Ορειβατική ομάδα Βέροια “Τοτός”: Με στόχο την κορυφή “Αρσούμπασι” στο Βέρμιο μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες
«Μην εγκαταλείπεις ποτέ την προσπάθεια όταν αποφασίζεις να κάνεις κάτι. Οι άνθρωποι που έχουν όνειρα και αποφασιστικότητα είναι πιο ικανοί από αυτούς που μετράνε και ζυγίζουν κάθε τους ενέργεια.» ( Albert Einstein )
Περιγραφή-φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Ο Γενάρης κόντευε προς το τέλος του.
Ξημέρωσε η προτελευταία Κυριακή του μήνα.
Και μαζί με αυτήν, ξεκίνησε άλλη μία μέρα προγραμματισμένης δραστηριότητάς μας στο βουνό.
Μία μέρα ενός άλλου ραντεβού μας με τη χιονισμένη Φύση. Μία ακόμη διαφυγή μας στο καταφύγιό Της. Να βρεθούμε για πολλοστή φορά στην γαλήνια και όλο ενδιαφέροντα αγκαλιά Της.
Εκεί, στη χιονισμένη Φύση, που θα τα βλέπαμε όλα άσπρα, καθαρά, χαρούμενα…χωρίς τις σκουρόχρωμες «πιτσιλιές» του κουτσομπολιού, της μιζέριας, της σκυθρωπιάς -τα αποτελέσματα δηλαδή της άχαρης καθημερινότητας των τελευταίων μηνών-.
Αυτό το καθαρό, το χαρούμενο, το γαλήνιο..θα γίνουν αφορμές να απελευθερώσουμε τα «θέλω» μας και μαζί με αυτά να ξεδιπλώσουμε όλη μας την καλή διάθεση για ζωή, για δράση, για εξερεύνηση και ακόμη περισσότερο για ανακάλυψη των κρυμμένων ικανοτήτων μας.
Στο ημερολόγιο έγραφε: 24-01-2021.
Με τη σκέψη όλων των παραπάνω, το πρωινό ξύπνημα ευχάριστο.
Χωρίς τα: «Ουφ!!! Πάλι τα ίδια και τα ίδια;;!!», που συνοδεύουν το πρώτο άνοιγμα του ματιού σε όλα εκείνα τα υπόλοιπα πρωϊνά της βδομάδας, εγκατέλειψα τη ζεστασιά του κρεβατιού.
Ακολούθησαν οι συνηθισμένες κινήσεις των πρώτων ωρών της μέρας, που έχουν γίνει πια μηχανικές και με τη δική της η κάθε μια σειρά εκτέλεσης.
Μια στιγμιαία ματιά προς το παράθυρο. Έξω το απόλυτο σκοτάδι.
Ένα καλό πρωϊνό με τα απαραίτητα για τον εφοδιασμό της…«μηχανής» του οργανισμού. Η ενέργεια θα μάς ήταν χρήσιμη κατά τη διάρκεια της πολύωρης και απαιτητικής προγραμματισμένης δραστηριότητας στο βουνό.
Μιας και το σκοτάδι δεν βοηθούσε το «ταξίδι» της ματιάς στο γύρω τοπίο, πήρα το τηλεκοντρόλ και άρχισαν να αποζητώ ένα διαφορετικό «ταξίδι» μέσα από τη μικρή οθόνη. Ξεπέρασα στα γρήγορα τους πρωϊνούς μπλαμπλατζίδες και έκανα…στάση…στους ορειβάτες.
«Εδώ είμαστε, σκέφτηκα, ταιριάζουν με τα ‘‘θέλω’’ μου!!!»
Τρώγοντας, τους παρακολουθούσα με ενδιαφέρον.
Βρίσκονταν κοντά στην πανέμορφη «Δρακόλιμνη της Γκαμήλας». Την περπατούσαν περιμετρικά και μιλούσαν για τα αγριοκάτσικα του ορεινού όγκου της Τύμφης.
Τους πέτυχα, όμως, προς το τέλος της εκπομπής: «Περιοχές ολόκληρες με έντονο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον.»
Παρακολουθώντας την εκπομπή θυμήθηκα τη δική μας ορειβατική εμπειρία στην περιοχή (φωτ. 1 και 2).
