“Το Βυζάντιο και οι Γότθοι κατά τον 4ο αιώνα” (1ο) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Ο εκχριστιανισμός των Γότθων και ο επίσκοπος Ουλφίλας – Η ιεραποστολή ως όργανο της διπλωματίας [1]
Η κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τον 3ο αιώνα και οι βαρβαρικές επιδρομές
—————————
Οι αδιάκοπες μετακινήσεις των λαών από το βορρά προς το νότο αποτέλεσε σύνηθες φαινόμενο κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας. Για το ρωμαϊκό κράτος οι μετατοπίσεις αυτές σήμαιναν διαρκή απειλή της ασφάλειάς του και συνεπώς διεξαγωγή νέων αμυντικών πολέμων.
Κατά τον 3ο αιώνα η αυτοκρατορία δοκιμάζεται σκληρά από μία λαίλαπα ληστρικών επιδρομών σε όλο το μήκος των βόρειων συνόρων της. Οι επελάσεις πολυάριθμων βαρβαρικών φύλων εκτείνονται από τη Βόρεια μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Το κράτος αναγκάζεται να προβεί σε πολυμέτωπο αμυντικό αγώνα με άμεσο επακόλουθο τη βαθύτατη οικονομική κρίση. Εκ των πραγμάτων οι αυτοκράτορες αναγκάζονται να περιοριστούν αποκλειστικά στα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Οι διαδικασίες και το θεσμικό πλαίσιο της διαδοχής διαταράσσονται. Απότοκο αυτής της καθεστωτικής ανωμαλίας συνιστούν τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Πρόκειται για την εποχή των επονομαζόμενων «στρατιωτικών αυτοκρατόρων».
Η διάβρωση του κρατικού μηχανισμού αποτυπώνεται στην ασυνειδησία των αξιωματούχων, στην ασυδοσία και τη διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων. Η δημόσια διοίκηση αποδομείται. Ο κοινωνικός ιστός καταρρέει. Οι πόλεις παρακμάζουν, η ύπαιθρος ερημώνει, οι παραγωγικές δυνάμεις καθηλώνονται. Κυριαρχεί πλέον ηθικός εκτραχηλισμός. Ο A. Alföldi χαρακτήρισε εύστοχα το φαινόμενο αυτού του ολοκληρωτικού αποπροσανατολισμού ως «παγκόσμια κρίση».
Είναι αναγκαίο καταρχάς να διευκρινιστεί η γεωγραφική διασπορά των Γότθων εντός των ορίων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να προσδιοριστούν συνοπτικά τα αίτια που οδήγησαν στις μετακινήσεις τους. Τα φύλα της γερμανικής ομοεθνίας επέδραμαν αρχικά από τη Σκανδιναβία και μέσω της ανατολικής Ευρώπης – τα σημερινά πολωνικά εδάφη – εξαπλώθηκαν από τον κάτω ρου του Δούναβη έως και τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Έχοντας ως βάση αυτό το ευρύτατο γεωγραφικό πεδίο πραγματοποιούσαν από εκεί φοβερές επελάσεις εναντίον του κράτους. Πρόκειται αναμφίβολα για τις πλέον καταστροφικές επιδρομές από το βορρά στην αρχαία ιστορία του ελληνικού κόσμου. Τα πολυάριθμα και ανισομεγέθη αυτά φύλα (tribes και όχι nations) διατήρησαν την όποια «εθνική» υπόσταση και πολιτισμική τους ταυτότητα. Επί αιώνες μνημονεύονταν από τις πηγές με τα ίδια παλαιά τους ονόματα (π.χ Σκύθες, Μοισοί, Δάκες, Γέτες[2]…). Νωρίς όμως συνδέθηκαν και συγχωνεύτηκαν με τα δύο φύλα που ήταν τα ισχυρότερα ως προς την αριθμητική και τη στρατιωτική υπεροχή. Υπό τη γενική ονομασία Γότθοι παραδίδονται στην ιστορία τα δύο αυτά φύλα, που η παρουσία τους συνδέεται με το γεωγραφικό τους ανάπτυγμα στις συνοριακές ζώνες της αυτοκρατορίας, όπου και αρχικά εγκαταστάθηκαν. Πρόκειται για τους Οστρογότθους και τους Βησιγότθους. Οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν βορείως του Ευξείνου Πόντου και ανατολικά του Δνείστερου. Δυτικά του Δνείστερου και ανάμεσα στο Δούναβη και τις Τρανσυλβανικές Άλπεις εγκαταστάθηκαν οι Βησιγότθοι, που ειδικότερα μας αφορούν εν προκειμένῳ.
