Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός Συνεντευξεις

“Μανώλης Μαυροματάκης: Ένας σεμνός εργάτης του ελληνικού θεάτρου” – Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη             

“Είχαμε ξεχάσει ότι είμαστε θνητοί και η πανδημία μάς το θύμισε. Συμπεριφερόμασταν ως αθάνατοι.  Λοιπόν είναι ευκαιρία να ξανακάνουμε «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου»”

Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη   

  • Πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε και ποιες αναμνήσεις κουβαλάτε από την παιδική ηλικία και τα νεανικά χρόνια σας;

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1962, αλλά όταν ήμουν ενός έτους η οικογένειά μου μετακόμισε στο χωριό Οξύλιθος Κύμης Ευβοίας, όπου ο πατέρας μου υπηρέτησε ως Ενωμοτάρχης Χωροφυλακής. Στο δημοτικό σχολείο του χωριού έβγαλα την πρώτη τάξη του δημοτικού. Η μητέρα μου, που καταγόταν από ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας και είχε πάει σχολείο μέχρι την τετάρτη δημοτικού, με είχε ήδη μάθει να διαβάζω πριν πάω στο σχολείο. Μια μέρα, τριών-τεσσάρων χρονών πρέπει να ήμουν, με πήγαινε ο πατέρας μου στον γιατρό του χωριού για να μου κάνει μία ένεση, το ήξερα και φοβόμουν. Αυτός μου έλεγε αστεία και ξαφνικά αρχίσαμε να τρέχουμε. Μα ο διασκελισμός του ήταν τόσο μεγαλύτερος απ’ το δικό μου, που εγώ, καθώς εκείνος με κρατούσε από το χέρι, νόμιζα πως πέταγα.

Το 1969 ο πατέρας μου πήρε μετάθεση σ’ ένα χωριό της Σύρου, την Ποσειδωνία ή Ντελαγκράτσια. Εκεί μείναμε τρία χρόνια, τα ωραιότερα της παιδικής μου ηλικίας. Το χωριό είχε φοίνικες, ευκάλυπτους και πολλά όμορφα αρχοντικά, παραμυθένιο σκηνικό. Ποδόσφαιρο, παιχνίδια στη θάλασσα και ψάρεμα με τον πατέρα μου. Κι από κοντά κι εμείς τα παιδιά στα γλέντια των μεγάλων. Ο διαπεραστικός ήχος της γκάιντας που πρώτα τη φουσκώνανε και μετά έπαιζε μόνη της! Στη Ντελαγκράτσια τελείωσα και την τετάρτη δημοτικού. Στο μονοθέσιο σχολείο. Για όλο το σχολείο ένας δάσκαλος, σε μία αίθουσα και οι έξι τάξεις, 32 μαθητές συνολικά, 6 στην τάξη μου. Στα τρία χρόνια που έμεινα εκεί, άλλαξα τρεις δασκάλους. Είχαμε κι έναν κήπο στο σχολείο με ζαρζαβατικά, που τον φροντίζαμε οι μαθητές και τρώγανε κι οι δάσκαλοι …καλή τους ώρα όσοι ζουν!

Το 1972 ήρθαμε στην Αθήνα, στο Βύρωνα. Την πρώτη μέρα στο σχολείο, πέμπτη δημοτικού, τα έχασα. Δυο τμήματα η κάθε τάξη του σχολείου, σύνολο δώδεκα αίθουσες και 400 με 500 παιδιά στο προαύλιο, στην προσευχή! Ποτέ δεν είχα δει τόσο πολλά παιδιά, ούτε στη Μέκκα να ήμασταν. Τελειώνει η προσευχή και μπαίνουμε. Σε ποια αίθουσα έπρεπε να πάω; Μπερδεύτηκα και έβαλα τα κλάματα.

