Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός Συνεντευξεις

“Τάκης Χρυσικάκος: Ένας λαϊκός αριστοκράτης του ελληνικού θεάτρου” – Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη

«Δεν υπάρχει ανέφικτο, όταν όλα βασίζονται στο τρίπτυχο: Δουλειά, δουλειά, δουλειά…»

 Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη

Ο Τάκης Χρυσικάκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νίκαια, σε μια γειτονιά που μοσχοβολούσε από γιούλια και βιόλες, μπολιασμένη από την πολιτισμική μίξη Μικρασιατών και Μανιατών. Με τις μυρωδιές απ΄ τα  πολίτικα μπαχάρια και τα μανιάτικα λούπινα ανδρώθηκε στις αλάνες της Κοκκινιάς. Από νωρίς διασκέδαζε τη γειτονιά και οι γειτόνισσες κορδώνονταν πως βλέπανε τον θεατρίνο Τάκη να ξεπροβάλλει. Οι Μανιάτες γονείς του τον στήριξαν στο “ταξίδι” του στην υποκριτική. Βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος, με μια γοητευτική αυστηρότητα στην όψη και με μια ευγένεια στον χαρακτήρα που σπανίζει· μια ευγένεια που με έκανε να πιστεύω για χρόνια ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή. Η λαϊκή του καταγωγή σε συνδυασμό με μια ανεξήγητη αστική “αγγλικού τύπου” αβρότητα και καλλιέργεια τον καθιστά ακόμη πιο ενδιαφέροντα ως άνθρωπο και ηθοποιό.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2019 ο Όμιλος Φίλων Θεάτρου και Τεχνών Βέροιας τον κάλεσε να μιλήσει στη Βέροια για το θέατρο, την αισθητική και την θεατροποιημένη λογοτεχνική αφήγηση. Εκεί αλλά και στη διαδρομή από και προς Θεσσαλονίκη -προκειμένου να τον μεταφέρω- είχα τη χαρά να συνομιλήσω με έναν άνθρωπο ταγμένο ανιδιοτελώς στην τέχνη του. Όσα δεν πρόλαβε να κοινωνήσει μαζί μας στο θέατρο του Ομίλου στη Ραχιά, μου εκμυστηρεύεται ο Τάκης Χρυσικάκος παρακάτω σε μια τηλεφωνική συνέντευξη… από καρδιάς:

 Η υποκριτική και το θέατρο πότε μπήκαν στη ζωή σας;

Είχα μια συμμετοχή σε δύο ερασιτεχνικές παραστάσεις, όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Ήταν ερασιτεχνικό αλλά ουσιαστικά τότε άρχισε να μπαίνει στη ζωή μου, παρότι η γειτονιά με ενθάρρυνε ήδη από μικρό, μάλλον διαβλέποντας την κλίση μου. Είναι λίγο περίεργο και αντιφατικό, διότι εγώ ήθελα να γίνω καπετάνιος, να πάω στη σχολή εμποροπλοιάρχων, δεν πρόλαβα να δώσω εξετάσεις και για να μη χαθεί η χρονιά είπα στον πατέρα μου ο οποίος ήταν ένας απίστευτα ευγενικός άνθρωπος, ότι σκέφτομαι να δώσω σε μια δραματική σχολή και μου είπε να κάνω αυτό που επιθυμώ.

Έδωσα λοιπόν στη σχολή του Κουν μη γνωρίζοντας τίποτα περί «Θεάτρου Τέχνης» και εκεί αρχίζει να αλλάζει η ζωή μου άρδην. Δε θα έλεγα ότι ήταν τυχαίο, τυχαίο δε θεωρώ τίποτα. Στην αρχή ήταν δύσκολα. Είχα ελλείψεις γνωστικές έναντι των άλλων συμμαθητών μου, οι περισσότεροι εκ των οποίων πήγαιναν παράλληλα στο πανεπιστήμιο. Έπρεπε να αναπληρώσω αυτό το μειονέκτημα. Άρχισα να διαβάζω 16 ώρες τη μέρα. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί που διαβάζει καθότι πολύ μέτριος μαθητής. Είχα έντονη ζωή, παιδί της αλάνας γαρ, οπότε όταν μπήκα στη σχολή ξαφνικά ένιωσα ότι βρήκα το δρόμο μου. Επαληθεύθηκε αυτό που λένε ότι αν βρεις το δρόμο σου και τον αγαπήσεις τότε ξαφνικά φωτίζονται τα πάντα αυτόματα. Έχοντας κερδίσει έναν χρόνο στη σχολή, ζυμώθηκα σ’ αυτόν τον χώρο. Έμεινα 10 χρόνια, άρχισα να παίζω από την πρώτη χρονιά και στα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού. Συμμετείχα απ΄ το πρώτο κιόλας έτος στον χορό στους Όρνιθες και στους Πέρσες.