Κάποια στιγμή άκουσα, μέσα στην πρωϊνή ησυχία της γειτονιάς -που ακόμη κοιμόταν, τα κοκόρια να λαλούν από μακριά.
Κοίταξα προς το παράθυρο και αντίκρισα μία φανταστική εικόνα.
Άρχισε να χαράζει και οι ακτίνες του ήλιου να ζωγραφίζουν πέρα στον ορίζοντα δημιουργώντας μία πορτοκαλί χρωματισμού φωτεινή λωρίδα.
Ετοίμασα τον καφέ μου και πήρα θέση να τον απολαύσω ζεστό-ζεστό παρακολουθώντας την ανοδική πορεία του ήλιου στον ουρανό.
Ο καφές με τόνωνε και οι εικόνες που αντίκριζα μού φτιάχνανε τη διάθεση της μέρας (φωτ. 3).
Τα λεπτά της ώρας κυλούσαν γρήγορα. Κόντευε η ώρα του ραντεβού μου με τα μέλη της Ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός».
Τελευταία ρουφηξιά. Εγκατέλειψα τη ζεστασιά της αναπαυτικής θέσης κοντά στο παράθυρο και άρχισα να ετοιμάζομαι για τη φυγή μου στη Φύση μαζί με τους συνοδοιπόρους μου.
Τελευταίος έλεγχος στο σακίδιο, όλα ήταν τακτοποιημένα και στη θέση τους.
Έστειλα το υποχρεωτικό μήνυμα στο 13033 και αφού έλαβα την απαραίτητη «Βεβαίωση μετακίνησης», φορτώθηκα το σακίδιό μου και ξεκίνησα.
Ο κορωνοϊός, μάς «επέβαλε» αυτήν την υποχρέωση της «Βεβαίωσης».
Το ρολόι εκείνη τη στιγμή έδειχνε 08.00΄ π.μ.
Προορισμός μου το ορεινό χωριό Κουμαριά, εκεί είχαμε αποφασίσει να συναντηθούμε και από το χωριό να ξεκινήσουμε την ορειβατική μας δραστηριότητα που περιελάμβανε: την «Ανάβαση στη χιονισμένη κορυφή ‘‘Αρσούμπασι’’ του ορεινού όγκου Βερμίου.»
Έτσι, θα εξορμούσαμε, για ακόμη μια φορά, στο βουνό της «έδρας μας», μιας και τα περιοριστικά μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του ύπουλου και θανατηφόρου Covid-19 απαγόρευαν τις μετακινήσεις εκτός Νομών.
Βγήκα, οδικώς, από τη Βέροια και ακολούθησα τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο ορεινό βλαχοχώρι Σέλι και το Χιονοδρομικό του Κέντρο (φωτ. 4).
Η διαδρομή σύντομη, μόλις 13 χιλιόμετρα.
Έφτασα στα 780 μέτρα υψόμετρο, αφού πρώτα προσπέρασα τα λατομεία μαρμάρων στα αριστερά του δρόμου, που λειτούργησαν στην περιοχή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990. Και κοντεύοντας στον οδικό προορισμό μου, πέρασα από τη θέση με το τοπωνύμιο «Μπάτα» με τους λόφους, αριστερά και δεξιά του ασφαλτόδρομου, κοκκινοχώματος που χρησιμοποιείται στην κεραμοποιία.
Μπροστά μου το ορεινό χωριό Κουμαριά (φωτ. 5).
Χτισμένο στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, βάσει πολεοδομικού σχεδίου που εκπόνησαν Γάλλοι φοιτητές όταν αυτό ξεκινούσε να παίρνει την νέα του μορφή με το καινούργιό του πλέον όνομα.
Η αρχική του ονομασία, που επικράτησε μέχρι το 1926, ήταν Δόλιανα και σήμαινε «χαμηλότοπος».
Μπήκα στο χωριό και πήρα τον ανηφορικό κεντρικό δρόμο.
Αριστερά και δεξιά μικρά σπιτάκια με αυλές, παραδοσιακά ταβερνάκια και κάποια παραδοσιακά καταλύματα να κάνουν τη διαφορά.
Άνθρωπο δεν συνάντησα. Οι μετρημένοι, στα δάκτυλα, μόνιμοι κάτοικοι του χωριού απολάμβαναν εκείνη την ώρα τη ζεστασιά του τζακιού και δεν λέγανε να «ξεμυτίσουν» έξω στους 4ο C.