Είχαμε έρθει στην Αθήνα από το 1972, είχα τελειώσει το Βαρβάκειο και την πρώτη μέρα μου στο Πολυτεχνείο, Οκτώβρης του 1980, συνέβη κάτι παρόμοιο. Όχι δεν έβαλα τα κλάματα, απλώς είχα πάρει λάθος λεωφορείο, κι αντί για την Πολυτεχνειούπολη στου Ζωγράφου βρέθηκα στην Πανεπιστημιούπολη στα Ιλίσια. Τυχαίο; Ξέρω ’γω;

  • Σπουδάσατε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πολυτεχνείο και μετά αλλάξατε άρδην πορεία ασχολούμενος με το θέατρο. Πώς έγινε αυτό;

 Φταίει ένας συμφοιτητής και φίλος μου που ανήκε στο δυναμικό της Θεατρικής Ομάδας Κούλουρης (ΘΟΚ), στη Σαλαμίνα. Αυτός με έφερε σε επαφή μαζί τους κι έτσι κόλλησα το μικρόβιο. Μου πρότειναν να παίξω τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Ποντικοπαγίδα» της Κρίστι, έτσι από το πουθενά. Στο θέατρο, ως τότε, είχα πάει μόνο μια φορά με το σχολείο, στην «Οδύσσεια» του Ευαγγελάτου. Θυμάμαι ακόμα… Είχανε δυο κοντάρια που τα κούναγαν, κι αυτές ήταν οι συμπληγάδες πέτρες, κύριε ελέησον! Και για να παραστήσουνε τη θάλασσα κούναγαν δύο μπλε μακρόστενα πανιά. Αφαίρεση, ε; Τι ωραίος κόσμος, διαφορετικός!

Αλλά τα ξέχασα αμέσως όλα αυτά. Βαρβάκειο. Μαθήματα, βαθμοί και εξετάσεις. Και όλα αυτά σαν σκόνη σκέπασαν τα πάντα. Μέχρι το 1980 που μπήκα στο Πολυτεχνείο. Εκεί άλλαξε άρδην η κατάσταση. Ανεμελιά, διαβάσματα, παρέες, εκδρομές και ιδιαίτερα μαθήματα μαθηματικών και φυσικοχημείας. Ήθελα να βγάζω μόνος μου τα λεφτά που ξόδευα.  Ήρθε κι η Σαλαμίνα και το αεράκι της φύσηξε και έδιωξε τη σκόνη. Έπαιξα εκεί σε δυο ακόμα παραστάσεις της Ομάδας. Βλεπόμαστε ως τώρα, φίλοι μου.

  • Ποιοι ρόλοι και ποια έργα σας σημάδεψαν; Ποιους ρόλους επιθυμείτε να ερμηνεύσετε;

Χαίρομαι πάρα πολύ για τη γνωριμία μου με όλους. Με τον Κλοβ, τον Εστραγκόν, τον Μπερανζέ, τον Αγαμέμνονα, τον Κόλλια, τον Μιγκέλ, τον Βίσλερ, τον Καρίονα, τον Φέρη, τον Ζορμπά, τον Βόυτσεκ, τον Στάνλεϋ, τον Σμιτς, τον Κριστομπίτα, τον Μαρούφ,  τον Άντζελο, τον Αντωνάκη, τον Ζορζέτο, τον Στροβίλη και τους ρόλους στο Λιωμένο Βούτυρο, Δάφνις και Χλόη, Ήρα, The Man Who, στη Νικαράγουα, στη Λέσχη, στους Μιμίαμβους και στη Ριμάδα τη ζωή, τον ακροβάτη και τους αγγελιαφόρους στον Ορέστη και στον Ηρακλή, τον Τσεμπουτίκιν, τον τρελό, τον Μπουν, τον Τειρεσία, τον πατέρα στο Reality, τον Κρίστοφερ, τον Τίχιι, τον Αρτούρ Αρτούροβιτς, τον Μπατζαλέκα, τον Οντάν, το Σιμωνίδη και τον Οδυσσέα.

