“Τέχνη και Βυζαντινή Αρχαιολογία – Το παρεκκλήσι του αγίου Διονυσίου στο Λιτόχωρο” γράφει ο Σωτήρης Μασταγκάς
Τη βαθειά θρησκευτικότητα των κατοίκων του Λιτοχώρου πιστοποιούν και τεκμηριώνουν οι ενοριακοί ναοί, οι εκκλησίες και τα εξωκκλήσια του τόπου. Η ευλάβεια και η ευσέβεια στην Χριστιανική θρησκεία είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εκκλησιαστικού βίου των Λιτοχωριτών, όπως αυτός διαμορφώθηκε κατά την Τουρκοκρατία, διατηρήθηκε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Καταγράφοντας και μελετώντας τα εκκλησιαστικά μνημεία, συμβάλουμε στη γνώση για τον παραδοσιακό πολιτισμό και την τοπική ιστορία, πλουτίζοντας το θέμα με νέες πληροφοριακές πηγές. Οι εκκλησίες και τα εξωκκλήσια αποτελούν τόσο ιστορική μαρτυρία μιας δύσκολης εποχής για τον ελληνισμό, όσο και καλλιτεχνικά δημιουργήματα, συγχρόνως αξιόλογα ταπεινά μνημεία.
Ο ναός του αγίου Δημητρίου στο Λιτόχωρο υπήρχε κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, όταν ο άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω ήρθε στην κωμόπολη (1530) κατευθυνόμενος προς το βουνό. Το έτος 1760 οι κάτοικοι κατεδάφισαν τον παλιό και ξαναέκτισαν μεγαλύτερο ναό του Αγίου Δημητρίου, στην ίδια ακριβώς θέση. Κατά την επανάσταση του 1878 οι Τούρκοι κανονιοβόλησαν την εκκλησία και κατόπιν την πυρπόλησαν (την έκαψαν). Οι Λιτοχωρίτες ξαναέκτισαν νέο ναό στα χνάρια του κατεστραμμένου, έτσι ώστε η εσωτερική και εξωτερική μορφή του να μην απέχει από την αρχική. Η εκκλησία του αγίου Δημητρίου εγκαινιάστηκε ξανά το 1894 και μέχρι σήμερα διατηρείται ανέπαφη με μικρές «εξωραϊστικές» επεμβάσεις.
Το 1762, μόλις δύο χρόνια μετά τη δεύτερη ανέγερση του ναού του αγίου Δημητρίου, κτίστηκε στην νοτιοανατολική άκρη του το παρεκκλήσι του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω. Είναι ένα μικρό μονόχωρο κτίσμα-παρεκκλήσι, προσκολλημένο (προσκείμενο) στην εκκλησία του αγίου Δημητρίου. Από τη μεγάλη καταστροφή του 1878 σώθηκε άθικτο, αλώβητο. Σήμερα διατηρείται στην αρχική του μορφή, σε πολύ καλή κατάσταση, άφθαρτο από καταστροφικές επεμβάσεις και τις πολλές περιπέτειες του τόπου, αποτελώντας ένα αξιόλογο μουσείο εικονογραφιών λόγω του πλούτου των τοιχογραφιών και των σημαντικών φορητών εικόνων που έχει, του 18ου αιώνα.
Στη σύγχρονη ιστοριογραφία ο πρώτος που, με κριτική έρευνα, αναφέρεται στο παρεκκλήσι του αγίου Διονυσίου είναι ο Απόστολος Βακαλόπουλος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο σύγγραμμά του “Ιστορία της Μακεδονίας (1354 – 1833), Θεσσαλονίκη 1969, σ. 433”. Επιλέγουμε κείμενο:
«Με πειρατές θα συνεργάζονταν κάπου κάπου, αν δεν έκαναν και οι ίδιοι πειρατικές επιδρομές, και ορισμένοι κάτοικοι του Λιτοχώρου, γιατί διαθέτουν καράβια και είναι αρκετά πλούσιοι, ώστε να κτίσουν τον ναό του Αγ. Δημητρίου και το παρεκκλήσι του Αγ. Διονυσίου στα 1762. Στην κτητορική επιγραφή επάνω από το υπέρθυρο μνημονεύεται ο Χατζή Μιχαήλ, ο Νικ. Ρεΐζης και “οι λοιποί καραβοκυραίοι”».
