Περιγραφή Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Γεώργιος Τσάρας
« Αν δεν το τολμήσεις δεν θα μάθεις ποτέ…αν άξιζε ή όχι.» ( Άγνωστος )
Ξημέρωνε Κυριακή. Στο ημερολόγιο έγραφε 06-10-2019.
Ξεκινούσε, για μας τους λάτρεις της Φύσης, μια καινούργια μέρα απόδρασης και μιας ακόμη κυριακάτικης δράσης στον ορεινό όγκο της επιλογής μας. Όταν ξυπνήσαμε, έξω επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι.Ο ουρανός γεμάτος αστέρια και η θερμοκρασία με την αισθητή φθινοπωρινή ψυχρούλα της.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για τη φυγή στο δικό μας «καταφύγιο». Στη δική μας «ελεύθερη, από έγνοιες και προβλήματα, γωνίτσα», που περιμένει, όπως κάθε σαββατοκύριακο, την άφιξή μας στα μέρη της ηρεμίας και της ψυχικής γαλήνης.
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα, για μια πολύωρη πορεία σε περιοχή με απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες. Ετοιμαστήκαμε και περιμέναμε την ώρα της συνάντησης, που καθορίσαμε. Άρχισε να χαράζει.
Στο βάθος του ορίζοντα άρχιζε να ξεχωρίζει, μέσα στην μακρόστενη πολύχρωμη λωρίδα που από λεπτό σε λεπτό διευρυνόταν απομακρύνοντας το σκούρο πέπλο της νύχτας, ο ορεινός όγκος που ορθώνεται πάνω από τη «Νύφη του Θερμαϊκού», την Θεσσαλονίκη (φωτ. 1).
Έφτασε η ώρα. Ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας. Συγκεντρωθήκαμε σε ένα από τα πολλά, κοντά στην είσοδο-έξοδο της πόλη, καφε-μπουγατσάδικο. Η κυριακάτικη παρέα μας με άρωμα νιότης, με γυναικείες παρουσίες.
Συστηθήκαμε με τους δύο καινούργιους, που αποφάσισαν να μας ακολουθήσουν για να γνωρίσουν την ομορφιά της ορειβασίας, να ζήσουν μια πρωτόγνωρη, γι’ αυτούς, εμπειρία, να πραγματοποιήσουν μια ενδιαφέρουσα «εξόρμηση» στη ζωή τους και να αντικρίσουν από κοντά όλη τη μαγεία της Φύσης.
Μαζί μας και η 9χρονη Αναστασία, που στις 28 Αυγούστου είχε ανέβει στην κορυφή «Πρ. Ηλίας» (υψ. 2.787 μ.) του Ολύμπου και έχει «σκαρφαλώσει» στις κορυφές: «Στεφάνι» (υψ. 2.911 μ.) και «Μύτικα» (υψ. 2.918 μ.) [φωτ. 2].
Πήραμε τους καφέδες στο χέρι και τη ζεστή μπουγάτσα για το δρόμο και φύγαμε.Τα ρολόγια δείχνανε 07.30’ π.μ., όταν ξεκινήσαμε για το ταξίδι των δικών μας «θέλω». Το Κυριακάτικο «θέλω» είχε την εξής ορειβατική δραστηριότητα: «Ανάβαση στην ‘‘Πετρόστρουγκα’’ (υψ. 1.940 μ.), ξεκινώντας από τη θέση με τοπωνύμιο ‘‘Γκορτσιά’’ (υψ. 1.120 μ.) και επιστροφή στα ‘‘Πριόνια’’, ακολουθώντας το μονοπάτι ‘‘Γομαρόσταλος’’».
Αφήσαμε πίσω μας τη ρουτίνα της πόλης, τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με προορισμό το Λιτόχωρο Πιερίας. Η οδική διαδρομή μας: Βέροια → Εγνατία Οδός → Εθνική Αθηνών-Θεσ/νίκης → έξοδος προς «Λιτόχωρο». Η κίνηση στους δρόμους ελάχιστη.