Αλλά και με τους κινηματογραφικούς μου ρόλους στον Εχθρό μου, στην Ουράνια, στον Καουμπόη, στη Γεννήτρια, στο Δημακόπουλο, στο Debtfulls στην Ελεύθερη Κατάδυση, και βεβαίως τον Κων/νο Κεδρινό των Μεταφραστών (Les Traducteurs), της Γαλλικής ταινίας που έπαιξα και η οποία προσεχώς -κορωνοϊού επιτρέποντος-  θα προβληθεί και στην Ελλάδα.

Κι άλλοι πολλοί… Από συνεργασίες μου με ποιητές, ορχήστρες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στη ΘΟΚ στη Σαλαμίνα. Όλοι κάτι είχαν από μένα.  Κι εκεί που τα κατάφερνα κι εκεί που αποτύγχανα. Κι εκεί που άρεσα, κι εκεί που δεν άρεσα.

Και ονειρεύομαι κι εγώ, όπως και όλοι οι ηθοποιοί, να παίξω κι άλλους ρόλους! Δεν θα πω ονόματα. Οι ρόλοι στο χαρτί, βεβαίως μεταφέρουν κάποιες σημασίες. Όμως είναι επάνω στη σκηνή που αυτές οι σημασίες δοκιμάζονται, δικαιώνονται ή ματαιώνονται. Και κάτι παραπέρα: Η σκηνή γεννάει νέες σημασίες. Γι’ αυτό δεν έχει σημασία ποιους ρόλους θα ήθελα να παίξω, αλλά το πώς θα τους ερμηνεύσω όταν έρθει η ώρα.                       

  • Ποιους ηθοποιούς θαυμάζετε; Αν δεν ήσασταν ο Μαυροματάκης, ποιος ηθοποιός θα θέλατε να είστε;

Μου αρέσει πολύ ο Ίαν Μακ Κέλλεν, αλλά νομίζω πως αν ήμουνα αυτός, μπορεί τα πράγματα για μένα να ήταν κάπως καλύτερα, αλλά για τον ίδιο είναι σίγουρο πως είναι καλύτερα που ο  Ίαν Μακ Κέλλεν είναι αυτός ο ίδιος και όχι κάποιος άλλος. Οπότε σκέφτομαι πως είναι πιο καλά να μείνει αυτός, αυτός που είναι και θα δω εγώ τι θα κάνω με ΄μένα. Μου αρέσει και ο Μαξ Φον Σίντοφ πάρα πολύ, και επειδή πέθανε πρόσφατα… Μήπως να γίνω αυτός;

  • Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα και ποιο το μεγαλύτερο ελάττωμά σας;

Βιάζομαι πολύ να φτάσω σε αποτέλεσμα, αλλά αυτό δεν είναι δα και το χειρότερο. Πού να σας λέω τώρα! Όσο για προτερήματα, πολλά! Μια το ένα, μια το άλλο, αλλά μέχρι να τα καταλάβω, χάνονται. Ξέρετε, εμένα με έμαθε η μάνα μου να μην κομπάζω, να μην κοκορεύομαι για τα καλά μου, τις επιτυχίες μου, τα προτερήματά μου. Είναι ελάττωμα λοιπόν για έναν άνθρωπο να αναφέρεται στα προτερήματά του. Είναι βεβαίως ίδιον της εποχής μας να αυτοδιαφημιζόμαστε για να πετύχουμε. Τι να πετύχουμε, ε; Πώς θα αποδειχτεί ο ένας πιο καλός από τον άλλον; Πώς θα φάει ο ένας τον άλλον, τελικά; Βασίζεται πολύ σ’ αυτό η κοινωνία μας. Να τη χαιρόμαστε…

  • Ποια ιστορική προσωπικότητα θαυμάζετε και γιατί;

Τον Ρήγα Φεραίο. Γιατί το μυαλό του χώρεσε όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Την εποχή που άρχισαν να σχηματίζονται τα εθνικά κράτη αυτός μίλησε για ομοσπονδία κρατών, για συνεργασία και αλληλεγγύη και για συμμαχία των μικρών και αδύναμων κρατών σε μία εποχή που κυριαρχούσαν οι συμμαχίες των Μεγάλων Δυνάμεων.