Ανηφορίζοντας, προσπέρασα ένα από τα παραδοσιακά καταλύματα, το «Αρχοντικό Αθηνά», και κατευθύνθηκα προς τα τελευταία σπίτια του χωριού (φωτ. 6).
Εκεί, στον τελευταίο ασφαλτόδρομο και λίγο πιο πάνω από το «Αρχοντικό» στάθμευσα το αυτοκίνητό μου.
Πίσω μου ο Ηλίας με το δικό του.
Δεν άργησαν να φανούν ο αρχηγός με τον Θανάση.
Όλοι στην ώρα μας και με διαφορετικά αυτοκίνητα για λόγους ασφάλειας. Ο Covid-19 μάς «χώρισε» στο οδικό ταξίδι μας.
Η μέρα έδειχνε να είναι ηλιόλουστη, αλλά στο βουνό τα πάντα είναι απρόβλεπτα.
Με την αίσθηση της πρωϊνής ψυχρούλας, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προγραμματισμένη εξόρμησή μας.
Όλοι με θετική διάθεση για δράση και έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την όποια πρόκληση μάς παρουσιαστεί.
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα.
Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για την καταγραφή τόσο της διαδρομής όσο και των απαραίτητων στοιχείων, όπως υψόμετρα-απόσταση-χρόνος.
Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, «οπλίσαμε» τις ψηφιακές μας μηχανές και ξεκινήσαμε.
Περπατήσαμε πενήντα μόλις μέτρα πάνω στον ασφαλτόδρομο, με κατεύθυνση προς Σέλι, και αμέσως στρίψαμε αριστερά, μπαίνοντας σε ανηφορικό χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στο τσιμεντένιο οικίσκο.
Θα ήταν το Αντλιοστάσιο-Υδραγωγείο του χωριού και είναι κτισμένο λίγο πιο πάνω από το δασικό δρόμο που οδηγεί στην κορυφογραμμή.
Από τη θέση με το Υδραγωγείο ξεκινούσε και η ρεματιά που είχαμε σκοπό να διασχίσουμε ανηφορίζοντας (φωτ. 7 και 8).
Η ρεματιά αυτή φαρδιά στην απόληξή της. Στενεύει, όμως, στο μεγαλύτερο κομμάτι της όσο ανεβαίνει ψηλότερα και κοντεύοντας στο δάσος οξυάς, στα 1.200 περίπου μέτρα υψόμετρο, ξαναφαρδαίνει χάνοντας τελείως τον σχηματισμό της.
Το τοπωνύμιό άγνωστο για μάς. Δεν μπορέσαμε να το βρούμε πουθενά, ψάχνοντας σε βιβλιογραφίες και τους χάρτες της περιοχής.
Το «βάφτισα» ‘‘Πέρασμα του Τοτού’’, προς τιμή του 80+ χρόνων αρχηγό μας που μάς το έκανε γνωστό εδώ και πολλά χρόνια πριν.
Στο σημείο εκείνο, μονοπάτι δουλεμένο και καθαρισμένο από ανθρώπινο χέρι δεν υπάρχει. Τα σημάδια σήμανσης κάποιου μονοπατιού απουσιάζουν τελείως.
Υπάρχει, όμως, ένα αυλάκι που το σχημάτισαν τα συγκεντρωμένα νερά του χιονιού και της βροχής κατά την ορμητική πορεία τους προς τα κάτω (φωτ. 9 και 10).
Μπήκαμε σε πυκνό δάσος μεικτών χαμηλόσωμων δένδρων και ακολουθήσαμε το αυλάκι-μονοπάτι που το χρησιμοποιούμε την κάθε φορά που ορειβατούμε στην περιοχή.
Από ένα σημείο και μετά άρχιζαν τα δύσκολα.
Η ρεματιά στένευε. Η διαδρομή γινόταν ανηφορική και απαιτητική σε μια πλαγιά με μεγάλη κλίση.
Το αυλάκι περνούσε από πετρώδη κομμάτια και δίπλα στους βράχους.
Οι πέτρες γλιστρούσαν και ήθελε μεγάλη προσοχή στο πέρασμά τους για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού
Τα πυκνά μεγαλόσωμα πλέον δένδρα και από τις δύο πλευρές της ρεματιάς ορθώνονταν επιβλητικά προς τα πάνω και τα γυμνά από φύλλωμα κλαδιά τους έδειχναν σαν να αγκαλιάζονταν μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα φυτικό τούνελ.
