Βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης “Ξορκίζοντας φαντάσματα”
Το νέο τούτο βιβλίο του Λαοκράτη Βάσση, αλλιώτικο απ’ τα ως τώρα, συνδυάζει, με ιδιαίτερη πρωτοτυπία, δοκιμιακή και αφηγηματική γραφή.
Τα παραμορφωμένα χουντικά πρόσωπα του εξωφύλλου (Παπαδόπουλος/Ιωαννίδης και Παττακός/Μακαρέζος) είναι μια εύγλωττη εικαστική μορφοποίηση των φαντασμάτων που …ξορκίζονται.
Το σπονδυλώνουν δώδεκα αφηγήσεις του Ορέστη από μια περιθωριακή Μονάδα ημιονηγών, την περίοδο της Χούντας. Συνοδευόμενες και από δώδεκα πυκνής σηματοδότησης δοκιμιακά σημειώματα.
· Τα Σημειώματα, όπως προτάσσονται στις αφηγήσεις, παρ’ ότι γράφονται με αφορμή τους, είναι δοκιμιακά σχόλια που υπερβαίνουν το περιεχόμενό τους. Καθώς αγγίζουν, γενικότερα, κρίσιμες πτυχές της πολιτικής και της συνολικότερης ζωής του Τόπου μας. Όπου, οι περισσότερες απ’ αυτές συνιστούν και οδυνηρά «στίγματά» της.
· Οι δώδεκα αφηγήσεις, που δεν εξαντλούνται στις συνήθεις «πλάκες» των ιστοριών απ’ τον στρατό, αποτελούν, με την αποτύπωση σκηνών της «αστείας παρανοϊκότητας» της χουντικής περιόδου, τη βάση του βιβλίου, αλλά και την αιτιολογική αφετηρία του ευρύτερου προβληματισμού των «σημειωμάτων». Με τον συγγραφέα τους να τις βλέπει ως γελοιοποιητικά, περισσότερο, ξόρκια των φαντασμάτων της εφτάχρονης δικτατορίας.
Γελοιοποιητικά, όμως, ξόρκια, που έχουν πικρή «πλάκα». Κι αυτό, γιατί το γέλιο τους έχει …αγκάθια, όπως το προκαλεί η διακωμωδούμενη χουντική παράνοια, με τον ζόφο της μετεμφυλιακής περιόδου στο βάθος της.
Οι ιστορίες, για παράδειγμα, με την γουρούνα και τον «Ρίνγκο» (όνομα μουλαριού), όπου ευτελίζονται τα φρονήματα και ο αντικομμουνισμός, είναι απ’ τις πιο ενδεικτικές για την πικρή «πλάκα» τους. Που, όμως, δεν είναι και οι μόνες μ’ αυτή τη λειτουργία τους.
Αλλά δεν λείπουν και ιστορίες με άλλες πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές, όπως, για παράδειγμα, η πολύ συγκινητική περιπέτεια του Νικολάκη (Τέταρτη ιστορία: Οι κίτρινες και οι κόκκινες λόγχες) ή και Η σκυλίτσα μάνα (Δέκατη ιστορία) .
Με τη ματιά του αφηγητή στις αλλοτριωμένες συμπεριφορές των φανταστικών «πρωταγωνιστών» (που διαχειρίζονται το «μικροσύστημα εξουσίας» τους, μέσα στο γενικότερο χουντικό πλαίσιο, ενδυόμενοι, όπως σημειώνει, και όχι …υποδυόμενοι τους ρόλους τους!), δεν ξορκίζονται μόνο τα «φαντάσματα» εκείνης της κακής εποχής, αλλά και αφορίζεται γενικότερα το πολύμορφο αυταρχικό φαινόμενο στη ζωή των κοινωνιών.
–Γι’ αυτό κι είναι «ματιά», που, πίσω απ’ τις βασανιστικές μνήμες της, κρύβεται μια βαθιά νοσταλγία ενός άλλου μέλλοντος, χωρίς «συρματοπλέγματα» και… φαντάσματα!–