Αν υπάρχει κάτι σχετικό με τις ΗΠΑ στο οποίο συμφωνούν άπαντες, αυτό είναι ότι πρόκειται για μια βαθιά διχασμένη χώρα. Αυτό επιβεβαιώθηκε και θα ισχύει ακόμη μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι αυτό, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο ίσχυε πριν από την Προεδρία του Τραμπ.
Στον διχασμό αυτόν συνέβαλε, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, η διχαστική πολιτική του Τραμπ, ο οποίος βάθυνε όλων των ειδών τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της χώρας του υιοθετώντας μια πολιτική και ιδεολογική ατζέντα η οποία πριμοδότησε τον θεσμικό ρατσισμό κατά των μειονοτήτων, αλλά και την επαρχιώτικη, λευκή, φτωχή Αμερική εναντίον του «πολύχρωμου», «διανοούμενου» και πλούσιου κατεστημένου των μεγαλουπόλεων.
Όμως αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί εάν το οικονομικό του σχέδιο δεν είχε επιτύχει σχεδόν απολύτως μέχρι να ξεσπάσει η υγειονομική κρίση εξαιτίας του κορωνοϊού. Η εκτίναξη των θετικών οικονομικών δεικτών, η ελαχιστοποίηση της ανεργίας και η επιβολή αυστηρών κανόνων στη μετανάστευση έπεισαν ότι το σύνθημά του «Πρώτα η Αμερική» είχε απτό και μετρήσιμο περιεχόμενο. Συνεπώς ενίσχυσε την προσωπική του θέση ακόμη και κόντρα στο κατεστημένο των Ρεπουμπλικανών.
Ύστερα ήρθε ο κορωνοϊός και τα τίναξε όλα στον αέρα: οικονομία, ανεργία, αξιοπιστία, ηγετικό προφίλ. Από απόλυτο φαβορί μετατράπηκε σε βέβαιο ηττημένο. Από αδιαμφισβήτητος ηγέτης έγινε ένας αλλοπρόσαλλος και απολύτως αναξιόπιστος, ψεύτης και επικίνδυνος για την εσωτερική ασφάλεια.
Αντιστοίχως ο Μπάιντεν, από καταδικασμένη επιλογή διαχείρισης μιας βέβαιης ήττας, έγινε μέσα σε λίγους μήνες το φαβορί, αλλά και ο άνθρωπος που θα έβαζε τέλος σε μια εφιαλτικά ασταθή διαχείριση των ΗΠΑ.
Όλα αυτά βεβαίως μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες. Όταν, με το καλό, ολοκληρωθεί η καταμέτρηση και λήξει αυτό το ντέρμπι, θα βγουν νέα συμπεράσματα.
Πολιτική συνέχεια
Το ζήτημα, λοιπόν, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Το μέλλον δεν είναι μια υπόθεση άσχετη με το πρόσφατο παρελθόν. Ίσα – ίσα που βασικά στοιχεία της πολιτικής του Τραμπ αποτελούν συνέχεια των επιλογών προηγούμενων Προέδρων των ΗΠΑ:
1. Η τάση απόσυρσης από την ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ώστε οι ΗΠΑ να προσανατολίσουν και να αξιοποιήσουν τις δυνάμεις τους, σε βάθος χρόνου, στη χάραξη ενός πιο καθαρού μετώπου με την Κίνα.
2. Η επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων με την Ευρώπη και η απαίτηση των Αμερικανών να ανταμείβονται για το αγαθό της ασφάλειας μέσω του ΝΑΤΟ, το οποίο δεν θέλουν πλέον να παρέχουν τζάμπα στους Ευρωπαίους.
3. Η αναθεώρηση όλων των οικονομικών σχέσεων τις οποίες θεωρούν ετεροβαρείς και αντίθετες με τα άμεσα συμφέροντά τους.
4. Η ανάκτηση του ελέγχου στην παραδοσιακή «πίσω αυλή» τους, τη Λατινική Αμερική, η οποία είχε λοξοδρομήσει «επικίνδυνα» προς τα αριστερά και έδειχνε τάσης αυτονόμησης και σύναψης σχέσεων με τους παραδοσιακούς γεωπολιτικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο. Ένα άλλο, μαφιόζικο μέρος της είχε «αποθρασυνθεί» τόσο ώστε να έχει μετατρέψει τις ΗΠΑ σε πεδίο διοχέτευσης ανεξέλεγκτης εγκληματικότητας.
5. Η στενότερη επιτήρηση της Ρωσίας και η ισχυρότερη πίεση ώστε να μην «ξεμυτίζει» από τον στενό της περίγυρο και να περιοριστεί στην περιφρούρηση των κεκτημένων της.
