Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”: Βέρμιο, ανηφορίζοντας το Λυκόρεμα για την κορυφή Αρσούμπασι
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
«Μια δύναμη υπάρχει μέσα μας, την οποία αν ανακαλύψετε και τη χρησιμοποιήσετε, θα σας καταστήσει ικανούς να κάνετε ό,τι μπορείτε να επιθυμήσετε και να γίνει ό,τι θέλετε.» (Μάρντεν)
Φλεβάρης.
Στο ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 07-02-2021.
Άλλη μια μέρα φυγής από την άχαρη καθημερινότητα είχε ήδη ξεκινήσει.
Άλλη μια εξερεύνηση κάποιων κρυμμένων, ακόμα, ικανοτήτων μας μάς περίμενε κατά τη διάρκεια της μέρας.
Η μέρα ξεκινούσε με θετική διάθεση.
Οι σκέψεις της φυγής από την κλεισούρα των τελευταίων ημερών, της καινούργιας εμπειρίας που θα βιώναμε, του άγνωστου που μάς περίμενε να εξερευνήσουμε, της ανακάλυψης των κρυμμένων μυστικών της κάθε περιοχής που θα περνούσαμε, ήταν η προδιάθεση για ένα χαρούμενο πρωϊνό ξύπνημα.
Με τις πιο πάνω σκέψεις να δημιουργούν στο μυαλό μου τις δικές τους εικόνες, τα δικά τους σενάρια, άρχισα να ετοιμάζομαι για την κυριακάτικη δραστηριότητα στον ορεινό όγκο της «έδρας μας», μιας και η απαγόρευση μετακίνησης εκτός Νομού ήταν ακόμη σε ισχύ λόγω της πανδημίας του Covid-19.
Μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός» είχαμε προγραμματίσει να πραγματοποιήσουμε ένα τόλμημα που προέβλεπε την: «Ανάβαση προς την κορυφή ‘‘Αρσούμπασι’’ περνώντας μέσα από το ‘‘Λυκόρεμα’’».
Όλες τις προηγούμενες Κυριακές, της περιόδου της καραντίνας, η ομάδα μας είχε περπατήσει όλα τα μονοπάτια του ορεινού όγκου που ορθώνεται πάνω από την πρωτεύουσα της Ημαθίας και ανήκει στην Δημοτικής Ενότητας του Δήμου Βέροιας.
Έτσι, αποζητούσαμε κάτι το ξεχωριστό, κάτι το λιγότερο ή σχεδόν καθόλου περπατημένο κομμάτι του Βερμίου.
Θα τολμούσαμε δηλαδή μια «δικιά μας» διαδρομή, ανηφορίζοντας το άγνωστο της ρεματιάς που βρισκόταν στην περιοχή του λύκου ( φωτ. 1).
Η ώρα του ραντεβού με τους συνοδοιπόρους μου κόντευε.
Έριξα μια τελευταία ματιά στο περιεχόμενο του σακιδίου και αφού τα βρήκα όλα στη θέση τους το φορτώθηκα και ξεκίνησα.
Άφησα πίσω μου την πρωινή ησυχία της πόλης και πήρα το δρόμο της φυγής μου στη Φύση, εκεί που θα ήμουν ελεύθερος να ξεδιπλώσω όλες τις ανησυχίες μου για δράση.
Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 08.00΄ π.μ.
Η οδική διαδρομή μου είχε την κατεύθυνση προς το Χιονοδρομικό του Σελίου και ο προορισμός μου ήταν το χωριό Κουμαριά.
Εκεί είχαμε ορίσει να συναντηθούμε και από εκεί θα ξεκινούσαμε την κυριακάτικη ορειβατική μας δραστηριότητα.
Η θερμοκρασία της μουντής ατμόσφαιρας στους 7ο Κελσίου.
