Σούλης Λιάκος “Με δυο πούπουλα στην πλάτη” – Επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας
Ένα από τα πιο δροσερά, ευφυή, αυθόρμητα και χαρισματικά κείμενα που έχουν γραφεί για τη ματιά της παιδικής ηλικίας, που ταυτόχρονα αντανακλά και την περιρέουσα ατμόσφαιρα της Βέροιας του ’60, είναι το βιβλίο του Σούλη Λιάκου «Με δυο πούπουλα στην πλάτη», εκδόσεις «Ζεύξις».
Ο Σούλης Λιάκος, συνθέτης – ή τραγουδοποιός όπως δηλώνει ο ίδιος – ποιητής και… κατά συνθήκην φαρμακοποιός στην πόλη της Βέροιας, στο συγκεκριμένο βιβλίο του, που εκδόθηκε πριν από χρόνια, συνοδεύει τα ιδιαίτερα κείμενά του και με ένα δικό του cd – στίχοι και μουσική – υποστηρίζοντας και μελωδικά τις σκέψεις και τα συναισθήματα εκείνης της ηλικίας, που αποτέλεσε τη δεξαμενή της έμπνευσης για τη διαμόρφωση όλης της κατοπινής πορείας του στη ζωή.
Το βιβλίο το αφιερώνει στους γονείς του.
Η Φαρέτρα δημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που αναδίδουν την ανεπιτήδευτη και δροσερή γραφή του.
Η θλίψη η δική μου
Αυτός ο Καζαντζίδης έκανε μεγάλη ζημιά στο σπίτι μας!
Από τότε που ο πατέρας μου έφερε ένα ραδιόφωνο SABA στο σπίτι, σταματημό δεν είχε. Είχαμε αναλάβει κατά αποκλειστικότητα την ψυχαγωγία της γειτονιάς.
Τα απογεύματα, από την Άνοιξη μέχρι και το Φθινόπωρο, το ραδιόφωνό μας έπαιζε στο φουλ! Ο πατέρας μου είχε καρφώσει μια εταζέρα στον τοίχο ψηλά, όπου έβαλε το ράδιο. Η μάνα μου το στόλισε με ένα σεμεδάκι, με τη γωνία προς τα κάτω, για να σκεπάζει το μεγάφωνο. Όταν έπαιζε, σήκωνε το σεμεδάκι και σκέπαζε μ’ αυτό ένα γουρουνάκι-κουμπαρά. Σ’ αυτό το γουρουνάκι, όταν έβαζες ένα κέρμα, σηκώνονταν το καπελάκι του, σαν «Ευχαριστώ». […]
Τα απογεύματα, λοιπόν, η μάνα μου άνοιγε τα παράθυρα και δυνάμωνε την ένταση, για να ακούγεται στη γειτονιά, να ακούγεται μέχρι το πεζούλι απέναντι από το σπίτι μας, όπου μαζεύονταν οι γειτόνισσες.
Ξεχύνονταν από το παράθυρο κάτι εξωτικά ονόματα: Ζιγκουάλα, Μαχαρανί, Αζίζα, Μαντουβάλα, Σεράχ. Διασκέδαζα με κάποιες τουρκόφωνες γιαγιάδες. «Αζαντζίδης είναι! Αζαντζίδης με …Μαρμελάδα!…», «Με Μα-ρι-νέ-λα», τις διόρθωνε η μάνα μου, «Μαρινέλα»!
Έβλεπα, λοιπόν, να ξετυλίγονται κάτι πελώρια «…Αααααχ…» και «…μουουου…» από το ανοιχτό παράθυρο, να κάνουνε μια γύρα μέχρι του Τόλη, στης κυρά Ελισσώς, κυκλώνανε τα σπίτια μέχρι του Μυτιλέκα, μετά στης κυρίας Ρεβέκκας, και ξανά πίσω, μέσω του κυρίου Φουκαλά, στην αυλή μας.
