“Η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία της Μεσογείου στο Σαρωνικό – Πνίγηκαν 4000 άνθρωποι” γράφει ο Ανδρέας Δανεζάκης
Πάνω από 4000 Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου πνίγηκαν στο ναυάγιο του ατμόπλοιου Όρια κοντά στη νησίδα Πάτροκλος, έξω από το Σούνιο, στις 12.2.1944
Από την επομένη της κατάληψης της Ρόδου (11.9.1943) οι Γερμανοί άρχισαν να στοιβάζουν, αγνοώντας τους κανονισμούς του Διεθνούς Δικαίου, Ιταλούς αιχμαλώτους σε ότι διαθέσιμα πλοία υπήρχαν, με κατεύθυνση τον Πειραιά και από κει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, ως εργατικό δυναμικό. Το γερμανικό πολεμικό πλοίο Kriegsmarine ξεκίνησε πρώτο τις μεταφορές. Η πραχτική αυτή είχε τραγικές συνέπειες. Αρκετά σκάφη βυθίστηκαν είτε από την κακοκαιρία, είτε από νάρκες, είτε από την επίθεση συμμαχικών πλοίων. Ποτέ άλλοτε στις ελληνικές θάλασσες δεν χάθηκαν τόσες ψυχές σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα.
Η βύθιση του ατμόπλοιου Όρια
Το ατμόπλοιο Όρια ήταν ένα από τα σκάφη που επιλέχθηκαν για τη μεταφορά Ιταλών αιχμαλώτων. Το πλοίο, νορβηγικών συμφερόντων, ναυπηγήθηκε το 1920 στην Αγγλία και είχε μήκος 86,9 μέτρα και εκτόπισμα 2127 τόνους. Από τον Σεπτέμβρη του 1943 το Όρια συμμετέχει στις επιχειρήσεις των Γερμανών στη Ρόδο. Η μεταφορά αιχμαλώτων ήταν ένα από τα βασικά έργα του.
Την Παρασκευή 11 Φλεβάρη 1944 το Όρια ετοιμάστηκε για ένα ακόμα ταξίδι, για το λιμάνι του Πειραιά, παρά τη σφοδρή κακοκαιρία. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με ορυκτέλαια και ελαστικά φορτηγών αυτοκινήτων. Στα αμπάρια του είχαν στοιβάξει περισσότερους από 4.000 (διάφορες πηγές αναφέρουν από 4.046 μέχρι 4.200) Ιταλούς αιχμάλωτους στρατιώτες, ανάμεσά τους 43 αξιωματικοί και 118 υπαξιωματικοί όλων των όπλων. Στο πλοίο επέβαιναν 30 Γερμανοί στρατιώτες ως φρουρά ενώ άλλοι 60 στρατιώτες επέβαιναν ως απλοί επιβάτες. Το πλήρωμα του πλοίου, με καπετάνιο τον Νορβηγό Μπιάρνε Ρασμούσεν (Bjarne Rasmussen), αποτελούνταν από 5 άτομα, ανάμεσά τους και ένας Έλληνας μηχανικός.
Το πλοίο απέπλευσε, το ίδιο απόγευμα, από το λιμάνι της Ρόδου με τη συνοδεία τριών ελαφρών ιταλικών αντιτορπιλικών (τα ΤΑ16, ΤΑ17 και ΤΑ19) που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Λίγες ώρες μετά, ανοιχτά της Κω, δέχτηκε επίθεση από βρετανικά πλοία, χωρίς να υποστεί ζημιές.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας, Σάββατο 12 Φλεβάρη, το SS ORIA είχε φτάσει κοντά στο Σούνιο, στο Σαρωνικό, όπου έπνεαν άνεμοι δυτικοί έντασης 10 μποφόρ. Στις 18.45, μέσα σε καταιγίδα, το πλοίο έπεσε, με τη δεξιά πλευρά στα βράχια της νησίδας Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι) ανοικτά του Σουνίου, πλημμύρισε και αναποδογύρισε σε ελάχιστα λεπτά, με την πλώρη του να εξέχει έξω από το νερό, σε μια περιοχή που το βάθος των νερών κυμαίνεται από 5 ως 42 μέτρα.