 Μετανιώσατε ποτέ γι΄ αυτή σας την επιλογή;

Για τ’ όνομα του Θεού. Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους. Έπαιξα στο «Θέατρο Τέχνης» από πρωτοετής σπουδαστής. Γυρνώντας απ’ τον στρατό ο Κουν αμέσως μου εμπιστεύτηκε πρωταγωνιστικούς ρόλους .Όταν έφυγα, πήγα στο λαϊκό πειραματικό θέατρο του Τριβιζά και έπαιξα επίσης πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο της Δευτέρας. Θα ήταν λοιπόν αχαριστία να έλεγα ότι έχω μετανιώσει. Το πιο ουσιαστικό όμως είναι ότι μετά από πολλά χρόνια, εννοώ τα τελευταία χρόνια, κάνοντας επιλογές οι οποίες είναι πάρα πολύ αυστηρές κατόρθωσα να επιβιώνω μέσα απ΄ αυτές . Είμαι πολύ χαρούμενος γι΄ αυτή μου την επιλογή και ευγνωμονώ την τύχη αλλά και τους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου για όλα αυτά.

 Τα τελευταία χρόνια έχετε στρέψει το ενδιαφέρον σας στη θεατροποιημένη αφήγηση λογοτεχνικών κειμένων. Τι σας έχει ωθήσει να ανεβάζετε τέτοιου είδους παραστάσεις; 

Υπάρχει ο θησαυρός της ελληνικής λογοτεχνίας που είναι παγκόσμιας κλάσης και πρέπει να τον αναδείξουμε μέσα απ΄ το θέατρο. Ξεκινώντας πριν πολλά χρόνια από το “Αμάρτημα της Μητρός μου”, διαπίστωσα ότι εάν είναι προσεγμένη η θεατροποιημένη αφήγηση και αν μπορείς να παρασύρεις τον κόσμο μέσα απ’ αυτήν, γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον και ζωντανό το κείμενο από το να του δείξεις τις εικόνες ερμηνεύοντας θεατρικά. Η λογοτεχνία έχει έναν πλούτο τεράστιο. Για ΄μένα ο Παπαδιαμάντης είναι ο Πατριάρχης της Λογοτεχνίας. Αυτές τις σακάτικες μέρες που ζούμε πρέπει να ακουστεί η φωνή του Καζαντζάκη, να πάρουμε λίγο κουράγιο, αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια και να βροντοφωνάξουμε ότι δεν είμαστε οι ξεφτίλες της Ευρώπης, αλλά ένας λαός με ιστορία, αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος που τα κάνω αυτά.

Είναι αρκετά χρόνια που ασχολούμαι με τη δραματοποίηση λογοτεχνικών κειμένων. Πέρα από τις αμιγώς θεατρικές δουλειές μου, θέλω να έχω πάντα και μια τέτοια δουλειά, με λογοτεχνικό κείμενο. Γιατί θεωρώ ότι οι τεράστιες αυτές αξίες του τόπου μας είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να ακούγονται. Ζούμε σε μια εποχή που ο κόσμος δεν πολυδιαβάζει. Έτσι λοιπόν αυτά τα κείμενα έχει την ευκαιρία ο κόσμος να τα ακούσει μέσα από μία παράσταση. Γιατί είναι καθαρά θεατρικά.

