Απόψεις Κοινωνία

Και πληρώνουμε και… κρυώνουμε – «Φωτιά» το κόστος θέρμανσης, «παγωμένα» τα σπίτια μας

Γιώργος Καλούμενος

Η δεκαετής οικονομική κρίση έχει οδηγήσει την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών σε ενεργειακή φτώχεια, με αποτέλεσμα τα περισσότερα από αυτά να αναγκάζονται να ζουν σε κρύα σπίτια τον χειμώνα και σε ζεστά το καλοκαίρι. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας για τις συνθήκες θέρμανσης και ψύξης των κατοικιών σε όλη την Ελλάδα.

Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, τα ελληνικά νοικοκυριά, παρότι ξοδεύουν ένα σεβαστό ποσοστό του μηνιαίου προϋπολογισμού τους για θέρμανση και ψύξη, καταλήγουν τελικά να κρυώνουν τον χειμώνα και να ζεσταίνονται το καλοκαίρι.

Αυτό συμβαίνει επειδή λόγω της κρίσης οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δεν έχουν τη δυνατότητα να μονώσουν ικανοποιητικά τα σπίτια τους, με αποτέλεσμα τα χρήματα που ξοδεύουν για θέρμανση να πηγαίνουν «στον βρόντο», ενώ από την άλλη οι υψηλές τιμές των καυσίμων (σε σχέση πάντα με τα οικονομικά δεδομένα των Ελλήνων) δεν τους δίνουν τη δυνατότητα να ανάβουν τη θέρμανση όσο χρειάζεται για να ζεσταθούν πραγματικά.

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα ερωτηματολόγια, το 41,23% των Ελλήνων θεωρεί ότι η θέρμανση κοστίζει αρκετά και το 24,23% πολύ ακριβά, με συνέπεια σχεδόν οι μισοί (48,5%) να αισθάνονται «αρκετή ζέστη» ή «ζέστη» τον χειμώνα με χρήση χοντρού ρουχισμού και καύση ξυλείας.

Μέτρια θερμική άνεση αισθάνεται το 27,84% και κρύο ή δροσιά το υπόλοιπο ποσοστό. Παράλληλα διαπιστώνεται η αύξηση της χρήσης στερεών καυσίμων, ακολουθούν το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο με οικονομία στη χρήση, ενώ υπάρχει περιορισμένη σε χρονική διάρκεια χρήση ηλεκτρικής ενέργειας με βοηθητικά συστήματα. Είναι προφανές ότι η θέρμανση κοστίζει ακριβά, ενώ ταυτόχρονα δεν διαπιστώνεται ικανοποιητική ζέστη στους χώρους στο μεγαλύτερο ποσοστό.

Διαφορές νότιας – βόρειας Ελλάδας
Στη δεύτερη έρευνα μελετήθηκαν οι συνθήκες άνεσης στο εσωτερικό των κτηρίων σε σχέση με τις εξωτερικές θερμοκρασίες. Το πρώτο μέρος της έρευνας διεξήχθη το καλοκαίρι του 2019 στη νότια Ελλάδα και το δεύτερο μέρος τον χειμώνα του 2020 στη βόρεια Ελλάδα, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για ακραίες εξωτερικές συνθήκες.

Οι μελετητές διαπίστωσαν σε Φλώρινα, Θεσσαλονίκη και Ξάνθη εκτεταμένη χρήση προϊόντων ξυλείας για καύσιμο (από πέλετ ώς ξυλόσομπες) με τις αντίστοιχες εκπομπές, έλλειψη θερμομόνωσης, ενώ τα μέσα θέρμανσης δεν ήταν πάντα σε λειτουργία κατά τις επισκέψεις και διαπιστώθηκε μάλιστα ότι οι κάτοικοι έφεραν βαρύ ρουχισμό.

Κρύο τον χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι
Όπως καταλήγουν, «η ενεργειακή ένδεια έχει επηρεάσει υπερβολικά το επίπεδο συνθηκών θερμικής άνεσης και άνετης διαβίωσης των κατοίκων». «Η προσφυγή σε διαφορετικούς (παράλληλα χρονικά) εναλλακτικούς τρόπους θέρμανσης και η χαμηλή θερμοκρασία στους εσωτερικούς χώρους, σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, είναι γεγονός».

