«Δεν μπορώ να πω ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα, αν αλλάξουν. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι για να γίνουν καλύτερα τα πράγματα πρέπει ν΄ αλλάξουν» (Γκέορκ Λαϊχτενμπεργκ).
Η σύγκρουση Γεννηματά – Βενιζέλου προκάλεσε τεκτονικό σεισμό τόσο στο ΚΙΝΑΛ όσο και στον ευρύτερο πολιτικό και κομματικό χώρο. Είναι ο ορισμός του αιφνιδιασμού για το χρόνο που επιλέχτηκε και για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκε. Κυρίως, όμως, ο αιφνιδιασμός προκάλεσε έκπληξη, απορία και «φόβο» εξαιτίας του προσώπου, του Βενιζέλου.
Άλλοι χαρακτήρισαν την κίνηση της Γεννηματά ως κίνηση υψηλού ρίσκου και άλλοι ως κίνηση αυτοκτονική.
Δεν λείπουν κι εκείνοι, όμως, που πιστεύουν πως ήταν μία κίνηση αναμενόμενη και «επιβαλλόμενη» για την οξυγόνωση του ΚΙΝΑΛ. Απλά άργησε (πολιτικά) να εκδηλωθεί.
Θύτης ( Φώφη) και θύμα (Βενιζέλος) στην ουσία είναι θύματα της ίδιας αιτίας που εν σπέρματι επωάζεται στην ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ αλλά και του ΚΙΝΑΛ.
Και αυτή η αιτία δεν είναι άλλη από τη διακηρυγμένη ανάγκη για αλλαγή ως πυρηνικού στοιχείου της ιδεολογίας και των δύο πολιτικών σχηματισμών.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1981 με σύνθημα την «Αλλαγή». Η Ν.Δ. απέτυχε να κερδίσει τις εκλογές του 1985 έχοντας ως κεντρικό σύνθημα «εδώ και τώρα απαλλαγή». Το ΚΙΝΑΛ, όπως εξάλλου υποδηλώνει και ο τίτλος του, ευαγγελίζεται την αλλαγή.
Άρα όσοι παρακολουθούν την «πολιτική διαδρομή» των κομμάτων και ερμηνεύουν σωστά το «πολιτικό παρόν», θα έπρεπε να ψέγουν τη Γεννηματά για αυτήν την αργοπορία της ρήξης.
Εξάλλου η ρήξη θα εκδηλωνόταν μετεκλογικά μπροστά στο πολιτικό υπαρξιακό πρόβλημα, αν θα πρέπει να συνεργαστεί ή όχι σε κυβερνητικό επίπεδο με τη Ν.Δ. Ο Βενιζέλος υπόρρητα θα πίεζε τη Φώφη για μία τέτοια συνεργασία, ενώ οι άλλοι θα αρνούνταν μία τέτοια καταστροφική για το ΚΙΝΑΛ συνεργασία.
Η πολιτική πραγματικότητα πίεζε αφόρητα το ΚΙΝΑΛ να προβεί σε θεαματικές αλλαγές για να διευρύνει τα ποσοστά του στις επερχόμενες εκλογές και να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές πολιτικές συνεργασίες. Αν έμεινε το ίδιο, υπήρχε ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί σε ένα μονοψήφιο ποσοστό ( 8 – 9 % )και θα έπρεπε να απολογείται συνεχώς (όπως το ΚΚΕ), γιατί σε μία περίοδο πολιτικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να αρδεύσει από αυτό ψήφους.
Επομένως η αλλαγή ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη, τόσο σε επίπεδο χρόνου όσο και σε επίπεδο προσώπων.
Όσοι μέμφονται τη Φώφη για την επιλογή του χρόνου, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η κυοφορία του νέου (πολιτικός σχεδιασμός) δεν παρακολουθεί υποχρεωτικά το χρόνο κύησης του ανθρώπινου όντος.
Ο πολιτικός χρόνος είναι διαφορετικός. Εξάλλου τώρα η κίνηση της προέδρου του ΚΙΝΑΛ θα προκαλέσει εντύπωση, σχολιασμούς και «ανησυχίες»……
Η επιλογή του προσώπου σε συμβολικό επίπεδο ήταν η απόλυτη. Αν η ρήξη αφορούσε κατώτερα ή μεσαία στελέχη, θα ήταν μία κίνηση άνευ αποτελέσματος και πολιτικά δειλή σε σχέση με αυτό που επιδίωκε.
Ο Βενιζέλος, ιστορικό στέλεχος και προβεβλημένη πολιτική προσωπικότητα του ΠΑΣΟΚ, προκαλούσε με την πολιτική του μεγάλες αντιδράσεις στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ από όπου περιμένει το ΚΙΝΑΛ να αντλήσει ψήφους.
