πάντα. Έκανα δημοσιογράφος, έκανα εισπράκτορας, έκτακτος ταχυδρομικός, τα πάντα… Κι ενώ έφτασα στα όρια της γαστρορραγίας, μ’ έσωσε ο πρώτος μου ξάδελφος! Αξίζει να μιλήσω γι’ αυτόν!
Η αδελφή του πατέρα μου, η μόνη που επέζησε, η Παρθένα, είχε τρία παιδιά. Ο γιος της ο Γιώργος με πήρε υπό την προστασία του. Ήμουν ένα αγόρι 17 χρονών, ορφανό, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι. Πέρα από την προστασία που μου πρόσφερε, μου άνοιξε τον κόσμο του Θεάτρου. Με πήγε στη Λαμπέτη, στην Παξινού… Άνοιξε μπροστά μου ένας άλλος κόσμος, άγνωστος και γοητευτικός…
Πώς μπορώ, λοιπόν, να ξεχάσω έναν τέτοιο άνθρωπο που με στήριξε για εφτά ολόκληρα χρόνια, μαθητή και φοιτητή, αλλά στάθηκε και αγαπημένος συγγενής μου πάντα, τον Γιώργο Ραφαηλίδη;
Η Πάντειος τότε χρειαζόταν χρήματα για να εγγραφείς. Ενώ πέρασα όλα τα μαθήματα της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου, δεν είχα λεφτά για να γραφώ στη Σχολή. Ήρθα λοιπόν με φορτηγό στη Βέροια, για να δουλέψω στο γραφείο του βουλευτή,του Χατζηδημητρίου. Δούλεψα τέσσερις μήνες στην εφημερίδα του τη “Νίκη”. Γυρίζοντας πίσω πάνω πάλι σ’ ένα άθλιο φορτηγό, ήμουν εκπρόθεσμος κατά τέσσερις μέρες, για να εγγραφώ στην Πάντειο. Μου είπαν πως ήταν αδύνατον να εγγραφώ, με αποτέλεσμα να βάλω τα κλάματα. Είχαν πάει χαμένοι και οι τέσσερις μήνες που δούλεψα στη Βέροια, για να κερδίσω τα λεφτά της εγγραφής.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στη Γραμματεία της Σχολής ο Στασινόπουλος, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, άνθρωπος από φτωχή οικογένεια κι αυτός, που σπούδασε με μεγάλη δυσκολία. Βλέποντάς με έτσι απελπισμένο και μαθαίνοντας πως έχασα την ημερομηνία λόγω του ότι δούλευα, λέει στη γραμματέα: “Να εγγραφεί ο νεαρός με ευθύνη δική μου, του Πρυτάνεως! Δε θ’ αφήσω αυτό το παιδί έξω από το πανεπιστήμιο. Αυτό δούλευε. Έρχονται τα άλλα με τις κούρσες τους να γραφούν. Παίρνω εγώ την ευθύνη!”
Μπαίνω λοιπόν στο πρώτο έτος της Παντείου και περνώ και τα δεκαέξι μαθήματα με τη μία. Βιβλία δεν είχα. Περίμενα να κοιμηθούν κάποιοι φίλοι συμφοιτητές μου, για να πάρω τα βιβλία τους και να διαβάσω μετά τα μεσάνυχτα… Το πρωί ξεκινούσα για τη δουλειά. Δούλευα σε δύο ταυτόχρονα εφημερίδες, το “Οικονομικό Βήμα” και την “Εμπορική”. Αργότερα δουλεύω στην “Απογευματινή”, που ιδρύεται το 1952. Όσο για τα σαββατοκύριακα, δούλευα σε ταβέρνα, με συμφωνία να τρώω εκεί.
Τελειώνοντας με χίλιες στερήσεις και με “Λίαν Καλώς”, μεταπήδησα στο τρίτο έτος της Νομικής, αποφοιτώντας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Καθώς το οικονομικό πρόβλημα ήταν πάντα παρόν, δίνω εξετάσεις για Οικονομικός Αξιωματικός και περνώ 2ος στους 130 υποψήφιους.
Και τότε, και με τη λάμψη της στολής του αξιωματικού, γνωρίζετε και τη γυναίκα σας, την Πόπη Κωφού. Έτσι δεν είναι;
Τη γυναίκα μου την Πόπη, τη σύντροφό μου εδώ και 58 χρόνια, τη γνώρισα στην Έδεσσα, σ’ ένα ζαχαροπλαστείο δίπλα στους καταρράχτες. Ρομαντικό το περιβάλλον κι εκείνη 17χρονη κοπελίτσα με γαλανά μάτια, με γαλλικά και πιάνο… Ο έρωτας υπήρξε, όπως λένε, κεραυνοβόλος! Η κοινή μας πορεία απέδειξε πως ο έρωτας έδωσε τη θέση του με τα χρόνια στην αγάπη και στην αφοσίωση. Κι αυτό φαίνεται ακόμη πιο έντονα τώρα, που πέρασαν τα χρόνια… Υπήρξα πολύ τυχερός που στάθηκε δίπλα μου και ανέχτηκε κυριολεκτικά τις αναζητήσεις μου στον πνευματικό χώρο με κάθε είδους κόστος. Αλλά ίσως αξίζει να μιλήσω εδώ και για τους υπέροχους γονείς της, που τη διαμόρφωσαν.
