Life Περιβάλλον

Βέρμιο: Ανηφορίζοντας από τον Αγ. Νικόλαο Νάουσας για την Υπαπαντή και τις Δίδυμες κορυφές

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης

«Λατρεύω τα μέρη που με κάνουν να συνειδητοποιώ πόσο μικροσκοπικά είναι τα προβλήματά   μου.» (Άγνωστος)

Τα Σαββατοκύριακα για μας είναι το αντίδοτο τόσο στην άχαρη ρουτίνα της πόλης, όσο και στην «τυποποιημένη» καθημερινότητα.

Έτσι  εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», που αγαπάμε το περπάτημα, την ορειβασία, τη δράση, την αναζήτηση, την εξερεύνηση, την εμπειρία…επιλέγουμε τη Φύση, και ειδικά το βουνό, για απόδραση, που: ήταν, είναι και θα είναι το δικό μας «καταφύγιο», η δική μας «ελεύθερη γωνιά» ηρεμίας, ικανοποίησης, καθώς και του «ανεφοδιασμού» δυνάμεων για τις μέρες της εβδομάδας που θα ακολουθούσε.

Εκεί, στο δικό μας «καταφύγιο», η οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι για μας μια ξεχωριστή και με πολλά ενδιαφέροντα «εξόρμηση» στη…ζωή.

Εκεί, οι έντονες δραστηριότητές μας συναντούν την απερίγραπτη ομορφιά της Φύσης και η διασκέδασή μας συναντά την εμπειρία.

Ο Φεβρουάριος μόλις που ξεκίνησε και ο χειμώνας, με τη σειρά του, άρχισε να «παίρνει» τον…κατήφορο.

Ξημέρωσε Κυριακή.

Στο ημερολόγιο έγραφε, 02 Φεβρουαρίου του 2020 και στο εορτολόγιο:  «Υπαπαντή του Σωτήρος Χρηστού».

Πανηγύριζε ένα γραφικό εξωκλήσι στην περιοχή της Νάουσας, που είναι κτισμένο στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, μέσα σε ένα φυσικό μπαλκόνι μιας δασώδους πλαγιάς ενός ορεινού όγκου άγριας ομορφιάς, με πυκνή μεικτή βλάστηση, με βαθιές ρεματιές και με δεκάδες μυτερές βραχώδεις απολήξεις, που ορθώνεται πάνω από το πανέμορφο Άλσος του Αγίου Νικολάου με τα πάμπολλα πηγαία τρεχούμενα νερά του.

Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που παραμείναμε  στην «έδρα μας», στο Νομό μας και δεν επιλέξαμε βουνά άλλων Νομών για την κυριακάτικη ορειβατική μας εξόρμηση.

Αποφασίσαμε, μέρες νωρίτερα, να εκδράμουμε στην πιο πάνω περιοχή της Νάουσας και να ανηφορίσουμε προς το εξωκλήσι της Υπαπαντής, που δύσκολα διακρίνεται μέσα από το πυκνό δάσος και έχει από το φυσικό του μπαλκόνι μία πανοραμική θέα προς τον κάμπο της Ημαθίας και ακόμη πιο πέρα, μέχρι όσο μπορεί να «φτάσει» η ματιά (φωτ. 1, 2)

Το πρωϊνό μου ξύπνημα χαλαρό, αυτή τη φορά. Δεν είχε καμιά σχέση με εκείνα τα πρωϊνά των…βάρβαρων ωρών –τρείς ή τέσσερις τα ξημερώματα- των προηγούμενων «εκτός έδρας» προγραμματισμένων κυριακάτικων αποδράσεών μας.

Η αναχώρηση της ομάδας για την ορειβατική δραστηριότητα είχε αποφασιστεί στις 07.00΄ π.μ. Σηκώθηκα, στις 05.30΄ π.μ., με θετική διάθεση και χαρούμενος.

Χαρούμενος, γιατί μου δόθηκε – για ακόμη μια φορά – το «δώρο» της καινούργιας μέρας που ξεκινούσε, καθώς και η δυνατότητα της συμμετοχής μου σε μία ακόμη προγραμματισμένη δραστηριότητας στο βουνό.

Κοίταξα προς τα έξω, από το παράθυρο. Τα πάντα στο σκοτάδι. Ο ουρανός με αστέρια και καθαρός από σύννεφα.

Πήρα το πρωϊνό μου και στη συνέχεια έριξα μία τελευταία ματιά στο σακίδιο.

Αφού τα βρήκα όλα τακτοποιημένα και στη θέση τους, περίμενα την ώρα που θα έπρεπε να ξεκινήσω για το καθορισμένο ραντεβού μου με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Τα λεπτά της ώρας κύλησαν γρήγορα. Συγκεντρωθήκαμε. Ήμασταν όλοι συνεπείς στο ραντεβού μας.

Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας στο αυτοκίνητο και φύγαμε. Προορισμό μας ο Αγ. Νικόλαος Νάουσας.

Τα ρολόγια δείχνανε 07.00΄ π.μ. όταν είπαμε «bye-bye» στην πανέμορφη Βέροια και ξεκινούσαμε για το ραντεβού μας με τη Φύση (φωτ. 3, φωτογραφία της νυχτερινής Βέροιας από τον Sakis Triantafyllou).

Βγήκαμε από την πρωτεύουσα της Ημαθίας και πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Νάουσα – Έδεσσα. Η οδική πορεία μας χαλαρή. Ήμασταν εμείς, εκείνη τη στιγμή, οι ρυθμιστές του χρόνου.

Οι «εντός έδρας» αποστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και έτσι, δεν καταλάβαμε για πότε βρεθήκαμε στην περιοχή με τον αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, όπως: η Σχολή Αριστοτέλους, οι Μακεδονικοί τάφοι, η Αρχαία Μίεζα κ.α.

Φτάνοντας στα 330 μέτρα υψόμετρο, φάνηκαν τα πρώτα σπίτια της Ηρωϊκής πόλης της Νάουσας, που σε κερδίζει από το δρόμο, ακόμη, καθώς την πλησιάζεις.

«Σκαρφαλωμένη» στην ανατολική πλευρά του Βερμίου, «απλώνεται» στη δασώδη πλαγιά του ορεινού όγκου και από κάτω να πέφτουν τα άφθονα πηγαία νερά της περιοχής, σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες (φωτ. 4).

Βρεθήκαμε στο κομμάτι εκείνο της Ημαθιώτικης γης που τη χαρακτηρίζουν τόσο το ιδιαίτερο γεωλογικό ανάγλυφό της, όσο και το ξεχωριστό φυσικό της κάλος.

Το πέρασμά μας από τους δρόμους της Νάουσας, που άρχιζε να μπαίνει στον κυριακάτικο ρυθμό της, ολιγόλεπτο.

Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της Ηρωικής πόλης, που οδηγούσε στο Άλσος Αγίου Νικολάου. Πριν φτάσουμε στα τελευταία σπίτια, περάσαμε από την περιοχή με τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις κλωστοϋφαντουργίας, που ήταν έρημα από κόσμο.

Η εικόνα των πανύψηλων φουγάρων των εργοστασίων – άλλο ένα σήμα κατατεθέν της πόλης-, που δεν καπνίζουν πια, δεν ήταν και η καλύτερη. Φωνές εργατριών-εργατών δεν ακούγονταν. Έπαψαν να ακούγονται εδώ και πολλά χρόνια. Φορτηγά δεν κυκλοφορούσαν. Κρίμα.

Αφήσαμε πίσω μας την θλιβερή αυτή εικόνα της ερημιάς και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας για άλλα 4 περίπου χιλιόμετρα.

Κοντεύοντας στο Άλσος Αγίου Νικολάου, δεν προχωρήσαμε προς τον «επίγειο» αυτόν «παράδεισο», με τα πανύψηλα υπεραιωνόβια πλατάνια του, τα πλακόστρωτα δρομάκια του, με τις ξύλινες γεφυρούλες του και τα ξύλινα παγκάκια του, με τις βρυσούλες και τη τεχνητή λίμνη ψαρέματος, με τους χώρους άθλησης και το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, με τα πολλά μαγαζιά για φαγητό και τους κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους για να απολαύσει κανείς την ηρεμία του τοπίου (φωτ. 5).

Δεν υπήρχε κανένας λόγος και εξ’ άλλου δεν ήταν, αυτός,  ο τελικός μας οδικός προορισμός.

Έτσι, φτάνοντας στο Στρατόπεδο των καταδρομέων (ΛΟΚ), που βρίσκεται κοντά στην είσοδο του Άλσους, αφήσαμε τον κεντρικό ασφαλτόδρομο και ακολουθήσαμε έναν δευτερεύοντα που συναντήσαμε στα δεξιά μας (φωτ. 6).

Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, αφού πρώτα προσπεράσαμε το δρόμο, στα δεξιά μας, που οδηγούσε προς την περιοχή με τις κατασκηνωτικές εγκαταστάσεις «Αγ. Τριάδος».

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη πρώτη διασταύρωση κοντά στο Στρατόπεδο και βγήκαμε από τον δευτερεύοντα ασφαλτόδρομο ακολουθώντας τις ενδείξεις των πινακίδων «Προς Υπαπαντή».