  • Μετράτε μια διαδρομή 30 χρόνων στο θέατρο. Παρά ταύτα γίνατε γνωστός στο ευρύ κοινό μετά από 20 χρόνια από τη διαφήμιση του «ομορφάντρα»(ο γιατρός της πείνας). Σας ενοχλεί αυτό; Πώς διαχειρίζεστε γενικά την αναγνωρισιμότητα;

Θαρρώ πως μαζί με τους υπόλοιπούς μου ρόλους, ναι, κι αυτόν τον αγαπώ πολύ. Όσο για την αναγνωρισιμότητα, έχει και τα καλά της, πέρα από τις δυσκολίες της. Είναι μέρος της δουλειάς μου. Τη διαχειρίζομαι δε κατά περίστασιν. Άλλοτε εκνευρίζομαι και άλλοτε μου αρέσει.

  • Με ποια κριτήρια κάνετε μια συνεργασία;

Το έργο, ο ρόλος, τα χρήματα, πόσο τους αγαπάω ή με αγαπούν οι συνεργάτες μου, πόσο με σέβονται και με εμπνέουν, όλα αυτά και άλλα τόσα είναι τα κριτήρια και βέβαια με διαφορετική σειρά κάθε φορά. Υπερισχύει όμως κάτι που δεν έχει όνομα, είναι μια αίσθηση και μια προσωπική μου σχέση με το χρόνο.

  • Σε τι συνίσταται μια καλή ερμηνεία;

Στην έλλειψη της βεβαιότητας γι’ αυτό που κάνεις. Και ως εκ τούτου και γι’ αυτό που είσαι. Ή της συνειδητοποίησης ότι αυτό που είσαι, δηλαδή αυτό που εσύ νομίζεις ότι είσαι είναι απολύτως αδιάφορο.
Εντάξει, απ’ αυτό θα αρχίσεις, αλλά πρέπει να ξέρεις πως ό,τι καλείσαι να κάνεις υπερβαίνει αυτό που είσαι.
Όταν νομίσεις πως το έχεις φτάσει, πέθανες.
Γιατί ποτέ δεν θα το φτάσεις. Είναι μια ήττα από τα αποδυτήρια, που λέμε.
Η συνειδητοποίηση αυτής της ήττας είναι το ζητούμενο.
Έχει να κάνει σίγουρα με τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας.
Ο δυτικός άνθρωπος έχει ξεκοπεί απ’ αυτό.

  • Ποια υποκριτική μεθοδολογία (π.χ. Στανισλάφσκι ή κάτι προσωπικό) χρησιμοποιείτε για να δουλέψετε έναν ρόλο;

Τη μέθοδο Μαυροματόφσκι… Οι μέθοδοι είναι μοντέλα που προσπαθούν να αναπαραστήσουν μια πραγματικότητα. Μέχρις ενός σημείου φτάνουν όμως. Ύστερα τι γίνεται; Η τέχνη όμως βρίσκεται εκεί, σ’ αυτό το ύστερα.  Παίδεμα, αμφισβήτηση, επαναλήψεις, αγωνία για να ανακαλύψεις κάτι, ίσως τη χαρά. Συνεχής διαπραγμάτευση με το ανικανοποίητο, χαρά με τις μικρές χαρές, τάισμα στη φαντασία, χαλινάρια στη φαντασία, τόλμη και ταυτοχρόνως σύνεση, να παραδίνεσαι στο ένστικτο, να ελέγχεις το ένστικτο, τίποτα δε θα σου χαρίσει βεβαιότητα… Τι μέθοδος μου λέτε; Είναι πιο πολύπλοκα τα πράγματα. Οι μέθοδοι είναι σαν τις ιδεολογίες. Μοντέλα, χρήσιμα, αλλά μόνο για την εκκίνηση. Όπως η μίζα του αυτοκινήτου. Μετά… Δουλειά, υπομονή και αποδοχή.