Η πεθερά μου καταγόταν από το Χαλέπι της Συρίας. Το Χαλέπι λεγόταν παλιά Βέροια! Και το παιχνίδι της μοίρας την έκανε να πεθάνει στη Βέροια της Μακεδονίας. Πώς βρέθηκαν εκεί, στο Χαλέπι; Ο παππούς της γυναίκας μου, έμπορος καπνών, γνώρισε τη γιαγιά της, ωραιοτάτη μελαχρινή, και την παντρεύτηκε. Απ’ αυτόν το γάμο γεννήθηκε η πεθερά μου. Η αδελφή της γιαγιάς ήταν η Καλλιόπη Δημητριάδου η Μακεδονομάχος, η Μακεδόνισσα που αρνήθηκε υλική αμοιβή για τον αγώνα της. Ήταν εκείνη που ίδρυσε τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Βεροίας και αργότερα και της Ναούσης. Ο δε πεθερός μου, που ήταν ανώτερος άνθρωπος, έδωσε το όνομά της στη γυναίκα μου, Καλλιόπη.
Ο πεθερός μου, Δημήτριος Κωφός, που πέθανε στα 54 χρόνια του από το στομάχι του, ήταν Εδεσσαίος, ακέραιος και ανθρωπιστής γιατρός. Όχι απλά ήταν έτοιμος με το βαλιτσάκι του να τρέξει οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας στους ασθενείς που τον είχαν ανάγκη, αλλά πολλές ήταν οι φορές που δεν έπαιρνε και χρήματα. Μάλιστα, μια συγκεκριμένη φορά όχι απλά εξέτασε χωρίς χρήματα μια πάμφτωχη γυναίκα, αλλά της άφησε φεύγοντας και χρήματα πάνω στο τραπέζι. Αυτός ήταν ο πεθερός μου, που στον τάφο του στην Ευαγγελίστρια για πολλά χρόνια άφηναν λουλούδια οι ασθενείς του, που τον λάτρευαν. Το δικό του όνομα και όχι της μητέρας μου έδωσα στη μοναδική μου κόρη, για να τιμήσω έναν τέτοιο άνθρωπο!
Από τέτοιους ανθρώπους, που πραγματικά αγάπησα, γεννήθηκε η Πόπη και τώρα η συνέχειά μας είναι η μοναδική μας κόρη, η Δήμητρα, που χρησιμοποιεί με περηφάνια το όνομα Χιονίδου, με τη συγκατάθεση πάντα του γαμπρού μου Ηλία Χατζηαμπεριάδη, που με λατρεύει κι αυτός. Βλέπω στο παιδί μου τρία χαρακτηριστικά, την ανεξικακία, την καλοσύνη και την αγάπη για τον Πόντο. Πόσο χαίρομαι!
Για 33 σχεδόν χρόνια ασκείτε δικηγορία στη Βέροια και γράφετε παράλληλα σε πανελλήνια νομικά περιοδικά. Διατηρείτε επίσης τον τίτλο του Επίτιμου Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, όπως και του Επίτιμου Προέδρου της Ευξείνου Λέσχης. Ποιες οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις σας από τη μαχόμενη δικηγορία;
Όλοι µιλούν για τον ιστορικό Χιονίδη. Η γιγάντια όµως προσπάθεια που έκανα δεν είναι η Ιστορία της Βέροιας, ή ακριβέστερα µόνο η Ιστορία της Βέροιας. Είναι ότι υπήρξα δικηγόρος για 33 σχεδόν χρόνια και δεν είπα ποτέ ψέµατα σε κανέναν. Το ίδιο συνέβη και στα τρία χρόνια και ένα µήνα, που υπήρξα βουλευτής. Αυτό δεν αξιολογήθηκε όσο έπρεπε.
Έκανα κάτι µοναδικό σε όλον τον νοµικό κόσµο, επί µονίµου βάσεως. Δεν υπήρξε πελάτης µου, που να φύγει απ’ το γραφείο µου, χωρίς να του δώσω αντίγραφο δικογραφίας, ώστε να παρακολουθεί τις κινήσεις µου. Έτσι οι πελάτες µπορούσαν να φύγουν νωρίτερα από µένα, έχοντας το φάκελο, αλλά και να µε βασανίζουν µε ερωτήσεις άνευ περιεχοµένου, αφού δεν ήξεραν νοµικά.
Δεν υπήρξε επίσης πελάτης στον οποίο να µη δώσω απόδειξη. Τους κυνηγούσα, για να πάρουν την απόδειξή τους. Και κάτι για το οποίο είµαι επίσης περήφανος είναι οι 33 νοµικές µου µελέτες, κάτι σπάνιο για επαρχιώτη δικηγόρο. Σηµειωτέον, όλες ταχυδροµηµένες και χωρίς καµιά τηλεφωνική επικοινωνία µε τις επιστηµονικές επιτροπές των περιοδικών, που τις εξέδωσαν.
Έφυγα από τη δικηγορία με ένα μόνο περιουσιακό στοιχείο, το γραφείο μου, 40 τ.μ., που απέκτησα το 1971, ξεχρεώνοντάς το σε τρία χρόνια.
Όσο για τη «Συνεπιμέλεια» που απασχολεί τον νομικό κόσμο και την κοινωνία σήμερα, είναι πρόταση δική μου που έγινε στα «Ποινικά χρονικά», πριν τόσα χρόνια.
