Κατέ Καζάντη
Όταν ο Ρόμπερτ Τζέραρντ (Μόμπι) Σαντς πέθανε, στις 5 του Μάη του ‘81, στο νοσοκομείο της φυλακής Μέιζ έπειτα από 66 μέρες απεργίας πείνας, διεκδικώντας να επανακτήσει την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου, ήταν μόλις 27 ετών. Εννέα ακόμη μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙRA), απεργοί πείνας επίσης, πέθαναν κατόπιν, με την αρχική αναφορά να λέει πως οι θάνατοι προήλθαν από “αυτο-επιβαλλόμενη πείνα”, για να ξεπλυθεί, προφανώς, το κράτος από κάθε ενοχή.
Για την πρωθυπουργό της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, “ο κύριος Σαντς” δεν ήταν παρά “ένας καταδικασμένος εγκληματίας, που ο ίδιος επέλεξε να χάσει τη ζωή του”. Η αντιμετώπιση που του επεφύλαξε ήταν πανομοιότυπη μ΄ εκείνη που επέδειξε μερικά χρόνια αργότερα όταν συνέτριψε τους απεργούς ανθρακωρύχους και ιδιωτικοποίησε 25 ορυχεία.
Είναι πια μάλλον κοινός τόπος η διαπίστωση πως η πεμπτουσία του αυταρχικού κράτους βρίσκεται στην αστική – καπιταλιστική του διαμόρφωση. Γι’ αυτό και όσο στην πάλη των τάξεων, που διεξάγεται εντός του κράτους, παίρνουν κεφάλι οι εκπρόσωποι των από πάνω τόσο πιο πολύ αποκαλύπτεται ο αυταρχικός του χαρακτήρας. Με όλες τις παρελκόμενες συνέπειες για κάθε λογής αντιφρονούντα όπως και για κάθε λογής αδύναμο, αφού και οι δυο αυτές κατηγορίες ανθρώπων αντιμετωπίζονται ως παρασιτικές, εχθρικές στην απρόσκοπτη πρόοδο, πρόοδο όπως, φυσικά, την ερμηνεύουν οι επικυρίαρχες ομάδες.
Έτσι, το σιδερένιο χέρι της Μάργκαρετ Θάτσερ, από το 1970 ήδη, ως υπουργός Παιδείας και Επιστήμης, πετσόκοψε τον προϋπολογισμό για την Παιδεία και κατάργησε τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών, γράφοντας ιστορία ως “άρπαγας του γάλακτος” (Thatcher, Milk Snatcher»), κάνοντας τους Οξφορδιανούς να μην την χρίσουν ποτέ επίτιμη διδάκτορα.
Η Θάτσερ, εννοείται, θεωρούσε τη φορολόγηση του πλούτου “βήμα όχι προς τον σοσιαλισμό αλλά προς τον κομμουνισμό”, άρα πράγμα τρισκατάρατο. Κι εφάρμοσε όλες εκείνες τις διαβόητες, αλλά μειοψηφικές στην τότε Ευρώπη του τείχους και του “υπαρκτού”, διδαχές του Μίλτον Φρίντμαν, τις οποίες μοναχά ο Πινοτσέτ είχε ακολουθήσει. Σημειωτέον, ο Αουγκούστο, ο δικτάτωρ της Χιλής, και η Μάργκαρετ συνδέονταν ως το τέλος με πολυετή φιλία. Όπως εξάλλου και με τον άλλο ιδεολογικό συνοδοιπόρο της αντίπερα του Ατλαντικού, Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Σήμερα, η ιδεολογική ηγεμονία των θετσερικών προταγμάτων, παρά τις συστημικές κρίσεις και τη διαρκή εκπτώχευση, μοιάζει ηγεμονική. Από τη λογική του “λιγότερου κράτους”, τις ιδιωτικοποιήσεις και τα ΣΔΙΤ μέχρι τις πολιτικές για την Παιδεία ή τον συνδικαλισμό και τις απεργίες, η γραμμή παραμένει κοινή. Το περιβόητο σχέδιο Πισσαρίδη είναι αντίγραφο όλων εκείνων που έχουν συντελεστεί στη Βρετανία ήδη από τη δεκαετία του ‘80, αλλά και αλλού, προκαλώντας όχι φυσικά ευδαιμονία στους από κάτω αλλά φτώχεια και δυστυχία, αφού ο παραγόμενος πλούτος δεν διαμοιράστηκε ποτέ.
Η ελληνική κυβέρνηση του σήμερα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις βρετανικές, και της Θάτσερ τότε και του Τζόνσον τώρα. Ούτε σε σκληρότητα ούτε σε γελοιότητα. Ένα πολιτικοοικονομικό μοντέλο ενός ακόμα “άριστου” νομπελίστα, βραβευμένου από τους άλλους “άριστους” του καπιταλισμού, παρουσιάζεται ως σωτηριώδες, την ώρα που ο αυταρχισμός περισσεύει. Το ολοκληρωτικό κράτος, στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του, άπονο κι εκδικητικό, αφήνει τον Δημήτρη Κουφοντίνα να αργοπεθαίνει, διεκδικώντας όχι αποφυλάκιση, ούτε καν άδειες, αλλά το δικαίωμα να επιστρέψει στον Κορυδαλλό, στην ειδική πτέρυγα που έφτιαξε ο τότε αλλά και νυν αρμόδιος υπουργός, ο Μ. Χρυσοχοϊδης, για τους καταδικασμένους της 17Ν. Το υποτιθέμενο, κράτος δικαίου, ποδοπατιέται, με την αλαζονεία του νικητή επί των ηττημένων.
Δεν είναι, προφανώς, μοναχά η περίπτωση Κουφοντίνα. Είναι και οι ξυλοδαρμοί των φοιτητών, η εισχώρηση της αστυνόμευσης στη δημόσια σφαίρα, ο τρόπος διαχείρισης της υπόθεσης Λιγνάδη και των συν αυτώ, ακόμα και ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας. Είναι μια μεγάλη, ξεκάθαρα πολιτική, φορτισμένη ιδεολογικά, ατζέντα. Αυτή με την οποία θα συνεχίσουν να κάνουν κουμάντο, ακόμα και πάνω σε πτώματα. Το έκανε η Θάτσερ, γιατί όχι και οι εγχώριοι δεξιοί μιμητές;
Πώς νοηματοδοτείς εν τέλει τη δημοκρατία σε μια κοινωνία δομημένη στην ανισότητα, χωρά πολλή κουβέντα. Και αν θεωρείς το κράτος τσιφλίκι σου και δίκιο το δίκιο της τάξης σου, τότε μπορείς να μετράς νίκες προσωρινές, κινδυνεύεις όμως να χορεύουν στον τάφο σου. Όπως σ΄ εκείνον της Θάτσερ.