Παρατίθεται το κείμενο, όπως ακριβώς είναι:
Από την παραμονή των Χριστουγέννων στήνεται ένα ξερό κούτσουρο από κέδρο στη μέση του τζακιού και φυλάγεται αναμμένο ίσα με τα Φώτα. Η στάχτη του παραμερίζεται στο πλάϊ του τζακιού μισοαναμμένη. Εκεί κάθε άνθρωπος του σπιτιού δοκιμάζει την τύχη του χώνοντας ένα σπυρί αραποσίτι μέσα στη θράκα (ή χόβολη). Και αν το σπυρί τιναχθή κατά το μέρος της φωτιάς, είναι κακό σημάδι, ζημιά, αρρώστεια ή κάτι τέτοιο – αν τιναχθή όξω από το τζάκι και ίσα κατά το μέρος το μπροστινό, τότε ταξίδι θέλει να πη – αν τιναχθή δεξιά, κάτι καλό σημαίνει- αν αριστερά, κάτι κακό. Αν το σπυρί μείνη μέσα στη θράκα και δεν τιναχθή, θάνατο μαντεύει, είτε αρρώστια σοβαρή. Αυτό είναι το «πήδημα της τύχης».
Είνε όμως κι άλλο έθιμο, το «διακόνι». Ανήμερα της γιορτής, Χριστούγεννα, Αη-Βασίλη ή Φώτα, μετά την απόλυση της Εκκλησίας, ο πρώτος φίλος του σπιτιού ή συγγενής που θα πάη επίσκεψη, παίρνει φούχτα αλάτι και την ανακατεύει με την ανθρακιά. Και αρχίζουνε τότε οι στράκες της φωτιάς μαζί με τις ευχές του ξένου, που εύχεται το καλό, αρχίζοντας από το σπίτι, προχωρώντας στον πατέρα και τη μάνα και φθάνοντας στα ζωντανά και τ’ άψυχα, μα ακόμα και στη γάτα και στο φούρνο και στο φτυάρι. Το σπίτι μοσχοβολάει από τη μυρωδιά του κέδρου και οι χωριάτες μεταχειρίζονται και τον καρπό του, τα κεδρομπούμπουλα, ρίχνοντάς τα στο κρασί, στο ξύδι. Τη στάχτη την φυλάνε για να την σκορπίσουνε στ’ αμπέλι, που θα το φυλάξη από κάθε κακό σκουλήκι και θα δώσει άφθονο καρπό. Το σκόρπισμα της στάχτης γίνεται με αυτόν τον τρόπο μετά την τελετή των Φώτων, που γίνεται κοντά στο ποτάμι στο Λιτόχωρο. Παίρνουν τη στάχτη μέσα σ’ ένα αγγείο και τη βρέχουνε με τ’ αγιασμένο νερό του ποταμού, κι ύστερα την πάνε και την σκορπάνε στις τέσσερες άκρες του αμπελιού, στη ρίζα της συκιάς που την καταράστηκε ο Χριστός και της μηλιάς, που την μόλεψαν οι πρωτόπλαστοι. Το ξύλο του κέδρου και σ’ άλλες ανάγκες το μεταχειρίζονται οι κάτοικοι.
Μια ερμηνευτική εξήγηση
Το παραπάνω κείμενο είναι δημοσιευμένο την 1 Ιανουαρίου 1934, με τίτλο «Ήθη και έθιμα. Τα κάλαντα στον Όλυμπο», στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ της Θεσσαλονίκης.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούσαν βεβαίως κύριες απασχολήσεις των κατοίκων του Λιτοχώρου, χωρίς ωστόσο τους μεγάλους καθημερινούς κινδύνους, όπως συνέβαινε με τη ναυτική ζωή, που χαρακτηρίζεται από τον κίνδυνο και την αγωνία, για όσους έχουν σχέση με αυτή (ναυτικούς και οικογένειές τους). Η ξενιτιά και η αγωνία των ναυτικών συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας σειράς εθίμων και λαϊκών εκδηλώσεων, που σκοπό είχαν να εξευμενίσουν τις δυνάμεις του κακού. Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου (που ξεκινά στις 25 Δεκεμβρίου και κλείνει στις 6 Ιανουαρίου) το καλό ή κακό ποδαρικό, η φωτιά, η στάχτη, ο κέδρος και άλλα είχαν μεγάλη σημασία για την καλλιέργεια των χωραφιών και την επιβίωση των ναυτικών.
Για τους Λιτοχωρίτες οι παραδόσεις είχαν άμεση σχέση με τη Χριστιανική θρησκεία και αποτελούν τον λαϊκό πολιτισμό που είναι ο καθρέφτης τους, αλλά ορισμένες από αυτές είχαν καθαρά παγανιστικές καταβολές. Η πλειοψηφία ήταν προληπτικοί, και η μαντική με ποικίλους τρόπους φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένη πρακτική για τις οικογένειες κυρίως των γεωργών και των ναυτικών, αφού εξαντλούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα και τις προσευχές στα εξωκκλήσια.
Το «πήδημα της τύχης» και το «διακόνι» είναι έθιμα που αναλυτικά κατέγραψε ο καθηγητής Αθανάσιος Λασπόπουλος το 1878 και τα παρουσίασε στο περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ των Αθηνών, το έτος 1882, τόμος ΣΤ΄, με τίτλο «Όλυμπος και οι κάτοικοι αυτού. Ήθη και έθιμα Λυτοχώρου. Κέδρος». Ύστερα από πολλά χρόνια, το Δωδεκαήμερο του 1933-1934, ο λαογράφος της εποχής διαπιστώνει ότι η παραστατικότητα, το τελετουργικό και η θεαματικότητα των εθίμων εξακολουθούν να ασκούν αρκετά ισχυρή γοητεία, έτσι ώστε οι παραδόσεις και οι δεισιδαιμονίες έδεσαν αρμονικά με το ξεχωριστό τοπίο της κωμόπολής μας.
Το Λιτόχωρο διατήρησε το χρώμα του και έτσι ο ιδιαίτερος τοπικός και λαϊκός πολιτισμός φανέρωσε τις ρίζες μας, ανακάλυψε τη φυσιογνωμία μας ως λαό, πιστοποίησε την ταυτότητα, θωράκισε τη συνέχισή μας. Μελετώντας τον Λιτοχωρίτικο λαϊκό πολιτισμό, αντικρίζουμε ένα λαό απλό και αληθινό, συγκροτημένο, με πίστη, ιδανικά και αξίες.
Το Δωδεκαήμερο είναι κύκλος λατρευτικός, εορταστικός, ψυχαγωγικός και ανατασιακός. Κύκλος επιστροφής στον εκκλησιασμό των Χριστουγέννων, αλλά και κύκλος στην εξιλεωτική για όλους μας εκδίωξη του κακού, του φόβου και των ξωτικών δυνάμεων. Η έντονη πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις, που έπρεπε λατρευτικά να καταστούν ευεργετικές, ευνόησαν τη δημιουργία και διατήρηση των εθίμων. Για τους Λιτοχωρίτες προγόνους μας οι αντιλήψεις αυτές πήραν και μια σταθερή επαναλαμβανόμενη τελεστική, τελετουργική μορφή. Έγιναν έθιμα.
———————
Σημείωση Φαρέτρας: Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά πρόσφατη συνέντευξη του Σωτήρη Μασταγκά στη Δήμητρα Σμυρνή ΕΔΩ