Συναντούσαμε κάποια στη διαδρομή μας και τα περνούσαμε με πορεία «ζιγκ-ζαγκ» (φωτ. από 11 έως και 14).
Προχωρούσαμε.
Η ανάβαση απαιτητική, για γερά πόδια και πολύ κουράγιο.
Τα βήματά μας βαριά και οι ανάσες μας βαθιές.
Είχαμε, όμως, θέληση και μεγάλα αποθέματα δυνάμεων.
Θέλαμε να παραβγούμε με το κομμάτι εκείνο της διαδρομής και συνεχίζαμε.
Η ατμόσφαιρα στην…κλεισούρα…της ρεματιάς υγρή.
Η ψυχρούλα περισσότερο αισθητή.
Η μυρωδιά της νεκρής φυτικής μάζας σε αποσύνθεση έφτανε μέχρι τις μύτες μας
Γύρω μας βλέπαμε πεσμένους κορμούς, που κάπου-κάπου δυσκόλευαν το πέρασμά μας, και παντού να κείτονται σκόρπια κλαδιά περιμένοντας να χωνευτούν και να γίνουν ένα με το χώμα.
Χαμηλά, τα υγρά, μετά τις βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών, σκουροκαφετί χρωματισμού πεσμένα φύλλα που γλιστρούσαν.
Και ψάχνοντας με τη ματιά μας τον ήλιο εκεί ψηλά, βλέπαμε τη «σκεπή» που σχημάτιζαν τα μπλεγμένα μεταξύ τους γυμνά κλαδιά των ψηλόκορμων δένδρων, εμποδίζοντας τις ακτίνες του να περάσουν από ανάμεσά τους και να φωτίσουν το όλο σκηνικό μέσα στη ρεματιά (φωτ. από 15 έως και 18).
Η σιωπή του δάσους όλο μυστήριο.
Την διέκοπταν, όμως, οι ανάσες μας, ο γδούπος της μπότας και ο μεταλλικός ήχος του μπατόν όταν αυτό έβρισκε σε πέτρα ή βράχο.
Σε κάθε μας βήμα και κάτι το διαφορετικό. Αυτό το κάτι που ξεχώριζε και έκανε τη διαφορά στο όλο τοπίο.
Το γκριζωπό των δένδρων και εκείνο των βράχων «χρωμάτιζαν» τα καταπράσινα βρύα που τα κάλυπταν, καθώς και τα Ίλεξ ή Γκι χωρίς τα γιορτινά στολίδια τους, τις κόκκινες δηλαδή μπιλίτσες-καρπούς τους (φωτ. 19, 20, 21).
Πατήσαμε το πρώτο χιονάκι. Λιγοστό στην αρχή που γινόταν όλο και περισσότερο όσο ανεβαίναμε ψηλότερα (φωτ. 22, 23).
Συναντήσαμε το δασικό δρόμο, που ξεκινά από το χωριό και καταλήγει στα ορεινά βοσκοτόπια.
Τον περάσαμε κάθετα και συνεχίσαμε το αυλάκι-μονοπάτι που άρχιζε να φαρδαίνει και να γίνεται πιο βατό.
Το δασικό δρόμο δεν αργήσαμε να το ξανασυναντήσουμε, για 2η φορά, σε ακόμη ψηλότερο σημείο του ορεινού όγκου και να το προσπεράσουμε.
Από δω και πέρα το αυλάκι άρχιζε να εξαφανίζεται και τη θέση του να παίρνει ένας υποτυπώδης χωματόδρομος που δημιουργήθηκε από υλοτόμους κατά τη μεταφορά των κομμένων κορμών δένδρων (φωτ. 24, 25).
Μπήκαμε μέσα σε πυκνό δάσος οξυάς. Η διαδρομή ευχάριστη, χωρίς τα απαιτητικά σημεία και δυσκολίες. Περπατούσαμε πάνω σε σκουροκαφετί χρωματισμού χαλί από πεσμένα φύλλα και κάπου-κάπου πάνω σε χιονάκι.
Συναντούσαμε ίχνη νυχτερινής ζωής. Σημάδια που άφησαν οι πατημασιές των ζώων του δάσους στο πέρασμά τους από το σημείο.