Και νάτος !!! «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, ο πετροπαιχνιδιάτορας…» (Οδυσσέας Ελύτης), που τον είδαμε να ξεπροβάλλει, με το χρυσαφί φωτοστέφανό του, πίσω από τον ορεινό όγκο του «Χορτιάτη». Όμορφη η εικόνα του, αλλά στο αντίκρισμά του μας «τύφλωνε» (φωτ. 3).
Βγαίνοντας από την Εθνική, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στην κωμόπολη της Πιερίας, που απλώνεται στους πρόποδες του επιβλητικού βουνού των θεών. Όσο πλησιάζαμε, τόσο αυτό ορθωνόταν μπροστά μας, σαν ένας γιγάντιος τείχος με την λευκόγκριζου χρωματισμού κορυφογραμμή του.
Ο Όλυμπος, από τη φύση του, προσφέρει στον επισκέπτη πολλές εναλλακτικές επιλογές δραστηριοτήτων, που τον γεμίζουν με ποικίλα συναισθήματα, τα οποία δεν θα μπορούσε να βιώσει αλλού. Η εικόνα που αντικρίζαμε μπροστά μας μαγευτική (φωτ. 4, παλαιότερη).
Στο Λιτόχωρο, ακολουθώντας τις πινακίδες, κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της κωμόπολης και στη συνέχεια μπήκαμε στο ανηφορικό ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια, που τερμάτιζε στα «Πριόνια» Ολύμπου. Η διαδρομή φανταστική. Τα περάσματα μέσα από εναλλασσόμενα τοπία, που σε κάνουν να θαυμάζεις την ομορφιά των εικόνων και να μη κουράζεσαι από τις συνεχείς στροφές.
Μεικτά δάση, δάση οξιάς, πευκοδάση και ελάχιστα γυμνά, από βλάστηση, σημεία εναλλάσσονταν μεταξύ τους (φωτ. 5).
Στη διαδρομή συναντήσαμε 2-3 χώρους αναψυχής-θέας και δεκάδες σημεία με ξύλινα τραπεζοκαθίσματα. Προσπεράσαμε το καταφύγιο «Δημ. Μπουντόλας». Είναι κτισμένο στη θέση «Σταυρός», στα 940 μέτρα υψόμετρο μιας πλαγιάς με φανταστική θέα προς τον Θερμαϊκό.
Από το Λιτόχωρο χρειαστήκαμε 12 περίπου χιλιόμετρα οδικής πορείας για να φτάσουμε στα 1.120 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Φτάσαμε, δηλαδή, στο σημείο με το τοπωνύμιο «Διασταύρωση» ή θέση «Γκορτσιά», όπως την ξέρουν οι περισσότεροι.
Αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας τον ανηφορικό νεροφαγωμένο δασικό δρόμο (φωτ. 6).
Στα 100 περίπου μέτρα μετά τη διασταύρωση, βρεθήκαμε σε ένα μικρό πλάτωμα με ξύλινους πάγκους-τραπεζάκια και μία ξύλινη μικρή καλύβα που την χρησιμοποιούν κάποιοι για αποθήκη-στάβλο μουλαριών. Από δω ξεκινά και το μονοπάτι για όσους θέλουν να ανηφορίσουν, από το σημείο αυτό, για τις κορυφές του βουνού των θεών. Αυτοκίνητα βρήκαμε πολλά.
Αποβιβάσαμε τα μέλη της ομάδας και ξεκινήσαμε 2 αυτοκίνητα για τη θέση «Πριόνια» με σκοπό να αφήσουμε εκεί το ένα. Επιστρέφοντας στη «Γκορτσιά», βρήκαμε και τους υπόλοιπους 4 της κυριακάτικής μας ορειβατικής συντροφιάς, που μόλις είχαν φτάσει.
Οι δύο καινούργιοι, φιλαράκια του Πέτρου, αποφάσισαν να ακολουθήσουν την ομάδα για την εμπειρία, για κάτι το διαφορετικό από τα συνηθισμένα, για να «ανακαλύψουν» κάποιο από τα τυχόν «κρυμμένα» ενδιαφέροντά τους και για να «μετρήσουν» τις αντοχές τους (φωτ. 7).
Σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας σε σημείο που δεν εμπόδιζαν τη διέλευση άλλων…μεταφορικών μέσων…και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε (φωτ. 8).
Η μέρα ηλιόλουστη και η θερμοκρασία ό,τι πρέπει. Ούτε κρύο-ούτε ζέστη. Η διάθεση ευχάριστη και τα πειράγματα να…δίνουν και να παίρνουν. Όμορφες στιγμές, χαρούμενες εικόνες. Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους και ενεργοποιήσαμε τα GPS’s. Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας. Κάποιες χρήσιμες συμβουλές στο νέο «αίμα» της ομάδας και ξεκινήσαμε.
Στα πρόσωπα όλων μας ήταν «αποτυπωμένη» η χαρά. Στα πρόσωπα των έμπειρων, η χαρά της παρουσίας των νέων.
Στα πρόσωπα των «πρωτάρηδων», η χαρά της καινούργιας εμπειρίας και της «εξερεύνησης» του άγνωστου (φωτ. 9, 10, 11).
Ακολουθήσαμε το όμορφα διαμορφωμένο φαρδύ μονοπάτι, που στη συνέχειά του στένευε μπαίνοντας στο δάσος. Η πορεία μας ανηφορική. Τα περάσματά μας μέσα σε δάσος. Τιτιβίσματα πουλιών δεν ακούγαμε. Πουλιά και Φύση σιωπούσαν.
«Άκουγαν» τις ανάσες, τις συζητήσεις, τα πειράγματα, τα χαμόγελά μας, καθώς και τον κτύπο των μπατών μας στα πετρώδη κομμάτια του μονοπατιού. Οι εικόνες εναλλάσσονταν η μία με την άλλη. Η χλωρίδα διέφερε από περιοχή σε περιοχή, το ίδιο και η γεωμορφολογία του μονοπατιού.
Κάθε βήμα μας και κάτι το διαφορετικό, κάθε πέρασμά μας και κάτι το ξεχωριστό. Στην αρχή περνούσαμε μέσα από μικτά δάση. Σε πολλά σημεία της διαδρομής οι γυμνές ρίζες των δένδρων χρησίμευαν σαν σκαλοπάτια στο ανέβασμά μας (φωτ. από 12 έως και 18).
Βλέποντας τα καταπράσινα φύλλα των δένδρων νομίζαμε ότι είχαμε ακόμη άνοιξη, κι ας διανύαμε τον δεύτερο μήνα του φθινοπώρου. Η ψυχρούλα, όμως, στο πρόσωπο και στα ακάλυπτα μέρη του σώματος μάς το θύμιζε.
Συνεχίζαμε. Μπήκαμε στο δάσος με τα πανύψηλα μαυρόπευκα. Ακολουθούσαμε το ευδιάκριτο, το καθαρό και με πολύ καλή σήμανση μονοπάτι, που όσο ανηφορίζαμε γινόταν πολύ απαιτητικό. Άλλαζε γεωμορφολογικά. Από χωμάτινος γινόταν πετρώδες και με μεγάλη κλίση. Απαιτούσε αντοχή και γερά πόδια.
Η πορεία μας οφιοειδής, «ζιγκ-ζάγκ», στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής. Τα κόκκινα σημάδια, της σήμανσης, παντού. Τα συναντούσαμε στο πέρασμά μας τόσο στους κορμούς των δένδρων, όσο και στους βράχους (φωτ. 19, 20, 21, 22) .
Κοντεύαμε στη θέση με το τοπωνύμιο: «Μπάρμπα».Χρειαστήκαμε μία ώρα ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από τη «Γκορτσιά», στο μικρό πλάτωμα με το κιόσκι και το πετρόχτιστο ημικυκλικό παγκάκι (φωτ. 23).