Μπήκαμε σε ένα ανηφορικό δασικό δρόμο, στα αριστερά μας, με τα πολλά στροφηλίκια του. Η οδική πορεία μας προσεκτική. Είχε σε πολλά σημεία του νεροφαγιές.

Ήταν στεγνός αυτή τη φορά. Τον είχαμε περάσει με λάσπες και σε χειρότερη κατάσταση κατά τις προηγούμενες, τέτοια εποχή, επισκέψεις μας. Φτάσαμε στα 790 μέτρα υψόμετρο.

Βρεθήκαμε στο εξωκλήσι των «Ταξιαρχών», με το μεγάλο προαύλιο χώρο του και τις ξύλινες κατασκευές του, όπως: κιόσκια, παγκάκια, τραπέζια κ.α., που «φωλιάζουν» μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο περιτριγυρισμένα από πανύψηλα δένδρα οξιάς.

Όλα αυτά σε μια απόσταση 5 και κάτι χιλιομέτρων από την πόλη της Νάουσας (φωτ. 7, 8).

Στο σημείο βρήκαμε δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα και εξακολουθούσαν να έρχονται και άλλα.

Αφού σταθμεύσαμε και το δικό μας σε ασφαλές σημείο του δασικού δρόμου, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την πολύωρη ανηφορική πορεία μας. Οι κινήσεις μας γρήγορες, δεν καθυστερήσαμε πολύ. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 5 βαθμούς Κελσίου.

Στα σακίδιά μας τα πλέον απαραίτητα. Ο καιρός ήταν καλός και το επιπλέον βάρος ήτα περιττό. Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για την καταγραφή τόσο της πορείας, όσο και της υψομετρικής διαφοράς.

Ανοίξαμε τον ασύρματο και «οπλίσαμε» τις ψηφιακές μας μηχανές.

Κάναμε «delete» σε όλα εκείνα – τα άχρηστα-, που «πιάνανε», εκείνη τη στιγμή, ένα μεγάλο τμήμα του πολύτιμου χώρου στο μυαλό μας και το «καθαρίσαμε», για να το έχουμε «έτοιμο» να «αποθηκεύσει» μέσα του όλες εκείνες τις όμορφες εικόνες που θα «αιχμαλώτιζε» η ματιά μας κατά τη διάρκεια της πολύωρης πορείας και να «φωλιάσει», όσο το δυνατόν περισσότερες, στιγμές εμπειριών, που θα βιώναμε στον ορεινό όγκο του Βερμίου.

Όταν ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε.

Μπήκαμε στο μονοπάτι, το μοναδικό τρόπο πρόσβασης στο εξωκλήσι της Υπαπαντής.

Στο σημείο υπάρχουν μεταλλικά βέλη με τις ενδείξεις «Υπαπαντή» (φωτ. 9).

Το μονοπάτι αυτό είναι απαιτητικό στην αρχή του. Ένα αυλάκι με μεγάλη κλίση. Είναι όμως καθαρό, πολυπερπατημένο και με πολύ καλή σήμανση. Περνά μέσα από πυκνά πανύψηλα δένδρα οξιάς.

Στο πέρασμά μας αντικρίζαμε ένα σκηνικό φθινοπωρινό και ας ήμασταν στα τέλη του χειμώνα.

Βλέπαμε, παντού, δένδρα γυμνά και όλο το γύρω τοπίο ήταν καλυμμένο από ένα στρώμα πεσμένων, σκουροκαφετί χρωματισμού, φύλλων.

Και νάτος !!!

Φάνηκε ο ζωοδότης ήλιος, που με τις ακτίνες του προσπαθούσε να «τρυπώσει» μέσα από τα πυκνά κλαδιά των δένδρων.

Με την εμφάνισή του άρχιζε να χρωματίζει τα πάντα γύρω μας. Το φθινοπωρινό τοπίο άρχιζε να «αλλάζει» φορεσιά.

«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, πάλι η άνοιξη θ’ ανθίσει.», λέει μία ελληνική παροιμία.

Έτσι και εμείς, στη θέα του και με τη ζεστασιά των αχτίνων του, είχαμε την αίσθηση ότι «μπήκαμε», από τη μια στιγμή στην άλλη, στην….άνοιξη (φωτ.10).

Ανηφορίζαμε.

Δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά ανηφορικής πορείας και φτάσαμε από τους «Ταξιάρχες» στην όμορφα διαμορφωμένη πηγή με τη βρυσούλα και το τρεχούμενο νερό, που τη συναντά κανείς ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι (φωτ. 11).

Την προσπεράσαμε. Νερό θα βρίσκαμε πιο πάνω. Το μονοπάτι, στο κομμάτι εκείνο, βατό. Χωρίς καμιά δυσκολία στο πέρασμά του. Κοντεύαμε στο εξωκλήσι του «Πρ. Ηλία».

