Μια ολόκληρη κοινωνία εκδικείται τις γυναίκες με χρόνια στην πλάτη τους τις γυναίκες χωρίς φωνή, τις γυναίκες χωρίς φράγκο, τις γυναίκες χωρίς αύριο. Αυτές είναι οι φίλες μας, αυτές είναι οι αδελφές μας
Το προηγούμενο βράδυ είχαμε στην καρδιά μας μυστικά ραντεβουδάκια και στο κρεββάτι μας έρωτες αγιάτρευτους.
Το προηγούμενο βράδυ είχαμε τη ζωή μπροστά μας.
Ξυπνήσαμε κι η ζωή ήταν πίσω μας.
Ή έτσι νομίζαμε τουλάχιστον.
Μια κουλτούρα παλιακιά και σκατένια προσπαθεί να μάς κάνει σαν τα μούτρα της. Μάς προκαλεί ένοχες επειδή μεγαλώσαμε. Είσαι μιας κάποιας ηλικίας. Μη φέρεσαι σαν παιδούλα. Δε ντύνονται έτσι οι μεγάλες γυναίκες. Σοβαρέψουμε ρεζίλι μάς έκανες. Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες.
Μεγαλώσαμε, φιλενάδα.
Μεγαλώσαμε και μάς ζητούν να απολογηθούμε γι’ αυτό. Μάς ζητούν να πνίξουμε το κορίτσι μέσα μας, το κορίτσι το κουκλί το παντοδύναμο που τούς νικάει τους μίζερους χαλαρά και με το ένα χέρι δεμένο πίσω.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν το κορίτσι μέσα μας θα ζει, θα βασιλεύει και θα λιώνει με το γοβάκι του τα ξένα ‘πρέπει’. Αυτά τα ‘κάνε πίσω εσύ, για τους νέους είναι η ζωή’. Τα ‘βάλε μανίκι πλαδάρεψε το μπράτσο σου’. Τα ‘γίνε δούλα στο παιδί σου και νταντά στο εγγόνι σου’. Αυτά τα γέρασες πια, δεν έχεις δικαιώματα, δεν έχεις χάρες και χαρές, δεν έχεις ζωή, δεν έχεις φίλες, δεν έχεις παρέες, δεν ντύνεσαι για τον εαυτό σου, δεν υπάρχεις για τον εαυτό σου.
Υπάρχεις για να μαγειρεύεις, για να γηροκομείς, να βάζεις πιεσόμετρα, να σιδερώνεις πουκάμισα, να βοηθάς το παιδί, να μεγαλώνεις το εγγόνι. Και το βράδυ να βλέπεις τηλεόραση.
Όχι αγάπη μου δεν πάει έτσι, καθόλου έτσι δεν πάει. Κούνια που τους κούναγε που θα κάνουν κουμάντο στη ζωή μας όσοι αντιμετωπίζουν την ηλικία ως στίγμα. Λες και τα νιάτα είναι κάνα ταλέντο ξέρω γω. Κάτι το σπάνιο και μοναδικό που συμβαίνει σε λίγους και εκλεκτούς. Παιδιά συγγνώμη που σάς το χαλάμε αλλά σιγά το επίτευγμα. Όλοι κάποτε υπήρξαν νέοι. Κι οι τυχεροί γερνάμε κιόλας και λέμε κι ευχαριστώ.
Αλλάξανε τα πράγματα. Ζούμε μια εποχή που δεν υπακούμε στους κανόνες των άλλων, δεν μας νοιάζει να γίνουμε αρεστές και κυρίως δεν μας νοιάζει να γίνουμε αποδεκτές από αυτούς που μάς μισούν επειδή δεν είμαστε πια 28 χρονών.
Οι ρυτίδες και το πεσμένο μας στήθος σημαίνει πως φτάσαμε ως εδώ, αντέξαμε ως εδώ, αγωνιστήκαμε ως εδώ, πως χάσαμε ως εδώ, πως κερδίσαμε ως εδώ.
Το γυμνό μου σώμα δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Και;
Μετά το μπάνιο με βλέπω και δεν τρελαίνομαι κι από τη χαρά μου. Και;
Όταν δεν μού κουμπώνει το παντελόνι, είμαι να σκάσω είμαι. Και;
Βγαίνω από τη θάλασσα και ντρέπομαι που οι γοφοί μου έχουν χαλαρώσει. Και;
Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη δεν είμαι πια αυτή που ήμουν. Και;
Βλέπω παλιές φωτογραφίες και μελαγχολώ. Και;
Και;
Πες μου αγάπη μου – και τι έγινε; Ξυδάκι θα πιω και θα το ξεπεράσω.
