Απόψεις Κορωνοϊός

“Χωρίς στρατηγική για την πανδημία” γράφει ο Σταύρος Χριστακόπουλος

Σταύρος Χριστακόπουλος

Δεν ανιχνεύεται σχέδιο σε περίπτωση ραγδαίας αύξησης κρουσμάτων στα σχολεία
 
Βάζουν… μάσκα στα προβλήματα αντιμετώπισης του κορωνοϊού
 
Εικονική πραγματικότητα και στα προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας

«Χρειαζόμαστε άμεσα μια εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Μια στρατηγική που δεν θα είναι ένα σύνολο αντανακλαστικών κινήσεων ούτε η αλλαγή πολιτικής χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση (μη χρήση της μάσκας στα πολυκαταστήματα με απόφαση συγκεκριμένου υπουργείου)».

Αυτή και μόνο η αναφορά του Ηλία Μόσιαλου, καθηγητή Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics και εκπροσώπου της Ελλάδας για την πανδημία της Covid-19 στους διεθνείς οργανισμούς, είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας. Το ότι «χρειαζόμαστε άμεσα μια εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση της πανδημίας» δηλώνει απλώς ότι αυτή… δεν υπάρχει!

Για να υπάρξει δε, θα πρέπει να μην είναι «ένα σύνολο αντανακλαστικών κινήσεων ούτε η αλλαγή πολιτικής χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση». Επιπλέον «προϋποθέτει τις συντονισμένες δράσεις της πολιτείας, των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτών». Σε αυτή την κορυφαία προϋπόθεση είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο προηγούμενο φύλλο του «Ποντικιού».

Το κλειδί αυτού του κειμένου του Μόσιαλου είναι το σημείο στο οποίο μιλάει για «ένα σύνολο αντανακλαστικών κινήσεων». Διότι, δυστυχώς, αυτό ακριβώς αποτελεί η πολιτική της κυβέρνησης από την καραντίνα και ύστερα. Μέτρα εντελώς ασύνδετα, αντιφατικά, κάποια από τα οποία προκαλούν σύγχυση στον μέσο πολίτη και ενισχύουν τις παλαβομάρες των συνωμοσιολόγων.

Ένα ολόκληρο εξάμηνο φαίνεται να έχει πάει χαμένο, καθώς ούτε στην Υγεία ούτε στην Παιδεία έχει εμφανιστεί κάτι που να μοιάζει, έστω, με «συντονισμένες δράσεις».

● Κι ας ήταν βέβαιο πως το φθινόπωρο θα ερχόταν το λεγόμενο «δεύτερο κύμα» της πανδημίας.
● Κι ας ήταν βέβαιο πως η δεύτερη φάση θα ήταν πιθανότατα πολύ πιο δύσκολη.
● Κι ας ήταν βέβαιο ότι η ολική καραντίνα δεν μπορεί να επαναληφθεί, διότι θα αποβεί πλήρως καταστροφική για την οικονομία και, συνεπώς, την κοινωνία.

Το ότι η πρώτη καραντίνα πέρασε χωρίς σοβαρές υγειονομικές επιπτώσεις – κυρίως, όπως λέγαμε τότε και αποδεικνύεται σήμερα, για συγκυριακούς λόγους – ήταν μια σπουδαία «προίκα», η οποία χάρισε στην κυβέρνηση πολύ χρόνο για σχεδιασμό. Κι όμως, δεν φαίνεται να τον εκμεταλλεύτηκε.

Σχολικός συνωστισμός
Το κύριο χαρακτηριστικό του «σχεδίου» επαναφοράς των μαθητών στα σχολεία είναι ο σχολικός συνωστισμός, αφού δεν υπάρχει περιορισμός των μαθητών ανά αίθουσα διδασκαλίας, ένα μέτρο το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής άλλων χωρών της Ευρώπης.

Ως «αντίδοτο» στους κινδύνους του σχολικού συνωστισμού προβλήθηκε από την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως η χρήση μάσκας, η οποία έχει ήδη βαφτιστεί «άξονας πολιτικής» και χρησιμοποιείται ακόμη και από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως άλλοθι έλλειψης σχεδιασμού. Καλείται δε η… αντιπολίτευση, η οποία έχει εύλογες και αυτονόητες αντιρρήσεις επί του θέματος του συνωστισμού στις σχολικές αίθουσες, «να πει καθαρά» αν συμφωνεί με τη… χρήση μάσκας!

Μόνο σαν ανέκδοτο και ένα ακόμη επικοινωνιακό τρικ, από τα πολλά που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί κατά καιρούς για να καλύψει πολιτικές ανεπάρκειες, είναι η απίστευτη «ντρίμπλα» της Νίκης Κεραμέως, η οποία αναφέρθηκε στον μέσο όρο των 17 μαθητών ανά τάξη πανελλαδικά ύστερα από έναν πολιτικά απαράδεκτο και κουτοπόνηρο συνυπολογισμό των ολιγομελών τάξεων σε αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας με τον μέγιστο αριθμό των 25 μαθητών στα αστικά κέντρα.

Το πρόβλημα βεβαίως στην απόπειρα παραπλάνησης από την υπουργό είναι ότι η μεγαλύτερη διασπορά του ιού παρατηρείται στα αστικά κέντρα, όπου οι μαθητές συνωστίζονται στις τάξεις.

Ύστερα από την κατακραυγή η υπουργός άλλαξε μερικώς ρότα και άρχισε να μιλάει για 20 μαθητές ανά τάξη (κι αυτοί πολλοί είναι…), αλλά αφενός το πρόβλημα δεν λύνεται, αφετέρου η απόπειρα παραπλάνησης κατεγράφη και έμεινε.

Στο ίδιο το θέμα της μάσκας, το οποίο δυστυχώς – μεταξύ πολλών άλλων – έχει γίνει στόχος των συνωμοσιολόγων και λοιπών ψεκασμένων, η σύγχυση έχει, πέρα από τον δεδομένο «ψεκασμό», κάποιες πολύ συγκεκριμένες αιτίες:

● Τις κατά καιρούς αλλαγές εκτιμήσεων εκ μέρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας – και συνεπώς των Ελλήνων επιστημόνων και της κυβέρνησης – ως προς τη χρησιμότητα της μάσκας.
● Τις διαφορετικές κατά καιρούς εκτιμήσεις για τη μεταδοτικότητα του κορωνοϊού από τα παιδιά.
● Την (επιδημιολογικά και μόνον) ακατανόητη κίνηση της κυβέρνησης – την οποία στηλιτεύει και ο Ηλίας Μόσιαλος στο απόσπασμα που είδαμε παραπάνω – να επιτρέψει τη μη χρήση μάσκας κατά τις επισκέψεις των πολιτών στα πολυκαταστήματα. Πρόκειται για μια από τις πολλές ανοησίες που αποφασίστηκαν και εφαρμόστηκαν προκειμένου να ενισχυθεί, υποτίθεται, η οικονομία.

Πέραν όμως του θέματος της μάσκας, το κύριο ζήτημα στις ανακοινώσεις της υπουργού Παιδείας είναι η ανυπαρξία – τουλάχιστον δημοσίως – εναλλακτικού σχεδίου για τη λειτουργία των σχολείων. Τι θα γίνει σε περίπτωση μεγάλης αύξησης των κρουσμάτων στα σχολεία;

● Η Νίκη Κεραμέως έχει αποκλείσει τη λειτουργία των σχολείων πρωί και απόγευμα επικαλούμενη – δικαιολογημένα – τις τεράστιες ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό και το επίσης τεράστιο κόστος που θα συνεπαγόταν η πρόσληψη πολλών χιλιάδων επιπλέον εκπαιδευτικών. Η ίδια το προσδιόρισε σε 10 εκατ. ευρώ την ημέρα, αλλά το ποσόν αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εν θερμώ.

● Μια άλλη πιθανότητα θα ήταν να αναζητηθούν επιπλέον αίθουσες διδασκαλίας για την αποσυμφόρηση των υπαρχουσών και τη μείωση του σχολικού συνωστισμού. Ούτε αυτό όμως θα αποτελούσε άμεση λύση, αφού πρόκειται για τεράστιο, δύσκολο στην εφαρμογή του και πολυδάπανο εγχείρημα.

● Το μόνο που απομένει είναι η τηλεκπαίδευση, η οποία πέρυσι μια χαρά λειτούργησε στα ιδιωτικά σχολεία και στα πανεπιστήμια, αλλά συνάντησε πολλές και ενίοτε υπερβολικές αντιδράσεις από δασκάλους και καθηγητές στα δημόσια σχολεία, αλλά και την αναποφασιστικότητα του υπουργείου και την έλλειψη προετοιμασίας σε κρίσιμα θέματα, όπως αυτά των προσωπικών δεδομένων.

Εάν σε αυτή τη δυσχέρεια προσθέσουμε τον τεχνολογικό αναλφαβητισμό σοβαρού ποσοστού λειτουργών της Εκπαίδευσης, τη χρόνια απουσία σοβαρά οργανωμένης μετεκπαίδευσής τους, αλλά και την ακατανόητη επιλογή του υπουργείου να μην προχωρήσει η παράδοση ύλης και τα παιδιά να περιοριστούν σε ανούσιες επαναλήψεις, πιθανότατα έχουμε μια εξήγηση για την κάκιστη περσινή εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία.

Δεδομένου ωστόσο ότι είναι, σε σημαντικό βαθμό, βάσιμες οι αντιρρήσεις όσων – και των εκπαιδευτικών – επιμένουν στο αναντικατάστατο της διαπροσωπικής επαφής και επικοινωνίας διδασκόντων και μαθητών, η τηλεκπαίδευση θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ώστε να επιτευχθεί η κατά πολύ ασφαλέστερη εκ περιτροπής προσέλευση των μαθητών στα σχολεία, ώστε να αποφευχθεί ο σχολικός συνωστισμός.

Με βάση όλα τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής απλούστατα ερωτήματα:

● Έκανε οτιδήποτε η κυβέρνηση τους προηγούμενους μήνες για να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή λειτουργία της τηλεκπαίδευσης σε περίπτωση που έχουμε αλματώδη αύξηση κρουσμάτων στα σχολεία;

● Είναι διατεθειμένες οι ενώσεις εκπαιδευτικών να συμβάλουν με αυτόν τον τρόπο στην αποσυμφόρηση των σχολικών τάξεων, την οποία απολύτως δικαιολογημένα οι ίδιοι διεκδικούν;

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να απαντηθούν.

Προβληματικές δομές Υγείας
Η κατάσταση είναι εξίσου περίπλοκη στον τομέα της Υγείας, όπου επίσης δεν έγιναν πολλά σημαντικά πράγματα σε επίπεδο προετοιμασίας. Κατ’ αρχάς, για να μην είμαστε άδικοι, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τα δομικά προβλήματα δύσκολα επιλύονται με μπαλώματα σε περιορισμένο χρόνο. Ωστόσο αυτό δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση από κάθε ευθύνη.

Ένα κρίσιμο στοιχείο είναι ότι ούτε το ελληνικό ούτε κάποιο άλλο σύστημα Υγείας δομείται και λειτουργεί με όρους αναμονής μιας πανδημίας, και μάλιστα με τα χαρακτηριστικά του νέου κορωνοϊού SARS – Cov-2. Είναι αδιανόητοι οι πόροι που θα απαιτούνταν για κάτι τέτοιο και κανείς δεν θα τους διέθετε προκαταβολικά. Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους συστήματα Υγείας πολύ πιο αξιόλογα και οργανωμένα από το ελληνικό κατέρρευσαν στο αρχικό ξέσπασμα της πανδημίας της λοίμωξης Covid-19.

Ο δεύτερος λόγος της κατάρρευσης ήταν η έλλειψη προηγούμενης γνώσης για τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό, τις δυνατότητες φαρμακευτικής αντιμετώπισης των συνεπειών της λοίμωξης και μια σειρά άλλα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά.

Έκτοτε ωστόσο έχουν συγκεντρωθεί δεδομένα και πείρα που μπορούν να αξιοποιηθούν. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει χρόνος, διότι η καθυστέρηση είναι και εδώ χαρακτηριστική και, προφανώς, η επικοινωνιακή χρήση στοιχείων δεν ενισχύει τις δυνατότητες του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Ένα από τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για εντυπωσιασμό και για εμπόριο… αποτελεσματικότητας είναι ο αριθμός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Οι ΜΕΘ λοιπόν εδώ και μήνες «αυξάνονται» από 874 προ πανδημίας στις 1.200. Μόνο που αυτή είναι η εικαζόμενη δυνατότητα – και μόνον –, διότι η πραγματικότητα είναι πως τους τελευταίους έχουν προστεθεί μόλις 11.

Κι από αυτές όμως το ερώτημα είναι πόσες εξ αυτών μπορούν να εξυπηρετήσουν ασθενείς με Covid-19. Ως προς αυτό οι δυνατότητες είναι εξαιρετικά περιορισμένες, αφού οι κλίνες ΜΕΘ για Covid-19 είναι μόλις 188.

Ακόμη σοβαρότερο, ωστόσο, είναι το ότι οι κλίνες ΜΕΘ δεν μπορεί να λειτουργούν χωρίς εκπαιδευμένο προσωπικό, του οποίου η εκπαίδευση απαιτεί πολλούς μήνες. Άρα η εκπαίδευση αυτή θα έπρεπε να έχει αρχίσει ήδη από καιρό – και μάλιστα όχι μόνο για τις υπάρχουσες νέες ΜΕΘ, αλλά και για εκείνες που (θα;) δημιουργηθούν.

Αυτό ωστόσο είναι ένα μόνο από τα προβλήματα, καθώς τα νοσοκομεία – ελλείψει αξιοποίησης των μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στη μάχη κατά του κορωνοϊού – ίσως κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη ισχυρότερο κύμα κρουσμάτων και νοσηλειών απ’ ό,τι την άνοιξη. Και όλα αυτά με 5.000 περίπου αποχωρήσεις υγειονομικών το τελευταίο έτος!

Στον συνδυασμό των λίγων ΜΕΘ, των ακόμη λιγότερων Covid ΜΕΘ, της διαρροής γιατρών και νοσηλευτών, της έλλειψης εκπαίδευσης για τις νέες ΜΕΘ και της μη αξιοποίησης των πρωτοβάθμιων υπηρεσιών Υγείας θα πρέπει να προστεθεί και η έλλειψη βασικού εξοπλισμού, όπως οι κατάλληλες στολές για την αντιμετώπιση περιστατικών Covid-19, οι οποίες λείπουν ακόμη και στα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας.

Ίσως όχι τόσο παράξενο, αν υπολογίσουμε ότι κάποιοι διοικητές, διορισμένοι με κριτήρια εντελώς άσχετα με την αποστολή των δημόσιων νοσοκομείων, έχουν τόση σχέση με το αντικείμενο όση και ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

Δεν διδάχτηκαν
Με απλά λόγια, λοιπόν, η πανδημία όντως ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Και πράγματι οι δομές του ελληνικού κράτους έχουν βάναυσα πληγεί από τη χρεοκοπία και τα μνημόνια. Ωστόσο εκείνη ακριβώς η περίοδος θα έπρεπε να μας έχει διδάξει τα στοιχειώδη.

Θα έπρεπε, κοινώς, να έχουμε πάρει το μάθημα ότι, όταν καλούμαστε να περικόψουμε δαπάνες υγείας (δικαίως ή αδίκως, δεν είναι της παρούσης), δεν μπορεί να διώχνουμε γιατρούς και νοσηλευτές και να αφήνουμε το πάρτι των προμηθειών να εξελίσσεται απρόσκοπτα. Δεν μπορεί, στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, να έχουμε εξαρχής τη δυνατότητα της άυλης και να μην την αξιοποιούμε για να μη χάνουν το γενναίο χαρτζιλίκι τους οι γιατροί.

Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί να μιλάμε για ΜΕΘ που θα γίνουν, όταν έπρεπε να έχουν γίνει από χθες. Δεν μπορεί να μιλάμε για δυναμικότητες ΜΕΘ που δεν υπάρχουν ελλείψει εκπαιδευμένων γιατρών.
Τα λάθη διαχείρισης είναι πολλά, οι ανεπάρκειες ακόμη περισσότερες και ο χειμώνας πολύ δύσκολος αν δεν ελεγχθεί η πανδημία. Ας ελπίσουμε ότι ο «καλός θεός της Ελλάδας» θα βάλει ακόμη μια φορά το χέρι του.

Διαφορετικά…

topontiki

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