Η κινητικότητα των πληθυσμών από το βορρά προς το νότο και αργότερα από την ανατολή (Μογγολία, Κίνα) προς τη δύση συνεχίστηκε αδιαλείπτως και κατά τη διάρκεια του 4ου και του 5ου αιώνα. Ο θλιβερός επίλογος γράφτηκε το 476 με την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους και την ίδρυση των γερμανικών βασιλείων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επιδρομές συνεχίστηκαν έως και τον 7ο αιώνα (π.χ οι Άβαροι[3]).
Τα αίτια που προκάλεσαν τις μαζικές αυτές μετακινήσεις, ιδίως κατά τον 3ο και τον 4ο αιώνα, σχετίζονται με:
-
ελλείψεις επαρκών εδαφών που σταδιακά κατέστησαν προβληματική τη γεωργία και την κτηνοτροφία
-
βαθμιαίες κλιματικές μεταβολές που εξωθούσαν τους ποιμένες των βορείων πεδιάδων προς τα θερμότερα εδάφη του νότου
-
τη δημιουργία ζωτικών δημογραφικών προβλημάτων[4].
- Η πολιτική της αυτοκρατορίας απέναντι τους Γότθους έως την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Μολονότι μνημονεύονται και αρχαιότερες επιδρομές των Γότθων, το πρόβλημα έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαξιμίνου του Θράκα (235–238). Έκτοτε, σχεδόν σε ετήσια βάση, οι επαρχίες της Βαλκανικής υφίσταντο τις τρομερές γοτθικές λεηλασίες. Από ποικίλες μαρτυρίες διαπιστώνεται ότι κρισιμότερες υπήρξαν οι επιδρομές των ετών 254, 258, 262, 267 και 269. Μάλιστα οι δύο τελευταίες ήταν ολέθριες για τις επαρχίες του κυρίως ελλαδικού χώρου· εδηώθησαν η Αθήνα, η Σπάρτη, η Ολυμπία, τα νησιά του Αιγαίου μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο, καθώς και οι επαρχίες της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας.
Οι επιδρομές αυτής της περιόδου διακρίνονται:
-
σε χερσαίες επιχειρήσεις, με ορμητήριο τη διάβαση του Δούναβη, που αποτελούσε το βόρειο limes του κράτους. Πραγματοποιούνταν κυρίως κατά τη χειμερινή περίοδο, οπότε πάγωνε ο ποταμός και η διαπεραίωση καθίστατο ευκολότερη.
-
από το 256 και εξής μαρτυρούνται και πειρατικές επιδρομές ή συντονισμένες επιχειρήσεις από ξηρά και από θάλασσα.
Η στρατηγική της αυτοκρατορίας απέναντι στις βαρβαρικές επελάσεις κατά το διάστημα αυτό δύναται να διακριθεί σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, που εκτείνεται χρονικά έως το 270, εφαρμόζεται η τακτική της συντονισμένης άμυνας. Συγκεντρώνονται κατά το δυνατό επαρκέστερες στρατιωτικές δυνάμεις και επιχειρούν να αποκρούσουν τον επιδρομέα. Η διαφοροποίηση επέρχεται μετά τη νίκη του Κλαυδίου Β΄ – του αποδόθηκε το προσωνύμιο Gothicus – στη Ναϊσσό (σημ. Νις της Σερβίας) το 270. Πλέον ανασυντάσσονται οι ρωμαϊκές δυνάμεις και επιχειρούν όχι μόνο να απωθήσουν τους Γότθους αλλά και να αποτρέψουν τυχόν νέες εισβολές τους.
Ενδεικτική των δύο αυτών φάσεων της αυτοκρατορικής στρατηγικής είναι η περίπτωση της επαρχίας Τραϊανής Δακίας (Transdanubia Dacia Traiana), της μοναδικής που γεωγραφικά εκτεινόταν βορείως του Δούναβη. Η Δακία είχε καταστεί ρωμαϊκή επαρχία από τον Τραϊανό το 106 και αποτελούσε το ακρότατο των βαλκανικών ορίων του κράτους προς βορρά. Όπως ήταν φυσικό, είχε δεχτεί τις πιο σφοδρές και πιεστικές επιθέσεις των βαρβάρων. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό να επιτρέψει στους ρωμαίους κατοίκους της επαρχίας τη μετεγκατάστασή τους προς ασφαλέστερες περιοχές στα νότια.
Εντούτοις, και μετά τη νίκη του Κλαυδίου, εγκαταλείφθηκε το αρχικό σχέδιο ανάκτησης της επαρχίας· μάλιστα ο διάδοχός του, Αυρηλιανός, μετακάλεσε τις στρατιωτικές δυνάμεις και τους διοικητικούς υπαλλήλους από την επαρχία που ήδη ήταν βαρβαροκρατούμενη. Μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος του ρωμαϊκού πληθυσμού στη γειτονική Μοισία, ένα τμήμα της οποίας μετονομάστηκε σε Δακία. Πάντως η εκκένωση της Υπερδουνάβιας Τραϊανής Δακίας δε συντελέστηκε βάσει οιουδήποτε foedus. Δεν αποτέλεσε δηλαδή σε καμία περίπτωση εκχώρηση αυτοκρατορικών εδαφών στους Γότθους. Επρόκειτο μάλλον για ένα πρόσκαιρο μέτρο, που απέβλεπε στην προστασία του εγχώριου πληθυσμού και την ασφαλέστερη οχύρωση του φυσικού αμυντικού limes, που ήταν ο Δούναβης.