Ο κάμπος της Ημαθίας δεν φαινόταν κάτω από το πέπλο της ομίχλης, ο ουρανός με σύννεφα που ολοένα πύκνωναν και ο φωτεινός δίσκος του ήλιου μόλις που διακρινόταν (φωτ. 2).
Χρειάστηκα 13 μόλις χιλιόμετρα οδικής διαδρομής για να φτάσω στα 780 μέτρα υψόμετρο και να αντικρίσω μπροστά μου το χτισμένο στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου ορεινό χωριό Κουμαριά (φωτ. 3).
Στην είσοδο του χωριού συναντήθηκα και με τους υπόλοιπους, όλοι με τα δικά μας μεταφορικά μέσα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού.
Μπήκαμε στο γραφικό ορεινό οικισμό του Δήμου Βέροιας και πήραμε τον ανηφορικό κεντρικό δρόμο του.
Αριστερά και δεξιά του ασφαλτόδρομου μικρά σπιτάκια με αυλές, παραδοσιακά ταβερνάκια και κάποια καταλύματα να κάνουν τη διαφορά.
Άνθρωπο να κυκλοφορεί δεν συναντήσαμε.
Οι μετρημένοι, στα δάκτυλα, μόνιμοι κάτοικοι του χωριού απολάμβαναν εκείνη την ώρα τη ζεστασιά του τζακιού και δεν λέγανε να «ξεμυτίσουν» έξω στους 5ο C.
Φτάσαμε στην όμορφα διαμορφωμένη πετρόχτιστη πλατεία, με το ψηλόκορμο δένδρο στη μέση και το παραδοσιακό κατάλυμα «Αρχοντικό Αθηνά» να ορθώνεται από πάνω της, και στρίψαμε δεξιά ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς τα κοιμητήρια του χωριού (φωτ. 4).
Τα προσπεράσαμε και συνεχίζοντας περάσαμε από τη θέση με την μεταλλική ποτίστρα για τα ζώα, που συναντήσαμε στα δεξιά μας χαμηλά.
Φτάσαμε στο πλάτωμα με το εξωκλήσι του «Αγ. Γεωργίου» και εκεί σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Στα 835 μέτρα υψόμετρο βρεθήκαμε πάνω από τη μουνταμάρα της ομίχλης που κάλυπτε τα υψομετρικά χαμηλότερα στρώματα και αισθανθήκαμε τη ζεστασιά του ήλιου που έλαμπε από πάνω μας φωτίζοντας τα πάντα στη γύρω περιοχή.
Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδια και ήμασταν έτοιμοι για την εξερεύνησή μας στο άγνωστο.
Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS για να καταγράψει όλη τη διαδρομή μας.
Οπλίσαμε τις φωτογραφικές μηχανές για να βρίσκονται σε ετοιμότητα να «αιχμαλωτίσουν» τις εικόνες που θα αντικρίζαμε και τις στιγμές που θα βιώναμε σε όλη τη διάρκεια της πορείας μας.
Άνοιξα τον ασύρματο για κάθε ενδεχόμενο στο άγνωστο και στο σύνθημα του 80+ ετών αρχηγού μας, του Τοτού, ξεκινήσαμε.
Η πορεία μας, αρχικά, πάνω στο χωμάτινο δρόμο που ανηφόριζε προς την κορυφογραμμή πάνω από την Κουμαριά.
Προσπεράσαμε μια μεγάλη μεταλλική πινακίδα που είχε το σχήμα ενός βέλους και στην κίτρινη λωρίδα των τοπωνυμιών έγραφε: «Αγ. Γεώργιος», τα υπόλοιπα δεν φαίνονταν έτσι όπως ήταν ξεθωριασμένα από τον φθοροποιό χρόνο.
Στη συνέχεια περάσαμε από ένα κομμάτι του δρόμου που είχε νεροφαγιές και στην πρώτη διασταύρωση χωματόδρομων που συναντήσαμε ακολουθήσαμε εκείνον που συνέχιζε προς τα δεξιά μας (φωτ. 5, 6).