Δικαίως όμως μιλούν όλοι για τον ιστορικό Χιονίδη, αφού η δίτομη Ιστορία της Βέροιας δεν κάλυψε μόνο το τοπικό ιστορικό κενό, αλλά κατέκτησε και τον εξωελλαδικό έπαινο. Πώς ένας νομικός ασχολήθηκε με την Ιστορία;
Θα επαναλάβω αυτό που είπα κάποτε. Για µένα η Νοµική υπήρξε σύζυγος και η Ιστορία… ερωµένη! Αρχικά ήθελα να σπουδάσω Φιλολογία, για να ασχοληθώ µε την Ιστορία. Τότε, όµως, το 1952, στη Φιλολογία έπρεπε να παρακολουθείς τα µαθήµατα στο Πανεπιστήµιο. Εγώ δούλευα, όπως είπα, σκληρά, για να σπουδάσω. Πεντακόσιες δραχµές σύνταξη έπαιρνε η µάνα µου. Έκανα διάφορες δουλειές. Έπρεπε να φάµε. Πώς να παρακολουθήσω;
Έτσι επέλεξα την Πάντειο και µετά τη Νοµική. Δούλευα και σπούδαζα. Αν µπορούσα να σπουδάσω Φιλολογία, δε θα γινόµουν νοµικός. Αν και αργότερα σκέφτηκα πως, επιλέγοντας τη Φιλολογία, θα µαζευόµουν στη γωνιά µου και θα έγραφα, λύνοντας το υπαρξιακό µου, χωρίς όµως να κάνω το άνοιγµα στην Πολιτική που µου επέτρεπε η Νοµική. Η Ιστορία υπήρξε πάντα το πάθος µου και της δόθηκα.
Η Ιστορία γράφεται πάντα µε πολύ κόπο – εργατική «µέλισσα» σάς χαρακτήρισαν – και µε ιδιαίτερο άγχος για την απόδοση της αλήθειας. Πόσο πλούσιος – εννοώ µεταφορικά, γιατί ξέρω πως βγήκατε χαµένος οικονοµικά από το γράψιµό της – νιώθετε µέσα απ’ αυτό το πάθος για έρευνα;
«Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν µάθησιν» είπε ο Ευριπίδης. Αυτός ο εσωτερικός πλούτος µε κράτησε. Αξίζει να αφιερωθείς σε κάτι που αξίζει, που βλέπεις ότι αξίζει. Όσο για τον κόπο της έρευνας, µεγάλος… Ατέλειωτες ώρες µελέτης… Ερεύνησα 200.000 χειρόγραφα πολυσέλιδα στην Εθνική Βιβλιοθήκη για 16 µήνες. Αλλά και στην Κωνσταντινούπολη µελέτησα για 31 ηµέρες σε διάστηµα δυο ταξιδιών. Ό,τι µου περίσσευε από χρήµατα τα έδινα σε βιβλία και στη συγγραφή του βιβλίου µου. Να είναι καλά οι ποιητές Χριστιανόπουλος και Βαφόπουλος. Χάρη σ’ αυτούς µπορούσα να έχω πρόσβαση στη Βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, στην οποία πηγαινοερχόµουν µε το ΚΤΕΛ.
Έπρεπε, γράφοντας,να δω και να ξαναδώ το κείµενό µου. Έτσι κάνω και τώρα.
Οι δύο τόµοι της Ιστορίας της Βέροιας έχουν µεταξύ τους εννιά χρόνια απόσταση. Η αρχική σκέψη ήταν να γίνει ένας ενιαίος τόµος 1000 σελίδων, κάτι που δεν προχώρησε, εξαιτίας οικονοµικών δυσχερειών, αλλά και γιατί είμαι δυστυχώς τελειομανής και η περίοδος αυτή είναι σημαντική και τεράστια κι εγώ, καθώς έμπλεξα και με την πολιτική, δεν είχα πια χρόνο.
Έτσι, το τρίτο µέρος (εποχή της Τουρκοκρατίας) παραµένει ακόµα χειρόγραφο, δεν εκδόθηκε. Καθώς, λοιπόν, δεν μπορούσα να δουλέψω όλην την Τουρκοκρατία, πήρα τις χειρόγραφες σελίδες μου, γραμμένες με μελάνι, σελίδες για τα σχολεία, τις κοινότητες και τις βιβλιοθήκες της Τουρκοκρατίας και τις ενέταξα στον Β’ τόμο ως αυτοτελείς μελέτες. Έτσι το αρχειακό υλικό, οι κώδικες, είναι μέσα στις μελέτες αυτές.
Αυτό, βέβαια, βοήθησε τον δεύτερο τόµο, ο οποίος έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από µένα (αναφέρεται στη Βέροια των Βυζαντινών Χρόνων) και επαινέθηκε από σπουδαίους επιστήµονες διεθνούς κύρους. Ανάµεσά τους ο Πωλ Μερλ, η Αρβελέρ, ο Άγγλος καθηγητής Βυζαντινής ιστορίας Νίκολ, επιστήμονες Σέρβοι, Βούλγαροι αλλά και Αµερικανοί. Μου μετέφεραν επίσης ότι στο πολύτομο «Λεξικό των Παλαιολόγων”, που εκδόθηκε από την Ακαδημία της Βιέννης υπήρχαν συνεχείς παραπομπές στον Β’ δικό μου τόμο.
