Γιώργης Έξαρχος “Γιαβρί μου”(διηγήματα). Γράφει ο Πάνος Νοτόπουλος
Αν λογοτέχνης στην αρχαϊκή σημασία του όρου είναι «ο μετά τέχνης κοσμών τον λόγον, ρήτωρ», κατά δε τον Νικήτα Ευγενειακό ή Μαρωνείας, πολυγραφότατο και επί ένα έτος (1178) Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης –με διάδοχό του τον ανυπέρβλητο -πολυμαθέστατο Ομηριστή Μητροπολίτη Ευστάθιο–, είναι ο με καλλιέπεια ρητορικός λόγος, τότε –μάλλον– ορθά ο καταγόμενος από την Μπίτολια ή Μοναστήρι της Πελαγονίας καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Πανταζίδης (1827-1900), στο σημαντικό άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία» (Εστία, Τόμος ΚΒ, 31 Αυγούστου 1886), επεσήμανε και πρότεινε τον όρο Λογοτεχνία αντί του «αλλόφυλλου» (sic) Litterature, διευκρινίζοντας:
«Η λέξις λογοτεχνία είνε παράγωγος εκ του λογοτέχνης, όπως η καλλιτεχνία εκ του καλλιτέχνης, και καθώς καλλιτέχνης είνε ο διά της ιδίας αυτού (καλής) τέχνης παράγων καλά τινα έργα, ούτως λογοτέχνης είναι ο διά της τέχνης (του λόγου) παράγων
καλά έργα. Η δε αναλογία των δύο ονομάτων δεν είνε μόνον γραμματική, αλλά και πραγματική, διότι πράγματι και ο λογοτέχνης ουδέν άλλο είνε ή καλλιτέχνης, πλην ότι ο μεν ως μέσον μεταχειρίζεται τον λόγον, ο δε άλλα τινά υλικώτερα, τους τόνους ο μουσικός, το φως και την σκιάν και τα χρώματα ο ζωγράφος, τον λίθον ή το μέταλλον ο γλύπτης κλ. (…) ούτω και ο λογοτέχνης περιλαμβάνει τον ποιητήν (επικόν, λυρικόν, δραματικόν), τον ιστορικόν, τον ρήτορα, τον μυθιστοριογράφον κ.λ.» (σ. 547).
Όλα τούτα μου ήρθαν στον νου, διαβάζοντας τα 12 Διηγήματα, της συλλογής «Γιαβρί μου», του Γιώργη Έξαρχου, ο οποίος αν και με μακρά θητεία στην λεγόμενη σήμερα «δημιουργική γραφή», με χρονική υστέρηση μάς έδωσε μία σπουδαία κατάθεση, ως αληθινός λογοτέχνης «διά της τέχνης (του λόγου) παράγων καλά έργα».
Αν το διήγημα είναι «λογοτεχνικό είδος σύντομης σε έκταση αφηγηματικής πεζογραφίας», ή με άλλα λόγια είναι ένα σύντομο μυθοπλαστικό κείμενο με αρχή, μέση και τέλος, μιλάμε βεβαίως για τη φόρμα ή το καλούπι της αφήγησης, ο συγγραφέας του «Γιαβρί μου» καταθέτει διηγήσεις έκτασης από μία σελίδα έως 25 σελίδες το μεγαλύτερο αφήγημά του.
Οι τίτλοι είναι με τη σειρά: Αιώνιο νέκταρ (είναι αναρτημένο σε διαδικτυακό ιστότοπο), Η γριά και ο μπούφος, Γαβριήλ Αγγέλου, Φύγε… να σωθείς, «Γιαβρί μου», Όσα λουλούδια στα βουνά, Ο Σαρκεσίνης, «Αυτός είναι», Μπαίνει η αρκούδα σε ασανσέρ; Η Φραγκότσικα, Η φωλιά της μπεκάτσας, Οδυσσεύα, Σουράτα-νjι. Το τελευταίο είναι γραμμένο με το ελληνικό αλφάβητο στην αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα, την οποία δεν γνωρίζω, οπότε το διάβασα «με φωνή» για να ακούσω τους ήχους και τη μελωδία της γλώσσας,… πείραμα που το συνιστώ για όσους είναι γλωσσομαθείς.