Η παρουσίαση των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω έχει ως στόχο, μέσα από τα έργα της ζωγραφικής του μνημείου που σώζεται, να συμβάλει στη γνώση της τοπικής ιστορίας του Λιτοχώρου. Η μελέτη του εικονογραφικού υλικού σκιαγραφεί όχι μόνο την εκκλησιαστική κατάσταση, αλλά συχνά τις γενικότερες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, οι οποίες διαμόρφωσαν το πρόσωπο του τόπου κατά τον 18ο αιώνα. Το παρεκκλήσι δείχνει τη συνέχιση της πνευματικής παράδοσης, που συνετέλεσε στη διατήρηση του θρησκευτικού και εθνικού φρονήματος των υποδούλων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η Χρυσάνθη Τσιούμη είναι πτυχιούχος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Βυζαντινή Αρχαιολογία. Έχει συγγράψει βιβλία αρχαιολογικού περιεχομένου και δεκάδες μελέτες ποικίλου περιεχομένου με ιδιαίτερη ενασχόληση στη βυζαντινή ζωγραφική. Το 1993 στην Κατερίνη, στο 1ο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Η Πιερία στα βυζαντινά και νεότερα χρόνια», η Χρ. Τσιούμη παρουσίασε την εισήγηση: «Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στο Λιτόχωρο». Η εργασία της είναι δημοσιευμένη στα πρακτικά του Συνεδρίου, που εξέδωσε η Εστία Πιερίδων Μουσών (ΕΠΜ) της Κατερίνης. Με επιστημονικό τρόπο και επεξηγηματικό λόγο η αρχαιολόγος παρουσιάζει το παρεκκλήσι του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, επισημαίνοντας ότι «το πολύ ενδιαφέρον ζωγραφικό σύνολο συνδέεται άμεσα με τον άγιο Διονύσιο, γιατί και ο ναός και η εικονογράφησή του είναι αφιερωμένα σ’ αυτόν». Ξεκινάει από τη γραπτή επιγραφή πάνω από την είσοδο, ακολούθως αναφέρεται στις εξωτερικές τοιχογραφίες και κατόπιν περιγράφει αναλυτικά τον χώρο του ιερού και τον κεντρικό χώρο του ναού, εξηγώντας τις σκηνές των εικονογραφήσεων. «Είναι σημαντικό ότι υπάρχει εκτεταμένος κύκλος εικονογράφησης που ακολουθεί τη σειρά των γεγονότων σύμφωνα με το βίο», αναφέρει η Χρ. Τσιούμη. Στο τέλος της μελέτης της υπάρχουν 12 φωτογραφίες από διάφορες όψεις του παρεκκλησίου του αγίου Διονυσίου.
Στο διατηρημένο τοιχογραφημένο σύνολο του παρεκκλησίου του αγίου Διονυσίου στο ναό του αγίου Δημητρίου Λιτοχώρου διασώζεται η κτητορική επιγραφή (1762), δεν αναφέρεται όμως πουθενά ο ζωγράφος, ο δημιουργός των αγιογραφιών. Ο Ιωάννης Κ. Τσιουρής είναι διδάκτωρ της Βυζαντινής Αρχαιολογίας. Συνέγραψε τη σημαντική μελέτη της ζωγραφικής του 18ου αιώνα με τίτλο: «Οι τοιχογραφίες της Μονής Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας (1758) και η μνημειακή ζωγραφική του 18ου αιώνα στην περιοχή των Αγράφων, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008». Τον τόμο των πάνω από 650 σελίδες συνοδεύουν 400 εικόνες, σχέδια, ευρετήρια κλπ. Ο Τσιουρής, βασιζόμενος αποκλειστικά στην εικονογραφική και εικονολογική μελέτη, εντόπισε το λεγόμενο «Εργαστήριο της Αγιάς», μια ομάδα ζωγράφων, η οποία προσδιορίστηκε συμβατικά από τον κοινό τόπο καταγωγής τεσσάρων εκπροσώπων της, τα ονόματα των οποίων γνωρίζουμε μέσω κτητορικών επιγραφών.
