Λία Μάγειρα “Οδοιπορικό στη Βόρεια Πίνδο – Βοβούσα, το Χωριό των Ξυλοκόπων”(10)
Λία Μάγειρα
Στη Βοβούσα στην Αβδέλλα,
αγαπούσα μια κοπέλα,
στην Αβδέλλα, στη Βοβούσα,
μια κοπέλα αγαπούσα.
Η Βοβούσα, (Μπαϊεάσα στα βλάχικα) χωριό υλοτόμων, βρίσκεται σε υψόμετρο 1000 μέτρων, στις όχθες του ποταμού Αώου. Το γεφύρι που ενώνει τους δύο μαχαλάδες της κατασκευάστηκε το 1748. Φαίνεται ότι χρωστά το όνομά της στη βοή του ποταμού Αώου που τη διασχίζει. Στο παρελθόν οι κάτοικοι του χωριού φημίζονταν για τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο έστηναν τα νεροπρίονα τους. Οι «πριονάδες» της Βωβούσας πριόνιζαν στα δάση της Κεντρικής Πίνδου, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν µετακινούνταν και σε άλλες περιοχές.
Τα νεροπρίονα, δε µεταφέρονταν, αλλά κατασκευάζονταν επί τόπου, στο ρεύμα του ποταμού, χρησιµοποιούνταν για ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα και µετά διαλύονταν. Το πιο απομακρυσμένο χωριό του Ανατολικού Ζαγορίου, ανήκει στο Βλαχοζάγορο, αφού κατοικείται κυρίως από βλάχους, οι οποίοι διατηρούν ακόμα κάποια έθιμα και χορούς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, όταν οι άνδρες δούλευαν στα νεροπρίονα στο δάσος, η επιστροφή στο σπίτι – κάθε 15 μέρες – οδηγούσε σε τρικούβερτο γλέντι κάποιες φορές. Οι κάτοικοι της Βοβούσας, θεωρούνται άριστοι χορευτές.
Το χαρακτηριστικό στους βλάχικους χορούς είναι ότι η θέση των συμμετεχόντων είναι καθορισμένη. Πρώτα οι γέροντες, μετά οι παντρεμένοι άντρες, κατόπιν οι ελεύθεροι και τα παιδιά. Η οικονομική ευμάρεια ή μη του καθενός, δεν παίζει κανένα ρόλο για τη θέση του στο χορό. Οι γυναίκες πίσω τους ακολουθούν σε δεύτερο γύρο, ανάλογα με τη χρονολογία του γάμου τους. Κατά τη διάρκεια του χορού έχουν το κεφάλι σκυφτό σε ένδειξη σεμνότητας. Από το χορό ξεκινούσαν τα προξενιά και γινόταν το νυφοδιάλεγμα.
Κάτω από τους ήχους του κλαρίνου, τα τραγούδια αναβίωναν την ξενιτιά, τα βάσανα και τους καημούς. Πέρασαν από στόμα σε στόμα, τραγουδήθηκαν σε χώρες ξένες σε στιγμές νοσταλγίας, απάλυναν την πίκρα της ξενιτιάς. Και καθώς το τραγουδούσαν πολλοί μαζί, ο πόνος μοιραζόταν….
Κίνησαν καραβάνια, τα Ζαγοριανά
κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά.
Μα ούτε γράμμα μου στέλνει, ούτε αντιλογιά
μου στέλνει ένα μαντήλι με δώδεκα φλουριά.
-Θέλεις παντρέψου κόρη μ’, θέλεις καλογριά
εγώ κόρη μ ’παντρεύτηκα μέσα στη Φραγκιά,
πήγα γυναίκα φράγκισα μάγισσα πεθερά
με μάγεψε και εμένα και δεν μπορώ να’ ρθώ
όταν κινάω να’ ρθω χιόνια και βροχές
όταν γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριές.
Σελώνω τ ΄άλογό μου, ξεσελώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.
Κείμενο – Φωτογραφίες: Λία Μάγειρα
Πηγές
ΗΠΕΙΡΟΣ ΖΑΓΟΡΙ έκδοση ΕΘΝΟΣ
ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ, έκδοση Explorer
BΛΑΧΟΙ, Πήγασος Εκδοτική
ΠΟΛΙΤΗ Ν.: «Δημοτικά τραγούδια». Εκδόσεις Γράμματα.
ΔΑΣΟΥΛΑΣ Φ. “Η εφαρµογή της υδροκίνησης στην ξυλουργική βιοτεχνία της Πίνδου. Το παρελθόν της βιοτεχνίας και µια πρόταση µουσειακής ανάδειξης.” Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
ΣΤΑΓΚΟΓΙΑΝΝΗ Χ. και ΚΑΖΑΝΑΣ Γ. “Τραγούδια – Χοροί
Η μουσικοχορευτική παράδοση της Βοβούσας (BAASA στα Βλάχικα)”. Βλάχοι.net