Χρονογράφημα

Βασίλης Νιτσιάκος: Μαρτιάτικη “ιστορία” – Η ενηλικίωση

—————-

Εικοσιπέντε του Μάρτη 1968. Δέκα χρονών, όχι γεμάτα. Εθνική γιορτή, στο σχολείο της Ροδιάς ο επιβεβλημένος εορτασμός. Σημαιοστολισμός, ποιήματα, σκετς και τα τοιαύτα. Παπαφλέσσας. Για ράσο βρήκε η μάνα μου ένα μαύρο φόρεμα απο την γιαγιά τη Ζάχω, που ήταν μια σταλιά. Καλιμαύχι δεν θυμάμαι. Γενειάδα απο μαλλί λάγιου προβάτου.

Αυτό που έχει μείνει είναι η φράση που έλεγα νομίζω στον Πλαπούτα: “τι τρέχετε από κορφή σε κορφή σαν τους Άι Λιάδες;” Δεν την καταλάβαινα και ρώτησα τον δάσκαλο. Μου είπε για τα ξωκλήσια στις κορυφές και την σχετική παράδοση. Νομίζω πως ήταν η πρώτη μου επαφή με την Λαογραφία, δίχως να το ξέρω φυσικά.

Ο πατέρας μου στο τέλος της παράστασης μου έριξε απλά ένα βλέμμα επικρότησης. Όπως συνήθως, δεν επιτρεπόταν περισσότερα στο ήθος της “ράτσας”. Για φιλί μεταξύ ανδρών και δη σε δημόσια θέα ούτε κατά διάνοιαν. Ήταν πάντως περήφανος, δεν μπορούσε να το κρύψει. Ένας λόγος παραπάνω που ήταν και εθνικόφρων, όπως όλο μας το σόι. Εμείς είμαστε εθνικισταί, μου έλεγε με περηφάνια, όπως με περηφάνια μου έλεγε πως πολέμησε στην Κορέα για την Πατρίδα.

Και ήταν βέβαια με την “επανάσταση”. Θυμάμαι και τον έπαινο που πήρα για την έκθεση που έγραψα με τη βοήθεια θείου μου, όταν χαρίστηκαν τα χρέη στους αγρότες. Ο πατέρας, σαν καλός νοικοκύρης που ήταν, δεν είχε τέτοιο χρέος αλλά εκτίμησε την πράξη.

Με πήρε, λοιπόν, πριν καλά καλά τελειώσει η εορτή και σπεύσαμε στο σπίτι να φορτώσουμε τα ζώα για να πάμε στα στάνη στη Χούνη, όπως κάθε μέρα. Φορτώσαμε κριθάρι και καλαμπόκι για τα σουγκάρια και μετά από πορεία μιάμισης ώρας φτάσαμε στη στάνη. Ήταν η μέρα που βγάζαμε ένα από τα κοπάδια στο Διάσελο, στην γκορτσιά. Σημάδι ότι ήρθε η Άνοιξη. Μετακίνηση μιας μέρας ήταν. Ένα μήνα και κάτι παραπάνω, μετά τον Άϊ Γιώργη, θα άρχιζε το διάβα για τα ψηλά βουνά, για τον Γράμμο.

Φτάσαμε, λοιπόν, αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας στο Διάσελο. Τακτοποιήσαμε τον ζαϊρέ κάτω από την ανθισμένη γκορτσιά και διορθώσαμε την στρούγκα για το βραδυνό άρμεγμα. Το βράδυ, κάτι μη αναμενόμενο, έπιασε χιονοθύελλα.

Δυνατός αέρας με χιονιά. Μαζί και ομίχλη. Εφιαλτικό σκηνικό. Το κοπάδι σε πανικό, τα σκυλιά να τα έχουν χαμένα και να ακούγονται τριγύρω ουρλιαχτά λύκων που δεν καταλάβαινες πόσο μακρυά ήταν και από ποια κατεύθυνση έρχονταν. Οι δύο μεγάλοι, ο πατέρας κι ο μεγαλύτερος ξάδερφός μου, που μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος, πάσχιζαν να ελέγξουν την κατάσταση πανικού. Εγώ κάποια στιγμή έβαλα τα κλάματα. Έρχεται ο ξάδερφός μου, μου ρίχνει μια σφαλιάρα λέγοντάς μου: “τι κλαις ρε! Εσένα θα κοιτάξουμε ή τα πρόβατα;”

Έβαλα το κεφάλι μου στο μαλιώτο, έπνιξα το κλάμα και έβγαλα το υπόλοιπο βράδυ άγρυπνος πνιγμένος στους λυγμούς.
Έτσι ενηλικιώθηκα. Έγινα άντρας στα δέκα μου…

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