Δεν διανύσαμε μεγάλη απόσταση και αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τον χωμάτινο δρόμο και να μπούμε μέσα στο δάσος οξιάς στα αριστερά μας.
Μονοπάτι σημαδεμένο δεν υπήρχε, χαράζαμε ένα «δικό μας» με κατεύθυνση προς τη ρεματιά.
Το δάσος με τη δική του ομορφιά της εποχής ήταν σιωπηλό.
Αυτή η εκκωφαντική σιωπή ήταν όλο μυστήριο.
Περνούσαμε δίπλα από τα πανύψηλα δένδρα με τα γυμνά από φύλλωμα κλαδιά τους να «αγκαλιάζονται» μεταξύ τους, εκεί ψηλά, σχηματίζοντας ένα φυτικό τούνελ που έκρυβε τη θέα προς το γαλάζιο του ουρανού.
Περπατούσαμε πάνω σε χρυσοκιτρινωπού χρωματισμού χαλί από πεσμένα φύλλα.
Το μόνο πράσινο που συναντούσαμε στην πορεία μας ήταν εκείνο του «δένδρου των Χριστουγέννων», του Ίλεξ δηλαδή ή αλλιώς Γκι, που έκανε τη διαφορά σε όλο το σκηνικό του τοπίου (φωτ. 7 και 8).
Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τη ρεματιά.
Το σκηνικό εδώ διαφορετικό. Διέφερε η γεωμορφολογία της πλαγιάς και η ποικιλία της δενδρώδους βλάστησης.
Κατεβαίναμε την πετρώδη πλαγιά με μεγάλη κλίση και περνούσαμε ανάμεσα από τα πυκνά χαμηλόκορμα δενδρύλλια-θάμνους που σε πολλά σημεία της διαδρομής δυσκόλευαν το πέρασμά μας. Βλέποντας τους προπορευόμενους συνοδοιπόρους μου νόμιζα ότι «χόρευαν» ακολουθώντας κάποια χορευτικά βήματα. Τα «ζιγκ-ζαγκ» ανάμεσα από τα δένδρα και κάποιες «υποκλίσεις» στα εμπόδια μου θύμιζαν χορευτικές φιγούρες (φωτ. από 9 έως και 12).
Ένα τοπίο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχει το δικό του ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η αναζήτηση περασμάτων επιστρατεύει την εμπειρία και δεν επιτρέπει την χαλάρωση. Εκεί, αναγκαστικά πρέπει να έχεις το σώμα και το μυαλό σου σε συνεχή εγρήγορση.
Κοντεύαμε στη βάση της ρεματιάς του λυκότοπου, που άρχιζε ολοένα να ξεχωρίζει μέσα από τη βλάστηση.
Δεν θέλαμε πολύ για να φτάσουμε στην άνυδρη κοίτη της (φωτ. 13).
Φτάνοντας αρχίσαμε να την ανηφορίζουμε.
Η διαδρομή μας στο κομμάτι εκείνο αδιάφορο, χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία και χωρίς κανένα γεωμορφολογικό ενδιαφέρον. Οι ρεματιές, ως επί το πλείστον, έχουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά στις απολήξεις τους.
Αυτό διαπιστώσαμε διανύοντας ένα μικρό κομμάτι της.
Εμείς αποζητούσαμε δράση και όχι απλά περάσματα ανάμεσα από κροκάλες που μπορούσαν να σου προκαλέσουν κάποιο ανεπιθύμητο τραυματισμό (φωτ. 14, 15).
Έτσι, αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε μέχρι το «Μονοπάτι της Αγάπης» και στη συνέχεια ακολουθώντας το να μπούμε στο «Λυκόρεμα» από κάποιο ψηλότερο σημείο της ρεματιάς.
Η πλαγιά που ανηφορίζαμε είχε μεγάλη κλίση. Το ανέβασμά της απαιτούσε: κουράγιο σώματος και αρκετή δύναμη στα πόδια.