Λόγω των δυσμενών συνθηκών τα αντιτορπιλικά της συνοδείας δεν μπόρεσαν να επέμβουν, κατάφεραν όμως να φτάσουν, σώα, στον Πειραιά και να ενημερώσουν τις εκεί κατοχικές αρχές. Με μεγάλη αργοπορία έφτασαν, το πρωί, σωστικά συνεργεία από τον Πειραιά και περισυνέλεξαν τους επιζώντες. Το πλήρωμα του ρυμουλκού που κατάφερε να προσεγγίσει, λόγω της θαλασσοταραχής, πρώτο τη περιοχή του ναυαγίου, έκπληκτο διαπίστωσε ότι στην επιπλέουσα πλώρη του καραβιού βρίσκονταν παγιδευμένοι πέντε άνθρωποι. Την επόμενη μέρα κατόρθωσε να πλησιάσει άλλο ρυμουλκό (το «Τιτάν») και να απεγκλωβίσει τους τελευταίους πέντε ναυαγούς, πριν το Όρια βυθιστεί εντελώς.
Διασώθηκαν μόνο τα μέλη του πληρώματος, ο καπετάνιος, 45 Γερμανοί στρατιώτες και 49 Ιταλοί κρατούμενοι, οι οποίοι βγήκαν εξαντλημένοι ή τραυματισμένοι στην ακτή. Μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής αναφέρουν ότι για πολλές εβδομάδες τα κύματα ξέβραζαν στη ακτή Χάρακας και στην ευρύτερη περιοχή, μέχρι το Λαγονήσι, δεκάδες πτώματα, τα οποία οι Γερμανοί έθαβαν πρόχειρα στην άμμο.
Οι πνιγμένοι υπερέβησαν τους 4.000, οι περισσότεροι από τους οποίους πνίγηκαν εγκλωβισμένοι στα αμπάρια του πλοίου, προκαλώντας τη μεγαλύτερη απώλεια ζωών από ναυάγιο στη Μεσόγειο.
Το 1948, έγγραφο των ιταλικών υπουργείων Άμυνας – Ναυτικού και του γραφείου αγνοουμένων και επαναπατρισθέντων, αναφέρει σχετικά με το ατμόπλοιο Όρια:
«… Από τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία σ’ αυτό το γραφείο αγνοουμένων και επαναπατρισθέντων, κατορθώθηκε να εξακριβωθούν τα παρακάτω.
α) το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 11/2/1944, τις απογευματινές ώρες, αφού επιβιβάστηκαν 4.115 αιχμάλωτοι, και ειδικότερα 43 αξιωματικοί, 118 υπαξιωματικοί και 3.885 βαθμοφόροι και στρατιώτες και των τριών Όπλων, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους ανήκαν στο Στρατό,
β) λόγω της κακοκαιρίας που ενέσκηψε, το πλοίο βυθίστηκε κατά τις βραδυνές ώρες της 12ης Φεβρουαρίου 1944, εξαιτίας πρόσκρουσής του στο βράχο της Μεδίνας κοντά στο Γαϊδουρονήσι (γεωγραφικό πλάτος 37° 39΄ Βόρεια, γεωγραφικό μήκος 23° 59΄ Ανατολικά), σε απόσταση 25 μιλίων ΝΑ του λιμανιού του Πειραιά,
γ) από τους 4.115 Ιταλούς στρατιώτες που επέβαιναν στο πλοίο, διασώθηκαν περίπου 20, στάθηκε όμως δυνατόν να γίνουν γνωστά τα ονοματεπώνυμα μόνον 8 διασωθέντων που έδωσαν κανονικές καταθέσεις,
δ) μερικά πτώματα που περισυλλέχθηκαν στην κοντινή παραλία, πιθανώς θάφτηκαν στον κόλπο του Χάρακα, 3 χλμ. περίπου από το χωριό Παλαιά Λεγρενά, ενώ σχεδόν το σύνολο των επιβιβασθέντων, που βρισκόταν κλεισμένο μέσα στ’ αμπάρια, πρέπει να θεωρείται ότι θάφτηκε μέσα στο ναυαγισμένο και βυθισμένο πλοίο,
ε) από τα πέντε ρυμουλκά που εστάλησαν επί τόπου (τρία ιταλικά και δύο ελληνικά) στις 13 Φεβρουαρίου 1944, το ιταλικό ρυμουλκό “Vulcan”, το μόνο που λόγω της θαλασσοταραχής μπόρεσε να πλησιάσει το ναυάγιο, διαπίστωσε ότι επέπλεε μόνο το πρωραίο τμήμα του πλοίου, γιατί το υπόλοιπο είχε βυθιστεί, και αυτό εξηγείται από το ότι το βάθος ποικίλει σ’ αυτό το σημείο από 5 έως 30 μέτρα.