Η Αρβελέρ µού αποκάλυψε σε επίσκεψή της στη Βέροια πως ο Μερλ της είπε: « Ελένη, δεν µπορείς να µιλάς για τη Μακεδονία χωρίς να δεις το Χιονίδη» και ο Νίκολ δήλωσε για τη δουλειά µου πως είναι επιστηµονικώς άρτια, µαθαίνοντας µε έκπληξη πως είµαι δικηγόρος και όχι πανεπιστηµιακός.
Όλη αυτή η αντιμετώπιση του έργου μου ήταν φυσικό να με γεμίσει χαρά.
Ο πολιτικός Χιονίδης πώς γεννήθηκε, από ποια ανάγκη; Γράφετε στο βιβλίο σας «Ζητείται ήθος»: «Οι πολιτικάντηδες έχουν το νου τους στις επόµενες εκλογές, ενώ οι πολιτικοί στις επόµενες γενιές». Από το χρέος λοιπόν στις επόµενες γενιές γεννήθηκε η απόφαση;
Προήλθα από φτωχή οικογένεια, φτωχοτάτη και είπα ο κόσµος αυτός είναι κακός. Έφαγα ξύλο, αντιµετώπισα την πείνα… Είπα ότι αυτός ο κόσµος πρέπει να αλλάξει. Δεν µπορώ να τον αλλάξω, αλλά τουλάχιστον ένα µέρος του βάρους του, εφόσον θελήσω να πολιτευτώ, ανήκει σε µένα. Ασυζητητί σκεφτόµουν τις επόµενες γενιές. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να βλέπει τον εαυτό του σαν το µοναδικό δέντρο του δάσους. Οφείλει να νοιάζεται για όλο το δάσος.
Ξεκινάτε την πολιτική σας καριέρα από την Αυτοδιοίκηση. Υπήρξατε Νοµάρχης Πιερίας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας για ένα µικρό διάστηµα, γιατί µετά πολιτευτήκατε ως βουλευτής. Ποια άποψη για την Αυτοδιοίκηση είχατε και έχετε;
Λειτούργησα πάντα µε γνώµονα το δίκαιο. Στη Δικτατορία διώχθηκα, γιατί έγραψα άρθρα εναντίον της. Έτσι επιλέχθηκα για την όλη στάση µου στη θέση του Νοµάρχη Πιερίας. Βραχύβια θητεία, γιατί ακολούθησε η βουλευτική δράση. Μπορώ να πω, όµως, ότι ως Νοµάρχης είχα σαφή εντύπωση και γνώση για τα αυτοδιοικητικά, γιατί παρακολουθούσα στη Βέροια το Δηµοτικό Συµβούλιο ανελλιπώς, ως Διευθυντής Σύνταξης της εφηµερίδας «Φρουρός της Ηµαθίας».
Είναι απαράδεκτο να βλέπεις στις αυτοδιοικητικές εκλογές να µεταφέρονται οι ψηφοφόροι από τη µια παράταξη στην άλλη σαν τα πρόβατα από κάποιους επιτήδειους. Μεγάλο λάθος επίσης το ότι ο Παυλόπουλος συνέδεσε τα αυτοδιοικητικά αξιώµατα µε αµοιβές. Ένα συµβολικό ποσό ναι, ένα ποσό για τον άνεργο που ασχολείται ναι, αλλά να έχεις δουλειά και να αµείβεσαι είναι λάθος.
Δυστυχώς πιστεύω ότι πολλοί που ασχολούνται µε τα κοινά έχουν ως κίνητρο το χρήµα. Και κάτι ακόµη. Όταν ψηφίζουµε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, δεν ψηφίζουµε το φίλο ή το συγγενή, αλλά τον άξιο. Και άξιος είναι όποιος διαθέτει ήθος, ικανότητες αλλά και απαραίτητα θέληση προσφοράς. Μην ξεχνάμε το ρηθέν από τον Πρωταγόρα «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Ειδικά για τις τότε νομαρχιακές εκλογές, που τώρα αφορούν στην Περιφέρεια, έχω να πω πως Ημαθία δεν είναι μόνο η Βέροια, είναι και η Νάουσα και η Αλεξάνδρεια. Ο τοπικισμός δεν χωράει εδώ. Δεν θα ψηφίσεις αυτόν που είναι από το χωριό σου, αλλά τον άξιο. Έτσι ψήφισα και τον Σπάρτση, που ήταν Ναουσαίος, ο οποίος και το αναγνώρισε δημόσια λέγοντας: «Οφείλω την εκλογή μου στον Χιονίδη, που ψήφισε σαν Ημαθιώτης και όχι σαν Βεροιώτης».
Και ο βουλευτής Χονίδης τι έμπειρίες έχει αποκομίσει απ’ αυτόν το ρόλο;
Ξέρετε, όταν ήµουν βουλευτής, κατηγορήθηκα ότι δεν έκανα… «εξυπηρετήσεις»! Φυσικά και έκανα. Δίκαιες, όµως, για να βοηθήσω τον τυχόν διωκόµενο, όχι γιατί συµπαθούσα κάποιον ή γιατί ήταν ψηφοφόρος µου. Και έχω πολλά παραδείγµατα να σας αναφέρω. Βέβαια αυτό δεν άρεσε, ξέφευγε από τα συνηθισµένα. Ήµουν όµως πεπεισµένος ότι ήταν το σωστό.