  • Ποια η σχέση σας με το τρίπτυχο «Θέατρο-Σινεμά-Τηλεόραση»;

Παλιά, αυτή ήταν η αξιολογική σειρά μου. Τώρα δεν ισχύει. Πουθενά δεν είναι ιδανικές οι συνθήκες. Είναι η δουλειά μου και τα τρία, είναι η τέχνη μου. Έχω επαγγελματική και καλλιτεχνική σχέση και με τα τρία και προσπαθώ να την υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα. Έχει μεγαλύτερη αξία να είσαι παρών και να προσπαθείς για μια καλύτερη καλλιτεχνική, ή επαγγελματική, ή ανθρώπινη, ή δεν ξέρω τι συνθήκη, εκεί όπου υπάρχει το σχετικό έλλειμμα, παρά να απουσιάζεις και να κριτικάρεις ή να ιδεολογικολογείς, ή να μεμψιμοιρείς.

  • Ποιος πρέπει να είναι ο κοινωνικός ρόλος του σύγχρονου θεάτρου;

Αυτός που ήταν από την αρχή, από την εποχή του αρχαίου δράματος. Πρακτική φιλοσοφία και ταυτόχρονα ψυχαγωγία. Αφορμή για αναστοχασμό αλλά και επαφή με το ωραίο. Η γέφυρα ανάμεσα στο πραγματικό και τη φαντασία.

Το Θέατρο, και η Τέχνη γενικότερα, μας εκπαιδεύει στο να αντιλαμβανόμαστε την ομορφιά και τις μεγάλες αξίες της ζωής. Μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο που ζούμε, μας βοηθάει πολύ αυτό στην προσπάθειά μας να επιστρέψουμε στα βασικά. Να αντιληφθούμε ότι εδώ κάτω είναι ωραία κι είναι κι άλλοι, πως δεν είμαστε οι μόνοι. Πως ζωή δεν είναι μόνο η δική μας η ζωή. Κατ’ αρχάς αυτό είναι ανακουφιστικό. Και κατά δεύτερον μας εφοδιάζει με το βασικό θετικό κίνητρο για να στηρίξουμε την οποιαδήποτε προσπάθειά μας για να διώξουμε τον ζόφο.

  • Πρόσφατα ολοκληρώσατε τις παραστάσεις του έργου «Τρεις αδερφές» στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Επιχειρήστε μια προβολή στο σήμερα των προβληματισμών που θέτει το έργο.

Νομίζω ότι στην παράσταση που κάναμε δώσαμε κάπως την ευκαιρία στους θεατές να ταξιδέψει η ψυχή τους. Δεν πήραμε τους προβληματισμούς του έργου να τους φέρουμε στο σήμερα. Απλώς διαπιστώσαμε, για μια φορά ακόμη, πως ισχύουν και στο σήμερα.

Η ψυχή μας δυστυχώς, δεν έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή που ζούσαμε μες στις σπηλιές.

  • Το 2019 γίνατε «διεθνής» μέσω της πρωταγωνιστικής συμμετοχής σας στη γαλλική ταινία του Ρουανσάρ «Οι μεταφραστές», η οποία θα προβληθεί σύντομα στους κινηματογράφους. Περιγράψτε μου το χρονικό αυτής της συνεργασίας και την τιμή που αισθανθήκατε. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην προσέγγιση του ρόλου (ως προς τη γλώσσα ή κάτι άλλο); Ποιες διαφορές έχει μια ξένη ευρωπαϊκή παραγωγή όσον αφορά την καλλιτεχνική αρτιότητα και τον επαγγελματισμό εν συγκρίσει με μια ελληνική;