Μ’ αρέσει δεν μ’ αρέσει η εικόνα μου, θα μάθω να ζω μαζί της. Ή θα την αλλάξω, άμα γουστάρω. Θα κάνω μπότοξ, δεν θα κάνω μπότοξ, θα αφήσω τα μαλλιά μου άβαφτα, θα τα βάψω μωβ, θα κάνω ό,τι θέλω και δεν θα επιτρέψω σε κανέναν κερατά να μου υποδείξει πώς θα διαχειριστώ την εικόνα μου και πώς ζήσω τη ζωή μου.
Αλήθεια, ξέρετε τι κάνουμε εμείς στις γυναικοπαρέες;
Κοριτσάκι μου, λέμε η μια την άλλη. Κοριτσάκι μου, κουκλίτσα μου έτσι μιλάμε βρε, έτσι με υποκοριστικά και με γλυκόλογα γιατί εμείς δεν έχουμε ηλικία.
Καμαρώνουμε τις φίλες μας, νοιαζόμαστε για τις φίλες μας, μοιραζόμαστε τις πίκρες τους, γιορτάζουμε τις χαρές τους.
Όταν πονάνε, ξημερωνόμαστε στο τηλεφωνο μαζί τους.
Όταν έχουν την ανάγκη μας, κόβουμε το λαιμό μας για να είμαστε δίπλα τους.
Πηγαίνουμε αγκαζέ στα μαγαζιά, πίνουμε καφέδες σερί, λέμε τα δικά μας, δανείζουμε τσάντες και βραχιόλια η μια στην άλλη, πάμε μαζί στον γιατρό όταν φοβόμαστε, λέμε τα δικά μας, τα μυστικά μας, τσακωνόμαστε καμία φορά, κι ύστερα τα βρίσκουμε ξανά και φιλιώνουμε ξανά κι αγαπιόμαστε ξανά κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Έτσι που λες. Εμείς τα κοριτσάκια που μεγαλώσαμε πια, πορευόμαστε η μια δίπλα στην άλλη, κρατάμε σφιχτά το χέρι η μια της άλλης, το χέρι το ιερό με τα μανό τα κόκκινα και τα καφέ και τα φθαρμένα από τις δουλειές και τα πασαλειμμένα από πάνω.
Κάνουμε τη ζωή μας, ορίζουμε τα θέλω μας, στηρίζουμε τις φίλες που δεν έχουν αυτό το προνόμιο, γιατί είναι εξαρτώμενες οικονομικά γιατί είναι θύματα της πατριαρχίας, γιατί δεν έχουν πού να στραφούν, πού να κρυφτούν, σε ποιον ώμο να κλάψουν. Γιατί είναι μόνες από τη μια πλευρά κι απ’ την απέναντι πλευρά ένας κόσμος ολόκληρος.
Μια κοινωνία τις εκδικείται γιατί είναι γυναίκες με πεσμένο στήθος, γυναίκες με χρόνια στην πλάτη τους, γυναίκες χωρίς φωνή, γυναίκες χωρίς φράγκο, γυναίκες χωρίς αύριο. Αυτές είναι οι φίλες μας, αυτές είναι οι αδελφές μας, αυτές στηρίζουμε ανεξάρτητα αν τις ξέρουμε προσωπικά ή όχι.
Οι γυναικοπαρέες μεγαλώνουν, οι γυναικοπαρέες δυναμώνουν, οι γυναικοπαρέες φτάνουν στο θεό. Κι ο θεός δεν δίνει δεκάρα για το βαρύ μας στήθος και την περίμετρο της μέσης μας.
Μη μασάτε, είμαστε κουκλάρες και θα είμαστε εις τον αιώνα τον άπαντα. Και δεν αφήνουμε κανένα μαλάκα να κάνει την ψυχολογία μας σφουγγαρόπανο μόνο και μόνο επειδή δε γουστάρει την ημερομηνία που γεννηθήκαμε.
Είμαστε πολλές. Κι αγαπιόμαστε πολύ. Είτε συναντηθήκαμε στην τάξη του σχολείου, είτε αργότερα στη δουλειά, στο κομμωτήριο, στους δρόμους της οργής και των διεκδικήσεων, στις ομάδες που ανταλλάσσουν συνταγές και πόνους και καημούς και γέλια μεταμεσονύχτια, είτε στην ουρά του σούπερ μάρκετ είτε στη συναυλία που τραγουδήσαμε αγκαλιά.
Είμαστε πολλές. Γινόμαστε όλο και περισσότερες.
Κι αγαπιόμαστε. Πολύ.
Σημείωση Φαρέτρας: Οι πίνακες είναι της Φωτεινής Χαμιδιελή