Από δω του λαγού, από εκεί της αλεπούς και πιο πέρα εκείνα του ζαρκαδιού.
Κοντεύαμε στην έξοδο από το δάσος. Τα δένδρα άρχιζαν να αραιώνουν και η κορυφογραμμή να κάνει την εμφάνισή της (φωτ. 26, 27).
Βγήκαμε στο ξέφωτο. Συναντήσαμε για τρίτη φορά το δασικό δρόμο που ξεκινούσε από το χωριό και έφτανε στο σημείο μετά από πολλά στροφηλίκια της διαδρομής.
Η ομάδα δυνατή και είχε ακόμη πολλές αντοχές για τη συνέχεια.
Στα 1.300 μέτρα υψόμετρο βρεθήκαμε μετά από μια απαιτητική πορεία μιάς ώρας και 10 λεπτών μέσα σε ρεματιά με μεγάλη κλίση και τα πολλά εμπόδια. Η υψομετρική διαφορά της διαδρομής, από την είσοδο στη ρεματιά μέχρι το ξέφωτο, 500 μέτρα ( φωτ. 28, 29).
Το σκηνικό εδώ τελείως διαφορετικό από εκείνο που αντικρίζαμε διασχίζοντας ανοδικά τη ρεματιά.
Τα μεγαλόσωμα δένδρα απουσίαζαν. Κυριαρχούσαν τα μικρόσωμα κέδρα και τα θαμνώδη πουρνάρια. Οι πλαγιές πετρώδεις και το ανέβασμά τους ήταν της επιλογής μας.
Στο κομμάτι εκείνο μονοπάτι δουλεμένο και σημαδεμένο δεν υπήρχε πουθενά.
Ακολουθήσαμε για λίγο τον ανηφορικό χωμάτινο δρόμο.
Δεν αργήσαμε να τον εγκαταλείψουμε όμως και να αρχίσουμε να ανηφορίζουμε, σαν τα αγριοκάτσικα, την όλο πέτρα πλαγιά με κατεύθυνση προς τα τοπωνύμια «5 Πύργοι» και «Μπάρα».
Το κομμάτι ήθελε πολύ προσοχή στο πέρασμά του. Ο τραυματισμός δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί σε μια χαλάρωση της προσοχής ή την αδικαιολόγητη υποβάθμιση της δυσκολίας.
Φάνηκαν οι «πύργοι», πέτρινες κατασκευές από ανθρώπινο χέρι.
Σε κάθε σχεδόν κορυφή λοφίσκου βλέπαμε κυλινδρικούς ή κωνικούς πέτρινους σχηματισμούς (φωτ. 30, 31).
Η μέρα εξακολουθούσε να είναι καλή. Ο ήλιος ζέσταινε την ατμόσφαιρα και φώτιζε με τις ακτίνες του το όλο σκηνικό.
Η θέα από τα 1.500 περίπου μέτρα υψόμετρο καταπληκτική.
Βλέπαμε τη Λίμνη του Αλιάκμονα που ξεχώριζε σαν κηλίδα, τον κάμπο της Ημαθίας που απλωνόταν μέχρι τη Θεσσαλονίκη και διακρινόταν ελάχιστα.
Μπορέσαμε να ξεχωρίσουμε τον Θερμαϊκό και τον σκουρόχρωμο ορεινό όγκο του Χορτιάτη που ορθωνόταν πάνω από τη «Νύφη του Θερμαϊκού», την συμπρωτεύουσα.
Κοιτάζοντας αριστερά διακρίναμε τον ορεινό όγκο του Πάϊκου, χαμηλά την πόλη των Γιαννιτσών και πιο πέρα στο βάθος την χιονισμένη κορυφογραμμή του Μπέλλες ή Κερκίνη.
Ταξιδεύοντας τη ματιά μας ακόμη πιο αριστερότερα βλέπαμε καθαρά τις χιονισμένες κορυφές: «Υπαπαντή», «Αγ. Πνεύμα», «Τρούλλος» και την άλλη, με τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, που ορθώνεται πάνω από το Χιονοδρονικό της Νάουσας τα «3-5 Πηγάδια» (φωτ. 32, 33, 34).
Συνεχίζαμε.