Κάνοντας διαπιστώσεις και μελετώντας διεξοδικά τη ζωγραφική της Δρακότρυπας, ο Τσιουρής προσδιόρισε με μεγαλύτερη σαφήνεια το «Εργαστήριο της Αγιάς» και ανέδειξε τον αγιογράφο Θεόδωρο ιερέα ως τον σημαντικότερο και πιθανότατα παραγωγικότερο εκπρόσωπό του. Στον αγιογράφο (ζωγράφο) Θεόδωρο ιερέα απέδωσε εκτός από τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Ταυτόχρονα, αποδίδει στον Θεόδωρο ιερέα την εικονογράφηση του παρεκκλησίου του αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω στον άγιο Δημήτριο Λιτοχώρου (1762).
Από την αξιόλογη μονογραφία του Τσιουρή και από το Τέταρτο Μέρος του κεφαλαίου «Ο ζωγράφος Θεόδωρος ιερέας και εντοίχια έργα που αποδίδονται σε αυτόν και τον κύκλο του (“Εργαστήριο της Αγιάς”)», επιλέγουμε κείμενα:
«Όλες οι σχετικές με τη ζωγραφική του καθολικού της Ι. Μ. Δρακότρυπας εικονογραφικές και τεχνοτροπικές παρατηρήσεις συνδέουν το έργο αυτό με μία σειρά μνημείων που εντοπίζονται στην περιοχή των Αγράφων, στην ανατολική Θεσσαλία και στην Πιερία. Πρόκειται για το ναό…, το παρεκκλήσιο του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω στο ναό του Αγίου Δημητρίου Λιτοχώρου Πιερίας (1762), …».
«Τα τοιχογραφικά αυτά σύνολα καλύπτουν μία περίοδο επτά δεκαετιών, μέσα στην οποία εργάζονται αρκετοί αγιογράφοι, το έργο των οποίων αναγνωρίζουμε, επίσης, και σε φορητές εικόνες. Από τους ζωγράφους αυτούς γνωρίζουμε τα ονόματα μόνο τεσσάρων…».
«Η ύπαρξη, λοιπόν, ικανού αριθμού μνημείων που εντοπίζονται σε μία εκτεταμένη γεωγραφική έκταση, τα κοινά τεχνοτροπικά και εικονογραφικά στοιχεία των τοιχογραφημένων διακόσμων, αλλά και των πολλών φορητών εικόνων, η παρουσία πολλών ζωγράφων και η χρονική έκταση που καλύπτει μία περίοδο επτά δεκαετιών, μαρτυρούν την ύπαρξη ενός τοπικού εργαστηρίου ζωγραφικής. Μάλιστα, η προέλευση των περισσοτέρων γνωστών ζωγράφων από συγκεκριμμένη περιοχή μάς οδηγεί στο να προσδιορίσουμε το εργαστήριο ως “Εργαστήριο της Αγιάς”».
«Το παρεκκλήσιο του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω στο ναό του Αγίου Δημητρίου Λιτοχώρου Πιερίας ανηγέρθηκε, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, το 1762, χρονιά κατά την οποία θα πρέπει να τοποθετηθεί και η τοιχογράφησή του. Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιορίζεται στην ιστόρηση, κυρίως, του Βίου του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, η οποία, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν απαντά σε άλλο εντοίχιο ή φορητό έργο.
Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του διακόσμου εντάσσουν τον άγνωστο ζωγράφο στο Εργαστήριο της Αγιάς, χωρίς, όμως, να είναι δυνατός ο συσχετισμός του με κάποιο άλλο γνωστό εντοίχιο έργο, παρά τα κοινά στοιχεία με τη ζωγραφική του Θεοδώρου Ιερέως».