Το “Vulcan” διαπίστωσε επιπλέον ότι μέσα στο πρωραίο βρίσκονταν ακόμα κλεισμένα πέντε άτομα που ζούσαν, και διέσωσε ένα στρατιώτη, που ήταν σκαρφαλωμένος στα σχοινιά.
Λόγω της θαλασσοταραχής, η κινητή συσκευή που χρησιμοποιήθηκε για να ανοιχθεί με φλόγα οξυγόνου ένα πέρασμα στο σκάφος για να σωθούν τα πέντε άτομα, παρασύρθηκε από ένα μεγάλο κύμα και για εκείνη την ημέρα αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την επιχείρηση διάσωσης,
στ) στις 14 Φεβρουαρίου το ιταλικό ρυμουλκό “Τitan” επέστρεψε επί τόπου με άλλη αυτόνομη συσκευή, κατόρθωσε να ανοίξει ένα πέρασμα στο σκάφος και να διασώσει τους πέντε ναυαγούς που μεταφέρθηκαν στον Πειραιά,
ζ) από τις καταθέσεις των διασωθέντων προκύπτει ότι συνολικά σώθηκαν 21 Ιταλοί στρατιώτες, 6 Γερμανοί και 1 Έλληνας.
Ο αντιπλοίαρχος,
διευθυντής γραφείου αγνοουμένων και επαναπατρισθέντων
Υπογραφή: Francesco De Rosa De Leo»
(Από το βιβλίο του Κώστα Κογιόπουλου: ΚΩΣ 1912 – 1947. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ. Δίτομο έργο, έκδοσης Δημοτικού Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Βρεφονηπιακών Σταθμών Δήμου Κω, 2011).
Λογοκρισία και σκοτάδι για δεκαετίες
Η τραγωδία ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγα λεπτά και αγνοήθηκε για δεκαετίες. Παρά τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων, το ναυάγιο δεν έγινε γνωστό. Οι γερμανικές αρχές κατοχής απέκρυψαν το γεγονός, ενώ δεν υπήρξε μνεία ούτε στον ελεγχόμενο από αυτές αθηναϊκό Τύπο της εποχής και το συμβάν δεν καταγράφηκε ούτε από το ελληνικό λιμεναρχείο, ούτε από το τότε αρμόδιο υπουργείο. Η ιστορία όμως το κατέγραψε. Το ναυάγιο του «Όρια», που δεν είναι τόσο «διάσημο», είχε σχεδόν τριπλάσια θύματα από αυτό του πασίγνωστου Τιτανικού, γι’ αυτό πολλοί το χαρακτήρισαν «άγνωστο Τιτανικό».
Μετά τον πόλεμο, το 1955, το ναυάγιο αποσυναρμολογήθηκε από Έλληνες δύτες για να πουληθούν τα υλικά του. Αργότερα. τα σώματα περίπου 250 ναυαγών που είχαν ξεβραστεί στην ακτή και είχαν θαφτεί σε μαζικούς τάφους, μεταφέρθηκαν σε μικρά νεκροταφεία στις ακτές της Απουλίας και, στη συνέχεια, στο Μνημείο των Πεσόντων στις Θάλασσες στο Μπάρι. Τα σώματα όλων των άλλων είναι ακόμα εκεί κάτω.
Δύο μαρτυρίες
Ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του ναυαγίου, ο Πιέτρο Σόρντι (Pietro Sordi), διηγήθηκε το 1946:
Στις 11 Φλεβάρη επιβιβάστηκα σε νορβηγικό πλοίο (Όρια) για να μεταφερθώ στη Γερμανία. (…) βρεθήκαμε στη πλατεία του εμπορικού λιμανιού της Ρόδου, 4031 Ιταλοί. Μετά από λίγο επιβιβαστήκαμε, δηλαδή μας στοίβαξαν σαν σαρδέλες, σε ένα φορτηγό πλοίο περίπου τεσσάρων χιλιάδων τόνων, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα πια, αλλά άκουσα ότι ήταν νορβηγικό.