Η ολιγόλεπτη στάση ήταν απαραίτητη. Υγρά με ηλεκτρολύτες, μπισκότα, σοκολατάκια, μπάρες δημητριακών, ήταν ό,τι πρέπει στα 1.450 μέτρα υψόμετρο. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε, είχαμε πολύ δρόμο ακόμη για τη συνέχεια.
Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και μπήκαμε στο μονοπάτι που οδηγούσε προς «Πετρόστρουγκα». Περπατούσαμε μέσα σε ένα πανέμορφο δάσος οξυάς με την καταπράσινη πυκνή κώμη των πανύψηλων δένδρων, από πάνω μας και κάτω, τα πεσμένα καφετί χρωματισμού παλιά φύλλα να κάνουν τη διαφορά. Λές και η Φύση φρόντισε να «απλώσει» το πολύχρωμο χαλί για να το πατήσουμε στο πέρασμά μας.
Εικόνες που αντικρίζαμε απερίγραπτες, παραμυθένιες. Και εμείς ήμασταν, εκείνη τη στιγμή, ένα κομμάτι του παραμυθιού. Ήμασταν το κομμάτι που συμπλήρωνε το όλο σκηνικό. Προχωρώντας, οι εναλλαγές συνεχείς. Δάσος οξιάς – ελατόδασος – δάσος οξιάς – ελατόδασος κ.ο.κ.
Δεν ήταν μόνο η εναλλαγή της δασικής βλάστησης που αντικρίζαμε σε κάθε μας βήμα, ήταν και η εναλλαγές της μορφολογίας του μονοπατιού. Όλο ανηφόρα, τα επίπεδα τμήματα λιγοστά…έτσι για να παίρνουμε και καμιά ανάσα…και σε κάποια τμήματά του περνούσαμε ανάμεσα από βράχους και ογκόλιθους διάφορων διαστάσεων (φωτ. από 24 έως και 29).
Οι νεαροί όλο μπροστά, «πετούσαν» με τα «φτερά της νιότης» τους. Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στην πηγή μέσα στο ρέμα. Το τοπωνύμιο στο σημείο εκείνο: «Κολοκυθιές».
Για να φτάσει κάποιος στην πηγή θα χρειαστεί δέκα μόλις λεπτά πορείας από τον μεταλλικό σωλήνα της σήμανσης, που υπάρχει στο σημείο της διασταύρωσης των μονοπατιών. Κοντεύαμε στη θέση με το τοπωνύμιο: «Κόκα».
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από τη θέση «Μπάρμπα», στο σημείο με τα ξύλινα παγκάκια, που κατασκευάστηκαν κοντά στην άκρη μιας απότομης βραχώδους πλαγιάς (φωτ. 30).
Ολιγόλεπτη στάση. Ήταν αρκετή για ξεκούραση και για την «εξερεύνηση» του γύρω χώρου από τα ανήσυχα νιάτα. Αναμνηστική φωτογραφία και φύγαμε. Από δω και πέρα συνεχίζαμε στο πιο απαιτητικό μονοπάτι της διαδρομής, που περνούσε από βραχώδη τοπία (Φωτ. 31).
Βρισκόμασταν μέσα στο ελατόδασος. Συναντούσαμε κάπου-κάπου και κανένα ακέφαλο ρόμπολο, να ξεχωρίζει.Τα βήματά μας αργά. Γύρω μας η απόλυτη σιωπή. Ακούγονταν μόνο οι ανάσες μας και τα «κλικ» των κλείστρων των φωτογραφικών μας μηχανών.
Ανηφορίζαμε. Σε ένα βράχο, στα αριστερά μας όπως ανεβαίναμε, είδαμε μια ολόλευκη μαρμάρινη πλάκα, που μας κίνησε την περιέργεια.
Πήγαμε προς τα εκεί. Είχε χαραγμένα τα εξής: «Κάτι του ψιθυρίσανε τα σύννεφα / Κάτι του αποκάλυψε ο άνεμος / Απροσδόκητα αναχώρησε Κώστας Τζιβελέκας»
Ήταν αφιερωμένη στον Έλληνα κατακτητή του Έβερεστ, που στα 67 του «ανέβηκε» ακόμη πιο ψηλά, στον ουρανό, ηττημένος από την ασθένειά του (φωτ. 32).