Πρέπει επίσης να επισημανθεί η διαφοροποίηση μεταξύ των νοικοκυριών που διαθέτουν ανεξάρτητη θέρμανση (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, air-condition, ξύλα κ.λπ.) και των διαμερισμάτων πολυκατοικιών που έχουν ένα ενιαίο και κοινό για όλους σύστημα θέρμανσης. Σε αυτή την περίπτωση, αναφέρεται στην έρευνα, όλα τα νοικοκυριά πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, προκειμένου το σύστημα να χρησιμοποιηθεί για το σύνολο της πολυκατοικίας.

«Δυστυχώς, τελικά, το κεντρικό σύστημα τίθεται εκτός λειτουργίας και κάθε νοικοκυριό έχει να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τις δικές του ανάγκες και να εφεύρει τους πιο οικονομικούς συνδυασμούς για τα μέσα θέρμανσης».
Το καλοκαίρι διατυπώθηκαν παράπονα για υψηλές τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα, κάτι που έχει αποτέλεσμα την περιορισμένη χρήση κλιματισμού. Ο δροσισμός κατά το θέρος επιτυγχάνεται κυρίως με «φυσικό αερισμό», διαπιστώνεται η ελλιπής ή απούσα θερμομόνωση των περιβλημάτων και περίπου το 50% έχει μη ικανοποιητική δροσιά και μάλλον στρέφεται σε «φυσικό αερισμό».

«Η κλιματική αλλαγή, έντονα και ακραία φαινόμενα και η οικονομική κρίση και ύφεση προκάλεσαν στη χώρα μας μια κατάσταση “σοκ”. Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, από μια ανοδική ή έστω ψευδαίσθηση σταθερής οικονομικής κατάστασης, βρέθηκε ξαφνικά στη φτωχοποίησή του και στην αδυναμία αντιμετώπισης των όσων θεωρούσε ως δεδομένη καθημερινότητα» ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Πάνος Κοσμόπουλος.

«Συμπερασματικά», κατέληξε, «φτάνουμε στο σημείο στο οποίο η “ενεργειακή φτώχεια” μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με κατάλληλη θερμική θωράκιση κτηρίων, με φύτευση και βλάστηση, με την εφαρμογή και χρήση συστημάτων και συσκευών που απαιτούν την ελάχιστη ενέργεια για τη λειτουργία τους και ως εκ τούτου χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και φυσικά, ιδιαίτερα με τη μέγιστη εφαρμογή των αποκεντρωμένων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».

Ποια είδη θέρμανσης συμφέρουν
Δεκάδες αναλύσεις έχουν γραφτεί σε μια προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα «ποιο καύσιμο είναι πιο οικονομικό», αλλά το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές είναι απογοητευτικό: ο καταναλωτής δέχεται καταιγισμό πληροφοριών, οι οποίες συχνά είναι ανακριβείς, με συνέπεια να… μπερδεύεται χωρίς να έχει λάβει απάντηση στο αρχικό ερώτημα.

Παρά το «χάος» ωστόσο που επικρατεί γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, τα πράγματα είναι σχετικά απλά εάν αναλογιστεί κανείς ότι ουσιαστικά το πόσο θα κοστίσει η θέρμανση – όσον αφορά την κατανάλωση καυσίμου και όχι την αρχική εγκατάσταση – έχει να κάνει με τρεις βασικούς παράγοντες:
● Ποιες είναι οι ανάγκες θέρμανσης.
● Η ποσότητα του καυσίμου που θα χρειαστεί να καταναλωθεί για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών.
● Η τιμή κάθε καυσίμου, η οποία σε συνδυασμό με την απόδοση του συστήματός (π.χ. του καυστήρα πετρελαίου) θα δώσει το συνολικό κόστος που απαιτείται για τη θέρμανση.