Σε αυτήν την κρίσιμη φάση, στο τέλος του 3ου αιώνα, η pax romana ως κυριαρχικό ιδεολόγημα τείνει να εγκαταλειφθεί. Θεωρείται ουτοπική επιδίωξη. Αντιθέτως παγιώνεται το αίτημα για securitas, εφόσον προέχει πλέον η διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας. Εκ των πραγμάτων οι πολιτικές επιλογές του κράτους προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Υπό αυτό το πρίσμα διαμορφώνεται και η εξωτερική πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου στις αρχές του 4ου αιώνα.
————————————-
Σημείωση Φαρέτρας: Την ερχόμενη Κυριακή 2 Μαΐου θα αναρτηθεί το 2ο από τα 10 μέρη της εργασίας.
——————————–
[1] Ειδικά θέματα μεσαιωνικής ιστορίας… Τόσο παλιά, που μάλλον δεν παλιώνουν ποτέ! Δύο κύκλοι εν προκειμένω. Ο πρώτος ερευνά τα γερμανικά φύλα και την ολέθρια επέλασή τους προς το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Ο βυζαντινός κόσμος που επιβίωνε αναγεννημένος, που επέλεγε εύστοχα την ειρηνική αφομοίωση του ξένου, όταν και όποτε η ανάγκη το επέβαλλε. Οι Σλάβοι, προπάντων οι Βούλγαροι, λίγο αργότερα θα μετασχηματίσουν το πολιτικό τοπίο της Βαλκανικής. Αμέσως μετά οι Άραβες θα μεταβάλουν εκ νέου τις ισορροπίες… Αντιθέτως η Δύση, εγκαταλελειμμένη και αποδιοργανωμένη, παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί στη γερμανική ομοεθνία. Τότε, ανάμεσα στον 4ο και τον 5ο αιώνα, αρχίζει να διαμορφώνεται εν γένει ό,τι συνιστά το δυτικό ευρωπαϊκό προφίλ. Τουλάχιστον έως σήμερα! Ο δεύτερος κύκλος σχετίζεται με θρησκευτικά ζητήματα και την πολιτική τους έκφανση. Η λαίλαπα των αιρέσεων στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οι ατέρμονες συζητήσεις των Βυζαντινών για δογματικά ζητήματα, οι ακρότητες των φανατισμών σφράγισαν εποχές, παραχάραξαν συνειδήσεις. Διότι αυτό που αποκαλούμε θρησκευτικός φονταμενταλισμός – ακόμη και ιερός πόλεμος – δεν αφορά μόνο το Ισλάμ. Επουδενί…
[2] Βλ. σχετικά Πελεκίδου (1986, 26 κε), όπου εκτίθενται αναλυτικά στοιχεία για το εθνικό υπόστρωμα των βαλκανικών λαών.
[3] Οι Άβαροι, «ἔθνος παράδοξον» σύμφωνα με τις πηγές, ήταν λαός ουννικής καταγωγής αλλά με σαφή πολιτική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση. Η πλέον σφοδρή από τις επιχειρήσεις τους εναντίον του Βυζαντίου υπήρξε η τριετής πολιορκία του Σιρμίου (σημερινή Μητρόβιτσα της Σερβίας) τον ύστερο 6ο αιώνα, κατά τα έτη 579–582. Η Πελεκίδου ό.π (1986, 49) παραπέμπει σε μία επιγραφή πάνω σε κεραμεικό, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Εθνικής Ιστορίας του Ζάγκρεμπ. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, η επιγραφή «αναφέρεται σ’ αυτήν την πολιορκία και απηχεί την αγωνία των πολιορκουμένων: «Χριστὲ Κύριε βοήτι (=βοήθει) τῆς πόλεως κ’ἔρυξον (=καὶ ρῆξον) τὸν Ἄβαριν καὶ πύλαξον (=φύλαξον) τὴν Ρωμανίαν καὶ τὸν γράψαντα, αμήν». Βέβαια τα ελληνικά αυτού του κατοίκου του Σιρμίου είναι παρεφθαρμένα αλλά είναι σημαντικό ότι στην άκρη αυτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας μιλούσαν ελληνικά και αισθάνονταν πολίτες του βυζαντινού κράτους».
[4] Βλ. σχετικά Τσιρπανλής (1985, 16–17).