Οι πέτρες που πατούσαμε γλιστρούσαν αρκετά. Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το «δικό μας» μονοπάτι και να μπούμε στον ορεινό δρόμο που περνούσε λίγο πιο πάνω.
Τον ακολουθήσαμε μέχρι το τοπωνύμιο «5 Πύργοι».
Το τοπίο χιονισμένο. Όσο ανηφορίζαμε τόσο το χιόνι γινόταν περισσότερο.
Φάνηκε και η κορυφή «Ξηροβούνι», στα αριστερά μας (υψ. 1.804 μ.) [φωτ. 35, 36, 37].
Το βουνό είναι απρόβλεπτο και όλα στον ορεινό όγκο είναι απρόβλεπτα.
Ο ουρανός άρχισε να…γκριζάρει.
Φάνηκαν τα πρώτα συννεφάκια και ακολουθούσαν τα σκουρόχρωμα, εκείνα με το βαρύ υγρό φορτίο τους, που «ψάχνανε» ένα μέρος για να το ξεφορτώσουν.
Ο Αίολος «άνοιξε» τους ασκούς Του και οι αέρηδες που «απελευθέρωσε» κάνανε παιχνίδια με την ομίχλη, που πηγαινοερχόταν.
Φορέσαμε τα αντιανεμικά μας και συνεχίσαμε (φωτ. 38).
Περάσαμε από το τοπωνύμιο «5 Πύργοι» και προχωρήσαμε προς εκείνο με τις μικρές φυσικές λιμνούλες.
Προσπεράσαμε τη μία, στη συνέχεια τη δεύτερη και ανηφορίσαμε για την κορυφή με την καινούργια κεραία κινητής τηλεφωνίας που ορθώνεται στη θέση «Μπάρα» ( φωτ. 39, 40).
Στο τοπίο κυριαρχούσε το λευκό.
Τα σκουρόχρωμα ποώδη που προσπαθούσαν να «ξεμυτίσουν» και κάποιοι θάμνοι, που «υποκλίνονταν» από το βάρος του φορτίου στα κλαδιά τους, κάνανε τη διαφορά σαν μικρές κηλίδες στο λευκό του χιονιού.
Η Φύση δημιουργούσε και εμείς θαυμάζαμε τα έργα της στο αντίκρισμά τους (φωτ. 41, 42, 43).
Η ομίχλη με τα παιχνίδια της.
Τη μία επέτρεπε να δούμε το γύρω τοπίο και ακόμη παραπέρα και την άλλη «έκρυβε» τα πάντα από μπροστά μας.
Έτσι, καταφέραμε κάποια στιγμή να δούμε στα αριστερά μας: το «Ξηροβούνι», τα «Καρατσαϊρια», το «Ρέμα Γκαβάνα».
Στα δεξιά μας φάνηκε το ορεινό βλαχοχώρι Σέλι και αριστερότερά του ένα τμήμα της πλαγιάς της κορυφής του προορισμού μας «Αρσούμπασι», που δεν διακρινόταν μέσα από την ομίχλη (φωτ. 44, 45, 46).
Φτάσαμε στα 1.731 μέτρα υψόμετρο.
Βρεθήκαμε στη ψηλότερη δηλαδή κορυφή στο σημείο.
Απέναντί της, από την άλλη πλευρά του «Ρέματος Γκαβάνα», η κορυφή «Ξηροβούνι» που ορθωνόταν όλο χάρη και μάς «κοιτούσε» από ψηλά καμαρώνοντας για τα 1.804 μέτρα ύψος της (φωτ. 47).
Δεν καθυστερήσαμε.
Συνεχίσαμε.
Ο καιρός άρχισε να αγριεύει. Η ομίχλη πυκνή. Όλα γύρω μας έδειχναν όμοια.
Δεν υπήρχαν πουθενά κάποια χαρακτηριστικά σημάδια για τον προσανατολισμό.
«Μιλούσαν» πλέον η εμπειρία, η γνώση της περιοχής και o ορειβατικός πλοηγός.
Ανέλαβε να μάς οδηγήσει ο Θανάσης, το GPS της ομάδας. Τον ορίζουμε «καπετάνιο» κάθε φορά που βρεθούμε σε παρόμοιες αντίξοες συνθήκες.
Τον ακολουθούσαμε.
Είχαμε ακόμη αρκετά αποθέματα δύναμης.