Η παρουσία του και ο «λόγος» του εμπόδισε την παλιννόστηση των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που σε προηγούμενες εκλογές επέλεξαν το ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΙΝΑΛ, όπως το καταδεικνύει και η πολιτική ανθρωπογεωγραφία των ημερών, μόνο από την δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ ευελπιστεί να αρδεύσει ψήφους. Άρα η κίνηση εκπαραθύρωσης του Βενιζέλου σηματοδοτεί αυτό ακριβώς.
Οι αρνητές αυτής της πολιτικά σκληρής επιλογής της Φώφης θα αντιτείνουν πως αυτό συνιστά μία πολιτική ανθρωποθυσία και απρέπεια. Ξεχνούν, όμως, πως στην πολιτική όποιος περιμένει «συναισθήματα» και «ευγένειες» στο τέλος θα τα χάσει όλα. Και τα πρόσωπα και την πολιτική. Πολλές φορές οι τακτικισμοί και οι ανάγκες πολιτικής επιβίωσης ενός πολιτικού κόμματος απαιτούν «ανθρωποθυσίες».
Ίσως κάποιοι άλλοι αντιτείνουν πως το ΚΙΝΑΛ χρειαζόταν «αλλαγή πολιτικής» και όχι ανθρωποθυσίες. Ο πολιτικός χρόνος δεν αρκούσε για να γίνει κατανοητή αυτή η αλλαγή πολιτικής. Κι αν γινόταν κατανοητή, αυτό δεν σημαίνει πως θα γινόταν και αποδεκτή.
Εξάλλου αλλαγή πολιτικής χωρίς αλλαγή στα πρόσωπα είναι «ομελέτα χωρίς αυγά». Πάντα οι βίαιες αλλαγές πολιτικής ταυτίζονται με κάποια πρόσωπα. Γιατί αυτά παράγουν πολιτική, αρνητική ή θετική. Το πρόσωπο συμπυκνώνει την πολιτική συμπάθεια ή αντιπάθεια. Όσο οι κραδασμοί μιας πολιτικής επιλογής είναι σφοδρότερο, τόσο πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες ο απαθής ψηφοφόρος να στοχαστεί και να δράσει πολιτικά.
Ίσως πολλοί αναλυτές και πολιτικοί επικοινωνιολόγοι να διαφωνούν με όλα τα παραπάνω. Δεν πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής μας ότι το ΚΙΝΑΛ θα ήταν ανακόλουθο πολιτικά και ιδεολογικά, αν δεν έκανε τέτοιες τεκτονικές αλλαγές. Είναι πολιτικά αδιανόητο κόμμα που ευαγγελίζεται την αλλαγή (ακόμη και στον τίτλο του), να αρνείται τις αλλαγές στο εσωτερικό του.
Ή πιστεύεις στην αλλαγή και την κάνεις πράξη η αυτοκαταργείσαι όταν χρησιμοποιείς μεθόδους και νοοτροπίες παραδοσιακών – συντηρητικών κομμάτων.
Μπορεί, βέβαια, αυτές οι αλλαγές να συμπαρασύρουν και αυτόν που τις προκαλεί (Φώφη). Δυστυχώς ή ευτυχώς αυτό συνιστά μία νομοτέλεια στο χώρο της πολιτικής. Ο χρόνος θα δείξει, αν αυτή η αλλαγή – ρήξη, ήταν ένα πολιτικό τόλμημα ή μία απερίσκεπτη πολιτικά πράξη – επιλογή. Θα καταδείξει επίσης την πολιτική ορθότητα, την ηθική διαύγεια αλλά και τον «πολιτικό μιθριδατισμό» των ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς.
Το πολιτικό αποτέλεσμα θα δικαιώσει ή θα καταδικάσει θύτες και θύματα.
Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο. Η αλλαγή είναι συμπαντικός νόμος και πολιτική αναγκαιότητα. Όσοι εμπλέκονται στην πολιτική ως πρωταγωνιστές οφείλουν να γνωρίζουν πως σε κάποια στιγμή μπορούν να είναι τα εξιλαστήρια θύματα κάποιων πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Και να μην ξεχνάμε πως η αλλαγή και η πρόοδος δεν είναι συνώνυμες έννοιες. Αυτό ισχύει και για την πολιτική, ανεξάρτητα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (Φώφη – Βενιζέλος).
«Κάθε αλλαγή δεν είναι πρόοδος… Όμως η πρόοδος στους οργανισμούς και κοινωνίες δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αλλαγές». (Μπουραντάς).
ΙΔΕΟπολις