Ο ηγέτης πρέπει να χαράζει το δρόµο του, ακόµη κι αν µείνει στο τέλος µόνος. Η µόνη χαρά λοιπόν που µπορείς να έχεις είναι αν σε καταλάβει µια µικρή µειοψηφία, σε χειροκροτήσει και αισθανθείς έτσι µια αγαλλίαση.
Όσο για την αποκατάσταση της εικόνας του σηµερινού βουλευτή, χρειάζονται κατά τη γνώµη µου δυο πράγµατα. Πρώτον και πρακτικό, αυτοπεριορισµός των εξόδων του. Δεύτερον και σηµαντικότερο, δόσιµο, προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Επανέρχοµαι στα σύµβολα δέντρο και δάσος. Δεν αγνοώ ότι το δέντρο θέλει περιποίηση. Στόχος, όµως, πρέπει να είναι το δάσος. Λάθη είναι φυσικό να γίνονται. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είπε «Τα µεγάλα καράβια κάνουν µεγάλα λάθη». Όµως πρέπει να υπάρχει συνέπεια λόγων και πράξεων. Συνέπεια µε τα πιστεύω σου. Δε σε υποχρέωσε κανείς να είσαι βουλευτής, το επέλεξες. Πρέπει να συνειδητοποιείς το βάρος της επιλογής σου.
Και για να μιλήσω προσωπικά και όχι πια γενικά, παράπονό μου είναι ότι κανείς δεν αναφέρει το ότι είμαι ο μόνος βουλευτής Ελλάδος, που ψήφισε πάντα κατά της βουλευτικής ασυλίας, και ένας από τους δύο που δεν πήραμε ποτέ βουλευτικό αυτοκίνητο, εγώ και ο Παπαγεωργίου της Β’ Θεσσαλονίκης. Τον έπεισα! Μάλιστα κάποιοι με λοιδορούσαν για την άποψή μου αυτή, ας μην αναφερθώ σε ονόματα.
Αυτή είναι όμως η Πολιτική! Εγώ βγήκα καταϊδρωμένος με τη δεύτερη κατανομή και κάποιος άλλος βγήκε άνετα εννιά φορές με μηδενικά προσόντα, αποτέλεσμα ενός στείρου κομματισμού!
Κάποιοι δεν μίλησαν ποτέ στη Βουλή, πετούσαν απλά ένα «παρών». Εγώ έκανα 1100 ερωτήσεις και μίλησα 111 φορές.
Περνώ με τον Μαγκάκη, τον Πεσματζόγλου και την Τσουδερού τροπολογία στο Σύνταγμα του ’74, που λέει ότι τα Στρατοδικεία αποτελούνται κατά πλειοψηφίαν από δικαστές της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Έτσι αποτελούνται πια από δύο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και έναν του Στρατεύματος.
Ήμουν ο μόνος που ψήφιζα προτάσεις και των άλλων κομμάτων, εφόσον εμείς του Κέντρου δεν είχαμε βγάλει αντίθετη απόφαση κι εφόσον τις θεωρούσα σωστές, φυσικά.
Η ακεραιότητα όμως δεν αμείβεται πάντα, όταν, όπως ξαναείπα, βουλευτής, χωρίς κανένα ηθικό ή πνευματικό αντίκρισμα στην Ημαθία, βγαίνει για 9 συνεχείς φορές, ανάμεσα στους δέκα πρώτους από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα! Αυτά όλα προκαλούν μια φυσική πικρία…
Δεν έλειψα ποτέ από τη Βουλή. Ήμουν παρών σ’ όλες τις συνεδριάσεις. Επιπλέον, βρέθηκα σε πάνω από 50 συνεδριάσεις ο μόνος βουλευτής παρών από τους 300. Έμενα εκεί μέχρι που έκλεινε η Βουλή. Εγώ και κάποιες φορές ένας Χρονόπουλος από τη Σπάρτη!
Και το σημερινό πολιτικό και πολιτιστικό τοπίο; Πώς διαγράφεται; Λαϊκισμός, τυχοδιωκτισμός σ’ όλους τους τομείς και στείρα κομματικοποίηση; Λείπουν οι πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί; Τι φταίει;
Έλλειψη ιδεολογίας. Όσο για τους πνευµατικούς ταγούς ειπώθηκε ότι µετά το Ολοκαύτωµα και τον Χίτλερ έλειψαν οι πνευµατικοί ταγοί. Ολόκληρη Γερµανία, µε την παιδεία που είχε, την κυβέρνησε ένας «Χιτλεράκος», εµάς ένας Παπαδόπουλος. Δεν µπόρεσαν να κάνουν τίποτα οι πνευµατικοί άνθρωποι. Και όσοι πνευµατικοί άνθρωποι διεκδίκησαν πολιτικές θέσεις, θεωρήθηκαν εξωπραγµατικοί, σε αντίθεση µε την πλατωνική θεωρία.
Αυτό, όµως, δε σηµαίνει ότι, επειδή δεν µπορούν να κάνουν τίποτα, δεν πρέπει και να προσπαθούν. Να περιµένουµε, όµως, να ξεσηκώσουν έναν λαό οι πνευµατικοί άνθρωποι, δε γίνεται πια.