Χρειαστήκαμε 5 λεπτά πορείας για να φτάσουμε από τη βρύση σε ένα πανέμορφο χώρο αναψυχής.

Στο σημείο υπάρχουν: ένα οίκημα (μικρό καταφύγιο), ξύλινα τραπέζια με παγκάκια, βρύσες, κιόσκια, ψησταριές κ.α. (φωτ. 12, 13).

Ανάψαμε τα κεράκια μας στο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία» και συνεχίσαμε.

Το μονοπάτι φαρδύ, όμορφο και βατό (φωτ. 14).

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τον χώρο αναψυχής και άρχιζε να στενεύει. Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο «Κάτω-Άνω Παλιοπμάτσι».

Συνεχίζαμε.

Περνούσαμε μέσα από πυκνά πυξάρια. Το μονοπάτι άρχιζε να γίνεται πετρώδες, γεωμορφολογικά, και με μεγάλη κλίση. Αλλά όχι ιδιαίτερα δύσκολο.

Το περπατούσαμε προσεκτικά, γιατί οι βράχοι ήταν υγροί και γλιστρούσαν (φωτ. 15,16).

Εναλλασσόταν η γεωμορφολογία του μονοπατιού, εναλλασσόταν και η βλάστηση όσο ανηφορίζαμε.

Οξιές, πυξάρια, μεικτή βλάστηση, χαμηλή βλάστηση και πάλι οξιές κλπ.

Δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας και βρεθήκαμε από τον «Πρ. Ηλία» στο σημείο με το εικονοστάσι: «Παναγία η Μεγαλόχαρη».

Από τη θέση αυτή βλέπαμε όλη την γύρω περιοχή, που «ξεδίπλωνε» κάτω από τα…πόδια μας.

Μπροστά μας, ο κάμπος του Αγίου Νικολάου με τις δενδροκαλλιέργειές του και τα πολλά εργοστάσια, που κάποτε λειτουργούσαν ασταμάτητα.

Ακόμη πιο πέρα, βλέπαμε την πόλη της Νάουσας και στο βάθος τα χωριά και όλο τον κάμπο της περιοχής της.

Αριστερότερα, μόλις που διακρίναμε κάποιες από τις περιοχές του Νομού Πέλλας.

Ακριβώς από κάτω, «απλωνόταν» ολόκληρο το στρατόπεδο της Μοίρας Ορεινών Καταδρομέων (φωτ. 17).

Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα και ο ήλιος έλαμπε. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Προσπεράσαμε το ξύλινο παγκάκι, που το κατασκεύασαν οι συντηρητές του μονοπατιού, για να ξαποσταίνει, στο σημείο εκείνο, ο κόσμος μετά την απαιτητική ανάβασή του.

Λίγο πιο πάνω, προσπεράσαμε και το μικρό μεταλλικό εικονοστάσι, που είχε τοποθετηθεί στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς με θέα προς Νάουσα (φωτ. 18, 19).

Από το σημείο εκείνο του βράχου φάνηκε, μέσα από την πυκνή βλάστηση, το εξωκλήσι. Κατηφορίσαμε.

Προσπεράσαμε και τη σπηλιά -μια εσοχή στο βράχο-, που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο μονοπάτι.

Η κατηφοριά σύντομη. Κοντεύοντας στην «Υπαπαντή» άρχιζαν τα δύσκολα.

Το κομμάτι του μονοπατιού, στο σημείο εκείνο, πετρώδες και η κλίση του μεγάλη.

Στην νοητή οφιοειδή γραμμή, που ανηφόριζε μέσα στην γυμνή από φύλλωμα πυκνή βλάστηση, διακρίναμε πολύχρωμες «μετακινούμενες κουκκίδες».

Ήταν όλοι εκείνοι, οι μικροί-μεγάλοι-γυναίκες-άνδρες, που ανηφόριζαν για το εξωκλήσι και με τις φωνές τους «ξυπνούσαν» το δάσος, διακόπτοντας έτσι την πρωϊνή σιωπή του (φωτ. 20, 21).

Φτάσαμε.

Χρειαστήκαμε 50 λεπτά ανηφορικής πορείας, για να φτάσουμε από τους «Ταξιάρχες» στο εκκλησάκι της «Υπαπαντής», που βρίσκεται στα 1.100 περίπου μέτρα υψόμετρο.