Με τα λόγια του Henry Ford στο μυαλό μας: «Όταν όλα φαίνονται να είναι εναντίον σου, θυμήσου ότι το αεροπλάνο απογειώνεται κόντρα στον άνεμο.», πεισμώναμε ακόμη περισσότερο. Και το πείσμα μας αυτό μάς έδινε ακόμη περισσότερο κουράγιο να συνεχίσουμε.
Προχωρούσαμε ο ένας πίσω από τον άλλον και σε μικρή απόσταση.
Οι αέρηδες με αρκετά μποφόρ. Έστελναν με δύναμη το σπυρωτό χιονάκι στο πρόσωπό μας προσπαθώντας να μάς αφήσουν κάποιο σημάδι.
Μάταια, όμως !!
Ο υδράργυρος βάρυνε αρκετά.
Όσο εμείς ανεβαίναμε ψηλότερα βήμα-βήμα, τόσο αυτός κατέβαινε σκαλί-σκαλί στην κλίμακα Κελσίου.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες μάς «τσίτωσαν» την επιδερμίδα και έτσι το πείσμα του αέρα και του σπυρωτού χιονιού δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Η Φύση όταν έχει τα κέφια της δημιουργεί και όταν δημιουργεί κάνει θαύματα.
Ο αέρας, το χιόνι και οι χαμηλές θερμοκρασίες σχημάτισαν λωρίδες πάνω στον ορεινό λιβαδότοπο, που στο αντίκρισμά τους μάς θύμιζαν τους διαγραμμισμένους διαδρόμους στο ταρτάν αγωνισμάτων δρόμων ταχύτητας.
Ακολουθούσαμε τους «διαδρόμους αυτούς» χωρίς, όμως, να προσπαθούμε να προσπεράσουμε τον συνοδοιπόρο μας με σκοπό να κόψουμε πρώτοι το…νήμα…στον τερματισμό (φωτ. 48).
Επιτέλους φτάσαμε στο κολωνάκι της κορυφής, που δύσκολα διακρινόταν μέσα στην ομίχλη.
«Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.», λέει μία σοφή παροιμία.
Είναι άξιος καπετάνιος ο Θανάσης, που μάς έφερε με ασφάλεια στα 1.874 μέτρα υψόμετρο με καιρικές συνθήκες που δεν βοηθούσαν στο προσανατολισμό.
Χρειαστήκαμε 4 ώρες και 25 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από το χωριό Κουμαριά στην κορυφή «Αρσούμπασι» (φωτ. 49, 50).
Οι κινήσεις μας στο σημείο γρήγορες. Η θερμοκρασία κοντά στους -3ο C.
Ο αέρας, η θερμοκρασία, η ομίχλη δεν επέτρεπαν την χαλάρωση και την όποια καθυστέρηση.
Αναζητήσαμε κάποιο απάνεμο σημείο να ξεκουραστούμε και να κολατσίσουμε.
Αλλά πού;;!!!
Κατεβήκαμε μέχρι τους δύο οικίσκους, που χρησιμοποιούν οι υπάλληλοι του χιονοδρομικού κατά την περίοδο λειτουργίας του λίφτ, και βρήκαμε τις πόρτες κλειστές.
Συγκεντρωθήκαμε πίσω από τον έναν από αυτούς για προστασία. Μετά από μία μίνι σύσκεψη, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το σημείο και να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής (φωτ. 51, 52, 53).
Τελευταία ματιά στη γύρω περιοχή, που ήταν βουβή, χωρίς κόσμο, χωρίς φωνές, χωρίς χαμόγελα, χωρίς παιχνίδια στο χιόνι.
Που εκείνα τα χαρούμενα προσωπάκια που μαζεύονταν εδώ σε συνθήκες χωρίς κορωνοϊούς και πανδημίες;;!!
Με αυτή τη βουβή και θολή, από την πυκνή ομίχλη, εικόνα ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας στο χωριό Κουμαριά.
Ακολουθήσαμε πλέον τα πατήματά μας, που αφήσαμε στο χιόνι ανεβαίνοντας.
Κοντεύοντας στο τοπωνύμιο «Μπάρα» βγήκαμε από την ομίχλη.
Οι αέρηδες άρχισαν να εξασθενούν και μπροστά μας να ξεδιπλώνεται το ολόλευκο τοπίο που μάς ήταν πλέον γνώριμο.