Τα βήματά μας αργά και οι ανάσες βαθιές.
Η παρουσία των ανθισμένων λουλουδιών στη διαδρομή μας, που τα βλέπαμε να είχαν κάνει την εμφάνισή τους βγαίνοντας μέσα από όλο εκείνο τον όγκο των πεσμένων νεκρών φύλλων των δένδρων, μάς έδινε περισσότερο κουράγιο. Κουράγιο που το χρειαζόμασταν τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή.
Από τη μια οι ανθισμένες πρίμουλες και από την άλλη τα λευκά βολβώδη…προσπάθησαν, πάλεψαν και τα κατάφεραν. Βγήκαν νικητές μέσα από όλο εκείνο το φύλλωμα, που θα μπορούσε να τα είχε αφανίσει, και συνέχιζαν να υπάρχουν, να ζουν.
Η παρουσία τους ήταν, επίσης, και μια ευχάριστη νότα στην πολύ απαιτητική προσπάθεια της ανάβασης (φωτ. 16, 17).
Όλη αυτή η εικόνα που αντικρίσαμε ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα επιτεύγματος, ένα μάθημα να μην τα εγκαταλείπουμε στα δύσκολα και να συνεχίζουμε να προσπαθούμε. Έτσι μόνο θα καταφέρνουμε να βγαίνουμε νικητές. Νικητές νικώντας όχι τις δυσκολίες, όχι τα εμπόδια, όχι την σχεδόν απότομη πλαγιά, αλλά τους ίδιους τους εαυτούς μας.
Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το «Μονοπάτι της Αγάπης».
Ήταν ευδιάκριτο, καθαρό, χωρίς δυσκολίες στο πέρασμά του. Ένα κομμάτι ό,τι πρέπει για μια χαλαρή πεζοπορία.
Στο κομμάτι εκείνο δεν έλειψαν και τα σημεία για φωτογράφιση…μοντέλων (φωτ. 18, 19)
Η σύντομη διαδρομή του ήταν για μάς ένα μικρό διάλειμμα στα δύσκολα.
Συναντήσαμε και τη μικρή τσιμεντένια δεξαμενή νερού (φωτ. 20).
Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε καθόλου και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Το μονοπάτι άρχιζε να κατηφορίζει.
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη δεξαμενή και συναντήσαμε ένα άλλο μονοπάτι στα δεξιά μας που οδηγούσε στην κοίτη του «Λυκορέματος».
Αποφασίσαμε να το ακολουθήσουμε μέχρι την άνυδρη πετρώδη κοίτη και από εκεί να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε τη ρεματιά πιστεύοντας ότι στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής θα βρίσκαμε όλα εκείνα που αποζητούσαμε. Πιστεύαμε, δηλαδή, ότι σε κάθε μας βήμα θα είχαμε τη δυνατότητα να βιώσουμε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, να εξερευνήσουμε το άγνωστο, να γνωρίσουμε καλύτερα τα σημεία που επιλέγει ο λύκος να περάσει, να δράσουμε στις τυχόν δυσκολίες μάς παρουσιαστούν κ.α.
Φτάσαμε στην κοίτη της ρεματιάς και αρχίσαμε να την ανηφορίζουμε.
Τα πάντα εδώ διαφορετικά. Τα εμπόδια που συναντούσαμε πολλά και η πρόκληση να τα περάσουμε μεγάλη (φωτ. 21, 22, 23).
Το τοπίο βήμα με βήμα άλλαζε αισθητά και δε θύμιζε σε τίποτα από το προηγούμενο που περάσαμε.
Τις κροκάλες της κοίτης άρχιζαν να διαδέχονται βραχώδεις όγκοι.
Η ρεματιά άρχιζε να στενεύει.
Από τη μια οι πανύψηλοι κάθετοι βράχοι και από την άλλη η λασπώδης πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση σχεδόν ενώνονταν μεταξύ τους μειώνοντας κατά πολύ το φως της μέρας.