Μας έβαλαν τον ένα πάνω στον άλλο, με μανία και δύναμη, από μερικούς κακομοίρηδες Γερμανούς, που προσπαθούσαν να στοιβάξουν μεγαλύτερο φορτίο, κατέβασαν και δυο ξύλινες σκάλες από το κατάστρωμα μέχρι κάτω, και έκατσαν κι αυτοί στα σκαλιά, αφήνοντας μια τρύπα δύο τετραγωνικών μέτρων για να αναπνέουμε.
Φόρτωσαν ακόμα και στο κατάστρωμα του πλοίου, έφτασε 4 μ.μ. Λίγα λεπτά αργότερα το πλοίο απέπλευσε και είπαμε ένα τελευταίο αντίο στην όμορφη πόλη και στο καταραμένο νησί
Η νύχτα της 11ης Φλεβάρη ήταν γκρίζα και θολή, ο παγωμένος άνεμος σφύριζε μέσα από τα κατάρτια του πλοίου, η θαλασσοταραχή δυνάμωνε (…)
Σε όλο το πλοίο άκουγες κλάματα και κραυγές πόνου. Το ναυάγιο έγινε εξαιτίας της μεγάλης φουρτούνας, και ο Γερμανός καπετάνιος πήγε στραβά και έπεσε πάνω σε ένα βράχο. Μετά τα κύματα με πέταξαν στην άμμο της ελληνικής ακτής, οι Γερμανοί με μάζεψαν και με μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γουδιού, μαζί με τους άλλους επιζώντες.
Πηγαίνοντας από το ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο άλλο, απελευθερώθηκα τελικά από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην πόλη της Λάρισας. Από τους αντάρτες περάσαμε στον Ερυθρό Σταυρό, από τον Ερυθρό Σταυρό στους Άγγλους.
Επέστρεψα στο Taranto στις 3 Μάρτη 1945 από τον Βόλο.
Ο Giuseppe Guarisco, ένας άλλος από τους λιγοστούς επιζώντες, σε έκθεσή του, τον Οκτώβρη του 1946, για το ναυάγιο αναφέρει:
«Μετά την πρόσκρουση του πλοίου πάνω στο βράχο, ρίχτηκα στο έδαφος και όταν ήμουν σε θέση να σηκωθώ ξανά ένα πολύ δυνατό κύμα με έσπρωξε σε ένα μικρό μέρος που βρισκόταν στην πλώρη του πλοίου, στο ίδιο επίπεδο με το κατάστρωμα, η πόρτα του οποίου έκλεισε. Υπήρχε ακόμη φως και είδα ότι υπήρχαν μέσα άλλοι έξι στρατιώτες. Μετά από λίγο το φως χάθηκε και το νερό άρχισε να εισέρχεται με βία. Ανεβήκαμε σε ένα ντουλάπι για να παραμείνουμε στεγνοί, από καιρό σε καιρό κατέβαζα ένα πόδι κάτω για να δούμε τη στάθμη του νερού. Ξάπλωσα τη νύχτα προσευχόμενος με τρόμο ότι όλα θα βυθιστούν στο πάτο της θάλασσας».
«Οι ώρες πέρασαν αλλά κανείς δεν ήρθε για βοήθεια.” Ένας από εμάς, εκμεταλλευόμενος τη στιγμή που η πόρτα παρέμεινε ανοικτή, βούτηξε γρήγορα προς τα κει για να βρει κάποια διέξοδο και μετά από μια αναμονή που φαινόταν αιώνια τον ακούσαμε να μας καλεί από πάνω. Μας είπε λοιπόν ότι είχε περάσει μέσα από ένα άνοιγμα κάτω από το νερό. Ένα άλλος σύντροφος, παρά το ότι τον αποθάρρυνα, θέλησε να δοκιμάσει να βγει, αλλά δεν τον ξαναείδαμε».
