Δημήτρης Παπαστεργίου “Τα μεροκάματα ενός έρωτα” – Δυνατές ποιητικές εικόνες πόθου και πάθους
Μετά από τέσσερις ποιητικές συλλογές ο Δημήτρης Παπαστεργίου φέρνει στο φως την καινούρια του δουλειά, «Τα μεροκάματα ενός έρωτα», Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
Και μόνο ο τίτλος δημιουργεί στον αναγνώστη ερωτηματικά με τη χρήση της λέξης μεροκάματα, που μοιραία παραπέμπει στον εργασιακό χώρο και μάλιστα της σκληρής λαϊκής βιοπάλης. Τώρα, το πώς ο έρωτας χωράει στον εργασιακό χώρο με το πάθος που δίνεται από τον ποιητή είναι ένα ερώτημα που ζητάει απάντηση στις σελίδες του Παπαστεργίου.
Βρίσκει απάντηση; Εδώ έγκειται και η γοητεία της συγκεκριμένης συλλογής, που, πέρα από οτιδήποτε άλλο, τη χαρακτηρίζει η πρωτοτυπία.
Τα 37 της ποιήματα θεοποιούν μια μορφή που, ενώ θα περίμενε κανείς να είναι αέρινη και άπιαστη, όπως συμβαίνει με τις εξιδανικευμένες ερωτικές μορφές, είναι πέρα για πέρα γήινη και καθημερινή, ακατανίκητα όμως γοητευτική μέσα στην απλότητά της.
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Δεν είσαι μοντέλο
δεν είσαι ηθοποιός
όμορφη φίρμα
δεν είσαι καν νέα.
Είσαι μια μεσόκοπη νεράιδα
κι ο έρωτάς μου μια ξύλινη κούκλα.
Χαμογελώ ηδονικά
στην άκρη
του ραβδιού σου.
Χώρος το εργοστάσιο, σκηνικό μιας παράστασης, όπου πρωταγωνιστούν δύο ή μάλλον τρεις. Η μούσα, ο ποιητής και ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του, που πότε απογειώνει τον ποιητή, καθώς βιώνεται στο επίπεδο της φαντασίας και πότε γίνεται άκρως βασανιστικός, καθώς γνωρίζει πως είναι αδιέξοδος.
ΤΟ ΣΧΟΛΑΣΜΑ
Κάθε μέρα
δεν βλέπω την ώρα να σχολάσουμε.
Τη στιγμή
που βγάζεις το λευκό σκουφάκι
τινάζεις το κεφάλι
κι εξαπολύεις δεξιά – αριστερά
τα πύρινα μαλλιά σου.
Είναι η ώρα που βλέπω
ένα στιγμιότυπο
από τους οργασμούς σου.
ΤΟ ΚΕΛΑΡΙ
Κι όταν σ’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά η ζέστη κι η δουλειά
λαμπιόνια ο ιδρώτας σου,
τα μάγουλα ροδίζουν,
μυρίζει το κορμάκι σου χωριάτικο κελάρι:
της γης γεννήματα εκεί
κρασιά που ωριμάζουν
και σε μια δροσερή γωνιά
σακιά αρμαθιασμένα.
Ξαπλώνεις με ηδυπάθεια πρόσχαρης οδαλίσκης,
τα χείλη με τη γλώσσα σου αισθαντικά δροσίζεις,
στα πόδια σου τα ολόγυμνα γελάς
και περιμένεις.
ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΑ ΣΙΡΟΠΙΑΣΤΑ
Κάθε πρωί οι πόθοι μου φορτώνουν τις καμήλες,
ύστερα ήλιον αψύ σηκώνουνε στις πλάτες
κι όλοι μαζί αργά αργά βαδίζουν στην ημέρα.
Στον δύσβατο το δρόμο τους, μόνη παρηγοριά τους
είναι οι λιγοστές στιγμές που θα χαμογελάσεις –
μικρές οάσεις της ζωής στην ερημιά του κόσμου.[…]
Η ερωτική μορφή θεοποιείται, μιας και η λογική με τα δεσμά της το απαγορεύει και αναγορεύεται πια σε θρησκεία για τον ποιητή.
ΒΩΜΟΣ
Θρησκεία
μ’ έναν μόνο οπαδό
ο έρωτάς σου.
Ο βωμός του στο προαύλιο μιας φάμπρικας
(στον τόπο αυτόν
μαρτύρησαν οι πόθοι μου για σένα).
Είναι η κλούβα που κάθεσαι και κάνεις τσιγάρο.
Το υπέροχο πλαστικό εκμαγείο
των επιθυμιών μου.
Με πόθους ανομολόγητους και ανεκπλήρωτους η ερωτική φιγούρα πλημμυρίζει με δύναμη καταιγιστική τις σελίδες της συλλογής, δημιουργώντας με μικρά αυτοτελή κομμάτια μια εικόνα του έρωτα που εντυπωσιάζει με την εκφραστική της εμβέλεια.
Υπαρκτό πρόσωπο η ηρωίδα του ποιητή; Πρόσωπο της φαντασίας του; Ή μήπως η πολυπρισματική φιγούρα της είναι η ίδια η Ποίηση, που το κυνήγι της είναι έρωτας βασανιστικός και ανεκπλήρωτος για κάθε ποιητή;
Ο Παπαστεργίου, όποια ερωτηματικά και να γεννά η συλλογή του, έχει καταφέρει να πλάσει ένα δυναμικό ποιητικό σύνολο, που ξαφνιάζει με την εικονοπλαστική ευστοχία του αλλά και την ευέλικτη χρήση του στίχου.
Δοκιμάζοντας ποικίλες μορφές του, από την πεζολογική μορφή του:
Το πρωί στη δουλειά, είδα μια λεπτομέρεια από το δαντελένιο λουλουδάτο εσώρουχό σου – λουλούδια του παράδεισου, κελαρυστά ρυάκια, ώσπου ό ήλιος να χαθεί στους λόφους της Εδέμ […]
Μέχρι τη χρήση του Ιαμβικού 15σύλλαβου και της πλεκτής ομοιοκαταληξίας:
Απ’ τη στιγμή που πάτησες τ’ ανάλαφρό σου πέλμα
στο μαγαζί που εργάζουμαι με πλάκωσεν καημός,
δαμάλες που βουλιάζουνε οι σκέψεις μου σε τέλμα
κι εγώ δουλεύω πλάι σου σαν σκλάβος νηστικός.
Ο ποιητής κατορθώνει, πέρα από κάποιους ανεπιτυχείς ρυθμικούς ακροβατισμούς, να δώσει ένα ποιητικό σύνολο που ξαφνιάζει ευχάριστα και με τη συμπαγή δομή του θέματος, που παραπέμπει στη σταθερή μορφή μιας ιστορίας, αλλά κυρίως με τον τρόπο που πραγματεύεται την ιστορία αυτή, πρωτότυπα και τολμηρά.
(Ο πίνακας είναι του Παναγιώτη Μπελντέκου.)