Στο βραχώδη εκείνο σημείο υπάρχει ένα άνοιγμα που βλέπει προς το καταπράσινο «Μαυρόλογγο» και τις απέναντι κορυφές του «…. Παρθενώνα της ελληνικής φύσης…», όπως αποκαλούσε τον Όλυμπο ο ζωγράφος Ιθακήσιος.
Πλησιάσαμε στο χείλος του απόκρημνου βράχου για να θαυμάσουμε από ψηλά όλη την εικόνα που «ξεδιπλωνόταν» μπροστά μας και κάτω από τα…πόδια μας (φωτ. 33, 34, 35).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Κοντεύαμε στα 1.900 περίπου μέτρα υψόμετρο.
Πλησιάζαμε στη θέση με το τοπωνύμιο «Στράγγος». Χρειαστήκαμε 20 λεπτά ανηφορικής πορείας, με στάσεις, για να φτάσουμε από τη θέση «Κόκα» στο σημείο με τη μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή, που έχει στη μια πλευρά της ζωγραφισμένη την γαλανόλευκη (φωτ. 36, 37, 38).
Πριν τη δεξαμενή, όπως ανεβαίνουμε, μία μεταλλική πινακιδούλα στον κορμό του κωνοφόρου ενημερώνει τον επισκέπτη για τις επιλογές που μπορεί να κάνει στην περιοχή:
Α. ή να ακολουθήσει το μονοπάτι στα αριστερά που οδηγεί στη σπηλιά, μια βραχοσκεπή, που έζησε τα καλοκαίρια ο ζωγράφος του Ολύμπου Βασίλης Ιθακήσιος.
Β. ή να ακολουθήσει ένα άλλο μονοπάτι, και αυτό στα αριστερά, που οδηγεί στην «Πηγή Στράγγο» και στη συνέχειά του στο «Γομαρόσταλο».
(Για να φτάσει κάποιος στην «Πηγή Στράγγο», την μοναδική πηγή στην ανώτερη ζώνη του Ολύμπου, δεν θα χρειαστεί παραπάνω από 15 λεπτά πορείας από τη δεξαμενή).
Γ. ή να συνεχίσει το μονοπάτι μας, που οδηγεί στο καταφύγιο, στη θέση «Πετρόστρουγκα» και
στη συνέχειά του στο «Οροπέδιο Μουσών» (φωτ. 39).
Στη δεξαμενή δεν καθυστερήσαμε. Σύντομη σύσκεψη για τη συνέχεια. Συζητώντας ακούστηκαν όλες οι απόψεις και τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε μια μικρή παράκαμψη από την πορεία μας και να επισκεφτούμε τη «Σπηλιά του Ιθακήσιου». Ξεκινήσαμε. Η πορεία μας ήταν σύντομη. Φτάσαμε στη «Σπηλιά».
Τα χαραγμένα στις δύο μαρμάρινες πλάκες, που συναντήσαμε πριν τη βραχοσκεπή, τα «λέγανε» όλα: «Βασίλειος Ιθακήσιος, 1878-1977» και «Εδώ ζούσε τα καλοκαίρια ο Βασίλειος Ιθακήσιος, ζωγράφος του Ολύμπου».
Δεν καθυστερήσαμε καθόλου. «Εξερευνήσαμε» τον χώρο, βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες και φύγαμε (φωτ. 40, 41, 42).
Επιστρέψαμε στη τσιμεντένια δεξαμενή και από εκεί πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε προς «Πετρόστρουγκα». Η πορεία μας αρχικά ευχάριστη, πάνω σε χωμάτινο μονοπάτι. Μπήκαμε στη ζώνη του Ρόμπολου, του γιγαντιαίου ακέφαλου κωνοφόρου.
Άρχισαν τα δύσκολα. Το σχετικά επίπεδο μονοπάτι άρχιζε να ανηφορίζει. Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο τα περάσματά μας γίνονταν πιο απαιτητικά. Το μονοπάτι σε πλαγιά με μεγάλη κλίση και η πορεία μας μέσα από βραχώδη τμήματα της διαδρομής.