Η διαδρομή μας: κορυφή «1.731» – «Μπάρα» με τις λιμνούλες – ορεινός δρόμος (φωτ. 54, 55).
Στα 1.400 περίπου μέτρα υψόμετρο και κατηφορίζοντας τον ορεινό δρόμο, αποφασίσαμε να μη επιστρέψουμε στο χωριό από το «Πέρασμα Τοτού», αλλά να μπούμε σε ένα ορειβατικό μονοπάτι που υπάρχει πολύ αριστερότερα, όπως κατεβαίνουμε, από εκείνο το «δικό μας».
Δεν γνώριζα για την ύπαρξή του και ήταν ευκαιρία να το περπατήσω.
Την απόφαση αυτή την πήραμε για να αποφύγουμε το απότομο της ρεματιάς που ανηφορίσαμε και τις πέτρες της που γλιστρούσαν.
Έτσι λοιπόν, μόλις συναντήσαμε τους πέτρινους κούκους στα αριστερά του χωμάτινου δρόμου τον εγκαταλείψαμε και μπήκαμε σε μονοπάτι με σήμανση (φωτ. 56, 57).
Ήταν κατηφορικό με μεγάλη κλίση και μακρινάρι.
Δημιουργήθηκε, μάλλον, από υλοτόμους που μετέφεραν τους κομμένους κορμούς δένδρων στους χώρους συγκέντρωσης.
Τα πετρώδη κομμάτια ελάχιστα. Ήταν όμως λασπώδες και γλιστρούσε.
Τα πεσμένα φύλλα που κάλυπταν τη λάσπη ήταν όλο παγίδες.
Βγήκαμε κάποια στιγμή και ακολουθήσαμε το δασικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, αφού περνούσε πρώτα από τη θέση με τη μεταλλική μακρόστενη ποτίστρα για ζώα.
Φτάσαμε στο χωριό.
Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 40 λεπτά κατηφορικής πορείας, με ελάχιστα ανεβοκατεβάσματα, για να βρεθούμε από την κορυφή στο σημείο με τα αυτοκίνητα.
Στο ορεινό χωριό Κουμαριά έχει φτάσει στο τέλος της και η τρίτη, του 2021, «μεγάλη» ορειβατική δραστηριότητά μας με αντίξοες συνθήκες.
Ήταν μία όμορφη εμπειρία και μία ευκαιρία να ανακαλύψουμε κάποιες ακόμη από τις κρυφές δυνατότητές μας.
Τα όσα βιώσαμε στο βουνό, οι δυσκολίες που καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε στην πορεία μας και η χωρίς προβλήματα επιστροφή μας μάς δίδαξαν ότι: η επιτυχία δεν μετριέται από αυτό που έχουμε κατορθώσει, αλλά από την αντίσταση που συναντήσαμε και από το κουράγιο που δείξαμε στη «μάχη» απέναντι σε καιρικές αντιξοότητες.
Άξιζε τον κόπο.
Τα καταφέραμε και το κατόρθωμά μας αυτό θα το καταγράψουμε στο «Ημερολόγιο των δραστηριοτήτων της ορειβατικής ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’».
Ετοιμαστήκαμε.
Μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και ξεκινήσαμε για την οδική επιστροφή στα σπίτια μας.
«Οι δύσκολες συνθήκες στη ζωή είναι απαραίτητες για να βγει ό,τι καλύτερο από την προσωπικότητα του ανθρώπου.» (Alexis Carrel, Γάλλος ερευνητής ιατρικής)
Απολογισμός :
Διαδρομή: Ορεινό χωριό Κουμαριά (υψ. 780 μ.) – ρεματιά πάνω από το υδραγωγείο
[«Πέρασμα Τοτού»] – «5 Πύργοι» – «Μπάρα» – κορυφή στα 1.731 μέτρα
υψόμετρο – κορυφή «Αρσούμπασι (υψ. 1.874 μ.) – επιστροφή ακολουθώντας άλλη
διαδρομή από τα 1.400 περίπου μέτρα υψόμετρο
Υψομετρική διαφορά : 1.450 μέτρα (με ανεβοκατεβάσματα, GPS)
Απόσταση : 24,800 χλμ. (GPS)
Χρόνος : 8 ώρες και 25 λεπτά (συνολικός χρόνος)