Είναι μία δουλειά την οποία κάνω παρά πολλά χρόνια με μια συγκεκριμένη φόρμα. Υποδύομαι τον συγγραφέα, ο οποίος αφηγείται στον κόσμο το έργο του, τα διηγήματά του, ερμηνεύοντας τους ήρωες μέσα στο έργο του. Σαν να μου λέγατε εσείς μια ιστορία δική σας. Είναι ακριβώς αυτό το πράγμα. Επειδή λοιπόν δεν έχει συγκεκριμένο σκηνικό, είναι πάντα αφηρημένο το σκηνικό, επειδή δεν έχει συγκεκριμένα πρόσωπα, δίνει την ευκαιρία στο θεατή να φτιάξει εικόνες ανάλογα με τα βιώματά του. Και συνήθως, αυτό που βλέπουμε και αυτό που λέει ο κόσμος, είναι ότι κάνει ένα υπέροχο ταξίδι μέσα από τα έργα και τα κείμενα αυτά.

Στον δε Παπαδιαμάντη συγκεκριμένα, επανέρχομαι ξανά και ξανά, γιατί θεωρώ ότι μέσα σ’ αυτή την κρίση που ζούμε πρέπει να ξανασκύψουμε και να ξανακοιτάξουμε τις μεγάλες αξίες αυτού του τόπου. Το πρόβλημα είναι πρόβλημα παιδείας στην Ελλάδα, είναι βέβαιο αυτό πια, είναι ολοφάνερο. Αυτή την εποχή λοιπόν νομίζω ότι είναι ό,τι καλύτερο να κοιτάμε αυτές τις μεγάλες αξίες. Σε όλα τα επίπεδα. Μουσική, ποίηση, λογοτεχνία, ζωγραφική. Αυτούς τους μεγάλους που έχουμε. Και να βαφτιστούμε πάλι μέσα απ’ αυτούς.

 Ποια είναι η σχέση σας με τα νέα παιδιά των δραματικών σχολών που έχετε διδάξει; Τι είναι αυτό που παροτρύνετε τους μαθητές σας να κάνουν, όσον αφορά το λειτούργημά σας και τι είναι αυτό για το οποίο τους λέτε «Σκεφθείτε το δυο φορές πριν το κάνετε, πριν πείτε ναι»;

Πολύ καλή, νομίζω. Έχω βγάλει πάρα πολλούς, απ’ τους σημερινούς ηθοποιούς που παίζουνε. Πιστεύω πολύ στα νέα παιδιά και έχουν περισσότερες ικανότητες από τους παλιούς ηθοποιούς. Είναι περισσότερο εξασκημένοι. Κάνουν περισσότερα πράγματα. Είναι πιο ολοκληρωμένοι, χορεύουν, τραγουδάνε. Παρ’ ότι η εποχή μας είναι περίεργη, τα νέα παιδιά θα βρουν το δρόμο τους και θα κάνουνε το θέατρο αυτό που είναι και πρέπει να είναι. Είμαι αισιόδοξος. Νομίζω ότι η καριέρα φτιάχνεται από τα όχι που λέμε και όχι από τα ναι. Εννοώ δηλαδή μέσα από τις αυστηρές επιλογές που κάνουμε. Βεβαίως η ανάγκη είναι πολλές φορές μια θηλιά που μας σφίγγει το λαιμό. Αλλά πιστεύω απόλυτα ότι τα παιδιά πρέπει να μην οδηγούνται σε εύκολους δρόμους και εύκολες λύσεις.

Για παράδειγμα, εγώ με τον Παπαδιαμάντη γιατί τα κάνω αυτά; Άμα βάλεις τον πήχη ψηλά, άμα βάλεις πολύ δύσκολα πράγματα, και χάλια να είσαι, κέρδος έχεις! Ενώ, το να αναπαράγεις τις ευκολίες σου είναι καλλιτεχνικός θάνατος. Επαναλαμβάνεσαι, επαναλαμβάνεσαι, βαριέσαι εσύ τον εαυτό σου και ο κόσμος εσένα. Ανεξάρτητα από το αν τη μανιέρα τη γνωρίζει ο κόσμος… δε σε εκτιμάει. Έτσι λοιπόν και για τα παιδιά, πιστεύω ότι πρέπει να ακολουθούν δρόμους πειραματικούς, αυτό τους λέω. Να ασκούνται, να μην πηγαίνουν στα καφέ, στα μπαρ και να παραπονιούνται και να κλαψουρίζουν ότι όλα γίνονται με κάποια σκοπιμότητα, ότι αυτός πέτυχε γι΄ αυτό το λόγο, αυτή πέτυχε γιατί έκανε το ένα ή το άλλο, αλλά να ασκούνται.