Το όλο σκηνικό άρχιζε να μάς θυμίζει εικόνες από ταινίες τρόμου.
Το σκουρόχρωμο των απότομων βράχων, τα βρύα που κάλυπταν τα υγρά πετρώματα και το άγριο του τοπίου κυριαρχούσαν στο κομμάτι που ανηφορίζαμε.
Τα συναισθήματα στο αντίκρισμά τους ανάμεικτα.
Η αίσθηση του υγρού, του ψυχρού, της κλεισούρας, του μυστηρίου και ότι κάποια μάτια παρακολουθούσαν το πέρασμά μας, μάς προκαλούσαν ανατριχίλα ( φωτ. από 24 έως και 31).
Σε όλο αυτό το σκηνικό περιμέναμε να συναντήσουμε και κάποιο ίχνος από το πέρασμα του…λύκου, για να είχαμε έτσι μια ολοκληρωμένη εικόνα μιας ταινίας τρόμου, στην οποία συμμετείχαμε και εμείς με την παρουσία μας.
Λύκος πουθενά και τα ίχνη του απουσίαζαν.
Συναντήσαμε, όμως, πατήματα αρκούδας !! (φωτ. 32).
Σε πολλά τμήματα της στενής ρεματιάς συναντήσαμε κομμάτια που απαιτούσαν αναρρίχηση για να ξεπεραστούν. Εκεί πλέον γινόμασταν…αναρριχητές (φωτ. 33, 34, 35).
Σε ένα από αυτά τα σημεία της ρεματιάς συναντήσαμε έναν απότομο βράχο ύψους 5 περίπου μέτρων. Αριστερά και δεξιά μας δεν υπήρχαν άλλα ομαλά περάσματα και έτσι έπρεπε να σκαρφαλώσουμε όλο εκείνο το πέτρινο όγκο που βρέθηκε μπροστά μας.
Το τολμήσαμε.
Με προσεκτικές κινήσεις, γαντζώνοντας τα δάκτυλά μας σε σχισμές του βράχου και πατώντας σε μικροεσοχές, καταφέραμε να τον ανεβούμε και να συνεχίσουμε την ανοδική πορεία μας (φωτ. 36, 37, 38).
Ανεβαίναμε.
Κάποια στιγμή τη μυστηριώδη σιωπή του δάσους άρχισε να τη διακόπτει ο ήχος του τρεχούμενου νερού.
Φτάσαμε στο σημείο που το βλέπαμε να ρέει γάργαρο περνώντας μέσα από τις αυλακώσεις, που σχηματίστηκαν με τον καιρό πάνω στους βράχους της κοίτης από την ορμητική ροή του, και να…εξαφανίζεται !!
Το «ρουφούσε» το πετρώδες έδαφος για να γεμίσουν οι υπόγειες δεξαμενές του ορεινού όγκου.
Γι αυτό και δεν συναντήσαμε νερά σε όλη τη διαδρομή που προηγουμένως περάσαμε.
Η παρουσία του υγρού στοιχείου, η ροή του νερού, το υγρό των βράχων που γλιστρούσαν επικίνδυνα, μάς ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε την κοίτη και να ανεβούμε λίγο ψηλότερα.
Η πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση και τα πεσμένα φύλλα κάλυπταν το βρεγμένο χώμα.
Έπρεπε, όμως, να ανεβούμε οπωσδήποτε.
Η εφευρετικότητα στην εγρήγορσή της. Έτσι, «επιστρατεύσαμε» τα κλαδιά των δενδρυλλίων της πλαγιάς και τα χρησιμοποιήσαμε σαν…σχοινιά για την ανάβασή μας (φωτ. 39, 40).
Η πορεία μας πλέον παράλληλη με την κοίτη.