Στο σημείο που βρεθήκαμε, η Ευγενία Ράϊου (1844-1957), σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή που έχει τοποθετηθεί πίσω από το ιερό της μικρής εκκλησίας: «Το έτος 1921 ονειρευθείσα τον τόπον της Μονής αφού ετέλεσεν αγιασμόν υπό του ιερέως Παπαγιώργη Λεμπενια εξεκίνησεν μαζί με άλλους κατοίκους της Ναούσης, περιοχής Μπατανιων. (Θ. Ράϊον, Μπαταντζήδες, Στεφανάδες, Ζιώταν, Μπαϊτσην, Γιαντσηδες κ.α.) ήρχισαν να καθαρίζουν τον τόπον. Η Μονή ευρέθη την 5ην Κυριακήν των εξερευνήσεων, βοηθεία θαύματος…..» (φωτ. 22, 23).

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Καπνός παντού.

Στον προαύλιο χώρο οι πρωϊνοί επισκέπτες-προσκυνητές πολλοί.

Υπήρχαν όμως και άλλοι, που παρακολουθούσαν μέσα στο εκκλησάκι την πανηγυρική λειτουργία της μέρας.

Βλέπαμε αναμμένες φωτιές για να ζεσταθεί ο κόσμος και παράλληλα να ετοιμαστούν τα απαραίτητα κάρβουνα για το μετέπειτα ψήσιμο των κρεατικών (φωτ. 24).

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Λίγο πιο πέρα, η εκκλησιαστική επιτροπή ετοίμαζε τη φασολάδα και τα κεράσματα που θα μοίραζε σε όλους.

Αποφασίσαμε να μη καθυστερήσουμε πολύ, να προσκυνήσουμε και να φύγουμε.

Να φύγουμε, γιατί το πρόγραμμα προέβλεπε ανάβαση μέχρι τις «Δίδυμες», κάτι που θα απαιτούσε αρκετό χρόνο.

Και ο χρόνος αυτός ήταν, για μας, χρήσιμος για την πραγματοποίηση της προγραμματισμένης κυριακάτικης δραστηριότητας.

Σκεφτήκαμε να καθίσουμε στην «Υπαπαντή» περισσότερο χρόνο επιστρέφοντας από τις κορυφές.

Απαλλαγήκαμε από τα σακίδιά μας και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι για να προσκυνήσουμε την εικόνα και να ανάψουμε κεράκι.

Βγαίνοντας, μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής μας κάλεσαν να κεραστούμε. Ένα ζεστό τσάϊ βουνού με τα απαραίτητα κουλουράκια ήταν ό,τι πρέπει εκείνη την ώρα δίπλα στη ζεστασιά των αναμμένων ξύλων (φωτ. 25).

Το ήπιαμε και τους ευχαριστήσαμε για το κέρασμα.

Φωτογραφίες, μια τελευταία ματιά από ψηλά προς τον κάμπο και ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας για τη συνέχεια.

Ξεκινήσαμε. Από το σημείο εκείνο και ανηφορίζοντας προς τα πάνω άρχιζαν, πλέον, τα δύσκολα.

Στην έξοδο από τον προαύλιο χώρο και φτάνοντας στη βρύση με το τρεχούμενο νερό στρίψαμε αριστερά, αφήνοντας στα δεξιά μας το κλασικό μονοπάτι που ανηφορίσαμε, κάποια λεπτά νωρίτερα, για να φτάσουμε στο εξωκλήσι (φωτ. 26).

Ακολουθήσαμε, δηλαδή, τα κόκκινα σημάδια που αντικρίσαμε στους κορμούς των δένδρων.

Το μονοπάτι αυτό απαιτητικό στην αρχή του. Αυλάκι θα μπορούσε να το πει κανείς. Τα πεσμένα φύλλα πολλά και γλιστρούσαν στο πάτημά τους.

Το πέρασμά μας από το σημείο εκείνο αργό και προσεκτικό, για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού.

Ήταν όμως καθαρό και με πολύ καλή σήμανση. Γινόταν, στη συνέχειά του, βατό και δεν κούραζε.

Μπράβο στα μέλη του τοπικού Ορειβατικού Συλλόγου για την καλή δουλειά που κάνανε.

Συνεχίζαμε με πορεία «ζιγκ-ζαγκ» μέσα σε δάσος οξιάς ( φωτ. 27, 28).

Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο άρχιζε να κυριαρχεί η μυστηριώδης σιωπή του δάσους. Παντού, η απόλυτη ησυχία.

Δεν κουνιόταν κλαδί, δεν ακουγόταν κανένα τιτίβισμα πουλιού και δεν έφταναν, πλέον, στα αυτιά μας οι φωνές των επισκεπτών-προσκυνητών από το χώρο της «Υπαπαντής».

Η Φύση βουβή «παρακολουθούσε» όλη την απαιτητική προσπάθειά μας. Δεν ήμασταν, όμως, οι μόνοι στην περιοχή.

Είχαμε την αίσθηση ότι, κάποια μάτια αγριμιών μας παρακολουθούσαν, εκείνη τη στιγμή, που εμείς δεν τα βλέπαμε.