Η Νικολέτα Τρούπκου είναι διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της στον τομέα Βυζαντινής Αρχαιολογίας με θέμα «Η γραφή του ζωγράφου Θεοδώρου ιερέα από την Αγιά Λαρίσης», κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 2009 στη Θεσσαλονίκη. Η Τρούπκου στη μελέτη της στοχεύει στη διερεύνηση του έργου του Θεοδώρου ιερέα μέσα από μια άλλη οπτική, προσπαθώντας μέσα από την επιγραφική έρευνα και τον γραμματολογικό έλεγχο, να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της γραφής του αγιογράφου.
Αναφορικά με τον ιερέα Θεόδωρο, το ζητούμενο για την Τρούπκου είναι ο εντοπισμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της γραφής του, ώστε να γίνει απολύτως διακριτή απ’ αυτή των υπόλοιπων καλλιτεχνών που δρουν την ίδια εποχή. Η μελέτη της συγγραφέα στοχεύει στη διερεύνηση της δραστηριότητας του Θεοδώρου ιερέα, μέσω των επιγραφών της εντοίχιας διακόσμησης των σχετιζομένων με αυτόν μνημείων. Για το παρεκκλήσι του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω στο Λιτόχωρο η Τρούπκου χρησιμοποιεί μόνον την κτητορική επιγραφή, τα επιγραφικά στοιχεία της οποίας, κατά την άποψή της, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικά για το σύνολο του μνημείου.
Επιλογή κειμένων:
«Λιτόχωρο Πιερίας
Παρεκκλήσιο Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω στο ναό του Αγίου Δημητρίου (1762)
Σε απόσταση 24 χλμ. από την πόλη της Κατερίνης, στη γραφική κωμόπολη του Λιτοχώρου, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Δημητρίου, στη νοτιοανατολική πλευρά του οποίου είναι προσκολλημένο το παρεκκλήσι του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω. Εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος.
Εκτός της πληροφορίας της κτητορικής επιγραφής για το χρόνο ίδρυσής του στα 1762, κανένα άλλο ιστορικό στοιχείο σχετικό με αυτό δεν μάς είναι γνωστό. Επιπλέον, η έρευνα γύρω από το μνημείο είναι εξαιρετικά περιορισμένη: μόνο οι τοιχογραφίες του αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης αρχικά από τη Χρ. Τσιούμη, σε άρθρο της για τη μεταβυζαντινή ζωγραφική του Λιτοχώρου και έπειτα από τον Ι. Τσιουρή, στην αναζήτηση του “Εργαστηρίου της Αγιάς”.
Το παρεκκλήσι βρίσκεται στην ανατολική άκρη της νότιας στοάς του ναού, η πρόσβασή του γίνεται από μία χαμηλή θύρα στα δυτικά και η στέγασή του είναι ενιαία με του ναού.
Όλες του οι επιφάνειες κοσμούνται με τοιχογραφίες σύγχρονες της ανέγερσής του. Στην πρόσοψη του παρεκκλησίου και πάνω από την επιγραφή εικονίζεται εντός κόγχης ο άγιος Διονύσιος με το Χριστό. Εκατέρωθεν της εισόδου και σε μεγάλη κλίμακα παριστάνονται ολόσωμοι οι αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ, ενώ στη βόρεια παραστάδα της θύρας ο Σταυρός με τα όργανα του Πάθους.
Η εικονογράφηση εσωτερικά χωρίζεται σε τρεις ζώνες. Στην κατώτερη ζώνη του Ιερού Βήματος, εκτός του διακοσμητικού μοτίβου που περιτρέχει το παρεκκλήσι, εικονίζεται ο Ιωνάς που βγαίνει από το κήτος. Στη δεύτερη τοποθετούνται η Πλατυτέρα στην κεντρική κόγχη, η Άκρα Ταπείνωση στην κόγχη της πρόθεσης, ολόσωμοι άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας, καθώς και μαρτύρια αγίων. Στην ανώτερη ζώνη αναπτύσσεται η σκηνή του Χριστού ως Αμπέλου και κάποια ακόμα μαρτύρια στους πλάγιους τοίχους. Η δεύτερη ζώνη του ναΐσκου επίσης κοσμείται με ολόσωμους αγίους, ενώ στην ανώτερη, ξεκινώντας από το νότιο τοίχο και δεξιόστροφα, ιστορούνται επεισόδια του βίου του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, έτσι όπως είναι γνωστός από την αφήγηση του συναξαρίου του. Κατά τον Ι. Τσιουρή, η τεχνοτροπία των παραστάσεων απηχεί επιρροές του ιερέα Θεοδώρου.