Όλα τα διηγήματα είναι αξιόλογα και η μυθοπλασία τους τα κάνει… πιστευτά, λες και είναι αληθινές ιστορίες που ορίζουν τον κοινωνικό χώρο και τον ιστορικό χρόνο της πατρίδας μας από την δεκαετία του 1940 μέχρι και σήμερα. Φαντάζουν συνολικά οι αφηγήσεις σαν κομμάτια πάζλ, που όταν τα βάλεις στην κανονική θέση τους, έχεις ένα διαχρονικό πανόραμα της επαρχιακής και αστικής Ελλάδας, χωρίς ωστόσο να αποτελούν ένα είδος αστικής ή αγροτικής ηθογραφίας.
Οι τίτλοι είναι δηλωτικοί απλών πραγμάτων ή καταστάσεων και παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές μα και στη σύγχρονη περίοδο, με λόγο λαγαρό και ανεπιτήδευτο – ακόμα και οι αθυρόστομες εκφράσεις δεν έχουν τίποτα το χυδαίο, όταν αποκαλύπτουν αλήθειες από τις οποίες προκύπτουν ενοχικά σύνδρομα. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις «ιστορίες» είναι σαν κι εμάς, μα φωτιζόμενα από τον συγγραφέα κατά τον τρόπο που φωτογράφιζαν οι παλαιοί καλλιτέχνες της ασπρόμαυρης φωτογραφίας τεχνίτες.
Αν μιλούσα με όρους μουσικούς, θα έλεγα ότι όλα τα διηγήματα είναι… μελωδίες και ρυθμοί που κρατούν το ποιητικό και μουσικό μέτρο των στίχων, αλλά από… κάτω, κρύβεται ένα μουσικό χαλί, αφαιρετικό και γοητευτικό, που σε πάει μακριά και σε οικεία βιωματικά μονοπάτια… Αυτά της πολιτικής και ιδεολογικής διάστασης όλων των τεκταινομένων.
Ο συγγραφέας δεν το κρύβει πως είναι οπαδός της αριστοτελικής σύλληψης και ερμηνείας των πραγμάτων, και τον προδίδει η αφιέρωσή του σε συνάδελφό του ακαδημαϊκό δάσκαλο, συνεπή αγωνιστή σε ιδέες και ιδανικά από τα χρόνια της επάρατης επταετίας.
Τα Διηγήματα τού «Γιαβρί μου», είμαι βέβαιος πως θα τα προσέξουν οι –κατ’ επάγγελμα– κριτικοί, διότι αποτελούν τοιχογραφία μιας Ελλάδας, όπου ξεδιπλώνεται το μικροπολιτικό αλισβερίσι που είναι κυρίαρχο στα πολιτικά πράγματα τόσες δεκαετίες, αποκαλύπτεται ο μόχθος και ο καημός των ανθρώπων της εργασίας, φανερώνεται η μέγγενη των πολιτικών επιλογών στην παιδεία και στον πολιτισμό, γίνονται αντιληπτές οι ηλικιακές, οι ταξικές και οι κοινωνικές διαστρωματώσεις των ανθρώπων και η… δράση τους, και όλα αυτά διανθίζονται με ποιητικό ή στιχουργικό λόγο, που επιδέχεται και άλλου είδους αναγνώσεις. Οι άψογες περιγραφές είναι συνεικόνες και ζωγραφιές που ζωντανεύουν μνήμες σε όλους μας, που ομορφαίνουν με χρώματα ουράνιου τόξου τις αναπολήσεις μας, που φέρνουν στην επιφάνεια βιωμένες πραγματικότητες, τις οποίες αρνούμαστε να αποδεχτούμε ότι τις ζήσαμε και ότι μας καθόρισαν ως πρόσωπα και ως οντότητες θείας προέλευσης.