«Εκείνος που κατάφερε να βγεί μας είπε ότι εκεί που ήμασταν, στο τέλος της πλώρης, ήταν το μόνο μέρος του πλοίου που έμεινε έξω από το νερό και ότι κανείς δεν μπορούσε να δει γύρω, εκτός από τα αεροσκάφη που συνέχιζαν να πετούν στον ουρανό και να κάνουν σήματα. Λίγο αργότερα πλησίασε μια βάρκα με δύο ναύτες και είπαν ότι ήταν Ιταλοί, από το πλήρωμα ενός ρυμουλκού που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Μας είπαν να μείνουμε ήρεμοι, και σύντομα θα μας απελευθέρωναν. Όμως νύχτωσε και έπρεπε να περάσουμε άλλη μια νύχτα πιο φοβερή από την πρώτη».
«Όταν τελικά ξημέρωσε, ακούσαμε να απαντούν στις κραυγές μας για βοήθεια. Μερικοί ναυτικοί ήρθαν και χρησιμοποιώντας ένα φλόγιστρο δημιούργησαν ένα άνοιγμα στις λαμαρίνες».
«Τέλος ήρθε η στιγμή να βγούμε έξω, μετά από σχεδόν 40 ώρες που περάσαμε σε εκείνο τον μικρό χώρο που πιστεύαμε ότι ήταν ο τάφος μας».
Το μνημείο για τα θύματα του ναυαγίου Όρια
Τα χρόνια που ακολούθησαν, αρκετοί δύτες εξερεύνησαν το ναυάγιο του «Όρια» και έδωσαν συγκλονιστικές περιγραφές. Εκτεταμένη έρευνα στο ναυάγιο του «Όρια» πραγματοποίησε το 1999 ο δύτης Αριστοτέλης Ζερβούδης. Το 2002 ο Ζερβούδης, μετά από τις έρευνες που είχε κάνει στο βυθό με τους δύτες Βασίλη Μεντόγιαννη, Αντώνη Γκάφα και Δημήτρη Καρτέρη, δημοσιοποίησε την πρώτη έγκυρη αναφορά για την κατάσταση του ναυαγισμένου «Όρια». Έρευνα σχετική με το ναυάγιο πραγματοποίησε στα αρχεία της Γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης Αττικής και ο μουσικολόγος, ιστορικός και αυτοδύτης Δημήτρης Γκαλών.
Το 2012, στο Βαϊάνο της Τοσκάνης πραγματοποιήθηκε η πρώτη ιταλική εκδήλωση μνήμης για τα θύματα του «Όρια», με τη συνεργασία του Κέντρου Ιστορικής και Εθνογραφικής Τεκμηρίωσης (Fondazione del Centro documentazione storico etnografico –CDSE).
Στις 9 Φλεβάρη του 2014, στην 70ή επέτειο από το ναυάγιο, ο δήμος Σαρωνικού, σε συνεργασία με το «Σύνδεσμο Πνευματικής και Κοινωνικής Δραστηριότητας Κερατέας Χρυσή Τομή» και το «Δίκτυο Συγγενών Θυμάτων ORIA», έκαναν τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Θύμιος Πανουργιάς, για τα θύματα του ναυαγίου, απέναντι από τη νησίδα Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι), όπου βυθίστηκε το πλοίο (60ό χιλιόμετρο λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου).
Ο δύτης Αριστοτέλης Ζερβούδης, εκπροσωπώντας τις οικογένειες των θυμάτων του «Όρια», τοποθέτησε αναμνηστική πλάκα στον βυθό, στο σημείο που βρισκόταν το πλοίο.