Όσο ανεβαίναμε τόσο το στένωμα της ρεματιάς άνοιγε και άρχιζε να ομαλοποιείται.
Κοντεύαμε προς την έξοδο από το ψηλότερο σημείο της.
Φτάσαμε στο κομμάτι της διαδρομής που περπατούσαμε δίπλα ακριβώς με τα τρεχούμενα νερά (φωτ. 41, 42).
Ανεβαίναμε.
Φάνηκε μία από τις γύρω κορυφές.
Βγήκαμε από το «Λυκόρεμα» και ανηφορίσαμε την πλαγιά, με τα κέδρα και τη φτέρη, για να συναντήσουμε τον ορεινό δρόμο που οδηγούσε από τη μια προς τη τσιμεντένια δεξαμενή και από την άλλη προς το ορεινό χωριό Σέλι.
Η περιπλάνησή μας στο άγνωστο της ρεματιάς ήταν διάρκειας 3 ωρών και 40 λεπτών.
Τόση ώρα ανάβασης χρειαστήκαμε από την είσοδό μας στη ρεματιά μέχρι τον ορεινό δρόμο που συναντήσαμε.
Τον ακολουθήσουμε με κατεύθυνση προς τη δεξαμενή (φωτ. 43, 44, 45).
Άρχισε να φυσάει. Ο ουρανός με τα σκούρα γκριζωπά σύννεφα από πάνω μας. Η αίσθηση της ψυχρής ατμόσφαιρας έντονη. Φορέσαμε τα αντιανεμικά μας.
Φτάσαμε στη μεγάλη τσιμεντοκατασκευή με το νερό.
Βρεθήκαμε στα 1.500 και κάτι μέτρα υψόμετρο, στη θέση δηλαδή με τον γιγάντιο κάθετο βράχο στα δεξιά μας και τη δεξαμενή στη βάση του.
Εκεί, δίπλα στο τρεχούμενο νερό, αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε προστατευμένοι από τα κέδρα και να κολατσίσουμε (φωτ. 46, 47).
Αν και μεσημέρι, τα ρολόγια δείχνανε 14.00΄, έδειχνε να σκοτεινιάζει. Τα σύννεφα από πάνω μας πύκνωναν, οι αέρηδες δεν έλεγαν να κοπάσουν.
Βλέποντας τις επικρατούσες συνθήκες στην περιοχή και εκτιμώντας τον χρόνο που θα χρειαζόμασταν για την επιστροφή μας, αποφασίσαμε να μην ανεβούμε στην κορυφή «Αρσούμπασι», που ορθωνόταν ακριβώς από πάνω μας, και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής κάνοντας άλλη διαδρομή.
Για την κορυφή θα χρειαζόμασταν άλλη μία ώρα περίπου ανάβασης. Θα ήταν χαμένος χρόνος.
Εξ άλλου στην κορυφή είχαμε ανέβει 2 φορές μέσα σε ένα μήνα και η τρίτη θα ’ταν υπερβολή με τέτοιες συνθήκες.
Έτσι, αφού ξεκουραστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Κατευθυνθήκαμε προς το διάσελο της κορυφής «Αρσούμπασι» για να συνεχίσουμε από εκεί προς τα τοπωνύμια «Μπάρα» και «5 Πύργοι».
Από κάποιο ψηλότερο σημείο της ανάβασής μας και κοιτάζοντας προς τα πίσω καταφέραμε να δούμε ένα τμήμα της διαδρομής εκείνης που κάναμε βγαίνοντας από τη ρεματιά (φωτ. 48).
Συνεχίζαμε την ανηφορική πορεία μας.
Φτάνοντας στην κορυφή με υψόμετρο τα 1.731 μέτρα μπορέσαμε να δούμε όλες εκείνες τις κορυφές που ανεβήκαμε, καθώς και όλες εκείνες τις περιοχές που περάσαμε ορειβατώντας από τις αρχές του 2021 μέχρι και σήμερα.