Δεν μπορείς να λέγεσαι ηθοποιός εάν δεν «προπονείσαι» κάθε μέρα. Δεν μπορείς να λέγεσαι πιανίστας, εάν δεν λιώνεις τα δάκτυλα σου στο παίξιμο κάθε μέρα. Γιατί ο ηθοποιός στο εξωτερικό, όταν δεν έχει να κάνει ταινία ή τηλεόραση, πάει σε ένα στούντιο να ασκηθεί, να κάνει μάθημα; Εδώ θεωρούμε – και είναι τεράστιο λάθος – ότι τελειώνοντας μια σχολή, έχουμε τελειώσει την εκπαίδευση! «Δεν χρειάζεται, έχω τελειώσει». Δεν είναι έτσι. Ο μηχανικός, όταν τελειώσει, πάει σε ένα γραφείο και δουλεύει. Ο ηθοποιός κάθεται σπίτι του τις περισσότερες φορές. Για μένα αρχή είναι αυτό που έλεγε ο δάσκαλος Κουν ότι τα συστατικά μιας πετυχημένης παράστασης και καριέρας είναι τρία: Δουλειά, δουλειά, δουλειά!

 Πώς αντιμετωπίζετε το ερασιτεχνικό θέατρο;

Είμαι λάτρης του ερασιτεχνικού θεάτρου, διότι μπορεί να πειραματιστεί χωρίς να προκαλεί ζημιές όπως το επαγγελματικό θέατρο που θεωρεί ότι εκπροσωπεί το ένα και μοναδικό. Είναι λάθος αυτό. Η τέχνη είναι πολλά μαζί. Δεν υπάρχουν αυθεντίες. Όποιος πιστεύει στη μονομέρεια υπηρετεί την εμμονή του και όχι το θεάτρο. Το ερασιτεχνικό μπορεί να χαρίσει πλούτο ψυχικό και κοινωνικό, να εξευγενίσει, να καλλιεργήσει, να βελτιώσει την καθημερινή συμπεριφορά, να ενώσει ανθρώπους, όσο είναι απαλλαγμένο από τον κυνισμό, την ανταγωνιστικότητα και τη ματαιοδοξία του επαγγελματικού θεάτρου.

 Ποιους θεωρείτε ανθρώπους – σταθμούς στην επαγγελματική σταδιοδρομία σας;

Θυμάμαι τον Κουν που μου δίδαξε ότι δεν υπάρχει το αδύνατο, το ανέφικτο και ότι όλα βασίζονται στο τρίπτυχο: Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Αυτό το ασπάζομαι και το ακολουθώ κατά γράμμα. Το πείσμα πήρα από εκείνον και την επιμονή στη δουλειά. Τον Λαζάνη, δάσκαλο μου στη σχολή, τον Αλέξη Σολωμό, τον Λεωνίδα Τριβιζά στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στου οποίου τη σχολή δίδαξα. Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα οι ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του, μεγάλο δώρο. Μου ΄λεγε ότι ο μεγάλος εχθρός του ταλέντου είναι το ταλέντο, διότι σε εγκλωβίζει. Πνευματικός μου μέντορας παραταύτα, που μου άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή, ήταν ο Μίνως Βολονάκης, ο μεγαλύτερος θεατράνθρωπος που γνώρισα.

Ταλέντο ή δουλειά;

To ταλέντο σε παγιδεύει σε μια ψευδαίσθηση υπεροχής που φέρνει έπαρση και αλαζονεία και που σε κάνει να επαναπαύεσαι και εντέλει να μένεις στάσιμος. Είναι σαν την ομορφιά. Η ομορφιά σε εγκλωβίζει στην εικόνα. Το ταλέντο σε εγκλωβίζει στην ευκολία του ταλέντου. Δεν πιστεύω στο ταλέντο αλλά στη δουλειά. Το 80% είναι δουλειά. Απόδειξη ότι ταλαντούχοι ηθοποιοί εγκλωβίστηκαν στην παγίδα του ταλέντου και δεν έκαναν αυτά που άξιζαν θεατρικά να κάνουν αναλωνόμενοι σε μια ευκολία. Στην ευκολία της μανιέρας ,του τι αρέσει στον κόσμο, τι τους “πάει” ή το χειρότερο: τι τους είναι εύκολο. Ό,τι κατακτιέται με σκληρή δουλειά είναι αυτό που μένει και προχωράει.