Τη μυστηριώδη αυτή σιωπή του τοπίου την διέκοπταν, κάπου-κάπου, ο γνώριμος ήχος της επαφής του άρβυλου με το έδαφος και εκείνος του μπατόν, καθώς «έβρισκε» σε πέτρες ή σε πεσμένα κλαδιά δένδρων.

Δεν έλειψαν, όμως, και οι στιγμές εκείνες με τις συζητήσεις μας, με τις φωνές μας, με τις βαθιές ανάσες μας και το ξεφύσημα της απαιτητικής προσπάθειάς μας, που «δίνανε» ζωντάνια στο σιωπηλό  δάσος.

Συνεχίζαμε

Βγήκαμε από το δάσος οξιάς και μπήκαμε σε εκείνο με τα δρυόδενδρα.

Διαφορετική εικόνα, καμιά σχέση με τις προηγούμενες που αντικρίζαμε.

Το κομμάτι αυτό της διαδρομής άχαρο, πετρώδες και με αμέτρητα σύντομα «ζιγκ-ζαγκ».

Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, που οδηγούσε στη «Σπηλιά Καραμήτσου».

Αγνοήσαμε στη συνέχεια και ένα άλλο, που το συναντήσαμε λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω.

Το δευτερεύον αυτό μονοπάτι οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο «Κάτω Καρούτια» (φωτ. 29, 30).

Ανηφορίζοντας ξαναμπήκαμε σε δάσος οξιάς. Ήταν σύντομο.

Βρεθήκαμε στο πρώτο ξέφωτο με το πυκνό χορτάρι και τις ξερές φτέρες να κάνουν τη διαφορά στο τοπίο.

Ακολουθούσαμε τους κόκκινους πασσάλους, που είχαν τοποθετήσει τα μέλη του τοπικού Ορειβατικού Συλλόγου.

Και πάλι δάσος, αυτή τη φορά μεικτής όμως βλάστησης. Σύντομο και αυτό.

Περάσαμε στη συνέχεια μέσα από δεύτερο ξέφωτο και ξαναμπήκαμε σε δάσος οξιάς, που άρχιζε να αραιώνει αισθητά.

Φτάνοντας στα 1.700, περίπου,  μέτρα υψόμετρο φάνηκε μπροστά μας η βραχώδης ράχη με αραιή θαμνώδη βλάστηση.

Βγήκαμε και από το τελευταίο κομμάτι του δάσους.

Από εδώ και πέρα ακολουθήσαμε την κορυφογραμμή, που αρχικά ήταν απότομη, απαιτητική στο πέρασμά της και κουραστική.

Στη συνέχεια η κλήση της γινόταν πιο ήπια, δεν κούραζε πια (φωτ. 31, 32).

Μετά από 1 ώρα και 50 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας βρεθήκαμε από το εξωκλήσι της «Υπαπντής» στα 1.800 μέτρα υψόμετρο. Φτάσαμε στην κορυφή «Υπαπαντή» με το τριγωνομετρικό κολωνάκι και τον φτιαγμένο από κλαδιά χαρακτηριστικό σταυρό.

Τον βρήκαμε, όμως, πεσμένο αυτή τη φορά. Κείτονταν, εκεί, δίπλα στο τσιμεντένιο κολωνάκι, «παραδομένο» στον φθοροποιό χρόνο.  Κρίμα (φωτ. 33).

Ολιγόλεπτη στάση για ανάσα. Τελευταία ματιά, φωτογραφίες και συνεχίσαμε την ανάβασή μας ακολουθώντας την κορυφογραμμή.

Το χιόνι  που συναντήσαμε λιγοστό.

Ο ήλιος από πάνω μας με την ευχάριστη ζεστασιά του. Τα μποφόρ λιγοστά…κοντά στο 1 bar.

Η θέα από ψηλά φανταστική. Αισθανόμασταν, στο σημείο εκείνο, ότι: «γίναμε αετοί, που πέταγαν πολύ ψηλά. Βλέπαμε κάμπους, πολιτείες και βουνά…» (μία παραλλαγή από το τραγούδι της Μαρίνας της εποχή του ’70 ‘‘Να ’μουν αητός’’).

Μπροστά μας βλέπαμε τις «Δίδυμες», τις κορυφές του προορισμού μας.

Στα δεξιά μας: τον κάμπο της Ημαθίας, την Νάουσα, τις περιοχές του Νομού Πέλλας, την Έδεσσα, το «Πίνοβο», τον «Βόρα» («Καϊμάκτσαλαν») και πέρα, στο βάθος, διακρίναμε τον «Χορτιάτη».