Κοντεύαμε στα 1.940 μέτρα υψόμετρο. Συναντήσαμε πολύ κόσμο που κατηφόριζε. Το καταφύγιο, επιτέλους, φάνηκε.
Χρειαστήκαμε 20 περίπου λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από τη τσιμεντένια δεξαμενή, στο καταφύγιο της «Πετρόστρουγκας» και συνολικά: 3 ώρες και 30 λεπτά από τη «Γκορτσιά» (με στάσεις + «Σπηλιά Ιθακήσιου») [φωτ. από 43 έως και 47].
Γύρω από το πέτρινο κτίσμα πολλοί ορειβάτες, έτοιμοι για τη συνέχεια των δραστηριοτήτων τους. Εμείς κατευθυνθήκαμε στο εσωτερικό του (φωτ. 48, 49, 50).
Μπαίνοντας, ξεφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, απαλλαγήκαμε από τα άρβυλά μας και φορώντας τις σαγιονάρες του καταφύγιου κατευθυνθήκαμε προς την τραπεζαρία. Παραγγείλαμε τους καφέδες μας, το ζεστό τσάϊ βουνού και καθίσαμε να τους απολαύσουμε, άλλοι στη ζεστασιά της ξυλόσομπας και οι υπόλοιποι στο μπαλκονάκι με θέα προς τον κάμπο της Πιερίας.
Φαγητό δεν παραγγείλαμε, γιατί είχαμε σκοπό να φάμε στο καταφύγιο «Δημ. Μπουντόλας», επιστρέφοντας για Βέροια. Περιοριστήκαμε στα σάντουϊτς και τα μπισκότα, που ήταν τόσο νόστιμα στα 1.940 μέτρα υψόμετρο. Στη τραπεζαρία, ο Ηρακλής έπιασε συζήτηση με τη νεολαία της ομάδας. Τους έλυνε τις απορίες πάνω σε θέματα ορειβασίας.
Και η παρέα στο μπαλκόνι, συζητούσε διάφορα πίνοντας τον καφέ και απολαμβάνοντας τη θέα από ψηλά. Ο κάμπος με τα χωριά της Πιερίας, οι παραλίες της και ο Θερμαϊκός Κόλπος απλώνονταν κάτω από τα…πόδια μας. Στη θέα τους, είχαμε την αίσθηση ότι τα βλέπαμε από το αεροπλάνο. Η Θεσσαλονίκη, ο ορεινός όγκος του «Χορτιάτη» και το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, δεν φαίνονταν. Τα έκρυβαν τα σύννεφα, πέρα στο βάθος ( φωτ. 51, 52, 53, 54).
Η συνέχεια μας περίμενε. Έπρεπε να ξεκινήσουμε. Αφήσαμε τη ζεστασιά της αναμμένης ξυλόσομπας, φορέσαμε τα άρβυλά μας, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Σταματήσαμε στην κούνια που κρεμόταν από το κλαδί του ρόμπολου για την αναμνηστική ομαδική φωτογραφία (φωτ. 55).
Φύγαμε για την επιστροφή. Δεν ακολουθήσαμε το κλασικό μονοπάτι που ανηφορίσαμε, αλλά πήραμε το άλλο που οδηγούσε στο «Γομαρόσταλο» και στη συνέχειά του στα «Πριόνια». Η πορεία μας κατηφορική. Ακολουθούσαμε τη λευκή βούλα μέσα σε κόκκινο κύκλο. Ήταν το σημάδι της σήμανσης του μονοπατιού.
Τα περάσματα πολύ διαφορετικά από εκείνα που ανηφορίσαμε. Το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής το κάναμε περνώντας μέσα από δάση κωνοφόρων. Το μονοπάτι κατηφορικό, χωρίς δυσκολίες, βατό, καθαρό, ευδιάκριτο.Ήθελε, όμως, προσοχή για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού.