 Θέατρο – Τηλεόραση – Σινεμά. Ποια η σχέση σας με το καθένα;

Για τον ταγμένο ηθοποιό, το θέατρο είναι η προτεραιότητά του. Θέατρο χωρίς ηθοποιό δε γίνεται. Ηθοποιός χωρίς θέατρο επίσης. Εκεί ουσιαστικά αυτοπραγματώνεται και ολοκληρώνεται. Το θέατρο του σκηνοθέτη, όπου και για όσο αυτό ευδοκίμησε, δεν κατάφερε τίποτα παρά μόνο σε έναν κλειστό κύκλο ειδικών. Ο κινηματογράφος είναι υπόθεση του σκηνοθέτη, κυριαρχεί η εικόνα, ο ηθοποιός μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, όσο καλός κι αν είναι. Η τηλεόραση έχει το μειονέκτημα ότι γίνεται πρόχειρα, εξ΄ ανάγκης. Έχει μια εμπορική λογική. Έχει όμως τεράστια δύναμη επιρροής καθότι το κοινό έχει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση χωρίς κόστος.

Το θέατρο απαιτεί αφοσίωση. Στο θέατρο της Δευτέρας κάναμε πρόβες επί έναν μήνα τα λόγια και μια βδομάδα με τις κάμερες. Τώρα τη μια μέρα σου δίνουν τα λόγια και την επόμενη πας και παίζεις. Όλα γίνονται γρήγορα. Δουλειές του ποδαριού. Πώς να μην αναπαράγεις τις ευκολίες που έχεις, αφού δεν έχεις τον χρόνο να εμβαθύνεις στον ρόλο. Οι ευκολίες όμως είναι ο θάνατος του ηθοποιού. Δε δαιμονοποιώ την τηλεόραση αλλά υπάρχουν ελάχιστες ποιοτικές δουλειές. Στην κρατική τηλεόραση, ιδίως τη δεκαετία του 80΄, κάναμε λογοτεχνία. Είχαμε καλή πρώτη ύλη. Σήμερα οι ανεκδοτολογίες γίνονται σήριαλ.

Έχετε πάθει ποτέ “σεντόνι”;

Όχι, διότι δε μαθαίνω τα λόγια αλλά τα νοήματα, οπότε αν ξεχάσω μια λέξη την αντικαθιστώ, αφού έχω κατανοήσει το νόημα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να μένουμε πιστοί στα λόγια του συγγραφέα. Τουναντίον. Με την επανάληψη εμβαθύνω στο νόημα …στην εσωτερικότητα. Η κίνηση έρχεται μετά βοηθώντας την έκφραση και απόδοση του νοήματος. Δίνει υπόσταση στο τρίπτυχο ποιος είμαι, πού είμαι και τι θέλω να πετύχω.

 Η τέχνη είναι στρατευμένη;

Πάντα. Δε γίνεται διαφορετικά. Kαι οφείλει να είναι. Ειδικά όταν διατυμπανίζει ότι δεν είναι, τότε ακριβώς είναι ακόμη περισσότερο. Η άρνηση του ότι είναι στρατευμένη, κάτι εξυπηρετεί, κάτι υποκρύπτει και προφανώς δηλώνει το ακριβώς αντίθετο. Παίζει ρόλο όμως σε τι είναι στρατευμένη η τέχνη: H ποιότητα της κατεύθυνσης της στράτευσης και ο σκοπός που αυτή υπηρετεί. Αν είναι υψηλός ή όχι. Αν έχει ηθικό έρεισμα ή όχι. Αν εξυπηρετεί μια πολιτική εμμονή ή ιδεολογία ή ιδεοληψία ή αν υπηρετεί ένα υψηλό συλλογικό ιδανικό.

 Υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί στο σύγχρονο θέατρο;

Mε ενοχλεί η διαστρέβλωση των έργων και των ιδεών στο όνομα του μεταμοντερνισμού. Υπάρχει μια τάση δηθενιάς μεταμοντέρνου: Παρωχημένα πράγματα παρουσιάζονται ως απόψεις σύγχρονες αποπροσανατολίζοντας τους νέους.