Πετρέλαιο
Το πετρέλαιο έχει θερμογόνο δύναμη 11,9 kWh/lt. Αυτό σημαίνει ότι ιδανικά ένα λίτρο πετρελαίου αποδίδει 11,9 kWh θερμικής ενέργειας. Ωστόσο η τελική αποδιδόμενη θερμική ενέργεια εξαρτάται από τον βαθμό απόδοσης του καυστήρα. Θεωρώντας, για παράδειγμα, βαθμό απόδοσης 90% για κάθε kWh θέρμανσης που θα χρειαστούμε, απαιτούνται: 1/(11,9 x 0,9) = 0,093 λίτρα πετρελαίου.

Φυσικό αέριο
Η θερμογόνος δύναμη του φυσικού αερίου δεν είναι σταθερή και εξαρτάται από τη σύστασή του. Μια μέση τιμή που θα μπορούσαμε να δώσουμε είναι οι 11,5 kWh/Nm3.

Ωστόσο, στην περίπτωση του αερίου η χρέωση δεν γίνεται βάσει του όγκου κατανάλωσης, αλλά βάσει των καταναλισκόμενων kWh. Οι υπολογισμοί για το υγραέριο (LPG) θα γίνουν με την ίδια λογική όπως και παραπάνω.
Όσον αφορά, τώρα, την εγκατάσταση της δεξαμενής υγραερίου, το κόστος για την όλη διαδικασία ανέρχεται στα 1.200 – 1.300 ευρώ στην περίπτωση της υπόγειας δεξαμενής, ενώ το κόστος μειώνεται εάν πρόκειται για υπέργεια.

Κλιματισμός
Τα κλιματιστικά είναι συσκευές ιδιαίτερα αποδοτικές. Και αυτό διότι λόγω του βαθμού απόδοσής τους (1,5 – 2 για τα συμβατικά, γύρω στο 4 για τα κλιματιστικά με inverter) καταναλώνουν λιγότερο συγκριτικά ρεύμα για την παραγωγή θερμικής ενέργειας.

Αυτό που θα πρέπει να προσέξουμε εάν επιλέξουμε τη λύση του κλιματιστικού είναι το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση μεταπηδούμε σε άλλη κλίμακα χρεώσεων για τον ηλεκτρισμό λόγω της μεγαλύτερης κατανάλωσης ρεύματος (σε περίπτωση πολλών ωρών λειτουργίας καθημερινά). Είναι σαφές πάντως ότι όσο μεγαλύτερη απόδοση έχει η συσκευή μας τόσο μειώνεται το κόστος της θέρμανσης (αυξάνεται ωστόσο το κόστος αρχικής αγοράς).

Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι η ποιότητα της θέρμανσης που παρέχει το κλιματιστικό δεν είναι εφάμιλλη εκείνης που προσφέρει η κεντρική θέρμανση ή άλλες μορφές ομοιόμορφης κατανομής της θέρμανσης στο σπίτι.

Καυστήρας πέλετ
Η θερμογόνος δύναμη των πέλετ δεν είναι σταθερή, αλλά παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις, κυρίως ανάλογα με την υγρασία που περιέχουν. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η ποιότητα των πέλετ. Μία μέση τιμή πάντως είναι 5 kWh/kg.
Οπότε, για απόδοση του καυστήρα γύρω στο 85%, για θερμική ενέργεια 1 kWh απαιτούνται 1/(5 x 0,85) = 0,24 κιλά πέλετ με μέσο κόστος 0,27 ευρώ/kg. Οπότε, συνολικό κόστος για 1 kWh θέρμανσης από πέλετ: 0,065 ευρώ. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η τιμή των πέλετ δεν είναι σταθερή, αλλά επηρεάζεται πολύ από την προσφορά και τη ζήτηση.

Αντλίες θερμότητας
Βασικό χαρακτηριστικό των αντλιών θερμότητας, το οποίο καθορίζει και το κόστος λειτουργίας κάθε συστήματος, είναι ο συντελεστής απόδοσης. Πρόκειται για τον λόγο της θερμικής ισχύος που το σύστημα αποδίδει προς την ηλεκτρική ισχύ που καταναλώνει.

