{Χρονικό, Μάης, 2020} – Της Ζανέτ, πάλι – Δωμάτιο, 43
Σήμερα, μου τηλεφώνησαν, πάλι, από τη δουλειά, να ετοιμαζόμαστε, είπε το αφεντικό, έχει πελάτες που δεν φοβούνται πια. Την ώρα που μιλούσαμε, με έπιασε ο γνωστός βήχας. Να ανασάνω δεν μπορούσα.
«Ε, τι γίνεται με σένα; Τι βήχας είναι αυτός;»
Του είπα πως έχω και πυρετό, πως είμαι χάλια. Ψέματα ήταν. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, πήρα μια βαθιά ανάσα, ανέβηκα στη σκάλα, για να κατεβάσω τα καλοκαιρινά. Το Σαββατοκύριακο θα έκανε πολλή ζέστη, είπε στην τηλεόραση.
Το πρώτο καλοκαίρι στην Ελλάδα, είχα πάει με την ”ξαδέρφη” μου και έναν φίλο της στη Σκόπελο, ακόμα θυμάμαι πόσο όμορφα ήταν. Ήμουν ένα κορίτσι καθαρό, έτσι ένιωθα. Όταν είδα ένα δελφίνι , θυμάμαι, χτύπησα τα χέρια μου σαν παιδί.
Ένα μήνα μετά, αυτό το παιδί είχε πεθάνει. Ο φίλος της ξαδέρφης κι εκείνη μαζί, φρόντισαν γι αυτό, βάζοντάς με στη δουλειά.
Τι θέλω και τα θυμάμαι; Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε.
Τώρα τι κάνουμε; Τώρα που γνώρισα έναν άντρα, που με κοιτάζει όπως κοιτούσα εγώ την Αγία Paraschiva, στην εκκλησία, στο χωριό μου.
Πρώτη φορά κάποιος δεν μου ζητάει τίποτα και μου ζητάει πολλά. Χωρίς να πει κουβέντα, χωρίς να γνωρίζει κάτι από τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη. Που με συνοδεύει ως την πόρτα, που δεν ζητάει να ανέβει πάνω, που με κάνει και ονειρεύομαι τη ζωή εκτός της δουλειάς μου.
Τώρα τα πρωινά δεν κατεβαίνει, πηγαίνει στο Λύκειο, αλλά βρισκόμαστε απόγευμα, την ώρα που δύει ο ήλιος, περπατάμε στο κέντρο.
Οι δρόμοι γέμισαν ξανά, ο κόσμος περιμένει στην ουρά να ψωνίσει. Χτες όπως ανεβήκαμε την Αριστοτέλους, στρίψαμε αριστερά, βαδίσαμε την Τσιμισκή, μπήκαμε στα Λαδάδικα.
Tα μαγαζιά είναι ακόμα κλειστά, αλλά κάποια σερβίρουν καφέ στο χέρι. Κρατώντας το ποτήρι, μου έδειξε ένα μπαράκι. «Βάζει ωραία μουσική, όταν ανοίξει μπορούμε να ρθούμε, αν θέλεις.» Είπε ο Μιχάλης
«Ξέρεις την ιστορία των Λαδάδικων;» Έγνεψα, όχι.
«Ήταν παλιά, εβραϊκή συνοικία της Σαλονίκης, λάδι πουλούσαν, κυρίως, αλλά στα πάνω πατώματα, σε κάποια από τα κτίρια, υπήρχαν πορνεία, ξέρεις, οι έμποροι και οι περαστικοί συνδύαζαν τις δουλειές με την ευχαρίστηση»
Με έπιασε ένας οξύς βήχας, κόπηκε η ανάσα μου, φόρεσα τη μάσκα, αισθάνθηκα καλύτερα. Εκείνος τρόμαξε, έκαμε πίσω, κάλυψε με το χέρι το στόμα του.
Μετά, ξαφνικά, με πλησίασε, με αγκάλιασε, έχωσα το κεφάλι στο στήθος του. Ο βήχας κόπασε, η ανάσα βρήκε το ρυθμό της.
«Αλλεργικό είναι, έτσι την πιάνει και τη μάνα μου, τέτοια εποχή. Θέλεις αύριο να πάμε σε ένα γιατρό;»
«Θέλω να πάμε στην Καστοριά, στον θείο της μητέρας σου, μπορώ να τον βοηθάω, να καθαρίζω, να μαγειρεύω, έτσι κι αλλιώς με απέλυσαν από τη δουλειά. Θέλω να φύγω από τη Θεσσαλονίκη»
Με κοίταξε απογοητευμένος. «Δεν σου αρέσει εδώ; » Είπε μόνο
«Ναι, αλλά πρέπει να φύγω για λίγο καιρό, θέλω πολύ να φύγω»
Περπατήσαμε την Τσιμισκή, πιάσαμε την οδό Πολυτεχνείου, δεν μιλούσαμε καθόλου.
Εκεί, στην Πύλη Αξιού, στο ΙΚΑ κάποιοι άστεγοι κάθονταν στο πεζούλι.
Στη σκέψη πως, μια μέρα μπορεί να καταντήσω έτσι φρίκαρα. «Τι θα κάνω , Θεέ μου; Πώς την έκανα έτσι τη ζωή μου;»
«Εντάξει, μην ανησυχείς, το επόμενο Σαββατοκύριακο θα πάμε Καστοριά, 22, 23 του μήνα, κανόνισε να μην έχεις τίποτα να κάνεις, θα πάμε ταξιδάκι»
—————————-
Σημείωση Φαρέτρας: Οι πίνακες είναι της Φωτεινής Χαμιδιελή