Οξύτερα προβλήματα
Οι επιλογές αυτές δεν ήταν μια έμπνευση του Τραμπ, αλλά συνέχεια μιας πολιτικής που είχε ασκηθεί με πολύ καρότο, λίγο μαστίγιο και μεγάλο βαθμό αποτυχίας από τον Ομπάμα. Ο Τραμπ απεδείχθη πολύ πιο κυνικός, πιο βίαιος και απρόβλεπτος, αλλά και πάλι χωρίς πολύ μεγαλύτερο βαθμό επιτυχίας.
Επομένως τα προβλήματα παραμένουν και ορισμένα έχουν οξυνθεί ή προστεθεί:
● Ένα εξ αυτών είναι η αύξηση της επιρροής της Ρωσίας τόσο στη Μέση Ανατολή (Συρία) όσο και στη βόρεια Αφρική (Λιβύη). Όπου υπάρχει κενό αμερικανικής δράσης και επιρροής της Ουάσιγκτον, τρυπώνει η Μόσχα. Να σημειωθεί επιπλέον ότι η σκλήρυνση της στάσης των Αμερικανών σε αμυντικό και οικονομικό επίπεδο οδηγεί σταδιακά ισχυρούς Ευρωπαίους σε όλο και πιο χαλαρή στάση έναντι της Μόσχας, όπως συμβαίνει με τη Γερμανία (για λόγους ενεργειακούς) και τη Γαλλία (με στόχο την καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας).
● Ένα άλλο (στο οποίο επίσης εμπλέκεται εν μέρει η Ρωσία και μας αφορά ευθέως ως Έλληνες) είναι η σταδιακή, αλλά με σταθερά βήματα, απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση, η οποία απειλεί τα όρια δράσης του ΝΑΤΟ. Η βαθιά επίδραση του Ερντογάν κατά τη σχεδόν εικοσαετή ηγεσία του έχει επιτύχει τη διαμόρφωση μιας εξισλαμισμένης γενιάς με σαφή αντιδυτικά και σκληρά εθνικιστικά χαρακτηριστικά, η οποία ενστερνίζεται χωρίς ενστάσεις το νεοοθωμανικό ιδανικό του Προέδρου της. Πιθανότατα είναι έτοιμη ακόμη και να πολεμήσει γι’ αυτό εναντίον κάθε (Δυτικού) αντιπάλου.
● Το ΝΑΤΟ δεν θεωρείται πλέον μια ιδιαίτερα αξιόπιστη εγγύηση ασφάλειας για τους Ευρωπαίους (αυτούς της «παλαιάς Ευρώπης»), με συνέπεια ο Μακρόν να το χαρακτηρίζει «κλινικά» και «εγκεφαλικά» νεκρό και η συζήτηση περί ενός ευρωπαϊκού αμυντικού οργανισμού – παρότι δύσκολη, χωρίς άμεση προοπτική και με αμφίβολη δυνατότητα εφαρμογής – να προοιωνίζεται μια διάσπαση της Δύσης όπως τη γνωρίζαμε.
● Η Κίνα, αποφεύγοντας να οξύνει ή επιχειρώντας να εξομαλύνει τις ευθείες αντιπαραθέσεις, συμπεριφέρεται ως μια αυτοκρατορία με αρχαία ρίζα και, με πλήρη αίσθηση του ιστορικού χρόνου, επεκτείνει αθόρυβα την οικονομική και στρατηγική επιρροή της καλύπτοντας με πειστικό τρόπο πολλά από τα κενά που αφήνει η αμερικανική υποχώρηση.
Προφανώς ο κόσμος αλλάζει, και μάλιστα με γρήγορο ρυθμό. Η Αμερική διανύει περίοδο υποχώρησης και ο εσωτερικός διχασμός της απειλεί να ενισχύσει ή ακόμη και να παγιώσει αυτή την τάση για πολλά χρόνια.
Αν δούμε τα πράγματα με αμιγώς ελληνικό κριτήριο, δύσκολα θα βρούμε σοβαρές πιθανότητες για μια σοβαρή και ευθεία θετική αμερικανική επίδραση στα ουκ ολίγα προβλήματα που ήδη έχουν ξεπροβάλει και, δυστυχώς, απειλούν ακόμη και την ύπαρξή μας.
Αν τα δούμε από πλανητική σκοπιά, ο διχασμός και η υποχώρηση των ΗΠΑ δεν αφορούν μόνο αυτές, αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Η παρουσία ή η απουσία της Ουάσιγκτον είναι καθοριστική για όποιο μέρος του κόσμου κι αν συζητάμε…