Οι εικόνες άλλαζαν μόνο ως προς το είδος των κωνοφόρων. Ρόμπολο, έλατο, μαυρόπευκο (φωτ. 56, 57, 58, 59).
Προσπεράσαμε το μονοπάτι, στα δεξιά μας, που περνούσε από το «Ανάθεμα». Το τοπωνύμιο τα λέει όλα. Περάσαμε από περιοχές με απόκρημνους βράχους και το ρέμα με τους σκόρπιους παντού κορμούς βιολογικά νεκρών δένδρων. Το χαρακτηριστικό εκείνο σημείο το ονομάσαμε «Νεκροταφείο δένδρων». Στα ψηλά έκανε την εμφάνισή της η ομίχλη, η οποία δεν μας «απείλησε».
Από κάποιο άνοιγμα καταφέραμε να δούμε την παλιά Μονή του Αγ. Διονυσίου, να «φωλιάζει» μέσα στο καταπράσινο του τοπίου. Μπορέσαμε να διακρίνουμε και την πολυχρωμία των αυτοκινήτων των επισκεπτών (φωτ. από 60 έως και 67).
Συνεχίζαμε. Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, στα αριστερά μας όπως κατηφορίζαμε, που οδηγούσε σε πηγή με νερό. Θέλαμε άλλα 2,5 περίπου χλμ. για τα «Πριόνια».
Μπήκαμε στο μονοπάτι με τη «πλέ» σήμανση. Είναι το πιο απαιτητικό και από τα πολύ δύσκολα του Ολύμπου, τόσο στο ανέβασμα όσο και στο κατέβασμά του. Με μεγάλη κλίση και με πολλά απότομα σημεία. Ξεκινά από τα «Πριόνια», οδηγεί στα «Γομαροστάλια» και στη συνέχειά του στο «Οροπέδιο Μουσών».
Βγήκαμε από το δάσος των κωνοφόρων και μπήκαμε στο μεικτό, με πυκνή βλάστηση. Κοντεύαμε στα «Πριόνια».
Η μεγάλη κλίση και η υγρασία, μετά από βροχές των προηγούμενων ημερών, μας «ανάγκασαν», εμάς τους έμπειρους, να βρισκόμαστε συνέχει κοντά στους καινούργιους, προκειμένου να τους βοηθήσουμε στα σημεία που γλιστρούσε πολύ.
Έπρεπε να προσέχουμε και εμείς που είχαμε τα κατάλληλα ορειβατικά παπούτσια. Ένα πάτημα πάνω σε γυμνή υγρή ρίζα μπορούσε να προκαλέσει τον ανεπιθύμητο τραυματισμό. Φτάσαμε στα «Πριόνια», στα 1.100 μέτρα υψόμετρο. Το μαρτύριο της μιάς ώρας πέρασε.
Τα καταφέραμε. Όλα πήγαν καλά. Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 30 λεπτά κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από το καταφύγιο «Πετρόστρουγκας», στο parking με τα αμέτρητα αυτοκίνητα και εκατοντάδες ορειβατών να πηγαινοέρχονται (φωτ. 68, 69, 70).
Ο κάτοχος του αυτοκινήτου που αφήσαμε στα «Πριόνια» μας πήρε, τους δύο οδηγούς και μας μετέφερε στη θέση «Γκορτσιά» για να πάρουμε τα δικά μας που είχαμε αφήσει εκεί. Επιστρέψαμε. Όλοι ήταν έτοιμοι για την αναχώρηση.
Φύγαμε. Μας περίμενε η κρασοτσιπουρομεζεκλικοκατάσταση. Κατηφορίζοντας τον ασφαλτόδρομο για Λιτόχωρο, σταματήσαμε στο καταφύγιο του «Δημ. Μπουντόλα». Βρίσκεται στα 940 μέτρα υψόμετρο, σε πλαγιά με θέα προς τον Θερμαϊκό Κόλπο. Όταν φτάσαμε, τα ρολόγια δείχνανε 18.20΄.