Μ’ αυτό το «Αχ!» του …Αζαντζίδη μεγάλωσα. Έστεκε εκεί ψηλά σαν το άγιο δισκοπότηρο, σαν τα άγια των αγίων και με κατάνυξη άνοιγε οτιδήποτε εμπόδιζε να φτάσει μέχρι τον προορισμό του: στην ψυχή μου. […]
“Αμάν πια αυτή η μιζέρια, η κλάψα”. Έσκαγα. Γερμανία, Αυστραλία, μετανάστευση, ξενιτιά. “Καλά”, αναρωτιόμουν, “γιατί στην Κατοχή, από τα τόσα τραγούδια που μου τραγουδούσε ο πατέρας μου δεν είχε ούτε ένα αυτήν την κλάψα, αυτούς τους λυγμούς;” Γιατί νόμιζα πως ήταν πιο περήφανα;
Ήταν ο Τσιτσάνης όμως που με τσάκιζε τα κόκαλα, ήταν ένα αεράκι που μου έφερνε τη μυρωδιά από το σκονισμένο με σοβάδες παντελόνι του πατέρα μου, όταν γυρνούσε κάθε Σάββατο από την Μελίκη, όπου δούλευε χτίστης. Ήταν το παράπονο της μελωδίας “Σαν απόκληρος γυρίζω, όταν έβλεπα τη φωτογραφία του στον Γράμμο. […]
Μεγάλωσα με μαντήλια σφιχτά ως το μέτωπο, με νέες να γερνούν μέσα στο πένθος, μέσα στο μαύρο. Έμαθα πως δεν ξεριζώνεις τη θλίψη παρά μόνο την προσκαλείς σ’ ένα πιο χαρούμενο δωμάτιο με φως, με χρώματα, με μουσικές, με ζίλιες και βιολιά.Έμαθα κάτι πολύ απλό: την θλίψη κέρασέ την! Μην της πας κόντρα! […]
Ο νούτσικος
[…] Ήθελα να γίνω χτίστης. «Τι θα γίνεις, Λιάκο, όταν μεγαλώσεις;» «Χτίστης, σαν τον πατέρα μου» απαντούσα, ή, «οικοδόμος». Μου άρεσε περισσότερο το “οικοδόμος”.
Θαύμαζα τους εργάτες. Γυμνοί από τη μέση και πάνω με το ηλιοκαμένο δέρμα και το μυώδες σώμα τους. Κοίταζα τα μπράτσα τους, όταν σήκωναν τον τενεκέ με το τσιμέντο στον ώμο τους, πώς φούσκωναν οι μύες τους, πώς έπνιγαν περήφανα τον μορφασμό του πόνου, όταν προσγειωνόταν όλο αυτό το βάρος με δύναμη πάνω στους πληγωμένους ώμους τους, τους οποίους, για να ελαφρύνουν τον πόνο, έδεναν σταυρωτά με κομμάτια από λινάτσα.
Ο Μίμης και ο Αλέκος.
«Έλα, πουτσούλα άντρα», φώναζαν ο ένας στον άλλον. Άρπαζαν τον τενεκέ τους και σχεδόν τρέχοντας ανέβαιναν τη σκαλωσιά, για να το ξεφορτώσουν στην πλάκα γρήγορα, προτού πήξει.
Ήταν κι ο Καζαντζίδης, που επικύρωνε αυτήν την «επαγγελματική» επιλογή μου, αφού στα τραγούδια του μόνο για εργάτες τραγουδούσε και για τους οικοδόμους με τα ηλιοκαμένα δέρματα. Πουθενά για γιατρούς, δικηγόρους και φαρμακοποιούς! […]
Το σχολείο ήταν κάτι που με ξερίζωνε από έναν τόπο και με έστελνε, σαν πρόσφυγα, σε άλλον. Ήταν το τέλος της αθωότητας και η πνευματική αποκόλληση από τον λώρο της μάνας που συνεχίστηκε για χρόνια μετά την γέννησή μου. Ήταν η εξορία από τον παράδεισο και η είσοδος και η συμμόρφωση σε μια διδασκαλία για απαγορευμένους καρπούς, για τα μη, τα ναι και τα όχι που θα συναντούσα από εδώ και πέρα στη ζωή μου.