Με βρήκαν από το γραφείο casting στο Παρίσι. Δεκέμβριος του 2016. Η ταινία «Ο Εχθρός μου» του Γ. Τσεμπερόπουλου είχε ήδη διακριθεί σ’ ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στο Παρίσι, οπότε υποθέτω πως με είχαν δει εκεί, διότι ζήτησαν το mail μου από την παραγωγό του «Ο Εχθρός μου», να μου στείλουν μια σκηνή. Τους την ετοίμασα, την έστειλα και μου απάντησαν ότι άρεσα πολύ στο σκηνοθέτη. Τον Απρίλιο του 2017 μου στέλνουν άλλη μια σκηνή, να τη μελετήσω και να πάω στο Παρίσι, για την τελική επιλογή. Γυρίσματα αρχίσαμε Γενάρη του 2017 κι έμεινα στο Παρίσι μέχρι και όλον τον Φλεβάρη. Μπορώ να σας πω πως, ακόμα και τώρα, δεν το πιστεύω ότι μου συνέβη όλο αυτό. Οι Γάλλοι κάνουνε τις ταινίες τους όπως κάνουμε κι εμείς τις δικές μας. Εντάξει έχουν πιο πολλά λεφτά, πιο προηγμένη τεχνογνωσία, και όλα αυτά. Όμως αυτό που εμένα πιο πολύ με εντυπωσίασε ήταν η ευγένεια και η γενναιοδωρία τους. Μου ανταπέδιδαν και το παραμικρό. Αφού κάποια στιγμή μου ήρθε η σκέψη ότι πίσω από το σκηνικό υπάρχουνε κρυμμένες κάμερες κι ότι  «Οι Μεταφραστές» είναι απλώς η πρόφαση για μια άλλη ταινία, σαν το «Truman Show» ας πούμε, που ασχολείται με τις αντιδράσεις κάποιου ανόητου στα κολακευτικά σχόλια των συνεργατών του…

  • Με αφορμή την επίκαιρη ταινία «Ο Εχθρός μου» στην οποία πρωταγωνιστήσατε και η οποία θίγει τα ιδεολογικά και ψυχολογικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου, πόσο εύκολο είναι να είμαστε φιλελεύθεροι καιυπεράνω όταν το κακό χτυπά τη δική μας πόρτα; Ο εχθρός τελικά είναι γύρω μας ή μέσα μας;

Και γύρω μας και μέσα μας. Και είναι το ίδιο δυνατοί και δύσκολοι αντίπαλοι. Αν τους υποτιμήσεις χάθηκες. Και δεν νικιούνται εφάπαξ. Ο αγώνας είναι συνεχής.

Η εποχή μας βέβαια μας σπρώχνει να πριμοδοτούμε τελικά ό,τι πιο ευτελές, κενόδοξο και εγωιστικό υπάρχει μέσα μας για να πετύχουμε, για να τα καταφέρουμε. Και μάλιστα μας λέει πως μπορούμε όλα να τα καταφέρουμε, αν θέλουμε. Ποια όλα; Πού τελειώνει αυτό το όλα; Πού είναι το όριό του; Μήπως είναι ο άλλος;

Γιατί η επόμενη κίνηση από την ανεξέλεγκτη υποταγή σ΄ αυτήν την «αξία» της εποχής μας, αυτό το  ψεύτικο «όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε», δε μπορεί να είναι διαφορετική από την εξόντωση του άλλου. Είναι όμως κοινωνία αυτή, ή ζούγκλα; Αφήστε που και οι ίδιοι εξοντώνουμε τους εαυτούς μας με τον τρόπο αυτό.