Πρέπει να υπάρχει πάντα ένας αυτοέλεγχος. Δεν είναι τυχαία όσα λέει ο ελληνοπρεπής Ρωµαίος Αυτοκράτορας, Μάρκος Αυρήλιος, στο έργο του «Εις εαυτόν». Πρέπει να ξεκινήσει ο καθένας την ατοµική του επανάσταση. Πρέπει να έχουµε συνείδηση της προσωρινότητάς µας, πρέπει να συµβιβαστούµε µε την ιδέα του θανάτου. Νοµίζουµε ότι είµαστε αθάνατοι. Αυτό µας οδηγεί σε λάθη. Η µόνη ισότητα που µας περιµένει είναι ο θάνατος.
«Η σκέψη του θανάτου απαραίτητη για τη ζωή». Το έχω γράψει και ίσως είναι το σπουδαιότερο κοµµάτι που έγραψα. Πρέπει να σε συνοδεύει η φιλοσοφική σκέψη. Για να ζήσεις σωστά τη ζωή, πρέπει να σκέφτεσαι το θάνατο. Όχι για να νεκρώνεσαι, αλλά για να ζεις καλύτερα. Νεκρώνονται όσοι δε φιλοσοφούν.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος Η σήψη δεν είναι μόνο ελληνική, είναι παγκόσμια.
Βλέπουμε τι γίνεται στη Μέση Ανατολή. Ο ΟΗΕ δεν υφίσταται κατ ουσίαν, αφού δεν μπορεί να παρέμβει στις αιματοχυσίες. Διαθέτει το Συμβούλιο Ασφαλείας και μπορεί να τιμωρήσει με πρόστιμα εκατομμυρίων τους αδικούντες. Αντ’ αυτού ουδέν!
Όλα είναι θέμα Παγκοσμιοποίησης, οφείλονται στο ρόλο την Μεγάλων Δυνάμεων, μη εξαιρουμένης και της δήθεν κομμουνιστικής Κίνας.
Κι εδώ θέλω να προσθέσω πως σημασία δεν έχει το όνομα αλλά η ουσία. Έχω δει δήθεν αριστερούς εκμεταλλευτές εργατών και δεξιούς να είναι άνθρωποι. Δεν μ΄ενδιαφέρουν οι ταμπέλες, αλλά η αλήθεια.
Το να πεις είμαι αριστερός είναι μεγάλη κουβέντα. Είναι η παιδεία που απέκτησαν στα ξερονήσια οι εξόριστοι, όχι οι κουβέντες του λέγειν αριστερά και πράττειν δεξιά.
Εγώ προσωπικά λατρεύω τη θεωρία του Μαρξ ως μελετητή. Και στη ζωή μου- παρόλο που λάτρευα κατά τον Αριστοτέλη την «Μεσότητα» και τάχθηκα πολιτικά στο Κέντρο – υπήρξα στη συμπεριφορά μου κομμουνιστής. Όχι απλά δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ τον συνάνθρωπο, αλλά δούλεψα για το σύνολο και την ευημερία του. Έκανα ό,τι μπόρεσα, το ελάχιστο.
Το θέμα είναι πώς εφαρμόζεται ο κομμουνισμός! Και ο χριστιανισμός παράλληλα, που σήκωσε από χαμηλά τη γυναίκα και τους φτωχούς, είναι υπέροχος! Δεν εφαρμόστηκε όμως πάντα σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού από τους εκφραστές του!
Όσο για την έλλειψη ηγετών να προσθέσω ότι μας λείπουν ηγέτες, γιατί δεν έχουμε πολίτες. Και για το πολιτισμό να πω πως κάποιες φορές χάνω εντελώς τις ελπίδες μου, όταν διαβάζω πως για μια θέση σε τηλεοπτικό σίριαλ υποβλήθηκαν δέκα χιλιάδες υποψηφιότητες από νέους! Αν αυτό δεν είναι παρακμή, τότε τι είναι; Ως γεωγραφικός χώρος η Ελλάδα υφίσταται, όμως έχουμε χάσει την πνευματικότητά μας και κατ’ επέκταση την ταυτότητά μας.
Αλήθεια, ειπώθηκαν και γράφτηκαν τόσα για το Μακεδονικό. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Αγανακτώ. Ίσως ήταν αναγκαία η συμφωνία πολιτικά, γιατί κλείσαμε μία τρύπα, έχοντας και ανοιχτό το θέμα με την Τουρκία. Η Μείζων Μακεδονία κατά τον Βακαλόπουλο ανήκει τώρα γεωγραφικά σε Αλβανία, Σκόπια, Βουλγαρία και το μεγαλύτερο βέβαια τμήμα της στην Ελλάδα. Έτσι είναι. Αλλά να μας λένε οι Σκοπιανοί ότι είναι απόγονοι και των Αρχαίων Μακεδόνων, πάει πολύ! Ο ίδιος ο Γκλιγκόροφ έλεγε στα απομνημονεύματά του ότι είναι Σλάβοι που ήρθαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. Οι Μακεδόνες ήταν φύλα που κατοικούσαν στο χώρο από τον 8ο αιώνα π.Χ! Δεν είμαι εθνικιστής, καθόλου. Είμαι όμως οργισμένος μ’ αυτό το θράσος, που δεν θα μας βγει σε καλό!