«Βρες αυτό που αγαπάς και άφησε το να σε σκοτώσει» λέει ο Μπουκόφσκι. Συμφωνείτε;

Όχι. Aν παραδοθείς σε αυτό που αγαπάς άνευ όρων είσαι χαμένος, δεν το προάγεις, δεν το ζεις. Τα πράγματα που αγαπάμε δεν είναι για να μας σκοτώνουν αλλά για να μας δίνουν ζωή. Δεν πρέπει να αναλωνόμαστε σε έναν βερμπαλισμό εγωκεντρισμού. Ήρθαμε στη ζωή για να διδαχθούμε όχι για να αφανιστούμε.

 Ποιος ο κοινωνικός ρόλος του ηθοποιού;

Όπως έλεγε ο Μπρεχτ, είναι κοινωνικό “Gestus” η κοινωνική συμπεριφορά του ηθοποιού. Δείχνει την παρέμβαση και τη στάση του καλλιτέχνη στην κοινωνία. Αποτελεί πολιτική παρέμβαση. Τα έργα που επιλέγω κάθε φορά έχουν κοινωνική και πολιτική αφόρμηση. Έχουν συνάφεια με τα τεκταινόμενα. Αυτό είναι πάντα το μέλημα μου. Όταν έκανα Παπαδιαμάντη διανύαμε την εποχή του εύκολου χρήματος κατά την οποία τα λαμόγια έχαιραν σεβασμού, ενώ οι πραγματικά άξιοι ήταν στο περιθώριο ή και κυνηγημένοι. Μέσα στην οικονομική κρίση επέλεξα Καζαντζάκη, διότι έβλεπα ότι υπήρχε μεγάλη έλλειψη περηφάνιας και αξιοπρέπειας. Άνθρωποι τσακισμένοι οικονομικά, δαχτυλοδεικτούμενοι από τους ευρωπαίους συμμάχους ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Τότε αναζήτησα έναν συγγραφέα που θα μας έδινε μια ανάταση στην ταπείνωση που βιώναμε.

Ποιους ηθοποιούς θαυμάζετε; Ποιος είναι ο αγαπημένος σας;

Θαυμάζω αυτούς που δουλεύουν πολύ, που δεν εφησυχάζουν, που ανακαλύπτουν κάθε φορά κάτι καινούργιο επί σκηνής και δημιουργούν το αίσθημα της έκπληξης στο κοινό, που δεν είναι προβλέψιμοι. Άλλωστε αυτή είναι η πεμπτουσία της καλής ερμηνείας και της τέχνης εν γένει: Το ξάφνιασμα, το μη αναμενόμενο. Λατρεύω, λοιπόν, τους ηθοποιούς που με ξαφνιάζουν αλλά και εκείνους που έχουν μια αυθεντική, λαϊκή, πηγαία αίσθηση χιούμορ, όπως ο Αυλωνίτης ή ο Χατζηχρήστος. Αγαπημένος μου ηθοποιός είναι ο Ρόμπερτ Nτε Nίρο. Είναι αστείρευτος, μεταλλάσσεται από ρόλο σε ρόλο. Αυτό δείχνει ότι δεν επαναπαύεται, ασκείται συνεχώς.

Υπάρχει κίνδυνος ο Χρυσικάκος να γίνει ο ρόλος και ο ρόλος ο Χρυσικάκος;

Όταν είσαι νέος σε φοβίζει ο κίνδυνος της ταύτισης με τον ρόλο, ο φόβος ότι θα σε επηρεάσει στη ζωή σου, ότι θα τον κουβαλάς και στο σπίτι, στις συνήθειες σου. Εγκλωβίζεσαι σ΄ αυτόν τον φόβο. Με την εκπαίδευση και την εμπερία, προϊόντος του χρόνου, μαθαίνεις να βάζεις τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ρόλου και εαυτού και μπορείς να μεταπηδάς από τον έναν στον άλλον με ευκολία και χωρίς αυτόν τον κίνδυνο. Αυτό είναι το μεγαλείο της υποκριτικής: Tο να είμαι ο ρόλος για όσο κρατά η παράσταση και μετά να είμαι ο Τάκης είναι μια απόδειξη ότι δεν είναι ψύχωση η υποκριτική αλλά τέχνη υψηλή. Να μπορώ να ζω μια άλλη ζωή επί σκηνής και να επανέρχομαι συνειδητά στην πραγματικότητα βγαίνοντας από τον ρόλο. Ο ρόλος δεν είναι η ζωή, δεν έχει ζωή, του δίνεις εσύ ζωή, τον ενσαρκώνεις.