Όσα προσπάθησαν με την παιδεία και την πολιτική να σβήσουν από τη συλλογική μας μνήμη, ο Γιώργης Έξαρχος, με την οικονομία του λόγου που τον διακρίνει σε όλα τα αφηγήματα, μας ωθεί στο να ιδούμε το παρελθόν από νεκρό χρόνο –όπως σχεδόν όλοι τον εκλαμβάνουμε– ως ένα κεφάλαιο δυναμικών προοπτικών, καταλύτη επίτευξης των στόχων, που οι εξορισμένες αξίες του πολιτισμού της νεωτερικής εποχής έχουν εξοστρακίσει, δηλαδή στόχων που εδράζονται στην ηθική και στη δικαιοσύνη, χωρίς υποχωρήσεις, συμβιβασμούς, χαμαιλεοντισμούς, όπως οι σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες επιτάσσουν, για το ατομικιστικό ‘τομάρι’ του καθενός μας και την εικονική μας ευμάρεια.
Αν κάναμε χρήση… ψυχολογικών προσεγγίσεων, θα υποστηρίζαμε πως τα Διηγήματα στο «Γιαβρί μου», αναδεικνύουν το αγαθό της συλλογικής μνήμης και της βιωματικής εμπειρίας, και τα δύο πανάρχαια κληροδοτήματα και παρακαταθήκη για τα παιδιά μας, οπότε, υπ’ αυτήν την έννοια, κανένα από τα αφηγήματα δεν αποτελεί «ανώφελον διήγησιν». Όλα συνθέτουν το υπέρτατο ηθικό χρέος μας προς τον μελλοντικό κόσμο, και θα πρέπει αυτό το χρέος να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, ή σαν παλιό γλυκόπιοτο κρασί στα ντεπόζιτα της ψυχής μας.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω την εύστοχη εικονογράφηση των διηγημάτων από την Σοφία Καλλέα, και το «σκίτσο» στο εξαιρετικό εξώφυλλο. Τα πάντα τείνουν στην ανάδειξη της ποιοτικής και ποιητικής γραφής του συγγραφέα, στον οποίο εύχομαι καλή συνέχεια στην δημιουργική γραφή του.
Να μου επιτραπεί μια τελευταία, ακαδημαϊκού χαρακτήρα επισήμανση: Μήπως πρέπει το Πανεπιστήμιό μας να εντάξει τον συγγραφέα στους κόλπους του ως ομότιμο καθηγητή, ώστε να τον έχουμε και πάλι κοντά μας ως συνάδελφο; Τι θα έλεγαν οι καλοί συνάδελφοι;…
Έξαρχος Γιώργης, «Γιαβρί μου» (Διηγήματα), Εικονογράφηση: Σοφία Καλέα, εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 167, σχήμα 21 x 14 cm.
ISBN: 978-960-454-228-4
Εκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΩΔΙΟΣ
Χρονολογία Έκδοσης: Ιούνιος 2020
Αριθμός σελίδων: 167
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΩΡΓΗ ΈΞΑΡΧΟΥ
O Γιώργης Έξαρχος γεννήθηκε στο Kαλοχώρι Λάρισας το 1952. Eίναι απόφοιτος του εξατάξιου Γυμνασίου Συκουρίου (1970), πτυχιούχος του Oικονομικού Tμήματος της AΣOEE (1975), διδάκτορας οικονομικών επιστημών της Academia de Studii Economice (ASE) Βουκουρεστίου (1980), συνταξιούχος καθηγητής Α.Ε.Ι. (του νυν Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος, 2013).
Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη δημιουργική γραφή από τα εφηβικά του χρόνια. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 1985 και έχει εκδώσει μέχρι σήμερα πάνω από πενήντα πέντε βιβλία (ποίηση, παραμύθια, παιδική λογοτεχνία, λαογραφία, εθνολογικές και ιστορικές μελέτες, ανθρωπολογικές έρευνες, οικονομικές πραγματείες, μεταφράσεις κ.ά.).