Για τις συμβατικές αντλίες θερμότητας ο συντελεστής απόδοσης κυμαίνεται από 2,5 μέχρι 3. Εάν όμως η αντλία συνδυαστεί με γεωεναλλάκτη, ο συντελεστής μπορεί να είναι έως και 5 (ανεβαίνει βέβαια το αρχικό κόστος). Αν το σύστημα λειτουργεί και κατά τις ώρες ισχύος του νυχτερινού τιμολογίου της ΔΕΗ, τότε το συνολικό ημερήσιο κόστος λειτουργίας μειώνεται σημαντικά.

Θα πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι οι αντλίες θερμότητας χαρακτηρίζονται από υψηλό αρχικό κόστος, το οποίο κυμαίνεται από 6.500 – 9.000 ευρώ, οπότε είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις με μεγάλες ανάγκες σε θέρμανση, που θα αποσβέσουν γρήγορα το αρχικό κεφάλαιο.

Αερόθερμες σόμπες πέλετ

Οι αερόθερμες σόμπες πέλετ προορίζονται για τη θέρμανση ενιαίων χώρων και σε γενικές γραμμές μπορούμε να υπολογίσουμε ότι απαιτείται ονομαστική ισχύς 1 kW για κάθε οκτώ τετραγωνικά μέτρα. Αυτή βεβαίως είναι μια πρώτη προσέγγιση, η οποία αναλόγως την περίπτωση (π.χ. μεγάλος όγκος δωματίου λόγω μεγάλου ύψους) παρουσιάζει αποκλίσεις.

Οι αποδόσεις των αερόθερμων σομπών πέλετ κυμαίνονται από 85% έως 92%. Έτσι, θεωρώντας μια αερόθερμη σόμπα πέλετ με βαθμό απόδοσης 85% και θερμογόνο δύναμη για το πέλετ 5 kWh/kg, προκύπτει ότι 1 kWh θερμικής ενέργειας απαιτεί 0,24 κιλά πέλετ. Οπότε με τιμή για τα πέλετ 0,27 ευρώ/kg, προκύπτει συνολικό κόστος: 0,065 ευρώ ανά κιλοβατώρα.

Σόμπες πέλετ καλοριφέρ
Οι σόμπες πέλετ καλοριφέρ μπορούν να συνδεθούν με τα κεντρικά σώματα θέρμανσης μιας κατοικίας και να λειτουργήσουν είτε σε συνδυασμό με το βασικό μας καύσιμο με συμπληρωματικό τρόπο είτε να λειτουργήσουν σαν μοναδικές εστίες θέρμανσης.

Όπως και στην περίπτωση των αερόθερμων σομπών πέλετ, η ισχύς των σομπών καλοριφέρ κυμαίνεται από 85% έως 90% και το κόστος ανά kWh ενέργειας είναι το ίδιο. Αυτό που αλλάζει, αφού περνάμε σε υψηλότερα επίπεδα ονομαστικής ισχύος, είναι η ποσότητα του καυσίμου που καταναλώνεται την ώρα. Έτσι, μία σόμπα πέλετ καλοριφέρ ονομαστικής ισχύος 15 kW, η οποία μπορεί να καλύψει μία μέση κατοικία 100 – 110 τ.μ., μπορεί να απαιτεί κατανάλωση καυσίμου μεταξύ 1,2 – 4 kg/h.

Ενεργειακά τζάκια
Τα ενεργειακά τζάκια χωρίζονται, όπως και οι σόμπες πέλετ, σε δύο κατηγορίες, τα αερόθερμα και τα τζάκια καλοριφέρ, ενώ και στις δύο περιπτώσεις ο βαθμός απόδοσης μπορεί να φτάσει και το 80%.

Το ίδιο ισχύει και για τα ενεργειακά τζάκια τα οποία αντί για πέλετ καίνε καυσόξυλα, αλλάζοντας τη θερμογόνο δύναμη στις 4,2 kWh/kg και μέσο κόστος καυσόξυλων στα 0,15 ευρώ/kg. Επίσης, αντίστοιχοι υπολογισμοί μπορούν να γίνουν και για τα παραδοσιακά τζάκια (δηλ. ανοιχτής εστίας), η απόδοση των οποίων κυμαίνεται γύρω στο 10%.