Γραπτή επιγραφή
Κτητορική επιγραφή στο εξωτερικό υπέρθυρο της εισόδου του παρεκκλησίου. Σώζεται ακέραιη και διατηρείται σε καλή κατάσταση. Φέρει τη χρονολογία 1762.
ΕΚΤΙΣΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕ/ΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ˙ ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ/ ΤΟΥ ΚΥΡ ΧΑΤΖΗ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΚΥΡ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΙΥΖΗ ΚΑΙ/ ΤΟΝ ΛΙΠΩΝ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΕΩΝ ΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΚΩΜΗΣ ΤΑΥ ΤΗΣ/ ΕΝ ΕΤΗ Α Ψ Ξ Β 1762.
Στ. 1 – 4: «ΕΚΤΙΣΘΗ … ΤΑΥΤΗΣ»
Κτήτορες του ναού υπήρξαν ο Χατζή Μιχαήλ και ο Νικόλαος Ριύζης καθώς και όλοι οι καραβοκύρηδες του Λιτοχώρου. Αξιοπρόσεκτα είναι τα χαραγμένα στον εξωτερικό τοίχο του παρεκκλησίου ομοιώματα καραβιών, δείγματα ευγνωμοσύνης προς τον άγιο από ευεργετηθέντες πιστούς ναυτικούς του τόπου.
Στ. 5: «ΕΝ ΕΤΗ … 1762»
Η ανέγερση του ναΐσκου έγινε στα 1762, δύο χρόνια μετά από το ναό του Αγίου Δημητρίου, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ο χρόνος τοιχογράφησής του».
Η εργασία συνοδεύεται από φωτογραφία της επιγραφής και την εξής αποσαφήνιση:
«Κτητορική επιγραφή στο εξωτερικό υπέρθυρο της εισόδου στο παρεκκλήσι. Περικλείεται σε ορθογώνιο, κόκκινο πλαίσιο, του οποίου το χρώμα έχει απολεπιστεί. Το πλαίσιο βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο από αυτό της επιφάνειας της επιγραφής, σχηματίζοντας ένα είδος κοιλότητας, στο εσωτερικό της οποίας είναι τοποθετημένο το κείμενο. Το χρώμα του φόντου είναι καφεκίτρινο, ενώ των γραμμάτων μαύρο. Η έκταση του κειμένου είναι 5 στίχοι, οι οποίοι στην αριστερή πλευρά τους τείνουν να σχηματίσουν κολοφώνα. Η επιγραφή είναι εξ ολοκλήρου σε μεγαλογράμματη γραφή. Χρονολόγηση: 1762».
Η μικρογράμματη γραφή δεν χρησιμοποιείται ούτε στην κτητορική ούτε σε κάποια άλλη επιγραφή του μνημείου. Αναλύοντας τα επιγραφικά στοιχεία, η ερευνήτρια παραθέτει σε πίνακες τη μεγαλογράμματη γραφή: 1) Τα γράμματα, 2) Τις συνενώσεις, 3) Τις συντομογραφίες, 4) Τους τόνους, πνεύματα, σημεία στίξης, και 5) Τους αριθμούς, σταυρούς, διακοσμητικά στοιχεία.
Ενδιαφέρον έχει να μεταφέρουμε την οριστική κρίση της Νικολέτας Τρούπκου, όπως την καταγράφει στην εργασία της:
«Φτάνοντας στο τελευταίο από τα εξεταζόμενα μνημεία της εργασίας, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω στον Άγιο Δημήτριο Λιτοχώρου (1762) και εφαρμόζοντας ανάλυση των επιγραφικών στοιχείων της κτητορικής του, συμπεραίνουμε την ύπαρξη ενός μόνο καλλιτέχνη, ο οποίος απομακρύνεται από το ιδίωμα του Θεοδώρου. Μόνο τα γράμματα Ι, Λ, Ο, Σ (μία από τις δύο παραλλαγές του) και Υ, καθώς και η συνένωση ΟΥ θυμίζουν την ιδεατή μορφή των αντίστοιχων του Θεοδώρου.