Στα αριστερά μας, τον υπόλοιπο ορεινό όγκο του Βερμίου με τις δεκάδες κορυφές του.

Η κορυφή «Μουντάκι» φαινόταν πολύ καθαρά.

Πίσω μας, βλέπαμε το τμήμα της κορυφογραμμής που ανηφορίσαμε και πέρα, στο βάθος, τα «Πιέρια» και τον «Όλυμπο» (φωτ. από 34 έως και 37).

Κοντεύαμε στον επόμενο προορισμό μας.

Δεν χρειαστήκαμε παραπάνω από 35 λεπτά πορείας από την κορυφή «Υπαπαντή» και  3,5 ώρες από την αρχή της πορείας μας, για να φτάσουμε στα 1.940 περίπου μέτρα υψόμετρο  με το πέτρινο μικρό εκκλησάκι, που έκανε τη διαφορά στο σημείο εκείνο.

Βρεθήκαμε στη θέση με το τοπωνύμιο «Αγ. Πνεύμα» (φωτ. 38, 39, 40).

Αποφασίσαμε να κάνουμε την ολιγόλεπτη στάση μας για ανάσα και για να χαλαρώσουμε. Υγρά, μπάρες δημητριακών ήταν τα απαραίτητα για τη συνέχεια.

Δεν καθυστερήσαμε πολύ. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.

Η πορεία μας χαλαρή. Το μονοπάτι χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Κατεβήκαμε την ευήλια πλευρά χωρίς να πατήσουμε χιόνι και στη συνέχεια αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την ολόλευκη ανήλια πλαγιά που κατέληγε στις «Δίδυμες» κορυφές.

Το χιόνι δεν δημιουργούσε καμιά δυσκολία στην ανηφορική πορεία μας.

Φτάσαμε στο μνήμα του αεροπόρου που σκοτώθηκε, στην περιοχή, πέφτοντας με το αεροπλάνο του πάνω στη μία από τις δύο κορυφές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ», καταφέραμε να διακρίνουμε στον πέτρινο σταυρό, που μόλις προεξείχε από το χιόνι. ΑΘΑΝΑΤΟΣ (φωτ. 41).

Χρειαστήκαμε 30 λεπτά πορείας, για να φτάσουμε από τη θέση «Αγ. Πνεύμα» στην ψηλότερη από τις «Δίδυμες» κορυφές, την «Τρούλος», με υψόμετρο 2.020  μέτρα.

Από το σημείο αυτό φάνηκαν καθαρά: το λίφτ και οι κτιριακές εγκαταστάσεις του Χιονοδρομικού της Νάουσας «3-5 Πηγάδια» (φωτ. 42, 43, 44).

Φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για τη δεύτερη «Δίδυμη» κορυφή.

Φτάσαμε.

Δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας, για να φτάσουμε από την ψηλότερη στην λίγο χαμηλότερη, την «Αεροπόρος» (υψ. 2.010 μ.), με το μαρμάρινο μνημείο, που έχει τοποθετηθεί στο σημείο εκείνο στη μνήμη του αεροπόρου (φωτ. 45).

Δεν καθυστερήσαμε. Τελευταία ματιά και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής.

Φτάνοντας στο «Αγ. Πνεύμα», ξεφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας για την τελευταία ολιγόλεπτη ξεκούραση, πριν τη κατάβασή μας προς το εξωκλήσι της «Υπαπαντής» (φωτ. 46, 47).

Τα λεπτά κύλησαν γρήγορα. Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι κατηφορικό, ευχάριστο.

Τα περάσματά μας γνώριμα, τα είχαμε περάσει ανεβαίνοντας.

Οι εικόνες, όμως, με διαφορετική γωνία φωτισμού (φωτ. από 48 έως και 51).

Μετά την κορυφή «Υπαπαντή» συναντήσαμε μία ομάδα ορειβατών από Θεσσαλονίκη.

Είχαν ανέβει μέχρι τα 1.800 μέτρα υψόμετρο και επέστρεφαν.

Μιλήσαμε μαζί τους. Τους ρωτούσαμε να μάθουμε για κάποιους δικούς μας γνωστούς ορειβάτες.

Γίναμε μια ομάδα για ελάχιστα λεπτά (φωτ. 52, 53).

Στη συνέχεια εμείς επιταχύναμε και τους αφήσαμε πίσω μας. Όσο κατεβαίναμε, τόσο έντονα φτάνανε στα αυτιά μας οι φωνές από το εξωκλήσι της «Υπαπαντής».

Φτάσαμε.

Στον προαύλιο χώρο οι φωτιές λιγοστές και τα εναπομείναντα κάρβουνα εξακολουθούσαν να «ζεσταίνουν» την ατμόσφαιρα.

