Απόκληροι της κοινωνίας των ΗΠΑ παραμένουν οι (ανεπίσημα) γκετοποιημένοι μαύροι
Η πρόοδος μέσα στην κοινωνία των ΗΠΑ για τους μαύρους Αμερικανούς συντελείται εξαιρετικά αργά. Παρότι ο διαχωρισμός και η φτώχεια στους Αφροαμερικανούς έχουν υποχωρήσει από το 1968, οι βαθιές ανισότητες, που έχουν εξίσου βαθιές ρίζες, παραμένουν. Τρεις σημαντικοί κοινωνικοί δείκτες για τους Αφροαμερικανούς έχουν επιδεινωθεί τον τελευταίο μισό αιώνα, κι ας έχει μειωθεί η απροκάλυπτη φυλετική εχθρότητα.
1. Η ανεργία έχει γίνει πολύ έντονη. Το 1972 σχεδόν το 80% των μαύρων Αμερικανών ανδρών ηλικίας άνω των 20 ετών ανήκαν στο εργατικό δυναμικό. Αυτό το ποσοστό έπεφτε αργά αλλά σημαντικά κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, φτάνοντας στο 67% πριν ξεσπάσει η πανδημία. Σήμερα έχει πέσει κι άλλο και είναι στο 63%.
2. Το ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου ανέβηκε από 40% σε 70%. Πρόκειται για γεννήσεις από ανύπαντρα ζευγάρια και τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτές οι μορφές οικογένειας αποδεικνύονται εξαιρετικά ασταθείς: περί το 70% διαλύονται μέσα σε πέντε χρόνια από τη γέννηση του παιδιού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και οικονομικά.
3. Οι φυλακίσεις εκτοξεύθηκαν σε ασυνήθιστα ποσοστά: μεταξύ 1960 και 2010 υπερτριπλασιάστηκαν για τους μαύρους.
Τα τρία παραπάνω φαινόμενα συνδέονται και αλληλεπιδρούν με έναν περίπλοκο τρόπο. Ευθύνονται, όμως, σε πολύ σημαντικό βαθμό για τη θλιβερά μεγάλη κινητικότητα προς τα κάτω που παρατηρείται στα μαύρα αγόρια σε σχέση με τα λευκά αγόρια. Κοινωνική κινητικότητα είναι η διαδικασία κατά την οποία άτομα μετακινούνται από τη μια κοινωνική διαστρωμάτωση σε άλλη, δηλαδή ουσιαστικά ανεβοκατεβαίνουν μεταξύ κοινωνικών τάξεων.
Τα μαύρα αγόρια που γεννήθηκαν σε οικογένειες οι οποίες βρίσκονται στο κορυφαίο 1% σύμφωνα με την κατανομή εισοδήματος έχουν τις ίδιες πιθανότητες να πάνε στη φυλακή με τα λευκά αγόρια που γεννήθηκαν στην τελευταία οικονομική βαθμίδα, σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν γίνει.
Τα τελευταία χρόνια τα μεγαλύτερα επεισόδια ταραχών και διαδηλώσεων λόγω των θανάτων μαύρων ανδρών στα χέρια της αστυνομίας, όπως πρόσφατα με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, έχουν ξεσπάσει σε μέρη που διαθέτουν μακρά ιστορία διαχωρισμού, ο οποίος, μάλιστα, επιμένει μέχρι σήμερα. Σε αυτά περιλαμβάνονται το Σικάγο, όπου το 2014 σκοτώθηκε ο Λακάν ΜακΝτόναλντ, η Βαλτιμόρη με τον θάνατο του Φρέντι Γκρέι το 2015 και τώρα η Μινεάπολη με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις 25 Μαΐου.
Τα γκέτο έπαψαν να αποτελούν νόμιμα επιβεβλημένη από τον νόμο πρακτική το 1948, αλλά οι φυλετικές παθογένειες σε πολλές αμερικανικές πόλεις επιμένουν.