 Ποιοι οι κίνδυνοι της αναγνωρισιμότητας;

Η κοινωνία «κανακεύει» τον ηθοποιό, απ΄τη μια συγχωρεί εύκολα τα ελαττώματα του, τις παραξενιές του, αλλά απ΄ την άλλη τον εγκλωβίζει μέσα από την κολακεία του κοινού. Δε διαφέρουμε από τον τσαγκάρη ή τον γιατρό, δεν είμαστε κάτι ξεχωριστό. Απλώς το επάγγελμά μας έχει να κάνει με τη δημοσιότητα και η κακή διαχείριση της προκαλεί προβλήματα. Η κολακεία της αναγνωρισιμότητας κάνει τον ηθοποιό να νομίζει ότι είναι κάτι το ξεχωριστό και αυτό τον κάνει αλαζόνα, εγωκεντρικό, νάρκισσο αλλά και ευάλωτο όταν η δημοσιότητα εκλείψει.

Αν δε βρει αντιστάσεις ο ηθοποιός, αν δεν έχει παιδεία, εγκλωβίζεται στη ματαιοδοξία και την εγωπάθειά του και μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο, όπου επιλέγει έργα για να ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και να ταΐζει τον εγωκεντρισμό του και την έπαρσή του και όχι για να εξελίσσεται υποκριτικά και να καλλιεργείται πνευματικά. Αυτή είναι μια μεγάλη παγίδα που καταστρέφει τον ηθοποιό.

Πέσατε στην παγίδα του “lifestyle“;

Μια εποχή, όταν έφυγα από τον Κουν, μετά το «Ελληνικό Πειραματικό Θέατρο» και έκανα την πρώτη μου ταινία το 1978, που λεγόταν “Η υπόθεση Πόλκ”, με πήρε η Βουγιουκλάκη και με έκανε πρωταγωνιστή στην “Καμπίρια”. Το 1980 έγινα γνωστός από τα σήριαλ. Τότε ένιωσα ότι υπήρχε ένα μάτι που με ακολουθούσε. Για λίγο μπήκα σ’ αυτήν τη νοοτροπία, η οποία σου επιβάλλει μια πολύ συγκεκριμένη συμπεριφορά.

Επειδή αυτή ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και νοοτροπία της εποχής, άρχισα να μετράω σε πόσα περιοδικά μπήκε η φωτογραφία μου!(γελάει) Βέβαια, ευτυχώς, αυτό κράτησε λίγο, ούτε καν έναν χρόνο. Αμέσως μετά έκανα με τον Αλέξη Σολωμό “Το μπαλκόνι του Ζενέ”. Kαι τότε κατάλαβα. Όταν έχεις μεγαλώσει στο Θέατρο Τέχνης και μετά στο Λαϊκό Πειραματικό του Τριβιζά δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είχα αντιστάσεις… δεν μπορούσα να παρασυρθώ εύκολα στον χορό της ματαιοδοξίας. Η παιδεία μου και η θητεία μου κοντά σε ιερά τέρατα του θεάτρου που μου δίδαξαν ταπεινότητα δεν μου επέτρεψε κατά βάση να ΄΄καβαλήσω το καλάμι΄΄. Τώρα πια δεν βλέπω τι συμβαίνει γύρω μου. Μου λένε οι φίλοι μου «σε κοιτούν» αλλά εγώ δεν κοιτώ πια. Νιώθω πως θα χάσω τη φυσική μου συμπεριφορά, πως θα είμαι ένας ψεύτης.