Βρήκαμε αρκετούς Ναουσαίους, που συνέχιζαν τις κρασοτσιπουρομεζεκλικοκαταστάσεις τους και κάποιους τελευταίους ορειβάτες, που είχαν έρθει από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας.

Η φασολάδα που ετοίμασε η εκκλησιαστική επιτροπή για να τη μοιράσει σε όλο τον κόσμο εκεί, μας «περίμενε» ακόμη (φωτ. 54, 55, 56).

Ναουσαίοι γλεντζέδες, γνωστοί μας από παλιά, μόλις μας είδαν μάς κάλεσαν στο τραπέζι τους να συνεχίσουμε μαζί τους τα κρασοτσιπουρομεζεκλίκια.

Ήπιαμε, φάγαμε, συζητήσαμε. Θυμηθήκαμε τα παλιά, τότε που εμείς επισκεπτόμασταν τους αγρότες της περιοχής  για Υπηρεσιακά προγράμματα.

Όμορφες οι στιγμές της συνάντησης. Θα μας μείνουν σαν μία ακόμη ευχάριστη ανάμνηση (φωτ. 57).

Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε.

Έφτασε η στιγμή που έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τους γνωστούς μας, από τα παλιά.

Τους ευχαριστήσαμε για την πρόσκληση και το κέρασμα.

Τα σακίδια στη πλάτη και ξεκινήσαμε.

Βγαίνοντας από την πύλη «Εισόδου-Εξόδου»  δεν ακολουθήσαμε το κλασικό μονοπάτι για «Πρ. Ηλία»-«Ταξιάρχες», αλλά στρίψαμε αμέσως δεξιά.

Πήραμε το κατηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στη «Σπηλιά Υπαπαντής».

Η κατηφόρα απότομη και η διαδρομή σύντομη.

Βρεθήκαμε στη σπηλιά, που τη σχηματίζουν ογκώδεις βράχοι.

Στο εσωτερικό της, λέγεται ότι, βρέθηκε η εικόνα της «Υπαπαντής» (φωτ. 58, 59).

Προσκυνήσαμε και φύγαμε. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε.

Η κλίση του εδάφους μεγάλη. Για να ανεβούμε μέχρι το κλασικό μονοπάτι «Υπαπαντή» →  «Πρ. Ηλίας» → «Ταξιάρχες» χρησιμοποιήσαμε σχοινί, που έχει τοποθετηθεί στο σημείο εκείνο (φωτ. 60, 61, 62).

Η ανηφοριά σύντομη.

Μπήκαμε στο κλασικό μονοπάτι και το ακολουθήσαμε με κατεύθυνση προς «Ταξιάρχες».

Η διαδρομή γνώριμη: «Υπαπαντή» → βράχος με το μεταλλικό εικονοστάσι → το σημείο με το άλλο εικονοστάσι, αυτό της «Παναγίας Μεγαλόχαρης» → «Πρ. Ηλίας» → βρύση → «Ταξιάρχες».

Ο κόσμος που επέστρεφε εκείνη τη στιγμή πολύς  (φωτ. από 63 έως και 67).

Φτάσαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Στο σημείο αυτό έφτανε στο τέλος της άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.

Έφτασε η στιγμή που έπρεπε να αφήσουμε τη «δική μας» ελεύθερη γωνιά, το «δικό μας» καταφύγιο.

Έπρεπε να αφήσουμε τη Φύση στην ηρεμία της και να επιστρέψουμε στη θορυβώδη καθημερινότητα της πόλης.

Φύγαμε από τους «Ταξιάρχες» γεμάτοι από εικόνες, από βιώματα, από εμπειρία, από δράση και πάνω απ’ όλα με περισσότερη ευχάριστη διάθεση.

«Κάθε άνθρωπος της δράσης είναι άνθρωπος με όνειρα.» (James Gibbons Huneker, Αμερικανός κριτικός)

Και του χρόνου…με υγεία.

Απολογισμός :

Διαδρομή: «Ταξιάρχες» (υψ. 790 μέτρα) → «Πρ. Ηλίας» → εξωκλήσι «Υπαπαντής» (υψ. 1.100 μ.

περίπου) → κορυφή «Υπαπαντή» (υψ. 1.800 μ.) → «Αγ. Πνεύμα» (υψ. 1.940 μ.) →

κορυφή «Τρούλος» (υψ. 2.020 μ.) → κορυφή «Αεροπόρος» (υψ. 2.010 μ.) →

επιστροφή στους «Ταξιάρχες» περνώντας από τη «Σπηλιά Υπαπαντής»

Υψομετρική  διαφορά : 1.300 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).

Χρόνος :      7,5 ώρες ( συνολικός χρόνος )

Απόσταση:  15 χλμ.

banner-article

Ροη ειδήσεων