Βρήκαμε τραπέζι δίπλα στα παράθυρα με θέα προς το Λιτόχωρο, τον κάμπο και τις παραλίες Νομού Πιερίας. Και στο βάθος, το γαλάζιο του Θερμαϊκού.
Ήρθαν οι παραγγελίες. Ήρθε, επιτέλους, και η ώρα, που τόσο πολύ περιμέναμε μετά την οκτάωρη και πλέον δραστηριότητά μας στο βουνό των θεών, να απολαύσουμε τα κρεατικά, τις σαλάτες και το κρασάκι φυσικά
Ήμασταν χαλαροί. Όμορφες στιγμές. Τρώγαμε, πίναμε και συζητούσαμε για όλα εκείνα που ζήσαμε κυριακάτικα στα μαγευτικά, αλλά και πολύ απαιτητικά μονοπάτια του ορεινού όγκου του Ολύμπου (φωτ. 71, 72, 73).
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Είχαμε ήδη τελειώσει. Ήμασταν οι τελευταίοι που φεύγαμε.
Τελευταία ματιά στην όμορφη εικόνα με τα φώτα του Λιτόχωρου και των γύρω χωριών του κάμπου της Πιερίας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας στην πρωτεύουσα της Ημαθίας, στη Βέροιά μας, στην «έδρα» μας (φωτ. 74).
Με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο κλείσαμε την κυριακάτικη δραστηριότητά μας. Το ταξίδι μας κάπου εδώ έφτασε στο τέλος του. Η φανταστική μέρα συνέβαλε να γνωρίσουν, τα «πρωτάκια», ακόμη καλύτερα ένα κομμάτι του γιγάντιου και άγριας ομορφιάς ορεινού όγκου του Ολύμπου.
Ζήσανε μια όμορφη και πρωτόγνωρη εμπειρία, που θα την ζήλευαν όλοι εκείνοι που δεν το τολμούν. «Αποθήκευσαν» σε μια άκρη του μυαλού τους όλες εκείνες τις φανταστικές εικόνες και τις απερίγραπτες στιγμές στη Φύση, για να τις περιγράψουν στη συνέχεια στους δικούς τους και στα φιλαράκια τους.
Δοκίμασαν τις αντοχές τους και τα κατάφεραν. Μπράβο τους και πολλά συγχαρητήρια. Ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα γι αυτούς σε μονοπάτια απαιτητικά, που θέλανε κουράγιο, υπομονή, θέληση, δύναμη στα πόδια και γερά γόνατα.
Όσο για την 9χρονη Αναστασία, τι να πεί κανείς;;!!! Έχει κατορθώσει τόσα πολλά μέχρι σήμερα που τα λόγια περιττεύουν. Μιλάνε τα επιτεύγματά της. Ο «Πρ. Ηλίας» Ολύμπου (υψ. 2.787 μ), το «Στεφάνι» (υψ. 2.911 μ.), ο «Μύτικα» (υψ. 2.918 μ.) έχουν «αισθανθεί» την παρουσία της.
Επιστρέψαμε στη Βέροια με τις καρδιές μας γεμάτες από έντονα συναισθήματα και στις άκρες του μυαλού μας «φωλιασμένες» εκατοντάδες εικόνες που αντικρίσαμε και δεκάδες στιγμών που ζήσαμε.
« Το να επιστρέφεις εκεί που ξεκίνησες, δεν είναι το ίδιο με το να μην έχεις φύγει ποτέ.»
( Terry Pratchett, Βρετανός συγγραφέας)
Απολογισμός :
Διαδρομή: «Γκορτσιά» ή «Διασταύρωση» (υψ. 1.120 μ.) – «Μπάρμπα» (υψ. 1.450 μ.) –
καταφύγιο «Πετρόστρουγκας» (υψ. 1.940 μ.) – μονοπάτι «Γομαρόσταλος» – «Πριόνια»
(υψ. 1.100 μ.)
Υψομετρική διαφορά : 941 μέτρα (GPS, με ανεβοκατεβάσματα)
Απόσταση : 14,830 χλμ. (GPS)
Χρόνος : 8 ώρες και 15 λεπτά ( συνολικός χρόνος )