Πρακτικά τώρα, ένα ενεργειακό τζάκι θερμού αέρα με ονομαστική ισχύ 10 kW, το οποίο μπορεί να καλύψει έως και 100 τετραγωνικά (αναφερόμαστε σε περιπτώσεις ενιαίων χώρων – σε διαφορετική περίπτωση, ικανοποιητική θέρμανση θα υπάρχει μόνο στον χώρο όπου είναι εγκατεστημένο το τζάκι), η κατανάλωση ανέρχεται σε 0,6 – 2,4 kg πέλετ/h.

Στην περίπτωση των ενεργειακών τζακιών καλοριφέρ, η απαιτούμενη ονομαστική ισχύς αυξάνεται. Όπως και στην περίπτωση των σομπών πέλετ καλοριφέρ, τα τζάκια μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ως μοναδική εστία θέρμανσης του νερού που θα κυκλοφορήσει στα σώματά μας είτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί παράλληλα, ως «βοήθημα», προς το κύριο καύσιμό μας.

Σε αυτή την περίπτωση ένα ενεργειακό τζάκι 16 kW, το οποίο μπορεί να καλύψει συνολικό χώρο έως και 140 τετραγωνικά, έχει κατανάλωση η οποία κυμαίνεται από 1 έως 3,5 kg πέλετ/h. Εάν τώρα το ενεργειακό τζάκι αντί για πέλετ καίει καυσόξυλα, τότε η ωριαία κατανάλωση κυμαίνεται από 4 έως 6 kg καυσόξυλα/h.

Ηλεκτρική θέρμανση
Στην περίπτωση της ηλεκτρικής θέρμανσης (δηλ. ηλεκτρικές θερμάστρες, ηλεκτρικά καλοριφέρ κ.λπ.) τα πράγματα είναι σχετικά απλά, καθώς για κάθε 1 kWh θερμικής ενέργειας που λαμβάνουμε απαιτείται 1 kWh ηλεκτρικής. Συνεπώς, οι ώρες λειτουργίας κάθε συσκευής σε συνδυασμό με τη χρέωση του ρεύματος θα μας δώσουν το τελικό κόστος.

Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι παραπάνω υπολογισμοί αφορούν αποκλειστικά το κόστος της κατανάλωσης καυσίμου και όχι το συνολικό κόστος της θέρμανσης. Έτσι, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί διότι, εν τέλει, τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε καταναλωτή θα δώσουν την τελική απάντηση στο ποια λύση είναι μακροπρόθεσμα συμφέρουσα.

Για παράδειγμα, εάν κάποιος καταναλωτής έχει μικρές ανάγκες σε θέρμανση, τότε θεωρείται ασύμφορο να προβεί στην εγκατάσταση ενός συστήματος με μεγάλο αρχικό κόστος, διότι πολύ δύσκολα θα κάνει απόσβεση. Αντιθέτως, στην περίπτωση που θέλουμε να καλύψουμε πολλά τετραγωνικά και σχετικά μεγάλες ανάγκες σε θέρμανση, η αλλαγή καυσίμου, από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή κάποιο άλλο εναλλακτικό καύσιμο, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να θεωρηθεί ακόμη και επιτακτική, καθώς η εξοικονόμηση είναι υψηλή και η απόσβεση γίνεται γρήγορα.

Επίσης, πρέπει κάποιος να εξετάσει τον συνδυασμό μορφών θέρμανσης. Να έχει δηλαδή, πιθανώς, κάποια «θέρμανση βάσης» (ειδικά εάν υπάρχει ήδη εγκατάσταση και δεν μπορεί ή δεν συμφέρει να προχωρήσει σε αλλαγή) και να συμπληρώνει σε επιμέρους χώρους ή για κάποιες ώρες της ημέρας με μια εναλλακτική μορφή θέρμανσης.

 topontiki

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