Πνιγμένοι Ιταλοί αιχμάλωτοι στις ελληνικές θάλασσες
Από την Ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτέμβρη 1943) οι Γερμανοί στοίβαζαν Ιταλούς αιχμαλώτους σε πλοία με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας του Τρίτου Ράιχ στη Γερμανία. Το άγριο εξάμηνο που ακολούθησε βούλιαξαν αρκετά από αυτά τα πλοία, με πάνω από 15.000 πνιγμένους στις ελληνικές θάλασσες. Μέχρι τον Μάρτη του 1944, ανάμεσα στα δεκάδες άλλα μικρότερα ναυάγια, ξεχωρίζουν τα παρακάτω:
— Το ατμόπλοιο ΑΡΝΤΕΝΑ (ARDENA) χτυπάει σε νάρκη μόλις βγαίνει από το λιμάνι του Αργοστολίου, φορτωμένο Ιταλούς αιχμαλώτους, στις 28 Σεπτέμβρη 1943. Απολογισμός: 720 νεκροί
— Το μηχανοκίνητο σκάφος MARIO ROSSELLI, φορτωμένο Ιταλούς αιχμαλώτους, στο λιμάνι της Κέρκυρας, δέχτηκε επίθεση από συμμαχικά αεροπλάνα με αποτέλεσμα την βύθιση του πλοίου στις 11 Οκτώβρη 1943. Απολογισμός: 1300 νεκροί.
— Το φορτηγό πλοίο MARGUERITΕ, φεύγει από το Αργοστόλι προς την Πάτρα, τορπιλίζεται από το βρετανικό υποβρύχιο Trooper και βυθίζεται στις 13 Οκτώβρη 1943. Απολογισμός: 544 νεκροί
— Το ALMA στο Ιόνιο χτυπημένο από το βρετανικό υποβρύχιο Torbay. Απολογισμός: 300 νεκροί
— Το επιταγμένο από τους Γερμανούς ιταλικό εμπορικό πλοίο SS GAETANO DONIZETTI, μόλις φεύγει από τη Ρόδο, με 1.576 Ιταλούς αιχμαλώτους και 200 Γερμανούς φρουρούς, στις 23 Σεπτέμβρη 1943, χτυπιέται από το βρετανικό HMS Eclipse και βυθίζεται αύτανδρο. Απολογισμός: 1.776 νεκροί.
— Το Ατμόπλοιο ORIA από Ρόδο προς Πειραιά στις 12 Φλεβάρη 1944 πέφτει στα βράχια της νησίδας Πάτροκλος, στο Σαρωνικό. Απολογισμός: 4.062 νεκροί.
— Το επιβατηγό/φορτηγό PALMA αποπλέει από Σάμο με 1.000 Ιταλούς αιχμαλώτους και Γερμανούς πλήρωμα, στις 27 Νοέμβρη 1943 δέχεται τορπίλη και βυθίζεται. Απολογισμός: 1.100 νεκροί.
— Το ατμόπλοιο SINFRA αποπλέει από τη Σούδα προς Πειραιά, μεταφέροντας 204 Γερμανούς και 2.389 Ιταλούς αιχμαλώτους. Εξω από τον κόλπο της Σούδας δέχεται αεροπορική επίθεση από 10 Αμερικανικά και Βρετανικά αεροσκάφη, στις 18 Οκτώβρη 1943 και βυθίζεται. Απολογισμός: 1.857 νεκροί.
— Το Ατμόπλοιο PETRELLA αποπλέει από Κρήτη προς Πειραιά, μεταφέροντας 3.173 Ιταλούς αιχμαλώτους στοιβαγμένους στα αμπάρια του, και Γερμανική συνοδεία. Στις 8 Φλεβάρη 1944 το χτυπάει τορπίλη από το βρετανικό υποβρύχιο HMS Sportsman και βυθίζεται. Απολογισμός: 2.670 νεκροί.
— Το φορτηγό SIFNOS αποπλέει από Σουδα/Κρητη προς Πειραιά, στις 4 Μάρτη 1944 και δέχεται επίθεση από συμμαχικά αεροσκάφη. Απολογισμός: 59 νεκροί.
Τα περισσότερα πλοία χτυπήθηκαν από υποβρύχια ή αεροπλάνα, παρόλο που ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για πλοία Μεταφοράς Αιχμαλώτων Πολέμου.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον Ημεροδρόμο στις 12 Φλεβάρη 2018
ΠΗΓΕΣ:
IL NAUFRAGIO DEL PIROSCAFO ORIA – 12 febbraio 1944
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ. Ένα μνημείο στα Λεγρενά για τα θύμαστα του μεγαλύτερου ναυαγίου στη Μεσόγειο
Ζερβούδη Α., Το ναυάγιο του «Όρια» Η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στο Αιγαίο κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, Πόλεμος και ιστορία, τχ. 54, Ιούλιος – Αύγουστος 2002.