Αντίστοιχα με την απόρριψη της γραφής (τόσο των μορφικών-σχεδιαστικών στοιχείων της όσο και του τρόπου οργάνωσης των επιγραφών), ο καλλιτέχνης του Αγίου Διονυσίου αναπτύσσει τα δικά του εικαστικά εκφραστικά μέσα, που διαφέρουν δραματικά από αυτά του ιερέα Θεοδώρου και του Θεοδώρου από την Αγιά. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται άμεση συσχέτιση του εν λόγω μνημείου με το έργο του Θεοδώρου ιερέα, ούτε σε επίπεδο επίδρασης από αυτόν όπως έχει ήδη προταθεί».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το εύπορο Λιτόχωρο του 18ου αιώνα συνετέλεσε, μεταξύ άλλων, στο καταστάλαγμα στην εκκλησιαστική τέχνη της κωμόπολης αισθητικών αντιλήψεων, που χαρακτηρίζονται από συνδυασμό παραδοσιακών μορφών και νεωτεριστικών σχημάτων. Ο ζωγράφος (αγιογράφος) του παρεκκλησίου του αγίου Διονυσίου έχει θεολογική κατάρτιση και γνώσεις της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Γνωρίζει ένα ποικίλο και ιδιαίτερα πλούσιο θεματολόγιο, από το οποίο αντλεί, ασφαλώς ανά περίσταση και με τη συμβολή των χορηγών, που είναι οι καραβοκυραίοι του Λιτοχώρου. Ανθίβολα, εκλεκτικισμός στην επιλογή εικογραφικών θεμάτων και των τύπων τους, περιορισμένη χρήση διακοσμητικών μέσων, επικέντρωση στο γεγονός καθ’ αυτό και στα κύρια πρόσωπα. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του παρεκκλησίου του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω (1762).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αδαμόπουλος Αθ., Οι εκκλησίες, Σελίδες από το παλιό Λιτόχωρο, Λιτόχωρο 1995.
- Αθανασιάδου Ελ., Μια πρώτη παρουσίαση των ναών και εξωκκλησίων του Λιτοχώρου, Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συμποσίου για Όλυμπο, Λιτόχωρο 1995.
- Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία της Μακεδονίας (1354 – 1833), Θεσσαλονίκη 1969.
- Γραίκος Ν., Η εκκλησιαστική εικονογραφία ως πηγή για την τοπική ιστορία της Πιερίας. Καλλιτεχνικές τάσεις και σύνολα φορητών εικόνων από την Πιερία (τέλη 18ου – μέσα 20ου αι.). Πρώτη συμβολή, Η Πιερία στα βυζαντινά και νεότερα χρόνια. 3ο Επιστημονικό Συνέδριο, Κατερίνη 2008.
- Μασταγκάς Σ., Λιτοχωρίτες ζωγράφοι στη Θεσσαλονίκη κατά τον 19ο αιώνα, Χρονικά Λιτοχώρου. Τόμος έκτος, Λιτόχωρο 2014.
- Μασταγκάς Σ., Εκκλησιαστικά Σύμμικτα, Χρονικά Λιτοχώρου, Τόμος ενδέκατος, Λιτόχωρο 2016
- Τρούπκου Νικ., Η γραφή του ζωγράφου Θεοδώρου ιερέα από την Αγιά Λαρίσης, Θεσσαλονίκη 2009.
- Τσιούμη Χρ., Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στο Λιτόχωρο, Η Πιερία στα βυζαντινά και νεότερα χρόνια. 1ο Επιστημονικό Συνέδριο, Κατερίνη 1993.
- Τσιουρής Ιωάνν., Οι τοιχογραφίες της Μονής Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας (1758) και η μνημειακή ζωγραφική του 18ου αιώνα στην περιοχή των Αγράφων, Αθήνα 2008.