 Πείτε μου ένα ελάττωμα και ένα προτέρημά σας;

Είμαι απόλυτα συναισθηματικός, συγκινούμαι εύκολα. Ο πόνος των άλλων με γονατίζει, νιώθω την καλοσύνη μέσα μου και αγαπώ πολύ τους ανθρώπους. Στον αντίποδα, είμαι εγωιστής αλλά δεν μπορεί ο καλλιτέχνης να μην είναι. Θα ήθελα να είμαι πιο ταπεινός. Επίσης, ένα άλλο μεγάλο μου ελάττωμα είναι ότι είμαι πολύ παθιασμένος σε μερικά θέματα. Καλό το πάθος αλλά στην πορεία της ζωής το μυαλό και η καρδιά οφείλουν να ισορροπούν. Ακόμα απογοητεύομαι εύκολα και έτσι απομονώνομαι εύκολα. Ενώ είμαι κοινωνικός, είμαι γεμάτος αντιθέσεις.

Τι σημαίνει «ευθύνη» για εσάς;

Η καταναλωτική μας εποχή κατάφερε πολλοί άνθρωποι να γίνουν «ο εαυτούλης μας». Δυστυχώς, δεν έχουμε αντιληφθεί τι σημαίνει κοινωνία. Κοινωνώ σημαίνει έχω ευθύνη, για το τι συμβαίνει γύρω μου, στο μέτρο φυσικά που μου αναλογεί και στο μέτρο που μπορώ, ως άνθρωπος με αδυναμίες, να στέκομαι όρθιος, να μην το βάζω στα πόδια όχι μόνο σε ό,τι αφορά εμένα αλλά και τους δίπλα μου.

Τι είναι το θέατρο για τον Τάκη Χρυσικάκο; Τι του προσφέρει;

Αλήθεια μου προσφέρει.Δεν κάνω θέατρο για βιοπορισμό ή για προβολή ή λόγω ματαιοδοξίας. Είναι όλη μου η ύπαρξη. Αν με βγάλεις απ΄ το θέατρο θα σβήσω. Αν θες να με γνωρίσεις πρέπει να με δεις να παίζω. Εκεί δεν μπορώ να κρυφτώ. Είμαι 100% εγώ με τα προτερήματα μου, τα ελαττώματα  μου, τις πληγές μου. Στη ζωή ξέρω να καμουφλάρομαι, επί σκηνής όχι.

 Γιατί επιλέξατε αυτήν την εποχή το έργο του Χαριτόπουλου «Σχέσεις πόθου-πάθους-πόνου»;

Κατακλύζει την εποχή μας η παντελής έλλειψη ερωτικής επικοινωνίας. Διανύουμε μια εποχή απέραντης μοναξιάς, ψυχικού πόνου. Όλα είναι εφήμερα, επίπλαστα και εικονικά. Η τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υποτίθεται μας έφεραν πιο κοντά μας έχουν αποξενώσει, δημιουργώντας εικονικούς χαρακτήρες που είναι ικανοί για τα πάντα από την ασφάλεια της απόστασης αλλά για τίποτα εκ του σύνεγγυς. Τολμάμε να πούμε τα πάντα από μακριά στο βόλεμα της απόστασης και ιδρώνουμε στην ιδέα κάτι απ΄ αυτά να τα κάνουμε πράξη από κοντά. Οι νέοι δε φλερτάρουν, φοβούνται. Διανύουμε μια αντιερωτική εποχή. Γύρω απ΄αυτά τα θέματα θέλει να μας αφυπνίσει το έργο.

Αν η ζωή ήταν ταινία ή θεατρικό έργο ποιον τίτλο θα της δίνατε;

«Η ζωή δεν τελειώνει ποτέ». Μπορεί να αρχίσει και με την τελευταία πνοή, όπως λέει ο Μπρεχτ. Αυτό είναι το μέγα νόημα. Μπορεί να χάσουμε έρωτες, αγαπημένα πρόσωπα είτε βιολογικά είτε να μας απαρνηθούν κι εμείς συνεχίζουμε να αγαπάμε και να ερωτευόμαστε. Αυτό είναι το κέρδος της ζωής και το δίδαγμα της. Αξία έχει να μην παραιτούμαστε, να δρούμε, να έχουμε διάθεση για ζωή και δημιουργία, να έχουμε δύναμη και αισιοδοξία.

Άρης Ορφανίδης
Φιλόλογος – Γλωσσολόγος

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας