“…Και εγένετο φως” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Και είπεν ο Θεός γεννηθήτω το φως και εγένετο φως…» (Γένεσις 1-3)
Τόσο απλά και όμως τόσο πολύπλοκα. Έτσι σχολιάζει ο καθηγητής Barry R. Masters για το θέμα της ύπαρξης του φωτός που απασχόλησε τόσο τους επιστήμονες όσο και τους φιλοσόφους και τους λογοτέχνες αλλά και τους θεωρητικούς της θρησκείας και της δημιουργίας του κόσμου.
Ο Χριστιανισμός (Ορθόδοξοι…) όρισε και ειδική ημέρα εορτασμού του φωτός, τα γνωστά Θεοφάνεια ή Φώτα. Τα κάλαντα αυτής της ημέρας καταδεικνύουν τη σχέση του φωτός με τον Τριαδικό Θεό και περιγράφουν τον αγιασμό των Υδάτων μέσα από τη βάπτιση του Ιησού «Σήμερα τα φώτα και φωτισμός και χαρά μεγάλη και αγιασμός…». Ανάλογες αναφορές στο φως και στη σχέση του με το Θεό ανευρίσκονται και στο σύμβολο της πίστεως «φως εκ φωτός, θεόν αληθινόν εκ θεού αληθινού…», η ταύτιση του Χριστού με το φως «Εγώ ειμί το φως…».
Το φως στην ελληνική μυθολογία
Το φως, όμως, το πρώτον απασχόλησε και τους Αρχαίους Έλληνες που το εξέλαβαν ως παιδί του Έρωτα σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου. Η Ηώς εκπροσωπεί το πρώτο φως της ημέρας και ο Εωσφόρος – Φωσφόρος είναι το αστέρι που φέρνει το φως (Αυγερινός – Αφροδίτη). Στον ίδιο κύκλο μυθολογικής ερμηνείας – απεικόνισης και ο Φαέθων που οδηγεί το άρμα του Ηλίου, ως του κατεξοχήν φορέα του φωτός. Απαντάται δε και στον Όμηρο, όπως: «Φάος ήεν επί χθόνα…» (Οδ. Ψ. 37) και αλλού «Ήλθες Τηλέμαχε, γλυκερόν φως» (Οδ. Π. 23) ή ακόμα και στον Ανακρέοντα ως προσφώνηση «Ω φάος Ελλήνων».
Το φως ετυμολογικά είναι συναίρεση του τύπου φάος που προέρχεται από τη ρίζα Φαf–os που σημαίνει φωτίζω… Για άλλους το φως ως έννοια προέρχεται από το ρήμα Φαίνω-ομαι, εξού και οι έννοιες – λέξεις: φανός, φανάρι, φαεινός, φάσμα, φωτεινός, φανερός… Γι’ αυτό και μιλάμε για «άπλετο φως», «φώτα δημοσιότητας», «φαεινές ιδέες», «ηλίου φαεινότερον», «είδε το φως» (γεννήθηκε)ή και ως οικεία προσφώνηση «φως των οφθαλμών μου» ή το απλό «φως μου». Γενικότερα η έννοια φως ανεξάρτητα από την ετυμολογία της – κυριαρχεί στο λόγο μας, είτε κυριολεκτικά (το φως της ημέρας), είτε μεταφορικά (το ανέσπερον φως του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού).
Το φως και η επιστήμη
Ωστόσο, πέρα από τις μυθολογικές απεικονίσεις- ερμηνείες ή τις θρησκευτικές ταυτίσεις (φως = Θεός) και τις εννοιολογικές σημασίες, το φως ως φαινόμενο προκάλεσε πολλά ερωτήματα και προβλήματα στην επιστήμη. Βασικά ερωτήματα ήταν η δυνατότητα ενός ακριβούς ορισμού του φωτός αλλά και η πειστική ανάλυση – ερμηνεία της φύσης του. Ερωτήματα που προκάλεσαν επιστημονικές έριδες και αδιέξοδα.
Σύμφωνα με το λεξικό το φως ονομάζεται ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που ανιχνεύεται από το ανθρώπινο μάτι και εκλαμβάνεται ως αίσθηση (αντίληψη) αυτής. Φως, δηλαδή, είναι το αίτιο της όρασης. Η πολυπλοκότητα του φαινομένου του φωτός αδυνατεί να χωρέσει σε έναν ορισμό που από τη φύση του – ακόμη και ο πιο ακριβής – «περιορίζει», γι’ αυτό σύμφωνα με τον Επίκουρο «Τα ονόματα είναι σαφέστερα από τους ορισμούς».
Οι πρώτες θεωρίες που διατυπώθηκαν για τη φύση του φωτός ήταν αυτές του Ισαάκ Νεύτωνα (1643 – 1727) και στη συνέχεια του Ολλανδού Κρίστιαν Χούχενς (1629 – 1695). Ακολούθησαν οι θεωρίες του Φρένελ (1788 – 1827), του Μάξγουελ (1870), του Χερτζ (1888), του Πλανκ (1858 – 1947) και πολλών άλλων που αγωνιούσαν για τον ακριβή προσδιορισμό της φύσης του φωτός. Όσο κι αν οι θέσεις του Νεύτωνα λειτουργούσαν ανασταλτικά στη διατύπωση άλλης θεωρίας (η δύναμη της αυθεντίας) η επιστήμη δεν έπαψε να προχωρά μέσα από αμφισβητήσεις και ανατροπές. Αυτό είναι το οδοιπορικό της επιστήμης.
Τη μεγάλη ανατροπή έφερε στο θέμα του φωτός ο Αϊνστάιν (1905 – 1916). Σε αυτήν τη δεκαετία ανέτρεψε παραδοσιακές θεωρίες και πρόβαλε τη θεωρία του για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο ως εξής: Τα κβάντα του φωτός διαπερνούν την επιφάνεια της ύλης και η ενέργειά τους μετατρέπεται σε κινητική ενέργεια ηλεκτρονίων. Το βραβείο Νόμπελ Φυσικής του Αϊνστάιν το 1922 ανέφερε «για τις υπηρεσίες στη θεωρητική φυσική και ειδικά για την ανακάλυψη των φυσικών νόμων του φωτοηλεκτρικού φαινομένου.» Η «κβαντική σύσταση του φωτός» έθεσε το ζήτημα του φωτός σε νέα βάση. Όσο κι αν αυτή αμφισβητήθηκε, μέχρι να επαληθευθεί και πειραματικά, είναι μέχρι και σήμερα κυρίαρχη. Προϊόν όλων των παραπάνω επιστημονικών θεωριών και επιτευγμάτων είναι και ο καθορισμός της ταχύτητας του φωτός που είναι ίση με 299.792,458 Km/Sec και σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν η ταχύτητα αυτή είναι η οριακή ταχύτητα στη φύση και κανένα υλικό σώμα δεν μπορεί να υπερβεί αυτή (Χωροχρόνος).
Φως και ποίηση
Ωστόσο, το φως δεν αποτελεί αντικείμενο μελέτης μόνο των επιστημόνων που εμπλουτίζουν καθημερινά το λεξιλόγιό μας με νεότευκτους όρους, όπως: Φωτόνια, κβάντα φωτός, φωτεινή ακτίνα, φωτεινή δέσμη,… Αποτελεί και σημείο αναφοράς σε όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικής και κοινωνικής ζωής μεταμορφώνοντας τις διαθέσεις και τα συναισθήματα του κάθε ανθρώπου. Κι αυτό γιατί το φως δεν συνιστά μόνο το αναγκαίο στοιχείο για τη ζωή των έμβιων όντων (πηγή ενέργειας) αλλά και για την ψυχική ισορροπία – τάξη. Το φως του ηλίου, της σελήνης, των άστρων, το ηλιοβασίλεμα, η αυγή και το ουράνιο τόξο προκαλούν συναισθήματα αγαλλίασης και θαυμασμού προς τη συμπαντική τάξη. «Το φως μας σαγηνεύει, μας κινητοποιεί, μας ξυπνά, μας θαμπώνει, μας κοιμίζει, μας συνδέει με τις μυστηριώδεις δυνάμεις του σύμπαντος».
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που υμνήθηκε τόσο πολύ από τους ποιητές στην προσπάθειά τους να αποτυπώσουν με πληρότητα το δαιδαλώδες χώρο της ανθρώπινης ψυχής αλλά και του πνεύματος. Στα ποιητικά κείμενα η έννοια του φωτός λαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο ή καθίσταται σύμβολο διάφορων καταστάσεων. Στον Ελύτη το φως προβάλλεται ως πρώτιστο στοιχείο της δημιουργίας «Στην αρχή το φως και η ώρα η πρώτη» (Άξιον Εστί). Ο ίδιος ο ποιητής στους «Προσανατολισμούς» προσδίδει άλλο νόημα μέσα από το οποίο αναδύεται ο συναισθηματικός – ερωτικός λόγος «Πριν από τα μάτια μου ήσουν φως/ πριν από τον Έρωτα έρωτας».
Ο Σολωμός θεωρεί το φως συστατικό στοιχείο της Ελευθερίας που προσδίδει κάλλος και υπεροχή «Α! το φως που σε στολίζει, / σαν ηλίου φεγγοβολή /… φως το χέρι, φως το πόδι, / κι όλα γύρω σου είναι φως» (Ύμνος εις την Ελευθερίαν). Στο ποίημα ο «Πόρφυρας» το φως εκλαμβάνεται ως προϋπόθεση αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας «Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του». Παραπλήσια είναι και η διαπίστωση του Σεφέρη στο ρόλο του φωτός στη ζωή του ανθρώπου ως φορέα – πηγή αυτογνωσίας «Είπες εδώ και χρόνια: / «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» /… αναζητάς τη λόγχη / την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου για να την ανοίξει στο φως».
Στον Καβάφη το φως λειτουργεί ως κίνδυνος και απειλή για όσους φοβούνται και δειλιάζουν μπροστά στο καινούριο, όπως οι έγκλειστοι – δεσμώτες στο σπήλαιο του Πλάτωνα «Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ / να τάβρω. Και καλλίτερα να μην τα βρω. / Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. / Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει». (Τα παράθυρα). Ο Ρίτσος θεωρεί το φως αξία και ζητούμενο ανθρώπων και κοινωνιών «Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια / για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι» (Λαός, «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»)
Σε πολλούς ποιητές υπάρχει η αντίθεση – εναλλαγή φωτός και σκότους, ως λάμψη και θάμπωση… ή ως παράδεισος – Άδης. Το φως διαχρονικά ταυτίζεται με τη χαρά, την ανύψωση, τη λύτρωση, τη νίκη. Από την άλλη το σκότος (απουσία φωτός) σημαίνει δυστυχία, δουλεία, θάνατος: «Φως που πατεί χαρούμενα τον Άδη και το Χάρο» (Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»). Η αντίθεση φωτός και σκότους διαφαίνεται καθαρά και στο στίχο του Σινόπουλου «Επάλευε να κρατηθεί το φως / χαράκωνε τη νύχτα και τον ουρανό» (Έξοδος, «Μεταίχμιο Β»).
Το φως και ο Καζαντζάκης
Τις ίδιες αντιθέσεις διαβλέπει και ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του αλλά σε ένα επίπεδο σύνθεσης και ισορροπίας μέσα από τη συνεχή σύγκρουση « Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος. Το μυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και σκοτάδι και πολεμάει να το ξετυλίξει μέσα στο λαβύρινθο της σάρκας». Στην προσπάθειά του δε, να ορίσει το βαθύτερο περιεχόμενο της ζωής του ανθρώπου αναφέρει:«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή».
Τελικά το φως ως φαινόμενο εξακολουθεί να προκαλεί προβληματισμούς και να εγείρει αμφισβητήσεις για την πραγματική του φύση. Ο Καζαντζάκης δίνει το δικό του ορισμό στην «Ασκητική».
«Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια».
ΙΔΕΟπολις