Επιχείρησα πολλές αποστολές και εξόδους, αργότερα, προς εκείνη την εξορισμένη ζώνη της αθωότητας, της αφέλειας και της παιδικότητας. […]
Έρωτες
[…] Διάβαζα “Μικρό ήρωα”, “Μικρό σερίφη” και “Μικρό κάου-μπόι”.
“Ρε συ!” μου λέει κάποια μέρα ο ξάδερφός μου ο Τάκης, που κάπνιζε από τα οχτώ του και ήταν μπασμένος στην πιάτσα. “Ρε συ, ακόμα ‘Μικρό σερίφη’ διαβάζεις;” μου είπε με ένα ειρωνικό ύφος, κουνώντας το κεφάλι του. “Ε! και τι να κάνω;” του απάντησα λίγο ενοχλημένος. “Ρε, βρες καμιά φιλενάδα, βρες καμιά γκομενίτσα! Τι κάθεσαι; Άκου, ‘Μικρό σερίφη’ ακόμα!…” Αισθάνθηκα σαν ηλίθιος.
Πήγαινα τρίτη Γυμνασίου. “Και πώς βγάζουν γκόμενα;”αναρωτιόμουν, “τι κάνουν;” Ντροπή να ρωτάω, έπρεπε να το ξέρω. Θα με παίρνανε στο ψιλό. Ρωτούσα δισταχτικά τα μεγάλα μου ξαδέρφια, να μάθω τους τρόπους που μιλάνε σε ένα κορίτσι. Όμως τίποτα! Αποτυχία!
Γιατί η ερωτοτροπία για μένα ήτανε να διασταυρώνω μαζί τους το βλέμμα μου, μήπως και αποσπάσω έστω και μια υποψία χαμόγελου. Μήπως αισθανθώ στο πρόσωπό τους την αμηχανία τους από το βλέμμα μου. Αυτό. Ήταν όμως ικανό αυτό να μου φέρει τέτοια ένταση, τέτοιο χτυποκάρδι, που έπαιρνα εκείνο το βλέμμα μαζί το βράδυ στον ύπνο μου και νανουριζόμουν μέχρι την άλλη μέρα, όταν θα ξανασυναντιόμασταν μαζί στο σχολείο.
Είχα αποφασίσει να μάθω κιθάρα! Τι να ‘κανα; Είχα αποφασίσει να τις κάνω να με προσέξουνε. Θα αναδείκνυα την άλλη μου πλευρά, την τρυφερή, την ευαίσθητη, ίσως και πλησιάζανε αυτές εμένα, αφού δεν είχα το θάρρος να πάω εγώ σ’ αυτές. […]
Κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και μέσα από τα ακόρντα της κιθάρας έμπαινα σε μυστικούς λαβύρινθους, σε παλάτια εγκατελειμμένα από χιλιάδες χρόνια. Ήμουν ένας πρίγκιπας που κληρονομούσα ένα βασίλειο και μετρούσα με αυτό το μαγικό όργανο την επικράτειά μου. Άλλοτε την βροντούσα κι άλλοτε την χάιδευα. Την αγκάλιαζα, την έσφιγγα στο σώμα μου, σαν το κοριτσίστικε κορμί που τόσο λαχταρούσα να νιώσω επάνω μου. Άρχισα να κάνω φίλους που παίζανε μουσική, βρήκα την άκρη μου. Με καλούσαν σε πάρτυ, στα οποία εγώ έβγαινα προς το τέλος με την κιθάρα μου, περήφανος που έβαζα στο στόμα μου τα λόγια και τη μουσική από το “Φορτηγό” του Σαββόπουλου.
Μέσα από τα λόγια και τη μουσική των άλλων βρήκα τα δικά μου λόγια. […]
…………………………………………..
Επιμέλεια: Δήμητρα Σμυρνή
(Το “Γκιουνέ” είναι ένα από τα τραγούδια του cd που συνοδεύει το βιβλίο)