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Αγωνιστής, Ντέφι, Ρίγα, Tαξιδιώτες, Σχεδία, Ρομάντσο, Ιχνευτής, Διαβάζω, Στιγμές, Σχολιαστής, Φωτογράφος, Έψιλον, Λαϊκό Τραγούδι, Έρευνα, Οικονομική Επιθεώρηση, Τουριστικά Θέματα, Επτά Ημέρες κ.ά., επίσης με το Β΄, Γ΄ και Δ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ ΑΕ (1986-1991) ως παραγωγός εθνολογικών, οικολογικών, μουσικών και πολιτιστικών εκπομπών, καθώς και με τις αθηναϊκές εφημερίδες: Εξόρμηση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ελευθεροτυπία, Πρώτη, Καθημερινή, Αυγή, Ναυτεμπορική, Mακεδονία της Θεσσαλονίκης, Πανευβοϊκόν Βήμα Χαλκίδας, Ελευθερία Λάρισας, Ελευθερία Σερρών κ.ά., ως εξωτερικός συνεργάτης. Υπήρξε επιστημονικός υπεύθυνος και σεναριογράφος του ντοκιμαντέρ Ντούκα ’ν Κάλι – Καθ’ Oδόν (1987), παραγωγής του Yπουργείου Πολιτισμού, και σε κείμενό του βασίστηκε το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για τη ζωή του λαϊκού κλαριντζή Βάιου Μαλλιάρα (1989), ενώ το βιβλίο του Αδελφοί Μανάκια (Γαβριηλίδης 1991) αποτέλεσε το έναυσμα για τη διαμόρφωση του σεναρίου της βραβευμένης στο Φεστιβάλ Kαννών ταινίας Tο βλέμμα του Oδυσσέα, του σκηνοθέτη Θεόδωρου Aγγελόπουλου.
Έλαβε μέρος ως εισηγητής ή σύνεδρος σε πολλά επιστημονικά διεθνή και εθνικά συνέδρια εντός και εκτός Ελλάδας και υπήρξε μέλος επιστημονικών επιτροπών «ανωνύμων κριτών» επιστημονικών περιοδικών.
Διετέλεσε σύμβουλος ή συνεργάτης ή επιστημονικό προσωπικό της πολιτικής ηγεσίας των Yπουργείων: YBET (1982), YXOΠ (1982-1984), Bιομηχανίας (1986-1987), Γεωργίας (1995 -2000) και YΠEXΩΔE (2000-2003). Δίδαξε ως έκτακτος καθηγητής οικονομικών μαθημάτων στο TEI Xαλκίδας (1991-1994), ως επιστημονικός συνεργάτης στο Α-ΤΕΙ Κρήτης (2003-2006) και ως τακτικός επίκουρος καθηγητής στο AEI Σερρών (11/2006-11/2013).
Τουρκιστί κυκλοφορεί το μυθιστόρημά: Yorgis Eksarhos, S.E.L.A.N.A., Şimdiki Mücadelemiz Bütün Bunlar İçindir, Istos Yayin, Istanbul, 2013.
Σε μετάφραση και στίχους τραγουδιών του και σε σκηνοθεσία Ανδρομάχης Μοντζολή, τον χειμώνα του 2015-2016, στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη» (Αθήνα) παίχτηκε ο Πλούτος του Αριστοφάνη: Μουσικοθεατρική παράσταση για όλη την οικογένεια. Μουσική και τραγούδια: Δημήτρης Παπαδημητρίου. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2018 παίχτηκε στο Ηρώδειο – Αθήνα, το «Έρωτες και Θρήνοι Γυναικών», από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, σε μετάφρασή του και σε σκηνοθεσία Πάνου Αγγελόπουλου, με σπουδαίες ελληνίδες ηθοποιούς – ερμηνεύτριες και σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου.
- Από το 2008 κατοικοεδρεύει και ζει στη Θεσσαλονίκη.
- Ηλεκτρονική διεύθυνση: exarchos.geor.sta@gmail.com