Διαρκής φυλετικός διαχωρισμός
Ο Πάτρικ Σάρκι, κοινωνιολόγος του Πανεπιστημίου Πρίνστον, μελέτησε τα αποτελέσματα της εποχής των πολιτικών δικαιωμάτων στις μαύρες οικογένειες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η έντονη φυλετική ανισότητα που υπήρχε τη δεκαετία του 1970 στις αμερικανικές γειτονιές έχει διαιωνιστεί, με πολύ μικρές αλλαγές, έως τη σημερινή γενιά».
Ο διαχωρισμός, που συνεχίζεται και σήμερα στις πόλεις της Αμερικής, ξεκίνησε με συγκεκριμένο τρόπο. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι μαύροι άρχισαν να μετακινούνται από τον αγροτικό Νότο στον αστικό Βορρά σε μεγάλους αριθμούς με σκοπό τόσο την αναζήτηση καλύτερης εργασίας σε εργοστάσια όσο και για να ξεφύγουν από την καταπίεση και τα λιντσαρίσματα.
Οι λευκοί κάτοικοι «ανταποκρίθηκαν» δημιουργώντας φυλετικά διαχωρισμένες γειτονιές. Όταν αυτές οι γειτονιές κηρύχθηκαν παράνομες από το ανώτατο δικαστήριο, συγκεκριμένα ιδιωτικά «φυλετικά συμβόλαια» μεταξύ ιδιοκτητών κατοικιών ουσιαστικά απαγόρευαν στους μαύρους να γίνουν ιδιοκτήτες σε γειτονιές λευκών. Τυχόν παραβιάσεις αυτής της γραμμής «χρώματος» αντιμετωπίζονταν με βία.
Οι αστικοί κοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν έναν τρόπο υπολογισμού που λέγεται «δείκτης ανομοιομορφίας» για να ποσοτικοποιήσουν τον διαχωρισμό, δηλαδή το ποσοστό των μαύρων που θα έπρεπε να μετακινηθούν για να υπάρξει ισομερής κατανομή – διασπορά σε μια πόλη ώστε να μην είναι κάποιες γειτονιές «μαύρες» ή «λευκές»:
● Το 1970 αυτό το ποσοστό ήταν 93%. Πρακτικά υπήρχαν γκέτο δηλαδή.
● Το 2010 ο δείκτης ανομοιότητας είχε πέσει στο 70%, πράγμα που έδειχνε μια βελτίωση, αλλά ακόμη απείχε πολύ από την ενσωματωμένη κοινωνία που οραματίζονταν τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων πριν από 60 χρόνια.
Σύμφωνα με κοινωνιολόγους του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, ο διαχωρισμός ανάλογα με την τάξη, τόσο στη στέγαση όσο και στην εκπαίδευση, μεγάλωσε στο μεσοδιάστημα.
Οι υπολογισμοί του Πανεπιστημίου Columbia και της Mathematica Policy Research το 1970 έδειξαν ότι το 47% των Αφροαμερικανών ήταν φτωχοί. Το 2014 αυτό το ποσοστό είχε πέσει στο 27%, μια πράγματι σημαντική πτώση, αλλά ακόμη παραμένει τριπλάσιο από το ποσοστό φτώχειας των λευκών.
Παρατηρείται ότι όλο και περισσότερο οι φτωχοί είναι συγκεντρωμένοι στις ίδιες περιοχές. Από το 2000 ο αριθμός των φτωχών Αμερικανών που ζουν σε μέρη με υψηλή συγκέντρωση φτώχειας έχει ανέβει κατά 57%. Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται περιοχές όπου πάνω από το ένα πέμπτο ζει κάτω από το ομοσπονδιακό όριο της φτώχειας.
Τα μαύρα παιδιά ειδικότερα έχουν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες από τα λευκά να ζουν σε αυτές τις διαβρωτικές συνθήκες εξαθλίωσης.
Το συμπυκνωμένο μειονέκτημα «παράγει» πληθώρα συνεπειών. Οι κοινωνιολόγοι έχουν ολόκληρα βουνά από στοιχεία που συνδέουν τη ζωή σε τέτοιες γειτονιές με τα χειρότερα αποτελέσματα όσον αφορά την υγεία, την εκπαίδευση, το εισόδημα και την πιθανότητα φυλάκισης.
Το να ζει κάποιος σε γκετοποιημένες γειτονιές που μαστίζονται από φτώχεια και βία για ολόκληρες γενιές σημαίνει να βιώνει μια διαρκή έλλειψη ευκαιριών. Ακόμη μπορεί να διαβρώσει τη δημοκρατική συνοχή, αφού δημιουργούνται ξεχωριστές σφαίρες «φυλής» και «τάξης», μια για «εμάς» και μια για τους «άλλους».
Οι Αφροαμερικανοί αποτελούν τη φτωχότερη ομάδα στις ΗΠΑ, με τη φτωχότερη υγεία, την ελλιπέστερη πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη, τη χειρότερη στέγαση και τις πιο ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες. Παρατηρούνται υψηλά περιστατικά διαβήτη, άσθματος, υπέρτασης, καρκίνου και παχυσαρκίας, ενώ συχνά δεν έχουν την ενδεδειγμένη ιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή.
Πιο ευάλωτοι στον ιό
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι μαύροι Αμερικανοί χτυπήθηκαν χειρότερα από τον κορωνοϊό σε σχέση με τους λευκούς. Η αρρώστια τούς σκοτώνει συνεπικουρούμενη από την υποβαθμισμένη υγεία τους και τις κακές συνθήκες διαβίωσης. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι ο κορωνοϊός σκότωσε έναν στους 2.000 Αφροαμερικανούς, παρότι οι νότιες πολιτείες, στις οποίες ζουν πάνω από τους μισούς μαύρους, είχαν σχετικά λιγότερα κρούσματα.
Παρά ταύτα, όσοι μαύροι Αμερικανοί μολυνθούν από τον ιό είναι 2,4 φορές περισσότερο πιθανό να πεθάνουν σε σχέση με τους λευκούς και 2,2 φορές πιθανότερο σε σχέση με τους Λατίνους και τους Ασιάτες.
Ενδεικτικά στην Ουάσιγκτον οι μαύροι είναι λιγότεροι από το 47% του πληθυσμού, αλλά τους αναλογεί το 80% από τους συνολικούς θανάτους λόγω κορωνοϊού στην πόλη.
Δολοφονίες και φυλακίσεις
Οι Αφροαμερικανοί, επιπλέον, είναι τρεις φορές πιο πιθανό απ’ όσο για τους λευκούς να σκοτωθούν από την αστυνομία. Μάλιστα το να δολοφονηθούν από αστυνομικό αποτελεί σήμερα την έκτη κατά σειρά αιτία θανάτου για τους νέους μαύρους άνδρες. Επιπλέον οι Αφροαμερικανοί είναι πιθανότερο να καταδικαστούν σε φυλάκιση αλλά και να εκτίσουν μεγαλύτερη ποινή σε σχέση με τους λευκούς. Αν και αποτελούν το 13% του ενήλικου πληθυσμού, αποτελούν το 33% των φυλακισμένων συνολικά.
Κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η αστυνομία στις ΗΠΑ λειτουργεί με «συστημικό ρατσισμό». Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι αστυνομικοί είναι ρατσιστές ή βίαια άτομα. Σημαίνει ότι το σύστημα λειτουργεί με έναν τρόπο που είναι φυλετικά προκατειλημμένο, ανεξάρτητα από τα όποια μεμονωμένα ατομικά κίνητρα μεμονωμένων αστυνομικών.
Οι… διστακτικοί εισαγγελείς
Μία βασική παθογένεια όσον αφορά τη σωστή λειτουργία, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια στην απονομή δικαιοσύνης στην αμερικανική αστυνομία είναι το γεγονός ότι τα αστυνομικά σωματεία στη χώρα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την απόλυση ή ακόμα και την τιμωρία αστυνομικών. Η Τζέινι Χαρτό, πρώην αρχηγός της αστυνομίας στη Μινεάπολη, δήλωσε ότι τα σωματεία επανέφεραν αστυνομικούς που θα απολύονταν ως ακατάλληλοι για το σώμα.
Ακόμη και όταν πρόκειται για θανάτους πολιτών, ελάχιστοι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν συνέπειες. Οι εισαγγελείς είναι διστακτικοί να απαγγείλουν κατηγορίες κατά αστυνομικών. Για να πάνε μπροστά στην καριέρα τους οι εισαγγελείς χρειάζεται να πετύχουν καταδίκες. Και για να καταδικάσουν κάποιον έχουν ανάγκη την αστυνομία να καταθέσει. Πολύ απλά η αστυνομία δεν βοηθάει εισαγγελείς που «κυνηγάνε αστυνομικούς», σύμφωνα με τον «Economist».
Σπάνιες οι καταδίκες
Γενικά, πάντως, οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ σπανίως καταδικάζονται για τον φόνο κάποιου. Μεταξύ 2013 και 2019 συνολικά 7.663 άνθρωποι σκοτώθηκαν από αστυνομικούς στην Αμερική. Όλο αυτό το διάστημα οι αστυνομικοί που κατηγορήθηκαν για έγκλημα σε σχέση με φόνο ενός πολίτη είναι στο σύνολό τους 95. Από αυτούς 48 καταδικάστηκαν για κάποιο έγκλημα. Οι 23 αθωώθηκαν. Για 24 αποσύρθηκαν οι κατηγορίες ή η υπόθεση συνεχίζει να εκκρεμεί.
Πρακτικά η αστυνομία διαθέτει λειτουργική ασυλία ενάντια σε μηνύσεις πολιτών χάρη σε ένα δόγμα «ειδικής ασυλίας». Αυτό επιτρέπει σε αστυνομικούς να γλιτώνουν από μηνύσεις, αρκεί να μην έχουν παραβιάσει, όπως εξηγεί το ανώτατο δικαστήριο, «σαφώς καθιερωμένα θεσπισμένα ή συνταγματικά δικαιώματα».
Το πρόβλημα είναι ότι τα δικαστήρια ερμηνεύουν το «σαφώς καθιερωμένα» με πολύ… μπερδεμένη δημιουργικότητα. Σε μια περίπτωση δικαστήριο απέρριψε μήνυση κατά αστυνομικών που κατηγορούνταν ότι έκλεψαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε μετρητά και σπάνια νομίσματα ενώ εκτελούσαν ένταλμα έρευνας. Ο απίστευτος λόγος της αθώωσής τους από το δικαστήριο ήταν ότι «δεν υπήρχε σαφώς καθορισμένος νόμος που να υποστηρίζει ότι αστυνομικοί παραβιάζουν την τέταρτη ή τη δέκατη τέταρτη τροπολογία όταν κλέβουν περιουσία που κατασχέθηκε μετά από ένταλμα»…
«Δεν κοιτάζεις την κάμερα όταν σκοτώνεις, εκτός αν…»
Έρευνα της Νικόλ Γκονζάλες Βαν Κλιβ, κοινωνιολόγου του Πανεπιστημίου Brown, που μελετά τις σχέσεις εισαγγελέων – αστυνομίας, περιγράφει: «Μια περίπλοκη κουλτούρα, όπου η αστυνομία ουσιαστικά κατασκεύασε υποθέσεις για τους εισαγγελείς, οι οποίοι με τη σειρά τους αναμενόταν να καθυστερήσουν εισαγγελικές αποφάσεις για αστυνομικούς ως επαγγελματικό αντάλλαγμα».
Η ίδια κοινωνιολόγος επισημαίνει μια πολύ ενδεικτική λεπτομέρεια: Όσο ο αστυνομικός Σόβιν έπνιγε τον Τζορτζ Φλόιντ, «κοιτούσε διαρκώς μέσα στην κάμερα. Δεν έδειχνε ανήσυχος ή νευρικός ο Σόβιν. Ήξερε ότι τον βιντεοσκοπούσαν και τον παρακολουθούσαν. Δεν κάνεις κάτι τέτοιο, εκτός αν νιώθεις ότι οι εισαγγελείς δεν πρόκειται να σου απαγγείλουν κατηγορίες».
Υπό την τεράστια πίεση, βέβαια, οι εισαγγελείς απήγγειλαν κατηγορίες στον Σόβιν, αν και για πολλούς ήταν εξοργιστικά κι εξόφθαλμα ελαφρές: Αρχικά για φόνο τρίτου βαθμού και ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Μόνο μετά την κατακραυγή και τις διαδηλώσεις τού απαγγέλθηκε νέα κατηγορία για φόνο δευτέρου βαθμού.