Άλλα; Ποια άλλα; Πώς προχωράει η ζωή και ξεμακραίνει κάποιος με ετούτο το αγκάθι; Όχι το συγκεκριμένο μόνο. Αυτό είναι μια στιγμή από τη μεγάλη δυστυχία. Μόνο ένα συμβάν στα χιλιάδες (ή μήπως στα εκατομμύρια) καθημερινά ανάλογα συμβάντα. Και γι’ αυτό μικρότερης σημασίας; Καθόλου!
Όταν ορισμένα δίποδα κτήνη, ανθρωποειδή που ουδεμία σχέση έχουν με τον Άνθρωπο, φασίστες με όλη τη βρώμικη σημασία και την ακόμη πιο βρώμικη ιστορία της λέξης επιτίθενται σε απροστάτευτα ανήλικα, αυτό δεν είναι μόνο ένα συμβάν, μία είδηση. Είναι τεράστια πληγή που ματώνει και χάσκει. Ομολογημένη ντροπή. Και οργή που καίει τον εγκέφαλο.
Το έντρομο βλέμμα παιδιού όταν βλέπει το οπλισμένο χέρι του Κακού να ορμάει πάνω του είναι εικόνα που δεν θα έπρεπε να χωράει σε κοινωνία Ανθρώπων. Ας θυμηθούμε όμως τι έχει προηγηθεί στη ζωή αυτών των παιδιών… Είναι παιδιά του πολέμου και του ξεριζωμού, παιδιά της ορφάνιας, της μοναξιάς, της πείνας, παιδιά που πιθανόν είδαν τους γονείς τους να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους, που το βλέμμα της παιδικής απορίας και του τρόμου αποτυπώθηκε ισόβια στα μάτια τους, που είναι περίπου «θαύμα» ότι δεν πνίγηκαν στον διάπλου της «ελπίδας», για να μάθουν, εντέλει, ότι η ελπίδα είναι μόνο ο εφιάλτης δίχως τέλος.
Βέβαια, όσο εύκολο είναι για τις Αρχές να βεβαιώνουν πρόστιμα σε καρκινοπαθείς, τόσο «δύσκολο» είναι να συλλαμβάνουν φασίστες είτε της γειτονιάς που σπέρνουν τον τρόμο (βλ. Ωραιόκαστρο), είτε της ιεραρχίας ( βλ. Παππάς). Παράξενο όμως δεν είναι.
Στην πραγματικότητα ό,τι βλέπουμε να συμβαίνει γύρω μας είναι κομμάτια της ίδιας μεγάλης εικόνας. Από το κομμένο ρεύμα του άρρωστου, της άνεργης μάνας και το γρονθοκοπημένο προσφυγόπουλο μέχρι τον ασύλληπτο Παππά και τους πολιτειακούς και πολιτικούς παράγοντες να μοιράζουν συσσίτια.
Και αυτό το τελευταίο μπορεί να μην είναι το χειρότερο, είναι όμως το πιο ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟ και ΧΥΔΑΙΟ.
Αποκαλυπτικό μιας περιφερόμενης κενότητας που σουλατσάρει με κυνισμό ούσα σε κατάσταση κρίσης μεγαλείου. Ενός απροκάλυπτου χλευασμού στην ανέχεια, την φτώχεια, την πείνα των ανθρώπων. Διότι εδώ έχουμε το εξής: δεν διαθέτουν ούτε το ελάχιστο ψήγμα συναίσθησης ώστε να πουν: «δεν μας νοιάζει η φτώχεια τους και η πείνα τους, δεν είμαστε εδώ για να περιορίσουμε την ανέχεια, αλλά για να αυγατίσουμε τα πλούτη, οπότε ας παραμείνουμε τουλάχιστον στα γραφεία μας με τα παχιά χαλιά και τους πολυελαίους υποδυόμενοι ότι νοιαζόμαστε». Όχι…. Περιφέρονται και ασχημονούν μοιράζοντας το φαΐ που κλέβουν σε συσσίτια χωρίς να ντρέπονται γι’ αυτό!
Και δεν αρκούνται σε αυτό… Ξαμολάνε το ελεεινό συνάφι τους, το οποίο έμπλεο «αλληλεγγύης» για τον συνάνθρωπο, κυριολεκτικά «αρπάζει» τις λιγοστές δόσεις εμβολίων από εκείνους που το έχουν πραγματικά ανάγκη. Στριμώχνονται, αναξιοπρεπείς, θλιβεροί, ανόητοι και αβάσταχτα κυνικοί για να σώσουν το κενό σαρκίο τους, λέγοντας σε όλους εμάς ότι πρέπει να σωθούν γιατί τους έχουμε ανάγκη!
Η επίθεση στα προσφυγόπουλα του Ωραιόκαστρου, η εικόνα της Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού να μοιράσουν συσσίτια, ο συρφετός κυβερνητικών που εμβολιάζονται κλέβοντας τη σειρά του γιατρού, του νοσηλευτή, του εκπαιδευτικού, του γέροντα δεν είναι διαφορετικά γεγονότα. Ένα είναι.
Το πρόσωπο μιας ανάλγητης εξουσίας πολιτικής και οικονομικής, κατακερματισμένο σε αποκρουστικά στη συμπεριφορά – και γι’ αυτό τελικά και στην όψη – υβρίδια ανθρώπων.
Κι όμως κάπου αλλού βρίσκεται το αληθινό μεγαλείο.
Ίσως σ’ εκείνο τον γέροντα άστεγο της πλατείας, ο οποίος όταν τυχαία στάθηκαν μπροστά του δύο παιδάκια που έπαιζαν κυνηγητό, άνοιξε την πολυκαιρισμένη νάυλον σακούλα του και τους έδωσε δύο πακέτα σοκολατένια μπισκότα… μπορεί το ημερήσιο γεύμα του.
Ίσως σ’ εκείνα τα παιδιά που δεν ήθελαν να δεχθούν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει σπίτι και αποφάσισαν ότι την επόμενη φορά που θα βγουν στην πλατεία θα πάρουν μαζί και το πορτοφολάκι με το χαρτζηλίκι τους για του το δώσουν και να μείνει σε ένα σπίτι.
Ίσως, στο συμπέρασμα του μικρού αγοριού… μαμά δε μου αρέσει που ο κόσμος δεν είναι δίκαιος…
Και κάπου εκεί η βέβαιη ελπίδα…
«Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.» (Μ. Μπρεχτ)