Αν ήσασταν νέος, θα επιχειρούσατε και σήµερα – μολονότι ξέρετε πόσο έχει διαβρωθεί το πολιτικό σκηνικό – να ασχοληθείτε µε την πολιτική;
Ναι. Είµαι αµετανόητος. Η Πολιτική εµπεριέχεται στη γενικότερη έννοια του Πολιτισµού. Είναι προσπάθεια πολλών ανθρώπων σε πολύ χρόνο. Δεν είναι η προσπάθεια ενός ανθρώπου συνέχεια, ούτε και των πολλών σε µια στιγµή. Θέλει πολλούς σε πολύ χρόνο. Ο Πολιτισµός είναι µακροπρόθεσµη υπόθεση. Σ’ αυτό το σάπιο σκηνικό εγώ επιµένω.
Γιατί; Γιατί υπήρχαν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη – τώρα έχω σχεδόν δυο χρόνια να βγω έξω λόγω της ευαίσθητης υγείας μου – που µε σταµατούσαν και µε παρακαλούσαν να µιλήσουµε. Ανάµεσά τους και νέοι. Δεν καταλαβαίνω το γιατί, αλλά χαίροµαι. Ίσως να µε ξέρουν από τους γονείς τους, ίσως άκουσαν απ’ αυτούς ότι υπήρξα ηθικό στοιχείο. Δεν ξέρω. Πώς να αποτραβηχτείς από τον κόσµο και την Πολιτική µε την ευρύτερη έννοια; Πώς να εφησυχάσεις, να αδιαφορήσεις;
Εξακολουθείτε να πιστεύετε στους νέους;
Εκείνο που με στεναχωρεί είναι πως η νεολαία δυστυχώς είναι προσκολλημένη στον νέο τρόπο επικοινωνίας και πληροφόρησης. Έλληνες και ξένοι ειδικοί μιλούν για τους κινδύνους που έφερε και φέρνει η νέα επικοινωνία. Δεν είμαι κατά της Τεχνολογίας. Χειροκροτώ την Επιστήμη, όμως έχει υποκαταστήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση την ανθρώπινη επαφή. Οι νέοι αποκτούν υπέρογκη πληροφόρηση όχι όμως και την απαιτούμενη γνώση και κρίση.
Πιστεύω σε συγκεκριµένους νέους. Δυστυχώς λείπει από πολλούς νέους κάτι βασικό, η ευγένεια και δεν εννοώ την προσποιητή, αλλά την πραγµατική. Η µερίδα των νέων, των ξεχωριστών νέων, µε την ευγενική φύση και την αγωνιστικότητα, είναι η ελπίδα του αύριο.
Γιατί, αν συµπεριλάβουµε όλους, τότε αδικούµε αυτούς που πραγµατικά αξίζουν. Και τα νιάτα και τα γηρατειά έχουν τους νόµους τους. Αλίµονο, όµως, σε κείνους που τα επικαλούνται, για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους. «Έκαστος κατά τας πράξεις του» έλεγε ο Καποδίστριας.
Υπήρξατε δεινός αρθογράφος, συνεργαζόμενος με τον αθηναϊκό και τον τοπικό τύπο. Πώς βλέπετε σήμερα τη δημοσιογραφία;
Σήμερα η δημοσιογραφία υπολείπεται και γλωσσικά και θεματολογικά. Έλειψαν και οι προσωπικότητες της δημοσιογραφίας, όπως ήταν ο Βλάσης Γαβριηλίδης. Δυστυχώς η δημοσιογραφία πιστεύω πως σήμερα από λειτούργημα κατάντησε απλώς επάγγελμα!
Το βιβλίο υπήρξε για σας ένας βωμός λατρείας, στον οποίο καταθέτατε τα χρήματά σας κι όταν ακόμη σας βασάνιζε η πείνα. Τώρα έχετε χαρίσει την πολύτιμη βιβλιοθήκη σας στη Δημόσια Κεντρική βιβλιοθήκη της Βέροιας. Πώς νιώθετε για την παγκόσμια βραβευμένη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη μας, της οποίας υπήρξατε και Πρόεδρος για πολλά χρόνια;
Έχω παραδώσει στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας 17.400 βιβλία. Είναι τα βιβλία του Χιονίδη, που φόρεσε ρούχα για πρώτη φορά, όταν έγινε αξιωματικός. Μέχρι τότε τριγυρνούσε στην Αθήνα μ’ ένα πλεκτό μέσα σ’ ένα διαβολεμένο κρύο.
Ό,τι έπαιρνα τότε, όλα τα έδινα στη μάνα μου. Αποτέλεσμα, από τα Σφαγεία μέχρι το Κουκάκι, Πλατεία Κουμουνδούρου, πήγαινα κι ερχόμουν με τα πόδια. Γιατί με τα πόδια; Γιατί κι αυτό το τάληρο πήγαινα και τ’ ακουμπούσα στα παλαιοβιβλιοπωλεία της οδού Αβησσυνίας, στο Μοναστηράκι.