Δε μπορώ να ζήσω εγώ, αν δε μπορεί να ζει, με στοιχειώδη αξιοπρέπεια και ασφάλεια, κι ο πιο αδύνατος, ο γέρος, ο φτωχός, οι άρρωστοι, οι άνεργοι, τα παιδιά. Διότι δεν μπορώ να ζήσω μες στα πτώματα. Και διότι και εγώ θα γίνω αδύνατος μια μέρα. Η ζωή περνά και η ισχύς, η δύναμη, είναι μια μεταβλητή που φθίνει. Μόνο η αγάπη και η αλληλεγγύη μας οπλίζουν για να αντιμετωπίσουμε τον φόβο του θανάτου, τη φθορά.

  • Πώς βιώνετε τον εγκλεισμό στο σπίτι μαζί με την αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες και στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή λόγω του κορωνοϊού; Λέγεται ότι ο Σαίξπηρ έγραψε τον «Βασιλιά Ληρ» ενώ βρισκόταν σε καραντίνα λόγω της πανούκλας. Μπορεί αυτή η ζοφερή συγκυρία να αποτελέσει ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουμε τα ουσιώδη της ζωής, αξίες, συμπεριφορές και να γίνουμε πιο αλληλέγγυοι και λιγότερο ατομικιστές;

Ναι, στα διαλείμματα από τα χαρτιά υγείας και τα αντισηπτικά, τη διαδικτυακή μας φαντασίωση και την τρομοκρατία που μας επιβάλλουν οι πολιτικοί κι οι δημοσιογράφοι, ας κάνουμε κι αυτό. Ας προσπαθήσουμε να μείνει ζωντανό το σώμα μας, το πνεύμα μας και η ψυχή μας. Δύσκολο. Κάτι μπορεί να μείνει όμως. Είχαμε ξεχάσει ότι είμαστε θνητοί και η πανδημία μας το θύμισε. Συμπεριφερόμασταν ως αθάνατοι. Λοιπόν είναι ευκαιρία να ξανακάνουμε «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Πάντως είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα και όχι μόνο απ’ ευθείας λόγω του ιού, μα με αφορμή και πρόφαση την πανδημία. Αποφάσεις παίρνονται παρακάμπτοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες, τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα έχουν τεθεί ήδη υπό αμφισβήτηση, η Ευρωπαϊκή συνθήκη ψυχορραγεί. Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά γιατί νομίζω πως το μέλλον θα έχει εξελίξεις. Παγκοσμίως.

  • Υπάρχουν ήρωες σήμερα; Αν ναι, ποιοι είναι και γιατί;

Ήρωες είναι τώρα οι γιατροί και οι νοσηλευτές, και οι υπάλληλοι των super market, και όλοι αυτοί που κινδυνεύουν για να μην πεθάνουμε οι υπόλοιποι. Εθελοντισμός, ηρωισμός, ατομική ευθύνη… Το αφήγημα μιας εξουσίας που δουλεύει, ως και τώρα, για να μη χαθεί, προς χάριν του κοινού καλού, ούτε μισό ευρώ από τις τσέπες των πλουσίων.

  • Αν η ζωή ήταν ταινία ή θεατρικό έργο ποιον τίτλο θα της δίνατε;

La vita e bella (η ζωή είναι ωραία)…

———————————————————————-

Και ναι, η ζωή είναι ωραία… όπως ωραίοι είναι και οι άνθρωποι (δυστυχώς όχι πολλοί) που φροντίζουν από το μετερίζι τους με σεμνότητα, βαθιά αφοσίωση και μεγάλη μαστοριά ώστε η ζωή να είναι ωραία. Ο Μανώλης Μαυροματάκης μετουσιώνοντας τη μαγεία της θεατρικής τέχνης σε ευτοπία της ζωής -ιδίως εν μέσω δυστοπίας- είναι αναφανδόν ένας απ΄ αυτούς.

 Άρης Ορφανίδης

Φιλόλογος-Γλωσσολόγος

(Ευχαριστώ τον Μ. Μαυροματάκη για τη διάθεση φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο.)


Βιογραφικό σημείωμα Μ. Mαυροματάκη:

https://www.ntng.gr/Files/Internet/productions/_Contributors2/D01656v02.pdf

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