«Αρσούμπασι» (υψ. 1.874 μ.) από τα αριστερά μας.
«Ξηροβούνι» (υψ. 1.804 μ.), «Γυμνή Κορυφή» (υψ. 1.759 μ.), «Φούρκα» (υψ. 1.548 μ.), «Καστανιά» (υψ. 1.626 μ.), «Τσεκούρι» (υψ. 1.610 μ.), «Ιμπιλί» (υψ. 1.673 μ.), η κορυφογραμμή με το Αιολικό Πάρκο, καθώς και τα «Καρατσαϊρια», το «Ρέμα Γκαβάνας», από τα δεξιά μας.
Φάνηκε η «Μπάρα» και πέρα στο βάθος το ορεινό χωριό Σέλι (φωτ.49, 50, 51).
Από τα 1.731 μέτρα υψόμετρο η διαδρομή μάς ήταν πλέον γνώριμη.
Την κάναμε στις 23-01-2021 και η λεπτομερής περιγραφή της έχει δημοσιευτεί στις 27-01-2021 (faretra.info).
Φτάνοντας στα 1.300 μέτρα υψόμετρο και πριν μπούμε στο κλασικό μονοπάτι αισθανθήκαμε μικροί θεοί πάνω από τα σύννεφα.
Κοιτάζοντας πέρα στον ορίζοντα βλέπαμε τα σύννεφα να έχουν καλύψει όλο τον κάμπο και κάποια τμήματα των ορεινών όγκων του Πάϊκου, της Τζένας, του Πίνοβου που προεξείχαν μάς θύμιζαν νησιά μέσα στο…ολόλευκο πέλαγος (φωτ. 52, 53).
Μπήκαμε στο κλασικό μονοπάτι και το ακολουθήσαμε (φωτ. 54).
Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το δασικό δρόμο που ξεκινά από την Κουμαριά και καταλήγει στην κορυφογραμμή.
Κοντεύαμε στα αυτοκίνητα.
Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 40 λεπτά πορείας για να φτάσουμε στο πλάτωμα με το εξωκκλήσι του «Αγ. Γεωργίου».
Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.
Μία δραστηριότητα που τα είχε όλα: εξερεύνηση, γνωριμία με το άγνωστο, περάσματα από δύσκολα σημεία, σκαρφαλώματα, ανάδειξη και άλλων κρυφών μας ικανοτήτων.
Άξιζε τον κόπο. Τα καταφέραμε.
Άλλη μία εμπειρία προστέθηκε στο «ορειβατικό μας βιογραφικό».
Το κατόρθωμά μας αυτό θα το καταγράψουμε στο «Ημερολόγιο των δραστηριοτήτων της ορειβατικής ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’».
Ετοιμαστήκαμε.
Μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και ξεκινήσαμε για την οδική επιστροφή στα σπίτια μας.
Όλη η διαδρομή μας όπως αποτυπώθηκε στον χάρτη (φωτ. 55).
«Κατόρθωμα στη ζωή σου δεν είναι μόνο τι πέτυχες…αλλά, και τι ξεπέρασες.» (Άγνωστος)
Απολογισμός :
Διαδρομή: Πλάτωμα με το εξωκκλήσι του «Αγ. Γεωργίου» που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το
χωριό Κουμαριά (υψ. 835 μ.) – ρεματιά – «Μονοπάτι της Αγάπης» – «Λυκόρεμα» –
δεξαμενή στα 1.500 μέτρα υψόμετρο – κορυφή στα 1.731 μέτρα υψόμετρο στη θέση
«Μπάρα» – «5 Πύργοι» – κλασικό μονοπάτι – εξωκκλήσι «Αγ. Γεωργίου»
Υψομετρική διαφορά : 1.120 μέτρα (με ανεβοκατεβάσματα, GPS)
Απόσταση : 23 χλμ. (GPS)
Χρόνος : 8 ώρες και 25 λεπτά (συνολικός χρόνος)