Αυτά όλα τα βιβλία και όλα όσα αγοράστηκαν στη συνέχεια πήγαν στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, ένα πραγματικό κόσμημα για την πόλη. Αν τα πουλούσα, θα είχα πάρει τουλάχιστον 100.000 ευρώ. Όμως άλλες ήταν πάντα οι αξίες μου.Τα βιβλία μου ανήκουν στην πόλη μου, ούτε καν στο παιδί μου. Ανήκουν στο σύνολο, όχι στο άτομο.
Ο Πάντος, που ίδρυσε την Πάντειο και καταγόταν απ’ το Βόλο είπε: “Θέλω οι πτυχιούχοι μου να διακριθούν εις την πολιτικήν ζωήν της Ελλάδος, αλλά εν τη εξυπηρετήσει του κοινωνικού συνόλου.”
Πώς, λοιπόν, να μη δω όσα προσφέρει η Βιβλιοθήκη μας στο κοινωνικό σύνολο; Πώς να μη χαρίσω σ’ αυτήν την κιβωτό της μνήμης και της γνώσης ό,τι απέκτησα με τόσες στερήσεις και τόση αγάπη;
Ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο τον εφιάλτη της πανδημίας, που κυριολεκτικά ανέτρεψε τις ζωές μας. Πιστεύετε πως περνώντας μέσα απ’ αυτές τις “συμπληγάδες” θα βγούμε καλύτεροι;
Θυμάμαι πάντα τον Θουκυδίδη που είπε πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Θυμάμαι ακόμη τον στίχο από τον υπέροχο “Κεμάλ” του Νίκου Γκάτσου, που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις .”Αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ…”! Ίσως , όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, να είναι έτσι… Δυστυχώς…
Ποιες υπήρξαν οι καλύτερες και ποιες οι χειρότερες στιγμές σας;
Αίσθηση πληρότητας και ευτυχίας σ’ αυτήν τη ζωή των 87 χρόνων μού πρόσφερε η εκτίμηση που μου είχανε οι απλοί άνθρωποι, που δεν μου ζήτησαν ποτέ τίποτα και ήξεραν να ζυγίσουν την προσφορά μου στον τόπο μας. Αυτοί, κυρίως πόντιοι γέροντες, με συγκίνησαν με την ανιδιοτελή αγάπη τους και με τη συμπεριφορά τους. «Είσαι η συνέχειά μας» μου λέγανε.
Οι χειρότερες στιγμές μου ήταν όταν προδόθηκα από ανθρώπους που εκτιμούσα. Είμαι ανεξίκακος και τέτοιους ανθρώπους απλώς τους διαγράφω από τη ζωή μου. Δε σημαίνει όμως ότι δεν με πίκρανε αυτό.
Ο δρόµος για τη δική σας «Ιθάκη» ήταν µέχρι τώρα και «µακρύς» και «γεµάτος περιπέτειες, γεµάτος γνώσεις». Κερδίσατε «τα δύσκολα και τα ανεκτίµητα εύγε», για να θυµηθούµε και τον Καβάφη. Δύσκολα συγκεντρώνει κανείς τόσες τιµητικές διακρίσεις. Βράβευση από την Ακαδηµία Αθηνών, από τον Πατριάρχη, από το Δήµο, αλλά και από άλλους φορείς της πόλης. Ποια συναισθήµατα γεννιούνται, καθώς γυρίζετε πίσω και κοιτάζετε την πολύχρονη πορεία σας; Πώς νιώθει ένας άνθρωπος τόσο πλήρης εµπειριών;
Πορεύτηκα σ’ αυτά τα 87 χρόνια με γνώμονα μόνο τη συνείδησή μου. Και γι’ αυτό τώρα νιώθω μια βαθιά ηρεμία να με κατακλύζει! Πόσο πλούσιος θα ήμουν, αν κέρδιζα όλα τα άλλα και είχα απολέσει τη συνείδησή μου; Μ΄αυτήν πορεύτηκα μ΄αυτήν θα πεθάνω…
Αισθάνοµαι πραγµατικά πλήρης εµπειριών. Δεν περίµενα όµως όλες αυτές τις τιµές. Δεν περίµενα τίποτε από αυτά και συνεπώς δεν επεδίωξα να τα αποκτήσω. Ήρθα σ’ αυτόν τον κόσµο και πρόσφερα. Δεν επεζήτησα τίποτα. Προκαλώ και προσκαλώ οποιονδήποτε να αποδείξει το αντίθετο. Δεν πήγα σε πολιτικά γραφεία, δεν προσέγγισα εξουσίες. Συναντώ και χαιρετώ τις Αρχές µόνο στο δρόµο.
Όταν ξεκίνησα να γράφω – στα δεκαεφτά µου – το έκανα από εσωτερική µου ανάγκη. Αργότερα µετατράπηκε η ανάγκη σε προσφορά. Είναι αυτή η ανάγκη και αυτή η προσφορά, η γραφή – ειδικά η γραφή – µια κραυγή µου προς την αιωνιότητα. Λες… “εδώ είµαι. Θα πεθάνω, αλλά ίσως στο µέλλον κάποιος πει να, υπήρχε άλλη µια κραυγή”. Η γραφή είναι η ανάγκη να πεις «δε θα φύγω χωρίς ν’ αφήσω κάτι…»
…………………
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Γιώργου Χιονίδη
…………………………………….
Βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Χιονίδη: wiki.libver.gr και el.wikipedia.org
Εργογραφία Γιώργου Χιονίδη / Δημόσια Βιβλιοθήκη Βέροιας